ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Εμμανουήλ-Μάριος Λ. Οικονόμου Διδάκτωρ Οικονομικών Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Μάρτιος 2017
ΔΙΑΛΕΞΗ 4 η : Τα μακροοικονομικά μεγέθη που καθορίζουν την πορεία μιας επιχείρησης σε μια εγχώρια οικονομία (ΑΕΠ, δείκτης ανεργίας, πληθωρισμός, επιτόκια, καταθέσεων & χορηγήσεων, επενδύσεις, ισοζύγιο πληρωμών, έλλειμμα προϋπολογισμού, κυβερνητική πολιτική, δημοσιονομική & νομισματική πολιτική) Οι φάσεις του κύκλου μιας επιχείρησης και τα χαρακτηριστικά τους Φάση ανόδου ή επέκτασης Φάση της ευημερίας Φάση της κρίσης ή συρρίκνωσης Φάση της ύφεσης
Τα μακροοικονομικά μεγέθη που καθορίζουν την πορεία μιας επιχείρησης σε μια εγχώρια οικονομία
Δείκτης ανεργίας (unemployment rate) είναι το ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού το οποίο αναζητά εργασία. Ο δείκτης ανεργίας μετράει τον βαθμό κατά τον οποίο μια οικονομία λειτουργεί σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης. Εναλλακτικά οι αναλυτές χρησιμοποιούν τον δείκτη απασχολούμενης δυναμικότητας (capacity utilization rate) δηλαδή τον λόγο της πραγματικής παραγωγής των εργοστασίων που λειτουργούν σε μια οικονομία προς την δυνητική τους παραγωγή.
Ο Πληθωρισμός Είναι η ποσοστιαία μεταβολή του γενικού επιπέδου των τιμών μιας οικονομίας μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ο πληθωρισμός μπορεί να είναι είτε θετικός, είτε αρνητικός (αποπληθωρισμός) Είναι η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών. Υψηλοί δείκτες πληθωρισμού συνδέονται συνήθως με οικονομίες στις οποίες η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες υπερβαίνει την συνολική παραγωγική διαδικασία και δυναμικότητα τους, με συνέπεια οι τιμές να ωθούνται προς τα πάνω. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να υποκινήσουν τις παραγωγικές δυνάμεις αρκετά ώστε η οικονομία να βρεθεί κοντά στο επίπεδο πλήρους απασχόλησης. Ταυτόχρονα όμως, δεν επιθυμούν να βρεθεί η οικονομία υπερβολικά κοντά στο επίπεδο πλήρους απασχόλησης γιατί αυτό θα προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις.
Πληθωρισμός της ζήτησης Ο πληθωρισμός της ζήτησης είναι ο πληθωρισμός που προκύπτει από αύξηση της ζήτησης εμπορευμάτων ή και υπηρεσιών. Η αύξηση αυτή οφείλεται: Αύξηση της προσφοράς του χρήματος. Αύξηση δημοσίων δαπανών Αύξηση της ζήτησης από το εξωτερικό για εγχώρια εμπορεύματα Πληθωρισμός της προσφοράς Ο πληθωρισμός της προσφοράς είναι ο πληθωρισμός που προκύπτει από μείωση της προσφοράς εμπορευμάτων ή και υπηρεσιών. Η μείωση αυτή οφείλεται: Αύξηση μισθών ταχύτερη από την αύξηση της εργατικής παραγωγικότητας Ανατίμηση των εισαγόμενων πρώτων υλώαύξηση των συντελεστών έμμεσης φορολογίας Αύξηση του κόστους δανειακών κεφαλαίων
Τα επιτόκια Τα υψηλά επιτόκια μειώνουν την παρούσα αξία των μελλοντικών ταμιακών ροών και κατά συνέπεια, μειώνουν την ελκυστικότητα των επενδυτικών ευκαιριών. Για το λόγο αυτό, τα επιτόκια είναι καθοριστικοί παράγοντες προσδιορισμού των επενδυτικών δαπανών των επιχειρήσεων.
