ΛΗΨΗ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ Το μηχανισμό δράσης των ινοτρόπων που χορηγούνται στην καρδιακή ανεπάρκεια Λαγουδάκου Σταυρούλα, Ειδ. Ιατρός Α Καρδιολογικής Κλινικής Γ.Ν.Νικαίας Γ.Ν Νίκαιας Πειραιά «Άγ. Παντελεήμων» 11 Νοεμβρίου 2016
ΙΝΟΤΡΟΠΑ ΦΑΡΜΑΚΑ Αυξάνουν τη δύναμη της συστολής του μυοκαρδίου και την καρδιακή παροχή. Επηρεάζουν την καρδιακή συχνότητα και τις περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις. Χρησιμοποιούνται σε βαρέως πάσχοντες (οξεία απορρύθμιση ΚΑ) με σημαντική αιμοδυναμική επιδείνωση και υποαιμάτωση των περιφερικών οργάνων.
Ταξινόμιση ινοτρόπων φαρμάκων Καρδιακές γλυκοσίδες: Διγοξίνη (Digoxin) Αδρενεργικοί αγωνιστές Δοβουταμίνη Ντοπαμίνη Επινεφρίνη Ισοπροτερενόλη Νορεπινεφρίνη Φαινυλεφρίνη Αναστολείς φωσφοδιεστεράσης τύπου ΙΙΙ Αμρινόνη Μιλρινόνη Ενοξιμόνη Ευαισθητοποιητές ασβεστίου Λεβοσιμεντάνη Πιμοβεντάνη Σεναζοντάνη EMD-53998 Εναντιομερές ED-57033
Μηχανισμός δράσης Φάρμακο Μηχανισμός Αύξηση του ενδοκυττάριου Ca Επιρροή στη θνητότητα Διγοξίνη Αναστολή αντλίας Na-K Ναι Ουδέτερη Δοβουταμίνη Αδρενεργικός αγωνιστής β1>β2>α Ναι Αύξηση Ντοπαμίνη Δοσοεξαρτώμενη δράση σε ντοπαμινεργικούς και αδρενεργικούς υποδοχείς Ναι Αύξηση Νορεπινεφρίνη Αδρενεργικός αγωνιστής, α και β υποδοχείς Ναι Αύξηση Μιλρινόνη Αναστολέας φωσφοδιεστεράσης Ναι Αύξηση Λεβοσιμεντάνη Ευαισθητοποιητής ασβεστίου Οχι Δεν έχει τεκμηριωθεί Omecamtiv Mecarbil Επάγει τη σύνδεση της μυοσίνης με την ακτίνη Οχι Άγνωστο (Tariq S, Aronow WS. Use of Inotropic Agents in Treatment of Systolic Heart Failure. Int J Mol Sci. 2015 Dec 4;16(12).
Καρδιακές γλυκοσίδες Το 1785 το πρώτο ινότροπο (Δακτυλίτιδα) φάρμακο χρησιμοποιήθηκε σε ασθενείς με ΣΚΑ. Άμεση δράση στον καρδιακό μυ και στο σύστημα αγωγιμότητας Μόνο ινότροπο φάρμακο με βραδυκαρδιακή δράση. Αναστολή της αντλίας Na +, K + - ATPαση αύξηση ενδοκυττάριων ιόντων Na + αύξηση ενδοκυττάριων ιόντων Ca ++ αύξηση της συσπαστικότητας του μυοκαρδίου (θετική ινότροπο δράση). Διέγερση του παρασυμπαθητικού συστήματος καταστολή φλεβοκόμβου και κολποκοιλιακού κόμβου (αρνητική χρονότροπο δράση). Καταστολή συμπαθητικού συστήματος.
