CASE STUDY «Κριτική επισκόπηση των νέων οδηγιών της Επιτροπής της Βασιλείας για τη κεφαλαιακή επάρκεια των Τραπεζών» ηµήτρης Α. Γεωργούτσος
Σκοπός της µελέτης Οι µεγάλες διακυµάνσεις των χρηµατιστηριακών αξιών τη τελευταία δεκαπενταετία σε συνδυασµό µε την απορύθµιση των χρηµατοπιστωτικών συστηµάτων έχουν επιφέρει µια σειρά από χρεοκοπίες πιστωτικών / επενδυτικών οργανισµών. Ενδεικτικά θα µπορούσε κάποιος να αναφερθεί στις περιπτώσεις των Barings (1995), Metallgesellschaft (1993), Orange County (1994), Daiwa (1995) κ.α., ενώ δεν υπάρχει σχεδόν χώρα όπου δεν παρατηρήθηκαν προβλήµατα όπως µη εξυπηρέτηση δανείων, αδυναµία κάλυψης της κεφαλαιακής τους βάσης, ζηµιές λόγω δόλου και ανεπάρκειας ελέγχων κ.λ.π. (βλέπε G.Caprio & D.Klingebiel, 1996, Bank Insolvencies: Cross Country Experience, για µια αναλυτική καταγραφή των προβληµάτων στο τραπεζικό σύστηµα διεθνώς). Οι αντιδράσεις των εποπτικών αρχών και κατ επέκταση των κυβερνήσεων ήταν η διάσωση πολλές φορές των υπό πτώχευση οργανισµών µέσω συγχωνεύσεων µε άλλες τράπεζες υπό κρατικό έλεγχο, αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των «προβληµατικών» ιδρυµάτων µε κάλυψη του από το δηµόσιο ενώ σε µερικές περιπτώσεις αφέθηκαν να πτωχεύσουν. Η µεσοπρόθεσµη αντιµετώπιση του προβλήµατος απαιτούσε την σηµαντική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζικών ιδρυµάτων ενώ µακροπρόθεσµα ήταν αναγκαία η ανάπτυξη συστηµάτων µέτρησης και διαχείρισης των κινδύνων. Το συντονιστικό έργο των δύο αυτών δράσεων το ανέλαβαν οι κεντρικές τράπεζες των G-10 χωρών, οι αντιπρόσωποι των οποίων συναντούνται σε τακτικά χρονικά διαστήµατα στη Βασιλεία και απαρτίζουν τη «Επιτροπή της Βασιλείας». Οι πρώτες οδηγίες για τη κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών χρονολογούνται από το 1988, για το πιστωτικό κίνδυνο, και το 1997, για το κίνδυνο αγοράς ( market risk). Σήµερα, µετά από µία δεκαετία σχεδόν εφαρµογής των αρχικών οδηγιών συζητείται η αλλαγή του όλου
ρυθµιστικού πλαισίου, οι δε σχετικές συζητήσεις / προτάσεις έχουν φθάσει σε ένα αρκετά προχωρηµένο στάδιο. Οι υπό διαµόρφωση προτάσεις είναι γνωστές σαν Basle accord II και αναµένονται να τεθούν σε εφαρµογή από το 2007. Σκοπός µας στη παρούσα µελέτη είναι να εξετάσουµε κριτικά τις βασικές αλλαγές που επέρχονται σε θέµατα όπως η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και στα συστήµατα διαχείρισης των κινδύνων. Οι αλλαγές αυτές αναµένεται να επηρεάσουν καθοριστικά τη φιλοσοφία διοίκησης των πιστωτικών ιδρυµάτων η δε αδυναµία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από το νέο θεσµικό πλαίσιο θα οδηγήσουν σε αλλαγές στο τραπεζικό τοπίο λόγω των συνεπακόλουθων συγχωνεύσεων και / ή εξαγορών.
1. Το υπάρχον θεσµικό πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυµάτων και εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών Το υπάρχον θεσµικό πλαίσιο προβλέπει για ύψος ιδίων κεφαλαίων που θα καλύπτει δύο πηγές κινδύνων: αγοράς (market risk) και πιστωτικό (credit risk). Οι προβλέψεις για το πιστωτικό κίνδυνο εµπεριέχονται στην αρχική συµφωνία της Βασιλείας το 1988 ενώ η επέκταση της το 1997 (Amendment to the Basle Accord) κάλυψε και τη περίπτωση των κινδύνων αγοράς. Η βασική διάταξη της συµφωνίας του 1988 είναι ότι το σύνολο των κεφαλαίων πρέπει να ανέρχονται τουλάχιστον στο 8% των σταθµισµένων ως προς το κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού. Τα στοιχεία του ενεργητικού κατατάσσονται σε 4 κατηγορίες κινδύνου όπου ο συντελεστή στάθµισης λαµβάνει τιµές: 0%, 20%, 50% & 100%. Ο επόµενος πίνακας δείχνει τις βασικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων σε κάθε µία κατηγορία: Πίνακας 1: Συντελεστές στάθµισης στοιχείων ενεργητικού (Π../Τ.Ε. 2054/19.3.1992) 0% Μετρητά, απαιτήσεις έναντι ωρών του ΟΟΣΑ κ.λ.π. 20% Απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυµάτων και δηµοσίων οργανισµών χωρών µελών του ΟΟΣΑ, καθώς και απαιτήσεις έναντι δήµων και κοινοτήτων, κ.λ.π. 50% Στεγαστικά δάνεια κ.λ.π. 100% Όλες οι υπόλοιπες απαιτήσεις Παράλληλα υπάρχουν προβλέψεις για τα εξω-λογιστικά στοιχεία που και εκείνα κατατάσσονται σε 4 κατηγορίες : υψηλού, µέσου, µέτριου και χαµηλού κινδύνου. Οι συντελεστές στάθµισης παρουσιάζονται στο Πίνακα 2: Πίνακας 2: Συντελεστές στάθµισης για εξω-λογιστικά στοιχεία (Π../Τ.Ε. 2054/19.3.1992) 100% Εγγυήσεις που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων, ανέκκλητες πιστωτικές επιστολές, οπισθογραφήσεις αξιογράφων, repos κ.λ.π.
