Η µόνη, φευγαλέα κι αυτή, µνεία των γλωσσολογικών γνώσεων τού Ψυχάρη γίνεται όσο γνωρίζω σ ένα άρθρο τού Andre Mirambel στη Νέα Εστία (Αφιέρωµα



Σχετικά έγγραφα
Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

Σχετικά με τη διδακτική προσέγγιση του γλωσσικού δανεισμού

Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών

Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ (Οι απαντήσεις θεωρούνται ενδεικτικές) A1.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

Πώς γράφω µία σωστή περίληψη; Για όλες τις τάξεις Γυµνασίου και Λυκείου

25 1. « , ) , , ) «

Αρχή 1ης σελίδας ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ-ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΦΑΣΗ 1 η )

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ HMEΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ (ΟΜΑ Α A ) 2012

Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

αντισταθµίζονται µε τα πλεονεκτήµατα του άλλου, τρόπου βαθµολόγησης των γραπτών και της ερµηνείας των σχετικών αποτελεσµάτων, και

Ο συγγραφέας Γιώργος Παπαδόπουλος μιλάει στο NOW24 Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου :25

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ

Η Ι ΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΕ ΜΗ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ. Χατζησαββίδης Σωφρόνης, καθηγητής Γλωσσολογίας στο Α.Π.Θ.

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

ΚΟΙΝΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

"Γλώσσα και γλωσσικές ποικιλίες"

Μακρυγιάννης: Αποµνηµονεύµατα (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου σσ )

ΜΕΡΟΣ Β. Βιογραφικά Είδη

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΟ Γ1 ΤΟΥ 10 ΟΥ Δ.Σ. ΤΣΕΣΜΕ ( ) ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. ΜΑΘΗΜΑ: Μελέτη Περιβάλλοντος. ( Ενότητα 3: Μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς

ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ - ΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Ιστορική αναδροµή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήµατος. Οι µεταρρυθµίσεις του Το σηµερινό εκπαιδευτικό σύστηµα

[Greeklish ] ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Δεύτερη διδακτική πρόταση Έλεγχος επίδοσης στο σχολείο. 1 φωτοτυπία ανά μαθητή με τον έλεγχο παραγωγή προφορικού λόγου, παραγωγή γραπτού λόγου

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Συµφωνία Επιχορήγησης No: / Έργο No BG-2008-KA2-KA2MP

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

Η. Διαδικασία διαμεσολάβησης

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Σχέδιο Μαθήματος: Κοινωνικές και Επικοινωνιακές Δεξιότητες για Ανάπτυξη Αυτοπεποίθησης και Τεχνικών Επίλυσης Διαφορών

Το μυστήριο της ανάγνωσης

Αντιλήψεις-Στάσεις των μαθητών του γυμνασίου και των Λ.Τ. τάξεων σχετικά με την σχολική ζωή

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Πένυ Παπαδάκη: «Οι άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο δεν επηρεάζονται από την κρίση» ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΑΝΘΟΣ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017

Ι. Πανάρετος.: Καλησπέρα κυρία Γουδέλη, καλησπέρα κύριε Ρουμπάνη.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την αποδοχή στην Γλώσσα 2 και χαιρετίσματα από την Ιταλία"

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΑΝΕΠΑΦΗ!

Οδηγός διαφοροποίησης για την πρωτοβάθµια

ΛΥΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Αγγελική Βαρελλά, Η νίκη του Σπύρου Λούη

Γραμματισμός στο νηπιαγωγείο. Μαρία Παπαδοπούλου

Παραινέσεις 1 ενός πατέρα του καιρού μας. Αγαπημένο μου παιδί,

ΠΡΟΣ : ΚΟΙΝ.: Ι. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Η γλώσσα της Κ.Δ. είναι η «κοινή» ελληνιστική, δηλαδή η δημώδης και η γλώσσα που ομιλείτο από τον 3 ο αι. π.χ. μέχρι τον 3 ο αι. μ.χ.

ΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΗΜΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 10 ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ 15 ΧΡΟΝΙΑ Α ΤΑΞΗ Β ΤΑΞΗ Γ ΤΑΞΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣ- ΣΑ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Λιάνα Καλοκύρη ΣΕΕ ΠΕ02 ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΠΕΚΕΣ ΚΡΗΤΗΣ

Θεοφανία Ανδρονίκου Βασιλάκη: "Θέλω κάποια στιγμή να γράψω ένα μυθιστόρημα που να έχει όλα τα είδη"

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΜΑΚΗ ΒΟΡΙΔΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΛΑ.Ο.Σ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Γεώργιος Ν. Πριµεράκης Σχ. Σύµβουλος ΠΕ03

Νεοελληνική Γλώσσα Γ Λυκείου

21 Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Δρ. Νάσια Δακοπούλου

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Γιάννης Ρίτσος: Ανυπόταχτη Πολιτεία (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

Μαθητές και πολιτισµική ετερότητα: Εµπειρίες, αντιλήψεις και στάσεις των µαθητών απέναντι στο διαφορετικό 2. Ιωάννινα 2004

Κέντρο Τύπου ΓΓΕ-ΓΓΕ 26 Απριλίου 2007

GREEKLISH ΧΑΛΙΜΟΥΡΔΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΗ ΚΩΝ/ΝΑ ΦΑΣΛΙΑ ΡΕΝΤΙΝΑ ΖΑΧΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΑ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ. (40 Μονάδες) ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2017 ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Κεφάλαιο 9. Έλεγχοι υποθέσεων

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Σταυρούλα Τσιπλάκου Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

* Συνδέεται άμεσα η αξιολόγηση με τη μισθολογική προαγωγή στον επόμενο βαθμό.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

«Τα Βήματα του Εστερναχ»

Διάγραμμα αναλυτικής διόρθωσης ελεύθερης γραπτής έκφρασης (έκθεσης)

Transcript:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ Η ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Προεισαγωγικά Τα εκατό χρόνια που συµπληρώθηκαν στα 1988 από τη δηµοσίευση τού Ταξιδιού, ενός έργου-σταθµού στην ιστορία τής γλώσσας µας και, δι αυτής, στην ιστορία τού Νέου Ελληνισµού, υπήρξαν ικανή αφορµή για ν αναλογισθούµε, να τιµήσουµε και να απο-τιµήσουµε την προσφορά ενός µεγάλου Έλληνα γλωσσολόγου και ελληνιστή, τού Γιάννη Ψυχάρη. Γιατί µπορεί µεν ο αγώνας για την καθιέρωση τής δηµοτικής ως επίσηµης γλώσσας να ξεκινάει πολύ πριν απ αυτόν (µε τον Χριστόπουλο, τον Βηλαρά, τον Σολωµό και τόσους άλλους), αλλά χωρίς την επιστηµονική-γλωσσολογική στήριξη, τους αγώνες και τα δηµοσιεύµατα τού Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929) και, κυρίως, χωρίς το Ταξίδι, που σήµανε την έναρξη τής νεοελληνικής «γλωσσικής επανάστασης» δεν θα είχαµε ίσως φτάσει, ενενήντα περίπου χρόνια µετά το Ταξίδι, το 1976, στην αναγνώριση τής δηµοτικής (νεοελληνικής κοινής) ως επίσηµης γλώσσας. Πολλά και σηµαντικά έχουν, κατά καιρούς, λεχθεί για το έργο, τους αγώνες, τις θέσεις και την προσφορά τού Ψυχάρη στην επικράτηση τής δηµοτικής. Πολλοί έχουν επαινέσει τη µαχητικότητα, την αποφασιστικότητα και το ανυποχώρητο τού Ψυχάρη, κι άλλοι πάλι τον έχουν ψέξει για την «ακραία» στάση που κράτησε στο γλωσσικό επιβραδύνοντας έτσι τη λύση του και εξωθώντας τα πράγµατα σε άγονες προσωπικές διαµάχες και αντεγκλήσεις. Άλλοι τον εξύψωσαν σε ήρωα τού δηµοτικισµού κι άλλοι τον θεώρησαν «ολετήρα» τής γλώσσας. Όλοι, ωστόσο, δέχονται ως καθοριστική την παρουσία του στους αγώνες τής γλώσσας και περισσότερο ή λιγότερο αναγνωρίζουν την επιστηµονική συµβολή του στην πάλη για το γλωσσικό. Ό,τι δεν έχει, νοµίζω, εξετασθεί ακόµη, ειδικότερα και σε βάθος τουλάχιστον, είναι πόσο και πώς η γλωσσολογική κατάρτιση τού Ψυχάρη, οι γλωσσολογικές απόψεις τής εποχής του και τού χώρου όπου εργάστηκε (Παρίσι) επηρέασαν ή και κατεύθυναν τη στάση του στο γλωσσικό ζήτηµα. Επί παραδείγµατι, ερωτήµατα όπως αυτό που συχνά τίθεται από µελετητές και συζητητές τού γλωσσικού, «πώς ένας επιστήµονας µε τη συγκρότηση και την καθαρή, τετράγωνη σκέψη τού Ψυχάρη δεν κατάλαβε πως οι ακρότητες που υποστήριζε έβλαπταν τις θέσεις του», µπορούν µόνο ν απαντηθούν, αν κατανοηθούν οι γλωσσολογικές 1

απόψεις που ίσχυαν τότε και επηρέαζαν τον Ψυχάρη. Ακόµη και η όλη τοποθέτησή του υπέρ τής προφορικής (δηµοτικής) γλώσσας δεν µπορεί, κατά βάθος, να εκτιµηθεί σωστά, αν ερµηνευτεί µόνο µε κοινωνιογλωσσικά κριτήρια. Συµβολή στην κατανόηση και ερµηνεία ορισµένων καίριων γλωσσικών και γλωσσολογικών θέσεων τού Ψυχάρη αποτελούν όσα ακολουθούν. Η µόνη, φευγαλέα κι αυτή, µνεία των γλωσσολογικών γνώσεων τού Ψυχάρη γίνεται όσο γνωρίζω σ ένα άρθρο τού Andre Mirambel στη Νέα Εστία (Αφιέρωµα στον Ψυχάρη, 1954, τχ. 644, σσ. 597-99), µε τίτλο «Ο Ψυχάρης, η Ελλάδα κι η Γαλλία». Εκεί αναφέρεται ότι: «Ως Γάλλος, ο Ψυχάρης έµαθε τη γλωσσολογία µε δασκάλους τους µεγαλύτερους επιστήµονες που δηµιούργησαν τη συγκριτική και την ιστορική γραµµατική, τους Σωσσύρ, Τουρνιέ, Νταρµεστετέρ, Παρίς, και πολλές φορές, είτε σε άρθρα είτε σε συνοµιλίες, θύµισε τι τους χρωστούσε. Αυτός ο δάσκαλος δεν ξέχασε ποτέ πως ήτανε µαθητής τους». Ο γλωσσολόγος και η περιρρέουσα ατµόσφαιρα εν έχει, ωστόσο, επισηµανθεί και εκτιµηθεί το γλωσσολογικό περιβάλλον τού Παρισιού και η κρατούσα σ αυτό ηγετική φυσιογνωµία τού Saussure, που αναµφισβήτητα επηρέασαν ουσιαστικά τις απόψεις τού Ψυχάρη για τη γλώσσα και τη στάση του στο γλωσσικό ζήτηµα τής Ελλάδος. Ας σκιαγραφήσουµε κάπως αυτό το περιβάλλον. Το 1881 είναι έτος καθοριστικό για την εξέλιξη των γλωσσολογικών σπουδών στη Γαλλία, και ιδιαίτερα στο Παρίσι. Είναι το έτος που διαδέχεται στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών (École pratique de Hautes Études) τον Michel Bréal και αναλαµβάνει ως εντεταλµένος υφηγητής (maitre de conférences) τού µαθήµατος «τής Γοτθικής και τής Αρχαίας Άνω Γερµανικής» ο ηλικίας µόλις 24 τότε ετών Ελβετός γλωσσολόγος Ferdinand de Saussure. Στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών θα µείνει ο Saussure επί 10 έτη, ώς το 1891, οπότε εγκαταλείπει το Παρίσι για να µην υποχρεωθεί να αλλάξει υπηκοότητα, καίτοι προοριζόταν για καθηγητής στο Πανεπιστήµιο τής Σορβόννης και στο College de France και αναλαµβάνει την έδρα γλωσσολογίας στο Πανεπιστήµιο τής Γενεύης. Στα 10 χρόνια τής δραστηριότητάς του στο Παρίσι, ευρύτερα ήδη γνωστός από το κλασικό έργο του για τη φωνολογική δοµή τής πρωτοϊνδοευρωπαϊκής 2

