Γλωσσολογία και Λογοτεχνία Από την Τεχνική στην Τέχνη τού Λόγου (Β έκδοση, 1991) Πρόλογος Έχει λεχθεί πως τα πιο αυτονόητα πράγµατα είναι κι αυτά που διαφεύγουν την προσοχή µας, η οποία στρέφεται συνήθως σε ό,τι θεωρούµε λιγότερο αυτονόητο. Έτσι λ.χ. µολονότι θα ήταν αυτονόητο ότι ο γλωσσολόγος ασχολείται και µε τη µελέτη τής γλώσσας των λογοτεχνικών κειµένων, µε τον χώρο δηλ. όπου η γλώσσα λειτουργεί µε τη µεγαλύτερη ένταση και αποδοτικότητα, εκεί όπου οι µηχανισµοί της, φανεροί και λανθάνοντες, συνειδητοί και υποσυνείδητοι, κινητοποιούνται για να επιτευχθεί η µέγιστη επικοινωνία, η πιο λεπτή, καίρια, σύνθετη και πολυσήµαντη, η «ποιητική» (µε την ετυµολογική έννοια τού όρου ως «δηµιουργίας»), µε άλλα λόγια εκεί όπου η γλώσσα ξεπερνάει το όργανο τής καθηµερινότητας για να µορφωθεί από απλή τεχνική σε δύσκολη τέχνη, εκεί ακριβώς ο γλωσσολόγος αποσύρεται! Κι είναι αισθητή πια η απουσία του, όσο απαραίτητη είναι και η παρουσία τού φιλολόγουερµηνευτή. Εδώ όµως προσκρούοµε στη δεύτερη «αυτονόητη παράλειψη». Στην ανάλυση τού λογοτεχνικού κειµένου παρίσταται µεν κανονικώς ο φιλόλογος, απουσιάζει όµως συνήθως ο ερµηνευτής Υπάρχει κι εδώ ο τεχνικός τού κειµένου, ξένος αλίµονο ή αδιάφορος συχνά για την τέχνη τού κειµένου και τον τεχνίτη δηµιουργό της, υπερασπιστής περισσότερο τής τεχνικής και θεµατοφύλαξ τής «τεχνολογίας» τού κειµένου, µε την αρχαία και µε τη σύγχρονή της έννοια. Ωστόσο «είναι καιρός», όπως λέει ο ποιητής, «να πούµε τα λιγοστά µας λόγια / γιατί η ψυχή µας αύριο κάνει πανιά» Είναι καιρός και σ αυτόν τον τόπο ο γλωσσολόγος να ασχοληθεί συστηµατικά µε τη λειτουργία τής γλώσσας στο λογοτεχνικό ιδιαίτερα στο ποιητικό, όπως θα το εννοούµε εφεξής εδώ κείµενο και συγχρόνως ο φιλόλογος και ο κριτικός τής λογοτεχνίας να ασχοληθούν πιο «επιστηµονικά», µε µεγαλύτερη αντικειµενικότητα, µέθοδο κα σύστηµα, µε την ερµηνεία τού λογοτεχνικού κειµένου από γλωσσικής πλευράς. Στόχος τού βιβλίου είναι ακριβώς να θέσει και να συζητήσει, για πρώτη ίσως φορά από τη σκοπιά αυτή, τα προβλήµατα που ανακύπτουν κατά την ανάλυση τής γλώσσας των λογοτεχνικών κειµένων, προβλήµατα θεωρητικά και πρακτικά, των οποίων πρέπει να έχει πλήρη συνείδηση ο µελετητής και ερµηνευτής τού κειµένου. Όπως θα φανεί από την ευρεία βιβλιογραφία που παρέχεται στα επί µέρους θέµατα, τα ζητήµατα αυτά τής τελευταίας δεκαετίας και ιδιαιτέρως στις µέρες µας συγκεντρώνουν εκ νέου το ενδιαφέρον των µελετητών, φιλολόγων αλλά και