50% Εγγυήσεις που δεν αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων, πιστώσεις έναντι φορτωτικών κ.λ.π. 20% Πιστώσεις έναντι φορτωτικών όπου τα εµπορεύµατα χρησιµεύουν σαν πρόσθετη εγγύηση 0% Μη χρησιµοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες κ.λ.π. Το γινόµενο των εξω-λογιστικών στοιχείων µε τους συντελεστές στάθµισης αποτελεί το πιστωτικό ισοδύναµο των θέσεων αυτών µε τα εντός ισολογισµού στοιχείων. Η κεφαλαιακή επάρκεια υπολογίζεται όπως και στα υπόλοιπα στοιχεία του ισολογισµού επί της σταθµισµένης θέσης βάσει της κατηγορίας που ανήκει ο αντισυµβαλλόµενος. Για παράδειγµα εγγυητική επιστολή ύψους 1 εκ. ευρώ υπέρ πιστωτικού ιδρύµατος χώρας µέλους του ΟΟΣΑ έχει πιστωτικό ισοδύναµο ίσο µε: 1 εκ. χ 100% χ 50% = 500000. Οι απαιτήσεις για ύπαρξη κεφαλαιακής επάρκειας για τη κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου όπως προβλέπονται στη συµφωνία του 1988 έχουν ενσωµατωθεί στο ελληνικό δίκαιο µε το Π../Τ.Ε. 2054/19.3.1992. Στην βελτιωµένη (amendment) έκδοση των οδηγιών της Βασιλείας το 1996 υπάρχει πρόβλεψη για τη ύπαρξη κεφαλαιακής επάρκειας σε σχέση µε τους κινδύνους αγοράς (market risk) του χαρτοφυλακίου συναλλαγών (trading portfolio) των πιστωτικών ιδρυµάτων (Π../Τ.Ε. 2397/7.11.1996). Υπάρχουν 2 εναλλακτικοί τρόποι υπολογισµού των απαιτήσεων είτε βάσει του τυποποιηµένου (standardized) υποδείγµατος ή µε τη χρήση εσωτερικών υποδειγµάτων (internal models) εκτίµησης του κινδύνου. εδοµένου ότι οι επερχόµενες αλλαγές στη νέα οδηγία της επιτροπής της Βασιλείας δεν αφορούν τους κινδύνους αγοράς δεν θα προχωρήσουµε σε παρουσίαση του τρόπου υπολογισµού της κεφαλαιακής επάρκειας για τη κατηγορία αυτή κινδύνων. Επίσης, ο ορισµός των κεφαλαίων τα οποία είναι κατάλληλα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παραµένουν ως έχουν στη συµφωνία του 1988. Η εφαρµογή του υπάρχοντος πλαισίου έχει δηµιουργήσει διάφορα προβλήµατα τα οποία εν πολλοίς αποτελούν και τη γενεσιουργό αιτία για τις προτεινόµενες αλλαγές. Τα βασικά προβλήµατα που έχουν ανακύψει µπορούµε να τα οµαδοποιήσουµε ως εξής:
Αντικίνητρο στη παροχή δανείων σε επιχειρήσεις υψηλής πιστοληπτικής αξιοπιστίας Το υπάρχον σύστηµα για κάθε επιχειρηµατικό δάνειο «χρεώνει» το ίδιο ύψος ιδίων κεφαλαίων, διότι ο συντελεστής στάθµισης είναι 100%, ανεξαρτήτως της πιστοληπτικής ποιότητας της δανειοδοτούµενης επιχείρησης. Έχει µάλιστα υπολογιστεί βάσει υποδειγµάτων µέτρησης του κινδύνου ότι για δάνεια πιστοληπτικής αξιοπιστίας υψηλότερης της κατηγορίας ΒΒΒ ότι τα ίδια κεφάλαια που θα επέλεγαν τα πιστωτικά ιδρύµατα (ΠΙ) είναι αρκετά χαµηλότερα του ποσοστού 8%. Κατά συνέπεια το θεσµικό πλαίσιο ουσιαστικά επιβαρύνει περισσότερο τα ΠΙ για τα «καλά» δάνεια και βέβαια το κόστος αυτό µετακυλύετε στις επιχειρήσεις που πιθανόν να αναζητήσουν εναλλακτικές µορφές χρηµατοδότησης. ηµιουργείται κίνητρο στα ΠΙ για επενδύσεις σε κρατικά χρεόγραφα εδοµένου ότι δεν προβλέπεται ύπαρξη κεφαλαιακής επάρκειας για επενδύσεις σε χρεόγραφα που εκδίδουν τα κράτη µέλη των χωρών µελών του ΟΟΣΑ, δηµιουργείται διακριτική µεταχείριση σε βάρος των υγιών επιχειρήσεων που θα πρέπει να πληρώσουν υψηλότερη διαφορά (spread) σε σχέση µε τα π.χ. κρατικά χρεόγραφα από ότι θα συνέβαινε σε περίπτωση απουσίας του θεσµικού πλαισίου. Έχουν αναπτυχθεί από τα ΠΙ µηχανισµοί µείωσης της κεφαλαιακής τους επάρκειας χωρίς πραγµατική µείωση της έκθεσης τους σε πιστωτικούς κινδύνους (Regulatory Capital Arbitrage, RCA) Ως RCA θεωρείται το σύνολο εκείνο των δραστηριοτήτων που σκοπό έχουν τη µείωση του ύψους των ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται θεσµικά, χωρίς όµως παράλληλα να αλλάζει η διάρθρωση του αναλαµβανόµενου κινδύνου από τις τράπεζες. Το κίνητρο αυτό δηµιουργείται όταν το ύψος των απαιτούµενων κεφαλαίων είναι µεγαλύτερο από εκείνο που τα ίδια τα ΠΙ θεωρούν ικανοποιητικό για το κίνδυνο στο χαρτοφυλάκιο τους.
Η βασική διαδικασία µέσω της οποίας επιτυγχάνεται ο παραπάνω στόχος είναι η τιτλοποίηση απαιτήσεων (Securitisation of Assets) όπου το ΠΙ µεταβιβάζει µέρος των απαιτήσεων του (υπόλοιπα πιστωτικών καρτών, δάνεια για αγορά αυτοκινήτων, καταναλωτικά δάνεια κ.λ.π.) σε τρίτη επιχείρηση η οποία χρηµατοδοτεί την αγορά µέσω έκδοσης οµολόγων. Τα οµόλογα αυτά βασίζονται στις εισπράξεις που θα πραγµατοποιήσουν τα περιουσιακά στοιχεία και είναι γνωστά σαν Asset Backed Securities (ABS). Οι επιχειρήσεις που εκδίδουν τα οµόλογα συνήθως έχουν δηµιουργηθεί για αυτό το συγκεκριµένο σκοπό και είναι γνωστές σαν Special Purpose Vehicles, SPV. Η κρίσιµη παράµετρος εδώ είναι αν πρόκειται για πραγµατική µεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων ή αν το ΠΙ ουσιαστικά εγγυάται τα εκδοθέντα χρεόγραφα (ABS) όποτε δεν έχει µεταβιβασθεί ο πιστωτικός κίνδυνος. Αν και υπάρχουν ποικίλα κίνητρα για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων, αναφέρεται ότι στις ΗΠΑ για το 1998 το ύψος των τιτλοποιήσεων, σε µη στεγαστικά δάνεια, ανήρχετο σε 200 δις $ και ήταν ίσο µε το 25% του συνολικού ύψους των δανείων που υπήρχαν στα βιβλία των ΠΙ. Ο τρόπος που η τιτλοποίηση απαιτήσεων βελτιώνει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας φαίνεται από το παρακάτω παράδειγµα: έστω το παρακάτω πιστωτικό ίδρυµα άνεια 198 Καταθέσεις 176 Ίδια κεφάλαια 22 είκτης κάλυψης ιδίων κεφαλαίων = 22/198=11% Έστω το πιστωτικό ίδρυµα µεταβιβάζει σε SPV δάνεια αξίας 40 τα οποία χρησιµοποιεί για να µειώσει ισόποσα τις υποχρεώσεις του. Άρα ο ισολογισµός θα είναι: άνεια 158 Καταθέσεις 136 Ίδια κεφάλαια 22 είκτης κάλυψης ιδίων κεφαλαίων = 22/158=14% Παρατηρούµε λοιπόν ότι η κεφαλαιακή κάλυψη αυξήθηκε από 11% σε 14%. Μη αναγνώριση των θετικών επιπτώσεων στο κίνδυνο του χαρτοφυλακίου από τη µη τέλεια συσχέτιση των αποδόσεων ή των πιθανοτήτων πτώχευσης.