Επιτόκια Τα επιτόκια τείνουν να ακολουθούν το γενικό υπόδειγμα των κυκλικών διακυμάνσεων. Συγκεκριμένα, όταν η οικονομική δραστηριότητα αυξάνει, τα επιτόκια εμφανίζουν τάση ανόδου, ενώ όταν η οικονομική δραστηριότητα μειώνεται, τα επιτόκια εμφανίζουν πτωτική τάση. Το ύψος των επιτοκίων είναι μια σημαντική μεταβλητή για τα χρηματοοικονομικά στελέχη αφού επηρεάζει το είδος και τη διάρθρωση της χρηματοδότησης μιας επιχείρησης καθώς και τη βιωσιμότητα των προτεινόμενων επενδύσεων. Υπάρχουν επιτόκια χορηγήσεων σε επενδυτές, πχ., από τράπεζες που χορηγούν δάνεια σε επίδοξους επιχειρηματίες για να αναλάβουν επενδυτική δράση ή καταναλωτικά δάνεια. Υπάρχουν επιτόκια καταθέσεων από καταναλωτές ή επιχειρηματίες. Αυτά τους αποδίδουν ένα επιτόκιο ως ποσοστό επί της αξίας την χρημάτων που έχουν καταθέσει στον τραπεζικό τους λογαριασμό
Βασικά περί ομολόγων Εκδότης: Είναι ο χρηµατοοικονοµικός οργανισµός (τράπεζα, εταιρεία, κράτος) ο οποίος δανείζεται κεφάλαια από τους επενδυτές µε την έκδοση του οµολόγου: (µπορεί να είναι η κυβέρνηση ή μια εταιρεία). Τοκοµερίδιο (κουπόνι): Οι περιοδικές πληρωμές τόκου που καταβάλλονται στον κάτοχο του οµολόγου. Απόδοση (Yield): Το καθαρό κέρδος από την αγορά των οµολόγων, το οποίο βασίζεται στην τιµή αγοράς και τον τόκο που θα αποκομίζει μέσω των κουπονιών ο επενδυτής. Απόδοση στη λήξη (yield to maturity): Η απόδοση που αποφέρει ένα οµόλογο από την ηµεροµηνία αγοράς έως την ηµεροµηνία λήξης του. Απόδοση κατά την ηµεροµηνία εξαγοράς (yield to call): Η απόδοση που αποφέρει ένα οµόλογο από την ηµεροµηνία αγοράς µέχρι την ηµεροµηνία εξαγοράς του από τον εκδότη του.
Κίνδυνοι Πληθωρισµός: Σε περίπτωση οµολόγων σταθερού επιτοκίου υπάρχει πιθανότητα η αξία των οµολόγων να διαβρωθεί από τον πληθωρισµό. Επιτόκια: Οι τιµές των οµολόγων κινούνται σε αντίθετη τροχιά µε τις τιµές των επιτοκίων. Άρα όταν υπάρχει αύξηση στα επιτόκια υπάρχει µείωση στιςτιµές των οµολόγων ενώ οι τιµές των οµολόγων αυξάνονται όταν υπάρχει µείωση στα επιτόκια. Πιστοληπτικός Κίνδυνος: Υπάρχει κίνδυνος ο εκδότης να είναι χαµηλής οικονοµικής φερεγγυότητας και να αδυνατεί να αποπληρώσει το χρέος τουστον επενδυτή. Κίνδυνος Ρευστότητας: Η ρευστοποίηση των οµολόγων εξαρτάται από τη προσφορά ή τη ζήτηση. Υπάρχει ζήτηση για οµόλογα υψηλής φερεγγυότητας αλλά όχι για επισφαλή οµόλογα
Είδη Ομολόγων Τα οµόλογα κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες: Ανάλογα µε την ιδιότητα του εκδότη, δηλαδή αν ο εκδότης είναι το δηµόσιο ή ιδιωτικές εταιρίες. Έτσι τα οµόλογα διακρίνονται σε κρατικά και εταιρικά, δημοτικά, υπερεθνικά η διεθνή. Ανάλογα με τον Εκδότη Κυβερνητικό ομόλογο (treasury bond) Επιχειρηματικό ομόλογο (corporate bond) Δημοτικό ομόλογο (municipal bond) Υπερεθνικό ομόλογο (supranational bond)
