Agro-logistics: Πιστοποίηση και Ιχνηλασιμότητα Τσιτσάμης Σπυρίδων 1, Ιακώβου Ελευθέριος 2, Βλάχος Δημήτριος 2 Τα Logistics των αγροτικών προϊόντων (Agro-logistics) είναι αναμφίβολα ένας ραγδαία αναπτυσσόμενος κλάδος οικονομικής δραστηριότητας για την Ελλάδα που στοχεύει, σύμφωνα με την σύγχρονη θεώρηση του (βλέπε και αποστολή του AGROCERT, www.agrocert.gr), στην ενίσχυση της γεωργικής οικονομίας και της αειφόρου ανάπτυξης, στη βελτίωση του εισοδήματος του αγροτικού πληθυσμού και στην ανάπτυξη της υπαίθρου μέσω της προαγωγής και διασφάλισης της ποιότητας των αγροτικών προϊόντων, της ανάδειξης και της κατοχύρωσης της ταυτότητας των τοπικών προϊόντων καθώς και της προώθησης συστημάτων προστασίας και διαχείρισης αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Οι παράγοντες που οδηγούν στην ανάπτυξη των Agro-logistics (βλέπε και L&M Οκτωβρίου 2005) είναι: - Ο ανταγωνισμός γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος σε διεθνές και ειδικότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθιστώντας αναγκαία την εφαρμογή καινοτόμων ιδεών που να καλύπτουν το σύνολο των εμπλεκομένων μερών κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας. - Η περιορισμένη ζωή των αγροτικών προϊόντων διογκώνει την ανάγκη για ταχύτητα στις διαδικασίες επιθεώρησης αυτών και στη συνεργασία μεταξύ του τμήματος επιθεώρησης τροφίμων και του τμήματος logistics μιας εταιρείας. - Η ασφάλεια των καταναλωτών για την οποία υπάρχει σήμερα αυξημένο ενδιαφέρον τόσο από τους ίδιους τους καταναλωτές, όσο και από το κράτος. - Ο νέος Κανονισμός Τροφίμων (178/2002) της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώνει όλες οι επιχειρήσεις πού παράγουν, τυποποιούν, αποθηκεύουν και διανέµουν τρόφιµα και συναφή προϊόντα, να διαθέτουν σύστηµα ιχνηλασιµότητας ( Για την ιχνηλασιμότητα αγροτικών προϊόντων βλέπε και L&M Νοεμβρίου 2005). Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στο τελευταίο από τα παραπάνω σημεία και πιο συγκεκριμένα στη σημασία των συστημάτων ιχνηλασιμότητας, αλλά και στο πως αυτά πρέπει να 1 Πρόεδρος Δ.Σ., Οργανισμός Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων AGROCERT. 2 Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π.Θ., Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρίας Logistics, Παράρτημα Θεσσαλονίκης, Λέκτορας Α.Π.Θ., Εργαστήριο Ποσοτικής Ανάλυσης, Logistics και Διαχείρισης Εφοδιαστικής Αλυσίδας. 1
διαφοροποιούνται για τις διάφορες κατηγορίες τροφίμων. Κλάδοι που παρουσιάζουν ενδιαφέρον στην Ελλάδα και επηρεάζονται άμεσα από το νέο νοµοθετικό πλαίσιο είναι όσοι σχετίζονται µε την παραγωγή, επεξεργασία και διάθεση α) τροφίμων, β) ζωοτροφών, γ) συστατικών τροφίμων, και δ) ζώων που αξιοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων. Κατ αρχήν, η νομοθετική κατοχύρωση της ιχνηλασιμότητας από την πλευρά της πολιτείας στοχεύει στην διατήρηση της ποιότητας