Το υπάρχον θεσµικό πλαίσιο βασίζεται στη λογική της ένταξης των περιουσιακών στοιχείων σε διαφορετικές κατηγορίες (Block building). Αυτό συνεπάγεται ότι στον υπολογισµό του κινδύνου αθροίζονται τα ποσά κεφαλαιακής επάρκειας όπως αυτά προκύπτουν από κάθε κατηγορία. Η προσέγγιση αυτή υποθέτει ότι υπάρχει τέλεια θετική συσχέτιση ανάµεσα στις αποδόσεις ή στη πιθανότητα πτώχευσης- των διαφόρων κατηγοριών. Αυτό συνεπώς οδηγεί σε υπερεκτίµηση του κινδύνου και κατ επέκταση της απαιτούµενης κεφαλαιακής επάρκειας. 2. Οι προτάσεις της «νέας» συµφωνίας της Βασιλείας Τον Απρίλιο 2003 δηµοσιοποιήθηκε το δεύτερο συµβουλευτικό κείµενο (Consultative Document) από την Επιτροπή της Βασιλείας. Υπάρχουν 3 άξονες (pillars) µέτρων όπου ο πρώτος ασχολείται µε θέµατα υπολογισµού των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ο δεύτερος µε θέµατα επίβλεψης και ελέγχου των συστηµάτων διαχείρισης κινδύνων, και κατ επέκταση της κεφαλαιακής επάρκειας, από εσωτερικές µονάδες ελέγχου που θα υπόκεινται στην επίβλεψη τους από τις εποπτικές αρχές, ενώ ο τρίτος µε θέµατα δηµοσιοποίησης (disclosure) διαφόρων διαδικασιών όπως π.χ. των µεθόδων εκτίµησης κινδύνων, µε απώτερο σκοπό οι επενδυτές να έχουν καλύτερη πληροφόρηση γεγονός που θα αυξήσει την πειθαρχεία (discipline) στους διοικούντες τα ΠΙ. 2.1. Ο πρώτος άξονας Απαιτήσεις για ελάχιστο ύψος κεφαλαίων Στο υπό µελέτη σχέδιο στο πρώτο άξονα τίθεται νέο πλαίσιο υπολογισµού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το πιστωτικό κίνδυνο και υπάρχει πρόβλεψη και για το λειτουργικό κίνδυνο. Με τη νέα συµφωνία διατηρείται η σχέση 8% ανάµεσα στα κεφάλαια της τράπεζας και στο σταθµισµένο ως προς το κίνδυνο (πιστωτικό, αγοράς, & λειτουργικό) ενεργητικό της. Ο υπολογισµός αυτός θα γίνεται σε βάση τραπεζικού οµίλου (consolidated basis) και όχι µεµονωµένης θέσης. Προβλέπονται 2 εναλλακτικές προσεγγίσεις σε σχέση µε το πιστωτικό κίνδυνο. Η πρώτη είναι η τυποποιηµένη (standardized) προσέγγιση που καθορίζει ένα συντελεστή κινδύνου για όλα τα εντός και εκτός ισολογισµού στοιχεία του
ενεργητικού. Παραδείγµατος χάριν ένας συντελεστής 20% σηµαίνει ότι το 1/5 της αξίας του στοιχείου θα ληφθεί υπ όψιν και η κεφαλαιακή επιβάρυνση θα είναι 1.6% (0.08 χ 0.20). Η διαφορά µε το υπάρχον σύστηµα είναι ότι η κατάταξη των διαφόρων στοιχείων ενεργητικού σε κατηγορίες κινδύνου θα γίνει κατόπιν αξιολόγησης από ανεξάρτητους εκτιµητές (External Credit Assessment Institutions) αναγνωρισµένους από τις εποπτικές αρχές της κάθε χώρας. Οι συντελεστές στάθµισης παρουσιάζονται στο παρακάτω πίνακα: Πίνακας 3: Συντελεστές στάθµισης για απαιτήσεις από τις παρακάτω κατηγορίες Moody s Aaa ως Aa3 A1 ως A3 Baa1 ως Baa3 Ba1 ως Ba3 B1 ως B3 Κάτω από Β3 Μη αξιολογηµένο Standard & Poor s Κεντρικές κυβερνήσεις ΑΑΑ Α+ ΒΒΒ+ Β+ ως ως ως ως Β- ΑΑ- Α- ΒΒΒ- Β+ ως Κάτω Μη Β- από Β- αξιολογηµένο 0% 20% 50% 100% 100% 150% 100% τράπ 1 20% 50% 100% 100% 100% 150% 100% εζες 2 20% 50% 50% 100% 100% 150% 50% Επιχειρήσεις 20% 50% 100% 100% 150% 150% 100% Τιτλοποιηµένες απαιτήσεις 20% 50% 100% 350% Μείωση κεφαλαίου Όπως φαίνεται από το παραπάνω πίνακα οι κεντρικές κυβερνήσεις χάνουν τη προνοµιακή µεταχείριση του υπάρχοντος συστήµατος και µπορούν να τύχουν οιουδήποτε συντελεστή στάθµισης. Οι τράπεζες µπορεί να επιλέξουν είτε να τύχουν ενός συντελεστή στάθµισης µία βαθµίδα χειρότερο από εκείνο που έχει η κεντρική κυβέρνηση της χώρας τους ή να αξιολογηθούν, όµως σ αυτή τη περίπτωση δεν µπορεί να τύχουν συντελεστή µικρότερου του 20%. Οι απαιτήσεις από επιχειρήσεις µπορεί να έχουν συντελεστές 20%, 50%, 100% και 150% από το 100% που έχουν σήµερα. Το ποσοστό που αφορά µη αξιολογηµένες επιχειρήσεις είναι το µικρότερο που µπορεί να εφαρµοστεί και είναι στη διακριτική ευχέρεια των εποπτικών αρχών να