γλωσσολόγων, οι οποίοι πλέον, χωρίς προκαταλήψεις και δυσπιστίες για την προσφορά και τη συµβολή εκατέρων στην ανάλυση, συνεργάζονται για έναν κοινό σκοπό, την κατανόηση και ερµηνεία τού λογοτεχνικού κειµένου. Έτσι σιγά-σιγά πάει να διαµορφωθεί κι ένας τύπος φιλολόγου, κειµενολόγου θα τον λέγαµε, ο οποίος θα πλησιάζει το κείµενο όχι µόνο µε τα απαραίτητα εφόδια «τού επαρκούς αναγνώστη» (την πείρα, την ευαισθησία κ.λπ.), αλλά και µε γνώση των θεωρητικών, µεθοδολογικών και άλλων πολύπλοκων ζητηµάτων τής δοµής τού κειµένου που συνήθως καλύπτονται µε τον γενικό χαρακτηρισµό τους ως «φιλολογικών». Έχει γίνει πια συνείδηση ότι το λογοτεχνικό κείµενο, παρά την αναµφισβήτητη ιδιαιτερότητά του, δεν έχει ούτε µυστικιστικό ούτε απαραβίαστο χαρακτήρα. Είναι κι αυτό, όπως το µη λογοτεχνικό κείµενο και γενικότερα η 1
γλωσσική επικοινωνία, ένα σύνολο δοµών νοηµατικών και µορφικών (καθαρώς γλωσσικών) που σκοπεί σε ορισµένο επικοινωνιακό, αισθητικό (µε τη βαθύτερη φιλοσοφική έννοια τού όρου) αποτέλεσµα. Ούτε όµως οι νοηµατικές δοµές, ο κόσµος των σηµασιών ή των «σηµαινοµένων», ούτε η γλωσσική τους δήλωση, τα φωνολογικά και µορφοσυντακτικά µέσα ή «σηµαίνοντα», ούτε ακόµη οι µεταξύ σηµαινοµένων και σηµαινόντων σχέσεις είναι αντικείµενα που δεν επιδέχονται έρευνα. Κάτι τέτοιο θα σήµαινε τηρουµένων των αναλογιών πως είναι αδύνατη η επιστηµονική σπουδή τής γλώσσας και γενικότερα τής γλωσσικής επικοινωνίας, πράγµα που δεν διανοήθηκε να υποστηρίξει ποτέ κανείς. Ότι, από την άλλη µεριά, οι αισθητικοί στόχοι τής λογοτεχνικής σηµειολογίας το γεγονός ότι συνιστά τέχνη κι όχι απλή τεχνική διαφοροποιούν τον χαρακτήρα και την όλη λειτουργία τής γλώσσας των λογοτεχνικών κειµένων και κάνουν την ανάλυσή της πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη, κανείς γνώστης των πραγµάτων δεν µπορεί να το αµφισβητήσει. Ο κίνδυνος είναι να υπεραπλουστεύσει κανείς το πολύπλοκο σύστηµα συνδέσεως σηµαινοµένων και σηµαινόντων, τού κόσµου τού µηνύµατος µε τον κόσµο τής µορφής, να αγνοήσει τον ιδιάζοντα χαρακτήρα και στόχο τού ποιητικού λόγου και να υπερεκτιµήσει τις δυνατότητες τής γλωσσικής ανάλυσης ως πανάκειας για τη µελέτη τού κειµένου, ακόµη κι αυτής µόνο τής γλωσσικής µορφής του. Αν µε την προσοχή, τα εφόδια και τον σεβασµό που απαιτούν τόσο σύνθετα, «εύθραυστα» και σηµαντικά προϊόντα τού ανθρώπινου λόγου (µε τη διπλή του έννοια), όπως είναι η ποιητική δηµιουργία, προσεγγίσει ο κειµενολόγος το λογοτεχνικό