των προϊόντων και στην ασφάλεια των καταναλωτών διασφαλίζοντας τον ταχύτερο τρόπο απόσυρσης κακής ποιότητας, μη ασφαλών και προβληματικών τροφίμων από την αγορά. Η ανάπτυξη όμως ενός συστήματος ιχνηλασιμότητας δίνει στις επιχειρήσεις πρόσθετες δυνατότητες που αφορούν: - στην καλύτερη διαχείριση αποθεμάτων πρώτων υλών και προϊόντων κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας, - στη διαφοροποίηση προϊόντων με δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά ποιότητας, που διατίθενται στην αγορά. Έτσι, οι παραγωγοί τροφίμων διαφοροποιούν τα προϊόντα τους ανάμεσα σε μία ποικιλία ποιοτικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένου της γεύσης, της υφής, της θρεπτικής αξίας, του τρόπου καλλιέργειας και της προέλευσης τους και οι καταναλωτές μπορούν εύκολα να ανιχνεύσουν κάποια από τα χαρακτηριστικά αυτά, τα οποία δε μπορούν να τα αντιληφθούν ούτε μετά την κατανάλωση του τροφίμου. Κάθε επιχείρηση μπορεί να διαμορφώσει το δικό της σύστημα ιχνηλασιμότητας μια και ο νόμος δεν ορίζει τι ακριβώς πρέπει να παρακολουθεί και να ελέγχει κάθε τέτοιο σύστημα και πολύ περισσότερο δεν διαφοροποιείται για τις διάφορες κατηγορίες προϊόντων. Αυτό προϋποθέτει την διατύπωση μιας σαφούς σχετικής πολιτικής από την πλευρά της επιχείρησης που θα διατρέχει όλα τα θέματα που σχετίζονται με την ιχνηλασιμότητα και θα απαντά τεκμηριωμένα σε μια σειρά ερωτήσεων που αφορούν στο εύρος (όγκος πληροφορίας που διατηρούμε), στο βάθος (που περιγράφει το πόσο πίσω ή μπροστά στην εφοδιαστική αλυσίδα μπορεί το σύστημα να ιχνηλατήσει), στην ακρίβεια (βαθμό βεβαιότητας) και στην μοναδιαία παρτίδα (μέγεθος συσκευασίας προϊόντος, αγροτεμάχιο, ζώο ή κοπάδι, χρονική περίοδος) για την οποία τηρούνται ξεχωριστά στοιχεία. Το σύστημα θα πρέπει επίσης να προβλέπει πως τα παραπάνω τροποποιούνται όταν η πρώτη ύλη μετασχηματίζεται σε τελικό προϊόν (π.χ. από ζωντανό ζώο σε τυποποιημένο προϊόν κρέατος). Βασικό κριτήριο για την χάραξη της επιχειρησιακής πολιτικής είναι το κόστος λειτουργίας του συστήματος που όπως είναι φυσικό εξαρτάται από το εύρος και το βάθος του αλλά και από τις μεταβολές που προκαλεί στην παραγωγική διαδικασία αλλά και στη συνολική λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας. 2
Τέλος, θα πρέπει να καταστεί σαφής η ανάγκη για διαφοροποίηση των συστημάτων ιχνηλασιμότητας ανά κατηγορία προϊόντων τόσο από την πλευρά της πολιτείας, όσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων. Από την μελέτη βέλτιστων πρακτικών διεθνώς προκύπτει ότι για την ιχνηλασιμότητα στις εφοδιαστικές αλυσίδες τροφίμων χρησιμοποιείται η ακόλουθη διάκριση των προϊόντων προς ιχνηλάτηση: 1. Νωπά (φρέσκα) προϊόντα Η ανάπτυξη συστημάτων ιχνηλασιμότητας για τη βιομηχανία νωπών γεωργικών προϊόντων, επηρεάζεται σημαντικά από τα χαρακτηριστικά του κάθε προϊόντος. Η ευπάθεια και η ποικιλία ποιοτήτων στα νωπά φρούτα και λαχανικά, επιβάλλει τη συσκευασία και την αναγνώριση των ποιοτικών τους χαρακτηριστικών από τα πρώτα επίπεδα της εφοδιαστικής αλυσίδας. Μια τέτοια πρακτική ενισχύει σημαντικά τις δυνατότητες της ιχνηλασιμότητας προς την επίτευξη κατάλληλου μάρκετινγκ για τα προϊόντα αυτά, για την ασφάλεια των τροφίμων, για την αποδοτική διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας και για τη διαφοροποίηση των νέων ποιοτικών χαρακτηριστικών των προϊόντων. Τα κόστη ανάπτυξης και λειτουργίας συστημάτων ιχνηλασιμότητας για τα νωπά προϊόντα είναι γενικά χαμηλότερα από ότι στα άλλα αγαθά. Αυτό συμβαίνει όταν τα νωπά προϊόντα συσκευάζονται νωρίς στην εφοδιαστική αλυσίδα μια και οι μικρές κατά κανόνα συσκευασίες των νωπών προϊόντων περιέχουν συνήθως τη σοδειά από ένα μόνο καλλιεργητή. Εξαίρεση αποτελούν νωπά προϊόντα τα οποία έχουν μεγάλες διάρκειες ζωής (όπως π.χ. οι ξηροί καρποί) που συνήθως αναμιγνύονται και αποθηκεύονται σε μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους μέχρι να συσκευασθούν καθιστώντας την ιχνηλασιμότητά τους πολύ δύσκολη. 2. Δημητριακά και σπόροι λαδιού Η μέχρι πριν από λίγα χρόνια πρακτική παρακολούθησης των δημητριακών και των σπόρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή λαδιού σιτηρών κατά μήκος των εφοδιαστιακών τους αλυσίδων, θεωρούνταν ικανοποιητική. Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη ζήτηση για ξεχωριστής ποιότητας σοδειές, συμπεριλαμβανομένων και των προϊόντων που δεν είναι γενετικά τροποποιημένων, ώθησε προς την ανάπτυξη συστημάτων ιχνηλασιμότητας μεγαλύτερης ακρίβειας. Ειδικότερα στις συμβατικές καλλιέργειες η ιχνηλασιμότητα αφορά συνήθως, μόνο το προηγούμενο ή το επόμενο στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας. Για παράδειγμα, οι χονδρέμποροι ξέρουν από πού προμηθεύτηκαν μια συγκεκριμένη σοδειά σιτηρών και που τη διεθέσαν. Έτσι η άντληση πληροφοριών από μη κοντινά ανώτερα ή κατώτερα επίπεδα της 3
εφοδιαστικής αλυσίδας βασίζεται στην ικανότητα των άλλων επιπέδων να διατηρούν τις σχετικές πληροφορίες. Σε ότι αφορά στις ξεχωριστής ποιότητας καλλιέργειες, όπως τα υψηλής αξίας σιτηρά, τα οργανικά τρόφιμα και οι μη γενετικά τροποποιημένες σοδειές, η ανάγκη για βέλτιστα συστήματα ιχνηλασιμότητας γίνεται όλο και πιο επιτακτική σήμερα, αντικατροπτίζοντας την επιθυμία των καταναλωτών να παίρνουν μια (δια)βεβαίωση για την ύπαρξη ιδιαίτερων ποιοτικών χαρακτηριστικών στα προϊόντα που αγοράζουν. Η ανάγκη αυτή έχει ως αποτέλεσμα η όλη προσπάθεια ιχνηλασιμότητας για αυτή την κατηγορία καλλιεργειών να ξεκινάει το νωρίτερο δυνατό, ακόμη και από τη διαδικασία της σποράς. Σε αυτό μάλιστα το σημείο η έγγραφη τεκμηρίωση διασφαλίζει την ύπαρξη ιδιαίτερων ποιοτικών χαρακτηριστικών. Γενικότερα, οι σπόροι ελέγχονται και οι παρτίδες τους παρακολουθούνται μέσω χρήσης συγκεκριμένων αριθμών ταυτοποίησης. Μάλιστα, εάν είναι επιθυμητό συγκεκριμένες πληροφορίες για τα γονίδια πατρικής γενιάς αυτών των σπόρων μπορούν να αναζητηθούν στους προμηθευτές τους, οι οποίοι και τα ανέπτυξαν και να ζητηθεί κάποιο πιστοποιητικό γνησιότητας/καθαρότητας. 