ἄγω ἦγον ἄξω (ἦξα ) ἤγαγον (ἀγάγ-) ἀγήοχα / ἦχα ἀγηόχειν / ἤχειν αἰνῶ ᾔνουν αἰνέσομαι / αἰνέσω ᾔνεσα ᾔνεκα ᾐνέκειν

Σχετικά έγγραφα
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ που απαντούν στο έργο του Ξενοφώντα

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Χρησιμότατο υλικό για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

Kάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως

STAMMFORMEN (SCHWERGEWICHT: κοινή)

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

Δημοσθένους, Περὶ Ἁλοννήσου, 2-3

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

Λεξιλόγιο - Γραμματικές παρατηρήσεις

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 135 ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Λυσίου, Κατὰ Ἀλκιβιάδου Α 10-12

ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ. 3. Μία συνηρημένη συλλαβή παίρνει οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται:

Α. ΜΕΣΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Τὰ αὐτὰ δὲ λέγοντος τοῦ Μάρδου, βασιλεὺς ἔφη: «Εἶτα τολμήσεις τὸν υἱὸν ἀποθνῄσκοντα ὑπομεῖναι;» Ὁ δὲ ἔφη «πάντων μάλιστα Κι αυτός είπε «βεβαιότατα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. 1 η ΜΕΡΑ

-ω, -σω, -σα, -κα, -µαι, -θην

Principal Part Quiz 4 Study Sheet

PRINCIPAL PARTS BY Verb TYPES: all principal parts, all units 1!

Απρόσωπη σύνταξη: άναρθρο Απαρέμφατο Δευτερεύουσα Ονομαστική Πρόταση

Ενότητα 1. Ενότητα 2

Α. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου Β

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

Λυσίου, Κατὰ Ἀγοράτου, 93-95

System Principal Parts Tenses and Voices

ΒΑΡΥΤΟΝΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΩΝ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ. Ενεργητική φωνή.

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

destroying, destructive, fatal, deadly, murderous

GCSE (9 1) Classical Greek

Number of Part of Dictionary Entry English Definition Appearances Speech

Το ρήμα λύω στην Οριστική Ε.Φ. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ!!!!)

ζήω-ζῶ Ενεργητική Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

2. Συμπληρώστε τα κενά με τον κατάλληλο τύπο του ειμί ή της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, συ. Ὑμεῖς οἱ προδόντες τήν πόλιν.

Λαγχάνω (ᾰ - βραχύ σε Αόριστο)

Συλλαβική αύξηση είναι η προσθήκη στην αρχή του θέματος ενός -ἐ- (Προσοχή! παίρνει ψιλή). Λέγεται συλλαβική επειδή προστίθεται μια νέα συλλαβή.

βλάπτω βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα βέβλαμμαι ἐβλάβην hurt, harm θάπτω θάψω ἔθαψα τέθαμμαι ἐτάφην bury κλέπτω κλέψω ἔκλεψα κέκλοφα κέκλεμμαι ἐκλάπην steal

Appearances Speech αἰνός ή όν dread, grim 74 Adjective αἱρέω αἱρήσω εἷλον ᾕρηκα ᾕρημαι ᾑρέθην

Θ.Α. ΑΜΕΛΙΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΕΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΑΡΧΑΙΑ **ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ. 1) Να κάνετε την εγκλιτική αντικατάσταση.

Chapter 15-α. Athematic 2 nd Aorists ACTIVE. PARADIGMS (lists of forms) BASIC PATTERN indic imperat inf ptc

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Τελική επανάληψη Αρχαίας Ελληνικής Γραμματικής

passive 3 rd person Continuous Simple Future Perfect

OCR Greek GCSE Word List Produced by Eton College

give, grant 254 Verb δαμάζω δαμάσω ἐδάμασα δεδάμακα δεδάμασμαι/δέδμημα to overpower, tame, conquer, subdue 105 Verb

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος Αρχαία Α' Λυκείου. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

* Σημείωση. 1 Έκθλιψη

Tελευταία επανάληψη..

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

21. δεινός: 23. ἀγορά: 24. πολίτης: 26. δοῦλος: 28. σῶμα: 31. Ἑλλας: 32. παῖς: 34. ὑπέρ: 35. νύξ: 39. μῶρος: 40. ἀνήρ:

more, larger (comp. of πολύς) 20 Adjective πρῶτος η ον first, foremost 144 Adjective Πύλιος --α --ον

έχω ΣΥΝΤΑΞΗ:1. έχω µε αιτιατική =έχω κάτι 2. έχω µε απαρέµφατο =µπορώ 3. έχω (ενέχει άρνηση µε πλάγια ερώτηση = δεν ξέρω

Part of Speech αἰδέομαι αἰδέσομαι ᾐδεσάμην ᾔδεσμαι ᾐδέσθην

TEMA DE PRESENT / MODE INDICATIU /VEU ACTIVA. VERBS EN ω. TERMINACIONS (=vocal temàtica + desinències personals) PRESENT

1β. διαβεβλημένοις,καταστηναι,επειδάν, διακείμενος, μεταμελήσειν: να αναλυθούν στα συνθετικά τους.

VOCABULARY AID FOR CHAPTERS 1 13 From Learn to Read New Testament Greek by David Alan Black [TABLE OF CONTENTS]

Number of Part of Dictionary Entry English Definition Appearances Speech

Τα σύνθετα ρήματα έχουν την τάση να διατηρούν τον τόνο τους στη συλλαβή που τονίζεται και το αντίστοιχο απλό ρήμα: λύειν - ἀπολύειν, ἦχθαι - ἀπῆχθαι,

Part of Speech αἰδέομαι αἰδέσομαι ᾐδεσάμην ᾔδεσμαι ᾐδέσθην

ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Οι ενότητες 2,3,5,6,7,8,10,11,12,13,14,16,18,19,21,22,23,24,25,29,30,37.

Ασκήσεις γραμματικής

Σ Υ Ν Τ Α Ξ Η Τ Ω Ν Ρ Η Μ Α Τ Ω Ν

Πλάτωνος, Γοργίας, 483, b d

Θ.Α. ΑΜΕΛΙΔΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

The Aorist Tense. Talking About the Past. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (απρόσωπες εγκλίσεις)

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs using the verb λύω. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating.

Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι

of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

most glorious, most honoured, noblest

Ε.Φ Μ.Φ - Μ.Δ Μ.Φ - Π.Δ. Α ἠγόρευσα, -εἷπον -ἠγορεύθην, -ἐρρήθην Π -ἠγόρευκα, -εἵρηκα -εἵρημαι Υ -εἰρήκειν -εἰρήμην

Chapter 54. The First and Second Aorist Indicative Passive

ΛΕΞΙΚΟ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 7-8

Αρχαία Ελληνική Γλώσσα

1. Να βάλετε τους κατάλληλους τύπους του άρθρου μπροστά από τις λέξεις: μητέρες, δίψαν, σημαίαις, κινδύνου, ἔδαφος,

Η απρόσωπη σύνταξη στα ν.ε. Απρόσωπα ρήματα είναι : α) τα ρήματα που σχηματίζονται μόνο στο γ' ενικό πρόσωπο: πρέπει, πρόκειται, επείγει κ.ά.