εφαρµόσουν µεγαλύτερο συντελεστή. Τέλος, όσον αφορά τις τιτλοποιηµένες απαιτήσεις ο σκοπός είναι να επιβαρύνονται οι τράπεζες για υψηλού κινδύνου περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν το αντικείµενο της τιτλοποίησης έτσι ώστε να αποφευχθεί η δηµιουργία µίας junk αγοράς δανείων. Επίσης παρέχεται η δυνατότητα µείωσης του πιστωτικού κινδύνου (credit risk mitigation) όταν παρέχονται σαν εξασφαλίσεις εκπλήρωσης της υποχρέωσης (collateral) όχι µόνοι τίτλοι του δηµοσίου αλλά και π.χ. εκδόσεις δηµοσίων οργανισµών (αξιολογηµένων πάνω από ΒΒ-) και µετοχών εισηγµένων στο γενικό δείκτη. Επίσης αναγνωρίζονται προϊόντα µείωσης των πιστωτικών κινδύνων όπως πιστωτικά παράγωγα καθώς και η ακίνητη περιουσία. Η αξιολόγηση από ανεξάρτητους αξιολογητές παρουσιάζει τα παρακάτω προβλήµατα: Επιχειρήσεις κυρίως στην Ευρώπη δεν αξιολογούνται- άρα δεν αλλάζει το ισχύον σύστηµα Για επιχειρήσεις κάτω από ΒΒ- δηµιουργείται το κίνητρο να µη ζητήσουν αξιολόγηση διότι έτσι θα επιτύχουν φθηνότερη χρηµατοδότηση Οι αξιολογήσεις των rating agencies δεν ταυτίζονται µεταξύ τους άρα υπάρχει κίνητρο για rating shopping Οι αξιολογήσεις των εξωτερικών εκτιµητών δεν είναι προσανατολισµένες στη πρόβλεψη µελλοντικών εξελίξεων αλλά βασίζονται σε πληροφορίες που έχουν χρονική υστέρηση Πρέπει εδώ να παρατηρήσουµε ότι η εφαρµογή της µεθόδου αυτής από τις ελληνικές τράπεζες θα οδηγήσει σε σηµαντική αύξηση του κόστους κεφαλαίου τους στη διατραπεζική αγορά. Ο λόγος είναι ότι ενώ σήµερα οι απαιτήσεις εις βάρος τραπεζών σταθµίζονται µε 20%, µε τις νέες προτάσεις η στάθµιση θα είναι σηµαντικά υψηλότερη δεδοµένου ότι οι ελληνικές τράπεζες αξιολογούνται από τη Moody s και Standard & Poor s από Α1/Α+ ως Baa3/BBB-. Η δεύτερη προσέγγιση βασίζεται στη χρήση εσωτερικών υποδειγµάτων µέτρησης του πιστωτικού κινδύνου που έχει αναπτύξει και χρησιµοποιεί για τουλάχιστον τρία χρόνια η κάθε τράπεζα. Η τράπεζα για να µπορέσει να εφαρµόσει τα εσωτερικά υποδείγµατα πρέπει να εκπληρεί συγκεκριµένες προϋποθέσεις:
οι εσωτερικές µονάδες αξιολόγησης του κινδύνου της κάθε τράπεζας θα πρέπει να είναι σε θέση να οµαδοποιεί τις απαιτήσεις της σε κατηγορίες κινδύνου, θα πρέπει να υπάρχει σηµαντική διαφοροποίηση των κινδύνων (credit exposures) θα πρέπει να είναι σε θέση να υπολογίζει τη πιθανότητα πτώχευσης για ένα έτος για κάθε κατηγορία κινδύνου Η ενδεχόµενη ζηµιά µετράται από το γινόµενο τριών παραγόντων: της πιθανότητας πτώχευσης, του ποσοστού της ζηµιάς δεδοµένης της πτώχευσης (Loss given default, LGD) και της έκθεσης (exposure) στον οφειλέτη. Η προσέγγιση (DEFAULT MODE, DM) που υπόκειται των προτάσεων της επιτροπής της Βασιλείας θεωρεί σαν εκδήλωση του πιστωτικού κινδύνου µόνο τη κατάσταση της πτώχευσης. Κατά συνέπεια η ζηµιά σαν αποτέλεσµα της πτώχευσης εξαρτάται από την έκθεση στο κίνδυνο, e, τη πιθανότητα πτώχευσης για µία συγκεκριµένη περίοδο, d, και το ποσοστό της «έκθεσης» στο κίνδυνο που δεν έχει καλυφθεί από εγγυήσεις, (LGD). Από τους παραπάνω 3 παράγοντες η έκθεση στο κίνδυνο µπορεί να υπολογισθεί µε σχετική ακρίβεια. Παραδείγµατος χάριν όταν πρόκειται για δάνεια ισούται µε το κεφάλαιο του δανείου, όµως για θέσεις σε παράγωγα είναι δύσκολο να υπολογισθεί και αυτό διότι το άνοιγµα µίας θέσης (long or short) απαιτεί µόνο τη καταβολή µίας «εγγύησης» (margin) ενώ οι υποχρεώσεις / απαιτήσεις από τη θέση αυτή ανακύπτουν σε µελλοντικό χρόνο. Επίσης, το ποσοστό κάλυψης στο ενδεχόµενο πτώχευσης, (LGD), είναι συνάρτηση των εγγυήσεων που έχουν δοθεί και της αξίας που θα έχουν στη περίπτωση ρευστοποίησης τους. εδοµένου ότι αυτή η αξία δεν µπορεί να είναι γνωστή εκ των προτέρων, η LGD είναι στοχαστική µεταβλητή. Τέλος, η πιθανότητα πτώχευσης ακολουθεί και αυτή µία κατανοµή δεδοµένου ότι δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων. Στις αναλύσεις αυτού του είδους συνήθως µόνο η πιθανότητα πτώχευσης θεωρείται στοχαστική µεταβλητή ενώ οι 2 άλλες παράµετροι της ζηµιάς θεωρούνται ότι είναι γνωστοί µε βεβαιότητα. Κατά συνέπεια η προσδοκώµενη ζηµιά θα ισούται µε : Expected Loss ( EL) = ( e) xe( p) x( LGD) (1) όπου E(p)= προσδοκώµενη πιθανότητα πτώχευσης.