Digoxin Η διγοξίνη αποτελεί το συχνότερα χρησιμοποιούμενο παράγωγο της δακτυλίτιδας. Μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλεβίως ή από το στόμα (απορρόφηση 75%). Η ενδοφλέβια χορήγηση πρέπει να γίνεται αργά (εντός 15 min) για να αποφευχθεί η πρόκληση αγγειόσπασμου. Η ενδομυική χορήγηση πρέπει να αποφεύγεται γιατί είναι επώδυνη και η απορρόφηση της διγοξίνης απρόβλεπτη. Στον ταχύ IV δακτυλιτισμό δίδεται αρχικά σε δόση 0,5 mg IV και ακολούθως χορηγούνται 0,25 mg IV σε 12 και 24 ώρες (συνολική δόση 1 mg το πρώτο 24ωρο). Η δράση της αρχίζει να εκδηλώνεται 30 min μετά την IV χορήγηση και φτάνει το μέγιστο σε 1-4 ώρες. Από το στόμα 0,25 mg x 2/ημέρα για 2 μέρες και ακολούθως 1 δισκίο/ημέρα. Συνιστώμενα επίπεδα στον ορό 0,5-0,8 ng/ml (>1,2 ng/ml σχετίζεται με αυξημένη θνητότητα). Σημειώνεται ότι η μέτρηση των επιπέδων πρέπει να γίνεται 6 ώρες μετά την τελευταία λήψη. Χρόνος ημίσειας ζωής 1,5 μέρες. Αποβάλλεται κυρίως από τους νεφρούς.
Εκδηλώσεις τοξικού δακτυλιτισμού Γαστρεντερικές: ναυτία, ανορεξία, έμετοι και διάρροιες Νευρολογικές: σύγχυση, έγχρωμη όραση (κίτρινη πράσινη άλως γύρω από φώτα), αδυναμία, ίλιγγος κ.α. Αρρυθμιογένεση: κοιλιακές ή κολπικές αρρυθμίες, διαταραχή της κολποκοιλιακής αγωγιμότητας (φλεβοκομβική βραδυκαρδία, Κ.Κ.Α. 1 ου, 2 ου ή 3 ου βαθμού κ.α.).
Δακτυλίτιδα Η μελέτη DIG (Digitalis Investigation Group) έδειξε ότι η δακτυλίτιδα δεν έχει κανένα όφελος στην θνητότητα των ασθενών με ΚΑ, παρά μόνο μειώνει τον αριθμό των εισαγωγών στο νοσοκομείο και βελτιώνει τα συμπτώματα. Η μελέτη RADIANCE έδειξε ότι η διακοπή της δακτυλίτιδας στους σταθεροποιημένους ασθενείς με χρόνια ΚΑ επέφερε επιδείνωση των συμπτωμάτων.
Συμπαθητικομιμητικά φάρμακα Έχουν ισχυρή ινότροπη δράση διεγείροντας τους β1, β2, α1, α2 και ντοπαμινεργικούς υποδοχείς στο μυοκάρδιο, στα αγγεία και στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα. Alpha 1 (A1): βρίσκονται στους λείους μύες των αγγείων καθώς και στο μυοκάρδιο, προκαλούν αγγειόσπασμο και επιφέρουν θετική ινότροπο και αρνητική χρονότροπο δράση στο μυοκάρδιο. Alpha 2 (A2): βρίσκονται στα μεγάλα αγγεία και η διέγερση τους επιφέρει αγγειοσυστολή (φλεβική και αρτηριακή). Beta 1 (B1): αυξάνουν την μυοκαρδιακή συχνότητα και συσταλτικότητα Beta 2 (B2): προκαλούν αγγειοδιαστολή (σκελετικών μυών), βρογχοδιαστολή.
Ντοπαμίνη Χημικός πρόδρομος της επινεφρίνης
Ντοπαμίνη Δρα στους άλφα, βήτα και ντοπαμινεργικούς υποδοχείς με δοσοεξαρτώμενη δράση. Τ ½ 2-4 min. Χαμηλή δόση (0,5-3 μg/kg/min) (D1 και D2) αγγειοδιαστολή των νεφρικών και μεσεντέριων αρτηριών (προωθεί τη διούρηση, αυξάνοντας τη νεφρική αιματική ροή, το ρυθμό σπειραματικής διήθησης και τη νατριούρηση, χωρίς να επηρεάζεται η αρτηριακή πίεση και η καρδιακή συχνότητα). Εντούτοις, η κλινική έννοια της νεφρικής δόσης ντοπαμίνης παραμένει αμφιλεγόμενη, επειδή προστατευτική νεφρική δόση δεν έχει τεκμηριωθεί.