Η μουσική εξημερώνει

to do violence 5 Verb βοῦς βοός ὁ/ἡ bull, cow pl. cattle 86 Noun βῆσσα ης ἡ a wooded comb 8 Noun γίγνομαι γενήσομαι ἐγενόμην γέγονα γεγένομαι

ιάβασ A[i] ιάβασ key done α θής

Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 33-35

Croy Lesson 10. Kind of action and time of action. and/or Redup. using the verb λύω

Tη λ.: +30 (210) Fax: +30 (210)

«Π ς το οιητι ά, ς το ια ιστο ία:

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

CH11 α/β GRK 101 Handout

ΘΕΜΑ 393ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3, 81,1-3

αρχαία ελληνικά αδίδακτο κείμενο 1 η σειρά μαθημάτων

Transcript:

ἀγορεύω ἠγόρευον ἀγορεύσω/ ἐρῶ ἠγόρευσα / εἶπον εἴρηκα εἰρήκειν ἄγω ἦγον ἄξω (ἦξα ) ἤγαγον (ἀγάγ) ἀγήοχα / ἦχα ἀγηόχειν / ἤχειν ἄγομαι ἠγόμην ἄξομαι / ἀχθήσομαι ἠγαγόμην / ἤχθην ἦγμαι ἤγμην ἀγγέλλω ἤγγελλον ἀγγελῶ ἤγγειλα ἤγγελκα ἠγγέλκειν αἰνῶ ᾔνουν αἰνέσομαι / αἰνέσω ᾔνεσα ᾔνεκα ᾐνέκειν αἰνοῦμαι ᾐνούμην αἰνεθήσομαι ᾐνέθην ᾔνημαι ᾐνήμην ἀγγέλλομαι, ἠγγελλόμην ἀγγελοῦμαι / ἀγγελθήσομαι ἠγγειλάμην & ἠγγέλθην ἤγγελμαι ἠγγέλμην αἱρέωῶ ᾕρουν αἱρήσω εἷλον (ἑλ) ᾕρηκα ᾑρήκειν αἱροῦμαι ᾑρούμην αἱρήσομαι / αἱρεθήσομαι, εἱλόμην / ᾑρέθην ᾕρημαι ᾑρήμην [παθητικό του αἱρῶ είναι το ἁλίσκομαι) αἴρω ᾖρον ἀρῶ ἦρα ἦρκα ἤρκειν αἴρομαι ᾐρόμην ἀροῦμαι / ἀρθήσομαι ἠράμην / ἤρθην ἦρμαι ἤρμην ἁλίσκομαι ἡλισκόμην ἁλώσομαι ἑάλων / ἥλων ἑάλωκα / ἥλωκα ἡλώκειν αἰτιάομαιῶμαι ᾐτιώμην αἰτιάσομαι ᾐτιασάμην & ᾐτιάθην ᾐτίαμαι ᾐτιάμην αἰσθάνομαι ᾐσθανόμην αἰσθήσομαι ᾐσθόμην ᾔσθημαι ᾐσθήμην

ἀκούω ἤκουον ἀκούσομαι ἤκουσα ἀκήκοα ἠκηκόειν ἀκούομαι ἠκουόμην ἀκουσθήσομαι ἠκουσάμην & ἠκούσθην ἤκουσμαι ἠκούσμην ἅπτω ἧπτον ἅψω ἧψα ἀχθομαι ἠχθόμην ἀχθέσομαι ἠχθέσθην ἤχθημαι ἠχθήμην ἀμύνω ἤμυνον ἀμυνῶ ἤμυνα ἀμαρτάνω ἠμάρτανον ἀμαρτήσομαι ἤμαρτον ἠμάρτηκα ἠμαρτήκειν ἄρχω ἦρχον ἄρξω ἦρξα ἦρχα ἤρχειν ἄρχομαι ἠρχόμην ἄρξομαι / ἀρχθήσομαι ἠρξάμην / ἤρχθην ἦργμαι ἤργμην ἀμαρτάνεται (απρ.) ἠμαρτανέτο ἠμαρτήθη ἠμάρτηται ἠμάρτητο ἀξιῶ (όωῶ) ἠξίουν ἀξιώσω ἠξίωσα ἠξίωκα ἠξιώκειν ἀξιοῦμαι ἠξιούμην ἀξιώσομαι ἠξιωσάμην ἀμφισβητέω (έωῶ) ἠμφεσβήτουν ἀμφισβητήσω ἠμφεσβήτησα ἠμφεσβήτηκα ἠμφεσβητήκειν Βαίνω ἔβαινον βήσομαι ἔβην βέβηκα βεβήκειν βαίνομαι ἐβαινόμην ἐβάθην βέβαμαι Βάλλω ἔβαλλον βαλῶ ἔβαλον βέβληκα ἐβεβλήκειν

βάλλομαι ἐβαλλόμην βαλοῦμαι /βληθήσομαι ἐβαλόμην / ἐβλήθην βέβλημαι ἐβεβλήμην Βιάζομαι ἐβιαζόμην βιάσομαι/βιασθήσομαι ἐβιασάμην/εβιάσθην βεβίασμαι ἐβεβιάσμην Βιβάζω ἐβίβαζον βιβῶ (βιβάς, βιβά ) ἐβίβασα βλάπτω ἔβλαπτον βλάψω ἔβλαψα βεβλαφα ἐβεβλάφειν βλάπτομαι ἐβλαπτόμην βλάψομαι/βλαβήσομαι ἐβλάφθην/ἐβλάβην βεβλαμμαι ἐβεβλάμμην βιβάζομαι ἐβιβαζόμην βιβῶμαι ἐβιβασάμην ἐβιβάσθην βεβίβασμαι ἐβεβιβάσμην Βιόω (όωῶ) ἐβίουν βιώσομαι ἐβίων (ἐβίως, ἐβίω ) βεβίωκα ἐβεβιώκειν βούλομαι ἐβουλόμην/ἠβουλόμην βουλήσομαι /βουληθήσομαι ἐβουλήθην / ἠβουλήθην βεβούλημαι ἐβεβουλήμην γιγνώσκω ἐγίγνωσκον γνώσομαι ἔγνων ἔγνωκα ἐγνώκειν γηράσκω ἐγήρασκον γηράσω &γηράσομαι ἐγήρασα & ἐγήραν γεγήρακα ἐγεγηράκειν γιγνώσκομαι ἐγιγνωσκόμην γνωσθήσομαι ἐγνώσθην ἔγνωσμαι ἐγνώσμην γίγνομαι ἐγιγνόμην γενήσομαι &γενηθήσομαι ἐγενόμην & ἐγενήθην γέγονα & γεγένημαι ἐγεγόνειν & ἐγεγενήμην

