Υγεία ευζωία των παραγωγικών ζώων, θεμελιώδεις προϋποθέσεις στην προσπάθεια επαρκούς παραγωγής ασφαλών κτηνοτροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας Κωνσταντίνος Μ. Μπόσκος Αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Κτηνιατρικής Α.Π.Θ. Εισαγωγή Τις τελευταίες δεκαετίες, η αύξηση της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων βασίστηκε στη γενετική βελτίωση - αύξηση των αποδόσεων των παραγωγικών ζώων και στη βιομηχανοποίηση των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης της κτηνοτροφίας διαμορφώθηκε σε χώρες με καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων (Η.Π.Α. & Ε.Ε.) και εφαρμόστηκε και από άλλες, λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες προκειμένου να καλυφθούν οι συνεχώς ογκούμενες ανάγκες σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Σε αυτό το πρότυπο ανάπτυξης τα ζώα αντιμετωπίστηκαν ως παραγωγικές μονάδες και αγνοήθηκαν ή υποβαθμίστηκαν η φύση και οι ανάγκες τους. Οι αρνητικές συνέπειες των συγκεκριμένων επιλογών (πρόσφατα παραδείγματα τα προβλήματα των διοξινών και των τρελών αγελάδων ) και η διεύρυνση των διαθέσιμων γνώσεων δημιούργησαν ισχυρές τάσεις αναθεώρησης των απόψεων σχετικά με την κτηνοτροφική παραγωγή. Είναι πλέον προφανές ότι η ισορροπία στο τρίπτυχο επάρκεια - λογικό κόστος - ποιότητα μπορεί εύκολα να ανατραπεί σε βάρος της τελευταίας παραμέτρου από τις πιεστικές ανάγκες της αγοράς για περισσότερα τρόφιμα ζωικής προέλευσης ή απλά από τον οικονομικό ανταγωνισμό. Είναι επίσης σαφές ότι με την καλύτερη μεταχείριση των ζώων, την εξασφάλιση της υγείας και της ευζωίας τους μπορούν να επιτευχθούν σημαντικά αποτελέσματα όπως: α) η καλύτερη έκφραση των παραγωγικών χαρακτηριστικών τους και η βελτίωση των αποδόσεών τους, β) η πρόληψη παθολογικών καταστάσεων, γ) ο περιορισμός της χρήση φαρμάκων, προσθετικών και άλλων χημικών ουσιών (που μεταφέρονται στην τροφική αλυσίδα), δ) ο περιορισμός των απωλειών, ε) ο καλύτερος έλεγχος αλλά και η καλύτερη αξιοποίηση των σιτηρεσίων κ.τ.λ. 1
Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για την κτηνοτροφική παραγωγή στην Ελλάδα Η ελληνική κτηνοτροφία, δεκαετίες τώρα, βρίσκεται καθηλωμένη σε ένα μεταβατικό στάδιο ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού, με μη ανταγωνιστικές αποδόσεις, με παραγωγή που δεν καλύπτει τις ανάγκες της αγοράς σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης και υποδομές που δεν διασφαλίζουν την υψηλή ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων. Ιδιαίτερα οξυμένα προβλήματα αντιμετωπίζουν η αιγοπροβατοτροφία και η αγελαδοτροφία, ενώ άλλοι τομείς όπως αυτοί της χοιροτροφίας, της πτηνοτροφίας, της ιχθυοτροφίας κ.τ.λ. έχουν σημειώσει μεγαλύτερη πρόοδο, με κινητήριο μοχλό όμως την ιδιωτική πρωτοβουλία και όχι ένα γενικότερο σχεδιασμό που θα διασφαλίζει τη συνέχιση της θετικής εξέλιξης. Μερικά από τα δεδομένα που σκιαγραφούν την κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα είναι τα ακόλουθα: Οι ανάγκες της χώρας σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης καλύπτονται κατά 50% με εισαγωγές από τρίτες χώρες. Τα ποσά που απαιτούνται για την προμήθεια αυτών των προϊόντων (περισσότερα από 1.600.000.000 $, ετησίως) υπονομεύουν την εθνική οικονομία. Επιπλέον, δεν υπάρχουν δυνατότητες παρέμβασης στη διαδικασία της παραγωγής τους και έτσι περιορίζονται σημαντικά οι δυνατότητες ελέγχου της ποιότητάς τους και προστασίας των καταναλωτών. Οι ανάγκες σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης μπορούν να καλυφθούν μόνο με τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κτηνοτροφίας. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθεί η διαθέσιμη τεχνογνωσία κάτω από την εποπτεία ενός κεντρικού συντονιστικού φορέα που θα προκαθορίζει με σαφήνεια τις κατευθύνσεις ανάπτυξης. Τα λάθη στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας άλλων χωρών απέδειξαν ότι με ζώα μηχανές και στάβλους βιομηχανίες δεν μπορούν να διασφαλιστούν υγιεινά προϊόντα ζωικής προέλευσης και κατ επέκταση η προστασία των καταναλωτών. Ο παράγοντας αυτός θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Η απουσία ορθών κρατικών πρωτοβουλιών είναι εντυπωσιακή παρά το τεράστιο κενό στην παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων. Ο προγραμματισμός, οι επενδύσεις και η οργάνωση σε νευραλγικούς τομείς όπως α) της εκπαίδευσης-εξειδίκευσης των κτηνοτρόφων, β) της τεχνικής υποστήριξης των εκτροφών, γ) της παροχής υπηρεσιών, δ) της διάσωσης, της παραγωγής και της διάθεσης γενετικού υλικού, ε) της εφαρμογής 2
νέων τεχνολογιών κρίνονται ως ανεπαρκέστατα ή στην καλύτερη περίπτωση ως παρωχημένα. Ο Έλληνας κτηνοτρόφος παραμένει ανεκπαίδευτος σε μια περίοδο έντονου ανταγωνισμού και αντιμετωπίζει καθημερινά, τεράστια πρακτικά προβλήματα. Οι αποφάσεις που πρέπει να πάρει ξεπερνούν τις δυνατότητές του αλλά είναι καθοριστικές για τις οικονομικές αποδόσεις της εκτροφής, την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και επομένως, για το κοινωνικό σύνολο (επάρκεια αγαθών, λογικό κόστος, προστασία της υγείας). Για παράδειγμα ο Έλληνας κτηνοτρόφος εξακολουθεί να έχει (κακώς) τον τελικό λόγο σε αποφάσεις που αφορούν: στην καταλληλότητα της περιοχής εγκατάστασης της εκτροφής του, στις προδιαγραφές των κτηνοτροφικών κατασκευών, στην προμήθεια - αντικατάσταση του ζωικού κεφαλαίου, στο μηχανολογικό εξοπλισμό και στη συντήρησή του, στην εξεύρεση & επιλογή εξειδικευμένου προσωπικού (από πού?), στη μεταχείριση-διαχείριση των ζώων, στην προμήθεια ζωοτροφών απαλλαγμένων από βλαπτικά κατάλοιπα, στη διαχείριση των λυμάτων, στα μέτρα υγιεινής κ.τ.λ. Η απουσία υποδομών και γνώσεων αναγκάζει τους Έλληνες κτηνοτρόφους, ακόμη και σήμερα (το έτος 2001!): να εργάζονται σκληρά κάτω από ανεπίτρεπτες συνθήκες, να ταλαιπωρούν ανεπίτρεπτα τα ζώα τους, να μην εκμεταλλεύονται ικανοποιητικά τις παραγωγικές δυνατότητες των ζώων τους, να μη μπορούν να διασφαλίσουν την ικανοποιητική ποιότητα των κτηνοτροφικών προϊόντων που παράγουν, να έχουν υπερβολικές απώλειες σε όλα τα επίπεδα, να μην έχουν ικανοποιητικά κέρδη, να προκαλούν προβλήματα στο περιβάλλον κ.τ.λ. Οι άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζεται το προσωπικό και διαβιώνουν τα ζώα κυρίως στις αιγοπροβατοτροφικές και αγελαδοτροφικές μονάδες 3
