ΜΥΪΚΗ ΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΥΟΣ



Σχετικά έγγραφα
ΜΥΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ (Β ΜΕΡΟΣ)

Εισαγωγή στην άσκηση με αντίσταση. Ισομετρική Ενδυνάμωση. Δρ. Φουσέκης Κων/νος. Καθηγητής Εφαρμογών. Kων/νος Φουσέκης, Καθηγητης Εφ.

Φυσιολογία της Άσκησης

Μυϊκό Σύστημα. Νευρομυϊκή λειτουργία και προσαρμογές με τη σωματική άσκηση. Ηλίας Σμήλιος, Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α., Δ.Π.Θ.

Φυσιολογία της Άσκησης Μυϊκό σύστημα-δομή & λειτουργία. Παναγιώτης Κανέλλος Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, PhD Υπότροφος ΤΕΙ Κρήτης

Χαρακτηριστικά των σκελετικών μυών που συμβάλλουν στην παραγωγή Ισχύος και Δύναμης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Δρ. Γεροδήμος Βασίλειος Λέκτορας ΤΕΦΑΑ-ΠΘ

Ανάπτυξη της δύναμης και της ισχύος

ΓΕΝΙΚΕΣ EΝΝΟΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

314 ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗ ΜΥΪΚΗ ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΑ. ΦΑΤΟΥΡΟΣ Γ. ΙΩΑΝΝΗΣ, Ph.D. Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α. Δ.Π.Θ.

Κεφάλαιο 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΝΕΥΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Στέφανος Πατεράκης (Φυσικ/τής)

Άσκηση και Αποκατάσταση Νευρομυϊκών Προβλημάτων

Λείος μυς. Ε. Παρασκευά Αναπλ. Καθηγήτρια Κυτταρικής Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ. 2017

Μυϊκή αντοχή. Η σχέση των τριών κύριων µορφών της δύναµης (Weineck, 1990) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

TMHMA ΙΑΤΡΙΚΗΣ - ΠΑΝ/ΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ Ι. Φυσιολογία Μυών. Κων/νος Παπαθεοδωρόπουλος Αναπληρωτής Καθηγητής * Εργαστήριο Φυσιολογίας 2015

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΜΥΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Εμβιομηχανική. Σοφία Ξεργιά PT, MSc, PhD

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ. 1. Μυϊκά. 2. Μυοεπιθηλιακά. 3. Περικύτταρα. 4. Μυοϊνοβλάστες

δύναμη και προπόνηση δύναμης προπόνηση με βάρη

Στέφανος Πατεράκης (Φυσικ/τής)

Το μυϊκό σύστημα αποτελείται από τους μύες. Ο αριθμός των μυών του μυϊκού συστήματος ανέρχεται στους 637. Οι μύες είναι όργανα για τη σωματική

Φυσιολογία της Άσκησης

ΑΣΚΗΣΗ ΜΕ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ (Κ.Μ. N162) Μάθημα 1 ο :

+ - - εκπολώνεται. ΗΛΕΚΤΡΟMYΟΓΡΑΦΗΜΑ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΜΥΙΚΗΣ ΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΣ. Λήδα Μαδεμλή Επικ. Καθηγήτρια, ΤΕΦΑΑ Σερρών ΑΠΘ

K. I. Boυμβουράκης Αν. Καθηγητής Νευρολογίας Β Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών Π.Γ.Ν. ΑΤΤΙΚΟΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Μυϊκή τάση Φορτίο Τύποι σκελετικών μυών. Ε. Παρασκευά Αναπλ. Καθηγήτρια Κυτταρικής Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής, Παν. Θεσσαλίας

Συσταλτικές ιδιότητες του μυοκαρδίου. Κ. Καλλαράς Καθηγητής Φυσιολογίας

8. Ι ΑΚΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: ΜΕΘΟ ΟΣ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ: ιαλέξεις, εργαστηριακές εφαρµογές

Μυϊκή Συστολή Τύποι σκελετικών μυών. Ε. Παρασκευά Αναπλ. Καθηγήτρια Κυτταρικής Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής, Παν. Θεσσαλίας

Η έννοια της κινητικής μονάδας

Ασκήσεις Αντιστάσεως - Κινησιοθεραπεία. Ειδ. Βοηθών Φυσικοθεραπευτών ΙΕΚ Ρεθύμνου Γεωργία Α. Λιουδάκη, M.Sc., NDT, PT

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. 2η Διάλεξη: «Μεθοδολογία προπόνησης μέγιστης δύναμης» Methods of training maximal strength

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΥΔΩΝ ΤΕΦΑΑ/ΔΠΘ ΜΑΘΗΜΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΗΣ. ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ Φατούρος Γ. Ιωάννης, Επίκουρος Καθηγητής ΣΥΣΠΑΣΗΣ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΜΥΙΚΗΣ ΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΣ

ΣΧΟΛΙΑ ΙΑΦΑΝΕΙΩΝ ΙΑΛΕΞΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «ΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΡΟΠΕΣ ΣΤΙΣ ΑΡΘΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ»

Δομή και λειτουργία σκελετικών μυών Χαρακτηριστικά τεχνητών μυών Εφαρμογές Διάταξη

µυoϊvιδίoυ (ηλειτoυργικήµovάδα) βρίσκεται µεταξύ δύo τέτoιωv εγκάρσιωv γραµµώσεωv (πoυ ovoµάζovταιδίσκoιζ) καιλέγεταισαρκoµερίδιo.

Δομή των μυϊκών κυττάρων.

Βιοχημεία Τροφίμων Ι. Ενότητα 2 η Κρέας και ψάρι II (μέρος α) Όνομα καθηγητή: Έφη Τσακαλίδου. Τμήμα: Επιστήμης Τροφίμων & Διατροφής του Ανθρώπου

Η Ρύθμιση Της Λειτουργίας Της Καρδιάς. Κ. Καλλαράς Καθηγητής Φυσιολογίας

Αποστολία Χατζηευθυμίου, Αν. Καθηγήτρια Ιατρικής Φυσιολογίας. Ευφροσύνη Παρασκευά, Αν. Καθηγήτρια Κυτταρικής Φυσιολογίας ΝΕΥΡΟΜΥΪΚΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Όνομα φοιτητή/φοιτήτριας:

Αξιολόγηση και ανάλυση της μυϊκής δύναμης και ισχύος

MANAGING AUTHORITY OF THE OPERATIONAL PROGRAMME EDUCATION AND INITIAL VOCATIONAL TRAINING ΜΥΪΚΗ ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΑ. ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΙΑΜΟΥΡΤΑΣ, Ph.D., C.S.C.