Δείκνυμι και δεικνύω ἐδείκνυν και ἐδείκνυον δείξω ἐδειξα δέδειχα ἐδεδείχεν Δείκνυμαι ἐδεικνύμην δείξομαι/δειχθήσομαι ἐδειξάμην δέδειγμαι ἐδεδείγμην Δέχομαι ἐδεχόμην δέξομαι/δεχθήσομαι ἐδειξάμην/ἐδέχθην δέδεγμαι ἐδεδέγμην Δέω (έχω ανάγκη) ἔδεον δεήσω ἐδέησα δεδέηκα ἐδεδεήκειν δεῖ (είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται) ἔδει δεήσει ἐδέησε δεδέηκε ἐδεδεήκει Δέομαι (χρειάζομαι, παρακαλώ) ἐδεόμην δεήσομαι ἐδεήθην δεδέημαι ἐδεδεήμην δέωῶ (δένω) ἐδουν δήσω ἔδησα δέδεκα ἐδεδέκειν (δείδω) δείσομαι ἔδεισα δέδοικα & δέδια ἐδεδοίκειν (& ἐδεδίειν) διαλέγομαι διελεγόμην διαλέξομαι /διαλεχθήσομαι διελέχθην διείλεγμαι διειλέγμην Δίδωμι ἐδιδουν δώσω ἔδωκα δέδωκα ἐδεδώκειν δίδομαι ἐδιδόμην δώσομαι & δοθήσομαι, ἐδόμην & ἐδόθην δέδομαι ἐδεδόμην διδράσκω ἐδίδρασκον δράσομαι ἔδραν δέδρακα ἐδεδράκειν

δοκέωῶ ἐδόκουν δόξω ἔδοξα δοκεῖ ἐδόκει δόξει ἔδοξε δέδοκται/δεδογμένον ἐστί ἐδέδοκτο δοκοῦμαι ἐδοκούμην ἐδόχθην & ἐδοκήθην, δέδογμαι & δεδόκημαι ἐδεδόγμην/ἐδεδοκήμην δράωῶ ἔδρων δράσω ἔδρασα δέδρακα ἐδεδράκειν δύναμαι ἐδυνάμην δυνήσομαι & δυνηθήσομαι ἐδυνησάμην & ἐδυνήθην δεδύνημαι ἐδεδυνήμην δύω ἔδυον δύσω ἔδυσα δύομαι ἐδυόμην δύσομαι ἐδυσάμην & ἔδυν ἐάωῶ εἴων ἐάσω εἴασα εἴακα εἰάκειν ἐάομαι ῶμαι εἰώμην ἐάσομαι εἰάθην εἴαμαι εἰάμην ἐγείρω ἤγειρον ἐγερῶ ἤγειρα ἐγήγερκα ἐγηγέρκειν ἐγείρομαι ἠγειρόμην ἐγερούμαι/ ἐγερθήσομαι ἠγρόμην & ἠγέρθην ἐγρήγορα /ἐγήγερμαι ἐγρηγόρειν /ἐγηγέρμην εἶμι & ἔρχομαι ᾖα & ᾔειν εἶμι ἦλθον ἐλήλυθα ἐληλύθειν εἰμί ἦν ἔσομαι ἐγενόμην & ἐγενήθην γέγονα & γεγένημαι ἐγεγόνειν & ἐγεγενήμην

ἔθω (συνηθίζω) εἴωθα (πρκ. με σημασία ενεστ.) εἰώθειν (υπρσ. με σημ. πρτ.) ἐλαύνω ἤλαυνον ἐλῶ (ᾶς, ᾶ ) ἤλασα ἐλήλακα ἐληλάκειν ἐλαύνομαι ἠλαυνόμην ἐλάσομαι & ἐλαθήσομαι ἠλασάμην & ἠλάθην ἐλήλαμαι ἐληλάμην ἕπομαι εἱπόμην ἕψομαι ἑσπόμην ἠκολούθηκα ἠκολουθήκειν ἐπιμελέομαι ούμαι/ἐπιμέλομαι ἐπεμελούμην/ἐπεμελόμην ἐπιμελήσομαι/ἐπιμεληθήσομαι ἐπεμελήθην ἐπιμεμέλημαι ἐπεμεμελήμην ἐράω ῶ ἤρων ἐρασθήσομαι ἠράσμην & ἠράσθην ἤρασμαι ἠράσμην ἐργάζομαι εἰργαζόμην ἐργάσομαι & ἐργασθήσομαι εἰργασάμην & εἰργάσθην εἴργασμαι εἰργάσμην ἐρωτάωῶ ἠρώτων ἐρωτήσω & ἐρήσομαι, ἠρώτησα & ἠρόμην (ἐρ) ἠρώτηκα ἠρωτήκειν ἐρωτῶμαι ἠρωτώμην ἐρωτηθήσομαι ἠρωτήθην ἠρώτημαι ἠρωτήμην ἐσθίω ἤσθιον ἔδομαι ἔφαγον ἐδήδοκα ἐδηδόκειν ἐσθίομαι ἠσθιόμην ἐδεσάμην & ἠδέσθην ἐδήδεσμαι ἐδηδέσμην εὕδω ηὗδον εὑδήσω ηὕδησα εὕδηκα ηὑδήκειν ἐχθαίρω ἤχθαιρον ἐχθαρῶ ἤχθηρα ἐχθαίρομαι ἠχθαιρόμην ἐχθαροῦμαι ἠχθηράμην

ἔχω εἶχον ἕξω &σχήσω, ἔσχον (σχ) ἔσχηκα ἐσχήκειν ἔχομαι εἰχόμην ἕξομαι & σχήσομαι (& σχεθήσομαι) ἐσχόμην (& ἐσχέθην) ἔσχημαι ἐσχήμην ἡγέομαιοῦμαι ἡγούμην ἡγήσομαι ἡγησάμην & ἡγήθην ἥγημαι ἡγήμην θνῄσκω ἔθνησκον θανοῦμαι ἔθανον τέθνηκα ἐτεθνήκειν ζήωῶ ἔζων βιώσομαι (& ζήσω & ζήσομαι) ἐβίωσα & ἐβίων (& ἔζησα) βεβίωκα ἐβεβιώκειν ἵημι ἵην ἥσω ἧκα εἷκα εἵκειν ἵεμαι ἱέμην ἥσομαι & ἑθήσομαι ἡκάμην & εἵμην & εἵθην εἷμαι εἵμην ἥκω ἧκον ἥξω ἧξα ἱκνέομαιοῦμαι ἱκνούμην ἵξομαι ἱκόμην ἷγμαι ἵγμην ἵστημι ἵστην στήσω ἔστησα στήσας ἔχω στήσας εἶχον ἵσταμαι ἱστάμην στήσομαι & σταθήσομαι ἐστησάμην & ἔστην & ἐστάθην ἕστηκα ἑστήκειν & εἱστήκειν ἴσχω ἶσχον ἴσχομαι ἰσχόμην (Οι υπόλοιποι χρόνοι όπως το ἔχω) καλέωῶ ἐκάλουν καλῶ (& καλέσω) ἐκάλεσα κέκληκα ἐκεκλήκειν καλοῦμαι ἐκαλούμην καλοῦμαι (& καλέσομαι) & κληθήσομαι ἐκαλεσάμην & ἐκλήθην κέκλημαι κεῖμαι ἐκείμην κείσομαι