κείµενο, και συγχρόνως αν το πλησιάσει µε την ταπεινοσύνη τού αληθινού επιστήµονα, που έχει συνείδηση τού πεπερασµένου και ατελούς χαρακτήρα τής ανθρώπινης γνώσεως, κι ακόµη µε έντιµες επιστηµονικές προθέσεις, δηλ. µε τον απαραίτητο διακλαδικό οπλισµό, τότε και µόνον τότε δικαιούται να «προσέλθει» στην κατανόηση και ερµηνεία τού κειµένου, ιδίως τού ποιητικού. Μικρή συµβολή στο µεγάλο αυτό εγχείρηµα φιλοδοξούν να είναι και όσα περιλαµβάνονται στο βιβλίο αυτό. Οι στόχοι ενός βιβλίου σε συνδυασµό µε τα επιστηµονικά ενδιαφέροντα, την ερευνητική και διδακτική δραστηριότητα τού συγγραφέα του καθορίζουν, σε µεγάλο βαθµό, και τη συγκρότηση τού έργου. Το ίδιο ισχύει και για το παρόν βιβλίο. Νέα και παλιότερα (δηµοσιευµένα ή αδηµοσίευτα) γραπτά µου που είχαν ως αφετηρία και µέληµα άµεσο ή έµµεσο τα προβλήµατα τής γλώσσας, στην κειµενική της ιδιαίτερα λειτουργία, συγκεντρώθηκαν εδώ, γράφτηκαν ή ξαναγράφτηκαν εν όλω ή εν µέρει, προσαρµόστηκαν, συµπληρώθηκαν, εκσυγχρονίστηκαν βιβλιογραφικά, αλληλοσυνδέθηκαν, συστηµατοποιήθηκαν και συντονίστηκαν ακόµη γλωσσικά. Όλα ξαναειδώθηκαν υπό το πρίσµα που καθόρισε και τον γενικό τίτλο τού βιβλίου, την προβληµατική που ανακύπτει στο πέρασµα από την τεχνική στην τέχνη τού λόγου, από τη γλωσσολογία στη λογοτεχνία. Έτσι κανένα προηγούµενο µελέτηµα, απ όσα κρίθηκε σκόπιµο να περιληφθούν εδώ, δεν εµφανίζεται µε τη µορφή, την έκταση και τη βιβλιογραφική τεκµηρίωση που είχε όταν πρωτοδηµοσιεύτηκε. Ειδικότερα για τα µελετήµατα που συνθέτουν τα οκτώ αντίστοιχα κεφάλαια τού βιβλίου παρατηρούµε τα εξής: Το πρώτο («Γλωσσολογία και Λογοτεχνία: Τεχνική και τέχνη τού λόγου»), που έδωσε και τον γενικό τίτλο τού βιβλίου, αποτελεί, όσο γνωρίζω, την πρώτη στην ελληνική βιβλιογραφία συστηµατική γλωσσολογική πραγµάτευση των προβληµάτων που συνδέονται µε τη µελέτη τής γλώσσας τής λογοτεχνίας. Στο κεφάλαιο αυτό, το εκτενέστερο τού βιβλίου, θίγονται ή εξετάζονται συνοπτικά τα περισσότερα από τα θέµατα που αναλύονται στα υπόλοιπα κεφάλαια. Ό,τι κυρίως µας απασχολεί εδώ είναι µια κριτική επισκόπηση των προβληµάτων και των επιτευγµάτων στην γλωσσολογική έρευνα τής λογοτεχνίας µε έµφαση στο τι µπορεί να επιτύχει και πού πρέπει να αποβλέπει η έρευνα στον 2