γλώσσας (Mémoire sur le système primitif des voyelles des langues indo-européennes, Λειψία 1881), επιβάλλεται ως κεντρικός άξονας των εκεί γλωσσολογικών σπουδών, µέσα και από µία παράλληλη δραστηριότητα που αναπτύσσει ως γενικός γραµµατέας τής Γλωσσολογικής Εταιρείας των Παρισίων, µε ενεργό συµµετοχή στην έκδοση τού κυριότερου τότε γλωσσολογικού περιοδικού τής Γαλλίας, των Mémoires de la Societé de Linguistique (MSL). Και ναι µεν ο Saussure διαδέχεται τον Bréal και συνεργάζεται µε άλλους, λιγότερο γνωστούς, ιστορικοσυγκριτικούς γλωσσολόγους, όπως ο Arsène Darmsteter (1848-1888) o Gaston Paris (1839-1903) ή ο Louis Havet (1849-1915), ωστόσο µε το κύρος, τη θεωρητική κατάρτισή του, τη γενικότερη παιδεία και τα ευρύτερα ενδιαφέροντά του και, κυρίως, µε τη δραστηριότητά του στην προώθηση τής γλωσσολογικής επιστήµης, ο Saussure αναγνωρίζεται ουσιαστικά ως ο πρώτος που διδάσκει συστηµατικά σε γαλλικό πανεπιστηµιακό ίδρυµα τη θεωρία και την εφαρµογή (ιδίως στις κλασικές γλώσσες Αρχαία Ελληνική, Λατινική και Σανσκριτική) τής ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας, σύµφωνα και µε τις αρχές των νεογραµµατικών γλωσσολόγων (K. Brugmann, Aug. Leskien και H. Osthoff). Σ αυτό το κλίµα των ανανεωµένων και πολλά υποσχοµένων γλωσσολογικών σπουδών στο Παρίσι, ιδιαίτερα στην École des Hautes Études, υπό την εµπνευσµένη φυσιογνωµία τού Saussure, εντάσσεται οργανικά από το 1885 και ο Γιάννης Ψυχάρη, αναλαµβάνοντας το έτος αυτό ως έκτακτος καθηγητής την πρώτη έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στην Ευρώπη, έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας, που ιδρύεται στην ίδια σχολή ειδικά γι αυτόν. Έτσι, από το 1885 ώς το 1891, επί 6 συνεχή έτη, συνδιδάσκει στην École de Hautes Études και συµµετέχει στη δραστηριότητα τής Societé de Linguistique de Paris µε τον Saussure. (Ας σηµειωθεί ότι το ίδιο έτος, το 1885, ιδρύεται στην Αθήνα έδρα Γλωσσολογίας, την οποία αναλαµβάνει ως έκτακτος επίσης καθηγητής ο Γεώργιος Χατζιδάκις). εν έχει µέχρι σήµερα µελετηθεί η σχέση τού Ψυχάρη µε τον κύκλο των γλωσσολόγων τού Παρισιού, και ιδιαίτερα µε τον Saussure. Τα στοιχεία ωστόσο που έχουµε ήδη επιτρέπουν ορισµένες εκτιµήσεις και εύλογες υποθέσεις, έως ότου υπάρξει ειδική έρευνα. Οι εκτιµήσεις αυτές συνίστανται στο ότι ο Ψυχάρη, άµεσα ή έµµεσα, πρέπει να έχει δεχθεί ουσιώδη επίδραση από τις απόψεις τού Saussure. Το γεγονός ότι ο Ψυχάρη, σε χρόνο µακρινό και «ανύποπτο», το 1928, όταν εκδίδει σ έναν ογκώδη πρώτο τόµο (από 1.337 σελίδες) µελέτες του δηµοσιευµένες µεταξύ 1884 και 1928, εννοώ το Quelques travaux de linguistique, de philologie et de littérature helléniques (Παρίσι 1930, στη σειρά «Les Belles Lettres»), συγκαταλέγει 3

τον Saussure (1857-1913) µεταξύ των «αποθανόντων δασκάλων» του, στους οποίους αφιερώνει το έργο, δείχνει έµπρακτα την πνευµατική οφειλή τού συγγραφέα στον µεγάλο Ελβετό γλωσσολόγο. Το γεγονός αυτό, εξάλλου, πρέπει να συνδυασθεί µε δύο άλλα συναφή: 1) µε το ότι ο Ψυχάρης υπήρξε µαθητής στην αρχή, και συνάδελφος εν συνεχεία (από το 1885 ώς το 1891), και τού Saussure 2) µε το ότι και άλλοι δάσκαλοι τού Ψυχάρη (στους οποίους επίσης αφιερώνει το βιβλίο του), όπως ο Αrsène Darmesteter, o Louis Havet και, προπάντων, ο Gaston Paris, υπήρξαν συνάδελφοι και «µαθητές» µάλιστα τού Saussure, από τον οποίο ενηµερώθηκαν στις νεότερες εξελίξεις τής γλωσσικής επιστήµης. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ειδικότερα ο Gaston Paris, µε τον οποίο φαίνεται πως διατήρησε στενότερες φιλικές σχέσεις ο Ψυχάρης, αναφέροντάς τον ως πρότυπο επιστήµονα και δασκάλου, ήταν ακριβώς εκείνος ο οποίος (ως διευθυντής τής École des Hautes Études) πρότεινε να απονεµηθεί στον Saussure κατά την αποχώρησή του από το Παρίσι ο σταυρός τής Λεγεώνος τής Τιµής ως αναγνώριση τής συµβολής του στη γλωσσική επιστήµη τής Γαλλίας. Αλλά και o Michel Bréal, ο γνωστός ιστορικός γλωσσολόγος, στον οποίο ο Ψυχάρης αφιερώνει το πρώτο µεγάλο γλωσσολογικό έργο του, το Essais de grammaire historique néogrecque (1. τ., Παρίσι 1886 2. τ., 1889), είναι ακριβώς αυτός που διαδέχθηκε ο Saussure το 1881 στην έδρα του τής École Pratique de Hautes Études. Άρα ο Ψυχάρης στο Παρίσι ζει, συνεργάζεται και προβληµατίζεται µέσα σ έναν κύκλο γλωσσολόγων που σ έναν µεγάλο βαθµό είναι φυσικό να επηρεάζουν τις γλωσσολογικές σκέψεις και τις γλωσσικές του αντιλήψεις. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από την ποιητική προδιάθεση που συχνά ο ίδιος αναφέρει, από το εθνικό φρόνηµα που κατευθύνει συχνά τη στάση του και από άλλα καθαρώς κοινωνιογλωσσικά κίνητρα, η τοποθέτηση τού Ψυχάρη στο γλωσσικό και, κυρίως, η εµµονή του σε ορισµένες γλωσσολογικές εκτιµήσεις και προτάσεις, αλλά και το γενικότερο πνεύµα που κατευθύνει από την αρχή τής σταδιοδροµίας του µέχρι τέλους τής ζωής του τη γραµµή του και την επιχειρηµατολογία του στη γλώσσα, φωτίζονται από τις επιδράσεις που δέχθηκε µέσα σ αυτόν τον κύκλο. Ας µη ξεχνάµε πως εν αντιθέσει προς άλλους ελληνιστές, η επιστηµονική ταυτότητα τού Ψυχάρη είναι εκείνη τού γλωσσολόγου, τού ιστορικοσυγκριτικού γλωσσολόγου που χρησιµοποιεί τη γλώσσα των κειµένων χωρίς να είναι ειδικός φιλόλογος. Ακόµη και τα λογοτεχνικά κείµενα που γράφει είναι «γλωσσολογικά» είναι κατάφορτα µε γλωσσικές συχνά γλωσσολογικές παρατηρήσεις, τόσο που να γίνονται κατά 4

κανόνα σχολαστικά, χωρίς να στερούνται λογοτεχνικών αρετών, µια που ο Ψυχάρης δεν έπαψε ποτέ να γράφει λογοτεχνία και να πιστεύει µάλιστα πως είναι ένας άξιος, προικισµένος, όσο και αδικηµένος, λογοτέχνης. Τα λογοτεχνικά όµως έργα τού Ψυχάρη υπηρετούν τις γλωσσικές και γλωσσολογικές απόψεις του. Έχουµε εν προκειµένω ένα παράδειγµα «γλωσσολογικά στρατευµένης» λογοτεχνίας, που κύριος στόχος και µέληµά της είναι να παραγάγει «πρότυπα» χρήσεως µιας δηµοτικής γλώσσας όπως την ευαγγελίζεται ο γλωσσολόγος Ψυχάρης. Τονίζουµε εδώ µε έµφαση την επιστηµονική ταυτότητα τού Ψυχάρη, γιατί η ταυτότητα αυτή µέσα στην εξέλιξη που πήραν οι αγώνες του για το γλωσσικό συσκοτίζεται τελικά, µε αποτέλεσµα ο γλωσσολόγος Ψυχάρης να υποτάσσεται και να χάνεται συχνά στον ήρωα, µαχητή, αγωνιστή Ψυχάρη, στον ιδεολόγο Ψυχάρη, στον κοινωνιστή Ψυχάρη, στον λογοτέχνη Ψυχάρη κ.ο.κ., που αναντίρρητα συνθέτουν από κοινού την πολύπλευρη προσωπικότητά του, χωρίς όµως ν αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό του το «νήµα» ερµηνείας τής γλωσσικής συµπεριφοράς του. Το έργο Η κύρια προσφορά τού Ψυχάρη παραµένουν τα επιστηµονικά γλωσσολογικά έργα που συνέγραψε, έργα υψηλής επιστηµονικής στάθµης, όσο κι αν ορισµένες επιστηµονικές ή µεθοδολογικές θέσεις του κρίθηκαν (από τον Γ. Χατζιδάκι και άλλους) αναπόδεικτες ή και αβάσιµες. Τα Essais de grammaire historique néogrecque (1886-89), η Μεγάλη Ρωµαίικη Επιστηµονική Γραµµατική (τ.1, 1929 τ. 2, 1935) και τα Quelques travaux de linguistique, de phlonologie et de littérature helléniques (1930) παραµένουν η κύρια επιστηµονική προσφορά και ταυτότητα τού Ψυχάρη, που µέσα στη γενικότερη δίνη τού γλωσσικού ζητήµατος (και συνεπεία τού γλωσσικού της ενδύµατος η Μεγάλη Ρωµαίικη Επιστηµονική Γραµµατική) δεν έχουν αποκτήσει τη θέση που τους ανήκει στον χώρο τής έρευνας τής ελληνικής γλώσσας. Για να συµπληρώσουµε, τέλος, την επιστηµονική εικόνα τού Ψυχάρη, ας αναφέρουµε και τα µαθήµατα (αντικείµενα) που δίδασκε τόσο στην École des Hautes Études όσο και στη Σχολή των Ανατολικών Γλωσσών (ως τακτικός, πλέον, καθηγητής από το 1904): ιστορική γραµµατική τής ελληνικής γλώσσας, φωνητική, διαλεκτολογία, ετυµολογία, ιστορία γλώσσας, γλωσσικό ζήτηµα, και γλώσσα µεσαιωνικών και νεοτέρων ελληνικών κειµένων. Μετά απ όσο είπαµε είναι λογικό να υποστηρίξουµε ότι οι γλωσσολογικές θέσεις τού Ψυχάρη και η όλη στάση του απέναντι στο γλωσσικό και στην ίδια την 5