Το κρατικό ομόλογο ή κυβερνητικό ομόλογο (αγγλικά: treasury bond) είναι η συνηθέστερη και πιο κοινή περίπτωση ομολόγου. Ομόλογα τέτοιου τύπου συναντώνται σε πολλές χώρες. Εκδίδονται για σχετικά μεγάλα ποσά, θεωρούνται εξαιρετικής πιστωτικής αξίας και έχουν μεγάλη ρευστότητα. Με τον τρόπο αυτό οι κυβερνήσεις καλύπτουν σε ένα βαθμό τις δανειακές τους ανάγκες. Θεωρούνται σημείο αναφοράς για την τιμολόγηση όλων των άλλων εκδόσεων. Η αγορά των κυβερνητικών ομολόγων των ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο αποτελώντας γι αυτό σημείο αναφοράς των διεθνών αγορών, με τα T-bonds, T-bills, T-notes (όπου το Τ σημαίνει Treasury). Μεταξύ των βασικών αιτιών που συντέλεσαν σε αυτήν την ανάπτυξη ήταν τα μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού της χώρας και η διεθνοποίηση της αγοράς αυτής αφού ο αριθμός των ξένων επενδυτών αυξήθηκε με γρήγορους ρυθμούς. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των κυβερνητικών ομολόγων βρίσκεται στα χέρια ξένων επενδυτών. Προϊόντα αυτής της αγοράς είναι τα έντοκα γραμμάτια (αγγλικά: treasury bills), τα ομόλογα με διάρκεια από 2 έως 10 χρόνια (αγγλικά: treasury notes) και τα ομόλογα με διάρκεια μεγαλύτερη των 10 ετών (αγγλικά: treasury bonds). Δημοφιλέστερα και γνωστότερα μεταξύ των τελευταίων τα 30χρόνα ομόλογα, η απόδοση των οποίων είναι σημείο αναφοράς της τάσεως των μακροχρονίων επιτοκίων στις ΗΠΑ.
Ένα επιχειρηματικό ομόλογο (αγγλικά: corporate bond) προορίζεται να χρηματοδοτήσει επιχειρηματικά χρέη. Είναι φυσικό να μη θεωρείται ίδιας ποιότητας με το κυβερνητικό, αλλά τόσο η πιστωτική του αξία όσο και η ρευστότητα των αγορών του εξαρτώνται από την πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη. Τέτοια ομόλογα έχουν εκδοθεί από βιομηχανικές εταιρείες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ή και τράπεζες. Το δημοτικό ομόλογο (αγγλικά: municipal bond) εκδίδεται από δήμο,νομαρχία, ή άλλη τοπική αυτοδιοίκηση. Είναι γενικά καλής ποιότητας και ρευστότητας. Ανεπτυγμένη αγορά τέτοιων ομολόγων υπάρχει κυρίως στις ΗΠΑ. Τα δημοτικά ομόλογα παρέχονται για να εισπράξουν χρήματα για διάφορα δημοτικά έργα. Ο δήμος ή ο νομάρχης έχει το δικαίωμα να τυπώσει ομόλογα για διάφορα έργα. Για παράδειγμα η δημαρχία της Μυτιλήνης μπορεί να παράγει δημοτικά ομόλογα για να τελειώσουν ένα λιμάνι. Εκδίδονται ομόλογα για ένα πρόγραμμα αξίας 100 εκατομμύρια ευρώ και προσφέρουν στους επενδυτές πέντε τοις εκατό ετήσιο τόκο.
Το υπερεθνικό ομόλογο (αγγλικά: supranational bond) εκδίδεται από διεθνείς οργανισμούς που έχουν την καλύτερη δυνατή αξιολόγηση από πλευράς κινδύνου (triple A). Τέτοιοι οργανισμοί είναι η Παγκόσμια τράπεζα (World Bank), η Ευρωπαϊκή επενδυτική τράπεζα (European Investment Bank) κ.α. Έχουν κάνει δε εκδόσεις σε όλα τα σημαντικά νομίσματα.
