ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Γ: ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Η λειτουργία του ΚΕΔΠ στο πλαίσιο του κανονισμού Ρώμη Ι ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Σύνοψη Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στον προσδιορισμό της σχέσης μεταξύ του ΚΕΔΠ και του κανονισμού Ρώμη Ι καθώς και του βαθμού στον οποίο η εν λόγω σχέση θα λειτουργήσει προς όφελος του διασυνοριακού εμπορίου μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, επιτρέποντας σε κάθε επαγγελματία που επιθυμεί να αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση να υπάγεται στις αναγκαστικής ισχύος διατάξεις του ΚΕΔΠ και όχι στις εθνικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια, θα πρέπει να επαληθευτεί ότι οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου του ΚΕΔΠ παρέχουν υψηλό επίπεδο προστασίας στους καταναλωτές σε σύγκριση με το εσωτερικό δίκαιο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών. PE462.477 EL
Η παρούσα μελέτη εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ Martine BEHAR-TOUCHAIS Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Panthéon-Sorbonne- Paris I (Νομική Σχολή της Σορβόννης) Συνδιευθύντρια του Ινστιτούτου Νομικής Έρευνας της Σορβόννης (IRJS-Ινστιτούτο TUNC) Διευθύντρια του τομέα «Συμβάσεις, κατανάλωση, ηλεκτρονικό εμπόριο» του ευρωπαϊκού δικτύου νομικών εμπειρογνωμόνων - Trans Europe Experts (TEE) Πρώην μέλος του Συμβουλίου Ανταγωνισμού της Γαλλίας ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ Δανάη Παπαδοπούλου Θεματικό Τμήμα: Δικαιώματα των πολιτών και συνταγματικές υποθέσεις Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο B-1047 Βρυξέλλες Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: danai.papadopoulou@europarl.europa.eu ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Πρωτότυπο: FR Μετάφραση: BG/ES/CS/DA/DE/ET/EL/FR/IT/LV/LT/HU/MT/NL/PL/PT/RO/SK/SL/FI/SV ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ Για να επικοινωνήσετε με το Θεματικό Τμήμα ή να εγγραφείτε συνδρομητής στο μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο του, απευθυνθείτε στη διεύθυνση: poldep-citizens@europarl.europa.eu Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, χειρόγραφο που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2012 Ευρωπαϊκή Ένωση, 2012 Το παρόν έγγραφο είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο, στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/studies ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ Οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν είναι προσωπικές και δεν εκφράζουν κατ ανάγκη την επίσημη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή ή η μετάφραση για μη εμπορικούς σκοπούς, με την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή, να έχει ενημερωθεί εκ των προτέρων ο συντάκτης και να του έχει αποσταλεί αντίτυπο. 2