υφή τής δηµοτικής γλώσσας δεν απορρέουν από πρόχειρες, εµπειρικές και συµπτωµατικές εκτιµήσεις του σ αυτό ή εκείνο το θέµα, αλλά στηρίζονται σε ορισµένες αρχές τής γλωσσικής επιστήµης τής εποχής του που, έστω πρόωρα, υπεργενικευτικά και χωρίς να λάβει υπ όψιν του άλλους ρυθµιστικούς παράγοντες τής γλώσσας, θέλησε να εφαρµόσει στην Ελληνική. Για ό,τι κατηγορήθηκε ο Ψυχάρης φανατισµός γλωσσικός, ακρότητες, γλώσσα γραφείου, φτειαχτή γλώσσα, άγνοια τής ελληνικής γλώσσας και τής γλωσσικής πραγµατικότητας τής εποχής του κ.τ.ό., αυτά που αποτέλεσαν, δηλαδή, τους «ψυχαρισµούς» και τους «µαλλιαρισµούς» και που έφτασαν να ταυτισθούν µε την έννοια τής γλωσσικής προκλήσεως, για τον Ψυχάρη δεν ήταν παρά εφαρµογή ορισµένων γλωσσολογικών αρχών τής εποχής του, αρχών όπως η αναλογία ή η γλωσσική ρύθµιση, η έµφαση στον προφορικό λόγο έναντι τού γραπτού, η έµφαση στην έννοια τής συγχρονικής λειτουργίας ενός γλωσσικού συστήµατος. Χωρίς ο γράφων να θέλει να γίνει απολογητής των απόψεων τού Ψυχάρη ή να παραγνωρίσει φανερές αδυναµίες των θέσεών του, υποστηρίζει ωστόσο την άποψη ότι οι γλωσσικές αυτές θέσεις πρέπει να ενταχθούν και να εκτιµηθούν µέσα στο επιστηµονικό κλίµα από το οποίο περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά απέρρευσαν, και έτσι µόνο να ερµηνευθούν και να κριθούν. Πόσο οι γλωσσολογικές τοποθετήσεις τού Ψυχάρη διέπουν όλο το έργο του φαίνεται από το πιο αντιπροσωπευτικό, µη επιστηµονικό αλλά λογοτεχνικό υποτίθεται έργο του, το Ταξίδι. Γραµµένο τρία µόλις χρόνια (το 1888) αφότου ο Ψυχάρης έχει αναλάβει τα ακαδηµαϊκά του καθήκοντα ως έκτακτος καθηγητής στην École des Hautes Études (το 1885), το «λογοτεχνικό» αυτό έργο συντάσσεται µε σαφή την πρόθεση να αποτελέσει γλωσσικό παράδειγµα εφαρµογής των γλωσσολογικών απόψεων τού νεαρού γλωσσολόγου. Έτσι στον Πρόλογο τής 2 ης Έκδ. τού Ταξιδιού (Αθήνα: Ελευθερουδάκης, 2 1926) ο Ψυχάρης µιλάει για «το σύστηµα» τού Ταξιδιού (σ. 19), όρος αδιανόητος για ένα συνηθισµένο λογοτεχνικό έργο. Μιλάει ακόµη (σ. 18) για «Γλωσσολογικό Πρόλογο» τού Ταξιδιού, που τον δηµοσιεύει αλλού (στα Ρόδα και Μήλα). Πρόκειται για µια πρώτη συνειδητή και συστηµατική προσπάθεια να δοθεί υπόδειγµα γραφής τής δηµοτικής σύµφωνα µε τους γλωσσικούς νόµους που τη διέπουν: «Μοῦ φαίνεται πῦς πρώτη φορά, σ αῦτό µου τῦ βιβλίο, γράφηκε µῦ κάποια σειρῦ κι ῦνότητα ῦ γλώσσα τοῦ λαοῦ. Προσπάθησα νῦ τῦ γράψω κανονικά, νῦ φυλάξω τοῦς νόµους 6

της, νῦ προσέξω στῦ φωνολογία, στῦ µορφολογία, στῦ τυπικῦ καῦ στῦ σύνταξη τῦς δηµοτικῦς γραµµατικῦς.»* Πόσο συνειδητά, µεθοδευµένα και συστηµατικά απαρτίστηκε η γλωσσική µορφή τού Ταξιδιού, φαίνεται πάλι καθαρά απ όσα λέει ο Ψυχάρης στο ίδιο κείµενο: «ῦν ῦβαλα ῦναν τύπο γραµατικό, δῦν ῦγραψα µία λέξη, µία συλλαβῦ στῦ βιβλίο µου, χωρῦς νῦ τῦ συλλογιστῦ πρῦν ῦρες, µπορῦ µάλιστα νῦ πῦ χρόνια, ῦφοῦ κάθε χειµώνα στῦ δηµόσια µαθήµατά µου τῦς Σορµπόνας, τῦς γλώσσας µας τῦν ῦστορία µελετῦ». Νόµος, σύστηµα, φωνολογία κ.ο.κ., συνθέτουν από µόνα τους µια γλωσσολογική ορολογία που δείχνει ότι ο συντάκτης τού Ταξιδιού συγγράφει το έργο του µε συγκεκριµένες γλωσσικές θέσεις και προθέσεις. Μια πρώτη διερεύνηση των γλωσσολογικών θέσεων τού Ψυχάρη, όπως συνάγονται από το έργο του, τη γλώσσα που γράφει και τις εκπεφρασµένες απόψεις του, επιτρέπει να επισηµάνουµε ορισµένες γενικότερες γλωσσολογικές αρχές που φαίνεται να διέπουν τη στάση του στη γλώσσα. Οι αρχές αυτές είναι το ανεξαίρετο των γλωσσικών νόµων, η γλωσσική νόρµα, η αρχή τής αναλογίας, το προβάδισµα τού προφορικού λόγου έναντι τού γραπτού και η έµφαση στη λειτουργία τής γλώσσας ως συστήµατος. Θα αναφερθούµε δι ολίγων στις αρχές αυτές. Η γλωσσολογική βάση των απόψεων τού Ψυχάρη Έχει συζητηθεί κατά κόρον η εµµονή τού Ψυχάρη στην υποστήριξη γλωσσικών τύπων που συγκρούονται µε τη γλωσσική πραγµατικότητα τη σύγχρονή του, αλλά και τη σηµερινή, τύπων που χαρακτηρίστηκαν και ήταν «πλάσµατα» τής «γλωσσοπλαστικής φαντασίας», όπως ελέγχθη, τού Ψυχάρη. Και θεωρήθηκαν «ακρότητες» και «υπερβολές», απαράδεκτες µάλιστα για γλωσσολόγο, οι γλωσσοπλαστικές «κατασκευές» τού Ψυχάρη σε όλα τα επίπεδα τής γλώσσας: το φωνολογικό, το γραµµατικό (µορφολογικό και συντακτικό) και το λεξιλογικό. Τύποι φωνολογικοί, όπως λ.χ. σκέδιο και Σκολή («Η Μεγάλη τού Γένους Σκολή»), κλερονοµιά, Κεριακή και σκλερός, ποµονή και φηµερίδα τύποι γραµµατικοί, όπως λ.χ. λέξες και κυβέρνησες, δαχτυλογράφα (η), Παρθενός και περιεχάµενα τύποι 7

* Πρόλογος στην 1η έκδ. Σηµειωτέο πως και στα παραθέµατα από τα γραπτά τού Ψυχάρη (όπου οι ιδιορυθµίες στην ορθογραφία είναι κάποτε αξιοπρόσεχτες) εφαρµόζεται σιωπηρά η ορθογραφική ενοποίηση που τηρείται συστηµατικά στη σειρά. Οι υπογραµµίσεις είναι δικές µου. λεξιλογικοί, όπως λ.χ. µυτότρυπες (=ρουθούνια), γραφτοδίφης (=γραµµατολόγος), σηµειωσούλα (=υποσηµείωση) κ.λπ., προκαλούν µεν ευλόγως το γλωσσικό αίσθηµα των οµιλητών τής ελληνικής προσκρούοντας στους εν χρήσει τύπους (σχέδιο, Σχολή, κληρονοµιά, Κυριακή, σκληρός, υποµονή, εφηµερίδα, λέξεις, κυβερνήσεις, η δακτυλογράφος, Παρθενών-Παρθενώνας, περιεχόµενα κλπ.), για τον γλωσσολόγο Ψυχάρη όµως είναι απολύτως κανονικοί τύποι, αυτοί δηλαδή που θα έλεγε αναλογικά ο λαός αν δεν είχε επηρεαστεί το γλωσσικό του αίσθηµα από το σύστηµα τής καθαρεύουσα. Είναι αδύνατον να παρακολουθήσει κανείς τον τρόπο τής σκέψεως τού Ψυχάρη, αν δεν γνωρίζει τη γλωσσολογική αρχή στην οποία στηρίζεται. Πρόκειται για το «δόγµα των νεογραµµατικών» ότι, άπαξ και λάβει χώρα µία φωνολογική µεταβολή, η τροπή, λ.χ. σχ > σκ (σχίζω > σκίζω) ή τού i σε e µπροστά από ρ (σίδηρο > σίδερο) ή η σίγηση τού ατόνου φωνήεντος στην αρχή τής λέξεως (ερωτώ > ρωτώ, ηµέρα > µέρα), η µεταβολή αυτή οφείλει να έχει γενικό και ανεξαίρετο χαρακτήρα για τον χρόνο και τον χώρο όπου συνέβη. Αυτή την αρχή εφαρµόζει τυφλά, δηλαδή αναλογικά και υπεργενικευτικά, ο Ψυχάρης, στην προσπάθειά του να συναγάγει τους γενικούς κανόνες ή «νόµους» τής δηµοτικής γλώσσας. Το αδύνατο σηµείο αυτής τής στάσεως, η οποία δεν στερείται, όπως είδαµε, επιστηµονικής βάσης, είναι ότι ο Ψυχάρης αντίθετα προς τους νεογραµµατικούς, που αποδέχονται και ερµηνεύουν την ύπαρξη εξαιρέσεων στους γλωσσικούς νόµους δεν αφήνει περιθώρια για καµία εξαίρεση, υποτάσσοντας τεχνητά και εξωπραγµατικά όλους ανεξαιρέτως τους τύπους σ έναν γενικό κανόνα. Κι όταν τού αποδίδεται, εξαιτίας αυτού, η κατηγορία τού φανατικού, που ερήµην τής γλωσσικής πραγµατικότητας κατασκευάζει ανύπαρκτους τύπους, ο Ψυχάρης θεωρεί ότι η προσήλωση σε κανόνες, όχι µόνο δεν αποτελεί παράβαση, αλλά συνιστά στοιχειώδη επιστηµονική συνέπεια: «Μῦ εῦπανε πολλῦς φορῦς καῦ µῦ λένε φανατικό. Φανατισµῦς στῦ γλώσσα ῦπως τῦ ῦννοοῦνε οῦ κατηγορητάδες µας, σηµαίνει νόµος ῦθνικός. ῦµα θέλεις ν ῦκούσεις τῦ νόµο καῦ ν ῦκολουθήσεις τῦ γραµµατική, νοµίζουνε πῦς εῦναι ῦπῦ πεῦσµα ῦ ῦπῦ καµιῦ ῦπερβολικῦ πεποίθηση στῦ δύναµή σου, [...] ῦταν ῦποβλέπεις στῦ παιδιά, µοῦ φαίνεται ῦπαραίτητο νῦ τοῦς δώσεις καῦ µιῦ γραµµατική. ῦ 8