Η προσδοκώµενη ζηµιά θεωρείται ότι είναι γνωστή στις τράπεζες για κάθε κατηγορίας δανείου (ή γενικότερα «έκθεσης», exposure, που έχουν) και συνεπώς οι προβλέψεις στο ισολογισµό αποσκοπούν στη κάλυψη αυτής της ζηµιάς. Όταν όµως το ενδιαφέρον µας εστιάζεται στο προσδιορισµό του ύψους των ιδίων κεφαλαίων σαν ασφάλεια έναντι κάθε πιθανής αρνητικής εξέλιξης τότε µας ενδιαφέρει ο προσδιορισµός της µέγιστης πιθανής ζηµιάς, σε ένα επίπεδο εµπιστοσύνης, σαν αποτέλεσµα της πτώχευσης. Άρα χρειαζόµαστε µία εκτίµηση της διακύµανσης της πιθανότητας πτώχευσης. Σε συγκεκριµένη ηµεροµηνία υπάρχουν 2 ενδεχόµενα για κάθε δανειολήπτη στο τέλος µιας περιόδου (π.χ. µήνα, τρίµηνο, έτος), είτε πτωχεύει ή όχι. Άρα η πιθανότητα πτώχευσης ακολουθεί τη διωνυµική κατανοµή και η τυπική απόκλιση της ισούται µε: σ = ( p)(1 p) (2) Άρα αν προσεγγιστικά χρησιµοποιήσουµε τους πίνακες της κανονικής κατανοµής, (η διωνυµική κατανοµή µε παραµέτρους n και p µπορεί να θεωρηθεί σαν το άθροισµα n διωνυµικών κατανοµών µε παραµέτρους 1 και p. Συνεπώς βάσει του κεντρικού οριακού θεωρήµατος προσεγγίζεται από τη κανονική κατανοµή), η µέγιστη εκτιµώµενη ζηµιά σε επίπεδο εµπιστοσύνης 99% ισούται µε : max( Loss) = EL + 2.33xσx( e) x( LGD) (3). Η επιτροπή της Βασιλείας θεωρεί ότι οι η κεφαλαιακή επάρκεια πρέπει να προσδιορίζεται έτσι ώστε να καλύπτεται τόσο η προσδοκώµενη όσο και η µη προσδοκώµενη ζηµιά. Αυτό αποτελεί παρέκκλιση από τη πάγια πολιτική των ΠΙ όπου τα ίδια κεφάλαια πρέπει να καλύπτουν µόνο τη µη προσδοκώµενη ζηµιά. Παράδειγµα: Έστω ότι έχουµε παραχωρήσει δάνεια ονοµαστικής αξίας 10,000,000 ευρώ και ότι το ποσοστό της ζηµιάς στο ενδεχόµενο πτώχευσης εκτιµάται σε 0.48. Η πιθανότητα πτώχευσης της συγκεκριµένης κατηγορίας δανειοληπτών εκτιµάται σε 0.18%. Να υπολογισθεί η µέγιστη εκτιµώµενη ζηµιά σε επίπεδο εµπιστοσύνης 99% (χρησιµοποιείστε τους πίνακες της κανονικής κατανοµής). Η µέγιστη ζηµιά ισούται µε:
max Loss(99%) = 0.0018x10,000,000x(0.48) + (2.33)( (0.0018)(1 0.0018)) x10,000,000x(0.48) Ο δεύτερος όρος του αθροίσµατος καλείται και µη προσδοκώµενη ζηµιά. Υπάρχουν 2 εκδοχές του βασικού υποδείγµατος. Στη βασική - Foundation internal ratings based (IRB) - η τράπεζα κατανείµει τις απαιτήσεις της σε κατηγορίες κινδύνου, για κάθε µία από τις οποίες έχει υπολογίσει τη πιθανότητα πτώχευσης για το επόµενο έτος. Η εκτίµηση της LGD θα γίνεται από τις εποπτικές αρχές. Στη περίπτωση επίσης αυτή αναγνωρίζονται σαν εγγυήσεις όχι µόνο χρεόγραφα, όπως αυτά του τυποποιηµένου υποδείγµατος- αλλά και ακίνητα. Στη προχωρηµένη advanced internal ratings based (IRB) - εκδοχή οι τράπεζες θα µπορούν να υπολογίζουν οι ίδιες το παράγοντα LGD καθώς επίσης θα µπορούν να χρησιµοποιούν κάθε µορφή εγγύησης (collateral). Ο υπολογισµός της κεφαλαιακής επάρκειας βάσει των εσωτερικών υποδειγµάτων ακολουθεί τη παρακάτω διαδικασία: πρώτα, το χαρτοφυλάκιο του ΠΙ χωρίζεται σε 6 κατηγορίες, «κεντρική κυβέρνηση», «τράπεζες», «επιχειρήσεις», «λιανικές πωλήσεις», «µετοχές» και «χρηµατοδότηση έργων». Για κάθε µία από τις 6 κατηγορίες η επιτροπή θα προτείνει συνεχείς συναρτήσεις για τον υπολογισµό των συντελεστών στάθµισης έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η µέγιστη δυνατή ευελιξία στους διάφορους παράγοντες προσδιορισµού του κινδύνου. Για παράδειγµα στη περίπτωση της κατηγορίας των επιχειρήσεων και για τη βασική µέθοδο, ο συντελεστής στάθµισης αναφοράς (Benchmark Risk Weight, BRW) υπολογίζεται για τη περίπτωση έκθεσης σε κίνδυνο µε διάρκεια (maturity) 3 χρόνια και LGD= 50% και ισούται προς: BRW = 976.5* Φ(1.118* Φ 0.0470*(1 PD ( PD) + 1.288) * 1+ 0.44 PD 1 ) όπου Φ είναι η σωρευτική συνάρτηση πιθανότητας για τη τυποποιηµένη κανονική κατανοµή, Φ -1 είναι η αντίστροφος της παραπάνω τιµής και PD είναι η πιθανότητα πτώχευσης. Ο συντελεστής στάθµισης (RW) για τη συγκεκριµένη έκθεση σε κίνδυνο (π.χ. δάνειο) προκύπτει σαν η µικρότερη τιµή από τις παρακάτω δύο:
RW = min( LGD / 50) * BRW ( PD);12.50* LGD όπου ο δεύτερος όρος (12.50*LGD) θεωρείται η µέγιστη τιµή στάθµισης. Στη προχωρηµένη µέθοδο η διαδικασία είναι ίδια µε τη διαφορά ότι η συνάρτηση για τη BRW προσαρµόζεται ώστε να ληφθεί υπ όψη και εναποµένουσα διάρκεια της «έκθεσης» σε κίνδυνο διαφορετική από τα 3 χρόνια. Προφανώς όσο µεγαλύτερη η διάρκεια τόσο µεγαλύτερος και ο κίνδυνος. Επίσης ορίζεται ότι τα 2 πρώτα χρόνια εφαρµογής των νέων προτάσεων η κεφαλαιακή απαίτηση από τη προχωρηµένη µέθοδο δεν µπορεί να είναι µικρότερη του 90% εκείνης που θα προκύπτει από την εφαρµογή της βασικής µεθόδου. Στο παρακάτω πίνακα παρουσιάζουµε µία σύγκριση των συντελεστών στάθµισης τριών µεθόδων για τη περίπτωση έκθεσης στο κίνδυνο που ανήκει στη κατηγορία των επιχειρήσεων: Πίνακας 4: Συντελεστές στάθµισης διαφόρων µεθόδων PD Τυποποιηµένη µέθοδος στη παρούσα κατάσταση Τυποποιηµένη µέθοδος βάσει των νέων προτάσεων Βασική µέθοδος των εσωτερικών υποδειγµάτων ΑΑΑ 0.03 8 1.6 1.13 ΑΑ 0.03 8 1.6 1.13 Α 0.03 8 4.0 1.13 ΒΒΒ 0.20 8 8.0 3.61 ΒΒ 1.40 8 8.0 12.35 Β 6.60 8 12.0 30.96 CCC 15.0 8 12.0 47.04 Πηγή: P.Jackson, Bank of England, Quarterly Bulletin, spring 2003. Τα αναγραφόµενα µεγέθη είναι επί της εκατό. Οι συντελεστές στη τυποποιηµένη µέθοδο µε τις νέες προτάσεις έχει παραχθεί µε τη χρήση των ποσοστών που αναφέρθηκαν παραπάνω π.χ. 1.6% = 0.08 * 0.20. Αντίστοιχα στη βασική µέθοδο τα ποσοστά προκύπτουν σαν το γινόµενο του BRW, που υπολογίζεται για την αντίστοιχη πιθανότητα πτώχευσης βάσει του παραπάνω τύπου για το BRW, επί το 0.08, π.χ. 1.13%=0.14*0.08. Επίσης βάσει των νέων προτάσεων δεν µπορεί να υιοθετηθεί πιθανότητα πτώχευσης µικρότερη του 0.03. Εύκολα γίνονται κατανοητές οι επιπτώσεις από την επικείµενη αποδοχή των νέων προτάσεων. Για «εκθέσεις» χαµηλού κινδύνου το νέο σύστηµα οδηγεί σε πολύ µικρότερες απαιτήσεις κεφαλαίων. Αντίθετα έχουµε σηµαντικότατες αυξήσεις για
απαιτήσεις υψηλού κινδύνου. Τέλος οι νέες οδηγίες αναγνωρίζουν ότι σε επίπεδο χαρτοφυλακίου οι κίνδυνοι είναι σαφώς µικρότεροι από το άθροισµα του κινδύνου που εµπεριέχεται στις µεµονωµένες θέσεις και γι αυτό θεσπίζεται µία διόρθωση (granularity factor) ανάλογα µε το βαθµό διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου Τα προβλήµατα µε τη προτεινόµενη διαδικασία µπορούν να οµαδοποιηθούν ως εξής: Η επιλογή του χρονικού ορίζοντα µέτρησης της πιθανότητας πτώχευσηςπου καθορίζει και το χρονικό ορίζοντα µέτρησης του κινδύνου- πρέπει να είναι ανάλογη της περιόδου που το χαρτοφυλάκιο παραµένει σταθερό. Αν επιλεγεί µεγάλη χρονικά περίοδος τότε υπάρχει ο κίνδυνος σε αλλαγή του οικονοµικού κλίµατος να πραγµατοποιηθεί συσσώρευση ζηµιών. Αν επιλεγεί µικρή περίοδος (π.χ. έτος) τότε είναι αµφίβολο τι µπορεί να κάνει η τράπεζα σε ένα αρνητικό κλίµα (π.χ. αύξηση κεφαλαίων ή πώληση δανείων ; ). Η επιτροπή της Βασιλείας εισηγείται το ένα έτος κυρίως για λόγους ύπαρξης στατιστικών στοιχείων. Οι εκτιµώµενες πιθανότητες πτώχευσης εξαρτώνται από τον οικονοµικό κύκλο. Αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις σε µακροοικονοµικό επίπεδο. Αυτό συµβαίνει διότι σε περιόδους ύφεσης οι πιθανότητες πτώχευσης θα είναι αυξηµένες µε αποτέλεσµα και οι εκτιµώµενες ζηµιές των τραπεζών να είναι αυξηµένες. Άρα οι τράπεζες θα αντιδρούν µε µείωση στην έγκριση δανείων, γεγονός που θα επιτείνει την οικονοµική ύφεση. Το αντίθετο αποτέλεσµα θα έχουµε σε περιπτώσεις υπερθέρµανσης της οικονοµίας. Η επιτροπή συνιστά η µέτρηση της πιθανότητας πτώχευσης να γίνεται σε «µακροχρόνιο» ορίζοντα. Η εκτίµηση της πιθανής ζηµιάς και κατά συνέπεια της κεφαλαιακής επάρκειας- συνεπάγεται και τη πιθανότητα σφάλµατος. Όσο µικρότερη θέλουµε να είναι αυτή η πιθανότητα τόσο υψηλότερα πρέπει να είναι τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας. Αυτό όµως έχει αρνητικές συνέπειες για το κόστος του χρήµατος στην οικονοµία. Η επιτροπή αποφεύγει να πάρει θέση, όµως επιθυµεί η κεφαλαιακή επάρκεια µε το νέο σύστηµα να είναι ανάλογη της υπάρχουσας. Αυτό συνεπάγεται επίπεδο εµπιστοσύνης 99.5%.