Εφαρμοσμένη Αθλητική Εργοφυσιολογία

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΙΣΟΚΙΝΗΣΗ

Ανάπτυξη δύναμης. Ενότητες: Εισαγωγή στην δύναμη. Μεταβολή δύναμης στην αναπτυξιακή περίοδο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Power. Δρ. Γεροδήμος Βασίλειος Λέκτορας ΤΕΦΑΑ-ΠΘ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΟΡΓΑΝΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

30/11/2016. Επίδραση της προπόνησης δύναμης με αντιστάσεις στην αλτική ικανότητα. Αλτικότητα- «εκρηκτική δύναμη»-μυϊκή ισχύς

Εργοφυσιολογία. Μιχάλης Κατσικαδέλης PhDc-MSc. Σχολή Προπονητών Επιτραπέζιας Αντισφαίρισης Γ Κατηγορίας 2014

Αρχές Σχεδιασμού και Καθοδήγησης της Προπόνησης. Τίτλος Διάλεξης

Η ανάκτηση του εύρους κίνησης της άρθρωσης Η βελτίωσης της μυϊκής απόδοσης Η βελτίωσης της νευρομυϊκής λειτουργίας-ιδιοδεκτικότητας Η λειτουργική

ΣYΣTAΛTA KYTTAPA. Tα συσταλτά κύτταρα παράγουν > δυνάµεις κίνησης µε την αλληλεπίδραση > ακτίνης. & µυοσίνης

Ανάπτυξη της δύναμης και της ισχύος

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η βαθμίδα του ηλεκτρικού πεδίου της μεμβράνης τείνει να συγκρατήσει τα θετικά φορτισμένα ιόντα.

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΜΕ

Μυϊκός τραυματισμός. Δρ. Πασχάλης Βασίλειος

Νευρομυϊκή Σύναψη Σκελετικός μυς - Μυϊκή Συστολή. Ε. Παρασκευά Αναπλ. Καθηγήτρια Κυτταρικής Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής, Παν.

ΦΥΕ 14 5η ΕΡΓΑΣΙΑ Παράδοση ( Οι ασκήσεις είναι βαθµολογικά ισοδύναµες) Άσκηση 1 : Aσκηση 2 :

Μαθημα 1 ο : ΑΡΧΕΣ ΕΜΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ, ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ

Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΕΠΕΑΕΚ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α.ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ (I)

Μυϊκή ύναµη, Τραυµατισµοί & Μυϊκή Καταστροφή


Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΦΥΣΙΚΗ ΘΕΤΙΚΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

16. Να γίνει µετατροπή µονάδων και να συµπληρωθούν τα κενά των προτάσεων: α. οι τρεις ώρες είναι... λεπτά β. τα 400cm είναι...

Η ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ. ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ. ΠΡΑΚΤΙΚΗ & ΕΦΑΡΜΟΓΗ.

Β. Να επιλέξετε την ορθή απάντηση αναγράφοντας στον πίνακα της ακόλουθης

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΣΚΗΣΗ. ΦΑΤΟΥΡΟΣ Γ. ΙΩΑΝΝΗΣ, Ph.D. Τ.Ε.Φ.Α.Α.,.Π.Θ.

Βιοχημεία Τροφίμων Ι. Ενότητα 2 η Κρέας και ψάρι II. Όνομα καθηγητή: Έφη Τσακαλίδου. Τμήμα: Επιστήμης Τροφίμων & Διατροφής του Ανθρώπου

ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ - ΜΕΡΟΣ Α. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του οργανισμού μας

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΡ ΙΟΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ. ΦΑΤΟΥΡΟΣ Γ. ΙΩΑΝΝΗΣ, Ph.D. Τ.Ε.Φ.Α.Α.,.Π.Θ.

Μυικός ιστός Συσταλτά κύτταρα. Κυκλοφορικό Σύστημα. Αθανάσιος Κοτσίνας, Επικ. Καθηγητής. Εργαστήριο Ιστολογίας Εβρυολογίας, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Νωτιαία αντανακλαστικά

Θέµατα προς ανάλυση: Κινηµατική ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

1 -Μέγιστη Επανάληψη (1-ΜΕ) Ηλίας Σµήλιος, Ph.D. Βελτίωση ή ιατήρηση της Φυσικής Κατάστασης. Φυσική Κατάσταση

Τίτλος 5ης Διάλεξης ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΣΚΗΣΗ. Εισήγηση: Χατζηνικολάου Α.,Επίκουρος Καθηγητής

Στέφανος Πατεράκης - Φυσικοθεραπευτής

94 Η χρήση των νευρωνικών µοντέλων για την κατανόηση της δοµής και λειτουργίας τού εγκεφάλου. = l b. K + + I b. K - = α n

Παθητικά στοιχεία. Οστά. Αρθρ. χόνδροι. Πολύπλοκη κατασκευή. Σύνδεσμοι τένοντες. Ενεργητικά στοιχεία. Ανομοιογενή βιολογικά υλικά.

Η δομή και λειτουργία της φυσιολογικής καρδιάς και των αγγείων

Φυσιολογία της Άσκησης

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΥΪΚΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ

Είναι γνωστό πόσο μεγάλο ρόλο παίζει το ισοκινητικό δυναμόμετρο στην φάση της

ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθµό καθεµιάς από τις παρακάτω ερωτήσεις 1-4 και δίπλα το γράµµα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση.

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΣΠΑΣΗ ΤΩΝ ΠΕΛΜΑΤΙΑΙΩΝ ΚΑΜΠΤΗΡΩΝ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΓΩΝΙΕΣ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΜΕΘΟ ΟΣ ΜΕΓΙΣΤΩΝ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: ΚΕ1001 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΥΙΚΗΣ ΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΣ

Βιολογία Α Λυκείου Κεφ. 9. Νευρικό Σύστημα. Δομή και λειτουργία των νευρικών κυττάρων

ΕΝΩΣΗ ΚΥΠΡΙΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ

Transcript:

ρ ΠΑΞΙΝΟΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ Εργοφυσιολόγος Καθηγητής Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων ΜΥΪΚΗ ΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΥΟΣ Ο µυϊκός ιστός καταλαµβάνει το µεγαλύτερο µέρος του ανθρώπινου σώµατος. Αντιπροσωπεύει το 40% του συνολικού βάρους του και είναι οργανωµένος σε πολλές υποµονάδες, που ονοµάζουµε µυς. Είναι διασπαρµένοι στο ανθρώπινο σώµα, έχοντας ένα συγκεκριµένο έργο ο καθένας, συµβάλλοντας έτσι στην πολυπλοκότητα των κινήσεων που εµφανίζει το ανθρώπινο σώµα. Κάθε µυς αποτελείται από έναν ικανό αριθµό µυϊκών ινών που εκτείνονται από τον ένα τένοντα του µυός µέχρι τον άλλο. Για να µπορέσούµε να κατανοήσουµε την απόδοση του µυός, είναι πρωταρχικής σηµασίας να γνωρίζουµε τη µηχανική συµπεριφορά της µεµονωµένης µυϊκής ίνας. Η πρόοδος των εργαστηριακών τεχνικών µας επιτρέπει να διερευνήσουµε, µε αρκετή ακρίβεια, τη µηχανική συµπεριφορά της αποµονωµένης µυϊκής ίνας, η οποία προηγουµένως έχει προπαρασκευασθεί ανάλογα. Ιδιαίτερα σηµαντικό είναι το γεγονός ότι η εργαστηριακή διερεύνηση (αποµονωµένη µυϊκή ίνα) προσφέρει τη δυνατότητα αξιολόγησης σε σταθερό µήκος σαρκοµερίου, παράµετρο µε µεγάλη συµβολή στην ορθότητα των αποτελεσµάτων. Η παρουσίαση αναφέρεται στην αρχιτεκτονική κατασκευή του µυός, στον τρόπο µε τον οποίο παράγεται η τάση στο εσωτερικό του, στις κινητικές µονάδες και τα χαρακτηριστικά τους και τέλος σε παραµέτρους που διαφοροποιούν την εξωτερική παραγωγή δύναµης ανάλογα µε τις συνθήκες συστολής του( εγκάρσια διατοµή του µυός και διάταξη των µυϊκών ινών, µηχανικό µοντέλο του µυός, τύποι µυϊκής συστολής, µηκοδυναµική ικανότητα, ελαστικά στοιχεία του µυός και ηλεκτροµηχανική καθυστέρηση, η ταχοδυναµική ικανότητα.) Αρχιτεκτονική κατασκευή του µυός Όπως αναφέρθηκε εισαγωγικά, ένας µυς αποτελείται από αρκετές µυϊκές ίνες τοποθετηµένες σε παράλληλη διάταξη µεταξύ τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε µυϊκή ίνα αποτελείται από πολλές υποµονάδες που ονοµάζονται µυοϊνίδια και έχουν την ίδια διάταξη µε αυτή των µυϊκών ινών στο µυ (σχήµα 1). Τα µυοϊνίδια περιέχουν τα

συσταλτά στοιχεία του µυός και για το λόγο αυτό είναι τα υπεύθυνα όργανα για την ενεργητική συστολή και κατ επέκταση την παραγωγή της δύναµης. Βασική λειτουργική µονάδα του µυοϊνιδίου είναι το σαρκοµέριο. Πολλά σαρκοµέρια µαζί τοποθετηµένα σε διάταξη «εν σειρά», σχηµατίζουν το µυοϊνίδιο

Βασικά στοιχεία του σαρκοµερίου είναι δυο ζεύγη νηµατίων, µε διαφορετικό πάχος και τέλεια οργάνωση στη διάταξη τους (σχήµα 1). Η τµηµατική διάταξη τους στο σαρκοµέριο είναι τέτοια, ώστε, ανάλογα µε την επικάλυψη τους, να εµφανίζουν σκούρες και ανοιχτόχρωµες περιοχές στο µυοϊνίδιο. Οι διαγραµµίσεις αυτές είναι υπεύθυνες για την ονοµασία του σκελετικού µυός και ως γραµµωτού. Το παχύτερο νηµάτιο καταλαµβάνει τις σκούρες περιοχές και αποτελείται από ινώδη πρωτεΐνη, που ονοµάζεται µυοσίνη (σχήµα 2) (Hanson and Huxley, 1953; Hasselbach, 1953). Το δεύτερο ζεύγος νηµατίων αποτελείται κυρίως από σφαιρική πρωτεΐνη, την ακτίνη. Ή αλληλεπίδραση των νηµατίων αυτών είναι υπεύθυνη για τη συστολή του µυός και κατ επέκταση την παραγωγή της δύναµης. Ο βαθµός αλληλεπίδρασης τους καθορίζεται από την τροποµυοσίνη και την τροπονίνη, που βρίσκονται τοποθετηµένες επάνω στο νηµάτιο της ακτίνης, όπως φαίνεται στο σχήµα 3. Υπόθεση ολίσθησης των µυονηµατίων Η γνώση µας για την αρχιτεκτονική κατασκευή του σαρκοµερίου, όπως αυτή αναφέρθηκε παραπάνω και παρουσιάσθηκε στα σχήµατα 1,2 και 3. προέρχεται κατά κύριο λόγο από τις εργασίες των H.E. Huxley και J. Hanson (Hanson and Huxley, 1953; Huxley, 1953, Hanson and Huxley, 1954). Η παρατήρηση τους ότι το λεπτό και παχύ νηµάτιο του σαρκοµερίου διατηρούν το µήκος τους κατά τη µυϊκή συστολή, ενώ

η περιοχή της αλληλοεπικάλυψης τους αλλάζει µε το µήκος της µυϊκής ίνας, τους οδήγησε στο συµπέρασµα ότι η µυϊκή συστολή στηρίζεται στην ολίσθηση των νηµατίων. Στις ηµέρες µας η υπόθεση αυτή έχει τύχει γενικής αποδοχής. Σύµφωνα µε την παραπάνω υπόθεση, η δύναµη για την ολίσθηση αυτή προέρχεται από την δράση των εγκάρσιων γεφυρών της µυοσίνης, στην περιοχή όπου τα δύο νηµάτια αλληλεπικαλύπτονται (σχήµα 4). Σύµφωνα µε τα πειραµατικά δεδοµένα, οι εγκάρσιες γέφυρες έχουν επαναλαµβανόµενες επαφές µε το νηµάτιο της ακτίνης και κάθε µία από αυτές συµβάλλει στην παραγωγή δύναµης κατά τη συστολή. Η παραπάνω διαδικασία αρχίζει όταν η συγκέντρωση ασβεστίου γύρω από το µυοϊνίδιο αυξάνεται πάνω από ένα ορισµένο επίπεδο. Η ενέργεια για τη συνέχιση της δραστηριότητας των εγκάρσιων γεφυρών της µυοσίνης προέρχεται από την αποδόµηση της τριφωσφορικής αδενοσίνης (ATP). Κινητικές µονάδες Το µικρότερο µέρος του µυός το οποίο µπορεί να ελεγχθεί ονοµάζεται κινητική µονάδα και αποτελείται από τον κινητικό νευρώνα και τις µυϊκές ίνες που νευρώνονται από αυτόν. Ο αριθµός των µυϊκών ινών µιας κινητικής µονάδας ποικίλλει (από 3-2000) ανάλογα µε το είδος των κινήσεων που εκτελούν. Οι µύες των δακτύλων, του προσώπου και των µατιών έχουν λιγότερες και βραχύτερες µυϊκές ίνες, ενώ µεγάλοι µύες όπως αυτοί των ποδιών, έχουν περισσότερες και µε µεγαλύτερος µήκος.