ἐκεκλήμην Κομίζω ἐκόμιζον κομιῶ ἐκόμισα κεκόμικα ἐκεκομίκειν κτάομαιῶμαι ἐκτώμην κτήσομαι & κτηθήσομαι ἐκτησάμην & ἐκτήθην κέκτημαι ἐκεκτήμην κεκτήσομαι Παθητικό: ἀποθνῄκω ἀποθνῄσκω ἀπέθνησκον ἀποθανοῦμαι ἀπέθανον ἀποτέθνηκα ἀπετεθνήκειν κτείνω ἔκτεινον κτενῶ ἔκτεινα & ἔκτανον ἔκτονα ἐκτόνειν Κόπτω ἔκοπτον κόψω ἔκοψα κέκοφα ἐκεκόφειν κόπτομαι ἐκοπτόμην, κόψομαι & κοπήσομαι ἐκοψάμην & ἐκόπην κέκομμαι ἐκεκόμμην Λαμβάνω ἐλάμβανον λήψομαι ἔλαβον εἴληφα εἰλήφειν Λαμβάνομαι ἐλαμβανόμην ληφθήσομαι ἐλαβόμην & ἐλήφθην εἴλημμαι εἰλήμμην λαγχάνω ἐλάγχανον λήξομαι ἔλαχον εἴληχα εἰλήχειν λανθάνω ἐλάνθανον λήσω ἔλαθον λέληθα ἐλελήθειν λανθάνομαι ἐλανθανόμην λήσομαι & λησθήσομαι ἐλαθόμην & ἐλήσθην λέλησμαι ἐλελήσμην

λέγω ἔλεγον λέξω & ἐρῶ ἔλεξα & εἶπα & εἶπον εἴρηκα εἰρήκειν λέγομαι ἐλεγόμην λέξομαι & λεχθήσομαι & ῥηθήσομαι (ἐλεξάμην) ἐλέχθην & ἐρρήθην & εἰπόμην εἴρημαι εἰρήμην Λείπω ἔλειπον λείψω ἔλιπον λέλοιπα ἐλελοίπειν λείπομαι ἐλειπόμην λείψομαι & λειφθήσομαι ἐλιπόμην & ἐλείφθην λέλειμμαι ἐλελείμμην μάχομαι ἐμαχόμην μαχοῦμαι ἐμαχεσάμην μεμάχημαι ἐμεμαχήμην μένω ἔμενον μενῶ ἔμεινα μεμενηκα ἐμεμενήκειν μ(ε)ίγνυμι ἐμ(ε)ίγνυν μ(ε)ίξω ἔμ(ε)ιξα μ(ε)ίγνυμαι ἐμ(ε)ιγνύμην μ(ε)ίξομαι/ μ(ε)ιχθήσομαι / μιγήσομαι ἐμ(ε)ιξάμην/ ἐμ(ε)ίχθην/ ἐμίγην μέμ(ε)ιγμαι ἐ μεμ(ε)ίγμην μιμνῄσκω ἐμίμνῃσκον, μνήσω ἔμνησα μιμνῄσκομαι ἐμιμνῃσκόμην μνήσομαι & μνησθήσομαι, ἐμνησάμην & ἐμνήσθην μέμνημαι ἐμεμνήμην οἶδα ᾔδειν & ᾔδη εἴσομαι & εἰδήσω ἔγνων ἔγνωκα οἴομαι (& οἶμαι) ᾠόμην (& ᾤμην) οἰήσομαι ᾠήθην οἴχομαι ᾠχόμην οἰχήσομαι (οἴχωκα & ᾤχηκα & ᾤχημαι &

ἐγνώκειν οἴχημαι), (οἰχώκειν & ᾠχήκειν & ᾠχήμην) ὄλλυμι ὤλλυν ὀλῶ & ὀλέσω ὤλεσα ὀλώλεκα ὠλωλέκειν ὄλλυμαι ὠλλύμην ὀλοῦμαι ὠλόμην ὄλωλα ὠλώλειν ὄμνυμι & ὀμνύω ὤμνυν & ὤμνυον ὀμοῦμαι & ὀμώσω ὤμοσα ὀμώμοκα ὀμωμόκειν ὄμνυμαι ὠμνύμην ὀμοσθήσομαι ὠμοσάμηνην & ὠμόσθην ὀμώμοσμαι ὁρῶμαι ἑωρώμην ὀφθήσομαι (ὠψάμην &) εἰδόμην & ὤφθην ἑώραμαι & ὦμμαι ἑωράμην & ὤμμην ὁρμάωῶ ὥρμων ὁρμήσω ὥρμησα ὥρμηκα ὡρμήκειν ὁρμέωῶ ὥρμουν ὁρμήσω ὥρμησα ὥρμηκα ὡρμήκειν ὁράωῶ ἑώρων ὄψομαι εἶδον ἑώρακα & ἑόρακα & ὄπωπα ἑωράκειν & ὠπώπειν ὁνειδίζω ὥνείδιζον ὁνειδιω ὥνείδισα ὥνείδικα ὡνειδίκειν παρανομέωῶ παρενόμουν παρανομήσω παρενόμησα παρανενόμηκα παρενενομήκειν παρανομοῦμαι παρενομούμην παρενομήθην παρανενόμημαι παρενενομήμην πάσχω ἔπασχον πείσομαι ἔπαθον πέπονθα ἐπεπόνθειν πείθω ἔπειθον πείσω ἔπεισα & ἔπιθον πέπεικα Πείθομαι ἐπειθόμην πείσομαι & πεισθήσομαι, ἐπιθόμην & ἐπείσθην, πέπεισμαι & πέποιθα ἐπεπείσμην & επεποίθειν πειράωῶ ἐπείρων πειράσω ἐπείρασα πεπείρακα ἐπεπειράκειν πειρῶμαι ἐπειρώμην πειράσομαι & πειραθήσομαι πέμπω ἔπεμπον πέμψω πέμπομαι ἐπεμπόμην πέμψομαι & πεμφθήσομαι

ἐπειρασάμην & ἐπειράθην πεπείραμαι ἐπεπειράμην ἔπεμψα πέπομφα ἐπεπόμφην ἐπεμψάμην & ἐπέμφθην πέπεμμαι ἐπεπέμμην πίπτω ἔπιπτον πεσοῦμαι ἔπεσον πέπτωκα ἐπεπτώκειν πλέω ἔπλεον πλεύσομαι & πλευσοῦμαι ἔπλευσα πέπλευκα ἐπεπλεύκειν πλέομαι ἐπλεόμην πλευσθήσομαι ἐπλεύσθην πέπλευσμαι ἐπεπλεύσμην ποιέωῶ ἐποίουν ποιήσω ἐποίησα πεποίηκα ἐπεποιήκειν ποιοῦμαι ἐποιούμην ποιήσομαι & ποιηθήσομαι ἐποιησάμην & ἐποιήθην πεποίημαι ἐπεποιήμην Πράττω ἔπραττον πράξω ἔπραξα πέπραχα ἐπεπράχειν πράττομαι ἐπραττόμην πράξομαι & πραχθήσομαι ἐπραξάμην & ἐπράχθην πέπραγμαι ἐπεπράγμην ῥέω ἔρρεον ῥεύσομαι & ῥυήσομαι ἐρρύην πυνθάνομαι (πληροφορούμαι, εξετάζω, ζητώ να μάθω) ἐπυνθανόμην πεύσομαι & πευσοῦμαι ἐπυθόμην πέπυσμαι ἐπεπύσμην σβέννυμι & σβεννύω ἐσβένυν & ἐσβέννυον σβέσω ἔσβεσα ἔσβηκα σβέννυμαι ἐσβεννύμην σβήσομαι & σβεσθήσομαι ἐσβέσθην & ἔσβην ἔσβεσμαι