Οι άλλες προτάσεις της επιτροπής αφορούν την αντιµετώπιση της καταχρηστικής εφαρµογής της τιτλοποίησης απαιτήσεων για τη µείωση του ύψους της απαιτούµενης κεφαλαιακής επάρκειας. Η επιτροπή προτείνει ότι µόνο στη περίπτωση πραγµατικής πώλησης (clean break) των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται της τιτλοποίησης θα επιτρέπεται ο µη συνυπολογισµός τους στη κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας. Όσον αφορά το λειτουργικό κίνδυνο προτείνονται τρεις µέθοδοι υπολογισµού: η µέθοδος του βασικού δείκτη που έχει κατασκευαστεί (calibrated) έτσι ώστε µε δείκτη τα ακαθάριστα κέρδη να δίνει απαιτούµενη κεφαλαιακή επάρκεια ίση µε το 15% του συνολικού κεφαλαίου, η τυποποιηµένη µέθοδος που χρησιµοποιεί διαφορετικούς δείκτες για κάθε δραστηριότητα (π.χ. λιανική τραπεζική, ιαχείριση διαθεσίµων, κ.λ.π.) και τα εσωτερικά υποδείγµατα. Θα πρέπει πάντως να σηµειωθεί εδώ ότι ο λειτουργικός κίνδυνος- σε αντιπαράθεση µε το πιστωτικό και το κίνδυνο αγοράς- είναι ιδιοσυγκρατικός και συνεπώς δεν είναι ευδιάκριτη η αναγκαιότητα της δηµιουργίας κεφαλαιακής επάρκειας για αυτή τη κατηγορία κινδύνων. Όταν ο κίνδυνος είναι συστηµικός τότε ένας κοινός αρνητικός παράγοντας (shock) επιδρά σε όλες τις τράπεζες και είναι πολύ πιθανή η διάδοση του κινδύνου και σε άλλες τράπεζες. Άρα εδώ είναι προφανής ο λόγος γιατί οι εποπτικές αρχές επιθυµούν τη ύπαρξη υψηλών ιδίων κεφαλαίων. Όµως αυτό δεν είναι καθόλου σαφές για κινδύνους που από τη φύση τους είναι ταυτισµένοι µε ένα συγκεκριµένο ΠΙ (π.χ. ζηµιά λόγω δόλου). κινδύνων 2.2. Ο δεύτερος άξονας Εποπτικός έλεγχος των συστηµάτων υπολογισµού Η υπολογιζόµενη κεφαλαιακή επάρκεια βάσει των παραπάνω κανόνων πρέπει να θεωρείται σαν το ελάχιστο απαιτούµενο ύψος ιδίων κεφαλαίων. Πρώτα οι τράπεζες πρέπει να αναπτύξουν µονάδες αξιολόγησης της υπολογιζόµενης κεφαλαιακής επάρκειας σε σχέση µε το κίνδυνο που εκτιµούν ότι έχουν. Για παράδειγµα θα πρέπει να εντοπίσουν πηγές κινδύνου που δεν καλύπτονται από τους κανονισµούς όπως ο κίνδυνος επιτοκίου το επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο. Αυτή η διαδικασία βελτίωσης του εσωτερικού ελέγχου θεωρείται ότι είναι σύµφωνη µε τις αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης. εύτερον, η εσωτερική διαδικασία εκτίµησης των κινδύνων θα αξιολογείται από τις εποπτικές αρχές οι οποίες αν δεν είναι
ικανοποιηµένες µε τους µηχανισµούς εσωτερικού ελέγχου θα µπορούν να επεµβαίνουν διορθωτικά. Τρίτο, οι τράπεζες αναµένεται να λειτουργούν µε ένα ύψος κεφαλαιακής επάρκειας που θα υπερβαίνει το καθοριζόµενο από το πρώτο άξονα. Τέταρτο, οι εποπτικές αρχές θα µπορούν να επεµβαίνουν προληπτικά ώστε να µη µειωθεί το ύψος των κεφαλαίων κάτω από εκείνο που θεωρείται ασφαλές. Η κριτική που έχει ασκηθεί στο δεύτερο άξονα των προτάσεων είναι ότι δίνεται σηµαντική δυνατότητα στις εποπτικές αρχές να µεταβάλλουν το ελάχιστο ύψος κεφαλαιακής επάρκειας είτε προς τα πάνω ή κάτω. Αυτό δηµιουργεί το κίνδυνο να δηµιουργηθούν συνθήκες ατελούς ανταγωνισµού ανάµεσα σε τράπεζες που ανήκουν σε χώρες µε αυστηρή εφαρµογή των διατάξεων και σε εκείνες που ανήκουν σε χώρες µε ελαστική εφαρµογή. Στη πρώτη κατηγορία ανήκουν οι τράπεζες στις Η.Π.Α. που οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας πρέπει να τηρούνται αυστηρά και αυτό καθορίζεται δια νόµου και από την άλλη µεριά οι τράπεζες στη Μ. Βρετανία που παρέχεται µεγάλη ευελιξία τις εποπτικές αρχές την εφαρµογή των διατάξεων. Από την άλλη µεριά βέβαια προβάλλεται το αντεπιχείρηµα ότι η ευελιξία στη εφαρµογή των διατάξεων είναι απαραίτητη διότι στη περίπτωση π.χ. µίας κρίσης που οι δείκτες δεν θα καλύπτονται, η τράπεζα θα πρέπει να κάνει είτε αύξηση κεφαλαίων, που είναι εξαιρετικά δύσκολο υπό αυτές τις συνθήκες, ή να πωλήσει υψηλού κινδύνου στοιχεία του ενεργητικού της. Αυτό το τελευταίο όµως ενέχει το κίνδυνο να ενταθεί η κρίση στο σύστηµα. Η ευελιξία στη εφαρµογή των διατάξεων αποµακρύνει αυτό το κίνδυνο. 2.3. Ο τρίτος άξονας ηµοσιοποίηση (Disclosure) Οι νέες οδηγίες συστήνουν µέτρα µεγαλύτερης δηµοσιοποίησης που καλύπτουν: Την εφαρµογή των προτάσεων σε επίπεδο οµίλων (consolidation) Το profile της τράπεζας όσον αφορά το πιστωτικό κίνδυνο (η εναποµένουσα διάρκεια των απαιτήσεων, το ύψος των οφειλόµενων δανείων κ.λ.π.), το κίνδυνο αγοράς ( το ύψος του Value-at-Risk για διαφορετικά χαρτοφυλάκια συναλλαγών), κ.λ.π. Τη σύνθεση των κεφαλαίων που χρησιµοποιούνται για τη κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων καθώς επίσης τη κατανοµή αυτών των