Ένας µυς αποτελείται από πολλές κινητικές µονάδες, που καθεµία νευρώνεται από διαφορετική νευρική απόληξη µε διαφορετικό επίπεδο διεγερσιµότητας. Άλλες κινητικές µονάδες απαιτούν ισχυρά ερεθίσµατα για να διεγερθούν ενώ άλλες όχι. Ανεξάρτητα µε το αν το επίπεδο διεγερσιµότητας είναι χαµηλό ή υψηλό, όταν το ερέθισµα το ξεπεράσει, τότε διεγείρονται όλες οι µυϊκές ίνες που αποτελούν την κινητική µονάδα. Ακολουθείται δηλαδή ο νόµος «όλον ή ουδέν». Η αύξηση της τάσης του µυός µπορεί να επιτευχθεί µε δύο τρόπους: α) την αύξηση της συχνότητας ερεθισµού µιας κινητικής µονάδας και β) τη διέγερση νέων κινητικών µονάδων µε υψηλότερο επίπεδο διεγερσιµότητας. Η επιστράτευση των κινητικών µονάδων ακολουθεί την «αρχή του µεγέθους», σύµφωνα µε την οποία οι µικρές κινητικές µονάδες διεγείρονται πρώτα και ακολουθούν οι µεγαλύτερες (Henneman, 1974) (σχήµα 5). Για το λόγο αυτό, κινήσεις µεγάλης ακρίβειας µπορούν να πραγµατοποιηθούν µόνο µε µικρή παραγωγή δύναµης, ενώ αντίθετα, σε κινήσεις που δεν απαιτούν µεγάλη ακρίβεια, παρουσιάζεται υψηλό επίπεδο παραγωγής δύναµης που προέρχεται από τη διέγερση µεγάλων κινητικών µονάδων. Όλες οι κινητικές µονάδες διεγείρονται και δέχονται νευρικά ερεθίσµατα σε µέγιστη συχνότητα κατά την εκούσια συστολή. Η ελάττωση της τάσης µέσα στο µυ ακολουθεί αντίστροφη πορεία. Πρώτα ελαττώνεται η συχνότητα και η λειτουργία των µεγαλύτερων κινητικών µονάδων και ακολουθούν κατά τον ίδιο τρόπο οι µικρότερες ( Milner-Brown and Stein, 1975). Οι ερευνητές έχουν καταλήξει στο συµπέρασµα ότι υπάρχουν δυο βασικές κατηγορίες κινητικών µονάδων µέσα σε κάθε µυ. Πρώτη κατηγορία είναι οι µικρές κινητικές µονάδες, βραδείας συστολής, που καλούνται και τονικές (τύπος I ). Από µεταβολικής πλευράς αποτελούνται από µυϊκές ίνες πλούσιες σε µιτοχόνδρια, ενώ

αιµατώνονται από ένα πλούσιο δίκτυο αιµοφόρων αγγείων. Έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να αποδίδουν έργο αερόβια. Από την πλευρά της µηχανικής απόδοσης, παράγουν συστολές µε µικρή τάση, ενώ χρειάζονται µεγάλο χρονικό διάστηµα για την παραγωγή µέγιστης δύναµης (60 έως 120 msec). Αντίθετα, οι µεγάλες κινητικές µονάδες αποτελούνται από µυϊκές είναι που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά για να παράγουν έργο αναερόβια. Παράγουν υψηλές τάσεις σε σύντοµο χρονικό διάστηµα (10 έως 50 msec, ταχείας συστολής) ενώ ονοµάζονται και φασικές κινητικές µονάδες (τύπος II ). Ανάλογα µε τη χηµική τους επεξεργασία, ο τύπος II χωρίζεται σε υποµονάδες (IIα και IIβ ) (Burke and Edgerton, 1975). Οι επιστήµονες διαθέτουν αρκετούς τρόπους για τη διερεύνηση του τύπου των µυϊκών ινών. Με την εισαγωγή της µυϊκής βιοψίας (Bergstrom, 1962), µικρά δείγµατα µυός µπορούν να αναλυθούν µε ειδική χηµική κατεργασία για το διαχωρισµό των µυϊκών ινών στους παραπάνω τύπους. Ακόµη, ερευνητές του τοµέα της βιοµηχανικής χρησιµοποιούν την παραγωγή της δύναµης (Milner-Brown και συν.,1973) και την ηλεκτροµυογραφία (Warmolts and Engel, 1973; Milner-Brown και συν., 1975) για να κατατάξουν τις µυϊκές ίνες στους παραπάνω τύπους. Η περιεκτικότητα ενός µυός σε ίνες βραδείας και ταχείας συστολής επηρεάζει τη µηχανική συµπεριφορά του. Ο µυς στον οποίο υπερτέρουν οι ίνες ταχείες συστολής διαθέτει βραχύτερη ηλεκτρονική καθυστέρηση, ταχύτερη ανάπτυξη της δύναµης και συντοµότερο χρόνο επαναφοράς στην ηρεµία. Άτοµα που διαθέτούν µυς µε υψηλά ποσοστά περιεκτικότητας σε ίνες ταχείας συστολής, παράγουν υψηλότερες µέγιστες ταχύτητες και υψηλότερα επίπεδα δύναµης για συγκεκριµένες ταχύτητες συστολής. Εγκάρσια διατοµή του µυός και διάταξη των µυϊκών ινών Η δύναµη ορίζεται ως η µέγιστη τάση που µπορεί να παράγει ένας µυς στη διάρκεια µιας συστολής. Στο µικροκατασκευαστικό επίπεδό του µυός, αυτό σχετίζεται µε τον αριθµό των εγκάρσιων γεφυρών της µυοσίνης, σε παράλληλη διάταξη, που µπορούν να αλληλεπιδράσουν µε την ακτίνη και να παράγουν τάση. Κάθε εγκάρσια γέφυρα είναι ένας αποµονωµένος παράγοντας παραγωγής τάσης. Σύµφωνα µε την υπόθεση ολίσθησης των µυονηµατίων, µε την παρουσία ATP και τη δραστηριοποίηση τους από τα ιόντα ασβεστίου, οι εγκάρσιες γέφυρες εµπλέκονται σε µια κυκλική διαδικασία σύνδεσης µε την ακτίνη, παραγωγή τάσης και κατόπιν αποδέσµευσης. Η κυκλική αυτή διαδικασία παραγωγής τάσης δεν είναι η ίδια για τους διαφορετικούς τύπους µυών (εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον τύπο της βαριάς µεροµυοσίνης των εγκάρσιων γεφυριών). Υπάρχούν επίσης ερευνητικά στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν ότι δεν παράγουν την ίδια τάση όλοι οι τύποι των εγκάρσιων γεφυρών. Ακόµα και κατά τη µέγιστη συστολή, ένα µέρος µόνο των εγκάρσιων γεφυρών δραστηριοποιείται κάθε στιγµή. Υπάρχουν λοιπόν και άλλοι παράγοντες, που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη όταν προσπαθούµε να εξηγήσόυµε τη µέγιστη παραγωγή τάσης στο αρχικό κατασκευαστικό επίπεδο του µυός. Πρακτικά µπορούµε να συσχετίσουµε τη µέγιστη παραγωγή τάσης ενός µυός µε την εγκάρσια διατοµή των µυϊκών ινών του (Morris, 1949. Tricker, 1967, Ikai and Futunaga, 1968, Ikai and Futunaga, 1970, Norman, 1977). Υποθέτοντας ότι ο αριθµός των µυοϊνιδίων των µυϊκών ινών δεν διαφέρει σηµαντικά, ο τρόπος αυτός είναι αρκετά ακριβής για την πρόβλεψη της τάσης που µπορεί να παράγει ένας µυς. Θα πρέπει βέβαια να υπολογίζουµε ότι ο εξωκυττάριος χώρος και η διάταξη των µυϊκών ινών διαφέρει από µυ σε µυ. Ως κύρια προσαρµογή σε προπονητικά προγράµµατα αύξησης της δύναµης, παρατηρούµε την αύξηση της

