ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ Ι ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΙΩΨΗ Ακαδημαϊκό έτος 2014-2015 1
2
Από τη Μπαρόκ (1600-1750) στη Κλασική εποχή (1770-1820): Η μεταβατική περίοδος του 18 ου αιώνα. Η αισθητική του ροκοκό Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό rocaille (ροκάιγ: μωσαϊκό), υπονοώντας το ψηφιδωτό έργο με τη σπειροειδή διακόσμηση, που είναι χαρακτηριστικό αυτού του ύφους. Το ροκοκό είναι μια τέχνη εκλεπτυσμένης σαγήνης που επικεντρώνεται στα σαλόνια και τα μπουντουάρ, μια τέχνη περίκομψη μικρών διαστάσεων που αποβλέπει στη γοητεία των αισθήσεων, ενώ διακηρύσσει το ελκυστικό δόγμα πως η τέρψη πρέπει να έχει την πρώτη θέση. Πριν τον κλασικισμό: η αισθητική της αστικής τάξης Βολταίρος (1694-1778) και ο Ντένις Ντιντερό (1713-1784)- εποχή του διαφωτισμού Στην ιστορία της μουσικής, η μετάβαση από το μπαρόκ στιλ στην πλήρη άνθιση του κλασικού ονομάζεται προκλασική περίοδος. Η έκτασή της είναι περίπου απο το 1730 έως το 1770. Εκπρόσωποι: οι γιοί του Μπάχ, ο Carl Philipp Emanuel (1714-1788) και ο Johann Christian (1735-1782). Το γερμανικό αισθαντικό ύφος (Emfindsamkeit) Το ροκοκό μαρτυρά τόσο βαθιά αλλαγή στις προτιμήσεις που δεν έχει το ανάλογό της στην ιστορία της μουσικής. Στρεφόμενοι προς την εκλεπτυσμένη ψυχαγωγική μουσική οι συνθέτες ασπάζονται ένα καινούργιο ιδεώδες κάλλους. Την περίτεχνη πολυφωνική υφή θα αντικαταστήσει η μοναδική μελωδική γραμμή με την απλή συγχορδιακή της συνοδεία, κατά τον ίδιο τρόπο που οι αντιστικτικές πολυπλοκότητες της ώριμης αναγεννησιακής μουσικής παραμερίζονται από τη μονωδία του πρώιμου Μπαρόκ. Η εποχή αυτή επιθυμούσε η μουσική της να είναι πάνω απ όλα απλή και όχι αποστερημένη από τα αυθόρμητα συναισθήματα. 3
Έτσι, θα γεννηθεί το αισθηματικό ύφος και η εποχή της ευαισθησίας. Είναι μια εποχή που νιώθει τα πρώτα σκιρτήματα στο συναίσθημα το οποίο θα αποκτήσει τη μέγιστη δύναμή του με το ρομαντισμό. Το νέο ύφος θα φθάσει στο αποκορύφωμά του στη Γερμανία στα μέσα του δεκάτου ογδόου αιώνα, περίοδος που σημαδεύεται από τη δραστηριότητα τεσσάρων συνθετών γιών του Μπαχ: των Βίλχελμ Φρήντμαν, Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ, Γιόχαν Κρίστοφ και Γιόχαν Κρίστιαν. Αυτή η μουσική επανάσταση γνωρίζει τη διάδοση του μεγάλου οργανικού είδους της σονάτας, τις νέες κατευθύνσεις του κοντσέρτου και τον εμπλουτισμό του συμφωνικού ύφους με στοιχεία που προέρχονται από την οπερατική άρια και την ουβερτούρα, από τους σκοπούς και τους ρυθμούς της ιταλικής κωμικής όπερας. Στη γοητεία του γαλαντικού ύφους (ύφους galant) προστίθεται η συναισθηματική επιτακτικότητα ενός ταραγμένου κόσμου. Από όλα αυτά θα γεννηθεί κάτι καινούργιο, το ιδίωμα του κλασικού κύκλου σονάτας. Η νέα μορφή τέχνης υπήρξε το συλλογικό επίτευγμα διαφορετικών μουσικών γενεών που δρούν στην Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία κατά τη διάρκεια όλης της προκλασικής περιόδου. Ενώ το μπαρόκ επιτυγχάνει την ενότητα της φόρμας του με μια διαρκή διεύρυνση και μια συνεχή ροή της μουσικής υφής που απέκλειε τη διαμόρφωση ανεξάρτητων τμημάτων, η κλασική εποχή επιτυγχάνει την ενότητά της οργανώνοντας τα ξεχωριστά μέρη σε κλειστές φόρμες. Γύρω στα τέλη του αιώνα, τα γνωρίσματα του ύφους galant και του αισθαντικού ύφους συντάσσονται με το κλασικό ύφος της Βιεννέζικης Σχολής. Η μουσική κατά το πρώτο μισό του 18 ου αιώνα Η μουσική δεν αποτελεί πλέον το αντικείμενο θεαμάτων/ψυχαγωγίας, αλλά και στοιχείο κοινωνικής διάκρισης το οποίο θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής ζωής καθώς και του οικογενειακού και κοινωνικού κύκλου του αστικού κοινού. Δημόσιες συναυλίες, ιδιωτικές συναυλίες: ψυχαγωγία της νεοσύστατης αστικής τάξης. 4