γραµµατική σου πάλε θῦ βασίζεται σῦ κάποιους κανόνες. Νῦ λοιπῦν ποῦ γίνεσαι φανατικός.» (Τῦ Ταξίδι µου, Πρόλογος 2 ης κδ., σ. 18) Η συλλογιστική τού Ψυχάρη για τη γλώσσα είναι η εξής: Η σύγχρονη ελληνική γλώσσα, η κοινή, είναι η δηµοτική γλώσσα. ηµοτική δε γλώσσα, δηλαδή κοινή γλώσσα όλων των Ελλήνων, είναι η προφορική µας γλώσσα, Αυτή η µορφή γλώσσας πρέπει να είναι και η επίσηµη εθνική µας γλώσσα, πρέπει να είναι και η γραπτή µας γλώσσα. οµικά η δηµοτική γλώσσα (ο προφορικός µας λόγος) προήλθε από την αρχαία µας γλώσσα µέσα από µεταβολές που έγιναν σε όλα τα επίπεδά της (φωνολογικό, γραµµατικό, λεξιλογικό). Οι µεταβολές στο φωνολογικό και το γραµµατικό επίπεδο ακολούθησαν ορισµένους νόµους. Όντας λοιπόν προϊόντα γλωσσικών νόµων, έχουν γενικό και ανεξαίρετο χαρακτήρα, και µάλιστα υποχρεωτικό για όλα τα µέλη τής γλωσσικής κοινότητας. Οι µεταβολές αυτές δηλώνονται µε τη µορφή κανόνων που συνιστούν τη γραµµατική µιας γλώσσας. Οι κανόνες αυτοί όπως και οι νόµοι που τους γεννούν είναι επίσης γενικοί και ανεξαίρετοι και υποχρεωτικοί για τους οµιλητές µιας γλώσσας. Συναπαρτίζουν, µε άλλα λόγια, ένα γλωσσικό σύστηµα, µια ιδιαίτερη δοµή, τη συγκεκριµένη γλώσσα, στις επιταγές τής οποίας οφείλουν να συµµορφώνονται όλα τα µέλη τής γλωσσικής κοινότητας που τη χρησιµοποιούν ως µητρική γλώσσα. Αυτή είναι, σε γενικά πλαίσια και µε πιο σύγχρονη ορολογία, η γλωσσολογική συλλογιστική τού Ψυχάρη, που είναι κατά βάση και το πνεύµα που επικρατεί στη γλωσσική επιστήµη τής εποχής του. Αυτούς τους νόµους, που υπό µορφή κανόνων συνιστούν τη δοµή τής δηµοτικής, θέλησε ο Ψυχάρης να συγκεντρώσει και να οργανώσει σε ενιαίο σύστηµα, σ αυτό που θα αποτελούσε δηλαδή τη γραµµατική τής δηµοτικής. Βεβαίως δεν ήταν ο πρώτος που το επιχειρούσε. Το έργο αυτό, πιο αποσπασµατικά και για καθαρώς επιστηµονικούς λόγους, όχι για ν αποτελέσει υλικό µιας χρηστικής γραµµατικής τής δηµοτικής, είχε αρχίσει µε αναντίρρητη επιστηµονική κατάρτιση, µε υποδειγµατική µέθοδο και µε άριστα ερευνητικά αποτελέσµατα ο µεγαλύτερος Έλληνας γλωσσολόγος, ο Γεώργιος Χατζηδάκις. Ωστόσο στον Χατζιδάκι η έρευνα τής δηµοτικής γλώσσας δεν εντασσόταν σε ό,τι ονοµάζουµε «γλωσσικό σχεδιασµό», στην προβολή και προετοιµασία των όρων (συγκρότηση γραµµατικής κ.λπ.) για την καθιέρωση τής δηµοτικής ως επίσηµης 9

γλώσσας. Τον γλωσσικό σχεδιασµό τον αναλαµβάνει συνειδητά ο Ψυχάρης. Κι έτσι περνάει στη δεύτερη αρχή που διέπει την όλη στάση του στο γλωσσικό, στη ρύθµιση. Ο Ψυχάρης πιστεύει ότι είναι αναγκαίο να συγκροτηθεί µια ρυθµιστική ή κανονιστική, όπως θα τη λέγαµε σήµερα, γραµµατική τής δηµοτικής. Θεωρούσε δηλαδή απαραίτητο να υπάρξει ένας αυστηρά προκαθορισµένος τύπος, πρότυπο χρήσεως τής δηµοτικής, ένα κανονισµένο πρότυπο ή «νόρµα» δηµοτικής. Κι αυτό, φυσικά, δεν µπορούσε παρά να γίνει από γλωσσολόγο/γλωσσολόγους που θα όριζαν αυτή τη «νόρµα» όπως θα την συνήγαν από τη χρήση τής γλώσσας. Το έργο αυτό επιχείρησε ο Ψυχάρης. Να συναγάγει, να συστηµατοποιήσει και να καθορίσει κανονιστικά τους νόµους/κανόνες που διέπουν το δοµικό σύστηµα τής δηµοτικής. Αυτό επιχείρησε να δώσει τόσο στα επιστηµονικά γραπτά του όσο και στα λογοτεχνικιά, κυρίως δε στο Ταξίδι: «ῦν ῦ ῦλλάδα δείξει στῦ τέλος περιέργεια περσότερη καῦ περσότερη ῦγάπη γιῦ τῦν ῦθνική της τῦ γλώσσα καῦ γιῦ τῦ δουλειῦ ποῦ κάµαµε, ῦσπου νῦ τῦν κανονίσουµε και κανονισµένη πιῦ νῦ τῦς τῦν καθιερώσουµε τῦ γλώσσα τῦν ῦθνική.» (Ε.ά., σ. 13) Αυτούς τους κανόνες διαπιστώνει, συνάγει ή και υποθέτει. Το ταξίδι του στην Ελλάδα δεν είναι παρά «επιτόπια έρευνα», field work, όπως τη λέµε οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι, για να συγκεντρώσει γλωσσικό υλικό: «Τῦν ῦστορική µας γραµµατικῦ τῦν εῦχα µελετηµένη χρόνια πρῦν ξαναβγῦ στῦ ρωµαίικο. Καῦ στῦ µαθήµατά µου καῦ σῦ ῦρθρα ῦπιστηµονικῦ καῦ σῦ ῦλάκερους τόµους εῦχα ξηγήσει τύπους, λέξες καῦ κανόνες. ῦ σκοπός µου, σῦν ξαναπῦγα κάτω, ῦτανε νῦ βεβαιωθῦ γιῦ κάµποσα ποῦ ῦπῦ µακριῦ βρισκόµουνε σῦ ῦνάγκη νῦ τῦ συµπεράνω µόνο καῦ µόνο, συχνῦ καῦ νῦ τῦ ῦποθέσω. Πόσες φορῦς µῦ τ ῦφτιά µου ῦκουσα ῦκεῦνα ποῦ ῦσο σπούδαζα, µάντευα µόνο τῦν ῦπαρξή τους. Μεγαλύτερη χαρῦ γιῦ τῦ γλωσσολόγο δῦν ῦχει, καῦ τῦν ῦπόλαψα τότες µῦ κάθε λέξη ποῦ µάζωνα.» (Αυτ.) 10

Ο Ψυχάρης στο ταξίδι του στην Ελλάδα προσπαθεί ειδικότερα να εντοπίσει τους νόµους που ισχύουν στη δηµοτική, όπως µιλιέται από τους Έλληνες, και να συναγάγει τους κανόνες που βγαίνουν από αυτούς. «Παντού», µας λέει στον Πρόλογο του Ταξιδιού (σ.σ. 13-14), «ῦβλεπα τοῦς ῦδιους νόµους νῦ βασιλεύουνε, στρεβλωµένους κάπου-κάπου ῦπῦ τῦν καθαρεύουσα µῦ τῦν ῦδιο τρόπο. Καταντοῦσε λοιπῦν πολῦ εῦκολο νῦ ξεκαθαρίσει κανεῦς τοῦς κανόνες τους ῦληθινούς, νῦ βρεῦ τῦ σύστηµα τῦ σωστῦ τῦς γραµµατικῦς, νῦ διορθώσει τῦ ῦδια λάθια ποῦ τά φταιγε πάντα ῦ καθαρεύουσα». Το κυριότερο είναι πως πιστεύει ακράδαντα ότι οι κανόνες αυτοί πρέπει να έχουν απόλυτη ισχύ να ισχύουν για όλους τούς τύπους όλων των λέξεων, είτε αυτό συµβαίνει στην πραγµατικότητα είτε όχι, είτε το λένε οι οµιλητές τής γλώσσας είτε όχι. Έτσι εύκολα περνάει στην παρέµβαση ως προς το τι πρέπει να λένε οι οµιλητές, άσχετα µε το τι πράγµατι λένε. Έτσι φτάνει στη ρύθµιση παρεµβαίνει το θεωρεί αυτονόητο δικαίωµα τού γλωσσολόγου και ρυθµίζει τη χρήση τής γλώσσας. Κατ αυτό τον τρόπο, πιστεύει ότι δηµιουργεί γενικής ισχύος κανόνες, άρα εύκολους να µαθευτούν και να εφαρµοσθούν, µε τους οποίους φτειάχνει «σωστή γλώσσα» ή προστατεύει τη γλώσσα από παραβιάσεις (εξαιρέσεις ή ανωµαλίες). Είναι προφανής εδώ η επιδίωξη τού γλωσσολόγου να δηµιουργήσει, ερήµην τής πραγµατικής χρήσεως τής γλώσσας, µια µορφή γλώσσας που θα χαρακτηρίζεται από τη µεγαλύτερη δυνατή οµαλότητα και κανονικότητα. Παραδείγµατα: «ῦβαλα παντοῦ τελικῦ -ε στῦ ρηµατικῦ τῦν κατάληξη τοῦ πρώτου προσώπου τοῦ ῦνικοῦ εῦµουνε [sic], γραφόµουνε, κ.τ.λ. καῦ τοῦ τρίτου τοῦ πληθυντικοῦ γράφουνε, γράφανε, γράψανε κ.λπ., ῦνῦ πρῦτα ῦβαζα µόνο ν, καῦ σκοτωνόµουνε ῦσπου ν ῦρχίσει µῦ κανένα φωνήεντο ῦ π τῦ κ (ξ, ψ), µπ, ντ, γκ, ῦ ῦκόλουθη λέξη, ῦπειδῦ τῦ ν ῦχει τῦ λόγο του µονάχα µῦ ῦκόλουθα φωνήεντα, µῦ π τ κ (ξ, ψ), µπ, ντ, ρ. ῦφοῦ ῦγῦ σκοτωνόµουνε, πῦς νῦ µῦ δυσκολευτοῦνε οῦ ῦλλοι; Πιῦ σωστῦ νῦ τ ῦποφασίσουµε, µιῦ καῦ καλή, πῦς ῦχουν κ.τ.λ. πιῦ δῦ γράφουµε, καῦ θῦ τῦ γράφουµε πάντα ῦχουνε κ.τ.λ., γιατῦ τῦ ν αῦτό, ῦν τ ῦφήσουµε, εῦναι ῦξιο, γιῦ λόγους ποῦ ῦλλοῦ τοῦς εῦπα, νῦ µῦς φέρει σῦ µπελάδες µεγάλους, νῦ µῦς χαλάσει καῦ τῦ γλώσσα.» 11