χώρο αυτό. Στο β κεφάλαιο («Η µοναδικότητα τής λέξεως») προσπαθούµε να δείξουµε τη δοµή και τον ιδιάζοντα χαρακτήρα τού γλωσσικού σηµείου, όπως πραγµατώνεται στη λέξη. Τι σηµαίνει ακόµη γλωσσολογικά η γνωστή ρήση τού Mallarmé «η ποίηση δεν γίνεται µε ιδέες, αλλά µε λέξεις», που εντάσσεται στο γενικότερο γλωσσολογικό πρόβληµα τι συνθέτει τη λέξη και τι συνιστά την ιδιαίτερη, µοναδική φυσιογνωµία της. Το ύφος («Η έννοια τού ύφους») αποτελεί το αντικείµενο τού γ κεφαλαίου. Όλοι οι δρόµοι για τη γλωσσολογική θεώρηση τού λογοτεχνικού κειµένου οδηγούν στο ύφος, στην ιδιαιτερότητα τής δοµής τής γλώσσας τού κειµένου κατά συγγραφέα. Η ποικιλία των προβληµάτων τού ύφους, η διάσταση απόψεων ως προς την υφή, ανάλυση και λειτουργία τού ύφους εξετάζονται συστηµατικά στο κεφάλαιο αυτό. Αν υπάρχει κάτι που διακρίνει την γλωσσική επικοινωνία γενικότερα κατ εξοχήν τη γλώσσα τής λογοτεχνίας είναι ο δηµιουργικός της χαρακτήρας. Αυτή την ιδιότητα τής δηµιουργικότητας («Η δηµιουργικότητα στη γλώσσα: Το ξεπέρασµα των φραγµών τής συµβατικής γλώσσας») εξετάζουµε στο δ κεφάλαιο. Τι συνιστά τη γλωσσική δηµιουργικότητα, πώς πραγµατοποιείται και τι αντιστρατεύεται την προσπάθεια τού ανθρώπου, ιδιαίτερα τού πνευµατικού δηµιουργού, να εκφραστεί αποτελούν κεντρικά θέµατα αυτού τού κεφαλαίου. Στο επόµενο κεφάλαιο («Η σηµασιολογία στην ποίηση») µας απασχολεί ιδιαίτερα ο τρόπος που λειτουργεί σηµασιολογικά η γλώσσα στο ποιητικό κείµενο, ως επιλογή και ως απόκλιση δοµικών σηµασιολογικών σχηµάτων. Η αντίληψη ότι το κείµενο και οι περί αυτό παράγοντες υπο-κείµενο, αντι-κείµενο, προ-κείµενο, περι-κείµενο συνιστούν οµάδα λειτουργιών µε τη δική τους δοµή και καθολικό για κάθε µορφή κειµένου χαρακτήρα αποτελεί το επίκεντρο τού 6 ου κεφαλαίου («Καθολικές δοµές τής λογοτεχνικής σηµειολογίας: Κείµενο και κειµενικές λειτουργίες»). Το ζ κεφάλαιο («Η λειτουργία τής στίξεως στο κείµενο: Η πολυσηµία τής α-στιξίας σ ένα κείµενο τού Ελύτη») είναι αφιερωµένο σ ένα πολύ λίγο σε ευρύτερη κλίµακα µελετηµένο θέµα, στον ρόλο τής στίξεως µέσα στο ποιητικό κείµενο. Εδώ υποστηρίζεται η άποψη ότι η στίξη δεν είναι παρά οδηγίες αναγνώσεως και αποκωδικοποιήσεως τού κειµένου, παράλληλα δε ορισµένη µορφή στίξεως δηλώνει τον προσωπικό σχολιασµό των λεγοµένων από τον ίδιο τον συγγραφέα. Έτσι η κατάργηση τής στίξεως αποτελεί σκόπιµη στάση για µιαν «ελεύθερη», µη δεσµευτική όσο και πολύσηµη, ανάγνωση τού κειµένου. Ο λόγος που συµπεριλάβαµε στο βιβλίο το τελευταίο κεφάλαιο («Σύγχρονη σηµασιολογία: Από την πρόταση στο κείµενο») είναι προφανής. Ο αγώνας τής σύγχρονης σηµασιολογίας να αναλύσει και να ερµηνεύσει τη λειτουργία των σηµασιών στην επικοινωνία και ιδιαίτερα στο