Τα Αμοιβαία Κεφάλαια (ΑΚ) αποτελούν ένα θεσμό συγκέντρωσης κεφαλαίων από μεγάλο αριθμό αποταμιευτών που τοποθετούνται ενιαία από εταιρείες διαχείρισης (ΑΕΔΑΚ) σε συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια ανοικτού τύπου (open end), σε ανταπόκριση στους στόχους και τις προτιμήσεις των επενδυτών. Στην Αγγλία είναι γνωστά ως unit trusts. Τα Αμοιβαία Κεφάλαια δεν δίνουν τόκο ούτε έχουν προκαθορισμένες αποδόσεις. Η απόδοση για τον μεριδιούχο είναι η διαφορά που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα στο κεφάλαιο επένδυσης και στην αποτίμηση αυτής σε χρονική διάρκεια.
Τα συστατικά στοιχεία των Αμοιβαίων Κεφαλαίων είναι: Ένας συγκεκριμένος επενδυτικός σκοπός. Μια ποικιλία μετοχών, ομολόγων και άλλων αξιογράφων καθώς και μετρητών. Μια ομάδα ατόμων που ασκεί επαγγελματική διαχείριση του πιο πάνω χαρτοφυλακίου. Ένας συγκεκριμένος τρόπος υπολογισμού της αξίας των επενδύσεων σε καθημερινή βάση. Ένας συγκεκριμένος τρόπος εισόδου και αποχώρησης των επενδυτών από το Α/Κ. Ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο που θα θεσμοθετεί τα παραπάνω.
ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ Το ισοζύγιο πληρωμών είναι ο ειδικός λογαριασμός στον οποίο καταγράφονται το ύψος και η εξελικτική πορεία όλων των οικονομικών συναλλαγών που διατηρεί μια χώρα με άλλες χώρες
Έλλειμμα κρατικού προϋπολογισμού (δημοσιονομικό έλλειμμα) Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμοί (budget deficit) αντιπροσωπεύει τη διαφορά των δημοσίων δαπανών και εσόδων. Τα ελλείμματα του προϋπολογισμού καλύπτονται από το αντίστοιχο δημόσιο δανεισμό. Υψηλό δημόσιο χρέος μπορεί να ωθήσει τα επιτόκια προς τα πάνω δια μέσου της αύξησης της συνολικής ζήτησης για πιστώσεις στην οικονομία. Έτσι, οι ακριβά. επιχειρήσεις θα δανείζονται πιο Οι οικονομολόγοι γενικά πιστεύουν ότι ο υπερβολικός δημόσιο δανεισμό μπορεί να περιορίσει το δανεισμό και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων που προκαλεί.
Δημόσιο Xρέος είναι το σύνολο της οφειλής σε χρηματικές μονάδες του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Προσδοκίες καταναλωτών και παραγώγων Η αισιοδοξία ή απαισιοδοξία των καταναλωτών και των παραγωγών αναφορικά με την οικονομία μια χώρας είναι ένας σημαντικός παράγοντας καθορισμού των οικονομικών αποτελεσμάτων της χώρας. Αν οι καταναλωτές έχουν εμπιστοσύνη για το μελλοντικό επίπεδο του εισοδήματός τους, τότε θα είναι περισσότερο πρόθυμοι να δαπανήσουν χρήματα (εκτός και αν είναι ρικαρντιανά σκεπτόμενοι) για ακριβά προϊόντα. Ομοίως, ποιοι παραγωγοί θα αυξήσουν την παραγωγή και τα αποθέματα να αναμένουν υψηλότερη ζήτηση για τα προϊόντα τους στο μέλλον. Έτσι, οι προσδοκίες αναφορικά με τη μελλοντική κατάσταση της οικονομίας καθορίζουν το ύψος της κατανάλωσης και των επενδύσεων και επηρεάζουν τη συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες.
