Η θεωρία επεξεργασίας της σύγκρουσης



Σχετικά έγγραφα
ΑΝΝΑ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Τμήμα Ψυχολογίας. Σημειώσεις. Για το μάθημα Κοινωνική Επιρροή ΙΙ

Πρόλογος για την ελληνική έκδοση Eισαγωγή... 15

Αξιοποιώντας τις θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας σε πολλαπλά πεδία έρευνας και εφαρμογών

Αξιοποιώντας τις θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας σε πολλαπλά πεδία έρευνας και εφαρμογών. Θεωρία της λογικής πράξης Ομαδοσκέψη Μειονοτική επιρροή

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Η σύγκρουση: από το micro στο macro και vice versa

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή. Μάθημα 1ο

Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι καθορίζουν µια οµάδα ανθρώπων ονοµάζονται στερεότυπα.

Ο Ρόλος της Αντίληψης Ομοιογένειας. στη Μειονοτική και στην Πλειοψηφική Κοινωνική. Επιρροή. Χριστίνα Ελένη Λύτρα

Μάθηση σε νέα τεχνολογικά περιβάλλοντα

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Διοίκηση Επιχειρήσεων

Η Κοινωνική Ψυχολογία στην πράξη: Παρεμβάσεις. Σχεδιασμός και αξιολόγηση προγραμμάτων

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.)

Ανακτήθηκε από την ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ (

Όλα αυτά αποκτούν νόηµα µόνο µέσα από τη σύγκριση µε άλλες οµάδες.

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Παλιό Νέο: Τάσεις και στάσεις στην Ελλάδα σήμερα

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

ιαπολιτισµική κοινωνική ψυχολογία Στόχος µαθήµατος: η κατάδειξη του ρόλου που παίζει ο πολιτισµός στις κοινονικο-ψυχολογικές διαδικασίες.

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

«Φιλολογικό» Φροντιστήριο

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

Πέραν της θεωρίας του Piaget. Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Εφαρμογές Προσομοίωσης

ΜΑΘΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΕΛΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Κριτικά σχόλια για τις στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης. Ζητήματα μέτρησης Ταυτοποίηση Επιπολιτισμοποίηση και προσαρμογή

Ενότητα εκπαίδευσης και κατάρτισης για τις δεξιότητες ηγεσίας. Αξιολόγηση Ικανοτήτων

Κοινωνική Ψυχολογία. Διδάσκουσα: Δέσποινα - Δήμητρα Ρήγα. Πανεπιστημιακά Μαθήματα-Έρευνα-Ανάλυση Δεδομένων

Εισηγητής Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος. Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ- ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ Η

Περιγραφή ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Γεωργικές Εφαρμογές και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Αγροτική Ανάπτυξη

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

ΧΡΟΝΟΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ & ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Μάθηµα: Κοινωνική Ταυτότητα και ιοµαδικές Σχέσεις ιδάσκουσα: Αλεξάνδρα Χαντζή

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Μανώλης Κουτούζης Αναπληρωτής Καθηγητής Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Αναγνώσεις σε επίπεδα

Εποικοδομητική διδασκαλία μέσω γνωστικής σύγκρουσης. Εννοιολογική αλλαγή

Κοινή Γνώμη. Κολέγιο CDA ΔΗΣ 110 Κομμωτική Καρολίνα Κυπριανού 11/02/2015

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Πολιτισμός και Ανθρώπινη Ανάπτυξη. Η θεωρία του Piaget Εθνοθεωρίες των γονέων Παιχνίδι και εργασία Σχολική εκπαίδευση και πρακτική αγωγή

3. Περιγράμματα Μαθημάτων Προγράμματος Σπουδών

Ο πρώτος ηλικιακός κύκλος αφορά μαθητές του νηπιαγωγείου (5-6 χρονών), της Α Δημοτικού (6-7 χρονών) και της Β Δημοτικού (7-8 χρονών).

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Κεφάλαιο. Θεμέλια. της λήψης. αποφάσεων

Δομώ - Οικοδομώ - Αναδομώ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Κοινωνικοπολιτισμικές. Θεωρίες Μάθησης. & Εκπαιδευτικό Λογισμικό

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Γνωστικοί και Συναισθηματικοί Παράγοντες της Επικοινωνίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ. Φιλία Ίσαρη Επίκουρη Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ηθεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης (Sherif, 1966).