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ιστορικό Η Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις επιλογές πολιτικής για τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις (COM (2010) 348/3) συνοψίζει τις επτά πιθανές επιλογές όσον αφορά τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων. Οι πιθανές εναλλακτικές λύσεις ποικίλλουν από την απλή δημοσίευση των αποτελεσμάτων των εργασιών της ομάδας εμπειρογνωμόνων που έχουν διοριστεί για τον σκοπό αυτό μέχρι τη θέσπιση ενός πραγματικού ευρωπαϊκού κώδικα συμβάσεων. Μεταξύ των δύο αυτών ακραίων λύσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξε ότι «ένας κανονισμός θα μπορούσε να θεσπίσει μια προαιρετική πράξη, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως 2ο καθεστώς σε κάθε κράτος μέλος, προσφέροντας κατά τον τρόπο αυτό στα μέρη την επιλογή μεταξύ δύο καθεστώτων εσωτερικού δικαίου στον τομέα των συμβάσεων». Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δημοσίευσε στις 11 Οκτωβρίου 2011 πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων (COM (2011) 635 τελικό). Πρέπει να διερευνηθεί με ποιον τρόπο το κοινό ευρωπαϊκό δίκαιο των πωλήσεων (ΚΕΔΠ) θα μπορέσει να συνδεθεί με τον κανονισμό αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, τον λεγόμενο κανονισμό Ρώμη Ι. Εν προκειμένω, το ζήτημα αφορά αποκλειστικά τις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών. Στόχοι Προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιτυχία του ΚΕΔΠ, η σύνδεσή του με τον κανονισμό Ρώμη Ι θα πρέπει να είναι σαφής. Στη συνέχεια, θα πρέπει να κατοχυρωθεί ότι το ΚΕΔΠ παρέχει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας στους καταναλωτές, χωρίς απαραίτητα να περιέχει τις πλέον προστατευτικές διατάξεις για τους καταναλωτές, έτσι ώστε να είναι συγκρίσιμο με τα εθνικά δίκαια. Θα πρέπει λοιπόν σε πρώτο στάδιο να διερευνηθεί πώς θα συνδεθεί το ΚΕΔΠ με τον κανονισμό Ρώμη Ι. Προτάθηκε το ΚΕΔΠ να χαρακτηριστεί είτε ως 28ο καθεστώς, δηλαδή ως ενιαίος νόμος που θα εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα σε περίπτωση σύγκρουσης των νόμων, είτε ως δεύτερο καθεστώς εσωτερικού δικαίου. Ο χαρακτηρισμός του ΚΕΔΠ ως δεύτερου καθεστώτος εσωτερικού δικαίου είναι καθοριστικός προς αυτήν την κατεύθυνση. Η επιλογή του ΚΕΔΠ δεν αποτελεί επιλογή εφαρμοστέου δικαίου στο πλαίσιο του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου. Προκύπτει δευτερευόντως, στο πλαίσιο του εφαρμοστέου δικαίου, ως επιλογή μεταξύ δύο καθεστώτων, του 1ου καθεστώτος, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί την εθνική νομοθεσία, και του 2ου καθεστώτος (του ΚΕΔΠ). Οι κριτικές των θεωρητικών για τον εν λόγω χαρακτηρισμό δεν είναι απόλυτες. Ορισμένοι συντάκτες θεωρούν ότι ένα ευρωπαϊκός κανονισμός δεν διαθέτει την ισχύ που απαιτείται για τη θέσπιση εθνικού δικαίου. Άλλοι διερωτώνται για τις επιπτώσεις που συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός του ΚΕΔΠ ως καθεστώτος εσωτερικού δικαίου (εσωτερική ερμηνεία, συμμόρφωση με τις ισχύουσες οδηγίες, μεταφορά των οδηγιών που θα θεσπιστούν μελλοντικά στο πλαίσιο του ΚΕΔΠ...). Επιπλέον, οι εν λόγω προβληματισμοί επιτρέπουν να παραδεχτούμε τον υβριδικό χαρακτήρα του ΚΕΔΠ, το οποίο, παρ' όλο που αποτελεί ένα δεύτερο καθεστώς εσωτερικού δικαίου, δεν παύει να έχει συλληφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να έχει «προκύψει» μέσω ενός κανονισμού. Η σύλληψή του σε ευρωπαϊκό επίπεδο δικαιολογεί, για παράδειγμα, τυχόν ερμηνεία του από το 3