Ντοπαμίνη Ενδιάμεση δόση (3-10 μg/kg/min) διέγερση των β αδρενεργικών υποδοχέων στην καρδιά και εν τέλει θετική ινότροπη και χρονότροπη δράση σε αυτήν και μη επιθυμητή αύξηση της PCWP. Υψηλότερη δόση (10-20 μg/kg/min) ενεργοποίηση των α υποδοχέων και πρόκληση αγγειόσπασμου (άνοδος της αρτηριακής πίεσης και αύξηση των πιέσεων πλήρωσης της αρ. κοιλίας). Ελάττωση της σπλαχνικής και νεφρικής αιματικής ροής. Παρομοίως παρατηρείται μείωση της στεφανιαίας ροής.
Ντοπαμίνη Ενδείξεις: νεφροπροστασία, υπόταση υποογκαιμία, οφειλόμενη σε ΜΙ, τραύμα ή σήψη, αύξηση της αιματικής ροής στο μεσεντέριο, καρδιακή ανεπάρκεια. Αντενδείξεις:Υπερθυρεοειδισμός (θυρεοτοξίκωση), φαιοχρωμοκύτωμα, γλάυκωμα κλειστής γωνίας, αδένωμα του προστάτη με κατακράτηση ούρων, σοβαρή στένωση αορτής, ταχυαρρυθμία, αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια. Ανεπιθύμητες ενέργειες: ταχυκαρδία (υπερκοιλιακή), κοιλιακές αρρυθμίες, πνευμονική συμφόρηση, ναυτία, έμετο, πονοκέφαλο, αύξηση των απαιτήσεων του μυοκαρδίου σε οξυγόνο, κ.α.
Δοβουταμίνη (Inotrex 250 mg /vial 20 ml) Συνθετική κατεχολαμίνη T ½ : 2 min Μεταβολισμός: πλάσμα και ήπαρ Απέκκριση: ούρα και χολή Διεγείρει τους β1, β2 αδρενεργικούς υποδοχείς Αυξάνει τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου, τον όγκο παλμού και την καρδιακή παροχή, μειώνει την τελοδιαστολική πίεση της αρ. κοιλίας ειδικά σε ασθενείς με καρδιογενές shock Μειώνει το προφόρτιο και το μεταφόρτιο (αγγειοδιαστολή) Ήπια χρονότροπη δράση, μικρή πτώση της πίεσης (β2 υποδοχείς) Ήπια αρρυθμιογένεση Βελτιώνει τη νεφρική και σπλαχνική κυκλοφορία αυξάνοντας την καρδιακή παροχή
Δοβουταμίνη Συνήθης δόση: 2,5-10 mg/kg/min Ενδείξεις: Ινότροπη δράση στην καρδιά, σε περίπτωση μειωμένης συσπαστικότητας, από οργανική καρδιοπάθεια ή χρόνια καρδιακή συμφορητική καρδιοπάθεια ή έμφραγμα του μκυοκαρδίου ή χειρουργική επέμβαση στην καρδιά. Αντενδείξεις: Μηχανική απόφραξη στην πλήρωση ή εξώθηση της αριστερής κοιλίας, ιδίως σε αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια, στένωση της αορτής, συμπιεστική περικαρδίτιδα, ενδοκοιλιακή, μηχανική απόφραξη. Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, αρρυθμία, αυξομείωση της ΑΠ, έκτοποι κοιλιακοί παλμοί, ναυτία, κεφαλαλγία, στηθάγχη, αίσθημα παλμών, δύσπνοια.
Δοβουταμίνη Με βάση τη πολυκεντρική μελέτη DICE (Am. Heart J. 1999), όπου χορηγήθηκε χαμηλή δόση δοβουταμίνης σε ασθενείς τελικού σταδίου ΚΑ για 48 ώρες/ βδομάδα για 6 μήνες, δε φάνηκε να υπάρχει διαφορά στη θνητότητα σε σύγκριση με τους ασθενείς που δεν ελάμβαναν δοβουταμίνη παρά μόνο μείωση των εισαγωγών στο νοσοκομείο. Έχει δειχτεί ότι συνδέεται με αυξημένη ενδοσοκομειακή θνητότητα (A systematic review and meta-analysis. Am. J. Cardiovasc. Drugs 2015).