Κυβερνητική πολιτική Οι κυβερνήσεις διαθέτουν δυο μεγάλες κατηγορίες μέτρων για να επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα μέτρα που επηρεάζουν τη ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες (καταναλωτές) και μέτρα που επηρεάζουν την προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών (παραγωγοί). Μια κυβέρνηση μπορεί να διαμορφώσει βάσει των επιδιώξεών της την δημοσιονομική πολιτική (κυβερνητικές δαπάνες, φορολογικοί συντελεστές) και την νομισματική πολιτική (δραστηριότητες ανοικτής αγοράς, προεξοφλητικό επιτόκιο κα ποσοστό ρευστότητας στην αγορά)
Δημοσιονομικό σκέλος Αν μια κυβέρνηση κάνει υψηλές δαπάνες (δηλαδή επεκτατική δημοσιονομική πολιτική) για μια σειρά από λόγους όπως δημόσιες υποδομές (όπως δρόμοι, γέφυρες, νοσοκομεία κλπ,), προσλήψεις στις ΔΕΚΟ τότε αυξάνει τα ετήσια έξοδα του προϋπολογισμού της. Πώς μπορεί να τα καλύψει; Είτε μέσω δανεισμού, από το εσωτερικό ή το εξωτερικό, για παράδειγμα, με έκδοση ομολόγων, ή με αύξηση της φορολογίας των πολιτών, ή με μείωση συντάξεων κλπ., είτε μέσω του εξωτερικού, με δανεισμό κατευθείαν από τις διεθνείς χρηματαγορές. Αν όμως επιλέξει να αυξάνει την φορολογία επί των επιχειρήσεων συνεχώς, τότε μπορεί μεν στο βραχυχρόνιο διάστημα να επιτύχει κάποια αύξηση εσόδων, αλλά μακροπρόθεσμα τα συνολικά έσοδα που θα συλλέξει δεν θα είναι τα προσδοκώμενα και από ένα σημείο και μετά είτε θα αυξάνονται με φθίνοντα ρυθμό, είτε θα υποχωρήσουν από το υψηλότερο όριο ανόδου τους. Αντιθέτως όσο ο συντελεστής είναι μικρότερος του άριστου, ανεξάρτητα της δημοσιονομικής κατάστασης, η κυβέρνηση έχει κάθε κίνητρο να τον αυξήσει, καθώς θα προσεγγίσει το άριστο επίπεδο του συντελεστή.
Η προσέγγιση βέβαια των υψηλών φορολογικών συντελεστών, προϋποθέτει τόσο την διεύρυνση της φορολογικής βάσης όσο και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής καθώς πλέον τα διαφυγόντα έσοδα για το κράτος, υπερβαίνουν την συνολική κρατική δαπάνη για μισθούς και συντάξεις, που σημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης με σωστό σχεδιασμό και πολιτική βούληση. Όταν συμβαίνουν μειώσεις στις κρατικές δαπάνες, μειώνεται το εισόδημα που προκύπτει στην αγορά μέσω των δαπανών του δημοσίου, αλλά η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων είναι μεγαλύτερη γιατί υφίστανται μικρότερη φορολογία, άρα έχουν περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα στην κατοχή τους, συνεπώς έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν περισσότερα προϊόντα από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Όταν το κράτος παρουσιάζει δημοσιονομικά ελλείματα, τότε η δυνατότητα που έχει για να χρηματοδοτήσει μελλοντικές του δαπάνες μειώνεται. Στη συνέχεια το κράτος φορολογεί τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις γιατί θέλει να συλλέξει έσοδα για να πληρώσει τις υποχρεώσεις του στους οφειλέτες του (εγχώριους και ξένους). Έτσι μειώνει την αγοραστική τους δυναμική.
Νομισματικό σκέλος Μια κυβέρνηση μπορεί να κάνει για παράδειγμα ποσοτική χαλάρωση (QE, quantitative easing) επαναγοράζοντας ομόλογα και διοχετεύοντας έτσι νέα ποσότητα χρήματος στην αγορά, ώστε να κινηθεί περισσότερο η οικονομία. Μπορεί επίσης το κράτος να αυξήσει την ποσότητα χρήματος στην αγορά, δηλαδή να προβεί σε νομισματική ρευστότητα μέσω μείωσης των ρευστών διαθεσίμων που οι ιδιωτικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να κατακρατούν στα ενεργητικά των χαρτοφυλακίων τους. Όταν η κεντρική τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα (ομόλογα) τότε αυξάνει την προσφορά χρήματος, ενώ όταν πουλάει χρεόγραφα, μειώνει την προσφορά χρήματος. Άλλα μέτρα με τα οποία οι τράπεζες μπορούν να ελέγξουν την προσφορά χρήματος στην οικονομία είναι το προεξοφλητικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες δανείζονται από την κεντρική τράπεζα.