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός του ΚΕΔΠ ως δεύτερου καθεστώτος εσωτερικού δικαίου επιτρέπει να εξασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του κανονισμού Ρώμη Ι. Ο εν λόγω κανονισμός όχι μόνο δεν θίγεται αλλά θα επιτρέψει και τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Μόνον οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου του 1ου καθεστώτος παύουν να ισχύουν, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή: «Στο πλαίσιο μιας συναλλαγής μεταξύ μιας επιχείρησης και ενός καταναλωτή, αν τα μέρη επιλέξουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο κάποιου άλλου κράτους μέλους αντί του δικαίου του καταναλωτή, η επιλογή αυτή δεν είναι δυνατό, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού «Ρώμη Ι», να στερεί από τον καταναλωτή την προστασία που του παρέχουν οι αναγκαστικής ισχύος διατάξεις του δικαίου της συνήθους διαμονής του (άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού «Ρώμη Ι»). Η τελευταία αυτή διάταξη, ωστόσο, δεν μπορεί να έχει πρακτική σημασία εφόσον τα μέρη έχουν επιλέξει το κοινό ευρωπαϊκό δίκαιο των πωλήσεων στο πλαίσιο του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Ο λόγος είναι ότι οι διατάξεις του κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων του επιλεγέντος εθνικού δικαίου είναι πανομοιότυπες με τις διατάξεις του κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων της χώρας του καταναλωτή. Κατά συνέπεια, το επίπεδο των αναγκαστικής ισχύος νόμων περί προστασίας του καταναλωτή της χώρας του εκάστοτε καταναλωτή δεν είναι υψηλότερο, και ο καταναλωτής δεν στερείται την προστασία του δικαίου της συνήθους διαμονής του.» (αιτιολογική έκθεση, σ. 7). Με άλλα λόγια, εφόσον το προαιρετικό καθεστώς αποτελεί ένα δεύτερο εσωτερικό καθεστώς στο πλαίσιο του εκάστοτε κράτους μέλους, δεν μπορεί εκ φύσεως να είναι υποδεέστερο των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του άλλου εσωτερικού καθεστώτος του εθνικού δικαίου, διότι τις υποκαθιστά πλήρως σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη το επιλέξουν ( 1 ). Κατά συνέπεια, το ΚΕΔΠ αποτελεί πλέον το εσωτερικό καθεστώς που έχουν επιλέξει τα συμβαλλόμενα μέρη. Η μελέτη στο πλαίσιο της οποίας προσδιορίζεται η σχέση του ΚΕΔΠ με τις βασικές διατάξεις του κανονισμού Ρώμη Ι καταδεικνύει ότι στην πραγματικότητα δεν υφίστανται δυσκολίες όσον αφορά τη σύνδεσή τους, από τη στιγμή που αναγνωρίζονται οι μείζονες προτάσεις του συλλογισμού και ο χαρακτηρισμός του προαιρετικού μέσου ως δεύτερου καθεστώτος εσωτερικού δικαίου. * Ωστόσο, δεδομένου ότι, σε περίπτωση επιλογής του προαιρετικού μέσου, ο καταναλωτής δεν προστατεύεται πλέον από τις αναγκαστικής ισχύος διατάξεις του πρώτου καθεστώτος του εθνικού δίκαιου για την προστασία των καταναλωτών της χώρας της συνήθους διαμονής του αλλά από τις αναγκαστικής ισχύος διατάξεις του δεύτερου καθεστώτος του εθνικού δικαίου της χώρας της συνήθους διαμονής του, δηλαδή από το ΚΕΔΠ, απαιτείται η σύγκριση του επιπέδου προστασίας που παρέχει το ΚΕΔΠ με το επίπεδο προστασίας που παρέχουν τα εθνικά δίκαια των χωρών της ΕΕ. Με την εν λόγω σύγκριση στόχος είναι να αποδειχτεί ότι, αν ο καταναλωτής επιλέξει το ΚΕΔΠ, δεν θα επηρεαστεί δυσμενώς καθώς θα συνεχίσει να απολαμβάνει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας. Σαφώς και υφίστανται διαφορές, οι οποίες όμως αφορούν κατά κύριο λόγο λεπτομέρειες, εξαιρουμένου, ενδεχομένως, του ζητήματος της μονομερούς καταγγελίας χωρίς προσφυγή στη δικαιοσύνη. Οι διαφορές σε λεπτομέρειες που εντοπίζονται θα επιτρέψουν, κατά περίπτωση, την προώθηση της ενημέρωσης του καταναλωτή, ανάλογα με τη χώρα, σχετικά με τις διαφορές μεταξύ του 1ου και του 2ου καθεστώτος. 1 Βλέπε σχετικά το ενημερωτικό έγγραφο του 2010 με τίτλο «Η σχέση ενός προαιρετικού μέσου με τους εθνικούς νόμους» 4