διαµέτρου της µυϊκής ίνας σε βάρος του εξωκυττάριου χώρου. Στην περίπτωση αυτή έχουµε αύξηση της εγκάρσιας διατοµής της µυϊκής ίνας, χωρίς όµως αυτή να φαίνεται και ως αύξηση της εγκάρσιας διατοµής του µυός. Όσον αφορά την διάταξη των µυϊκών ινών, αυτή διαφέρει ανάλογα µε το αν ο µυς είναι κατασκευασµένος για παραγωγή µέγιστης τάσης ή για παραγωγή υψηλού ρυθµού συστολής. Για παράδειγµα, για να αυξηθεί η ωφέλιµη εγκάρσια διατοµή, ορισµένοι µύες έχουν διάταξη µυϊκών ινών που αναφέρεται ως πτεροειδής ή πολυπτεροειδής. Η αναγκαστική επίπτωση µιας τέτοιας διάταξης των µυϊκών ινών είναι ότι το µήκος τους θα είναι βραχύτερο και αυτό σηµαίνει ότι ο µυς θα έχει ένα χαµηλότερο ρυθµό συστολής (Frost, 1973). Μηχανικό µοντέλο του µυός Στο µηχανικό µοντέλο του µυός (σχήµα 6) εµφανίζονται τρία κυρίως στοιχεία τα οποία επιδρούν στη µηχανική συµπεριφορά τόυ και διαµορφώνουν το τελικό αποτέλεσµα της συστολής. Αυτά είναι τα συσταλτά στοιχεία (Fc) και τα ελαστικά στοιχεία (Fc και Fp ). Το µοντέλο του µυός µπορεί να συµβάλει σηµαντικά στην ερµηνεία των δυναµικών ιδιοτήτων του µυός, όπως επίσης και στην κατανόηση της µηχανικής συµπεριφοράς του.

Τα συσταλτά στοιχεία (Fc) είναι η απεικόνιση των µυϊκών ινών, που είναι το ενεργητικό στοιχείο του µυός και κυρίως υπεύθυνο για την παραγωγή της δύναµης. Τα παράλληλα ελαστικά στοιχεία (Fp) αντιπροσωπεύουν τον συνδετικό ιστό που περιβάλλει κάθε µυϊκή ίνα, οµάδες µυϊκών ινών καθώς και ολόκληρο το µυ και επίσης της ελαστικότητα των εγκάρσιων γεφυρών (Huxley, 1974). Αντιστέκονται σε κάθε διάταση, συµπεριφέρονται δηλαδή όπως ένα ελατήριο. Τα ελαστικά στοιχεία σε σειρά (Fc) αναφέρονται κυρίως στους τένοντες των µυών που βρίσκονται σε διάταση «εν σειρά», τόσο µεταξύ τους όσο και µε τα συσταλτά και παράλληλα ελαστικά στοιχεία του µυός. Τέλος η τριβή (Τ), που συµβολίζεται µε ένα έµβολο στο µοντέλο, αντιπροσωπεύει την αντίσταση που αναπτύσσεται στον µυ, σε κάθε κίνηση των µυϊκών ινών του και η οποία προέρχεται κυρίως από το ενδοκυττάριο και εξωκυττάριο υγρό των µυϊκών κυττάρων. Τύποι µυϊκής συστολής Ανάλογα µε το εξωτερικό µηχανικό έργο ή τη διεύθυνση της δράσης, η µυϊκή συστολή δέχεται διαφορετικούς χαρακτηρισµούς. Όταν παρουσιάζεται εξωτερικό