Νορεπινεφρίνη (noradren 8mg/4m) Ενδογενής κατεχολαμίνη Μεταβολίζεται κυρίως στο ήπαρ Μέσω των α υποδοχέων προκαλεί αγγειόσπασμο Αυξάνει τη συσπαστικότητα του μυοκαρδίου και την καρδιακή συχνότητα μέσω των β1 υποδοχέων Ενδείξεις: Καταστάσεις οξείας υποτάσεως, όπως επί αναφυλαξίας, σηψαιμίας, καρδιογενούς shock Ανεπιθύμητες ενέργειες : Κεφαλαλγία, ταχυκαρδία, υπέρταση, αρρυθμία, αίσθημα παλμών, νέκρωση ιστών σε εξαγγείωση. Αντενδείξεις: Υπερθυρεοειδισμός, κύηση, υποξία, υπογκαιμία Δοσολογία: Ενδοφλέβια έγχυση 4-8 mg που αραιώνονται σε 250 ml ισοτόνου διαλύματος δεξτρόζης, και χορηγούνται με ρυθμό 4-12 μg/min, ανάλογα με την ανταπόκριση. Σε περιπτώσεις αναφυλακτικών αντιδράσεων, χρειάζονται, ενίοτε, μεγάλες δόσεις, (μέχρι και 60 μg/min), μέχρις ότου αποκατασταθεί ο αγγειακός τόνος.
Νορεπινεφρίνη Σε μια μελέτη σύγκρισης της νορεπινεφρίνης και της ντοπαμίνης σε ασθενείς με shock (De Backer D, N Engl J Med. 2010), φάνηκε ότι δεν υπερέχει κανένα από τα δύο φάρμακα όσον αφορά τους θανάτους. Ειδικά όμως στην ομάδα των ασθενών με καρδιογενές shock η ντοπαμίνη οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των θανάτων και της εμφάνισης ανεπιθύμητων παρενεργειών.
Ισοπροτερενόλη (Isuprel) Συνθετική κατεχολαμίνη Β1 και Β2-αδρενεργικός αγωνιστής Αυξάνει την συσταλτικότητα του μυοκαρδίου, την καρδιακή συχνότητα και προκαλεί περιφερική αγγειοδιαστολή Χρησιμοποιείται για παροδικό έλεγχο συμπτωματικής βραδυκαρδίας Αυξάνει τις απαιτήσεις του μυοκαρδίου σε οξυγόνο και υπάρχει πιθανότητα να επάγει ή να επιδεινώσει καρδιακή ισχαιμία Αυξημένη πιθανότητα αρρυθμιών Αρχική δόση 2 mg/min, τιτλοποίηση ως max δόση 10mg/min ή η καρδιακή συχνότητα> 60bpm Παρενέργειες: αρρυθμίες, κοιλιακή ταχυκαρδία, κοιλιακή μαρμαρυγή
Αναστολείς φωσφοδιεστεράσης Ισχυρή θετική ινότροπο δράση Αναστολή της φωσφοδιεστεράσης αύξηση camp αύξηση ενδοκυττάριου Ca αύξηση σύσπασης μυοκαρδιακού κυττάρου Δεν δρουν στους α και β υποδοχείς (μη αδρενεργικά φάρμακα), άρα μπορούν να συγχορηγηθούν με β-ανταγωνιστές Αυξάνουν την καρδιακή παροχή χωρίς συνοδό αύξηση των απαιτήσεων του μυοκαρδίου σε οξυγόνο Προκαλούν αγγειοδιαστολή και μείωση των συστηματικών και πνευμονικών αντιστάσεων (δεν χρησιμοποιούνται σε υποτασικούς) Χορηγούνται κυρίως σε ασθενείς με επηρεασμένη καρδιακή λειτουργία και ανθεκτική καρδιακή ανεπάρκεια τελικού σταδίου ή σε καρδιογενές shock, ως γέφυρα πριν τη μηχανική υποστήριξη ή τη μεταμόσχευση καρδιάς.