σημαίνω ἐσήμαινον σημανῶ ἐσήμηνα σεσήμαγκα σημαίνομαι ἐσημαινόμην σημανοῦμαι & σημανθήσομαι ἐσημηνάμην & ἐσημάνθην σεσήμασμαι ἐσεσημάσμην σκεδάννυμι ἐσκεδάννυν & ἐσκεδάννυον σκεδῶ & σκεδάσω ἐσκέδασα σκεδάννυμαι ἐσκεδαννύμην σκεδασθήσομαι ἐσκεδασάμην & ἐσκεδάσθην ἐσκέδασμαι ἐσκεδάσμην σκοπέωῶ ἐσκόπουν σκέψομαι ἐσκεψάμην & ἐσκέφθην ἔσκεμμαι ἐσκέμμην σκοποῦμαι ἐσκοπούμην σκέψομαι ἐσκεψάμην & ἐσκέφθην ἔσκεμμαι ἐσκέμμην σπένδω ἔσπενδον σπείσω ἔσπεισα σπένδομαι ἐσπενδόμην σπείσομαι ἐσπεισάμην ἔσπεισμαι ἐσπείσμην συλλέγω συνέλεγον συλλέξω συνέλεξα συνείλοχα συνειλόχειν συλλέγομαι συνελεγόμην συλλέξομαι & συλλεχθήσομαι συνελεξάμην & συνελέχθην & συνελέγην συνείλεγμαι συνειλέγμην τάσσω ἔτασσον τάξω ἔταξα τέταχα ἐτετάχειν τάσσομαι ἐτασσόμην τάξομαι & ταχθήσομαι ἐταξάμην & ἐτάχθην τέταγμαι ἐτετάγμην Τίθημι ἐτίθην θήσω ἔθηκα τέθηκα ἐτεθήκειν Τίθεμαι ἐτιθέμην θήσομαι & τεθήσομαι ἐθέμην & ἐτέθην τέθημαι & κεῖμαι ἐτεθήμην & ἐκείμην Tελέωῶ ἐτέλουν τελῶ ἐτέλεσα τετέλεκα ἐτετελέκειν

τελοῦμαι ἐτελούμην τελοῦμαι & τελεσθήσομαι ἐτελεσάμην & ἐτελέσθην τετέλεσμαι ἐτετελέσμην τρέπω ἔτρεπον τρέψω ἔτρεψα & ἔτραπον τέτροφα & τέτραφα ἐτετρόφειν & ἐτετράφειν τρέπομαι ἐτρεπόμην τρέψομαι & τρεφθήσομαι & τραπήσομαι ἐτρεψάμην & ἐτραπόμην & ἐτρέφθην & ἐτράπην τέτραμμαι ἐτετράμμην τρέχω & θέω ἔτρεχον δραμοῦμαι ἔδραμον δεδράμηκα φαίνω ἔφαινον φανῶ ἔφηνα πέφαγκα (ἐπεφάγκειν) Φαίνομαι ἐφαινόμην φανοῦμαι & φανήσομαι & φανθήσομαι ἐφηνάμην & ἐφάνην & ἐφάνθην πέφασμαι & πέφηνα (ἐπεφάσμην & ἐπεφήνην) Φέρω ἔφερον οἴσω ἤνεγκον ἐνήνοχα ἐνηνόχειν φέρομαι ἐφερόμην οἴσομαι/οισθήσομαι/ἐνεχθήσομαι ηνεγκάμην/ ηνεγκόμην/ηνέχθην ἐνήνεγμαι ἐνηνέγμην φεύγω ἔφευγον φεύξομαι & φευξοῦμαι ἔφυγον πέφευγα ἐπεφεύγειν Φθάνω ἔφθανον φθήσομαι & φθάσω ἔφθασα & ἔφθην ἔφθακα ἐφθάκειν φημί ἔφην φήσω ἔφησα εἴρηκα εἰρήκειν Φθείρω ἔφθειρον φθερῶ ἔφθειρα ἔφθαρκα ἐφθάρκειν φθείρομαι ἐφθειρόμην φθεροῦμαι & φθαρήσομαι ἐφθάρην ἔφθαρμαι & ἔφθορα ἐφθάρμην & ἐφθόρειν φύω ἔφυον φύσω ἔφυσα φύομαι ἐφυόμην φύσομαι ἔφυν πέφυκα ἐπεφύκειν

χρή (ἐ)χρῆν χρῆσται 15 Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ χρήομαιῶμαι ἐχρώμην χρήσομαι ἐχρησάμην & ἐχρήσθην κέχρημαι ἐκεχρήμην ψηφίζω ἐψήφιζον ψηφιῶ ἐψήφισα ἐψήφικα ἐψηφίκειν ψηφίζομαι ἐψηφιζόμην ψηφιοῦμαι & ψηφισθήσομαι ἐψηφισάμην & ἐψηφίσθην ἐψήφισμαι ἐψηφίσμην ὠνοῦμαι ἐωνούμην ὠνήσομαι & ὠνηθήσομαι ἐπριάμην & ἐωνήθην ἐώνημαι ἐωνήμην

1. ἀγγέλλω, ἤγγελλον, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἠγγέλκειν ἀγγέλλομαι, ἠγγελλόμην, ἀγγελοῦμαι & ἀγγελθήσομαι, ἠγγειλάμην & ἠγγέλθην, ἤγγελμαι, ἠγγέλμην 2. ἄγω, ἦγον, ἄξω, (ἦξα &) ἤγαγον (ἀγάγ), ἦχα & ἀγήοχα, ἤχειν & ἀγηόχειν ἄγομαι, ἠγόμην ἄξομαι & ἀχθήσομαι, ἠγαγόμην & ἤχθην, ἦγμαι, ἤγμην 3. αἰνῶ, ᾔνουν, αἰνέσομαι & αἰνέσω, ᾔνεσα, ᾔνεκα, ᾐνέκειν αἰνοῦμαι, ᾐνούμην, αἰνεθήσομαι, ᾐνέθην, ᾔνημαι, ᾐνήμην 4. αἴρω, ᾖρον, ἀρῶ, ἦρα, ἦρκα, ἤρκειν 5. αἴρομαι, ᾐρόμην, ἀροῦμαι & ἀρθήσομαι, ἠράμην & ἤρθην, ἦρμαι, ἤρμην 6. αἱρέωῶ, ᾕρουν, αἱρήσω, εἷλον (ἑλ), ᾕρηκα, ᾑρήκειν 7. αἱροῦμαι, ᾑρούμην, αἱρήσομαι & αἱρεθήσομαι, εἱλόμην & ᾑρέθην, ᾕρημαι, ᾑρήμην [παθητικό του αἱρῶ είναι το ἁλίσκομαι) 8. αἰσθάνομαι, ᾐσθανόμην, αἰσθήσομαι, ᾐσθόμην, ᾔσθημαι, ᾐσθήμην 9. αἰτιάομαιῶμαι, ᾐτιώμην, αἰτάσομαι, ᾐτιασάμην & ᾐτιάθην, ᾐτίαμαι, ᾐτιάμην 10. ἀκούω, ἤκουον, ἀκούσομαι, ἤκουσα, ἀκήκοα, ἠκηκόειν ἀκούομαι, ἠκουόμην, ἀκουσθήσομαι, ἠκουσάμην & ἠκούσθην, ἤκουσμαι, ἠκούσμην 11. ἁλίσκομαι, ἡλισκόμην, ἁλώσομαι, ἑάλων & ἥλων, ἑάλωκα & ἥλωκα, ἡλώκειν 12. ἅπτω, ἧπτον, ἅψω, ἧψα ἅπτομαι, ἡπτόμην, ἅψομαι & ἁφθήσομαι, ἡψάμην & ἥφθην, ἧμμαι, ἥμμην 13. ἄρχω, ἦρχον, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα, ἤρχειν ἄρχομαι, ἠρχόμην, ἄρξομαι & ἀρχθήσομαι, ἠρξάμην & ἤρχθην, ἦργμαι, ἤργμην 14. βαίνω, ἔβαινον, βήσομαι, ἔβην, βέβηκα, ἐβεβήκειν βαίνομαι, ἐβαινόμην,, ἐβάθην, βέβαμαι, 15. βάλλω, ἔβαλλον, βαλῶ, ἔβαλον, βέβληκα, ἐβεβλήκειν

