Κεφάλαιο 9 Μακροοικονοµική Πολιτική και Βραχυχρόνια Αλληλεξάρτηση στην Παγκόσµια Οικονοµία Στο κεφάλαιο αυτό αναλύουµε ένα βραχυχρόνιο κεϋνσιανό υπόδειγµα για την παγκόσµια οικονοµία. Το υπόδειγµα αυτό αποτελεί µία παραλλαγή του υποδείγµατος των Mundell (1963) και Dornbusch (1976) για την παγκόσµια οικονοµία. Υποθέτουµε ότι η παγκόσµια οικονοµία αποτελείται από δύο πανοµοιότυπες αλληλεξαρτώµενες οικονοµίες. Παγκόσµια µεγέθη, όπως τα διεθνή επιτόκια, ο διεθνής πληθωρισµός και το διεθνές επίπεδο ανεργίας προσδιορίζονται από το µέσο όρο των νοµισµατικών και δηµοσιονοµικών πολιτικών των δύο οικονοµιών. Διαφορές στη νοµισµατική και τη δηµοσιονοµική πολιτική µεταξύ των οικονοµιών προσδιορίζουν την ονοµαστική και πραγµατική συναλλαγµατική ισοτιµία του νοµίσµατος κάθε χώρας ως προς αυτό της άλλης, καθώς και τα σχετικά επιτόκια, τους σχετικούς πληθωρισµούς και τα σχετικά επίπεδα ανεργίας. Μία συντονισµένη παγκόσµια νοµισµατική επέκταση οδηγεί σε µείωση της παγκόσµιας ανεργίας και αύξηση του διεθνούς πληθωρισµού. Μία συντονισµένη παγκόσµια δηµοσιονοµική επέκταση οδηγεί σε µείωση της παγκόσµιας ανεργίας, µε υψηλότερα όµως διεθνή επιτόκια ισορροπίας. Μία µονοµερής νοµισµατική επέκταση σε µία χώρα οδηγεί βραχυχρόνια σε ονοµαστική και πραγµατική υπότιµηση του νοµίσµατός της απέναντι στον υπόλοιπο κόσµο, µε αποτέλεσµα βραχυχρόνια µείωση της ανεργίας στη χώρα που επιχειρεί τη νοµισµατική επέκταση, αλλά εις βάρος της ανεργίας του υπολοίπου κόσµου. Η µονοµερής νοµισµατική επέκταση, αν και µακροχρόνια ουδέτερη, είναι βραχυχρόνια µία πολιτική επαιτείας από το γείτονα, δηλαδή από τον υπόλοιπο κόσµο. Μία µονοµερής δηµοσιονοµική επέκταση σε µία χώρα οδηγεί σε βραχυχρόνια και µακροχρόνια πραγµατική ανατίµηση της ισοτιµίας της, καθώς και σε αύξηση των διεθνών επιτοκίων και µείωση της διεθνούς ανεργίας. Η ανατίµηση της ισοτιµίας µετριάζει τις επιπτώσεις της µονοµερούς δηµοσιονοµικής επέκτασης στην ανεργία της οικονοµίας που την επιχειρεί, και οδηγεί σε µείωση της ανεργίας στον υπόλοιπο κόσµο, µέσω της πραγµατικής υποτίµησης του νοµίσµατος του υπόλοιπου κόσµου. Υπό την έννοια αυτή, η δηµοσιονοµική επέκταση, είναι µία πολιτική ατµοµηχανής, που περιορίζει την ανεργία τόσο στην οικονοµία που την επιχειρεί, όσο και στον υπόλοιπο κόσµο. Η διεθνής αλληλεξάρτηση µεταξύ των οικονοµιών, και οι διεθνείς παρενέργειες της µακροοικονοµικής πολιτικής των οικονοµιών, αποτελούν λόγους για συντονισµό των νοµισµατικών και δηµοσιονοµικών πολιτικών σε παγκόσµιο επίπεδο, καθώς η ανεξάρτητη επιλογή της νοµισµατικής και της δηµοσιονοµικής πολιτικής από κάθε µία χώρα, δεν λαµβάνει υπόψη τις συνέπειες της στον υπόλοιπο κόσµο. Αποτέλεσµα αυτού είναι να υπερχρησιµοποιούνται πολιτικές
οι οποίες οδηγούν σε επαιτεία από τους γείτονες, και να υποχρησιµοποιούνται πολιτικές οι οποίες αποτελούν ατµοµηχανές για την παγκόσµια οικονοµία. 9.1 Ένα Βραχυχρόνιο Υπόδειγµα Αλληλεξαρτωµένων Οικονοµιών Υπάρχουν δύο αλληλεξαρτώµενες οικονοµίες, η οικονοµία 1 και η οικονοµία 2. Οι οικονοµίες αυτές είναι απόλυτα συµµετρικές, µε την έννοια ότι έχουν την ίδια διάρθρωση. Συνεπώς, όλες οι παράµετροι που χαρακτηρίζουν την προσφορά και τη ζήτηση είναι ίδιες και για τις δύο οικονοµίες. Η ισορροπία στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών της οικονοµίας 1 (καµπύλη IS) ορίζεται από, e y 1 = αg 1 β(i 1 p 1 ) + γ y 2 + δ(s + p 2 p 1 ) (9.1) όπου y είναι ο λογάριθµος του πραγµατικού συνολικού εισοδήµατος, p ο λογάριθµος του επιπέδου τιµών, g ο λογάριθµος των πραγµατικών δηµοσίων δαπανών και i το ονοµαστικό επιτόκιο. s είναι η ονοµαστική ισοτιµία, δηλαδή µονάδες του νοµίσµατος της χώρας 1, ανά µονάδα του άλλου νοµίσµατος. Τα α,β,γ και δ είναι σταθερές παράµετροι. Το α υποδηλώνει την ελαστικότητα του πραγµατικού εισοδήµατος σε σχέση µε τις δηµόσιες δαπάνες και το β την ηµιελαστικότητά του σε σχέση µε το πραγµατικό επιτόκιο. Η τελεία υποδηλώνει την πρώτη παράγωγο του p σε σχέση µε το χρόνο και ο δείκτης e υποδηλώνει την προσδοκία της αντίστοιχης µεταβλητής. Η γ υποδηλώνει την ελαστικότητα της εγχώριας ζήτησης σε σχέση µε το εισόδηµα της οικονοµίας 2, και η δ την ελαστικότητα της εγχώριας ζήτησης σε σχέση µε την πραγµατική ισοτιµία. Η ισορροπία στην αγορά χρήµατος (καµπύλη LM) ορίζεται από, m 1 p 1 = y 1 * εi 1 (9.2) όπου m είναι ο λογάριθµος της προσφοράς χρήµατος και y* το εισόδηµα πλήρους απασχόλησης. Η (9.2) βασίζεται στη θεωρία του µονίµου εισοδήµατος. ε είναι η ηµιελαστικότητα της ζήτησης χρήµατος σε σχέση µε το ονοµαστικό επιτόκιο. Υπάρχει πλήρης κινητικότητα κεφαλαίου και τα εγχώρια χρεόγραφα είναι τέλεια υποκατάστατα των διεθνών χρεογράφων. Κατά συνέπεια ισχύει η ακάλυπτη ισοδυναµία των επιτοκίων. i 1 = i 2 + s (9.3) Τα εγχώρια επιτοκία µπορούν να αποκλίνουν από τα διεθνή επιτόκια, µόνο στο βαθµό που υπάρχουν προσδοκίες για µεταβολή της συναλλαγµατικής ισοτιµίας s. Αν υπάρχει προσδοκία για υποτίµηση, τα εγχώρια επιτόκια είναι υψηλότερα από τα διεθνή, προκειµένου να αποζηµιωθούν οι επενδυτές για την απώλεια τους σε όρους εγχωρίου νοµίσµατος. Τέλος, οι εγχώριες τιµές υποτίθεται ότι προσαρµόζονται σταδιακά. Η συνάρτηση προσαρµογής ορίζεται από, p 1 = π 1 + λ(y 1 y 1 * ), λ 0 (9.4) 2
όπου π είναι ο µακροχρόνιος πληθωρισµός της οικονοµίας 1 και λ η ταχύτητα προσαρµογής των τιµών στην υπερβάλλουσα ζήτηση στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Η (9.4) υποδηλώνει ότι ο ρυθµός πληθωρισµού αποκλίνει από το ρυθµό πληθωρισµού ισορροπίας στο βαθµό που το πραγµατικό εισόδηµα διαφέρει από το εισόδηµα πλήρους απασχόλησης. Υπάρχει σταδιακή προσαρµογή του επιπέδου των τιµών προς το επίπεδο το οποίο διασφαλίζει την πλήρη απασχόληση. Το πραγµατικό εισόδηµα πλήρους απασχόλησης είναι εξωγενές και ο λογάριθµός του υποδηλώνεται ως y*. Οι εξισώσεις (9.1) έως (9.4) περιγράφουν την οικονοµία 1. Η οικονοµία 2 είναι απολύτως συµµετρική, και περιγράφεται από, e y 2 = αg 2 β(i 2 p 2 ) + γ y 1 δ(s + p 2 p 1 ) (9.5) m 2 p 2 = y 2 * εi 2 (9.6) p 2 = π 2 + λ(y 2 y 2 * ), λ 0 (9.7) Οι δύο οικονοµίες είναι αλληλεξαρτώµενες διότι το εισόδηµα της κάθε µίας επηρεάζει το εισόδηµα της άλλης, διότι η πραγµατική συναλλαγµατική ισοτιµία επηρεάζει το εισόδηµα της κάθε οικονοµίας, και επίσης λόγω της ακάλυπτης ισοδυναµίας των επιτοκίων (9.3). Λόγω της συµµετρίας που χαρακτηρίζει το υπόδειγµα αυτό, µπορούµε να αναλύσουµε την συµπεριφορά της παγκόσµιας οικονοµίας ως το άθροισµα (µέσο όρο) των δύο οικονοµιών, και τη συµπεριφορά της οικονοµίας 1 σε σχέση µε την οικονοµία 2 ως τη διαφορά των δύο οικονοµιών (βλ. Aoki (1981)). Για κάθε µεταβλητή x, ορίζουµε την τιµή που αντιστοιχεί στην παγκόσµια οικονοµία, ως, x A = 1 ( 2 x + x 1 2 ) Για κάθε µεταβλητή x, ορίζουµε την τιµή που αντιστοιχεί στη διαφορά των δύο οικονοµιών, ως, x R = 1 ( 2 x x 1 2 ) Αφού προσδιορίσουµε τη συµπεριφορά του αθροίσµατος και της διαφοράς των δύο οικονοµιών, µπορούµε κατόπιν να χαρακτηρίσουµε τη συµπεριφορά της οικονοµίας 1 από, x 1 = (x A + x R ) και τη συµπεριφορά της οικονοµίας 2 από, x 2 = (x A x R ) 3
Με τον τρόπο αυτό αποκτούµε µία πλήρη εικόνα των εξελίξεων στις δύο οικονοµίες. 9.2 Η Συµπεριφορά της Παγκόσµιας Οικονοµίας Η συµπεριφορά της παγκόσµιας οικονοµίας περιγράφεται αν πάρουµε το άθροισµα των δύο οικονοµιών. Από το άθροισµα των (9.1) και (9.5) έχουµε την παγκόσµια ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών (καµπύλη IS). e y A = αg A β(i A p A ) + γ y A (9.8) Η πραγµατική συναλλαγµατική ισοτιµία δεν έχει καµµία επίπτωση στην παγκόσµια ζήτηση, καθώς επηρεάζει µόνο τη σχετική ζήτηση των προϊόντων των δύο οικονοµιών. Από το άθροισµα των (9.2) και (9.6) έχουµε την παγκόσµια ζήτηση χρήµατος (LM). m A p A = y A * εi A (9.9) Τέλος, από το άθροισµα των (9.4) και (9.7) έχουµε την εξίσωση για την προσαρµογή του παγκόσµιου πληθωρισµού. p A = π A + λ(y A y A * ) (9.10) Οι εξισώσεις (9.8) έως (9.10), µας περιγράφουν ένα βραχυχρόνιο κεϋνσιανό υπόδειγµα για την παγκόσµια οικονοµία. Η παγκόσµια οικονοµία είναι µια κλειστή οικονοµία. Υποθέτοντας ορθολογικές προσδοκίες για τον προσδοκώµενο πληθωρισµό στην (9.8), αντικαθιστούµε την (9.10) για τον προσδοκώµενο πληθωρισµό, και λύνοντας για την παγκόσµια ζήτηση έχουµε, 1 y A = 1 βλ γ αg β(i π ) βλy * A A A A ( ) (9.11) Η (9.11) είναι η προσαρµοσµένη καµπύλη IS για την παγκόσµια οικονοµία. Προσδιορίζει την αρνητική σχέση µεταξύ βραχυχρονίου εισοδήµατος και ονοµαστικών επιτοκίων προκειµένου να υπάρχει ισότητα µεταξύ αποταµιεύσεων και επενδύσεων. Η ισορροπία αναλύεται στο Διάγραµµα 9.1. Από την (9.9), η ζήτηση χρήµατος είναι αρνητική συνάρτηση του ονοµαστικού επιτοκίου, αλλά ανεξάρτητη από το τρέχον εισόδηµα. Η καµπύλη LM είναι οριζόντια, λόγω της υπόθεσης του µονίµου εισοδήµατος. Στη βραχυχρόνια ισορροπία, για δεδοµένη προσφορά χρήµατος, τα πραγµατικά χρηµατικά διαθέσιµα είναι δεδοµένα, λόγω της σταδιακής προσαρµογής των τιµών (το 4
επίπεδο τιµών είναι και αυτό βραχυχρόνια δεδοµένο). Σταδιακά, καθώς προσαρµόζεται προς τα κάτω το επίπεδο τιµών, η παγκόσµια οικονοµία κινείται προς την πλήρη απασχόληση, καθώς η οριζόντια καµπύλη LM κινείται πτωτικά, προς το επίπεδο εισοδήµατος πλήρους απασχόλησης. Ξεκινώντας από ένα αρχικό σηµείο για το επίπεδο τιµών, ας πούµε p0, για δεδοµένη προσφορά χρήµατος και πληθωρισµό ισορροπίας, το εισόδηµα προσδιορίζεται στο y0 και το ονοµαστικό επιτόκιο στο i0. Σταδιακά, οι τιµές πέφτουν σε σχέση µε την προσφορά χρήµατος, η καµπύλη LM µετακινείται προς τα κάτω, και το εισόδηµα προσεγγίζει το εισόδηµα πλήρους απασχόλησης. Η διαδικασία βεβαίως αυτή θα µπορούσε να επιταχυνθεί, αν υπήρχε µία εφάπαξ αύξηση της προσφοράς χρήµατος, η οποία θα µετακινούσε απότοµα την καµπύλη LM προς τα κάτω, ώστε να επιτευχθεί ταχύτερα η προσέγγιση το εισόδηµα πλήρους απασχόλησης. Το ίδιο θα µπορούσε να γίνει και µε µία παγκόσµια δηµοσιονοµική επέκταση, η οποία θα µετακινούσε την καµπύλη IS προς τα αριστερά, µε αποτέλεσµα την ταχύτερη προσαρµογή της ανεργίας και επίτευξη πλήρους απασχόλησης. 9.3 Σχετική Συµπεριφορά των Δύο Οικονοµιών και Συναλλαγµατική Ισοτιµία Ερχόµαστε τώρα στον προσδιορισµό των διαφορών µεταξύ των δύο οικονοµιών (οικονοµία 1 σε σχέση µε την οικονοµία 2). Αφαιρώντας την (9.5) από την (9.1), λαµβάνουµε τη διαφορά των συναρτήσεων ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών των δύο οικονοµιών. Αυτή δίνεται από, y R = αg R β 2 (s e 2 p R ) γ y R + δ (s p R ) (9.12) Αντιστοίχως, λαµβάνουµε και τη διαφορά των συναρτήσεων ζήτησης χρήµατος και προσαρµογής των τιµών. m R p R = y R * ε 2 s (9.13) p R = π R + λ(y R y R * ) (9.14) Από την (9.13), έχουµε, s = 2 ε m p y * ( R R R ) (9.15) Ο προσδοκώµενος ρυθµός υποτίµησης του νοµίσµατος της οικονοµίας 1 εξαρτάται από την σχετική υπερβάλλουσα ρευστότητα στην οικονοµία 1. Υποκαθιστώντας την (9.12) στην (9.14), και υποθέτοντας ορθολογικές προσδοκίες έχουµε, p = π + λ R R 1+ γ + λβ αg + β R ε (m p y * R R R) + δ s p R ( ) y R * (9.16) 5
Η λύση του συστήµατος των δύο διαφορικών εξισώσεων (9.15) και (9.16) µπορεί να περιγραφεί χρησιµοποιώντας ένα διάγραµµα φάσεως. Η λύση είναι ένα σαγµατικό σηµείο. Η συναλλαγµατική ισοτιµία µπορεί να διακυµαίνεται ελεύθερα, ενώ το επίπεδο των σχετικών επιπέδων τιµών (προκαθορισµένη µεταβλητή) µόνο σταδιακά. Από την (9.15), έχουµε, s * = 0 p R = ( m R y R ) (9.17) Από την (9.16) έχουµε, ( ) (9.18) p = π, p = 1 R R R β + δε δεs + βm + αεg (β + ε)y * R R R Το σύστηµα των (9.17) και (9.18) µπορεί να χρησιµοποιηθεί για το διάγραµµα φάσεως, το οποίο είναι αντίστοιχο του διαγράµµατος φάσεως του υποδείγµατος του Dornbusch (1976). Η ισορροπία παρουσιάζεται στο Διάγραµµα 9.2. Αξίζει να αναλύσουµε µερικές από τις ιδιότητες της µακροχρόνιας ισορροπίας. Πρώτον, η µακροχρόνια ισορροπία χαρακτηρίζεται από νοµισµατική ουδετερότητα. Μια µεταβολή στη σχετική προσφορά χρήµατος δεν έχει πραγµατικές επιδράσεις. Από τις (9.17) και (9.18) προκύπτει ότι στη µακροχρόνια ισορροπία. dm R = dp R = ds (9.19) Μία µεταβολή στη σχετική προσφορά χρήµατος προκαλεί µεταβολή κατά το ίδιο ποσοστό στο επίπεδο των σχετικών τιµών και τη συναλλαγµατική ισοτιµία. Άρα, µία µεταβολή στη σχετική προσφορά χρήµατος δεν µπορεί να επηρεάσει µακροχρόνια την πραγµατική ισοτιµία, και δεν έχει καµµία πραγµατική επίδραση στις δύο οικονοµίες. Αυτή η µακροχρόνια νοµισµατική ουδετερότητα είναι ένα επιθυµητό χαρακτηριστικό αυτού του υποδείγµατος. Δεύτερον, η µακροχρόνια ισορροπία είναι ένα σαγµατικό σηµείο, καθώς το σύστηµα των διαφορικών εξισώσεων (9.15) και (9.16) έχει µία θετική και µία αρνητική ρίζα. Υπάρχει µία µοναδική σαγµατική πορεία που οδηγεί σε αυτή τη µακροχρόνια ισορροπία, η οποία παρίσταται στο Διάγραµµα 9.2. Η ισορροπία είναι σταθερή, διότι το σχετικό επίπεδο τιµών είναι προκαθορισµένη µεταβλητή και η συναλλαγµατική ισοτιµία µη προκαθορισµένη µεταβλητή. Τρίτον, µία µεταβολή στη σχετική προσφορά χρήµατος έχει βραχυχρόνια πραγµατικές επιδράσεις, καθώς το επίπεδο των σχετικών τιµών δεν µπορεί να µεταβληθεί άµεσα αλλά µόνο σταδιακά µέσω της (9.16). Μόνο η ονοµαστική ισοτιµία, ως µη προκαθορισµένη µεταβλητή, µπορεί να µεταβληθεί άµεσα. 6
Στο Διάγραµµα 9.3 αναλύουµε τόσο τις βραχυχρόνιες όσο και τις µακροχρόνιες επιπτώσεις µιας αύξησης της σχετικής προσφοράς χρήµατος της οικονοµίας 1. Η αρχική ισορροπία είναι στο σηµείο Ε. Μία αύξηση της σχετικής προσφοράς χρήµατος µετακινεί τόσο την (9.17) όσο και την (9.18) προς τα δεξιά. Η νέα µακροχρόνια ισορροπία είναι στο σηµείο Ε, στο οποίο τόσο η ισοτιµία όσο και το εγχώριο επίπεδο τιµών έχουν µεταβληθεί κατά το ίδιο ποσοστό µε την προσφορά χρήµατος. Βραχυχρόνια, το επίπεδο τιµών δεν µπορεί να µεταβληθεί. Η προσαρµογή προς τη νέα ισορροπία είναι βαθµιαία. Η ισοτιµία της οικονοµίας 1 υποτιµάται αµέσως (στο σηµείο Ε0), και η οικονοµία αρχίζει να προσαρµόζεται κατά µήκος του σαγµατικού µονοπατιού που οδηγεί σταδιακά στη νέα µακροχρόνια ισορροπία Ε. Βλέπουµε ότι η αρχική υποτίµηση ξεπερνά τη µακροχρόνια υποτίµηση, καθώς η ισοτιµία αρχικά υπεραντιδρά (overshoots), ώστε η αγορά χρήµατος της οικονοµίας 1 να παραµείνει σε ισορροπία. Η υπεραντίδραση της ισοτιµίας δηµιουργεί προσδοκίες ανατίµησης, το ονοµαστικό επιτόκιο της οικονοµίας 1 µειώνεται κάτω από το επιτόκιο της οικονοµίας 2, και η αυξηµένη προσφορά χρήµατος στην οικονοµία 1 διακρατείται λόγω της µείωσης των ονοµαστικών επιτοκίων. Καθώς σταδιακά αυξάνεται το σχετικό επίπεδο τιµών, λόγω της υπερβάλλουσας ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών που δηµιουργείται στην οικονοµία 1, η πραγµατική προσφορά χρήµατος µειώνεται, η ισοτιµία ανατιµάται και η οικονοµία καταλήγει σταδιακά στην νέα ισορροπία, στην οποία δεν υπάρχει µεταβολή των πραγµατικών µεγεθών, αλλά µόνον του επιπέδου των σχετικών τιµών και της ονοµαστικής ισοτιµίας, κατά το ίδιο ποσοστό της αρχικής αύξησης της προσφοράς χρήµατος. Αντίθετες είναι οι επιπτώσεις στην οικονοµία 2. Η υποτίµηση του νοµίσµατος της οικονοµίας 1 αποτελεί υπερτίµηση του νοµίσµατος της οικονοµίας 2, η οποία µειώνει τη συνολική ζήτηση της οικονοµίας 2 και βραχυχρόνια αυξάνει την ανεργία της. Η µείωση της ανεργίας στην οικονοµία 1 µέσω της νοµισµατικής πολιτικής επιτυγχάνεται εν µέρει µέσω της αύξησης της ανεργίας στην οικονοµία 2. Η πολιτική αυτή συχνά αναφέρεται ως πολιτική επαιτείας από το γείτονα, διότι βελτίωνει την απασχόληση στην εγχώρια οικονοµία εις βάρος του υπολοίπου κόσµου. Στο Διάγραµµα 9.4 αναλύουµε τις επιπτώσεις µιας µεταβολής της σχετικής δηµοσιονοµικής πολιτικής gr. Μια σχετική δηµοσιονοµική επέκταση στην οικονοµία 1 δηµιουργεί υπερβάλλουσα ζήτηση, και µετακινεί την (9.18) προς τα δεξιά. Η ονοµαστική ισοτιµία ανατιµάται αµέσως, και η οικονοµία µετακινείται από την ισορροπία Ε στη νέα ισορροπία Ε, στην οποία έχει αλλάξει όχι µόνο η ονοµαστική αλλά και η πραγµατική ισοτιµία. Η πραγµατική ανατίµηση αντισταθµίζει βραχυχρόνια την αύξηση της ζήτησης από τη δηµοσιονοµική επέκταση, και µετατοπίζει ένα µέρος της προς τον υπόλοιπο κόσµο. Κατά συνέπεια η µείωση της ανεργίας που επιτυγχάνεται βραχυχρόνια επιµερίζεται και στον υπόλοιπο κόσµο. Η δηµοσιονοµική επέκταση αποτελεί κατά συνέπεια µία πολιτική ατµοµηχανής, η οποία µειώνει την ανεργία τόσο στην οικονοµία που την επιχειρεί, όσο και στον υπόλοιπο κόσµο. Θα πρέπει όµως να σηµειωθεί ότι η δηµοσιονοµική επέκταση προκαλεί επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της οικονοµίας 1, λόγω της πραγµατικής ανατίµησης της ισοτιµίας. Αν αρχικά η οικονοµία δεν βρισκόταν στο Ε αλλά στο Ε0 (στη σαγµατική πορεία προς το Ε), η σχετική δηµοσιονοµική επέκταση προκαλεί ανατίµηση της ισοτιµίας στο Ε1, και η οικονοµία συνεχίζει να προσαρµόζεται κατά µήκος της νέας σαγµατικής πορείας που οδηγεί στο Ε. Αξίζει να σηµειωθεί ότι 7
στην περίπτωση της δηµοσιονοµικής επέκτασης δεν υπάρχει υπεραντίδραση της συναλλαγµατικής ισοτιµίας. Υπάρχει µία αρχική πραγµατική ανατίµηση, η οποία διατηρείται κατά τη διάρκεια της προσαρµογής. Δεν υπάρχει καµµία εγγύηση ότι οι ασυντόνιστες µονοµερείς πρωτοβουλίες από κάθε χώρα αναφορικά µε τη νοµισµατική και τη δηµοσιονοµική πολιτική θα οδηγούν σε κοινωνικά επιθυµητά αποτέλεσµατα. Ο λόγος είναι ότι καµµία χώρα δεν θα λαµβάνει υπόψη τις διεθνείς επιπτώσεις των επιλογών της, µε αποτέλεσµα να υπερχρησιµοποιούνται πολιτικές επαιτείας από το γείτονα και να υπο-χρησιµοποιούνται πολιτικές ατµοµηχανής. Συµπερασµατικά, όταν υπάρχει διεθνής αλληλεξάρτηση, είναι χρήσιµος και απαραίτητος ο συντονισµός της νοµισµατικής και της δηµοσιονοµικής πολιτικής µεταξύ των χωρών. 9.4 Συµπεράσµατα για τη Βραχυχρόνια Αλληλεξάρτηση Στο κεφάλαιο αυτό αναλύσαµε ένα βραχυχρόνιο κεϋνσιανό υπόδειγµα για την παγκόσµια οικονοµία. Υποθέσαµε ότι η παγκόσµια οικονοµία αποτελείται από δύο πανοµοιότυπες αλληλεξαρτώµενες οικονοµίες. Παγκόσµια µεγέθη, όπως τα διεθνή επιτόκια, ο διεθνής πληθωρισµός και το διεθνές επίπεδο ανεργίας προσδιορίζονται από το µέσο όρο των νοµισµατικών και δηµοσιονοµικών πολιτικών των δύο οικονοµιών. Διαφορές στη νοµισµατική και τη δηµοσιονοµική πολιτική µεταξύ των οικονοµιών προσδιορίζουν την ονοµαστική και πραγµατική συναλλαγµατική ισοτιµία του νοµίσµατος της κάθε χώρας ως προς τον υπόλοιπο κόσµο, καθώς και τα σχετικά επιτόκια, τους σχετικούς πληθωρισµούς και τα σχετικά επίπεδα ανεργίας. Μία παγκόσµια νοµισµατική επέκταση οδηγεί σε µείωση της παγκόσµιας ανεργίας και αύξηση του διεθνούς πληθωρισµού. Μία παγκόσµια δηµοσιονοµική επέκταση οδηγεί σε µείωση της παγκόσµιας ανεργίας, µε υψηλότερα όµως διεθνή επιτόκια ισορροπίας. Μία µονοµερής νοµισµατική επέκταση σε µία χώρα οδηγεί βραχυχρόνια σε ονοµαστική και πραγµατική υπότιµηση του νοµίσµατός της απέναντι στον υπόλοιπο κόσµο, µε αποτέλεσµα βραχυχρόνια µείωση της ανεργίας στη χώρα που την επιχειρεί, αλλά εις βάρος της ανεργίας του υπολοίπου κόσµου. Η µονοµερής νοµισµατική επέκταση, αν και µακροχρόνια ουδέτερη, είναι βραχυχρόνια µία πολιτική επαιτείας από το γείτονα, δηλαδή από τον υπόλοιπο κόσµο. Μία µονοµερής δηµοσιονοµική επέκταση σε µία χώρα οδηγεί σε βραχυχρόνια και µακροχρόνια πραγµατική ανατίµηση της ισοτιµίας της, καθώς και σε αύξηση των διεθνών επιτοκίων. Η ανατίµηση της ισοτιµίας µετριάζει τις επιπτώσεις της µονοµερούς δηµοσιονοµικής επέκτασης στην οικονοµία που την επιχειρεί, και οδηγεί σε µείωση της ανεργίας στον υπόλοιπο κόσµο, µέσω της πραγµατικής υποτίµησης των νοµισµάτων του υπόλοιπου κόσµου. Υπό την έννοια αυτή, η δηµοσιονοµική επέκταση, είναι µία πολιτική ατµοµηχανής, που περιορίζει την ανεργία τόσο στην οικονοµία που την επιχειρεί, όσο και στον υπόλοιπο κόσµο. Η διεθνής αλληλεξάρτηση µεταξύ των οικονοµιών αποτελεί λόγο για συντονισµό των νοµισµατικών και δηµοσιονοµικών τους πολιτικών, καθώς η ανεξάρτητη επιλογή της νοµισµατικής 8
και της δηµοσιονοµικής πολιτικής από κάθε µία χώρα δεν µπορεί να λαµβάνει υπόψη τις συνέπειες της στον υπόλοιπο κόσµο. Ένα από τα µειονεκτήµατα των βραχυχρόνιων αυτών υποδειγµάτων, ιδιαίτερα αναφορικά µε τη δηµοσιονοµική πολιτική και το ισοζύγιο πληρωµών, είναι ότι δεν µπορούν να αναλύσουν τη σχέση µεταξύ βραχυχρόνιων ανισορροπιών και µεγεθών όπως το δηµόσιο χρέος ή το εξωτερικό χρέος µιας χώρας. Μια τέτοια αδυναµία µπορεί να διορθωθεί µε τη χρήση µακροχρόνιων υποδειγµάτων οικονοµικής µεγέθυνσης, που βασίζονται στη διαχρονική προσέγγιση. 9
Διάγραµµα 9.1 Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισµός του Παγκοσµίου Εισοδήµατος, των Επιτοκίων και του Πληθωρισµού i A IS' IS i 0 0 LM 0 i E E LM E y 0A y* A y A 10
Διάγραµµα 9.2 Ο Προσδιορισµός της Συναλλαγµατικής Ισοτιµίας και των Σχετικών Επιπέδων Τιµών s s=0 p R =0 E 45º p R 11
Διάγραµµα 9.3 Επιπτώσεις µιας Αύξησης της Σχετικής Προσφοράς Χρήµατος s s=0 p R =0 Ε 0 E E 45º p R 12
Διάγραµµα 9.4 Επιπτώσεις µιας Σχετικής Δηµοσιονοµικής Επέκτασης s s=0 p R =0 Ε 0 E Ε 1 E 45º p R 13
Βιβλιογραφία Aoki M. (1981), Dynamic Analysis in Open Economies, New York, Academic Press. Dornbusch R. (1976), Expectations and Exchange Rate Dynamics, Journal of Political Economy, 84:pp. 1161-76. Mundell R. (1963), Capital Mobility and Stabilization Policy under Fixed and Flexible Exchange Rates, Canadian Journal of Economics and Political Science, 29: pp. 475-85. 14