παρεμποδίζουν την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας και καταστρέφουν την οικονομία αυτών των εκτροφών. Πορεία εκσυγχρονισμού της αγελαδοτροφίας Η πορεία ανάπτυξης της αγελαδοτροφίας στη χώρα μας, γνωστή σε όλους, δίνει το μέτρο της απουσίας ουσιαστικής κτηνοτροφικής πολιτικής και αποτελεί ένα καλό παράδειγμα στο οποίο θα επικεντρωθεί στην συνέχεια, η παρουσίαση αυτή. Το γενετικό δυναμικό των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής που διαθέτουμε σήμερα υπολογίζεται ότι επαρκεί για την παραγωγή περισσότερων από 12.000 l γάλακτος/ζώο ετησίως (σε ιδανικές συνθήκες περιβάλλοντος, μεταχείρισης, διατροφής κ.τ.λ.). Οι συνθήκες εκτροφής, όπως διαμορφώθηκαν σταδιακά στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., δίνουν τη δυνατότητα παραγωγής ~8.000 l γάλακτος, ανά αγελάδα, ετησίως (μέση εθνική παραγωγή). Οι ελληνικές αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις διαθέτουν ανάλογα ζώα (εισάγονται από το εξωτερικό) αλλά η μέση παραγωγή δεν ξεπερνά τα 4.000 l γάλακτος, ανά αγελάδα, ετησίως. Το πρόβλημα εντοπίζεται στις υποβαθμισμένες συνθήκες εκτροφής αφού άλλοι καθοριστικοί παράγοντες (κλιματικές συνθήκες, ποιότητα παραγόμενων ζωοτροφών κ.τ.λ.) θεωρούνται ιδιαίτερα ευνοϊκοί για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Παρακολουθώντας τα στάδια ανάπτυξης της αγελαδοτροφίας σε μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα, όπως για παράδειγμα η Ολλανδία, γίνεται εύκολα κατανοητή τόσο η σημασία τόσο του κεντρικού σχεδιασμού και του συντονισμού των προσπαθειών, όσο και του είδους και της αξίας των μέτρων στα οποία στηρίχθηκε η επίτευξη της σημερινής προόδου. Η πορεία που ακολουθήθηκε ήταν, συνοπτικά, η εξής: Δεκαετία 1940: Η διαχείριση των αγελάδων γινόταν με παραδοσιακό τρόπο. Η εξέλιξη των αποδόσεων ήταν σχετικά αργή. Η μέση εθνική παραγωγή κυμαινόταν στα 4.000 l γάλακτος/ζώο, ετησίως. Δεκαετία 1950: Το κύριο μέτρο που επιβλήθηκε ήταν η γενίκευση της χρήσης αμελκτικών μηχανών. Η μέση εθνική παραγωγή αυξήθηκε στα 4.500 l γάλακτος/ζώο, ετησίως. Δεκαετία 1960: Με τη συστηματική εφαρμογή της Τεχνητής Σπερματέγχυσης (επιτάχυνση γενετικής βελτίωσης) και την καθιέρωση της ενσίρωσης του χόρτου των λιβαδιών η μέση εθνική παραγωγή αυξήθηκε στα 5.000 l γάλακτος/ζώο, ετησίως. 4
Δεκαετία 1970: Οι προτεραιότητες αυτής της περιόδου ήταν η καθιέρωση του ελεύθερου σταβλισμού, των ατομικών θέσεων ανάπαυσης των αγελάδων (κρεβάτια) και η συστηματική εισαγωγή και χρησιμοποίηση σπέρματος από τις Η.Π.Α (παραπέρα επιτάχυνση της γενετικής βελτίωσης). Η μέση εθνική παραγωγή αυξήθηκε στα 6.000 l γάλακτος/ζώο, ετησίως. Δεκαετία 1980: Ως άμεσες προτεραιότητες προωθήθηκαν α) η οργανωμένη κτηνιατρική παρακολούθηση (με στόχο την πρόληψη & την καταπολέμηση των ασθενειών), β) ο περιοδικός έλεγχος-συντήρηση των αμελκτηρίων, γ) η συστηματική περιποίηση των άκρων (καθιέρωση ετήσιου τακτικού εξονυχισμού) και δ) η βελτίωση των αποδόσεων των λιβαδιών με εισαγωγή νέων ποικιλιών και νέων καλλιεργητικών τεχνικών. Η μέση εθνική παραγωγή αυξήθηκε στα 7.000 l γάλακτος/ζώο, ετησίως. Δεκαετία 1990: Η εξέλιξη των αποδόσεων βασίστηκε α) στην επιβολή ριζικών αλλαγών στη διατροφή των ζώων (εισαγωγή ολικού σιτηρεσίου με βάση το ενσίρωμα καλαμποκιού, περιορισμός της χρήσης φυράματος στα σιτηρέσια, συχνότερη παράθεση τροφής, λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της