βάλλομαι, ἐβαλλόμην, βαλοῦμαι & βληθήσομαι, ἐβαλόμην & ἐβλήθην, βέβλημαι, ἐβεβλήμην 16. βιβάζω, ἐβίβαζον, βιβῶ (=βιβάω), ἐβίβασα βιβάζομαι, ἐβιβαζόμην, βιβῶμαι, ἐβιβασάμην & ἐβιβάσθην, βεβίβασμαι, ἐβεβιβάσμην 17. βούλομαι, ἐβουλόμην & ἠβουλόμην, βουλήσομαι & βουληθήσομαι, ἐβουλήθην & ἠβουλήθην, βεβούλημαι, ἐβεβουλήμην 18. γηράσκω, ἐγήρασκον, γηράσω & γηράσομαι, ἐγήρασα & ἐγήραν, γεγήρακα, ἐγεγηράκειν 19. γίγνομαι, ἐγιγνόμην, γενήσομαι & γενηθήσομαι, ἐγενόμην & ἐγενήθην, γέγονα & γεγένημαι, ἐγεγόνειν & ἐγεγενήμην 20. γιγνώσκω, ἐγίγνωσκον, γνώσομαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν γιγνώσκομαι, ἐγιγνωσκόμην, γνωσθήσομαι, ἐγνώσθην, ἔγνωσμαι, ἐγνώσμην 21. (δείδω),, δείσομαι, ἔδεισα, δέδοικα & δέδια, ἐδεδοίκειν (& ἐδεδίειν) 22. δεῖ, ἔδει, δεήσει, ἐδέησε 23. διδράσκω, ἐδίδρασκον, δράσομαι, ἔδραν, δέδρακα, ἐδεδράκειν 24. δίδωμι, ἐδίδουν, δώσω, ἔδωκα, δέδωκα, ἐδεδώκειν δίδομαι, ἐδιδόμην, δώσομαι & δοθήσομαι, ἐδόμην & ἐδόθην, δέδομαι, ἐδεδόμην 25. δύναμαι, ἐδυνάμην, δυνήσομαι & δυνηθήσομαι, ἐδυνησάμην & ἐδυνήθην, δεδύνημαι, ἐδεδυνήμην 26. δύω, ἔδυον, δύσω, ἔδυσα δύομαι, ἐδυόμην, δύσομαι, ἐδυσάμην & ἔδυν 27. δοκέωῶ, ἐδόκουν, δόξω & δοκήσω, ἔδοξα & ἐδόκησα, δεδόκηκα δοκοῦμαι, ἐδοκούμην,, ἐδόχθην & ἐδοκήθην, δέδογμαι & δεδόκημαι. Δοκεῖ, ἐδόκει, δόξει, ἔδοξε, δέδοκται, ἐδέδοκτο 28. δράωῶ, ἔδρων, δράσω, ἔδρασα, δέδρακα, ἐδεδράκειν 29. ἐάωῶ, εἴων, ἐάσω, εἴασα, εἴακα, εἰάκειν ἐῶμαι, εἰώμην, ἐάσομαι, εἰάθην, εἴαμαι, εἰάμην 30. ἐγείρω, ἤγειρον, ἐγερῶ, ἤγειρα, ἐγήγερκα ἐγείρομαι, ἠγειρόμην,, ἠγρόμην & ἠγέρθην, ἐγήγερμαι & ἐγρήγορα 31. ἔθω (συνηθίζω),,,, εἴωθα (πρκ. με σημασία ενστ.), εἰώθειν (υπρσ. με σημασία πρτ.) 32. εἰμί, ἦν, ἔσομαι, ἐγενόμην & ἐγενήθην, γέγονα & γεγένημαι, ἐγεγόνειν & ἐγεγενήμην 33. εἶμι & ἔρχομαι, ᾖα & ᾔειν, εἶμι, ἦλθον, ἐλήλυθα, ἐληλύθειν 34. ἐλαύνω, ἤλαυνον, ἐλῶ (ᾶς, ᾶ ) & ἐλάσω, ἤλασα, ἐλήλακα, ἐληλάκειν ἐλαύνομαι, ἠλαυνόμην, ἐλάσομαι & ἐλαθήσομαι, ἠλασάμην & ἠλάθην, ἐλήλαμαι, ἐληλάμην. 35. ἕπομαι, εἱπόμην, ἕψομαι, ἑσπόμην, ἠκολούθηκα, ἠκολουθήκειν 36. ἐράῶ, ἤρων, ἐρασθήσομαι, ἠράσμην & ἠράσθην, ἤρασμαι, ἠράσμην 37. ἐργάζομαι, εἰργαζόμην, ἐργάσομαι & ἐργασθήσομαι, εἰργασάμην & εἰργάσθην, εἴργασμαι, εἰργάσμην 38. ἐρωτάωῶ, ἠρώτων, ἐρωτήσω & ἐρήσομαι, ἠρώτησα & ἠρόμην (ἐρ), ἠρώτηκα, ἠρωτήκειν ἐρωτῶμαι, ἠρωτώμην, ἐρωτηθήσομαι, ἠρωτήθην, ἠρώτημαι, ἠρωτήμην 39. ἐσθίω, ἤσθιον, ἔδομαι, ἔφαγον, ἐδήδοκα, ἐδηδόκειν ἐσθίομαι, ἠσθιόμην,, ἐδεσάμην & ἠδέσθην, ἐδήδεσμαι, ἐδηδέσμην

