Τμήμα Κοινωνιολογίας



Σχετικά έγγραφα
ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. 2 ο Λύκειο Αμαρουσίου Β Τάξη 1 ο project Σχολικό Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα Σπανού

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Emile Durkheim

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Ενότητα 2. Δομολειτουργισμός

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Γίνεται ή γεννιέται ένας εγκληματίας; Βιολογικές και εγκληματολογικές θεωρίες

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Εκπαίδευση, κοινωνικός σχεδιασμός. Ρέμος Αρμάος MSc PhD, Υπεύθυνος εκπαίδευσης στελεχών ΚΕΘΕΑ

Οι γνώμες είναι πολλές

Κείμενο. Εφηβεία (4596)

Εφηβεία είναι η περίοδος της μετάβασης από την παιδική στην ώριμη ηλικία κι έχει για κέντρο της την ήβη.

Μανώλης Κουτούζης Αναπληρωτής Καθηγητής Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Αναγνώσεις σε επίπεδα

Συγκρούσεις μεταξύ συνομηλίκων στο σχολικό πλαίσιο. Προτάσεις ερμηνείας και αποτελεσματικής αντιμετώπισης

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

Ηγεσία. Ενότητα 1: Εισαγωγικές έννοιες. Δρ. Καταραχιά Ανδρονίκη Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

Asch, S Social Psychology Εισαγωγή: Αντιλήψεις για τον Ανθρωπο σελ. 3-39

1)Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε διάκριση των κοινωνικών επιστημών από τη φιλοσοφία. Σ Λ

Εφηβεία. Πώς επιδρά η σημερινή κοινωνία την ανάπτυξη του εφήβου; 21 ΓΕΛ ΑΘΗΝΑΣ ΤΜΗΜΑ Α1, ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΩΡΑ ΓΙΑ ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΠΙΡΡΟΗ ΚΙΝΟΥΜΕΝΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΣΤΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

Κείμενο 1 Εφηβεία (4590)

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

ΣΧΕΔΙΟ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις της Κρίσης: Αιτίες και η μελέτη των συνεπειών

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

3. Μεθοδολογία διδασκαλίας Ενηλίκων. Επιμόρφωση εκπαιδευτών/τριών Επιμορφωτικών Κέντρων Λευκωσία

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

1. Η χρήση ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ ε.

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Τίτλος: Power/ Knowledge: Selected interviews and other writings

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

Ψυχολογία της προσωπικότητας θεωρίες.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Γ: ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ-ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΦΟΒΟΙ

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ. Ηγεσία

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Μάριος Βρυωνίδης Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Εθνικός Συντονιστής Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Κοινωνικο-πολιτισμική ετερότητα & Αναλυτικό Πρόγραμμα

Γιώργος Κ. Ζαρίφης Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής. Ενότητα 9: Ομάδες Αναφοράς και Διάγνωση- Καταγραφή Αναγκών

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 5: H ανάπτυξη της ηθικότητας και της προκοινωνικής

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

ΗΘΙΚΗ & ΗΘΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ & ΣΤΗΝ Φ.Α.

ΜΑΘΗΣΗ ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ: Γενετικές ή Περιβαλλοντικές Επιδράσεις;

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Κείμενο : Μ.Μ.Ε. και ρατσισμός

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟ STRESS STRESS: ΠΙΕΣΗ

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

Βασικές Θεωρίες Αστικής Κοινωνιολογίας. Σημειώσεις της Μαρίας Βασιλείου

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Managers & Leaders. Managers & Leaders

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

Εκπαιδευτικά Προγράμματα και Δράσεις στη Δημοτική Εκπαίδευση

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Α. ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

Δίκαιο είναι το σύνολο κανόνων που προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου στην κοινωνία με υποχρεωτικό τρόπο.

Ενδυναμώνοντας τις σχέσεις με τους γονείς

Εισηγητές: Λιάπη Αγγελική Μωυσής Δαυίδ Φρανσές Έστερ

Βετεράνοι αθλητές. Απόδοση & Ηλικία. Βασικά στοιχεία. Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη

Εφηβεία: Συμβουλές για... γονείς σε απόγνωση (1951)

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Ένα εννοιολογικό πλαίσιο για τη Διαπολιτισμική Ψυχολογία. Θεωρητικές προσεγγίσεις Το οικολογικό-πολιτισμικό μοντέλο Κοινωνικοποίηση & επιπολιτισμός

Ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων μέσα από τον αθλητισμό. Ψούνη Λίνα ΚΦΑ, Ψυχολόγος. MSc, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Transcript:

Τμήμα Κοινωνιολογίας Σεμινάριο: Ευρωπαϊκές προσεγγίσεις για την Παρέκκλιση και τον Κοινωνικό Έλεγχο Εργασία: «Η θέαση του παραδείγματος της Ιερισσού, μέσα από τις αναλύσεις περί εγκλήματος» Επιβλέπων καθηγητής: Γεωργούλας Στράτος Αντωνακοπούλου Εύα Α/ Μ: 181/10011 Εξάμηνο Η Μυτιλήνη 2014

Περιεχόμενα Περίληψη... 4 Introduction... 4 Περί εγκλήματος λόγος... 4 Κλασική θεωρία... 5 Νεοκλασική θεωρία... 5 Θετικισμός... 6 Φιλελεύθερος Θετικισμός... 6 Ριζοσπαστικός θετικισμός... 6 Ντετερμινισμός... 7 Βιολογικός θετικισμός... 7 Lombroso... 7 Sheldon... 8 Gluecks... 9 Χρωμοσώματα... 9 Ο θετικισμός της ψυχολογικής προσέγγισης... 10 Eysenck... 10 Trasler... 11 Durkheim... 12 Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του εγκλήματος... 13 Robert Merton... 13 Η σχολή του Σικάγου / κοινωνική οικολογία... 14 Διαφορικός συγχρωτισμός και θεωρία της ενίσχυσης (συμπεριφορισμός)... 14 Υποκουλτούρα... 15 Albert K. Cohen... 16 Κοινωνική Αντίδραση / Ετικετοποίηση... 17 Lemert... 17 Becker... 17 Αμερικανικός νατουραλισμός και Φαινομενολογία... 18 David Matza... 18 Μαρξισμός... 19 Engels... 19 Marx... 19 Bonger... 20 2

Νέοι συγκρουσιακοί θεωρητικοί... 21 Μια κοινωνιολογική θεωρία... 22 Συμπερασματικά... 23 Βιβλιογραφία... 24 3

Περίληψη Τον Μάρτιο του 2013, μεγάλος αριθμός εξοπλισμένων ανδρών των δυνάμεων καταστολής της ελληνικής αστυνομίας, με διαταγή της πολιτικής ηγεσίας της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη) εισέβαλλε στην Ιερισσό ένα χωριό της Χαλκιδικής, στο οποίο κατά τα λεγόμενα των αρχών, ευρίσκοντο οι υπεύθυνοι του Βανδαλισμου του εργοταξίου των μεταλλείων στις Σκουριές. Ακολούθησε έντονη κοινωνική αντίδραση από τους Ιερισσιώτες, καθώς οι επίσημοι θεσμοί οριοθέτησαν την συλλογική τους δράση περιορίζοντάς την στην σφαίρα της παραβατικής συμπεριφοράς / εγκλήματος, το οποίο επιδέχεται βίαιη καταστολή. Ως εκ τούτου, θα επιχειρηθεί η θέαση του εν λόγω εγκλήματος μέσα από τις βασικές θεωρίες περί εγκληματικότητας. Introduction In March 2013, a large number of equipped men of the repressive forces of Hellenic police, ordered by the political leadership of EL.AS (Ministry of Public Order and Citizen Protection) invaded Ierissos - a village of Halkidiki peninsula, in which, according to of the state authorities, they were those who were responsible for the vandalism of the constructionsite of the mines in Skouries. This incident was followed by a strong social reaction from Ierissos's residents as formal institutions delineated their collective action by limiting it into the sphere of delinquent behavior / crime, which is open to violent repression. Therefore, we will attempt to view that crime through the basic theories of crime. Περί εγκλήματος λόγος 4

Κλασική θεωρία Σύμφωνα με την κλασική θεωρία οι άνθρωποι, επιθυμώντας την κοινωνική συνοχή και ειρήνη, η οποία αντιτίθεται στην «εγωιστική τους φύση» και στα πολεμικά επακόλουθα αυτής, επιλέγουν συνειδητά την παραχώρηση ενός μέρους της ελευθερίας τους ώστε να επιτευχθεί η ειρηνική τους συνύπαρξη. Ως εκ τούτου, το κράτος, ως αποτέλεσμα της θέλησης των ανθρώπων για την διασφάλιση αυτής της συνύπαρξης και κατ επέκταση οι νόμοι αυτού, επωμίζονται την ευθύνη της διαχείρισης της κοινωνικής συνοχής. Απαραίτητη συνθήκη αυτής της διαχείρισης αποτελεί η ανάλογη του εγκλήματος και καθολική τιμωρία, η οποία σε ένα πρώτο επίπεδο επιβάλλεται ως ποινή στον εγκληματία1 και σε έναν δεύτερο επίπεδο λειτουργεί αποτρεπτικά προς τον επίδοξο εγκληματία, καθώς ο τελευταίος ως έλλογο ον, είναι ο κύριος υπεύθυνος των πράξεων επιλογών του. (Taylor, Walton & Young, 1973:1-7) Βάσει αυτής της οπτικής, οι κάτοικοι της Ιερισσού, εφόσον κομμάτι αυτών κατηγορούνται για τον βανδαλισμό του εργοταξίου, εναντιώνονται στην κοινωνική συνοχή διαρρηγνύοντας τις βασικές αρχές του κοινωνικού συμβολαίου. Κι όπως σε κάθε ανάλογη περίπτωση το κράτος, δια του νόμου και των κατασταλτικών του μηχανισμών επεμβαίνει ποινικοποιώντας και καταστέλλοντας βίαια τους (αντί)δρώντες κατοίκους, επαναφέροντας την κοινωνική ευταξία προς παραδειγματισμό και των υπολοίπων. Νεοκλασική θεωρία Ωστόσο, καθώς οι Ιερισσιώτες αφορούν σε ενήλικα έλλογα άτομα, κρίνονται υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, μέσα από την θέαση και του ευρύτερου περιβάλλοντός τους αλλά και των ηθικών τους επιλογών. Πρόκειται για ενήλικες, οι οποίοι εν καιρώ κρίσης αρνούνται να αντιληφθούν το ευρύτερο αναπτυξιακό πλαίσιο, 1 Εγκληματίας σύμφωνα με την οπτική της εν λόγω θεωρίας και τους εκπροσώπους τους κράτους. 5

επιλέγοντας μια αντιπαραθετική προς το κράτος εκ του οποίου απορρέουν οι εκάστοτε αναπτυξιακές πολιτικές συμπεριφορά. (ο.π. 7-10) Θετικισμός Τούτη η συμπεριφορά, υπό μια θεωρία εμμένουσα στην επιστημονική μέθοδό, δύναται, αναλογικά προς την φύση, να μελετάται, να ποσοτικοποιείται και κατ επέκταση να τίθεται υπό το πρίσμα των επιστημονικών συμπερασμάτων ενός a priori αποδεκτού αντικειμενικού αναλυτή-επιστήμονα. (ο.π. 31) Ο θετικιστής επιστήμονας καταπιάνεται με τρία κομβικά ζητήματα: την συναίνεση, την αιτιοκρατία της συμπεριφοράς και τον επιστημονισμό. Ταυτοχρόνως, αποσιωπώνται ενστάσεις, οι οποίες αφορούν στην αξιοπιστία των ποσοτικών/στατιστικών δεδομένων καθώς αυτά συλλέγονται από πολιτικά υποκείμενα, με συγκεκριμένη κοινωνική θέση αλλά και ιδεολογία. Φιλελεύθερος Θετικισμός Ακόμη όμως και όταν γίνονται παραδεκτά τα εν λόγω προβλήματα, υιοθετείται η άποψη πως με την κατάλληλη επεξεργασία αποδεικνύονται ικανοποιητικά προς την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Σύμφωνα με αυτά, οποιαδήποτε αποκλίνουσα εκ του κυρίαρχου κανόνα και εντός ενός απαγορευτικού προς αυτή δημοκρατικού πλαισίου, συμπεριφορά, αποτελεί παρεκτροπή η οποία κινείται ενάντια σε μια κοινωνική και ηθική συναίνεση. Ριζοσπαστικός θετικισμός Απόρροια αυτής της συναίνεσης είναι οι νόμοι ο νομικός κώδικας, ο οποίος αναπόφευκτα ορίζει ως έγκλημα και τιμωρεί, οποιαδήποτε συμπεριφορά τον απειλεί, στοχεύοντας στην διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής. 6

Παρόλα αυτά, τα νομικά κριτήρια αμφισβητούνται αναφορικά με την ικανότητά τους να σκιαγραφήσουν ένα έγκλημα, καθώς το τελευταίο, υποστηρίζεται πως προϋπάρχει του νόμου. Ως εκ τούτου, γίνεται λόγος για ανεξάρτητο του νόμου «φυσικό έγκλημα», το οποίο ενυπάρχει στους ανθρώπους ως μη μεταβαλλόμενο έμφυτο χαρακτηριστικό, προσβάλλοντας την λειτουργικότητα της κοινωνίας. Καθίσταται, λοιπόν εμφανές πως η κινητοποίηση των Ιερισσιωτών αφορά σε μια έμφυτη τάση τους να αντιτίθενται στην κοινωνική συνοχή και όχι σε μια ελεύθερη (ηθική) επιλογή. Τούτη η τάση, δηλώνει, για τον θετικισμό, την απάρνηση της κοινωνικής τάξης, η οποία ταυτίζεται με μια ηθική υποταγής υπό την ιδέα της κοινωνικής ευταξίας. Ντετερμινισμός Πέραν της έμφυτης συμπεριφοράς η αιτιοκρατική οπτική του θετικισμού στρέφει τον φακό της προς αιτιολογήσεις του εγκλήματος, οι οποίες αφορούν σε ψυχολογικά, βιολογικά, φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Βάσει αυτών, οι θετικιστές αποφαίνονται πως η αντικοινωνική στάση, αφορά σε εγκληματική συμπεριφορά απορρέουσα από την ροπή του ατόμου προς αυτήν. Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικοί παράγοντες παραγκωνίζονται από το πεδίο εξήγησης της παρέκκλισης. Βιολογικός θετικισμός Lombroso Ως εκ τούτου, ανθίζει ο βιολογικός θετικισμός, μέσα από την θέαση του ιταλικού θετικισμού και του Lombroso, ο οποίος μελετά την δαρβίνεια θεωρία συμπεραίνοντας πως o εγκληματίας αφορά στον άνθρωπο, ο οποίος αναπαράγει άγρια, πρωτόγονα ένστικτα. Πρόκειται για την θεωρία του Αταβισμού. Ο αταβιστικός άνθρωπος γίνεται αντιληπτός μέσα από μια σειρά φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών απότοκα μιας μηεξελιγμένης βιολογικής πορείας. Πρόκειται για χαρακτηριστικά ως προς το μέγεθος της κεφαλής ή ασύμμετρων στοιχείων του προσώπου (μέγεθος μετώπου, σχήμα μύτης 7

κλπ), τα οποία οδηγούν σε συγκεκριμένους τύπους εγκληματιών. Μέσα από αυτή τη θεώρηση, ο Lombroso καταλήγει σε μια κατηγοριοποίηση των εγκληματιών: 1. εγκληματίες εκ γενετής 2. εγκληματίες παρανοϊκοί (καταθλιπτικοί, αλκοολικοί κλπ) 3. εγκληματοειδείς άνθρωποι, οι οποίοι δεν ξεχωρίζουν από βιολογικά στίγματα. (ο.π. 38) Ως εκ τούτου, προβάλλοντας την λομπροζιανή θεώρηση στην περίπτωση των ιερισσιωτών, θα λέγαμε πως πρόκειται για εγκληματικές φύσεις μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι λόγω των βιολογικών χαρακτηριστικών τους προβαίνουν στο έγκλημα. Πρόκειται, θα μπορούσαμε ίσως να ισχυριστούμε, για μία έμμεση κατηγοριοποίηση μιας τάξης ανθρώπων στην σφαίρα του εγκλήματος, στον βαθμό που τέτοια χαρακτηριστικά μπορούν να ειδωθούν όχι μονάχα σε μεμονωμένα άτομα, αλλά σε ένα σύνολο ατόμων. Sheldon Στα ίχνη του Lombroso, ο William Sheldon, προβαίνει στην διάκριση των εγκληματιών αναλογικά με τα σωματικά τους χαρακτηριστικά: 1. ενδόμορφος: στογγυλοειδή χαρακτηριστικά, τάση προς την παχυσαρκία 2. μεσόμορφος: αθλητικό σώμα 3. εξώμορφος: μικροκαμωμένος, δίχως ιδιαίτερη μυϊκή δύναμη, εκλεπτυσμένος Αναλύοντας τα ποσοστά, αυτών των χαρακτηριστικών τα οποία δύνανται να συναντούνται σε ένα άτομο, υποστηρίζει πως ο μεσόμορφος τύπος ανθρώπου, είναι εκείνος που ρέπει προς το έγκλημα. Στον αντίθετο πόλο βρίσκεται ο εξωμορφος τύπος, ο οποίος δεν φαίνεται να έχει κάποια ροπή προς εγκληματική συμπεριφορά. (ο.π. 43) Αναλόγως οι ιερισσιώτες, θα μπορούσαν να ειδωθούν μέσα από μια οπτική σαν αυτήν, ως μεσόμορφοι τύποι εγκληματιών. Στον βαθμό, μάλιστα, κατά τον οποίο πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων με διαφορετικά χαρακτηριστικά, θα μπορούσε να υποτεθεί πως μια τέτοια θεώρηση χωλαίνει, ωστόσο, η νοηματοδότηση του 8

αθλητικού τύπου (μεσόμορφου), θα μπορούσε να ειδωθεί ως ένα ευρύ πεδίο εννοιολόγησης. Gluecks Στο ίδιο μοτίβο, ο Gluecks, θα συσχετίσει τους εν λόγω τύπους με κοινωνικούς παράγοντες, καταλήγοντας πως ο μεσόμορφος τύπος τείνει στην επιθετικότητα, καθώς χαρακτηρίζεται από μυϊκή δύναμη, ενέργεια και μια μορφή ελευθερίας η οποία προκαλεί εντάσεις στις σχέσεις του. Ωστόσο, διέκρινε και χαρακτηριστικά τα οποία δεν απαντούν στον εν λόγω τύπο, όπως είναι η ευπάθεια προς παιδικές μεταδοτικές ασθένειες και συγκρουσιακά συναισθήματα. Πέραν όμως των παραπάνω, ο Gluecks θα μιλήσει για τρείς σημαντικούς κοινωνικούς παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν καθοριστικά για την ανάπτυξη ή όχι εγκληματικής συμπεριφοράς από το άτομο. Αυτοί είναι: η αδιαφορία του οικογενειακού περιβάλλοντος, ως απότοκο της ρουτίνας του, η ελλιπής και πενιχρή δημιουργικότητα. Στην περίπτωση του Gluecks, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως οι ιερισσιώτες, λόγω των τοπικών τους χαρακτηριστικών (επί παραδείγματι λόγω της ενασχόλησεις με αγροτικές εργασίες) προσομοιάζουν στον μεσόμορφο αθλητικό τύπο εγκληματία. Επεκτείνοντας την ίδια σκέψη, θα προσθέταμε πως ακριβώς λόγω αυτών των τοπικών χαρακτηριστικών, πιθανότατα οι άνθρωποι ασχολούνται ιδιαιτέρως με τις αγροτικές εργασίες, οι οποίες αιτούνται χρόνου, με αποτέλεσμα η δημιουργικότητα και η οικογενειακή συνεστίαση να καθίσταται ακατόρθωτη. Χρωμοσώματα Πέραν τον σωματικών χαρακτηριστικών, σημαντική βάση δόθηκε στην συσχέτιση εγκλήματος και χρωμοσωμάτων. Αναλυτικότερα, πρόκειται για έρευνες βάσει των οποίων σύγκεκριμένα χρωμοσώματα δύνανται να αποτελούν «συμπληρώματα» εγκληματικής συμπεριφοράς.(ο.π. 43-45) 9

Υπό αυτήν την οπτική, οι θετικιστές, μελετώντας τους ιερισσιώτες και καταγράφοντας τα δεδομένα των χρωμοσωμάτων τους, θα στέκονταν σε κάποια κοινά χαρακτηριστικά αυτών, αποκομμένα από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, στιγματίζοντάς τα ως εγκληματογενεί. Ο θετικισμός της ψυχολογικής προσέγγισης Eysenck Κατά τον Eysenck ο άνθρωπος στοχεύει πάντοτε στην ηδονή, αποφεύγοντας τον πόνο. Αυτή η κλασικιστική θέση, λαμβάνει θετικιστικές διαστάσεις, καθώς ο γερμανός ψυχολόγος συνεχίζει υποστηρίζοντας πως αυτές του οι επιδιώξεις δεν σχετίζονται με την ελεύθερη βούληση και την ορθολογική σκέψη. Κατά τον Eysenck χαρακτηριστικά του νευρικού συστήματος αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον παράγοντας το έγκλημα. Το έγκλημα δεν αφορά σε κάποιο εκ γενετής χαρακτηριστικό αλλά στον συνδυασμό περιβαλλοντικών, προσωπικών, νευροβιολογικών παραγόντων. Ο άνθρωπος όταν δεν λαμβάνει την ηδονή στην οποία στοχεύει, αντιδρά βίαια. Υποστηρίζοντας πως η απέχουσα της εγκληματικής πράξης τιμωρία παρουσιάζεται αναποτελεσματική, προτάσσει την έννοια της συνείδησης: καθώς το παιδί μεγαλώνει, μυείται κοινωνικοποιείται σε μια μία σειρά νορμών, οι οποίες το αποτρέπουν από οποιουδήποτε είδους παρέκκλιση από τις κυρίαρχες νόρμες. Ως εκ τούτου, αντί μιας αποστασιοποιημένης τιμωρίας, προτείνει την δημιουργία των κατάλληλων ερεθισμάτων ώστε το παιδί να εσωτερικεύει και να θέτει αυτομάτως σε εφαρμογή ένα είδος απέχθειας προς την παρέκκλιση και υποταγής προς τους κοινωνικούς κανόνες. Πρόκειται για ένα είδος συνείδησης όπου η τιμωρία, μεταφρασμένη σε άγχος και συναγερμό, εσωτερικεύεται ως προσωπική επιταγή στο νευρικό σύστημα (σελ. 47-49) Το άγχος πριμοδοτείται ως συστατικό στοιχείο της εγκληματικότητας καθώς προτείνεται η εκ του ειδικού τροποποίηση της συμπεριφοράς. 10

Με εφαλτήριο την οπτική του Eysenck, οι κάτοικοι της Ιερισσού αφορούν σε άτομα τα οποία μην έχοντας κοινωνικοποιηθεί ορθώς, ώστε να αντιλαμβάνονται το αδιαφιλονίκητο των κοινωνικών κανόνων, προβαίνουν σε βίαιες αντιδράσεις καθώς η ηδονιστικές τους βλέψεις ματαιώνονται. Τούτο όμως δεν οφείλεται, κατά την θεωρία του Eysenck, σε εγγενή τους χαρακτηριστικά αλλά στον τρόπο που η κοινή γνώμη νοηματοδοτεί την φυσική ή αποκλίνουσα συμπεριφορά. Trasler Επηρεασμένος από τον Eysenck, ο Trasler μετατωπίζει το ενδιαφέρον από τους γενετικούς παράγοντες στην σημασία της ανατροφής των παιδιών, μέσα από ένα πλέγμα στιβαρών ηθικών αρχών. Συνεχίζοντας, υποστηρίζει πως κατά τη διαδικασία της ανατροφής του παιδιού, οι γονείς τιμωρούν τις μη εγκεκριμένες κοινωνικά πράξεις του. Αποτέλεσμα αυτής της τιμωρίας είναι η πρόκληση άγχους και δυσαρέσκειας. Η επανάληψη αυτού του σχήματος, καθιστά το άγχος συστατικό στοιχείο της αποκλίνουσας πράξης, λειτουργώντας αποτρεπτικά προς αυτήν. Μέσα από αυτήν την οπτική, παρατηρεί πως η τάση προς το έγκλημα αφορά και στην προηγηθείσα γονική συμπεριφορά προς το παιδί την ανατροφή, καθώς όταν παρουσιάζεται ελλιπής (χαμηλή γονική επιτήρηση) συχνά οδηγεί στην παραβατικότητα. Ο Trasler υποστηρίζει πως η μεσοαστοί, λόγω θέσης και γνώσεων που απορρέουν από αυτήν, παρουσιάζουν λιγότερη εγκληματικότητα, σε αντίθεση με την εργατική τάξη, της οποίας τα ποσοστά εγκληματικότητας, όπως δηλώνει, παρουσιάζονται υψηλά, καθώς παρουσιάζεται ελλιπής προς την τιμωρία και την επιτήρηση. (ο.π. 61-63) Ως εκ τούτου, οι ιερισσιώτες, κατά τον Trasler, πιθανότατα προέρχονται από φτωχές κοινωνικές τάξεις οι οποίες, αδυνατώντας να μυήσουν τα μέλη τους στον σεβασμό των κοινωνικών κανόνων και στον αποτρεπτικό αυτοματισμό του άγχους, παράγουν έγκλημα. 11

Durkheim Επιτυγχάνοντας την κοινωνιολογική εξήγηση του εγκλήματος, ο Durkheim διαφοροποιήθηκε από την κυρίαρχη εγκληματολογική ανάλυση της εποχής που αφορούσε στην εξήγηση του εγκλήματος εστιάζοντας στο άτομο, δηλ. τον «Αναλυτικό Ατομικισμό». Σύμφωνα με τον τελευταίο, η κοινωνία είναι η αντανάκλαση των ελεύθερων επιλογών αναφορικά με τα συμφέροντά τους, των ατόμων. Ωστόσο, ο Durkheim, τονίζει πως τα άτομα δεν επιλέγουν πάντοτε ελεύθερα, αλλά υπάρχουν κοινωνικοί μηχανισμοί που επιβάλλουν συγκεκριμένες κοινωνικές διεργασίες. Πρόκειται για έναν τυπικό (δια του νόμου) ή άτυπο (δια του κοινωνικού ελέγχου) εξαναγκασμό. Με άλλα λόγια, μέσω των ανθρώπινων διεργασιών οι άνθρωποι δημιουργούν ένα πλέγμα ηθικής, στα όρια του οποίου μαθαίνουν να κινούνται. Ταυτόχρονα, στη σύγχρονη «οργανική» κοινωνία, η ευταξία επιτυγχάνεται μέσω του καταμερισμού εργασίας και της «οργανικής αλληλεγγύης» η οποία διαφοροποιείται από την «μηχανική αλληλεγγύη» των προγενέστερων αγροτικών κοινωνιών όπου παρατηρείτο ελάχιστη διαφοροποίηση μεταξύ των ανθρώπων. Ακριβώς λόγω της οργανικότητας και της πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μία ποικιλία χαρακτηριστικών, η οποία έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την θετικιστική θεώρηση των ατόμων ως δρώντων μετρήσιμων αιτιοκρατικών συμπεριφορών. Παρομοιάζοντας και όχι ταυτίζοντας την κοινωνία ως οργανισμό και ασκώντας κριτική στην σύγχρονη βιομηχανική πραγματικότητα, αλλά και στον ντετερμινισμό του Comte και του Hobbes περί της ανθρώπινης φύσης, διαχωρίζει τα πάθη από την κοινωνική ορθολογική δράση, η οποία είναι προϊόν των κοινωνικών συσχετισμών. Επιχειρώντας την μελέτη του εγκλήματος φτάνει στην έννοια της Ανομίας και αποφαίνεται πως όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια κατάσταση έντονων αλλαγών όπου οι παραδεδεγμένοι κανόνες εκλείπουν, περιέρχονται σε μια κατάσταση σύγχυσης και ακριβώς τότε επικρατεί η Ανομία, η οποία παρατηρείται εντόνως στην σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία όπου οι δεσμοί και τα συμπαρομαρτούντα αυτών 12

(σχέσεις, συλλογικές διευθετήσεις) διαρρηγνύονται καθώς πριμοδοτείται ο ατομικισμός. Σε αυτό το στάδιο, οι άνθρωποι στρέφονται εγωιστικά στον εαυτό τους και δρουν βάσει τον συμφερόντων τους, ενάντια στο κοινωνικό συμφέρον. (ο.π. 67-85) Ως εκ τούτου, μέσα από την ντυρκεμική οπτική, οι Ιερισσιώτες βιώνοντας μια κατάσταση έντονων και βίαια επιβαλλόμενων αλλαγών (οικειοποίηση του φυσικού τους περιβάλλοντος, υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης) περιέρχονται σε κατάσταση Ανομίας αντιδρώντας προς τις κρατικές πολιτικές, καθώς επιδιώκουν την διαφύλαξη των ιδιαίτερων συμφερόντων τους, σε ένα πλαίσιο όπου οι ίδιοι οι θεσμοί δρουν εγωιστικά μην ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες τους. Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του εγκλήματος Robert Merton Με εφαλτήριο την ντυρκεμική οπτική, ο Merton, αποφαίνεται πως οι άνθρωποι λειτουργούν βάσει των αξίών τους (προσφερόμενοι σκοποί και στόχοι) και βάσει των μέσων που έχουν στην διάθεσή τους ώστε να επιτύχουν τους στόχους τους. Η ανομία, για τον Merton είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, εντός του οποίου οι αντικοινωνική δράση είναι απόρροια: 1. της απόρριψης των κυρίαρχων αξιών, ή 2. των προκρινόμενων προς την επίτευξη τους μέσων, ή 3. της αποδοχής των αξιών/σκοπων και της έλλειψης των μέσων, ή, τέλος, 4. της απόρριψης και των σκοπών και των μέσων, εκ των υποκειμένων της Λαμβάνοντας υπόψη την ταξική σύνθεση της σύγχρονης κοινωνίας και τα συνεπακόλουθα αυτής (μεγαλύτερη/μικρότερη πρόσβαση σε πόρους/μέσα), καθίσταται σαφές πως η ανομική συμπεριφορά συνάδει με της φτωχότερες τάξεις. Ο Merton, παίρνοντας ως παράδειγμα την αμερικανική κοινωνία, τονίζει πως ενώ το σύστημα προωθεί την υιοθέτηση συγκεκριμένων κυρίαρχων προτύπων, την ίδια στιγμή στερεί της δυνατότητες πραγμάτωσής τους. (ο.π. 92-110) 13

Στην περίπτωση των κατοίκων της Ιερισσού, θα μπορούσαμε να αποφανθούμε πως η δράση των εν λόγω υποκειμένων αφορά στην απόρριψη των κυρίαρχων αξιών (η ρητορεία περί οικονομικής αναπτύξεως) αλλά και στην απόρριψη των προκρινόμενων μέσων (δημιουργία ενός καταστροφικού για το περιβάλλον του τόπου εργοταξίου). Η σχολή του Σικάγου / κοινωνική οικολογία Ξοδεύοντας 25 χρόνια μελετώντας το αστικό κοινωνικών περιβάλλον, ο Robert Ezra Park και μια ομάδα κοινωνικών επιστημόνων της Σχολής του Σικάγου, υπερτονίζουν την μείζονα σημασία του κοινωνικού (αστικού) περιβάλλοντος προς την κοινωνική δράση και κατ επέκταση την παραγωγή εγκλήματος. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της Σχολής, το έγκλημα οφείλεται στο σε εγκληματογόνα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό θα μπορούσε να είναι η οικονομική υποβάθμιση κάποιων περιοχών ή ακόμη και η έλλειψη επαρκούς φωτισμού. Λόγω αυτών των ιδιαιτεροτήτων κάποιων περιοχών, ο κοινωνικός έλεγχος κρίνεται ανεπαρκής και επικρατεί κοινωνική αποδιοργάνωση με αποτέλεσμα να δημιουργείται πρόσφορο έδαφος προς την παραγωγή εγκλήματος. (ο.π. 110-114) Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να ισχυριστούμε πως λόγω του περιβάλλοντος της Χαλκιδικής, και ιδιαιτέρως της περιοχής της Ιερισσού, επικρατεί κοινωνική αποδιοργάνωση καθώς οι κάτοικοι προβαίνουν σε αξιόποινες πράξεις. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως η Ιερισσός δεν αφορά στο πρότυπο του αστικού τοπίου για το οποίο γίνεται λόγος από τους θεωρητικούς του Σικάγου. Διαφορικός συγχρωτισμός και θεωρία της ενίσχυσης (συμπεριφορισμός) Σύμφωνα με τους θεωρητικούς του Διαφορικού συγχρωτισμού, το έγκλημα δεν αφορά σε εγγενή χαρακτηριστικά αλλά μαθαίνεται στο άτομο μέσω των διαδικασιών μάθησης, κοινωνικοποίησης, αλληλεπίδρασης με άλλα άτομα/ομάδες. Ο Cressey, κύριος υποστηρικτής της θεωρίας, ενδυναμώνει την άνωθεν άποψη μέσω του παραδείγματος της κλεπτομανίας, λέγοντας πως τα κίνητρα της μαθαίνονται μέσα 14

από την αλληλεπίδραση με άλλα άτομα. Ωστόσο, η εν λόγω θέση χωλαίνει καθώς δεν γίνονται ξεκάθαροι οι λόγοι για τους οποίους το άτομο εξ αρχής υιοθετεί έναν τέτοιο ρόλο. Ο έτερος υποστηρικτής, Sutherland, υποστηρίζει με τη σειρά του πως το άτομο διαπνέεται από παθητικά κίνητρα, εγκληματώντας λόγω της επιρροής που ασκεί σε αυτό ο περίγυρός του. Και σε αυτήν την περίπτωση η θεωρία της μαθησιακής διαδικασίας κρίνεται ανεπαρκής στον βαθμό κατά τον οποίο το άτομο παρουσιάζεται άμοιρο ευθυνών και ελλιπούς κρίσης. Στην θέση του Sutherland περί αυτόματου ερεθίσματος κατά τη μαθησιακή διαδικασία, οι Θεωρητικοί της Ενίσχυσης Burgess και Akers, επισημαίνουν πως το έγκλημα μαθαίνεται δια της «ενισχυτικής» κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Κατά την αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται εντός μιας παρεκκλίνουσας κοινωνικής ομάδας, στοιχεία όπως είναι η θέση, το κύρος και η αποδοχή των ατόμων, δύνανται να δρουν ενισχυτικά, προβαλλόμενα ως πρότυπα στα μέλη της ομάδας. Με άλλα λόγια, στοιχεία που παρουσιάζονται ως επιθυμητά από την ομάδα (π.χ. η κλοπή) υιοθετούνται από τα μέλη-άτομα. (ο.π. 130-132) Σύμφωνα με την θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού, οι ιερισσιώτες μαθαίνουν ο ένας στον άλλο, κατά την διαδικασία της κοινωνικής ανυπακοής, να εγκληματούν. Μάλιστα, η κοινωνική τους αντίδραση ή εγκλήματα όπως είναι, κατά τα λεγόμενα των αρχών, ο βανδαλισμός του εργοταξίου, θεωρούνται επιθυμητά από μέλη των συμμετεχόντων στις αντιδράσεις. Υποκουλτούρα Οι Cloward και Ohlin, επιχειρώντας την συνένωση της θεωρίας της ανομίας και του διαφορικού συγχρωτισμού, διαφοροποιούνται από τον Merton, χρησιμοποιώντας την ιδέα της αποδιοργάνωσης με έναν άλλο τρόπο. Εν αντιθέσει με τον Merton, θεωρούν την παρέκκλιση ως απότοκο συλλογικών και όχι ατομικών διεργασιών. Υποδεικνύουν πως το άτομο που παρεκκλίνει δύναται να αντιλαμβάνεται την δράση του ως αποκύημα του ίδιου του συστήματος και όχι ως ατομική ευθύνη. Θεωρούν πως η εγκληματική κουλτούρα μεταβιβάζεται στις 15

φτωχογειτονιές, οι οποίες παρέχουν άνομες δομικές ευκαιρίες επιτυχίας, ενυπάρχοντας στο σύστημα. Τονίζουν την δημιουργία νέων υποκουλτούρων εκτός της συναίνεσης. Καθώς υπερτονίζεται η αξία της χρηματικής επιτυχίας από το κυρίαρχο σύστημα, καθίσταται δύσκολη η θέαση μιας πληθώρας υποκουλτούρων οι οποίες αναπτύσσονται εντός ενός διαφοροποιημένου από τα κυρίαρχα πρότυπα πλαισίου. Συνεπώς, οι ιερισσιώτες, θα λέγαμε, οδηγούνται στην παραβατική συμπεριφορά μέσα από την συλλογική δράση. Οι λόγοι της δράσης τους, καθιστούν εμφανή στα μάτια τους την συστημική ευθύνη, έναντι της οποίας δημιουργούν μια υποκουλτούρα (αντίθετη της κυρίαρχης συναινετικής) αντίστασης. (ο.π. 133-135) Albert K. Cohen Ο Cohen μελετώντας τις υποκουλτούρες οι οποίες αναπτύσσονται σε συμμορίες εφήβων, αποφαίνεται πως είναι προϊόν διένεξης μεταξύ της μεσαίας και της εργατικής τάξης. Καθώς οι έφηβοι υιοθετούν πρότυπα/αξίες (ιδ. στο σχολείο) της μεσαίας τάξης, φέροντας τα εφόδια της εργατικής, έρχονται σε απόγνωση όταν δεν μπορούν να επιτύχουν αυτές τις αξίες, αντιδρώντας συλλογικά απέναντί τους. Απότοκο αυτής της διεργασίας είναι η εμφάνιση μιας υποκουλτούρας κακόβουλης και μη-ωφελιμιστικής. Η εν λόγω υποκουλτούρα παράγει την παραβατικότητα, ενώ ο δράστης επηρεάζεται καθοριστικά από τον βαθμό επιτυχίας του. (ο.π. 135-137) Άρα, μεταφέροντας την εν λόγω θεωρία την συλλογική δράση των ιερισσιωτών, θα λέγαμε πως μέσα από αυτήν τους τη δράση αναπτύσσουν μια υποκουλτούρα η οποία τους φέρνει σε ευθεία αντίθεση με τις αστικές/μεσοαστικές τάξεις μέσα από μια κακόβουλη σύγκρουση μαζί της, καθώς στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τα ποιοτικά στοιχεία του περιβάλλοντός τους, αποτυγχάνουν. Μια ένσταση εδώ, θα μπορούσε να αφορά στον πλουραλισμό των χαρακτηριστικών των δρώντων στην εν λόγω περίπτωση, καθώς αυτοί δεν απαντούν μονάχα στην εργατική τάξη. 16

Κοινωνική Αντίδραση / Ετικετοποίηση Με βάση την αρχή πως η πραγματικότητα κατασκευάζεται κοινωνικά, η θεωρία της ετικέτας σε συνδυασμό με την θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αποτελεί μια αξιοσημείωτη προσπάθεια προς μια πλήρως κοινωνιολογική προσέγγιση της εγκληματικότητας. Lemert Διακρίνοντας την πρωτογενή και δευτερογενή μορφή της παρέκκλισης, ο Lemert, αποφαίνεται πως η παραβατική συμπεριφορά απαντά σε έναν συνδυασμό βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Το άτομο, υποστηρίζει ο Lemert, άπαξ και στιγματιστεί, ως παθητικός δέκτης, «εγκληματίας», υιοθετεί αμυντικά τον ρόλο, ο οποίος του αποδίδεται μέσω αυτής της ταυτότητας, εγκαταλείποντας τους προηγούμενους (προ στιγματισμού) ρόλους του και αναζητώντας μια αντίστοιχη (παρεκκλίνουσα) ομάδα ώστε να ενταχθεί, διαβιώντας μεταξύ ομοίων. (ο.π. 152-158) Βάση αυτής της υπόθεσης, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι κάτοικοι της Ιερισσού, αποδέχονται τον στιγματισμό των εγκληματιών ενάντια στο κράτος και στις επιταγές του αμυντικά, καθώς δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο ώστε να το αλλάξουν και υιοθετούν την προκύπτουσα ταυτότητα, εντός μιας ομάδας «ομοίων». Becker Εμφαίνοντας στην κοινωνική θέσπιση και εφαρμογή των κανόνων, ο Becker, αποφαίνεται πως η νοηματοδότηση μιας συμπεριφοράς ως εκγληματικής εξαρτάται από το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, το έγκλημα είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, κατ επέκταση και οι εγκληματίες τα άτομα που χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι και στιγματίζονται. Ως εκ τούτου, οι συλλογική δράση των ιερισσιωτών, χαρακτηρίζεται εγκληματική μέσα από την οπτική του ελληνικού κοινωνικού πλαισίου, η οποία στιγματίζει τους 17

δρώντες. Πρόκειται για ένα κατασκευασμένο, εκ της κοινωνίας, «έγκλημα», μια αντίδραση ως απόρροια των κοινωνικών συνθηκών. Αμερικανικός νατουραλισμός και Φαινομενολογία Ο φαινομενολογικός προσανατολισμός προσπαθεί να περιγράψει ένα φαινόμενα και εν συνεχεία να δείξει πως αυτό συστήνεται δημιουργείται. (ο.π. 193) David Matza Υποστηρίζοντας πως η παραβατικότητα μπορεί να αφορά σε ένα τυχαίο ολίσθημα, το οποίο να ακολουθήσει απρόβλεπτες διαβαθμίσεις, ο Matza, προσπαθεί να διερευνήσει εκείνους τους παράγοντες που συμβάλλουν ώστε αυτό να επισυμβεί. Κατά τον Matza, ο παρεκκλίνων αρνείται να συνειδητοποιήσει την διαδικασία στην οποία εισέρχεται ως τέτοιος, ενώ αρνείται τις θετικιστικές αιτιοκρατικές αιτιολογήσεις του εγκλήματος. Θεωρεί πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να διαπράττουν εγκλήματα λόγω της συμμετοχής τους σε μια ομάδα παρεκκλινόντων, στην οποία αναγκαία προϋπόθεση ύπαρξης είναι η υιοθέτηση κοινών τεχνικών. Η επανάληψη μιας παλαιότερης παράβασης δεν είναι τόσο σημαντική όσο η ουδετεροποίηση του νόμου και η εμβάθυνση στο έγκλημα, η οποία δημιουργεί ένα πλαίσιο, το οποίο διευκολύνει την επανάληψη παλαιών παραβάσεων. Θεωρώντας σημαντικό το συναίσθημα του φόβου, υποστηρίζει πως αν αυτός υπερισχύσει τότε δύσκολα θα επαναληφθεί η εγκληματική πράξη. Ο νεαρός παραβάτης, κατά τον Matza, κυνηγά τους στόχους του (π.χ. χρήμα, σεξ) καταλήγοντας μοιραία στο έγκλημα, επηρεασμένος από υπαρξιακές δυνάμεις. Ωστόσο, αναφορικά με την εργατική τάξη, ο Matza, αναφέρει πως η παραβατικότητα που απαντάται σε αυτήν αφορά σε μια προσπάθεια ανάκτησης του ελέγχου εντός ενός καταπιεστικού πλαισίου, ενώ τα υποκείμενά της θεωρούν μοιραία την ενασχόλησή τους με την παράβαση. 18

Επίσης, οι νεαροί παραβάτες, είτε αποτύχουν είτε όχι κατά την παράβαση, γεμίζουν με συναισθήματα «ανθρωπισμού», τα οποία οδηγούν στην επανάληψη του εγκλήματος. Συνεπώς, για τον Matza, τρία είναι τα κομβικά σημεία της εγκληματικότητας, τα οποία γεννά η απογοήτευση κι ανάγκη επαναδημιουργίας του αισθήματος του «ανθρωπισμού»: 1. η ηθική ουδετεροποίηση του νόμου, 2. η εκμάθηση των τεχνικών του εγκλήματος εντός μιας ομάδας, και, 3. η θέληση διάπραξης εγκλημάτων. Άρα, οι Ιερισσιώτες, στην περίπτωση του Matza, απογοητευμένοι και νιώθοντας κατακερματισμένο το αίσθημα του ανθρωπισμού, προβαίνουν στην ουδετεροποίηση του νόμου μέσω της εκμάθησης του εγκλήματος και της θέλησης γι αυτό, στο πλαίσιο της ομάδας που απαρτίζουν. (ο.π. 172-187) Μαρξισμός Engels Ο Engels καταπιάνεται με την μελέτη του εγκλήματος μέσω της συγγραφής του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, 1844», και διαπιστώνει πως το έγκλημα αφορά σε μια μορφή «αποθάρρυνσης» (demoralization) η οποία δημιουργείται στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Πρόκειται για την κατάρρευση του ανθρώπου και της αξιοπρέπειας εντός ενός κοινωνικά παρηκμασμένου καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο δεν αφήνει περιθώρια στην εργατική τάξη. (ο.π. 209-210) Marx Αναλύοντας την κοινωνία εντός ενός καπιταλιστικού πλαισίου, ο Marx, κάνει λόγο για την πάλη των τάξεων, μέσω της οποίας μελετώνται οι κοινωνικές σχέσεις. Οι μορφές εξουσίας της καπιταλιστικής οργάνωσης, προκύπτουν μέσα από το δίπολο κεφάλαιο μισθωτή εργασία, οι οποίες αφορούν στο σύνολο των καθορισμένων και 19

ανεξάρτητων της ανθρώπινης θέλησης παραγωγικών σχέσεων. Οι τελευταίες είναι αντίστοιχες των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Πρόκειται για την βάση (οικονομία) επάνω στην οποία θεμελιώνεται ένα εποικοδόμημα με ιδεολογικές, πολιτικές, νομικές απολήξεις, το οποίο δημιουργεί παράγει τον εγκληματία, ο οποίος με την σειρά του παράγει ένα πλέγμα θεσμών και σχέσεων (δικαστής, αστυνομία, φυλακές κλπ). (ο.π. 210-215) Bonger Κατά την νεομαρξιστική προσέγγιση του Bonger, το καπιταλιστικό σύστημα, εμφαίνοντας στον ατομικισμό και κατακερματίζοντας το κοινωνικό συμφέρον, εγκαθιδρύει τον εγωισμό και την απληστία ως κύριους «μεσολαβητές» τον ανθρώπινων σχέσεων. Το έγκλημα παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις ακριβώς επειδή σε αυτές τις τάξεις ποινικοποιούνται οι προσπάθειες ανάδειξης βάσει της απληστίας. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη η δημιουργία μιας διαφορετικής σοσιαλιστικής κοινωνίας, η οποία, απαρνούμενη τις καπιταλιστικές πρακτικές διεργασίες, θα αλλάξει τους συσχετισμούς μεταξύ των ανθρώπων και κατ επέκταση ό,τι ορίζεται ως έγκλημα. (ο.π. 231-234) Στην περίπτωση των ιερισσιωτών, καθίσταται σαφής ο καθοριστικός ρόλος του καπιταλιστικού συστήματος και των πρακτικών του περί ανάπτυξης. Η τελευταία μεταφράζεται ως στιγνή εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού της περιοχής (δεν είναι λίγες οι καταγγελίες ενάντια στην συγκεκριμένη μεταλλευτική εταιρία), όσο και του περιβάλλοντος χώρου (καταστροφή του φυσικού τοπίου μέσα από την εκμετάλλευση κάθε φυσικού του πόρου και την αποβολή τοξικών στοιχείων). Εντός αυτού του πλαισίου, οι ιερισσιώτες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να (αντι)δράσουν αλλά και να κατασταλούν από μία κυρίαρχη πολιτική εξουσία, η οποία έχει την δυνατότητα να νοημοτοδοτεί το έγκλημα, να το ορίζει και εν τέλει να το καταστέλλει βιαίως. 20

Νέοι συγκρουσιακοί θεωρητικοί Μεγάλο μέρος της φιλολογίας για την παρέκκλιση χαρακτηρίζεται από την συναινετική σχολή σκέψης, ωστόσο, υπάρχει και το αντίπαλο παράδειγμα αυτής, η Σχολή της Σύγκρουσης. Για τον Dahrendorf σύγκρουση εντός της κοινωνίας αφορά στην διαμάχη για την «εξουσία», κάνοντας λόγω για την διπλή όψη της δομικής ανάλυσης, εστιάζοντας τόσο στην ισορροπία και την ενσωμάτωση όσο και στην σύγκρουση και κυριαρχία. Από αυτές τις δύο όψεις απορρέουν και διαφορετικές θεωρίες/νοηματοδοτήσεις του εγκλήματος και του κοινωνικού ελέγχου. Την ίδια εποχή, ο Vold, βασισμένος στο έργο του Simmel «Θεωρία των ομαδικών συγκρούσεων» καταπιανόταν με το έγκλημα, αποφαινόμενος πως πρόκειται για παράγωγο κοινωνικών συγκρούσεων, σε εποχές έντονων πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων, οι οποίες δεν αφορούν μονάχα στις ταξικές. Μάλιστα, βασίζεται σε μια ψυχολογική υπόθεση για να πει πως οι άνθρωποι διαπνέονται από μια θεμελιώδη ανάγκη ένταξης και πίστης σε μία ομάδα. Ο Turk, κάνει λόγο για δύο κυρίαρχους φόβους: αυτός για την παράβαση και εκείνος για την θεωρία και για τη γνώση, υποστηρίζοντας την νομιμότητα της άρχουσας τάξης. Ο Dahrendor υποστηρίζει την σύγκρουση και την αλλαγή των κανόνων. Παράλληλα προϋπάρχει η βεμπεριανή θεώρηση κατά την οποία ακόμη και το status κάποιου, επηρεάζει το κατά πόσο η δράση του θεωρείται έγκλημα ή όχι. Κατά τον Quinney και την θεωρία του περί «κοινωνικής πραγματικότητας του εγκλήματος» η οποία τοποθετείται στο πολιτικό επίπεδο. Η σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών ομάδων, επί συγκεκριμένων συμφερόντων, ενδυναμώνει όσες παρουσιάζονται ιδιαιτέρως οργανωμένες. Άρα το εγκλημα αφορά σε μια πολιτική διαδικασία, όπου πριμοδοτούνται αξίες και συμφέροντα ανάλογα με την δυναμική που αποκτά κατά την σύγκρουση η κυρίαρχη ομάδα. Η άρχουσα τάξη ορίζει το έγκλημα καθώς κυριαρχεί στην εξουσία, την οποία κυνηγά κάθε κοινωνική ομάδα ώστε να επιβάλει τη δράση της. (ο.π. 237-267) 21

Ως εκ τούτου, θα λέγαμε πως η κοινωνική (αντί)δραση, ακόμη και στην περίπτωση των ιερισσιωτών, αφορά στην προσπάθεια μιας ομάδας να κυριαρχήσει καθώς τα συμφέροντα μιας άλλης κυρίαρχης ομάδας της επιβάλλονται βίαια. Την ίδια στιγμή, η άλλη κυρίαρχη ομάδα, ακριβώς λόγω της κυριαρχίας της είναι σε θέση να ορίζει την συγκρουσιακή διάσταση των ιερισσιωτών ως έγκλημα, επιτυγχάνοντας έτσι την αποσιώπηση της πολιτικής της αναφοράς, την κατάπνιξη της συλλογικής δράση μέσω της νόμιμης (οι κυρίαρχες ομάδες δημιουργούν και τους νόμους) βίαιης καταστολής, αλλά και την ενδυνάμωση της κυριαρχίας της μέσα από την αποδυνάμωση των κυριαρχούμενων, οι οποίοι προκαλούν την δύναμή της. Μια κοινωνιολογική θεωρία Μέσα από την θεώρηση των σημαντικότερων κοινωνιολογικών προσεγγίσεων, γίνεται σαφές πως το μεγαλύτερο μέρος των αναλύσεων για το έγκλημα αφορά σε συναινετικές κυρίως θεωρίες, οι οποίες πριμοδοτούν ελάχιστα έως καθόλου την κοινωνιολογική οπτική, η οποία καθίσταται απαραίτητη ώστε να αποφευχθούν πάσης φύσεως ντετερμινισμοί, αλλά και οριοθετήσεις του εγκλήματος και του κοινωνικού ελέγχου από «ειδικούς εμπειρογνώμονες». Μια θεωρία πλήρως κοινωνιολογική θα πρέπει: 1. Να αναζητά τις ευρύτερες προελεύσεις της παρεκκλίνουσας πράξης, αποκόπτοντάς την από ατομοκεντρικές θεωρήσεις και ψάχνοντας τα ιδιαίτερα δομικά στοιχεία εντός των οποίων αυτή η πράξη εντοπίζεται. 2. Να στρέφεται προς τις άμεσες προελεύσεις της παρεκκλίνουσας πράξεις, εν ολίγοις να αφορά σε μια κοινωνική ψυχολογία του εγκλήματος, όπου η άνθρωποι χειρίζονται και αλληλεπιδρούν με τις δομές επιλέγοντας την δράση τους. 3. Να εξετάζει την σχέση πεποιθήσεων και πραγματικών πράξεων και την διαλεκτική τους με την ορθολογική δράση. Πρόκειται για την ανακάλυψη της κοινωνικής δυναμικής η οποία περιβάλλει τις κοινωνικές πράξεις. 4. Να μελετά τις άμεσες προελεύσεις της κοινωνικής αντίδρασης, τους λόγους και τους μηχανισμούς που υπερισχύουν προς την αντιμετώπιση μιας δράσης. 22

5. Να διερευνά τις ευρύτερες προελεύσεις της παρεκκλίνουσας αντίδρασης, τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά του πλαισίου όπου πριμοδοτείται η εκάστοτε αντίδραση. 6. Το αποτέλεσμα της κοινωνικής αντίδρασης στην περαιτέρω δράση του ατόμου που παρεκκλίνει. 7. Την συνολική φύση της παρεκκλίνουσας διαδικασίας. (ο.π. 268-276) Συμπερασματικά Ακόμη και στο παράδειγμα της Ιερισσού, το οποίο επιχειρήθηκε να ειδωθεί μέσα από τις βασικές εγκληματολογικές θεωρήσεις, οφείλει να τεθεί υπό το φως μιας πλήρους κοινωνιολογικής θεώρησης του εγκλήματος, όπου θα απορρίπτεται οποιαδήποτε είδους εξήγηση μέσα από ατομοκεντρικτές και αιτιοκρατικές αντιλήψεις. Θα πριμοδοτείται η έμφαση και η μελέτη των ιδιαίτερων δομικών στοιχείων της ελληνικής επικράτειας, της νόμιμης κρατικής εξουσίας που ασκείται σε αυτήν αλλά και την πιθανή διαπλοκή των κυρίαρχων συμφερόντων. Θα εστιάζεται στην αλληλεπίδραση των κυρίαρχων πολιτικών και συμφερόντων με τα ίδια τα άτομα αλλά και το σύνολο αυτών, δηλ. της κοινωνικές ομάδες ή τάξεις η οποίες (αντι)δρουν συλλογικά προς μια δοσμένη κατάσταση επιχειρώντας την αλλαγή της. Μέσα από μια τέτοιου είδους κοινωνιολογική θέαση, δύναται να απαντηθούν ερωτήματα που αφορούν στην σημερινή ελληνική κατάσταση, στην νόμιμη άσκηση κρατικής βίας αλλά και στο κατά πόσο, σε πιο βαθμό αυτή μετατρέπεται ή λειτουργει υπογείως σε ένα πλαίσιο «εκτάκτου ανάγκης». Στις επιδράσεις των «αναπτυξιακών» πολιτικών στις ζωές των Ιερισσιωτών, στην υποβάθμιση των όρων διαβίωσής τους, οι οποίοι πιθανόν να γίνεται μέσω μιας διαδικασίας πριμοδότησης συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. Τέλος, μέσα από μια τέτοια ανάλυση, μπορεί να φανερώσει τους λόγους καταστολής και αντίδρασης απέναντι στην εν λόγω συλλογική δράση. Τους λόγους που οι ίδιοι οι κρατικοί θεσμοί, οι οποίοι υποτίθεται, βάσει των συναινετικών συστημικών θεωριών υπερασπίζονται την κοινωνική συνοχή και συνένωση, αντ αυτού επιτίθενται και αιτούνται την υποταγή μιας ολόκληρης περιοχής σε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. 23

Βιβλιογραφία Taylor, I., Walton, P. & Young, J., 1973. The New Criminology for a social theory of deviance. New York: Routledge. 24