Νέα κοινωνική διάσταση που αναπτύσσεται κυρίως στη Γερμανία: καλλιέργεια ενός ερασιτεχνισμού σχετικά με τη μουσική. Με την εμφάνιση του Διαφωτισμού, η σημασία της μουσικής άρχισε να γίνεται ολοένα και περισσότερο καταφανής και να προσδιορίζεται ως αυτόνομη τέχνη. Οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται τη κοινωνική της αναγκαιότητα. Εγκυκλοπαίδεια (Γαλλία, 1751-1772): Η μουσική διεκδικεί μια εξέχουσα θέση. Πολεμικές έριδες μεταξύ μουσικών και φιλοσόφων, όπως του Ραμώ με το Ρουσώ. Ο πρώτος υπερασπίζεται την προτεραιότητα της αρμονίας έναντι της μελωδίας και ο δεύτερος το αντίθετο. Διαμόρφωση ενός ευρύτερου κύκλου διανοουμένων που ασχολούνται με θέματα αισθητικής και φιλοσοφίας της μουσικής. Ο Ζαν Φιλίπ Ραμώ (Jean-Philippe Rameau, 25 Σεπτεμβρίου 1683 12 Σεπτεμβρίου 1764) ήταν Γάλλος συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής, από τους πλέον σημαντικούς της εποχής του Μπαρόκ. Διαδέχτηκε τον Ζαν Μπατίστ Λυλί ως κυρίαρχος συνθέτης όπερας, καθώς και -μαζί με τον Φρανσουά Κουπρέν- έργων για τσέμπαλο. Για τα πρώιμά του χρόνια ελάχιστα είναι γνωστά. Εδραιώνεται περί το 1720 ως θεωρητικός της μουσικής, με το έργο του «Πραγματεία για την Αρμονία", που δημοσιεύτηκε το 1722. Είναι ο πρώτος από τους Γάλλους συνθέτες του δέκατου όγδοου αιώνα, ο οποίος προσπαθεί να τοποθετήσει σε ορθολογική βάση την αρμονική πρακτική της εποχής του. Στο έργο αυτό ο Ραμώ διατυπώνει τις έννοιες που θα αποτελέσουν την αφετηρία της σύγχρονης μουσικής θεωρίας. (Επιθυμία για συστηματοποίηση της γνώσης: αρχές που διέπουν το Διαφωτισμό) Η θεωρία της νέας αρμονίας του Ραμώ θέτει τις αρχές της κλασικής αρμονίας, οι οποίες επηρέασαν την ιστορία της μουσικής τους δύο επόμενους αιώνες. Ο Ραμώ εκτιμεί ότι όλες οι συγχορδίες υπάγονται σε ένα μικρό αριθμό από θεμελιώδεις, που αποτελούν τα πρωταρχικά συστατικά της μουσικής. Η μείζονα, όπως και η ελάσσονα συγχορδία, γεννιούνται φυσικά, όταν μια χορδή υποδιαιρείται σε δύο, τρία, τέσσερα και πέντε μέρη (οκτάβα, πέμπτη, δεύτερη οκτάβα, Τρίτη). Άρα: οι συγχορδίες της τονικής, της 5
δεσπόζουσας και της υποδεσπόζουσας είναι οι θεμέλιες συγχορδίες. Έτσι, η επιστήμη καθοδηγεί τη τέχνη. (Διαφωτισμός) Μουσική και εκπαίδευση Ο προβληματισμός σχετικά με την καταγωγή και εξέλιξη του ανθρώπου φέρνει στο προσκήνιο προβλήματα εκπαιδευτικού χαρακτήρα, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά. Διδακτικά βιβλία: Καρλ Φίλιπ Ιμάνουελ Μπαχ, Λέοπολντ Μότσαρτ. Μουσικά ιδρύματα (Convivia musica, Musica collegia) κάνουν την εμφάνισή τους γύρω στα τέλη του 17 ου αιώνα. Αρχικά προσφέρονται για τη δημιουργία χορωδιών της θρησκευτικής μουσικής. Αποτελούν τον αντίποδα της αριστοκρατικής μουσικής εκπαίδευσης μαζί με τους οργανισμούς δημοσίων συναυλιών. Η κωμική όπερα ως εκφραστής της αισθητικής της αστικής τάξης Τον 18ο αιώνα η κοινωνική ιδιαιτερότητα της κωμικής όπερας βρίσκει