Διαχείριση Τεχνολογίας και Καινοτομίας στον Τουρισμό

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Εναλλακτικά του πειράματος

Ο Επιχειρηματίας και η Επιχειρηματικότητα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ Α ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΚΤΕΑ ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ

O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική. Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών

αντισταθµίζονται µε τα πλεονεκτήµατα του άλλου, τρόπου βαθµολόγησης των γραπτών και της ερµηνείας των σχετικών αποτελεσµάτων, και

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

«Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ»

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Διδακτική Εννοιών τη Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση

«Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει» («Ανάλαβε εξουσία αφού πρώτα μάθεις να εξουσιάζεσαι») Σόλων, ο Αθηναίος

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Η ΙΣΧΥΣ ΕΝΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ. (Power of a Test) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

3 ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Α. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Επιχειρήσεις 2.0 & Η Νέα Επιχειρηματικότητα. Επιχειρηματικότητα. Εισηγητής: Βασίλης Δαγδιλέλης

Διάλεξη 2. Εργαλεία θετικής ανάλυσης Ή Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πούμε τι συμβαίνει; Ράπανος-Καπλάνογλου 2016/7

Transcript:

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 32

33 Η θεωρία επεξεργασίας της σύγκρουσης Άννα Μαντόγλου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η σύγκρουση αποτελεί βασική έννοια γνωστικής ιδιοποίησης της ανθρωποκοινωνικής πραγματικότητας. Οι Μαρξ και Ένγκελς (1848) προσπάθησαν να οικειοποιηθούν την τελευταία, οικοδομώντας ένα υπόδειγμα με πυρήνα την έννοια της σύγκρουσης, σύμφωνα με το οποίο η ιστορία οποιασδήποτε κοινωνίας είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Κατ αντίθεση με τους Μαρξ και Ένγκελς, ο Dahrendorf (1972) θεωρεί ότι η μαρξιστική θεωρία αφορά την κεφαλαιοκρατική περίοδο του 19 ου αιώνα για τις τάξεις και δεν μπορεί να γενικευθεί. Η θεωρία των κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά και της κοινωνικής αλλαγής, πρέπει να είναι ευρύτερη και να εξηγεί τόσο τη δημιουργία των κοινωνικών ομάδων, που συγκρούονται, όσο και τη δράση αυτών των ομάδων που οδηγούν στις αλλαγές της δομής του κοινωνικού συστήματος, Συγκεκριμένα, ο Dahrendorf μεταθέτει το πρόβλημα από την έννοια της εκμετάλλευσης, στην οποία πολώνονται οι τάξεις, στο δίπολο κυριαρχία-υποταγή. Το δίπολο αυτό, το οποίο δε διχοτομεί την κοινωνία, αλλά τις πολλαπλές ομάδες που συγκροτούν μια κοινωνία, αναπαριστά τη διαφοροποιημένη δύναμη των ομάδων και καθορίζει τις συγκρούσεις. Εάν όμως η κοινωνία συγκροτείται από πολλές ομάδες, τότε η διχοτομία της κοινωνικής δύναμης και η σύγκρουση που συνεπάγεται αφορά την εκάστοτε ομάδα ξεχωριστά που οργανώνεται σε ένα συγκεκριμένο τομέα. Στον τελευταίο, τα άτομα διαιρούνται σε αυτά που έχουν συμφέρον να αναπαραχθούν οι υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας-υποταγής και σε αυτά που έχουν συμφέρον να ανατραπούν. Οι Mendras και Forsé (1983), οι οποίοι έλαβαν υπόψη τους τις παρατηρήσεις του Dahrendorf, υποστηρίζουν ότι η ενδογενής σύγκρουση των τάξεων δεν είναι ο μόνος παράγοντας κοινωνικής αλλαγής. Συγκρούσεις ενδογενείς, όπως φυλετικές,