40. εὕδω, ηὗδον, εὑδήσω, ηὕδησα, εὕδηκα, ηὑδήκειν 41. ἐχθαίρω, ἤχθαιρον, ἐχθαρῶ, ἤχθηρα ἐχθαίρομαι, ἠχθαιρόμην, ἐχθαροῦμαι, ἠχθηράμην 42. ἔχω, εἶχον, ἕξω & σχήσω, ἔσχον (σχ), ἔσχηκα, ἐσχήκειν ἔχομαι, εἰχόμην, ἕξομαι & σχήσομαι (& σχεθήσομαι), ἐσχόμην (& ἐσχέθην), ἔσχημαι, ἐσχήμην 43. ζήωῶ, ἔζων, βιώσομαι (& ζήσω & ζήσομαι), ἐβίωσα & ἐβίων (& ἔζησα), βεβίωκα (& ἔζηκα), ἐβεβιώκειν 44. ἡγέομαιοῦμαι, ἡγούμην, ἡγήσομαι, ἡγησάμην & ἡγήθην, ἥγημαι, ἡγήμην 45. ἥκω, ἧκον, ἥξω, ἧξα 46. θνῄσκω, ἔθνησκον, θανοῦμαι, ἔθανον, τέθνηκα, ἐτεθνήκην 47. ἵημι, ἵην, ἥσω, ἧκα, εἷκα, εἵκειν ἵεμαι, ἱέμην, ἥσομαι & ἑθήσομαι, ἡκάμην & εἵμην & εἵθην, εἷμαι, εἵμην 48. ἱκνέομαιοῦμαι, ἱκνούμην, ἵξομαι, ἱκόμην, ἷγμαι, ἵγμην 49. ἵστημι, ἵστην, στήσω, ἔστησα, στήσας ἔχω, στήσας εἶχον ἵσταμαι, ἱστάμην, στήσομαι & σταθήσομαι, ἐστησάμην & ἔστην & ἐστάθην, ἕστηκα, ἑστήκειν & εἱστήκειν 50. ἴσχω, ἶσχον ἴσχομαι, ἰσχόμην. (Οι υπόλοιποι χρόνοι όπως το ἔχω) 51. καλέωῶ, ἐκάλουν, καλῶ (& καλέσω), ἐκάλεσα, κέκληκα, ἐκεκλήκειν καλοῦμαι, ἐκαλούμην,καλοῦμαι (& καλέσομαι) & κληθήσομαι, ἐκαλεσάμην & ἐκλήθην, κέκλημαι, ἐκεκλήμην, κεκλήσομαι. 52. κεῖμαι, ἐκείμην, κείσομαι 53. κόπτω, ἔκοπτον, κόψω, ἔκοψα, κέκοφα, ἐκεκόφειν κόπτομαι, ἐκοπτόμην, κόψομαι & κοπήσομαι, ἐκοψάμην & ἐκόπην, κέκομμαι, ἐκεκόμμην 54. κτάομαιῶμαι, ἐκτώμην, κτήσομαι & κτηθήσομαι, ἐκτησάμην & ἐκτήθην, κέκτημαι, ἐκεκτήμην, κεκτήσομαι 55. κτείνω, ἔκτεινον, κτενῶ, ἔκτεινα & ἔκτανον, ἔκτονα, ἐκτόνειν. Παθητικό: ἀποθνῄκω 56. λαγχάνω, ἐλάγχανον, λήξομαι, ἔλαχον, εἴληχα (& λέλοχα), εἰλήχειν (& ἐλελόγχειν) λαγχάνομαι, ἐλαγχανόμην,, ἐλήχθην, εἴληγμαι, εἰλήγμην 57. λαμβάνω, ἐλάμβανον, λήψομαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν λαμβάνομαι, ἐλαμβανόμην, ληφθήσομαι, ἐλαβόμην & ἐλήφθην, εἴλημμαι, εἰλήμμην 58. λανθάνω, ἐλάνθανον, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, ἐλελήθειν λανθάνομαι, ἐλανθανόμην, λήσομαι & λησθήσομαι, ἐλαθόμην & ἐλήσθην, λέλησμαι, ἐλελήσμην 59. λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν λέγομαι, ἐλεγόμην, λέξομαι & λεχθήσομαι & ῥηθήσομαι, (ἐλεξάμην &) ἐλέχθην & ἐρρήθην & εἰπόμην, εἴρημαι, εἰρήμην 60. λείπω, ἔλειπον, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα, ἐλελοίπειν λείπομαι, ἐλειπόμην, λείψομαι & λειφθήσομαι, ἐλιπόμην & ἐλείφθην, λέλειμμαι, ἐλελείμμην 61. μάχομαι, ἐμαχόμην, μαχοῦμαι, ἐμαχεσάμην, μεμάχημαι, ἐμεμαχήμην 62. μένω, ἔμενον, μενῶ, ἔμεινα, μεμενηκα, ἐμεμενήκειν 63. μ(ε)ίγνυμι, ἐμ(ε)ίγνυν, μ(ε)ίξω, ἔμ(ε)ιξα

μ(ε)ίγνυμαι, ἐμ(ε)ιγνύμην, μ(ε)ίξομαι & μ(ε)ιχθήσομαι & μιγήσομαι, ἐμ(ε)ιξάμην & ἐμ(ε)ίχθην & ἐμίγην, μέμ(ε)ιγμαι. 64. μιμνῄσκω, ἐμίμνῃσκον, μνήσω, ἔμνησα μιμνῄσκομαι, ἐμιμνῃσκόμην, μνήσομαι & μνησθήσομαι, ἐμνησάμην & ἐμνήσθην, μέμνημαι, ἐμεμνήμην. 65. οἶδα, ᾔδειν & ᾔδη, εἴσομαι & εἰδήσω, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν 66. οἴομαι (& οἶμαι), ᾠόμην (& ᾤμην), οἰήσομαι, ᾠήθην,, 67. οἴχομαι, ᾠχόμην, οἰχήσομαι,, (οἴχωκα & ᾤχηκα & ᾤχημαι & οἴχημαι), (οἰχώκειν & ᾠχήκειν & ᾠχήμην) 68. ὄλλυμι, ὤλλυν, ὀλῶ & ὀλέσω, ὤλεσα, ὀλώλεκα, ὠλωλέκειν ὄλλυμαι, ὠλλύμην, ὀλοῦμαι, ὠλόμην, ὄλωλα, ὠλώλειν 69. ὄμνυμι & ὀμνύω, ὤμνυν & ὤμνυον, ὀμοῦμαι & ὀμώσω, ὤμοσα, ὀμώμοκα, ὀμωμόκειν ὄμνυμαι,,, ὠμνύσθην & ὠμόθην, ὀμώμοσμαι, 70. ὁράωῶ, ἑώρων, ὄψομαι, εἶδον, ἑώρακα & ἑόρακα & ὄπωπα, ἑωράκειν & ὠπώπειν ὁρῶμαι, ἑωρώμην, ὀφθήσομαι, (ὠψάμην &) εἰδόμην & ὤφθην, ἑώραμαι & ὦμμαι, ἑωράμην & ὤμμην 71. ὁρμάωῶ, ὥρμων, ὁρμήσω, ὥρμησα, ὥρμηκα, ὡρμήκειν 72. ὁρμέωῶ, ὥρμουν, ὁρμήσω, ὥρμησα, ὥρμηκα, ὡρμήκειν 73. παρανομέωῶ, παρενόμουν, παρανομήσω, παρενόμησα, παρανενόμηκα, παρενενομήκειν παρανομοῦμαι, παρενομούμην,, παρενομήθην, παρανενόμημαι, παρενενομήμην. 74. πάσχω, ἔπασχον, πείσομαι, ἔπαθον, πέπονθα, ἐπεπόνθειν 75. πειράωῶ, ἐπείρων, πειράσω, ἐπείρασα, πεπείρακα, ἐπεπειράκειν πειρῶμαι, ἐπειρώμην, πειράσομαι & πειραθήσομαι, ἐπειρασάμην & ἐπειράθην, πεπείραμαι, ἐπεπειράμην 76. πείθω, ἔπειθον, πείσω, ἔπεισα & ἔπιθον, πέπεικα πείθομαι, ἐπειθόμην, πείσομαι & πεισθήσομαι, ἐπιθόμην & ἐπείσθην, πέπεισμαι & πέποιθα, 77. πέμπω, ἔπεμπον, πέμψω, ἔπεμψα, πέπομφα, ἐπεπόμφην πέμπομαι, ἐπεμπόμην, πέμψομαι & πεμφθήσομαι, ἐπεμψάμην & ἐπέμφθην, πέπεμμαι, ἐπεπέμμην 78. πίπτω, ἔπιπτον, πεσοῦμαι, ἔπεσον, πέπτωκα, ἐπεπτώκειν 79. πλέω, ἔπλεον, πλεύσομαι & πλευσοῦμαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, ἐπεπλεύκειν πλέομαι, ἐπλεόμην, πλευσθήσομαι, ἐπλεύσθην, πέπλευσμαι, ἐπεπλεύσμην 80. ποιέωῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν ποιοῦμαι, ἐποιούμην, ποιήσομαι & ποιηθήσομαι, ἐποιησάμην & ἐποιήθην, πεποίημαι, ἐπεποιήμην 81. πράττω, ἔπραττον, πράξω, ἔπραξα, πέπραχα, ἐπεπράχειν πράττομαι, ἐπραττόμην, πράξομαι & πραχθήσομαι, ἐπραξάμην & ἐπράχθην, πέπραγμαι, ἐπεπράγμην 82. πυνθάνομαι (πληροφορούμαι, εξετάζω, ζητώ να μάθω), ἐπυνθανόμην, πεύσομαι & πευσοῦμαι, ἐπυθόμην, πέπυσμαι, ἐπεπύσμην 83. ῥέω, ἔρρεον, ῥεύσομαι & ῥυήσομαι, ἐρρύην 84. σβέννυμι & σβεννύω, ἐσβένυν & ἐσβέννυον, σβέσω, ἔσβεσα, ἔσβηκα