κείµενο δεν µπορεί να λείπει από ένα τέτοιο βιβλίο. Η αφετηρία µε βάση τον Lyons είναι, εξάλλου, σκόπιµη, αφού είναι από τους πιο έγκυρους σύγχρονους µελετητές τής σηµασίας µε ιδιαίτερη ευαισθησία στα θέµατα τής κειµενικής σηµασίας. εν είναι ανάγκη να αναφέρω, τελειώνοντας τη σκιαγράφηση τού περιεχοµένου τού βιβλίου, πως κάποια επικάλυψη εννοιών, απόψεων και θεµάτων υπήρξε αναπόφευκτη, όσο κι αν προσπάθησα συνειδητά κάθε πραγµάτευση τού ίδιου ή συναφούς αντικειµένου να έχει τη δική της οπτική γωνία και να είναι προσανατολισµένη στο ιδιαίτερο κάθε φορά σύστηµα αναφοράς, στο θέµα δηλ. τού κάθε κεφαλαίου. Ως προς τη «γραφή» τού βιβλίου θα ήθελα να σηµειώσω τα εξής. Το βιβλίο προορίζεται κυρίως για φοιτητές που ενδιαφέρονται για τη γλώσσα τού κειµένου και τα προβλήµατά της, γι αυτούς µε τους οποίους συζητώ στα µαθήµατά µου τής Κειµενο- και Υφο-γλωσσολογίας τα ζητήµατα τής δοµής και λειτουργίας τής γλώσσας των λογοτεχνικών κειµένων εν σχέσει προς την γενικότερη δοµή τής γλώσσας. Αν φτάσει και στα χέρια άλλων ενδιαφεροµένων, φιλολόγων, κριτικών τής 3
λογοτεχνίας και «εραστών τού κειµένου και τής γλώσσας», ας µου συγχωρήσουν οι τελευταίοι τη δασκαλίστικη επιµονή µου σε ορισµένα, τετριµµένα ή και πολύ ειδικά ίσως γι αυτούς, θέµατα. Κάτι ακόµη. Το βιβλίο αυτό, γραµµένο από γλωσσολόγο, είναι φυσικό να δίνει έµφαση στη γλωσσολογική πλευρά τού κειµένου. Αυτό δεν σηµαίνει προσπάθησα να το δηλώσω σε κάθε ευκαιρία και αντίστοιχη ιεράρχηση τής συµβολής των µελετητών που ασχολούνται µε το κείµενο. Τι είναι πρώτο και τι δεύτερο για τη µελέτη ενός λογοτεχνικού κειµένου µόνο τα αποτελέσµατα από την έρευνά του µπορούν, ενδεχοµένως, να το δείξουν. Συναφές µε το τελευταίο την οπτική γωνία τού γλωσσολόγου είναι και η συστηµατικά επιχειρούµενη σύνδεση όλων ανεξαιρέτως των θεµάτων µε την κοινή γλώσσα, την ανάλυση και λειτουργία τής δοµής της και τα προβλήµατά της. Αυτό το θεωρώ και λογικό και αναπόφευκτο. εν µπορούµε, νοµίζω, να καταλάβουµε την τέχνη τού λόγου, αν δεν ξεκινήσουµε από την τεχνική τού καθηµερινού λόγου, που είναι και η βάση όποιας άλλης τεχνικής και τής ίδιας τής τέχνης τού λόγου. Ας το πω σαφέστερα. Η λογοτεχνία δεν έχει ιδιαίτερη, αυτόνοµη τεχνική στην έκφραση. Χρησιµοποιεί γενικότερους µηχανισµούς τής γλώσσας (τη µεταφορά, τη µετωνυµία, τον παραλληλισµό ηχητικών ή γραµµατικών δοµών κ.