34 θρησκευτικές, αλλά και εξωγενείς, όπως η στρατιωτική κατάκτηση, οδηγούν επίσης σε δομικές αλλαγές. Ο Touraine (1978) οικοδόμησε ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο κάθε κοινωνία έχει ένα κεντρικό κίνημα. Το κεντρικό κίνημα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, για παράδειγμα, είναι αυτό της εργατικής τάξης, το οποίο διαμορφώνεται σε σχέση με την κεφαλαιοκρατική τάξη και ένα αντικείμενο πάλης. Ορίζεται, δηλαδή, σε σχέση με έναν αντίπαλο και ένα διακύβευμα, πράγμα που μας ανάγει στην έννοια της σύγκρουσης ή στην πρόταση του «ποιος μάχεται εναντίον ποιου και για ποιο σκοπό». Ο Dahl (1979) διαμόρφωσε την υπόθεση έρευνάς του, γράφοντας ότι οι άνθρωποι που ζουν μαζί ποτέ δεν συμφωνούν πάνω σε όλα τα θέματα, αν θέλουν όμως να συνεχίσουν να ζουν μαζί δεν μπορούν να διαφωνούν απόλυτα στους σκοπούς τους. Προσπαθεί, δηλαδή, να συλλάβει την έννοια της σύγκρουσης συσχετίζοντάς την με την έννοια της συναίνεσης. Ο Coser (1982), ο οποίος αφιέρωσε ένα βιβλίο στην έννοια της σύγκρουσης, προσπάθησε να δείξει ότι αυτή δεν έχει καταστρεπτικές συνέπειες, όπως συνήθως προσλαμβάνεται. Έχει επίσης και μια δημιουργική λειτουργία, διότι οδηγεί στην ανανέωση της κοινωνίας, αποφεύγοντας έτσι την απολίθωση και καταστροφή της. Δεν θα επιμείνουμε όμως άλλο. Σκοπός μας, εδώ, δεν είναι να προσεγγίσουμε ούτε τους τρόπους που οι διάφοροι κοινωνικοί επιστήμονες συλλαμβάνουν την έννοια της σύγκρουσης, ούτε το σύνολο των λειτουργιών της, όπως προσπάθησε ο Coser. Σκοπός μας είναι να παρουσιάσουμε τη σύγκρουση στην Κοινωνική Ψυχολογία και πιο συγκεκριμένα στα φαινόμενα πειθούς. Στο παρόν κεφάλαιο δεν θα παρουσιάσουμε το παρελθόν και την προοπτική της έννοιας της σύγκρουσης ούτε το περιεχόμενο και το ρόλο που της αποδόθηκε στα διάφορα κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά και ιδεολογικά πλαίσια. Θα περιορίσουμε την παρουσία της έννοιας της σύγκρουσης στους κόλπους της κοινωνικής ψυχολογίας και πιο συγκεκριμένα στα φαινόμενα των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής που εγγράφονται στο «γενετικό» μοντέλο (Moscovici, 1979). Η θεωρία επεξεργασίας της σύγκρουσης, η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής, τοποθετεί τη σύγκρουση στο επίκεντρο αυτών των διαδικασιών. Σύμφωνα με τους Pérez, Mugny (1993, 1996), η σύγκρουση, που διέπει τις διαδικασίες κοινωνικής επιρροής, καθώς και η επεξεργασία της συνιστούν ένα γενικό θεωρητικό μοντέλο που ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά του πομπού, του δέκτη, του μηνύματος -αντικείμενο

35 σύγκρουσης- και του επιπέδου κοινωνικής επιρροής (έκδηλη-λανθάνουσα, άμεσηέμμεση, δημόσια-ιδιωτική, συνειδητή-ασυνείδητη, ενδοτικότητα-μεταστροφή). 1. Η σύγκρουση στην Κοινωνική Ψυχολογία Ο Carlo Cattaneo (βλ. Doise, 1993, 1995), Ιταλός παιδαγωγός «παρουσίασε στη Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών και Τεχνών έναν καινούριο κλάδο, την κοινωνική ψυχολογία, και μια έννοια-κλειδί, τη σύγκρουση, που όφειλε να προσανατολίσει τις έρευνες σε αυτό τον κλάδο» (Λομβαρδία, 1863). Ο τίτλος της ομιλίας του ήταν : «Η αντίθεση ως μέθοδος της κοινωνικής ψυχολογίας». Τοποθετώντας την «αντίθεση», δηλαδή τη «σύγκρουση» στο επίκεντρο του νέου αυτού επιστημονικού κλάδου, θέτει τις θεωρητικές βάσεις αυτού που μετά από εκατό και πλέον χρόνια ονομάστηκε «γενετικό μοντέλο» στην κοινωνική επιρροή. Η μελέτη της συγκρουσιακής σχέσης ατόμου και κοινωνίας αποτελεί το αντικείμενο της κοινωνικής ψυχολογίας. Η κοινωνική ψυχολογία είναι η επιστήμη των ιδεολογικών φαινομένων (κοινωνικών γνώσεων και αναπαραστάσεων) και των φαινομένων επικοινωνίας (διαδικασίες κοινωνικής επιρροής), στα οποία υπεισέρχεται ρητά ή άρρητα η σύγκρουση. Από τους δύο αυτούς ορισμούς που μας προτείνει ο Moscovici (1970, 1984), παρατηρούμε ότι η σύγκρουση βρίσκεται στον πυρήνα της κοινωνικής ψυχολογίας. Η σύγκρουση, όμως, φαίνεται να αποτελεί γενικότερα μια οργανωτική αρχή που διέπει τις ατομικές και κοινωνικές λειτουργίες. Βρίσκεται δηλαδή στο επίκεντρο τόσο των θεωριών που μελετούν τα ατομικά ή ψυχικά φαινόμενα όσο και αυτών που μελετούν τα κοινωνικά ή συλλογικά φαινόμενα. Οι θεωρίες αυτές προσπαθούν να προσεγγίσουν την ίδια πραγματικότητα. Μερικές, όμως, δίνουν έμφαση στην αποφυγή της σύγκρουσης ή την επίλυσή της στο πλαίσιο της κοινωνικής συμμόρφωσης, της συνοχής, της σταθερότητας και της διατήρησης των κοινωνικών κανόνων, ενώ άλλες τονίζουν μια διαμετρικά αντίθετη θεώρηση, αυτή της αναζήτησης της σύγκρουσης ή της δημιουργίας της, για την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής. Το πέρασμα από μια διπολική μπιχεβιοριστική ψυχολογία Εγώ-Αντικείμενο σε μια τριπολική αλληλεπιδρασιακή Εγώ-Άλλος-Αντικείμενο δηλώνει και το πέρασμα από μια στατική κατάσταση σε μια γνωστική και στη συνέχεια κοινωνιογνωστική ή,