(Έ.α., σ. 19) Αλλού (Ταξίδι, σ. 276): «Νῦ διεῦς. ῦν τῦ κράτησα µονάχα ῦγῦ ῦπῦ πατριωτισµῦ πολίτικο, ποῦ νῦ ποῦµε. Νοµίζω πῦς θ αναγκαστοῦµε, τουλάχιστο στῦν ῦποταχτική, νῦ κρατήσουµε τῦ ι καῦ στῦν ῦθήνα, γιῦ νῦ ξεχωρίζουµε τῦ δέστε, τοῦ δένω, ῦπῦ τῦ δέστε, τοῦ βλέπω.» Στο βωµό τού απολύτου, γενικού και ανεξαίρετου κανόνα, ο Ψυχάρης θα θυσιάσει κάθε υποχώρηση προς τη γλωσσική πραγµατικότητα, προς τη χρήση, την οποία θα θεωρήσει ως ανεπίτρεπτο «συµβιβασµό». Κάθε αποδοχή χρήσεως που εκφεύγει τα όρια τού γενικού κανόνα τη θεωρεί νόθευση τού κανόνα, µεσοβέζικη λύση, απαράδεκτο συµβιβασµό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Ταξίδι αφιερώνει ολόκληρο Κεφάλαιο µε τίτλο «Συµβιβασµός», προσπαθώντας να υποστηρίξει την έννοια τού απόλυτου χαρακτήρα των κανόνων τής γλώσσας. Έτσι θεωρεί ότι οποιεσδήποτε συµβιβαστικές, δηλαδή µικτές, γλωσσικές χρήσεις µε δηµοτικούς και λόγιας προελεύσεως τύπους προσκρούουν στην ίδια τη φύση τής γλώσσας που δεν επιδέχεται «µισές λύσεις»: «Τῦ µέτρον τῦν ῦρχαίων ῦ συµβιβασµῦς τῦ γυρεύει µέσα του, στῦ νοῦ του, στῦ µικρή του τῦ γνώση, ῦχι στῦς γλώσσας µας τοῦς νόµους µήτε στῦν ῦστορική της σειρά. ῦν µποροῦνε ῦµως οῦ ῦθρῦποι νῦ φτιάσουνε ῦρια τοῦ κεφαλιοῦ τους τῦ ῦρια τῦ βάζει ῦ φύση, καῦ τῦ φύση πρέπει ν ῦκοῦµε, ῦχι τῦ σοφία τῦ δική µας. ῦ συµβιβασµός δῦν παραδέχεται τέτοιο σύστηµα δῦ λογαριάζει γιῦ τίποτα µήτε τῦ φύση, ποῦ εῦναι ῦ γλώσσα τοῦ λαοῦ, µήτε τοῦς φυσικούς της τοῦς ῦρους, µήτε τῦν ῦπιστήµη ποῦ µῦς µαθαίνει νῦ βροῦµε τοῦς ῦρους αῦτούς, καῦ νῦ καταλάβουµε τῦ φύση. ῦπρεπε νῦ φανεῦ ῦ συµβιβασµός, γιῦ νῦ διοῦµε τ ῦξιοπερίεργο αῦτό κατόρθωµα: οῦ φυσικοῦ νόµοι ν ῦλλάξουνε καῦ τῦ ποτάµια πίσω νῦ γυρίσουνε». (σ. 197-98) Κανένας συµβιβασµός, λοιπόν. Καµία παραχώρηση σε τύπους/λέξεις που προσκρούουν στη γενικότητα τού κανόνα. Ο γλωσσικός συµβιβασµός είναι προδοσία, προδοσία για την οποία θα µεµφθεί ο Ψυχάρης όλους όσοι, προς το 12

συµφέρον τής ίδιας τής δηµοτικής γλώσσας και τής ευρύτερης αποδοχής της, δέχτηκαν πως η δηµοτική µπορεί να χωρέσει και τύπους λόγιας προέλευσης ή δοµής που αποτελούν αναπόσπαστο, συγχρονικά, τµήµα τής ευρύτερης χρήσης τής γλώσσας. Προδοσία για την οποία κατηγορήθηκαν γνωστοί πρόµαχοι τής δηµοτικής, όπως λ.χ. και ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης. Ωστόσο, τέτοια είναι η πεποίθηση τού Ψυχάρη για την ανάγκη εφαρµογής γενικών κανόνων χωρίς συµβιβασµούς, και µε παρεµβάσεις όταν χρειάζεται για τη διόρθωση, δηλαδή τη ρύθµιση, των µη συµµορφουµένων τύπων και τόσο αυτονόητη και φυσική θεωρεί αυτή τη στάση, ώστε αποκρούει τις αιτιάσεις για παρεµβάσεις του στη γλώσσα και για τη δηµιουργία «δικής του» γλώσσας, λέγοντας: «ική µου γλώσσα δῦν ῦχω καῦ δῦν ῦφτιασα γλώσσα, γιατῦ πλάστης δῦν εῦµαι. Γράφω τῦν κοινῦ γλώσσα τοῦ λαοῦ ῦταν ῦ δηµοτική µας δῦν ῦχει µιῦ λέξη ποῦ µῦς χρειάζεται, παίρνω τῦ λέξη ῦπῦ τῦν ῦρχαία καῦ προσπαθῦ νῦ τῦν ταιριάξω µῦ τῦ γραµµατικῦ τοῦ λαοῦ.» (Πρόλογος 1 ης έκδ., σ. 35) Για τον Ψυχάρη «όλα βολεύουνται» (Ρωµαίικη Γραµµατική, σ. 102), χρειάζεται µόνο «κανονική τόλµη» (έ.α., σ. 112), τόλµη δηλαδή να ρυθµίζεις τους τύπους σύµφωνα µε τον κανόνα. Η διαδικασία: «ῦπόπτης τῦ λέει (ενν. η καθαρεύουσα); ῦπόφτης ῦµεῦς ῦµέσως θῦ τῦς τῦ ῦντιποῦµε. Καῦ τί εῦκολότερο; [...] Τῦ στιγµῦ ῦπου διαλέγουµε τῦν ῦρο, τῦ στιγµῦ ῦπου τῦν παίρνουµε άπῦ τῦν ῦρχαία, ῦ λαός, τῦ ῦθνος, ῦ κοσµάκης δῦν τῦν ξέρουνε ῦκόµη. ῦπόπτης νῦ τοῦς τῦν πεῦς ῦ ῦπόφτης τῦ ῦδιο γι αῦτούς. Πές το λοιπῦν ῦµέσως ῦπόφτης, νῦ µῦν ῦναγκάζουνται νῦ τ ῦλλάξουνε, νῦ εῦναι καῦ γλώσσα τους. ῦς ῦφήσουµε πῦς ῦπῦ λόγους φυσιολογικοῦς ποῦ φωλιάζουνε στῦ λάρυγγά µας, ῦπαραίτητο νῦ κατασταλάξει τῦ π σε φ. ῦς τῦ κατασταλάξουµε ῦπῦ τώρα. Μῦ δυῦ λόγια: ῦ θῦ φτιάσουµε ῦρο δικό µας, κανονικό, ῦ θῦ τῦν πάρουµε ῦπῦ τῦν ῦρχαία, κανονικά. Καῦ χωρῦς παραχώρηση καµιά.» (Έ.α., σ. 113-14) Κι όταν στη γλώσσα χρησιµοποιούνται παράλληλα περισσότεροι τύποι; Γράφονταν, γραφόντανε, γραφόντουσαν, γραφόσαντε;... Η θέση τού Ψυχάρη: 13

«ῦ µέθοδος ποῦ χρωστοῦµε νῦ ῦφαρµόσουµε, ῦπλή: πρέπει νῦ ξεδιακρίνουµε τῦ γενικῦ τῦν κανόνα καῦ νῦ καθιερώσουµε τῦν τύπο ποῦ ῦκούει τῦν κανόνα τῦ γενικό. ῦλλη σωτηρία δῦν ῦχει.» (Έ.α., σ. 99) ύο ακόµη αρχές, που προϋποτίθενται σ αυτές που αναλύσαµε ήδη και που επανέρχονται άµεσα ή έµµεσα, ρητώς ή υπονοουµένως, στην επιχειρηµατολογία και τη γενικότερη συλλογιστική τού Ψυχάρη, είναι ότι γλώσσα πάνω απ όλα είναι ο προφορικός λόγος των ανθρώπων καθώς και ότι τη γλώσσα πρέπει να την αντιµετωπίζουµε ως ένα σύστηµα µε συγκεκριµένη, διαµορφωµένη και δεσµευτική για την ανάλυσή του µορφή τη χρονική στιγµή που εξετάζεται, δηλαδή όπως θα έλεγε ο Saussure ως ένα συγχρονικό σύστηµα. Η όλη επιλογή τής δηµοτικής ως εθνικής επίσηµης γλώσσας από τον Ψυχάρη προϋποθέτει την ταύτιση τής εθνικής γλώσσας µε τον προφορικό λόγο τού λαού που τη µιλάει ταύτιση που δεν είναι καθόλου δεδοµένη ή αυτονόητη, τουλάχιστον για την εποχή τού Ψυχάρη. Την ίδια εποχή προβάλλεται και υπερισχύει εν πολλοίς η θέση ότι, ασχέτως τού τι µιλά ο λαός, η επίσηµη εθνική γλώσσα πρέπει να είναι η καλλιεργηµένη µορφή τής ελληνικής γλώσσας, δηλαδή η γραπτή ή λόγια γλώσσα. Αλλά και η εµµονή τού Ψυχάρη στους κανόνες που ισχύουν στη σηµερινή γλώσσα και στην ανάγκη να γενικευθεί η εφαρµογή τους δεν νοείται παρά αφού έχει αποδεχθεί κανείς τη συγκρότηση και λειτουργία ενός συστήµατος συγχρονικού τού οποίου ρητή, δηλαδή λεκτική µόνο περιγραφή, είναι ο κανόνας. Εν ονόµατι και δυνάµει αυτού τού συγχρονικά λειτουργούντος και δεσµευτικού για τους οµιλητές τής γλώσσας συστήµατος είναι που αποκτά νόηµα και ισχύ ο κανόνας. Χάσµατα ή δυσλειτουργίες στο σύστηµα επιφέρει η µη εφαρµογή των γλωσσικών κανόνων. Το σύστηµα υπονοείται σε κάθε συζήτηση περί κανόνων. Και βέβαια σύστηµα για τον Ψυχάρη είναι η δοµή τού σύγχρονου προφορικού λόγου. Ο γραπτός λόγος η λόγια δηλαδή γλώσσα ή καθαρεύουσα αποτελεί για τον Ψυχάρη διαστρέβλωση αυτού τού κατεξοχήν συστήµατος. Το προβάδισµα τού προφορικού λόγου µέχρι σηµείου µάλιστα που να εξοβελίζει σχεδόν τη σηµασία τού γραπτού λόγου ο Ψυχάρης δεν παύει ποτέ να το τονίζει: «ῦπως ῦπειρες φορῦς τῦ κοπάνισα, ῦ γραφῦ δῦν µπαίνει σῦ λογαριασµό, ῦ προφορῦ ῦχει σηµασία» (έ.α., σ. 16). Για το θέµα 14