µηχανικό έργο (κίνηση), η συστολή ονοµάζεται ισοτονική, ενώ όταν δεν παρουσιάζεται, αν και αναπτύσσεται εσωτερική τάση στο µυ, ονοµάζεται ισοµετρική. Η ισοτονική συστολή χωρίζεται σε δύο επιµέρόυς κατηγορίες, ανάλογα µε τη διεύθυνση του εξωτερικού έργου που παράγει. Στη µειοµετρική συστολή τα άκρα του µυός πλησιάζουν, καθώς συστέλλεται και για το λόγο αυτό το µηχανικό έργο χαρακτηρίζεται θετικό. Αντίθετα στη πλειοµετρική συστολή, τα άκρα του µυός αποµακρύνονται στη διάρκεια της συστολής. Στην περίπτωση αυτή το εξωτερικό µηχανικό έργο ονοµάζεται αρνητικό. Στην ισοµετρική συστολή τα άκρα του µυός µένουν αµετακίνητα και το εξωτερικό µηχανικό έργο είναι µηδενικό. Ένας µυς που συστέλλεται πλειο-µετρικά παράγει τη µεγαλύτερη δύναµη του σε σύγκριση µε τους άλλους δύο τύπους συστολής. Ή µειοµετρική συστολή παράγει τη µικρότερη δύναµη ενώ η ισοµετρική βρίσκεται στο ενδιάµεσο των δύο άλλων. Μηκοδυναµική ικανότητα του µυός Η βασική αυτή ικανότητα αναφέρεται στην παραγωγή της δύναµης του µυός σε σχέση µε το αρχικό µήκος του πριν από τη συστολή. Όπως φαίνεται και στο σχήµα 7 (ισοµετρική συστολή), ένας µυς παράγει τη µεγαλύτερη δύναµη του περίπου στο µήκος ηρεµίας του (Io ) και ίσως λίγο δεξιότερα (µικρή διάταση). Η εξήγηση για το σχήµα της καµπύλης βρίσκεται στις αλλαγές του σαρκοµερίου µέσα σε κάθε µυοϊνίδιο (Gordon και συν. 1966). Στο µήκος ηρεµίας, περίπου 2.0 µm µπορεί να λειτουργήσει ο µέγιστος αριθµός εγκάρσιων γεφυρών και έτσι υπάρχει η δυνατότητα µέγιστης παραγωγής δύναµης. Όσο ο µυς διατείνεται, η ακτίνη και η µυοσίνη αποµακρύνονται και ο αριθµός των εγκάρσιων γεφυρών που µπορούν να λειτουργήσουν ελαττώνεται µε αποτέλεσµα την πτώση της παραγωγής δύναµης. Σε πλήρη διάταση, περίπου 3,5 µm, σχεδόν καµία από τις εγκάρσιες γέφυρες δεν µπορεί να βρει τη θέση σύνδεσης της στην ακτίνη και έτσι η δύναµη πέφτει στο µηδέν. Αντίθετα, όσο ο µυς συσπειρώνεται (µήκος µικρότερο της ηρεµίας), παρουσιάζεται επικάλυψη των εγκάρσιων γεφυρών, µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται παρεµβολή στη δράση τους και εποµένως πτώση της παραγωγής δύναµης. Η πλήρης επικάλυψη έρχεται όταν το σαρκοµέριο έχει µήκος περίπου 1.5µm, οπότε παρουσιάζεται δραµατική πτώση της παραγωγής δύναµης, χωρίς όµως να φθάνει ποτέ σε µηδενική τιµή.

Στο ανθρώπινο σώµα, το διαφορετικό αρχικό µήκος του µυός αντιπροσωπεύει διαφορετικές γωνίες της άρθρωσης. Όταν η άρθρωση βρίσκεται σε πλήρη έκταση, οι εκτείνοντες µύες της άρθρωσης βρίσκονται σε θέση συσπείρωσης ενώ αντίθετα οι καµπτήρες σε θέση διάτασης. Ενδιάµεσες γωνίες της άρθρωσης δίνουν και διαφορετικό µήκος στους µυς. Το γεγονός αυτό, αν συνδυασθεί µε την µηκοδυναµική ικανότητα του µυός, δίνει διαφορετική δύναµη σε ένα µυ µε τη γωνία της άρθρωσης. Το γεγονός αυτό πρέπει να λαµβάνεται υπ όψη στη προπόνηση δύναµης. Ένα σταθερό βάρος δε φορτίζει το µυ κατά τον ίδιο τρόπο σε όλο το εύρος της άρθρωσης. Στις αρχικές και τελικές µοίρες του εύρους τροχιάς της άρθρωσης επιβαρύνει περισσότερο το µυ σε σχέση µε τις µεσαίες µοίρες ή αντίστοιχα το βάρος φαίνεται «ελαφρύτερο» στις µεσαίες µοίρες. Για το λόγο αυτό έχουν επινοηθεί ειδικές τροχαλίες στα µηχανήµατα προπόνησης (σχήµα 8) οι οποίες µε αλλαγές στον άξονα εφαρµογής της δύναµης, εναλλάσσουν τεχνητά την εφαρµοζόµενη επιβάρυνση ώστε να προσφέρουν οµοιοµορφία φόρτισης σε όλο το εύρος της άρθρωσης. Το πρόβληµα αυτό φυσικά δεν εµφανίζεται στα ισοκινητικά δυναµόµετρα. Εκεί ο δοκιµαζόµενος εφαρµόζει πάντοτε µέγιστη δύναµη και η εναλλαγή της επιβάρυνσης γίνεται µε τη διαφοροποίηση της γωνιακής ταχύτητας.

Στην περίπτωση της ισοτονικής συστολής, η µηκοδυναµική ικανότητα του µυός µεταβάλλεται από τη δράση των παράλληλων ελαστικών στοιχείων του µυός (Fp). Η συµπεριφορά τους µοιάζει µε αυτή ενός ελατηρίου ή ενός ελαστικού επιδέσµου. Έτσι όταν ο µυς βρίσκεται σε ηρεµία, καµία επίδραση δεν εµφανίζεται από την πλευρά των παράλληλων ελαστικών στοιχείων. Στην περίπτωση όµως διάτασης του µυός, αναπτύσσεται τάση στα Fp και η ενέργεια αυτή αθροίζεται στη δράση των συσταλτών στοιχείων µε αποτέλεσµα την αλλαγή της µηκοδυναµικής καµπύλης του µυός (σχήµα 9). Η καµπύλη Ft αντιπροσωπεύει την αθροιστική ενέργεια που παράγεται από την συνδυασµένη δράση των συσταλτών και παράλληλων ελαστικών στοιχείων. ιαφορετική από τη γραµµική σχέση (µέχρι ενός σηµείου) µήκους-δύναµης που παρουσιάζουν τα ελατήρια, είναι η µηκοδυναµική σχέση των παράλληλων ελαστικών στοιχείων, που φαίνεται να µην ακολουθεί τη γραµµικότητα αυτή (σχήµα 9, καµπύλη Fp). Η παθητική αυτή προσφορά ενέργειας, από την πλευρά των παράλληλων ελαστικών στοιχείων, παρουσιάζεται πάντα, αλλά η ενεργητική παραγωγή δύναµης από τα συσταλτά στοιχεία ελέγχεται βουλητικά. Η καµπύλη που παρουσιάσθηκε στο σχήµα 9 αντιπροσωπεύει τη µέγιστη εκούσια συστολή. Στο σχήµα 10 παρουσιάζονται οι καµπύλες της µηκοδυναµικής ικανότητας του µυός σε διαφορετικά ποσοστά της µέγιστης βουλητικής συστολής.