λπ.), που µετατρέπουν την τεχνική τού καθηµερινού λόγου σε τέχνη, ενεργοποιώντας τη λεγόµενη ποιητική λειτουργία τού λόγου. Είναι όπως τα χρώµατα και τα σχέδια, που ως ύλη και ως τεχνική, δεν είναι άλλα στην καθηµερινή πράξη και διαφορετικά στην τέχνη τού ζωγράφου. Ακριβώς η µετουσίωση τής τεχνικής τού κοινού λόγου σε τέχνη από τον αγώνα τού δηµιουργού να εκφραστεί είναι να καταξιώνει και τα δύο, και τον καθηµερινό και τον ποιητικό λόγο, και την τεχνική και την τέχνη. Η τέχνη είναι που µεταµορφώνει την τεχνική, χωρίς να είναι η ίδια µια άλλη τεχνική. Για τον γλωσσολόγο, τέλος, είναι και κατανοητό και αναµενόµενο πως έχει πάντα κάτι να πει και για τη µετα-γλώσσα του, τη γλώσσα που χρησιµοποιεί στην επικοινωνία του. Για τη γλώσσα, λοιπόν, που χρησιµοποίησα στο βιβλίο σηµειώνω τα εξής. Προσπάθησα να είναι η τρέχουσα, ζωντανή νεοελληνική γλώσσα, αδέσµευτη από ρυθµιστικούς κανόνες «καλής γλωσσικής συµπεριφοράς» ή από πιστοποιητικά «γλωσσικής νοµιµοφροσύνης». Όπου, σπάνια, αναθεώρησα τύπους ή δοµές που χρησιµοποίησα στο παρελθόν είναι γιατί η ίδια η γλωσσική χρήση, που προσπαθώ πάντα να αποτυπώσω, αναθεώρησε εν τω µεταξύ κάποιες µορφές της σε ευρύτερο επίπεδο. Σ ένα ακόµη σηµείο κρίνω σκόπιµο να σταθώ, στην ορθογραφία αυτού τού κειµένου. Έχω διαπιστώσει πως ορισµένοι από τους αναγνώστες, που µου κάνουν την τιµή να παρακολουθούν τα γραπτά µου, αντιδρούν ασυναίσθητα σε µερικές σωστές επιστηµονικά, αλλά µη ευρύτερα καθιερωµένες, ορθογραφήσεις που χρησιµοποιώ, παρασυνδέοντας, «ως µη ώφελον», τη γλώσσα µε το καθαρώς τεχνικό ζήτηµα τής ορθογραφικής παραστάσεως κάποιων καταλήξεων. Έτσι, για να βοηθήσω και ο ίδιος στο να αποβάλουν τις πονηρές συνδέσεις και να σταθούν µόνο στο περιεχόµενο των γραφοµένων µου, ώστε να έχω (οµολογώ εδώ τη δική µου «πονηράν σκέψιν») ανόθευτη και ουσιαστική την κριτική τους, αποφάσισα να γράψω εδώ τις καταλήξεις αυτές στην «επίσηµη» (σχολική) ορθογραφία (παλιά τριτόκλιτα µε -η και υποτακτική µε -ει). Εκεί που δεν έστερξα να «προσχωρήσω» στον «ορθογραφικό συρµό» γιατί πιστεύω ότι διανύουµε ακόµη ένα πρώτο πειραµατικό στάδιο εφαρµογής που θα χρειαστεί τροποποιήσεις και βελτιώσεις είναι το τονικό, η τονική ορθογραφία. Εφήρµοσα µεν κατά τις πεποιθήσεις µου και σύµφωνα µε προηγούµενα γραπτά µου το µονοτονικό, αλλά µε ορισµένες αναγκαίες, νοµίζω, «αποκλίσεις» (δήλωση τής δασείας, τονισµό και των µονοσύλλαβων τύπων εφόσον εξαίρονται τονικά κ.λπ.), 4
που θα ήθελα να προβληµατίσουν τον αναγνώστη τού κειµένου µου για τον σκόπιµο ή και για τον άσκοπο ενδεχοµένως χαρακτήρα τους. 5