οξέωσης), β) στην εφαρμογή της τεχνητής σπερματέγχυσης από τους παραγωγούς (μετά από εκπαίδευση), γ) στη γενίκευση της χρήσης Η/Υ στις εκτροφές για την καταγραφή όλων των απαραίτητων στοιχείων και δ) στην τοποθέτηση ελαστικών ταπήτων-στρωμάτων στις θέσεις ανάπαυσης των αγελάδων. Η μέση εθνική παραγωγή αυξήθηκε στα 8.000 l γάλακτος/ζώο, ετησίως. Δεκαετία 2.000: Στο τέλος της δεκαετίας η μέση εθνική παραγωγή υπολογίζεται ότι θα φτάσει στα 9.000 l γάλακτος/ζώο, ετησίως. Τα βασικά μέτρα προτεραιότητας είναι α) η βελτίωση της οικονομικής διαχείρισης των εκτροφών, β) η βελτίωση του περιβάλλοντος διαβίωσης των αγελάδων και γ) η περαιτέρω εκπαίδευση των κτηνοτρόφων στον τομέα της σωστής ανατροφής των μοσχίδων αντικατάστασης. Παρουσίαση φωτογραφικού υλικού Η παρουσίαση συμπληρώνεται με μια σειρά φωτογραφιών που τραβήχτηκαν πρόσφατα και δίνουν το μέτρο σύγκρισης μεταξύ αυτών που αναφέρθηκαν παραπάνω και της κατάστασης που επικρατεί σε εκτροφές αγελάδων γαλακτοπαραγωγής εγκατεστημένων στο Ν. Θεσσαλονίκης (σημαντικό κέντρο κτηνοτροφικής παραγωγής στη χώρα μας). Το περιεχόμενο των φωτογραφιών αφορά: 5
στη διαχείριση των λυμάτων (απόθεση κοπροσωρών στα ρέματα της περιοχής, άμεση επαφή των ζωοτροφών με πρόχειρα συσσωρευμένες κοπροσωρούς κ.τ.λ.), στα προαύλια περιπάτου και ανάπαυσης των αγελάδων (εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες, με επικίνδυνες κλίσεις, με επιφάνειες καλυμμένες από λίμνες λυμάτων κ.τ.λ.), στους χώρους ανάπαυσης των ζώων (ακάθαρτοι, με ανεπαρκές ύψος, καλυμμένοι με λαμαρίνες κ.τ.λ.) στην κατάσταση των αμελκτηρίων (ακατάλληλες κατασκευές, επικίνδυνες για τη σωματική ακεραιότητα των ζώων, ακατάλληλοι και βρώμικοι χώροι αναμονής, επικίνδυνες ράμπες πρόσβασης κ.τ.λ.) στην κατάσταση των αγελάδων (βρώμικες, με απεριποίητα άκρα κ.τ.λ.) στην απουσία χώρων εξέτασης και περίθαλψης των ζώων στην απουσία χώρων υγιεινής για το προσωπικό. Συμπεράσματα και προτάσεις Με την πεποίθηση ότι υπάρχουν τα ουσιαστικά περιθώρια για την ανάπτυξη της ελληνικής κτηνοτροφίας σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξασφαλιστεί η επάρκεια σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης υψηλής ποιότητας προτείνεται η χάραξη μιας μακροχρόνιας ρεαλιστικής πολιτικής στήριξής της. Άμεση προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί: στην αναδιανομή των κονδυλίων που διατίθενται ήδη για τη στήριξη της κτηνοτροφίας, στη θέσπιση ουσιαστικών κριτηρίων και στη συνέχεια, κινήτρων για όσους σκέφτονται να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία, στην καθιέρωση και στο συντονισμό της συνεχούς εκπαίδευσης όλων των κτηνοτρόφων στην προβολή του έργου των κτηνοτρόφων στη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων στη δημιουργία επιστημονικών κέντρων τεχνικής υποστήριξης όλων των κτηνοτρόφων, σε όλα τα στάδια της παραγωγής (με νομικές ευθύνες έναντι της Πολιτείας και των κτηνοτρόφων για τις αποφάσεις που λαμβάνουν) στη θεσμοθέτηση υγειονομικών κανόνων λειτουργίας κτηνοτροφικών μονάδων στη θεσμοθέτηση κανόνων για τη διακίνηση και χρήση φαρμάκων και άλλων παρεμφερών ουσιών 6
στη θεσμοθέτηση κανόνων υγειονομικού ελέγχου ζωοτροφών και άλλων προσθετικών ουσιών 7