Ελαστικά στοιχεία σε σειρά και ηλεκτροµηχανική καθυστέρηση Η σχετική ταχύτητα επιµήκυνσης των ελαστικών στοιχείων σε σειρά (ΕΣΣ) φαίνεται να είναι κύριος παράγοντας εµφάνισης της ηλεκτροµηχανικής καθυστέρησης (ΗΜΚ) του µυός, που ορίζεται ως η χρονική διαφορά που παρουσιάζεται µεταξύ της εµφάνισης της ηλεκτροµυογραφικής δραστηριότητας και της τάσης του µυός. Άλλοι παράγοντες που φαίνεται να επιδρούν είναι η µεταβίβαση του ηλεκτρικού δυναµικού του µυός από το Τ-σύστηµα σωληνίσκων, η απελευθέρωση του ασβεστίου από το σαρκοπλασµατικό δίκτυο και ο σχηµατισµός των εγκάρσιων γεφυρών µεταξύ ακτίνης και µυοσί-νης, παράγοντες όµως που υπολείπονται κατά πολύ σε σπουδαιότητα σε σύγκριση µε την επίδραση των ΕΣΣ. Όπως φαίνεται και στο σχήµα 11, στην ισοµετρική συστολή η παραγωγή της δύναµης είναι αποτέλεσµα της συστολής των συσταλτών στοιχείων του µυός που µεταβιβάζεται στα ΕΣΣ τα οποία και διατείνονται (Braunwald και συν., 1967). Σε ισοτονική συστολή, πρώτα πραγµατοποιείται µια ισοµετρική συστολή µικρής χρονικής διάρκειας. Αφού τα ΕΣΣ διαταθούν, ακολουθεί η µετακίνηση του φορτίου που βρίσκεται στο άκρο του µυός, µόνο όταν η δύναµη έλξης των συσταλτών στοιχείων επάνω στα ΕΣΣ γίνει ίση ή µεγαλύτερη του βάρους του φορτιού. Η ηλεκτροµηχανική καθυστέρηση είναι µικρότερη στη πλειοµετρική συστολή σε σύγκριση µε τη µειοµετρική (Komi, 1973, Komi και Cavanagh, 1977). Αυτό

εξηγείται µε το ότι στην πλειοµετρική συστολή η φορά της ταχύτητας διάτασης των ΕΣΣ είναι η ίδια µε αυτή της δράσης των συσταλτών στοιχείων ενώ αντίθετη είναι στη µειοµετρική. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους η πλειοµετρική συστολή αποδίδει µεγαλύτερη παραγωγή δύναµης. Ταχοδυναµική ικανότητα του µυός Είναι µια από τις βασικότερες µηχανικές ιδιότητες του µυός και παρουσιάζει τη σχέση που υπάρχει µεταξύ της παραγωγής δύναµης και της ταχύτητας συστολής του µυός. Από το σχήµα 12 φαίνεται ότι η δύναµη που παράγει ένας µυς µειοµετρικά ή πλειοµετρικά, εξαρτάται από την ταχύτητα συστολής του. Επίσης, ενώ κατά τη µειοµετρική συστολή όσο αυξάνεται η ταχύτητα βράχυνσης, ελαττώνεται η παραγωγή δύναµης, το αντίθετο συµβαίνει µε την πλειοµετρική συστολή (Komi, 1973). Στο σχήµα 13 παρουσιάζεται η διαµόρφωση της ταχυδυναµικής καµπύλης ανάλογα µε το ποσοστό της έντασης της συστολής. Κατά τη µειοµετρική συστολή, η ελάττωση της παραγωγής δύναµης οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες. Πρωταρχικός φαίνεται να είναι η πτώση της τάσης καθώς οι εγκάρσιες γέφυρες, στο συσταλτό µέρος του µυός, αποδεσµεύονται και κατόπιν σχηµατίζονται πάλι σε θέση µεγαλύτερης συσπείρωσης του µυός. Ένας δεύτερος παράγοντας φαίνεται να είναι η εσωτερική τριβή που παρουσιάζεται από τα υγρά που υπάρχουν στο µυ, στα συσταλτά αλλά και τα ελαστικά στοιχεία του. Η εσωτερική αυτή τριβή απαιτεί εσωτερική δύναµη για να υπερνικηθεί, µε αποτέλεσµα να παρουσιάζεται µικρότερη δύναµη στον τένοντα. Λίγες έρευνες έχουν διερευνήσει την πλειοµετρική συστολή σε σχέση µε τη δύναµη που παράγει στις διάφορες ταχύτητες συστολής. Ο λόγος είναι η δυσκολία αλλά και η επικινδυνότητα της πειραµατικής διαδικασίας και όχι η µικρότερη σπουδαιότητα της σε σχέση µε την απόδοση. Οι λόγοι για τους οποίους η δύναµη

αυξάνει µε την αύξηση της ταχύτητας της πλειοµετρικής συστολής, είναι περίπου οι ίδιοι µε αυτούς της µειοµετρικής. Η δύναµη η οποία απαιτείται για το διαχωρισµό των εγκάρσιων γεφυρών είναι µεγαλύτερη από αυτή που απαιτείται για να συγκρατήσει στη σταθερή θέση σύζευξης, όπως στην ισοµετρική συστολή και η δύναµη αυτή αυξάνει µε την αύξηση της ταχύτητας επιβράδυνσης. Επίσης και στη πλειοµετρική συστολή η τριβή υπάρχει πάλι. Επειδή όµως η φορά της συστολής έχει αντιστραφεί, πρέπει να αναπτύσσεται µεγαλύτερη δύναµη στο τένοντα για να υπερνικήσει τη τριβή αυτή. Η ταχοδυναµική καµπύλη που παρουσιάσθηκε στο σχήµα 12 έχει διαµορφωθεί πριν από πολλές δεκαετίες, από πειράµατα σε αποµονωµένο µυ (Hill, 1983). Στην περίπτωση όπου πολλές µυϊκές οµάδες συµβάλλουν στην κίνηση (όπως συµβαίνει πράγµατι στο ανθρώπινο σώµα) ερευνητές αναφέρουν ότι το σχήµα της ταχοδυναµικής καµπύλης παραµένει όµοιο µε αυτό του αποµονωµένου µυός είτε µε εναλλασσόµενο ταχύτητα (Wikie, 1950) είτε µε σταθερή (Komi, 1973;Thorstensson και συν., 1976.Το 1978 οι Perrine και Edgerton διερεύνησαν την ταχοδυναµική ικανότητα του µυός (εκτείνοντες της κνήµης), χρησιµοποιώντας ισοκινητικό δυναµόµετρο, και παρουσιάζουν διαφορετική καµπύλη (σχήµα 14, διακεκοµµένη γραµµή) στην οποία φαίνεται ότι η µέγιστη δύναµη που µπορεί να παράγει µια οµάδα µυών είναι περίπου το 50% της µέγιστης που παρουσιάζεται σε πειράµατα από αποµονωµένο µυ. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι ο περιορισµός αυτός της παραγωγής δύναµης οφείλεται σε αυξηµένη νευρική προστασία.