αυτό µιλάει εκτενέστερα στη Γραµµατική του, αναφερόµενος στη «Γραµµένη Γλώσσα και Μιληµένη». Εκεί λέει (έ.α., σ. 122 κ.έξ.): «... γιῦ νῦ ῦπάρχει, πρέπει νῦ µιλιέται. [...] ῦταν τῦ στόµα µνήσκει σφαληχτό, γλώσσα δῦν ῦπάρχει. Λοιπῦν ῦ γλώσσα ποῦ γράφεται στῦ βιβλία, στῦς ῦφηµερίδες κι ῦπου ῦλλοῦ θέλεις, ῦς καῦ στῦ ῦδιαίτερα γράµµατα, µῦ δηµοτική, µῦ καθαρεύουσα, γλώσσα δῦν εῦναι. Γιῦ νῦ γίνει γλώσσα πρέπει πρῦτα νῦ µιληθεῦ... Λοιπόν, ῦπ ῦσα γράφει τῦ χέρι, γλώσσα εῦναι µονάχα ῦλα λέει τῦ στόµα, καῦ γλώσσα κοινή, γλώσσα ῦθνική, ῦσα λένε οῦ περσότεροι [...]. ῦτσι καταλαβαίνουµε τῦ πολῦ περίεργο κι ῦλλιῦς ῦξήγητο περιστατικό, ποῦ ῦ καθαρεύουσα, µῦ τ ῦπειρά της βιβλία, δῦν µπόρεσε νῦ γίνει γλώσσα κοινή, ῦθνική. Γλώσσα τῦ τυπωµένα δῦν εῦναι, ῦπαράλλαχτα ῦπως ῦ µουσική, ποῦ ῦσο δῦν παίζεται, δῦν ῦπάρχει.» εν χρειάζεται να επιµείνουµε εδώ περισσότερο για τη βαρύτητα που είχε στη γενικότερη στάση τού Ψυχάρη η έννοια τού συστήµατος. Όλη η επιχειρηµατολογία τού Ψυχάρη υπέρ τής δηµοτικής προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συγχρονικού συστήµατος συστατικών, λειτουργιών και κανόνων, το οποίο συνεχώς επικαλείται ο Ψυχάρης έστω και χωρίς να το ορίζει γλωσσολογικά. ιότι από αυτό το προϋποτιθέµενο σύστηµα είναι που παίρνουν οι κανόνες, πάνω στους οποίους στηρίζει τα πάντα ο Ψυχάρης, συγκεκριµένο περιεχόµενο. Και στα επιχειρήµατα των αντιπάλων τής δηµοτικής ότι η προφορική αυτή µορφή τής γλώσσας µας στερείται γραµµατικής και κανόνων, ο Ψυχάρης δεν κουράζεται ν αντιτάσσει ότι η δηµοτική αποτελεί κατ εξοχήν σύστηµα µε γραµµατική και κανόνες, προσπαθώντας ακριβώς να δείξει ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες και πώς λειτουργούν. Αν επιµένει δε ιδιαίτερα στη γενική, υποχρεωτική και αναλογική ισχύ αυτών των κανόνων, είναι ακριβώς διότι πιστεύει ότι επιβάλλονται απαρεγκλίτως από το ήδη λειτουργούν σύστηµα τής δηµοτικής γλώσσας. Υποστηρίζοντας, εξάλλου, σε κάθε ευκαιρία την αυτοτέλεια τής προφορικής µας γλώσσας έναντι τής αρχαίας, προβάλλει έστω και µη συνειδητά τη συγχρονική λειτουργία τού συστήµατος τής δηµοτικής. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, αναζητώντας την πραγµατική δοµή και λειτουργία αυτού τού συγχρονικού συστήµατος, καταφεύγει συχνά στην πηγή τού λαϊκού προφορικού λόγου: στις 15

σύγχρονες ελληνικές διαλέκτους. Η ενασχόληση τού Ψυχάρη µε τις διαλέκτους, εκτός τού καθαρώς επιστηµονικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η µελέτη τους, εξηγείται και από την προσπάθεια τού Ψυχάρη να ανεύρει σ αυτές τις πραγµατικές δυναµικές που διέπουν το σύστηµα τής προφορικής Νεοελληνικής, δηµιουργώντας µάλιστα και γλωσσικούς τύπους που αποφεύγει συχνά να καταγράψει η κοινή. Στις «ντοπιολαλιές» (διαλέκτους) και στις «χωριολαλιές» (ιδιώµατα), στον διαφοροποιηµένο γεωγραφικά προφορικό λόγο, αναζητεί και ανασύρει απ αυτές ο Ψυχάρης µε τη χαρά τού χρυσοθήρα ή τού εξερευνητή τύπους στους οποίους είχε υποθετικά οδηγηθεί, ξεκινώντας από γενικούς κανόνες τού συστήµατος. Ως προς τις δύο τελευταίες αρχές που ακολούθησε την έµφαση στον προφορικό λόγο και µάλιστα ως συγχρονικό σύστηµα, ο Ψυχάρης επηρεάστηκε από τις µεθοδολογικές αρχές των νεογραµµατικών γλωσσολόγων, που πρώτοι έδωσαν έµφαση στην προφορική οµιλία, ιδίως στο γλωσσικό υλικό που προέρχεται από διαλέκτους και ιδιώµατα. Αλλά και η έννοια τού συστήµατος είναι σ αυτούς γνωστή, όπως γνωρίζουµε σήµερα. Εν πάση δε περιπτώσει, προφορικός λόγος και (συγχρονικό) σύστηµα είναι δύο βασικοί άξονες στη γλωσσολογική θεωρία τού Saussure, οι οποίοι εµφανίζονται, µε ρητώς αργότερα, όταν διδάσκει θεωρία τής γλώσσας (γενική γλωσσολογία) στη Γενεύη, αλλά όπως παραδεχόµαστε σήµερα είναι κεντρικές έννοιες σε όλη τη γλωσσολογία τού Saussure, που είναι αδύνατο να µη περνούσαν στα µαθήµατά του στο Παρίσι και στον κύκλο των συζητήσεών του στη Societé de Linguistique ή στις συζητήσεις µε τους µαθητές του. Περισσότερο από το πνεύµα παρά από το γράµµα των γλωσσολογικών διδαγµάτων τού Saussure, που είναι φυσικό να έβγαιναν στη διδασκαλία και στις συζητήσεις του, θεωρώ ότι επηρεάστηκαν όσοι νεαροί ή και πιο ώριµοι γλωσσολόγοι παρακολούθησαν τον νεαρό αλλά γνωστό ήδη γλωσσολόγο Saussure στη δραστηριότητά του στο Παρίσι. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται το ανήσυχο πνεύµα τού Γιάννη Ψυχάρη, που αφοµοιώνει και αξιοποιεί µε τον δικό του δηµιουργικό τρόπο και στα δικά του γλωσσολογικά ενδιαφέροντα τις θεωρητικές και ιστορικοσυγκριτικές παρατηρήσεις τού Saussure. Ο ίδιος ο Ψυχάρης άλλωστε εκφράζει την αποστροφή του προς τους καθαρά συγκριτιστές (συγκριτικούς) γλωσσολόγους, σ εκείνους δηλαδή που περιορίζονται µόνο σε συγκρίσεις οµοιοτήτων και διαφορών στη γλώσσα (τέτοιον θεωρεί, εσφαλµένα, τον Γ. Χατζιδάκι), χωρίς να έχουν γενικότερα γλωσσολογικά ενδιαφέρονται και ενασχόληση µε το υλικό των κειµένων από πρώτο χέρι. Ωστόσο, αν ξεχωρίζει κάτι τον Saussure από όλους τους άλλους γλωσσολόγους πράγµα που 16

θα ήταν αδύνατο να διαφύγει από τον οξυδερκή και οξύνου Ψυχάρη, ήταν ακριβώς η γενικότερη συγκρότησή του, θεωρητική και φιλολογική, καθώς και το ενδιαφέρον του για τις γενικότερες εφαρµογές και σχέσεις τής γλώσσας, γεγονός που συγκέντρωσε στα µαθήµατά του νεότερους αλλά και παλαιότερους γλωσσολόγους. Όπως, όµως, είπαµε και πιο πάνω, αυτό θα απαιτούσε µια ειδικότερη έρευνα των γλωσσολογικών επιδράσεων που δέχτηκε ο Ψυχάρης και που είναι φανερές στο επιστηµονικό και λοιπό έργο του. Απ όσα ελέχθησαν φάνηκε, ελπίζω, η κύρια θέση αυτού τού άρθρου, πως οι απόψεις τού Ψυχάρη στη γλώσσα δεν είναι, όπως ευρύτερα νοµίζεται, προϊόντα συναισθηµατικών εξάρσεων και εκρήξεων, εθνικού και λαϊκού παλµού ή προοδευτικής και φωτισµένης απλώς διάνοιας. Πάνω και πριν από όλα αυτά που αναντίρρητα έδωσαν τον ιδιαίτερο τόνο στον όλο αγώνα τού Ψυχάρη, υπάρχουν ορισµένες επιστηµονικές (γλωσσολογικές) θέσεις και αντιλήψεις που αποτελούν άλλωστε και τον κύριο οπλισµό τού Ψυχάρη σε σύγκριση µε όλους τούς άλλους που και πριν από αυτόν υποστήριξαν τη δηµοτική γλώσσα. Η αυτονόητη αυτή θέση δεν έχει, όσο γνωρίζω, τονιστεί και εκτιµηθεί δεόντως, σε τρόπο που οι θέσεις τού Ψυχάρη, οι οποίες στηρίζονται όπως προσπάθησα να δείξω σε στέρεα επιστηµονική βάση, να θεωρούνται αποτελέσµατα πείσµατος, άγνοιας, παρεξηγήσεως, φανατισµού και άλλων, θυµικών µάλλον παρά λογικών, χαρακτηριστικών ενός αναντίρρητα προικισµένου επιστήµονα και ριζοσπάστη ερευνητή. Ο Ψυχάρης, όπως προσπάθησα να δείξω, δεν κινείται εµπειρικά και ευκαιριακά, αλλά ακολουθεί ένα γλωσσολογικό σύστηµα αρχών µέχρι τις ακραίες συνέπειές του, χωρίς δηλαδή να συνεκτιµά παραµέτρους που επιβάλλουν επανεκτιµήσεις ή τροποποιήσεις αυτών των αρχών (τού γενικού και απόλυτου ή ανεξαίρετου κανόνα λ.χ. ή τής εκτάσεως που µπορεί να πάρει µια γλωσσική ρύθµιση σε συγκεκριµένες ιστορικές συνθήκες κ.τ.π.). Ήδη, προτού περάσουµε σε µια κριτική των αρχών αυτών και τής εφαρµογής τους από τον Ψυχάρη στην περίπτωση τής ελληνικής γλώσσας, πρέπει να επιµείνουµε στην ανεκτίµητη προσφορά τού Ψυχάρη στο γλωσσικό, η οποία, αφού πέρασε από περιόδους ηρωοποιήσεως τής µορφής του, σήµερα τείνει όλο και περισσότερο να ελαχιστοποιηθεί, να εκµηδενισθεί ή και να θεωρηθεί εντελώς αρνητική και επιζήµια για την εξέλιξη τής δηµοτικής γλώσσας. Η ανεκτίµητη συµβολή, ωστόσο, τού Ψυχάρη στο γλωσσικό δεν είναι απλώς ότι υπήρξε ο επιστήµονας και πνευµατικός ηγέτης που σήκωσε το λάβαρο και το βάρος τής «γλωσσικής επαναστάσεως» στην Ελλάδα, σε µια περίοδο που ο κόσµος όχι µόνο οι µορφωµένοι αλλά και οι απλοί 17