σβέννυμαι, ἐσβεννύμην, σβήσομαι & σβεσθήσομαι, ἐσβέσθην & ἔσβην, ἔσβεσμαι 85. σημαίνω, ἐσήμαινον, σημανῶ, ἐσήμηνα, σεσήμαγκα σημαίνομαι, ἐσημαινόμην, σημανοῦμαι & σημανθήσομαι, ἐσημηνάμην & ἐσημάνθην, σεσήμασμαι, ἐσεσημάσμην 86. σκεδάννυμι, ἐσκεδάννυν & ἐσκεδάννυον, σκεδῶ & σκεδάσω, ἐσκέδασα σκεδάννυμαι, ἐσκεδαννύμην, σκεδασθήσομαι, ἐσκεδασάμην & ἐσκεδάσθην, ἐσκέδασμαι, ἐσκεδάσμην 87. σκοπέωῶ, ἐσκόπουν, σκοπήσω, ἐσκόπησα σκοποῦμαι, ἐσκοπούμην, σκέψομαι, ἐσκεψάμην & ἐσκέφθην, ἔσκεμμαι, ἐσκέμμην 88. σπένδω, ἔσπενδον, σπείσω, ἔσπεισα σπένδομαι, ἐσπενδόμην, σπείσομαι, ἐσπεισάμην, ἔσπεισμαι, ἐσπείσμην 89. συλλέγω, συνέλεγον, συλλέξω, συνέλεξα, συνείλοχα, συνειλόχειν συλλέγομαι, συνελεγόμην, συλλέξομαι & συλλεχθήσομαι, συνελεξάμην & συνελέχθην & συνελέγην, συνείλεγμαι, συνειλέγμην 90. τάσσω, ἔτασσον, τάξω, ἔταξα, τέταχα, ἐτετάχειν τάσσομαι, ἐτασσόμην, τάξομαι & ταχθήσομαι, ἐταξάμην & ἐτάχθην, τέταγμαι, ἐτετάγμην 91. τελέωῶ, ἐτέλουν, τελῶ, ἐτέλεσα, τετέλεκα, ἐτετελέκειν τελοῦμαι, ἐτελούμην, τελοῦμαι & τελεσθήσομαι, ἐτελεσάμην & ἐτελέσθην, τετέλεσμαι, ἐτετελέσμην 92. τίθημι, ἐτίθην, θήσω, ἔθηκα, τέθηκα, ἐτεθήκειν τίθεμαι, ἐτιθέμην, θήσομαι & τεθήσομαι, ἐθέμην & ἐτέθην, τέθημαι & κεῖμαι, ἐτεθήμην & ἐκείμην 93. τρέπω, ἔτρεπον, τρέψω, ἔτρεψα & ἔτραπον, τέτροφα & τέτραφα, ἐτετρόφειν & ἐτετράφειν τρέπομαι, ἐτρεπόμην, τρέψομαι & τρεφθήσομαι & τραπήσομαι, ἐτρεψάμην & ἐτραπόμην & ἐτρέφθην & ἐτράπην, τέτραμμαι, ἐτετράμμην 94. τρέχω & θέω, ἔτρεχον, δραμοῦμαι, ἔδραμον, δεδράμηκα 95. φαίνω, ἔφαινον, φανῶ, ἔφηνα, πέφαγκα, (ἐπεφάγκειν) φαίνομαι, ἐφαινόμην, φανοῦμαι & φανήσομαι & φανθήσομαι, ἐφηνάμην & ἐφάνην & ἐφάνθην, πέφασμαι & πέφηνα, (ἐπεφάσμην & ἐπεφήνην) 96. φέρω, ἔφερον, οἴσω, ἤνεγκον, ἐνήνοχα, ἐνηνόχειν φέρομαι, ἐφερόμην, οἴσομαι & ἐνεχθήσομαι, (ἠνεγκάμην &) ἠνεγκόμην & ἠνέχθην, ἐνήνεγμαι, ἐνηνέγμην 97. φεύγω, ἔφευγον, φεύξομαι & φευξοῦμαι, ἔφυγον, πέφευγα, ἐπεφεύγειν 98. φημί, ἔφην, φήσω, ἔφησα, εἴρηκα, εἰρήκειν 99. φθάνω, ἔφθανον, φθήσομαι & φθάσω, ἔφθασα & ἔφθην, ἔφθακα, ἐφθάκειν 100. φθείρω, ἔφθειρον, φθερῶ, ἔφθειρα, ἔφθαρκα, ἐφθάρκειν φθείρομαι, ἐφθειρόμην, φθεροῦμαι & φθαρήσομαι, ἐφθάρην, ἔφθαρμαι & ἔφθορα, ἐφθάρμην & ἐφθόρειν 101. φύω, ἔφυον, φύσω, ἔφυσα φύομαι, ἐφυόμην, φύσομαι, ἔφυν, πέφυκα, ἐπεφύκειν 102. χρή, (ἐ)χρῆν, χρῆσται 103. χρήομαιῶμαι, ἐχρώμην, χρήσομαι, ἐχρησάμην & ἐχρήσθην, κέχρημαι, ἐκεχρήμην, κεχρήσομαι

104. ψηφίζω, ἐψήφιζον, ψηφιῶ, ἐψήφισα, ἐψήφικα, ἐψηφίκειν ψηφίζομαι, ἐψηφιζόμην, ψηφιοῦμαι & ψηφισθήσομαι, ἐψηφισάμην & ἐψηφίσθην, ἐψήφισμαι, ἐψηφίσμην 105. ὠνοῦμαι, ἐωνούμην, ὠνήσομαι & ὠνηθήσομαι, ἐπριάμην & ἐωνήθην, ἐώνημαι, ἐωνήμην