απήχηση στην αστική τάξη, καθώς εμφανίζεται σχεδόν ταυτόχρονα στην Ιταλία, στην Αγγλία και στο Αμβούργο και παρουσιάζεται από τις αρχές του αιώνα επί τη ευκαιρία των εορταστικών εκδηλώσεων: σε αντίθεση με τα μουσικά δράματα της όπερα σέρια (opera seria), αυτή αναδεικνύει θέματα που προτιμά το αστικό και το μικροαστικό κοινό. Ο Μότσαρτ θεωρείται ο σπουδαιότερος συνθέτης όπερας του 18ου αιώνα. Τουλάχιστον πέντε από τα έργα του αυτού του είδους κυριαρχούν μέχρι σήμερα στα προγράμματα όπερας όλου του κόσμου. Πρόκειται για τα έργα: 1. "H Απαγωγή απ' το σεράι" (Die Entfuehrung aus dem Serail), 2. "Οι γάμοι του Φίγκαρο" (Le Nozze di Figaro), 3. Δον Τζιοβάννι (Don Giovanni), 4. 'Ετσι κάνουν όλες (Cosi fan tutte) και 5. "Ο μαγικός αυλός" (Die Zauberfloete). To έργο "Ιδομενέας" (Idomeneo) παρουσιάζεται όλο και συχνότερα στα θέατρα, αν και όχι τόσο συχνά όσο τα προαναφερθέντα. 'Ολα τα έργα όπερας του Μότσαρτ υπάγονται σύμφωνα με τη θεματική και τη δομή τους σε μία από τις τρεις παραδοσιακές κατηγορίες: Τη σοβαρή όπερα (opera seria), την κωμική όπερα (opera buffa) ή το γερμανικό ζίνγκσπιλ (Deutsches Singspiel). 6
Ο πόλεμος των μπουφώνων και ο Γκλουκ Το 1752 μια συντροφιά ιταλών τραγουδιστών παρουσιάζει στη γαλλική πρωτεύουσα μια κωμική όπερα που σύντομα θα γίνει δημοφιλής, την Υπηρέτρια Κυρία του Τζιοβάνι Μπατίστα Περγκολέσι (1710-36). Αμέσως μετά θα ξεσπάσει ο «Πόλεμος των Μπουφώνων» μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν την παραδοσιακή γαλλική αυλική όπερα και αυτών που έχουν αναγνωρίσει στην ιταλική κωμική όπερα, την αποκαλούμενη όπερα μπούφα, μια νέα ρεαλιστική τέχνη. Επικεφαλής του πρώτου στρατοπέδου είναι ο Βασιλιάς, η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ και η αριστοκρατία, ενώ στο δεύτερο η Βασίλισσα και οι Εγκυκλοπαιδιστές Ρουσσώ, Ντ Αλαμπέρ, Ντιντερό- οι οποίοι χαιρετίζουν το κωμικό σχήμα για την εκφραστικότητα της μελωδίας και τη φυσικότητα των συναισθημάτων και επιπλέον γιατί έχει αποτινάξει ό,τι αυτοί θεωρούν αναχρονιστική «τροχοπέδη της αντίστιξης». Με την ευρύτερη σημασία, ο «πόλεμος των Μπουφώνων» είναι ένας αγώνας ανάμεσα στους ανερχόμενους αστούς και τη θνήσκουσα αριστοκρατική τάξη. Ο «πολεμος των Μπουφώνων» συμπίπτει με τις μεταρρυθμίσεις του Κριστόφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (1714-87). Αυτός ο γερμανικής καταγωγής εκπαιδευμένος στην Ιταλία συνθέτης της αριστοκρατικής αυλής της Βιένης φέρνει τη λυρική τραγωδία σε ισορροπία με τη λογική και τα αισθήματα της νέας εποχής. Ο Γκλουκ χαράσει ένα ύφος που απαντάει στην ανάγκη για τη δραματοποίηση της αλήθειας και για την εκφραστικότητα. Απαίτησε από τους τραγουδιστές να θέσουν τη φωνή τους στην υπηρεσία της μουσικής και να μη χρησιμοποιούν τη μουσική ως μέσο να επιδείξουν τις δεξιοτεχνικές τους ικανότητες. Τα λιμπρέτα, εμπνευσμένα από την αρχαία εποχή, εξέφραζαν βαθιά συναισθήματα. Ο Γκλουκ πίστευε ότι η μουσική πρέπει να γίνει διεθνής. Γι αυτόν το σκοπό ο ίδιος έγραφε τις όπερές του αναμειγνύοντας ιταλικά στοιχεία, όπως το accompagnato (συνοδευόμενο ρετσιτατίβο) και το arioso (στιλ μεταξύ ρετσιτατίβου και άριας), με γαλλικά στοιχεία όπως το chanson (πολυφωνικό τραγούδι) και το vaudeville (απλό τραγούδι με συγχορδιακή συνοδεία). Με αυτό τον τρόπο δημιουργούσε μια καλλιτεχνική ολότητα. 7