λαϊκοί άνθρωποι δεν ήταν ακόµη έτοιµος να ενστερνισθεί ένα τέτοιο ριζοσπαστικό κήρυγµα. Είναι, κυρίως, ότι υπήρξε ο δηµοτικιστής που ανέλαβε τον ρόλο και το βαρύ φορτίο τής επιστηµονικής στηρίξεως τής δηµοτικής ως επίσηµης γλώσσας, δηλαδή το κύριο και δυσχερέστερο έργο να αποδείξει και να πείσει ότι η δηµοτική, όχι µόνο δεν υστερεί γλωσσικά ως σύστηµα, αλλά ως γνήσιος προφορικός λόγος µε µακρά ιστορική εξέλιξη και ακραιφνείς ελληνικές καταβολές είναι δυνάµει η µοναδική µορφή τής σύγχρονης ελληνικής γλώσσας που µπορεί να χρησιµεύσει ως πανελλήνιο όργανο προφορικής και γραπτής επικοινωνίας, δηλαδή ως επίσηµη εθνική γλώσσα. Το αποδεικτικό µέρος αυτού τού αιτήµατος ήταν, αναγκαστικά, έργο ειδικού γλωσσολόγου µε γενναίο θεωρητικό και ιστορικό οπλισµό και όχι απλό κήρυγµα ενός εµπνευσµένου έστω ιδεαλιστή. Η ιδέα στον Ψυχάρη, όσο κι αν αποτέλεσε την διήκουσα και διέπουσα αρχή τού αγώνα του, υποτάχθηκε πάντα στη λογικά κατευθυνόµενη ψυχρή επιστηµονική επιχειρηµατολογία. Μόνο µε «γροθιές» και συναισθηµατικές εκρήξεις δεν κερδίζονται εθνικοί πράγµατι αγώνες, όπως είναι η γλωσσική έκφραση ενός λαού. Ο Ψυχάρης πρώιµα συνειδητοποίησε αυτό το γεγονός και επιδόθηκε ή προέτρεψε τους δηµοτικιστές σε έργο υποδοµής (σύνταξη γραµµατικής, διατύπωση κανόνων και αρχών, σύνταξη προτύπων, πεζογραφικών ιδίως, χρήσεως τής δηµοτικής γλώσσας, καλλιέργεια επιστηµονικού λόγου κ.λπ.) Η παραγνώριση αυτής τής αναντικατάστατης και καθοριστικής για όλη την έκβαση τού γλωσσικού προσφοράς τού Ψυχάρη αποτελεί ιστορική αδικία που πρέπει να αποφεύγεται σε κρίσεις και εκτιµήσεις που διεκδικούν επιστηµονική νηφαλιότητα. Τα λεχθέντα δεν σηµαίνουν ότι ο γράφων και όσοι άλλοι εκτιµούν την προσφορά τού Ψυχάρη στην επικράτηση µιας κοινής εθνικής γλώσσας, τής προφορικής µας γλώσσας, παραγνωρίζουν τις αδυναµίες, τα σφάλµατα και τα αστοχήµατα των θέσεων τού Ψυχάρη, όχι µόνον από πλευράς γενικότερης τακτικής, αλλά και σε καθαρώς επιστηµονικό επίπεδο. Αυτά θα προσπαθήσουµε να σκιαγραφήσουµε σε όσα ακολουθούν. Μια κριτική αποτίµηση των ψυχαρικών απόψεων Κατ αρχήν τα ελληνιστί εκδεδοµένα δηµοσιεύµατα τού Ψυχάρη, και όσα έχουν καθαρώς επιστηµονικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. η Μεγάλη Ρωµαίικη ῦπιστηµονικῦ Γραµµατική, είναι, σε µεγάλο µέρος, γραµµένα σε ύφος που µειώνει αισθητά την επιστηµονική βαρύτητα τού έργου. Μακρότατες παρεκβάσεις, 18

ανοίκειες φραστικά έστω κι αν ήταν δικαιολογηµένες επιθέσεις µε ύβρεις και πρωτοφανείς χαρακτηρισµούς, ιστοριούλες και ανέκδοτα, και γενικά ένα ύφος που µειώνει το κύρος και την πειστικότητα των γραφοµένων. Κι όλα αυτά γραµµένα µε πάθος, σε επίπεδο ιδιωτικής συχνά συζητήσεως και µε ασυνήθιστη, πολλές φορές, προβολή τού προσώπου τού συγγραφέα και δριµεία κριτικής τής «υπανάπτυκτης Ελλάδας» έναντι τής προηγµένης Ευρώπης. Ένας έντονα «σωτηριολογικός» χαρακτήρας διαπνέει εξάλλου τα γραφόµενα, και πικρά σχόλια και χαρακτηρισµοί εκτοξεύονται σε αντιπάλους, αλλά και φίλους. εν κρίνουµε εδώ πόσο δικαιολογηµένα ή µη είναι τα γραφόµενα τού Ψυχάρη είναι γνωστές οι πολλές και ποικίλες επιθέσεις που έχει δεχθεί ο Ψυχάρης από πολλούς και σε προσωπικό, όχι επιστηµονικό πάντα, επίπεδο. Το γεγονός είναι ότι, κατ αυτόν τον τρόπο, οι επιστηµονικές απόψεις και η όλη επιχειρηµατολογία τού Ψυχάρη συχνά υποβαθµίζονται από το ύφος των λεγοµένων και παραβλάπτεται έτσι η ουσία των θέσεών του. Αλλά ας έλθουµε ακριβώς στην ουσία τού θέµατος. Το όλο κίνηµα τού οποίου ηγήθηκε ο Ψυχάρης για την αναγνώριση τής προφορικής µορφής τής επικοινωνίας µας, τής λεγοµένης δηµοτικής, ως επίσηµης γλώσσας, δεν νοµίζω ότι µπορεί βάσιµα από κανέναν να αµφισβητηθεί ότι υπήρξε και ορθό και επιβεβληµένο. Η άρση τής διµορφίας, που εταλάνισε επί αιώνες τον τόπο µας, έπρεπε να πραγµατοποιηθεί πάση θυσία. Από γλωσσολογικής-επιστηµονικής πλευράς στο ζήτηµα αυτό δεν µπορεί να υπάρξει διαφορετική άποψη. Ούτε, στην πραγµατικότητα και κατά βάθος, υπήρξε. Οι διαφωνούντες γλωσσολόγοι, ο Χατζιδάκις και άλλοι, διαφώνησαν ως προς την υφή τής επίσηµης γλώσσας και επίσης ως προς τη διαδικασία αναγνωρίσεώς της. Κι είναι κρίµα, όπως έχω γράψει αλλού, ότι ο Χατζιδάκις δεν έριξε το επιστηµονικό βάρος και το αδιαµφισβήτητο κύρος του, µε όλες τις διαφοροποιήσεις που ήταν θεµιτό να προτείνει και να υποστηρίξει, στην προώθηση µιας ενιαίας επίσηµης γλώσσας, µε βάση την προφορική γλώσσα. Πολύ περισσότερο, που όσο κανείς άλλος τού Ψυχάρη συµπεριλαµβανοµένου ο Χατζιδάκις ήταν και παρέµεινε ο κύριος επιστηµονικός ερευνητής τής δηµοτικής µας γλώσσας. Έτσι, ό,τι διαφωνία µπορεί να υπάρξει και υπάρχουν πολλές αφορά µόνο στο είδος τής δηµοτικής και στη µεθόδευση τής γραµµατικής περιγραφής της που προτάθηκε από τον Ψυχάρη. Συγκεκριµένα, ούτε η συναγωγή γενικών κανόνων στην πραγµατικότητα «υπεργενικών» ή «υπεργενικευµένων» κανόνων ούτε η ρυθµιστική παρέµβαση στη γραµµατική περιγραφή µιας γλώσσας είναι σήµερα επιτρεπτές. Λέγοντας δε 19