Αμρινόνη Έχει αιμοδυναμικά αποτελέσματα παρόμοια με αυτά της Δοβουταμίνης Αυξάνει την καρδιακή παροχή και μειώνει τις πνευμονικές αγγειακές αντιστάσεις Πρέπει να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με ισχαιμία, γιατί μπορεί να την επιδεινώσει Θα μπορούσε πιθανώς να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με σοβαρή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια που δεν ανταποκρίνονται σε άλλα ινότροπα και διουρητικά Χρησιμοποιείται μετά από αορτοστεφανιαία παράκαμψη. Δόση φόρτισης: 0,5-0,75 mg/kg σε 2-3 min IV Δόση συντήρησης: 5-10 mg/kg/min Δεν διαλύεται σε dextrose Παρενέργειες: θρομβοκυτοπενία, γαστρεντερικές διαταραχές, μυαλγίες, πυρετό, ηπατοτοξικότητα
Μιλρινόνη 10 φορές πιο ισχυρή από τη αμρινόνη Θετικό ινότροπο που αυξάνει την καρδιακή παροχή και μειώνει τις συστηματικές αντιστάσεις Δεν προκαλεί αύξηση των απαιτήσεων του μυοκαρδίου σε οξυγόνο Διαλύεται σε dextrose Δόση φόρτισης: 50 mg/kg σε 10 min IV Δόση συντήρησης: 0.375-0.75 mg/kg/min Σε υψηλές δόσεις προκαλεί υπόταση και ταχυκαρδία Παρενέργειες: υπερκοιλιακή και κοιλιακή ταχυκαρδία, πονοκέφαλο, υποκαλιαιμία, θρομβοκυτοπενία, κ.α.
Μιλρινόνη Στη μελέτη (OPTIME-CHF) (951 ασθενείς) χορηγήθηκε μιλρινόνη για 48 ώρες στην καθιερωμένη θεραπεία ασθενών με απορρύθμιση ΚΑ τελικού σταδίου και έγινε παρακολούθηση για 60 μέρες. Φάνηκε ότι η μιλρινόνη προκάλεσε σοβαρή υπόταση και κολπικές αρρυθμίες σε σχέση με τη placebo θεραπεία, ενώ δε φάνηκε να υπάρχει διαφορά στην ενδονοσοκομειακή θνητότητα. Μια μεταανάλυση έδειξε ότι η μιλρινόνη σχετιζόταν με αυξημένη ενδοσοκομειακή θνητότητα και αυξημένες νοσηλείες σε ασθενείς με ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια. Στη μελέτη (ADHERE) φάνηκε αυξημένη ενδονοσοκομειακή θνητότητα στους ασθενείς που έλαβαν μιλρινόνη ή δοβουταμίνη σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν νιτρογλυκερίνη ή νεσιριτίδη. Στη μελέτη (PROMISE) σε 1088 ασθενείς με ΚΑ (NYHA III-IV) χορηγήθηκε μιλρινόνη και έγινε 6-μηνη παρακολούθηση. Φάνηκε ότι ήταν σημαντικά αυξημένη η θνητότητα και οι νοσηλείες στην ομάδα που χορηγήθηκε μιλρινόνη.
Ευαισθητοποιητές ασβεστίου Λεβοσιμεντάνη (εκλεκτικός αναστολέας της φωσφοδιεστεράσης ΙΙΙ σε υψηλές δόσεις, σε θεραπευτικές δόσεις ασκεί θετική ινότροπο δράση ανεξάρτητα της φωσφοδιεστεράσης και του camp) Αυξάνει τη σύνδεση του ασβεστίου με τις πρωτείνες σύσπασης, χωρίς αύξηση της ενδοκυττάριας συγκέντρωσης Ca (μειωμένος κίνδυνος αρρυθμίας). Δρα στους εξαρτημένους από το ATP διαύλους Κ+, προκαλώντας τη διάνοιξή τους και εν τέλει αρτηριακή, φλεβική και στεφανιαία διαστολή. Αύξηση της καρδιακής παροχής μέσω θετικής ινότροπης δράσης και περιφερικής αγγειοδιαστολής (μείωση προφόρτιου και μεταφόρτιου). Η 24ωρη έγχυσή της οδηγεί σε σημαντική ελάττωση του BNP, των μεταβολιτών της απόπτωσης και των προφλεγμονωδών κυτταροκινών.