κεφαλαίων για τη κάλυψη των διαφόρων κατηγοριών κινδύνου (π.χ. πιστωτικός, αγοράς, κ.λ.π.), Τη φύση των υποδειγµάτων όταν χρησιµοποιούνται εσωτερικά υποδείγµατα 3. Γενική κριτική των προτάσεων Οι νέες προτάσεις για τη κεφαλαιακή επάρκεια των ΠΙ δεν εκπληρούν µόνο το στόχο της ύπαρξης ενός συστήµατος που θα δίνει αξιόλογες µετρήσεις του κινδύνου που µε τη σειρά τους θα οδηγούν στο καθορισµό ικανοποιητικού ύψους ιδίων κεφαλαίων. Περά από αυτό φέρνει µία εντελώς καινούργια φιλοσοφία στη διοίκηση των ΠΙ. Ουσιαστικά ενσωµατώνει στη διοίκηση των ΠΙ τα σύγχρονα συστήµατα µέτρησης των κινδύνων τα οποία έχουν αναπτυχθεί τη τελευταία δεκαετία και χρησιµοποιούνται από µεγάλες τράπεζες. Αυτό ισχύει µε τα λεγόµενα «εσωτερικά» υποδείγµατα µέτρησης κινδύνων που εµπορικές εφαρµογές τους αποτελούν προϊόντα όπως: Riskmetrics, Creditmetrics, Creditrsik-plus, portfolio manager κ.λ.π. Η εφαρµογή αυτών των συστηµάτων απαιτεί µία εντελώς νέα οργάνωση των ΠΙ όπου θα υπάρχουν ροές πληροφοριών µεταξύ όλων των επιπέδων και όπου ο κίνδυνος θα υπολογίζεται σε κάθε δραστηριότητα / απόφαση. Σε αυτή τη νέα οργάνωση τα κεφάλαια της τράπεζας έχουν σαν σκοπό την απορρόφηση όλων, δυνητικά, των ζηµιών που µπορούν να εµφανιστούν. Η κάθε µονάδα λήψης απόφασης αντιµετωπίζει ένα όριο που ορίζεται όχι σε όρους ονοµαστικής ή και τρέχουσας αξίας των θέσεων (positions) που αναλαµβάνει αλλά σε όρους οικονοµικού κεφαλαίου δηλαδή της µέγιστης ζηµιάς που µπορεί να προέλθει από τις θέσεις που έχει. Η εσωτερική συνέπεια του συστήµατος απαιτεί ότι το άθροισµα των επιµέρους ορίων που έχουν κατανεµηθεί στις µονάδες λήψης απόφασης θα πρέπει να αθροίζεται στο ύψος των συνολικών κεφαλαίων της τράπεζας. Οι επιπτώσεις αυτών των συστηµάτων για την ενεργητική όσο και τη παθητική διαχείριση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών είναι προφανής. Η κατανοµή αυτών των κεφαλαίων στα όρια (limits) των µονάδων λήψεως αποφάσεων εκφράζει τη πολιτική του top management για τις προτεραιότητες που θα έχει η τράπεζα τους (π.χ. retail ή wholesale banking ;). Επίσης, η παθητική διαχείριση του χαρτοφυλακίου απλοποιείται δεδοµένου ότι κάθε υπέρβαση των ορίων απαιτεί διορθωτικές κινήσεις.
Η εφαρµογή αυτών των µεθόδων έχει θετικές επιπτώσεις σε θέµατα όπως η ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης των ΠΙ δεδοµένου ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι περισσότερο ευδιάκριτη. Επίσης, ο έλεγχος των διαδικασιών γίνεται ευκολότερος καθώς επίσης και η δηµοσιοποίηση πλήθους πληροφοριών στους επενδυτές. Παράλληλα έχουν ασκηθεί πλήθος κριτικών στις προτάσεις που καλύπτουν τόσο θέµατα «ακαδηµαϊκού» ενδιαφέροντος που σχετίζονται µε τη λογική συνέπεια των µέτρων όσο και πρακτικής εφαρµογής τους, όπως π.χ. η ανάγκη ύπαρξης εξαιρετικά ειδικευµένου προσωπικού. Μία γενικής αποδοχής κριτική θα µπορούσαµε να πούµε ότι είναι η παρακάτω. Μία βασική επιδίωξη των κεντρικών τραπεζών που συµµετέχουν στην επιτροπή της Βασιλείας είναι να καθορίσουν κοινούς κανόνες για τα ΠΙ έτσι ώστε να διασφαλισθεί η αρχή της ίσης µεταχείρισης και κατ επέκταση των συνθηκών του «δίκαιου» ανταγωνισµού ( leveling the playing field). Όµως παρατηρούµε ότι οι προτάσεις αποκλίνουν σε αρκετές περιπτώσεις από αυτό το στόχο. Για παράδειγµα έχουν εντοπισθεί διάφορες περιπτώσεις που µας οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση, όπως : 1) η µεγάλη ευχέρεια που παρέχεται στις εποπτικές αρχές της κάθε χώρας στον έλεγχο των συστηµάτων µέτρησης του κινδύνου (δεύτερος άξονας των προτάσεων), 2) στις εξαιρέσεις στον εκάστοτε γενικό κανόνα που έχει θεσπισθεί, συνήθως µετά από πίεση διαφόρων ενδιαφεροµένων, π.χ. η δυνατότητα που δίνεται έτσι ώστε στεγαστικά επαγγελµατικά δάνεια «ανεπτυγµένων» αγορών ακινήτων να σταθµίζονται µε συντελεστή 50% αντί για 100% που είναι ο κανόνας. Αυτή η εξαίρεση αναµένεται να ωφελήσει συγκεκριµένες τράπεζες όπως της γερµανική Landesbank (βλέπε υποσηµείωση 21, σελ. 12 του Overview of the New Basle Accord April 2003), 3) δεν λαµβάνεται µέριµνα για το αθέµιτο ανταγωνισµό από κρατικές τράπεζες ή τράπεζες που απολαµβάνουν κρατικών εγγυήσεων που µπορούν να εκδίδουν δάνεια µειωµένης εξασφάλισης µε υψηλή αξιολόγηση από τις εταιρίες εκτίµησης κινδύνου ή αντλούν κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές µε χαµηλότερο κόστος. Επίσης, εκείνο που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι οι κίνδυνοι είναι ενδογενείς για το σύστηµα και για τις τράπεζες σε περιόδους κρίσεων. Κατά συνέπεια η εκτίµηση του κινδύνου ούτε ακριβής µπορεί να είναι αλλά ούτε προστατεύει σε περιόδους κρίσης. Τέλος, τα προτεινόµενα συστήµατα µέτρησης κινδύνου υπολογίζουν τη µέγιστη ζηµιά µε δεδοµένη πιθανότητα να κάνουν σφάλµα (δηλαδή 0.5% να είναι µεγαλύτερη από την υπολογιζόµενη). Αλλά εκείνο που επίσης µας
ενδιαφέρει είναι και το ύψος του πιθανολογούµενου σφάλµατος. ηλαδή, πρέπει να γνωρίζουµε τη κατανοµή της ζηµιάς που υπερβαίνει την εκτίµηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Basel Committee on Banking Supervision, (2003), The New Basle Capital Accord, consultative document, Danielson, J., P. Embrechts, C. Goodhart, C. Keating, F. Muennich, O. Renault and H. Song Shin, 2001, An Academic response to Basel II, LSE Financial Markets Group, Special papers series. Jackson P., Perraudin W., (2000), Regulatory implications of Credit risk models, Journal of Banking and Finance, vol. 24, n ½ Jackson P., 2001, Bank Capital Standards: The new Basel Accord, Bank of England quarterly bulletin, Spring 2001 KPMG, 2003, BASEL II: A worldwide challenge for the Banking Business Santos, J., 2000, Bank capital regulation in contemporary banking theory: a review of the literature, BIS working paper no 90, Sironi, A. and C. Zazzara, 2001, The New Basel accord: possible implications for Italian banks, mimeo