«σήµερα» εννοούµε σύµφωνα µε τις αρχές, τις ισχύουσες σήµερα στη γλωσσική επιστήµη, που διαφέρουν από εκείνες τής παλιότερης γλωσσολογίας. Σήµερα, µετά τη διαµόρφωση και επικράτηση τής λεγοµένης σύγχρονης ή µοντέρνας γλωσσολογίας, η οποία στηρίχθηκε κατά βάση στον ευρωπαϊκό δοµισµό (τού Saussure και άλλων γλωσσολόγων) και στον αµερικανικό (Bloomfield, Harris κ.ά.), είναι γενικότερα αποδεκτό ότι η σύνταξη τής γραµµατικής µιας γλώσσας συνιστά ακριβή περιγραφή τής δοµής τής συγκεκριµένης γλώσσας βάσει ενός γραµµατικού προτύπου και όχι ρυθµιστική ή κανονιστική παρέµβαση. Σήµερα, η συναγωγή υπεργενικευτικών κανόνων που θα παρήγαν γραµµατικούς τύπους άγνωστους στη χρήση (δηλαδή «αντιγραµµατικούς» όπως χαρακτηρίζονται), αποτελεί παράδειγµα προς αποφυγήν. Τέτοιοι κανόνες απαντούν και ενδιαφέρουν µόνο περιγραφές των µηχανισµών τής «παιδικής γλώσσας», που βρίθει αναλόγων κανόνων. Ούτε είναι δυνατό να διανοηθεί κανείς σήµερα ότι θα υπάρξει γραµµατικός (συντάκτης γραµµατικής ή γλωσσολόγος) που θα πλάσει αναλογικούς τύπους και θα τους προβάλει στη γραµµατική του ως κανονικούς. Το σηµαντικό είναι ότι ήδη στην εποχή τού Ψυχάρη, χωρίς βαρύγδουπες θεωρητικές αντεπιχειρηµατολογίες, υποστηρίχθηκε, περισσότερο από διαίσθηση παρά από γνώση, ότι ο γραµµατικός δεν µπορεί να πλάσει και να προβάλει τύπους ή λέξεις που θα αντιτίθενται στην κοινή χρήση. Έτσι, χωρίς να συλλαµβάνουν τις θεωρητικές προεκτάσεις τού επιχειρήµατος, οι υποστηρικτές αυτής τής άποψης όχι πάντοτε γλωσσολόγοι πρόλαβαν απόψεις που προβλήθηκαν και επικράτησαν επιστηµονικά πολύ αργότερα. Το κριτήριο τής χρήσεως, τού τι λέει πράγµατι ο κόσµος, αφού µιλάµε για προφορική γλώσσα, βρέθηκε σωστά στο επίκεντρο των συζητήσεων και αποτέλεσε για πολλούς ανασταλτικό παράγοντα στην επικράτηση εξωπραγµατικών για τη γλωσσική πραγµατικότητα χρήσεων. Η σύγκρουση τού Ψυχάρη µε την ισχύουσα στην εποχή του γλωσσική πραγµατικότητα υπήρξε έντονη και µοιραία, εν πολλοίς, για συγκεκριµένες υπεργενικευτικές προτάσεις του. Αυτές είναι που χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην ως «ακρότητες» και «ψυχαρισµοί», αυτές αποτέλεσαν τη βάση άδικων συχνά επιθέσεων και παρερµηνειών των απόψεων τού Ψυχάρη. Έτσι κατηγορήθηκε ο Ψυχάρης πως κατασκευάζει «γλώσσα πλαστή», «γλώσσα γραφείου», άγνωστη στον λαό απ όπου υποτίθεται ότι ελήφθη. Το µοιραίο σφάλµα τού Ψυχάρη, µε πολλές επιπτώσεις για την όλη εξέλιξη τού γλωσσικού ζητήµατος στην Ελλάδα, είναι ότι είδε τη νεοελληνική γλώσσα παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις και ισχυρισµούς του αν-ιστορικά. Την είδε, κατά 20

περίεργο για τον σηµερινό κριτή των πραγµάτων τρόπο, µέσα από θεωρητικά, υπεργενικευτικά, αφηρηµένα και αντιιστορικά σχήµατα, ιδεολογικά µεν, αλλά ιδεαλιστικά, καθόλου πραγµατιστικά, που τον οδηγούσαν να κλείνει συνειδητά τα µάτια στο υπαρκτό και να θηρεύει το πλασµατικό και το ανύπαρκτο ή έστω το «δυνάµει υπαρκτό». Αγνόησε µιαν ιστορική πραγµατικότητα αιώνων, που ήταν η γλωσσική διµορφία στην επικοινωνία τού Έλληνα, και θέλησε να ξεκινήσει αντιµετωπίζοντας στην ελληνική γλώσσα, την προφορική γλώσσα, από την αρχή. Παρά τις διαβεβαιώσεις του και από αντίδραση, µέχρις ενός σηµείου, προς τους γλωσσικούς αντιπάλους του, υποτίµησε ανεπίτρεπτα το λόγιο στοιχείο και προχώρησε µάλιστα σ ένα είδος «δηµοτικιστικού καθαρισµού», σε µια κάθαρση, τρόπον τινά, τής σύγχρονης δηµοτικής γλώσσας από τα λόγια ή λογιοφανή στοιχεία της σε όλα τα επίπεδα, όχι µόνο δηλαδή στο γραµµατικό (µορφοσυντακτικό) αλλά και στο φωνολογικό και, πάνω απ όλα, στο λεξιλογικό. Τα αποτελέσµατα αυτής τής «γλωσσολογικής νοοτροπίας» δεν έµειναν σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά, για να έχουν πρακτικό αποτέλεσµα, προωθήθηκαν εύλογα από τον Ψυχάρη στο επίπεδο τής υποδειγµατικής χρήσεως. Γράφτηκαν δηλαδή µε το πνεύµα αυτό επιστηµονικά και λογοτεχνικά «πρότυπα» που είχαν σκοπό να δείξουν πώς µπορούν να εφαρµοστούν οι θεωρητικές γλωσσολογικές αρχές που υποστήριξε ο Ψυχάρης. Το πιο εύγλωτο και προσεγµένο από τον ίδιο δείγµα εφαρµογής των αρχών του είναι η Ρωµαίικη Γραµµατική του, που εκδίδεται το 1928, σαράντα ολόκληρα χρόνια µετά το Ταξίδι. Να µερικά δείγµατα από το έργο αυτό (σ. 54): «6. ῦ ῦέρας καῦ τῦ κλεισοπέρασµα. Α. Ξακολουθητικῦς χορδοχορδόηχος. 143. ῦ τρεµόηχος Ρ. (α ) ῦ ῦχος Ρ εῦναι ῦχος ποῦ θέλει νῦ καταλογηθεῦ σῦ παράγραφο ξεχωριστό, γιατῦ ῦχει γνωρίσµατα δικά του, ποῦ τῦ ῦχει µόνο αυτός. (β ) Οῦ ῦλλοι µας ῦχοι µορφωνόντανε ῦς τώρα εῦτε µῦ σφάληγµα σωστότερα µ ῦνα πρωτοστούµπωµα, ῦπως οῦ ξαφνικοί µας εῦτε µῦ πέρασµα, δηλαδῦ µῦ µόρφωση στενάδας στῦ γλωσσόσπιτο 21

ῦπως οῦ ξακολουθητικοί. (γ ) ῦχει κι ῦλλο ῦνα γενικό του γνώρισµα, καῦ εῦναι πού, ῦνῦ οῦ προηγούµενοι γίνουνται µ ῦνα κίνηµα καῦ σώνει, αῦτῦς θέλει τῦ λιγότερο δύο κινήµατα. Λ.χ. ῦ ῦχος Τ θῦ βγεῦ µ ῦνα χτύπηµα τῦς γλώσσας στῦ γλωσσόσπιτο, ῦµα δηλαδῦς ῦκοψε τῦν ῦέρα κι ῦπειτα τοῦ ῦδωσε δρόµο.» Αποτέλεσµα τέτοιων γλωσσικών δειγµάτων ήταν να δηµιουργηθεί και στους υποστηρικτές τής προφορικής µας γλώσσας µία αποστροφή προς τα κηρύγµατα τού Ψυχάρη κι ένας ειλικρινής φόβος για το πού πράγµατι µπορούν τελικά να οδηγήσουν οι απόψεις του. Έτσι δηµιουργήθηκαν στρατόπεδα υποστηρικτών και αντιπάλων, που σιγά-σιγά προσέλαβαν και ιδεολογικό περιεχόµενο και εξελίχθηκαν σε διαµάχη προοδευτικών και συντηρητικών ή αντιδραστικών, αριστερών και δεξιών κ.ο.κ., σε πολωτικά δηλαδή σχήµατα που ελάχιστα ανταποκρίνονταν προς την πραγµατικότητα, πολύ περισσότερο που µέσα σ αυτούς που πιο έντονα αµφισβητούσαν τις θέσεις τού Ψυχάρη ήταν πνευµατικοί άνθρωποι και επιστήµονες που εξαρχής είχαν ταχθεί υπέρ τής δηµοτικής. Το παράπονο τού Ψυχάρη ότι ο λαός δεν ενστερνίστηκε τις απόψεις του και τάχθηκε γενικότερα εναντίον τους ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε να τον προβληµατίσει για την ορθότητά τους. Οπωσδήποτε, η αντίδραση των απλών ανθρώπων και των αµερόληπτων επιστηµόνων και µορφωµένων Ελλήνων, προς ορισµένες θέσεις τού Ψυχάρη που υπονόµευαν το γενικότερο αίτηµα για την αναγνώριση τής δηµοτικής υπό τη µορφή που εξελίχτηκε και µετασχηµατίστηκε ιστορικά για να υπηρετήσει τις επικοινωνιακές ανάγκες που διαµορφώνονταν καθηµερινά στους χώρους τής διοίκησης, τής εκπαίδευσης, τής επιστήµης, των µέσων επικοινωνίας κ.λπ., το αίτηµα τής επισηµοποίησης ως εθνικής γλώσσας τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο τής νεοελληνικής κοινής γλώσσας που είχε προέλθει από τη µητροδίδακτη δηµοτική, αλλά είχε επί αιώνες σµιλευθεί στο αµόνι τής λόγιας γλωσσικής παράδοσης και έκφρασης τού Ελληνισµού, ωρίµαζε σιγά-σιγά στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η ευρύτερη αποδοχή ενός τύπου καλλιεργηµένης δηµοτικής, που περιείχε ως ζωντανά συστατικά της όλα τα στοιχεία που είχαν αφοµοιωθεί µέσα της από τη µακραίωνη συµβίωσή της µε τη λόγια παράδοση, κρίθηκε σηµαντικά από τη ρεαλιστική και προσφυή τοποθέτηση στο θέµα ορισµένων φωτισµένων δηµοτικιστών (όπως τα µέλη τού Γλωσσικού Οµίλου, και κυρίως ο 22

Μανόλης Τριανταφυλλίδης), οι οποίοι δεν δίστασαν υπό την πίεση τής γλωσσικής πραγµατικότητας και των διδαγµάτων τής εξελισσόµενης γλωσσικής επιστήµης να λάβουν µια µετριοπαθέστερη στάση στο γλωσσικό, αποδεχόµενοι, όχι ως συµβιβασµό αλλά ως πραγµατικότητα, στοιχεία που εντάχθηκαν στην κοινή νεοελληνική γλώσσα από τη λόγια παράδοση. Με τη στάση αυτή κάµφθηκαν οι αντιρρήσεις και οι επιφυλάξεις που είχαν για τη δηµοτική πολλοί υποστηρικτές της και µη και µπόρεσε να γίνει αποδεκτή από ευρύτερες κοινωνικές και πληθυσµιακές οµάδες. Με την πάροδο τού χρόνου, εξάλλου, η χρήση τής δηµοτικής στη λογοτεχνία, στον Τύπο και στην επιστήµη κατέστησε στην πράξη φανερές τη δύναµη και τις αδυναµίες της, τις δυνατότητες και τα κενά της, τη χρήση και τις καταχρήσεις της, τον πλούτο και την τεχνητή από εκκαθαριστικές αποψιλώσεις φτώχεια της. Πάνω απ όλα υπήρξε στη συνείδηση των οµιλητών τής γλώσσας η απαραίτητη συναίνεση για την ευρύτερη αναγνώριση και χρήση µιας κοινής εθνικής γλώσσας µας, που θα στηρίζεται στην προφορική µορφή τής γλώσσας, τη δηµοτική, και θα αντλεί από τη γραπτή µορφή της όσα στοιχεία συµπληρώνουν οργανικά και λειτουργικά την έκφρασή της. Έτσι ξεπεράστηκε σταδιακά ο ψυχαρισµός και έµεινε χωρίς πραγµατικό αντικείµενο ο αντι-ψυχαρισµός, αφού και ο ένας και ο άλλος είχαν δώσει ό,τι χρειάστηκε να δώσουν σε µια εποχή που σφράγισε το γλωσσικό, αλλά ανήκει πια οριστικά στην ιστορία τού γλωσσικού, υπερκερασµένη για πάντα στη συνείδηση όλων µας. 23