Συµπεράσµατα Στην παρουσίαση αυτή έγινε µία προσπάθεια αναφοράς στις βασικότερες µηχανικές ιδιότητες του µυός. Παράλληλα, στηριζόµενοι στη µέχρι σήµερα υπάρχουσα βιβλιογραφία, παρουσιάσθηκαν εξηγήσεις των λόγων για τους οποίους ο µυς ακολουθεί αυτή τη συµπεριφορά επηρεαζόµενος από τους παράγοντες που αναλύθηκαν.

Φαίνεται λοιπόν ότι η εξωτερική παραγωγή δύναµης από ένα µυ, διαφοροποιείται από ορισµένους κατασκευαστικούς µηχανικούς παράγοντες όταν αυτοί ισχύουν. Η γνώση των παραγόντων αυτών είναι πρωταρχικής σηµασίας για το σχεδιασµό αποδοτικών προγραµµάτων προετοιµασίας του µυός για αθλητική απόδοση ή γενικά για την ανάπτυξη της αποτελεσµατικότητας του κατά τη µυϊκή συστολή. Όταν λαµβάνονται υπόψη κατά το σχεδιασµό προπονητικών προγραµµάτων οι παραπάνω παράγοντες, περιορίζεται επίσης σηµαντικά και η πιθανότητα τραυµατισµού. Ο τραυµατισµός, ακόµη και ο ελαφρύτερος σε έκταση ή σηµαντικότητα, επιφέρει συνήθως καταστροφικά αποτελέσµατα στην απόδοση των προπονητικών προγραµµάτων, για λόγους που δεν συµπεριλαµβάνονται στους σκοπούς της παρουσίασης. Τέλος ο αυτοσχεδιασµός του προπονητή επάνω σε αυτούς τους παράγοντες και ανάλογη αξιοποιήση τους κατά περίπτωση, βοηθούν προς την κατεύθυνση της πολύπλευρης προετοιµασίας του µυός µε αποτέλεσµα τη µεγιστοποιήση της συνολικής ανάπτυξης του. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bergstrom J. (1962): Muscle electrolytes in man, Scan.J.Clin.Lab.Invest., Suppl.68 Braunwald E., J.Ross and E.H.Sonnenblick (1967): Mechanisms of contraction of normal and failing heart, New England J.Mead., 277:853-863. Burke R.E and V.R. Edgerton (1975): Motor unit properties and selective involvement nt in movement, Exer.Sports Sci.Rev., 3:31-81. Di Prampero, P.E. (1985): Metabolic and circulatory limitations to VO2max at the whole animal level.j.of Experimental Biology, 115,319-332. Ebashi, S. (1980): Regulation of muscle contraction, Proceeding of the Royal Society B., 207,259-286. Edman, K.A.P. (1988): Double hyperbolic force-velocity relation in frog muscle fibers, J.of Physiology, 404,301-321. Frost H.M. (1973): Orthopaedic Biomechanics, Charles C. Thomas, Springfield, IL. Gordon A.M., A.F.Huxley and F.J.Julian (1966): The variation in isometric tension with sarcomere length in vertebrate muscle fibers, J. Physiol., 184:170 Henneman E. (1974): Organization of the spinal cord. In medical Physiology Ed. By Y.B. Mountcastle, 13 th ed., Vol.1. CY.Mosby, St. Louis. Hanson J. and Huxley H.E. (1953): The structural basis of the cross-striations in muscle, Nature, 172.530-2. Hasselbach WL. (1953): Elektronmikroskopische Untersuchungen an Muskelfibrillen bei totaler und partieller Extraktion des L-Myosins, Zeitschrift für Naturforschung. 8b, 449-54. Hill A.V. (1938): The heat of shortening and the dynamic constants of muscle, Proc.R.Soc.Lond.,126B:136-195.

Huxley A.F. (1953): Electron-microscope studies of the organization of the filaments in striated muscle, Biochimica et Biophysica Acta, 12,387. Huxley H.E. ans Hanson J. (1954): Changes in the cross striations of muscle during contraction and stretch and their structural interpretation, Nature, 173,973-7. Huxley A.F. (1974): Muscular contraction, J.Physiol. (London) 243:1-43 Ikai M.and Fukunaga T. (1968): Calculation of muscle (strength per unit crosssectional area of human muscle by means) of ultrasonic measurement, Int Z. angew. Physiol., 26, 26-32 Ikai M.and Fukunaga T. (1970): A study of training effect on strength per unit cross-sectional of muscle by means of ultrasonic measurement, Int.Z.argew. Physiol., 28,173-180. Komi P.V. (1973): Measurement of the force-velocity relationships in human muscle under concentric and eccentric contractions, In Biomechanics III, Ed.by S. Cergniglini, Karger, Basel, 224-229. Komi P.V. and P.R.Cavanagh (1977): Electromechanical delay in human skeletal muscle, Med.Sci.Sports, 9:49. Komi P.V. (1979): Neuromuscular performance: Factors influencing force and speed production, Scand.J.Sci., 1:2-25. Milner-Brown H.S., R.B.Stein and R.Yemm (1973): The orderly recruitment of human motor units during voluntary isometric contractions, J.Physiol.., 230:359-370 Milner-Brown H.S., R.B.Stein (1975): The relation between the surface electrotomyogram ad muscular force, J.Physiol., 246:549-569. Moris C.B. (1949): The measurement of the strength of the muscle relative to its cross section, Res.Q.20, 295-303. Norman R.W. (1977): The use of electromyography in the calculation of dynamic joint torque, (Doct.thesis), Pennlylanamia State University, State College, PA Perrine J.J. and V.R.Edgerton (1978): Muscle force-velocity and power-velocity relationships under isokinetic loading, Med.Sci.Sports, 10(3):159-166 Singh M. and V.Karpovich (1966): Isotonic and isometric forces of forearm flexors and extensors, J. Appl.Physiol., 21:1435 Thorstensson A., G.Grimby and J.Karlsson (1976): Force-velocity relations and fiber composition in human knee extensor muscles,j.appl.physiol. 40(1):12-16 fiber. Tricker R.A.R and Tricker B.J.K. (1967): The science of movement, Mills and Boon, London.

Warmolts J.R and W.K.Engel (1973): Correlation of motor unit behaviour with histochemical myofiber type in human by open biopsy electromyography, In New Developments in Electromyography and Clinical Neurophysiology, Ed.by J.E.Eesmedt,Vol. 1.,Karger,Basel. Wikie D.R, (1950): The relation between force and velocity in human muscle, J.Physiol, 110:249-280. Winter D.A. (1979): Biomechanics of human movements, John Wiley and Sons, New York.