Λεβοσιμεντάνη Τ1/2 0,94 ώρες, αλλά οι δύο μεταβολίτες του OR-1855 και OR-1896 έχουν 80-90,ώρες ημίσεια ζωή. Επομένως η χορήγηση του φαρμάκου άνω των 24 ωρών δεν ενδείκνυται. Δεν αντενδείκνυται η συγχορήγηση της με β-αναστολείς, αντιθέτως παρατηρείται αύξηση της καρδιακής παροχής και μείωση της πίεσης ενσφήνωσης των πνευμονικών τριχοειδών. Η διάρκεια του αιμοδυναμικού οφέλους είναι περίπου 1-2 εβδομάδες και οφείλεται στον ενεργό μεταβολίτη OR-1855. Ιδιαίτερα αποτελεσματικό στη οξεία απορρύθμιση αλλά και στη χρόνια ΚΑ
Λεβοσιμεντάνη Στη μελέτη LIDO έγινε σύγκριση της λεβοσιμεντάνης και της δοβουταμίνης σε ασθενείς με χαμηλό Κ.Ε. και τελικού σταδίου ΚΑ. Φάνηκε σαφής υπεροχή της λεβοσιμεντάνης στην αύξηση της καρδιακής παροχής και της μείωσης της PCWP 6 μήνες μετά. Στη μελέτη RUSSLAN, δόθηκε λεβοσιμεντάνη σε ασθενείς με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και ΚΑ και φάνηκε ότι δεν προκάλεσε υπόταση ή σημαντική κλινικά ισχαιμία, αλλά αντιθέτως μείωσε τον κίνδυνο επιδείνωσης της ΚΑ και τους θανάτους. Στη μελέτη SURVIVE, η λεβοσιμεντάνη δε φάνηκε να μειώνει τη θνητότητα στους 6 μήνες αλλά ούτε έδειξε υπεροχή σε σχέση με τη δοβουταμίνη. Στη μελέτη REVIVE II η λεβοσιμεντάνη παρότι βελτίωσε τη συμπτωματολογία των ασθενών με οξεία απορρύθμιση της ΚΑ παρουσίασε αυξημένες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως υπόταση και αρρυθμίες.
Ενεργοποιητής της μυοκαρδιακής μυοσίνης Omecamtiv Mecarbil Αυξάνει τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου, χωρίς συνοδό αύξηση των απαιτήσεων αυτού σε οξυγόνο. Ενεργοποιεί τη μυοκαρδιακή ATPάση που βοηθάει στη σύνδεση της ακτίνης με τη μυοσίνη.
Νεότερα ινότροπα Ισταροξάμη Αναστέλλει την αντλία Na+/K+ - ATPαση, οδηγώντας σε αύξηση της ενδοκυττάριας συγκέντρωσης Ca++ και επομένως σε ενίσχυση της συσταλτικότητας του μυοκαρδίου. Ενισχύει τη δράση της ισομορφής 2α της SERCA, βελτιώνοντας τη μυοκαρδιακή χάλαση. Περεξιλίνη (βελτίωση του ενεργειακού προφίλ του μυοκαρδιακού κυττάρου μέσω αύξησης της παραγωγής του ATP)
Συμπεράσματα Η χρήση των ινοτρόπων αφορά νοσηλευόμενους ασθενείς με οξεία απορρύθμιση καρδιακής ανεπάρκειας, αιμοδυναμική αστάθεια (υπόταση), μειωμένη καρδιακή παροχή και υποαιμάτωση ζωτικών οργάνων. Χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με σοβαρή συστολική καρδιακή ανεπάρκεια ως γέφυρα μέχρι την επαναιμάτωση ή τη μεταμόσχευση καρδιάς ή τη μηχανική υποστήριξη. Στους ασθενείς με σοβαρή ΚΑ που δεν είναι υποψήφιοι για μεταμόσχευση ή μηχανική υποστήριξη χρησιμοποιούνται ως παρηγορητική θεραπεία, για βελτίωση της ποιότητας ζωής και τη μείωση των νοσηλειών. Η μακροχρόνια χρήση των ινοτρόπων φαρμάκων έχει συνδεθεί με αυξημένη θνητότητα. Η προσπάθεια εύρεσης νέων ινοτρόπων στοχεύει στην αύξηση της καρδιακής παροχής χωρίς συνοδό αύξηση των απαιτήσεων του μυοκαρδίου σε οξυγόνο. Τα συνήθη χρησιμοποιούμενα ινότροπα αυξάνουν την ενδοκυττάρια συγκέντρωση Ca, γεγονός που φαίνεται να είναι τοξικό για το κύτταρο αυξάνοντας τις ενεργειακές απαιτήσεις και το οξειδωτικό στρες.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΑΣ