Κεφάλαιο 6 Η Νοµισµατική Προσέγγιση Η νοµισµατική προσέγγιση είναι ένας από τους κεντρικούς πυλώνες της διεθνούς µακροοικονοµικής. Βάση της είναι το λεγόµενο νοµισµατικό υπόδειγµα, το οποίο προσδιορίζει τους παράγοντες που επηρεάζουν µακροχρόνια τις ονοµαστικές ισοτιµίες. Το νοµισµατικό υπόδειγµα αρχικά χρησιµοποιήθηκε ως πλαίσιο ανάλυσης του ισοζυγίου πληρωµών, σε καθεστώς σταθερών ισοτιµιών (βλ. Frenkel and Johnson 1976), και κατόπιν ως πλαίσιο ανάλυσης των ισοτιµιών, σε καθεστώς κυµαινοµένων ισοτιµιών (βλ. Frenkel and Johnson 1978). Η βασική νοµισµατική προσέγγιση υποθέτει ότι υπάρχει πλήρης ευκαµψία των τιµών και επικεντρώνεται στις συνθήκες ισορροπίας της αγοράς χρήµατος. Αν και πρόκειται κατά βάση για ένα υπόδειγµα ad hoc, όπως και των Mundell Fleming, πολλές από τις ιδιότητές της επιβεβαιώνονται και από υποδείγµατα διαχρονικής αριστοποίησης σε οικονοµίες µε χρήµα (βλ. Lucas 1982). 6.1 Η Ισοδυναµία των Αγοραστικών Δυνάµεων Ένα βασικό συστατικό χαρακτηριστικό της νοµισµατικής προσέγγισης είναι η ιδέα της ισοδυναµίας των αγοραστικών δυνάµεων. Οι ιδέα αυτή πρόερχεται από τις αρχές του 19ου αιώνα, και µπορεί κανείς να τη βρει στα γραπτά του Ricardo. Η ιδέα αναβίωσε µε τον Cassel (1921). Η προσέγγιση του Cassel ξεκινά µε την παρατήρηση ότι η συναλλαγµατική ισοτιµία είναι η σχετική τιµή δύο νοµισµάτων. Από τη στιγµή που η αγοραστική δύναµη του εγχωρίου νοµίσµατος είναι 1/P, όπου P είναι το εγχώριο επίπεδο τιµών, και η αγοραστική δύναµη του ξένου νοµίσµατος είναι 1/P*, όπου P* είναι το ξένο επίπεδο τιµών, η σχετική τιµή των δύο νοµισµάτων θα πρέπει να αντανακλά τις σχετικές αγοραστικές τους δυνάµεις. Θα πρέπει δηλαδή να ισχύει, S = P / P * (6.1) ή σε λογαριθµική µορφή, s = p p * (6.2) όπου για µία µεταβλητή X, x=lnx. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η θεωρία της ισοδυναµίας των αγοραστικών δυνάµεων µπορεί να συναχθεί και από την καµπύλη IS µιας ανοικτής οικονοµίας, όταν η ελαστικότητα της συνολικής ζήτησης ως προς την πραγµατική ισοτιµία τείνει προς το άπειρο. Για παράδειγµα, η καµπύλη IS του υποδείγµατος Mundell Fleming έχει τη µορφή, y = δ(s + p * p) + γ y σi + g
Καθώς το δ τείνει προς το άπειρο, η συνολική ζήτηση θα είναι πεπερασµένη µόνο αν η πραγµατική ισοτιµία s+p*-p τείνει προς το µηδέν, αν ικανοποιείται δηλαδή η (6.2). Αν η ελαστικότητα της ζήτησης είναι πολύ υψηλή, δεν µπορεί να υπάρχουν µεγάλες αποκλίσεις µεταξύ εγχωρίων και διεθνών τιµών, εκπεφρασµένων σε κοινό νόµισµα, διότι µικρές αποκλίσεις στις τιµές προκαλούν µεγάλες µεταβολές στη ζήτηση. Η προσέγγιση της ισοδυναµίας των αγοραστικών δυνάµεων ουσιαστικά προβλέπει ότι η πραγµατική ισοτιµία θα πρέπει να είναι σταθερή. Ωστόσο, η εµπειρία απορρίπτει αυτή την πρόβλεψη. Οι πραγµατικές ισοτιµίες δεν είναι σταθερές, αλλά παρουσιάζουν σηµαντικές διακυµάνσεις. Επιπλέον, φαίνεται να υπάρχει ισχυρή θετική συσχέτιση µεταξύ ονοµαστικών και πραγµατικών ισοτιµιών, κάτι που δεν συµβαδίζει µε την ισοδυναµία των αγοραστικών δυνάµεων. Μία εναλλακτική µορφή της προσέγγισης αυτής, την οποία θα δούµε παρακάτω, επιτρέπει διακυµάνσεις στην πραγµατική ισοτιµία και αντιµετωπίζει τη θεωρία της ισοδυναµίας των αγοραστικών δυνάµεων ως θεωρία µακροχρόνιου προσδιορισµού της ισοτιµίας, όταν δεν υπάρχουν µόνιµες πραγµατικές διαταραχές. Σε κάθε περίπτωση, στο νοµισµατικό υπόδειγµα µε πλήρη ευκαµψία των τιµών, η ισοτιµία των αγοραστικών δυνάµεων είναι κεντρικός πυλώνας. 6.2 Η Νοµισµατική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωµών Η νοµισµατική προσέγγιση στο ισοζύγιο πληρωµών (Frenkel and Johnson 1976), χρησιµοποιεί το νοµισµατικό υπόδειγµα για να εξηγήσει τη συµπεριφορά του ισοζυγίου πληρωµών, σε καθεστώς σταθερών νοµισµατικών ισοτιµιών. Θεωρείστε µία µικρή ανοικτή οικονοµία που διατηρεί σταθερή την ισοτιµία της σε κάποιο επίπεδο. Η προσφορά χρήµατος δίνεται από, M = µb = µ(b f + B d ) (6.3) όπου Μ είναι η προσφορά χρήµατος, B η νοµισµατική βάση, µ ο πολλαπλασιαστής της νοµισµατικής βάσης, Bf τα καθαρά συναλλαγµατικά διαθέσιµα της κεντρικής τράπεζας και Bd οι καθαρές εγχώριες πιστώσεις της κεντρικής τράπεζας. Σε λογαρίθµους, η (6.3) µπορεί να γραφεί (προσεγγιστικά) ως, m = θb f + (1 θ)b d (6.4) όπου θ είναι το µέσο ποσοστό των συναλλαγµατικών διαθεσίµων στη συνολική νοµισµατική βάση. Η (6.4) προσδιορίζει την προσφορά χρήµατος. Η ζήτηση χρήµατος δίνεται από, m p = φy λi (6.5) 2
όπου y είναι ο λογάριθµος του εγχωρίου εισοδήµατος, και i το εγχώριο ονοµαστικό επιτόκιο, όπως και στο υπόδειγµα Mundell Fleming. Υποθέτουµε σταθερές ισοτιµίες, και ότι ισχύει η ακάλυπτη ισοδυναµία των επιτοκίων και η ισοδυναµία των αγοραστικών δυνάµεων (6.2). Αντικαθιστώντας στην (6.5) έχουµε, m = s _ + p * +φy λi * (6.6) όπου s _ συµβολίζει το σταθερό επίπεδο της ονοµαστικής ισοτιµίας. Από την (6.6), η ζήτηση χρήµατος προσδιορίζεται από το επίπεδο στο οποίο σταθεροποιείται η ισοτιµία (διότι αυτό συν-προσδιορίζει το εγχώριο επίπεδο τιµών), το διεθνές επίπεδο τιµών, το εγχώριο εισόδηµα (το οποίο θεωρείται εξωγενές) και το διεθνές επίπεδο επιτοκίων. Η ισορροπία στην αγορά χρήµατος συνεπάγεται ότι πρέπει να ικανοποιούνται ταυτόχρονα οι (6.4) και (6.6). Λύνοντας ως προς το λογάριθµο των συναλλαγµατικών διαθεσίµων έχουµε, b f = 1 θ s_ + p * +φy λi * (1 θ)b d (6.7) Η εξίσωση (6.7) ενσωµατώνει όλες τις προβλέψεις της νοµισµατικής προσέγγισης στο ισοζύγιο πληρωµών. Εάν αυξηθεί το διεθνές επίπεδο τιµών, το εγχώριο εισόδηµα και η ονοµαστική ισοτιµία (υποτίµηση), ή αν µειωθούν τα διεθνή επιτόκια, τότε αυξάνεται η ζήτηση χρήµατος, και αυτό, για δεδοµένες εγχώριες πιστώσεις, προκαλεί αύξηση των συναλλαγµατικών διαθεσίµων. Η αύξηση των συναλλαγµατικών διαθεσίµων θα επέλθει µέσω πλεονασµάτων στο ισοζύγιο πληρωµών. Από την άλλη, αν υπάρξει εγχώρια πιστωτική επέκταση, τότε το µόνο αποτέλεσµα θα είναι απώλεια συναλλαγµατικών διαθεσίµων, καθώς η ζήτηση χρήµατος δεν θα έχει µεταβληθεί, και θα υπάρξουν εκροές προς το εξωτερικό και ελλείµµατα στο ισοζύγιο πληρωµών. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η νοµισµατική προσέγγιση στο ισοζύγιο πληρωµών δεν αναφέρεται στον προσδιορισµό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αλλά στο λεγόµενο επίσηµο ισοζύγιο, το οποίο δεν είναι άλλο από το άθροισµα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ισοζυγίου κεφαλαίων, χωρίς το συνυπολογισµό της µεταβολής των συναλλαγµατικών διαθεσίµων της κεντρικής τράπεζας. 6.3 Η Νοµισµατική Προσέγγιση των Κυµαινοµένων Ισοτιµιών Σε καθεστώς κυµαινοµένων ισοτιµιών, η κεντρική τράπεζα µπορεί να προσδιορίσει τη προσφορά χρήµατος χωρίς απώλεια συναλλαγµατικών διαθεσίµων, όπως όταν πρέπει να σταθεροποιήσει την ισοτιµία. Η έµφαση της νοµισµατικής προσέγγισης µετατίθεται από το ισοζύγιο πληρωµών στον προσδιορισµό της ονοµαστικής ισοτιµίας. Το υπόδειγµα αποτελείται από τη συνάρτηση ζήτησης χρήµατος (6.5), την ισοτιµία των αγοραστικών δυνάµεων (6.2), και την ακάλυπτη ισοδυναµία των επιτοκίων, i = i * + s e (6.8) 3
όπου s e είναι η ορθολογική προσδοκία της µεταβολής στην ισοτιµία. Υποκαθιστώντας τις (6.2) και (6.8) στη συνάρτηση ζήτησης χρήµατος (6.5) και λύνοντας ως προς την προσδοκώµενη µεταβολή της ισοτιµίας, έχουµε, = 1 s m + φy λi * + p * λ s e ( ) (6.9) Λόγω της πλήρους ευκαψίας της συναλλαγµατικής ισοτιµίας, η (6.9) θα ικανοποιείται για µηδενικές προσδοκίες υποτίµησης, εκτός αν υπάρχουν φούσκες. Κατά συνέπεια, θα έχουµε, s = m φy + λi * p * (6.10) Η (6.10) είναι η βασική εξίσωση των προσδιοριστικών παραγόντων της ονοµαστικής ισοτιµίας µε βάση τη νοµισµατική προσέγγιση. Αυξήσεις της εγχώριας προσφοράς χρήµατος και των διεθνών επιτοκίων προκαλούν υποτίµηση, ενώ αυξήσεις του εγχωρίου εισοδήµατος και του διεθνούς επιπέδου τιµών προκαλούν ανατίµηση. Στην ισορροπία χωρίς φούσκες, δεν µπορεί να υπάρχουν προσδοκίες µελλοντικών µεταβολών στην ισοτιµία. Η συναλλαγµατική ισοτιµία, ως µη προκαθορισµένη µεταβλητή, προσαρµόζεται αµέσως ώστε να επιτευχθεί η µακροχρόνια ισορροπία που περιγράφεται από την (6.10). Το πρόβληµα µε το υπόδειγµα αυτό είναι ότι προβλέπει ότι η πραγµατική ισοτιµία είναι σταθερή, και ότι στο βαθµό που ο εγχώριος πληθωρισµός διαφέρει από το διεθνή πληθωρισµό θα υπάρχει συνεχής προσαρµογή του νοµίσµατος, ώστε να ικανοποιείται η συνθήκη της ισοτιµίας των αγοραστικών δυνάµεων. Ωστόσο, εµπειρικά, η ισοδυναµία των αγοραστικών δυνάµεων δεν φαίνεται να ισχύει. Οι πραγµατικές ισοτιµίες παρουσιάζουν διακυµάνσεις, που σχετίζονται στενά µε τις διακυµάνσεις των ονοµαστικών ισοτιµιών. Μια παραγαλλαγή του νοµισµατικού υποδείγµατος, µε σταδιακή προσαρµογή του επιπέδου των ονοµαστικών τιµών, κατά τα πρότυπα του υποδείγµατος του Dornbusch (1976), µπορεί να συνδυάσει τη νοµισµατική προσέγγιση µε διακυµάνσεις στην πραγµατική ισοτιµία. 6.4 Σταδιακή Προσαρµογή των Τιµών και Πραγµατική Ισοτιµία Ας υποθέσουµε, κατά τα πρότυπα του υποδείγµατος του Dornbusch (1976), ότι οι τιµές των αγαθών και υπηρεσιών προσαρµόζονται σταδιακά, ώστε να τείνουν προς το µακροχρόνιο επίπεδο τους, το οποίο θεωρείται ότι είναι εκείνο που ικανοποιεί την ισοδυναµία των αγοραστικών δυνάµεων. p = π(s + p * p) (6.11) όπου π > 0. Το π είναι µία παράµετρος που συµβολίζει την ταχύτητα προσαρµογής του εγχωρίου επιπέδου τιµών προς τη µακροχρόνια ισορροπία του. Το υπόδειγµα τώρα αποτελείται από τη συνθήκη ισορροπίας στην αγορά χρήµατος (6.5), την ακάλυπτη ισοδυναµία των επιτοκίων (6.8), και την εξίσωση προσαρµογής των τιµών προς τη µακροχρόνια ισορροπία (6.11). 4
Αντικαθιστώντας την ακάλυπτη ισοδυναµία των επιτοκίων (6.8), στη συνθήκη ισορροπίας στην αγορά χρήµατος (6.5), και χρησιµοποιώντας την υπόθεση των ορθολογικών προσδοκιών, έχουµε, s = s e = 1 p m + φy λi * λ ( ) (6.12) Η (6.12) υποδεικνύει ότι στο βαθµό που το εγχώριο επίπεδο τιµών είναι βραχυχρόνια µία προκαθορισµένη µεταβλητή, και δεν µπορεί να προσαρµοστεί προκειµένου να εξισορροπήσει την αγορά χρήµατος, αυτό που προσαρµόζεται είναι η ονοµαστική συναλλαγµατική ισοτιµία, ώστε να επιτρέψει αποκλίσεις των εγχώριων επιτοκίων από τα διεθνή επιτόκια, και έτσι να εξισορροπηθεί η αγορά χρήµατος. Το υπόδειγµά µας τώρα περιγράφεται από τις (6.11) και (6.12). Η ισορροπία αναλύεται στο Διάγραµµα 6.1, το οποίο έχει σηµαντικά κοινά σηµεία µε το υπόδειγµα του Dornbusch (1976), όπως το αναλύσαµε στο προηγούµενο κεφάλαιο. Η ευθεία των 45 0 παριστά την ισοδυναµία των αγοραστικών δυνάµεων, ως συνθήκη µακροχρόνιας ισορροπίας (είναι η (6.11) για µηδενική µεταβολή του επιπέδου τιµών). Η κάθετη γραµµή είναι η συνθήκη µακροχρόνιας ισορροπίας στην αγορά χρήµατος (6.12), για σταθερή συναλλαγµατική ισοτιµία. Η ισορροπία στο σηµείο Ε είναι ένα σαγµατικό σηµείο, και η πορεία προσαρµογής είναι µία µοναδική σαγµατική πορεία. Μία µεταβολή στην προσφορά χρήµατος προκαλεί διακυµάνσεις τόσο στην ονοµαστική όσο και στην πραγµατική ισοτιµία. Η διαταραχή αυτή προκαλεί µετακίνηση της συνθήκης ισορροπίας της αγοράς χρήµατος προς τα δεξιά. Στη νέα µακροχρόνια ισορροπία το επίπεδο τιµών µεταβάλλεται κατά το ποσοστό µεταβολής της προσφοράς χρήµατος, και το ίδιο συµβαίνει και µε την ονοµαστική ισοτιµία, ώστε να ισχύει µακροχρόνια η ισοδυναµία των αγοραστικών δυνάµεων. Ωστόσο, βραχυχρόνια, η ισοτιµία υποτιµάται περισσότερο από ότι στη µακροχρόνια ισορροπία, και η πραγµατική ισοτιµία υποτιµάται και αυτή, δεδοµένου ότι το εγχώριο επίπεδο τιµών είναι βραχυχρόνια προκαθορισµένο. Για να διακρατηθεί η αυξηµένη προσφορά χρήµατος, τα εγχώρια ονοµαστικά επιτόκια θα πρέπει να µειωθούν. Η υπερ-υποτίµηση της ισοτιµίας, δηµιουργεί προσδοκίες µελλοντικής ανατίµησης, που προκαλεί µείωση των εγχωρίων επιτοκίων. Μετά την αρχική υπεραντίδραση, η ισοτιµία αρχίζει να ανατιµάται προς το νέο επίπεδο ισορροπίας της, ενώ αρχίζει και να αυξάνει σταδιακά και το εγχώριο επίπεδο τιµών. Συνεπώς, στην πορεία προσαρµογής έχουµε σταδιακή ανατίµηση τόσο της ονοµαστικής όσο και της πραγµατικής ισοτιµίας και µείωση της πραγµατικής προσφοράς χρήµατος µέσω της αύξησης του επιπέδου των τιµών των εγχωρίων αγαθών και υπηρεσιών. Η σχετική ανάλυση παρουσιάζεται στα Διαγράµµατα 6.2, 6.3 και 6.4. Το Διάγραµµα 6.2 είναι ένα διάγραµµα φάσης. Η αρχική ισορροπία είναι στο Ε. Μία απροσδόκητη αύξηση στην εγχώρια προσφορά χρήµατος προκαλεί άµεσα υποτίµηση της ισοτιµίας, στο σηµείο Ε0, το οποίο βρίσκεται στη σαγµατική πορεία που οδηγεί στη νέα µακροχρόνια ισορροπία Ε. Δεδοµένου ότι το εγχώριο επίπεδο τιµών είναι βραχυχρόνια προκαθορισµένο, η ονοµαστική υποτίµηση είναι και πραγµατική υποτίµηση. Σταδιακά, η ισοτιµία αρχίζει να ανατιµάται, το επίπεδο τιµών να ανεβαίνει, και η οικονοµία να προσεγγίζει τη νέα µακροχρόνια ισορροπία. 5
Η πορεία των ονοµαστικών µεγεθών στο χρόνο παρίσταται στο Διάγραµµα 6.3. Η ονοµαστική ισοτιµία υποτιµάται άµεσα, και µάλιστα σε ποσοστό που υπερβαίνει τη µακροχρόνια υποτίµηση. Κατόπιν αρχίζει να ανατιµάται προς τη νέα µακροχρόνια ισορροπία της. Το επίπεδο τιµών αρχίζει να αυξάνεται σταδιακά προς το νέο του επίπεδο, το οποίο είναι µακροχρόνια αυξηµένο κατά το ίδιο ποσοστό µε την αύξηση της προσφοράς χρήµατος. Τα ονοµαστικά επιτόκια µειώνονται κάτω από το ύψος των διεθνών επιτοκίων, και συντηρούνται χαµηλότερα καθώς υπάρχουν προσδοκίες ανατίµησης του νοµίσµατος. Σταδιακά επανέρχονται στο ύψος των διεθνών επιτοκίων. Η πορεία της ονοµαστικής και της πραγµατικής ισοτιµίας παρουσιάζονται στο Διάγραµµα 6.4. Η ονοµαστική υποτίµηση προκαλεί αρχικά και πραγµατική υποτίµηση κατά το ίδιο ποσοστό. Σταδιακά, η πραγµατική ισοτιµία αρχίζει να ανατιµάται για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω της σταδιακής ανατίµησης του νοµίσµατος, και, δεύτερον, λόγω της σταδιακής αύξησης του επιπέδου των τιµών. Η πραγµατική ισοτιµία σταδιακά επανέρχεται στην ισοτιµία των αγοραστικών δυνάµεων. Βλέπουµε συνεπώς ότι και στο νοµισµατικό υπόδειγµα, όταν υπάρχει σταδιακή προσαρµογή του επιπέδου των τιµών, µπορούν να υπάρχουν διακυµάνσεις στην πραγµατική ισοτιµία, παρά το ότι µακροχρόνια ισχύει η ισοδυναµία των αγοραστικών δυνάµεων. Επιπλέον, υπάρχει θετική συσχέτιση µεταξύ µεταβολών στην ονοµαστική και στην πραγµατική ισοτιµία. Μια ονοµάστικη υποτίµηση προκαλεί πραγµατική υποτίµηση, και το αντίθετο, λόγω της βραχυχρόνιας ακαµψίας των τιµών των αγαθών και υπηρεσιών. Μπορεί κανείς να δείξει επίσης, ότι µία αύξηση των διεθνών επιτοκίων θα έχει αντίστοιχες επιπτώσεις µε την εγχώρια νοµισµατική επέκταση. Θα υπάρχει άµεσα υποτίµηση του νοµίσµατος, που θα ξεπερνά τη µακροχρόνια υποτίµηση, και θα ακολουθεί σταδιακή ανατίµησή του µε αύξηση του επιπέδου των τιµών. Η αύξηση των διεθνών επιτοκίων συνεπάγεται µείωση της ζήτησης χρήµατος. Δεδοµένου ότι βραχυχρόνια η προσφορά πραγµατικών διαθεσίµων είναι δεδοµένη, τα εγχώρια επιτόκια θα πρέπει να εξισορροπήσουν την αγορά χρήµατος. Να µην παρακολουθήσουν δηλαδή αρχικά την αύξηση των διεθνών επιτοκίων. Η υπεραντίδραση της ισοτιµίας, και οι προσδοκίες ανατίµησης που προκαλεί, επιτρέπει την εξισορρόπηση της αγοράς χρήµατος µέσω των εγχωρίων επιτοκίων. Καθώς σταδιακά αυξάνονται οι τιµές αγαθών και υπηρεσιών και µειώνεται η πραγµατική προσφορά χρήµατος, η ισοτιµία σταδιακά ανατιµάται, και τα εγχώρια επιτόκια σταδιακά προσεγγίζουν τα αυξηµένα διεθνή επιτόκια. Αντίστοιχες µπορεί να δείξει κανείς ότι είναι οι επιπτώσεις από µία αναπάντεχη µείωση του εισοδήµατος πλήρους απασχόλησης. Θα υπάρχει άµεσα υποτίµηση του νοµίσµατος, που θα ξεπερνά τη µακροχρόνια υποτίµηση, και θα ακολουθήσει σταδιακή ανατίµησή του µε αύξηση του επιπέδου των τιµών. Η µείωση του εισοδήµατος πλήρους απασχόλησης συνεπάγεται µείωση της ζήτησης χρήµατος. Δεδοµένου ότι βραχυχρόνια η προσφορά πραγµατικών διαθεσίµων είναι δεδοµένη, τα εγχώρια επιτόκια θα πρέπει να µειωθούν και αυτά, για να εξισορροπήσουν την αγορά χρήµατος. Η υπεραντίδραση της ισοτιµίας, και οι προσδοκίες ανατίµησης που προκαλεί, επιτρέπει την εξισορρόπηση της αγοράς χρήµατος µέσω της µείωσης των εγχωρίων επιτοκίων. Καθώς σταδιακά αυξάνονται οι τιµές αγαθών και υπηρεσιών και µειώνεται η πραγµατική προσφορά χρήµατος, η ισοτιµία σταδιακά ανατιµάται, και τα εγχώρια επιτόκια σταδιακά προσεγγίζουν και πάλι τα διεθνή επιτόκια. Τέλος, µπορεί να δείξει κανείς ότι µία αύξηση του διεθνούς επιπέδου τιµών δεν προκαλεί υπεραντίδραση στην ονοµαστική ισοτιµία. Ξεκινώντας από το αρχικό επίπεδο ισορροπίας, µία 6
αύξηση του διεθνούς επιπέδου τιµών προκαλεί άµεσα ανατίµηση της ονοµαστικής ισοτιµίας κατά το ίδιο ποσοστό, ώστε να ικανοποιηθεί και πάλι η ισοδυναµία των αγοραστικών δυνάµεων. Η περίπτωση αυτή αναλύεται στο Διάγραµµα 6.5. 7
Διάγραµµα 6.1 Το Νοµισµατικό Υπόδειγµα µε Σταδιακή Προσαρµογή των Τιµών s s=0 p=0 E s E 45º p* p E p 8
Διάγραµµα 6.2 Η Προσαρµογή σε µία Μόνιµη Νοµισµατική Επέκταση s s=0 p=0 s 0 E 0 s E' E' E s E 45º p* p E p E' p 9
Διάγραµµα 6.3 Η Δυναµική Πορεία της Ονοµαστικής Ισοτιµίας, του Επιπέδου Τιµών και των Ονοµαστικών Επιτοκίων µετά µία Μόνιµη Νοµισµατική Επέκταση s s 0 s E' s E p t 0 Χρόνος t p E' p E i t 0 Χρόνος t i* i 0 t 0 Χρόνος t 10
Διάγραµµα 6.3 Η Δυναµική Πορεία της Ονοµαστικής και της Πραγµατικής Ισοτιµίας µετά µία Μόνιµη Νοµισµατική Επέκταση s s 0 s E' s E t 0 Χρόνος t s+p*-p 0 t 0 Χρόνος t 11
Διάγραµµα 6.2 Η Προσαρµογή σε µία Μόνιµη Αύξηση του Διεθνούς Επιπέδου Τιµών s s=0 p=0 s E E p* s E' E' 45º p* p*' p E p 12
Βιβλιογραφία Cassel G. (1921), The World s Monetary Problems, London, Constable. Dornbusch R. (1976), Expectations and Exchange Rate Dynamics, Journal of Political Economy, 84: pp. 1161-76. Frenkel J. and H.G. Johnson (1976), The Monetary Approach to the Balance of Payments, London, Allen & Unwin. Frenkel J. and H.G. Johnson (1978), The Economics of Exchange Rates, Reading Mass., Addison Wesley. Mark N. (2001), International Macroeconomics and Finance, Oxford, Blackwell. Obstfeld M. and K. Rogoff (1996), Foundations of International Macroeconomics, Cambridge, Mass., MIT Press. 13