3. Ζωντανά ζώα Ο τομέας των ζωντανών ζώων έχει μακρά ιστορία στα συστήματα ιχνηλασιμότητας ζώων, ώστε να προστατεύονται τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και να ελέγχεται η διασπορά των ασθενειών των ζώων. Από την άλλη πλευρά οι παραγωγοί/επεξεργαστές κρεάτων, ανέπτυξαν δικά τους συστήματα παρακολούθησης, ώστε να βελτιωθεί η ροή των προϊόντων και να περιοριστούν τα προβλήματα ασφάλειας και ποιότητας. Πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις παρακινούν τις εταιρείες να γεφυρώσουν την ιχνηλασιμότητα των ζώων και των κρεάτων και να αναπτύξουν τέτοια συστήματα που θα έχουν τον πλήρη έλεγχο από τις κτηνοτροφικές μονάδες έως και τους λιανοπωλητές. Σε ότι αφορά στην ιχνηλασιμότητα των εκτρεφόμενων ζώων, οι ιδιοκτήτες κτηνοτροφικών μονάδων έχουν τρεις κύριους λόγους για την ανάπτυξη συστημάτων ιχνηλασιμότητας. Πρώτα από όλα, επιθυμούν να προστατεύσουν την περιουσία τους από κλοπή. Δεύτερον, θέλουν να ελέγξουν τη διάδοση ασθενειών έχοντας τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν ποια ζώα τους είναι υγιή και ποια όχι. Μάλιστα, οι πληροφορίες αυτές είναι πολύ σημαντικές για την αξιολόγηση της μεταδοτικότητας των ασθενειών και για τη σχεδίαση κατάλληλων προγραμμάτων αντιμετώπισής τους. Τρίτον, για να διαπραγματευτούν μια μεγαλύτερη τιμή για τα ζώα με άριστα ποιοτικά χαρακτηριστικά που δε μπορούν να διαγνωσθούν με γυμνό μάτι, αλλά μόνον μέσω κατάλληλων εγγράφων που προκύπτουν από τη διαδικασία της ιχνηλασιμότητας. 4
Στην Ελλάδα ο επίσημος κρατικός φορέας για την προαγωγή και τη διασφάλιση της ποιότητας των γεωργικών προϊόντων, την προστασία όρων που αφορούν την προέλευση τους και την προώθηση φιλοπεριβαλλοντικών συστημάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης γεωργικών εκμεταλλεύσεων, είναι ο Οργανισμός Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων - AGROCERT. Ο Οργανισμός αποτελεί κέντρο ανάπτυξης, προσφοράς υπηρεσιών και τεχνογνωσίας σε θέματα ποιότητας διαδικασιών, φάσεων παραγωγής και προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, ορίζει, οριοθετεί και προάγει την ορθολογική εφαρμογή προτύπων και διαδικασιών, τις οποίες και υποστηρίζει με τις ανάλογες υπηρεσίες, σε όλα τα επίπεδα της αγοράς που καλύπτει. Στόχος του Οργανισμού είναι να αποτελέσει άξονα συγκρότησης πλέγματος συνεργασίας των φορέων ανάπτυξης και εφαρμογής διαδικασιών παραγωγής ποιοτικών αγροτικών προϊόντων, καθώς και το θεσμικό φορέα εγγύησης της ποιότητας αυτών. Σήμερα, ο Οργανισμός μελετά τα παραπάνω θέματα με στόχο τη διαμόρφωση της βέλτιστης στρατηγικής για την πιστοποίηση και την ιχνηλασιμότητα των αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα. 5