36 διαφορετικά, το πέρασμα από μια ψυχολογία της ισορροπίας σε μια ψυχολογία της σύγκρουσης. Οι πρώτες κοινωνιοψυχολογικές θεωρίες επικεντρώθηκαν στις ενδοατομικές διεργασίες, στη συνέχεια, συνέκριναν τα άτομα και τις ομάδες, για να φτάσουν, τέλος, στη μελέτη της αλληλεπιδρασιακής σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Σε όλη αυτήν την προσπάθεια της κοινωνικής ψυχολογίας να οικειοποιηθεί την πραγματικότητα, να την κατανοήσει, να την ερμηνεύσει και να την προβλέψει, έχει ως βασικό όργανο ανάλυσης τη σύγκρουση. Θα λέγαμε καλύτερα ότι είναι ο κεντρικός της πυρήνας. Υπάρχουν θεωρίες, στις οποίες υπεισέρχεται η σύγκρουση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, που ασχολούνται με την αποφυγή της σύγκρουσης ή την επίλυσή της για τη διατήρηση της ισορροπίας, του status quo, της διασφάλισης της κοινωνικής τάξης, της συνοχής, της σταθερότητας και της ομοιομορφίας. Υπάρχουν, όμως, και θεωρίες οι οποίες ασχολούνται με την αναζήτηση και διατήρηση της σύγκρουσης, την αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών κανόνων, αποσκοπώντας στην κοινωνική αλλαγή και την καινοτομία. Η θεωρία του Heider (1946) πάνω στη γνωστική ισορροπία, του Festinger (1954, 1957), πάνω στην κοινωνική σύγκριση και στη γνωστική ασυμφωνία, του Brehm (1966) πάνω στην ψυχολογική αναδραστικότητα, του Heider (1958), των Jones και Davis (1965), του Kelley (1967) πάνω στην κοινωνική απόδοση, του Sherif (1937), πάνω στην κανονικοποίηση, του Stoner (1961) πάνω στις συλλογικές αποφάσεις, του Sherif (1966) πάνω στις διομαδικές σχέσεις, του Milgram (1974), πάνω στην υποταγή στην αυθεντία κ.ά., φαίνεται να τονίζουν την κοινωνική ισορροπία. Κατ αντίθεση, η θεωρία των Moscovici και Zavalloni (1969) πάνω στη συλλογική πόλωση, του Tajfel (1957, 1971) πάνω στην κοινωνική κατηγοριοποίηση, του Lemaine (1966) πάνω στην κοινωνική διαφοροποίηση, του Moscovici (1976) πάνω στις κοινωνικές αναπαραστάσεις, του Moscovici (1979), των Παπαστάμου και Μιούνυ, (1983), του Παπαστάμου (1989α, 1989β), των Pérez και Mugny (1993), κ.ά., πάνω στις διαδικασίες κοινωνικής επιρροής έχουν στο επίκεντρό τους την κοινωνική σύγκρουση και την καινοτομία. 1.1. Κοινωνικές συγκρούσεις και κοινωνική επιρροή Από το «λειτουργικό» στο «γενετικό» μοντέλο Μέχρι τη δεκαετία του 70, κυριαρχούσε η κοινωνική ψυχολογία της ισορροπίας. Από την δεκαετία του 70 και μετά, και ιδιαίτερα στη δεκαετία του 80,

37 εμφανίζεται η κοινωνική ψυχολογία της σύγκρουσης, η οποία μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την κοινωνική αλλαγή ως προϊόν της σύγκρουσης που δημιουργούν οι ενεργές μειονότητες με τις πλειονοτικές ή κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες. Στην εξέλιξη της κοινωνίας υπάρχουν περίοδοι σχετικά σταθερές και περίοδοι που χαρακτηρίζονται από κοινωνικές αλλαγές (Moscovici, 1979, Mugny, Pérez, 1998). Αυτές οι αλλαγές προέρχονται από τις ενεργές μειονότητες, οι οποίες δηλώνουν σταθερά τη διαφωνία τους, ανοίγοντας σύγκρουση με τις κυρίαρχες δυνάμεις. Η επεξεργασία και διαχείριση αυτής της σύγκρουσης οδηγεί τον πληθυσμό στην κοινωνική αλλαγή. «Η σύγκρουση είναι η απαραίτητη συνθήκη της κοινωνικής επιρροής. Είναι η αρχή και το μέσο για να αλλάξουν οι άλλοι, να εγκατασταθούν καινούριες σχέσεις ή να σταθεροποιηθούν οι παλιές», γράφει ο Moscovici (1979, σ. 116), και συνεχίζει επισημαίνοντας ότι η καινοτομία «τείνει προς τη δημιουργία συγκρούσεων, όπως η κανονικοποίηση τείνει προς την αποφυγή της σύγκρουσης και η συμμόρφωση προς τον κοινωνικό έλεγχο και την επίλυση των συγκρούσεων» (στο ίδιο, σ. 193). Ο Moscovici, μελετώντας τις έρευνες που έγιναν πάνω στα φαινόμενα κοινωνικής επιρροής, μας προτείνει δύο μοντέλα: το «λειτουργικό» και το «γενετικό», τα οποία διακρίνονται από την ένταση της σύγκρουσης και τον τρόπο επίλυσής της. Το λειτουργικό μοντέλο, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «συντηρητικό» στο πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο, «λειτουργικό» στο επιστημονικό επίπεδο, επικεντρώνεται στην αναπαραγωγή και διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων, των κυρίαρχων κοινωνικών κανόνων, του status quo. Το γενετικό μοντέλο, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «προοδευτικό» στο πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο, «αλληλεπιδρασιακό» στο επιστημονικό επίπεδο, εστιάζεται στην κοινωνική αλλαγή και την καινοτομία. Σύμφωνα με το πρώτο μοντέλο, για να μπορέσει μια πηγή να ασκήσει κοινωνική επιρροή πρέπει να υπερέχει αριθμητικά (Asch, 1956), γνωστικά και συναισθηματικά (Festinger, 1950), να κατέχει κάποια εξουσία (Milgram, 1974), να έχει αναγνωρισμένες ικανότητες (Hass, 1981), να είναι ελκυστική (Kelman, 1958), να είναι κόλακας (Jones, 1965) ή μελλοντικός ηγέτης (Hollander, 1960). Στην αναπαράσταση που οικοδομεί αυτό το μοντέλο, η κοινωνική επιρροή ασκείται με μονόδρομο τρόπο από πάνω προς τα κάτω, καθιστώντας το μονοδιάστατο. Ο κοινωνικός έλεγχος είναι ο απώτερος σκοπός της κοινωνικής επιρροής, ο οποίος εξασφαλίζεται μέσω της κανονιστικής ή πληροφοριακής εξάρτησης (Deuch, Gerard,

38 1955), που εγκαθιδρύεται μεταξύ της πηγής και του στόχου κοινωνικής επιρροής. Η πλειονοτική επιρροή ασκείται για να επιτευχθεί η κοινωνική συμμόρφωση στις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες, απόψεις, πρακτικές και συμπεριφορές, να εξαλειφθεί η σύγκρουση και να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία και συνοχή της ομάδας ή της κοινωνίας. Για το γενετικό μοντέλο, οποιοδήποτε κοινωνικό υποκείμενο (άτομο ή ομάδα) ακόμα και μειονοτικό, μπορεί να αποτελέσει δυνάμει πηγή κοινωνικής επιρροής. Για να μπορέσει μία μειονότητα να λειτουργήσει ως πηγή κοινωνικής επιρροής και να οδηγήσει στην καινοτομία, χρειάζεται, σύμφωνα με τον Moscovici (1979), «Πρώτον να επιλέξει μια καθαρά δική της θέση, στη συνέχεια να επιχειρήσει να δημιουργήσει και να διατηρήσει μια σύγκρουση με την πλειονότητα, εκεί όπου οι περισσότεροι τείνουν να την αποφύγουν και, τέλος, να συμπεριφερθεί με σταθερό τρόπο, ο οποίος θα σημαίνει τον αμετάκλητο χαρακτήρα της επιλογής της, από τη μια, και την άρνηση οποιουδήποτε συμβιβασμού πάνω σε ουσιαστικά θέματα, από την άλλη». Μια σταθερή μειονότητα που διαθέτει έναν αντι-κανόνα δημιουργεί μια κοινωνιογνωστική σύγκρουση που οφείλεται στην ύπαρξη διαφορετικών προσλήψεων για το ίδιο αντικείμενο. Η επιρροή, στα πλαίσια του γενετικού μοντέλου, ασκείται λοιπόν για την καινοτομία, την αμφισβήτηση και αντικατάσταση των κυρίαρχων κανόνων από νέους, πράγμα που υπονοεί τη γένεση μιας σύγκρουσης μεταξύ της μειονότητας και της πλειονότητας. Ο Coser (1982), ο οποίος αναφέρεται στις λειτουργίες της κοινωνικής σύγκρουσης, υποστηρίζει ότι «η σύγκρουση μπορεί να προκύψει από την αλλαγή άλλα μπορεί επίσης να αποτελέσει την πηγή της» (σ. 99). Οι Moscovici και Ricateau (1972), στα πλαίσια της μειονοτικής επιρροής, αναφέρονται στη σύγκρουση, γράφοντας τα εξής: «Στην πραγματικότητα, αν η σύγκρουση μοιάζει εκ πρώτης όψεως παράγοντας μπλοκαρίσματος, παράγει αναγκαστικά βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα την αλλαγή. Η εμφάνιση και μόνο αντιφατικών εκτιμήσεων ή αντιλήψεων αρκεί για να δημιουργηθεί αβεβαιότητα, να επικρατήσει αμφιβολία και για τις πιο καλά εγκαθιδρυμένες απόψεις (...). Αρκεί ένα μέλος της ομάδας να απαντήσει διαφορετικά, να υιοθετήσει μία ασυνήθιστη συμπεριφορά για να αισθανθεί ολόκληρη η ομάδα ότι απειλείται. Βέβαια, οι μειονότητες δεν έχουν μεγάλο κύρος ούτε κατέχουν υψηλή κοινωνική θέση, κατέχουν ωστόσο μια εξουσία, στην πραγματικότητα τεράστια: την εξουσία να αρνηθούν την κοινωνική συναίνεση. Εάν τη χρησιμοποιήσουν χωρίς να καταστεί δυνατό να

39 αποκλειστούν από την ομάδα, όπως συνήθως γίνεται, τότε ο πίνακας των κοινών αξιών χάνει την ισχύ και τη νομιμότητά του, πρέπει να τροποποιηθεί σύμφωνα με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές που είναι πλέον αποδεκτές από όλους» (σ. 160). Η δημιουργία και ο τρόπος διαχείρισης της σύγκρουσης εξαρτάται από τη συμπεριφορά της πηγής κοινωνικής επιρροής. Μεταξύ των τρόπων συμπεριφοράς που έχουν προταθεί (Moscovici, 1979), όπως προαναφέραμε, η σταθερότητα είναι η πλέον αποτελεσματική. Για να μπορέσει μια μειονότητα να επηρεάσει πρέπει να υιοθετήσει μια σταθερή συμπεριφορά, η οποία κλονίζει την κοινωνική συναίνεση, εντείνει τη σύγκρουση και οδηγεί το στόχο να συμπεράνει ότι η πηγή είναι αποφασισμένη στην ενεργή διατήρηση της άποψής της, παρά τις κοινωνικές πιέσεις που ασκούνται πάνω της. Η σταθερότητα διακρίνεται στη συγχρονική και στη διαχρονική. Η πρώτη αφορά την ομοιομορφία των απαντήσεων των μελών της μειονότητας (ενδο-μειονοτική συνοχή) και η δεύτερη τη συστηματική διατήρηση του ίδιου τρόπου απάντησης στο χώρο και το χρόνο. Έχει καταδειχθεί ότι, όταν η μειονότητα επιδεικνύει μια αστάθεια στη συμπεριφορά της, η επιρροή που ασκεί είναι σχεδόν μηδενική (Moscovici, Lage, Naffrechoux, 1969, Moscovici, Lage, 1976). Το ίδιο είναι μηδενική η επιρροή της μειονότητας, όταν η ένταση της σύγκρουσης είναι ασθενής (Mugny, Pérez, 1986). Η εγγραφή των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής σε ένα σύνθετο κοινωνικό πλαίσιο εμπλέκει τρεις κοινωνικές οντότητες: τη μειονότητα, την εξουσία και τον πληθυσμό. Στο τριαδικό μοντέλο μειονοτικής επιρροής που μας προτείνουν οι Mugny (1982) και Παπαστάμου, Μιούνυ (1983), το οποίο αποτελεί εμβάθυνση και ανάπτυξη του γενετικού μοντέλου του Moscovici, η σύγκρουση που φέρνει αντιμέτωπη τη μειονότητα με την εξουσία δηλώνει τη ρήξη της πρώτης με την κυρίαρχη κοινωνική ομάδα και τους κανόνες και αξίες που αυτή πρεσβεύει. Η ίδια σύγκρουση, όμως, ενδέχεται να προκληθεί και απέναντι στον πληθυσμό, τον οποίο η μειονότητα στοχεύει να επηρεάσει. Η διαπραγμάτευσης της σύγκρουσης (που προστίθεται στο σταθερό τρόπο συμπεριφοράς της μειονότητας), η οποία φέρνει αντιμέτωπη τη μειονότητα τόσο με την εξουσία όσο και με τον πληθυσμό, επιτρέπει την αποτελεσματική διεξαγωγή της διαδικασίας μειονοτικής επιρροής. Η μειονότητα οφείλει να υιοθετήσει μια σταθερή συμπεριφορά απέναντι στην εξουσία και να μην διαπραγματευτεί τη σύγκρουση που επιφέρει η σταθερή της συμπεριφορά. Αντίθετα, απέναντι στο στόχο κοινωνικής επιρροής, τον πληθυσμό, η μειονότητα οφείλει να

40 είναι σταθερή στις απόψεις της, αλλά να τον λαμβάνει υπόψη της και, εάν χρειαστεί, να υποχωρεί σε δευτερεύοντα και διαδικαστικά θέματα. Το πρώτο είδος διαπραγμάτευσης της σύγκρουσης χαρακτηρίζεται ως άκαμπτο, ενώ το δεύτερο ως ευλύγιστο. Η μειονότητα ασκεί μεγαλύτερη άμεση ή δημόσια επιρροή, όταν υιοθετεί μια συμπεριφορά σταθερή και ευλύγιστη. Αντίθετα, επιτυγχάνει μια μεγαλύτερη έμμεση επιρροή, όταν συμπεριφέρεται σταθερά και άκαμπτα. Σ αυτήν την περίπτωση, η σύγκρουση εντείνεται και επιλύεται σε ένα λανθάνον, ιδιωτικό επίπεδο, παράγοντας το φαινόμενο της ιδεολογικής μεταστροφής (Moscovici, 1980). Οι κοινωνιοψυχολογικοί μηχανισμοί που εξηγούν το ρόλο της σύγκρουσης στις διαδικασίες κοινωνικής επιρροής (πλειονοτικής και μειονοτικής) αφορούν τη γνωστική διεργασία και την εστία προσοχής των υποκειμένων. Η πλειονοτική σύγκρουση εγείρει μια διαδικασία κοινωνικής σύγκρισης στρέφοντας την προσοχή του στόχου στον «άλλο» και τις τυπικές πλευρές της σχέσης (σχεσιολογική ή διαπροσωπική σύγκρουση), ενώ η μειονότητα ενεργοποιεί μια διαδικασία γνωστικής επικύρωσης κατά την οποία ο στόχος επικεντρώνεται στο συγκρουσιακό περιεχόμενο του μηνύματος (κοινωνιο-γνωστική σύγκρουση). Η πλειονοτική επιρροή, υποστηρίζει o Moscovici (1980) μπορεί να εξηγηθεί μέσω της διαδικασίας κοινωνικής σύγκρισης, όπου τονίζεται η ομοιότητα ή η διαφορά των απόψεων, χωρίς να δίνεται σημασία στο περιεχόμενο. Αντίθετα, η μειονοτική επιρροή, απορρέει από μια διαδικασία επικύρωσης, η οποία θέτει σε κίνηση κοινωνιογνωστικούς μηχανισμούς που επικεντρώνονται στο πρόβλημα που θέτει η μειονότητα. Οι έρευνες των Personnaz (1975-76), Moscovici, Lage (1976), Guillon, Personnaz (1983), Tesser, Campbell, Mickler (1983), Maass, Clark (1983), Personnaz, Guillon (1985) επιβεβαιώνουν τα παραπάνω αποτελέσματα. Οι μειονότητες οδηγούν τον πληθυσμό-στόχο να στρέψει την προσοχή του στο αντικείμενο, στο ερέθισμα, στο συγκρουσιακό περιεχόμενο του μηνύματος που διατείνεται ότι θα καταργήσει τους μέχρι τώρα κοινά αποδεκτούς κοινωνικούς κανόνες, αυξάνοντας τις πιθανότητες ενεργοποίησης καινούργιων επιχειρημάτων και ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες υποταγής του. Οι πλειονότητες δίνουν προτεραιότητα στους κοινωνικούς δεσμούς, στις σχέσεις με τον «άλλο», στα χαρακτηριστικά αυτού του «άλλου», αποσκοπώντας στην ομοιομορφία και την κοινωνική συναίνεση. Η γνωστική δραστηριότητα του πληθυσμού-δέκτη διαφοροποιείται ανάλογα με τον μειονοτικό ή πλειονοτικό χαρακτήρα της πηγής. Η μειονότητα υποχρεώνει τα

41 άτομα να δώσουν πολλαπλές και σύνθετες απαντήσεις και να επεξεργαστούν διαφοροποιημένες γνωστικές στρατηγικές. Απέναντι σε μια ομόφωνη πλειονοτική πηγή, της οποίας οι απαντήσεις είναι «σωστές», τα άτομα αισθάνονται μόνα, και με το φόβο μην αποκλεισθούν επικεντρώνονται στις απαντήσεις που δίνει η πηγή. Η μειονότητα προκαλεί μια αποκλίνουσα σκέψη, ενώ η σκέψη που παράγει η πλειονότητα είναι συγκλίνουσα (Nemeth, 1986). Οι Nemeth και Wachtler (1983) έδειξαν ότι η σύγκρουση που δημιουργεί η μειονότητα διευκολύνει μια έντονη γνωστική δραστηριότητα, η οποία είναι πιο πρωτότυπη, πιο δημιουργική, και πιο διαφοροποιημένη, μέσω της οποίας αναζητούνται καινούριες απαντήσεις. Η μειονότητα υιοθετεί μια σταθερή συμπεριφορά την οποία διατηρεί, εντείνοντας τη σύγκρουση που την καθιστά κοινωνικά ορατή. Ωστόσο, τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τη χαμηλή κοινωνική της θέση εμποδίζουν το στόχο να αποδεχτεί ανοιχτά και δημόσια την εναλλακτική της πρόταση. Αποδοχή της μειονοτικής πρότασης σημαίνει ταύτιση με τη μειονότητα, αυτο-απόδοση των μειονοτικών χαρακτηριστικών και ορισμό μιας νέας κοινωνιοψυχολογικής ταυτότητας (Mugny, Pérez, 1986, 1987, Tajfel, 1982, Turner, 1981, Moscovici, 1987). Ο στόχος, στην προσπάθειά του να επιλύσει τη σύγκρουση, οδηγείται σε μια διαδικασία γνωστικής ακύρωσης του περιεχόμενου του μειονοτικού μηνύματος, η οποία συντελεί στην ανακάλυψη νέων πλευρών αυτού του τελευταίου. Η δυσκολία ταύτισης με τη μειονότητα (μέσω της κοινωνικής σύγκρισης, Festinger, 1954) παρεμποδίζει την άμεση, δημόσια, έκδηλη επιρροή, ενώ η ενεργή ενασχόληση με το μειονοτικό μήνυμα και ο εντοπισμός καινούριων και διαφορετικών διαστάσεων που το αφορούν πυροδοτεί μια διαδικασία επίλυσης της σύγκρουσης σε ένα έμμεσο, ιδιωτικό, λανθάνον επίπεδο. Πρόκειται για ένα «διαστροφικό» φαινόμενο (Butera, Pérez, 1995), σύμφωνα με το οποίο η απόρριψη της μειονότητας και η ακύρωση του μηνύματός της την καθιστούν ορατή, εντείνοντας τη σύγκρουση. Όσο περισσότερο απορρίπτεται η μειονότητα, τόσο περισσότερο εντείνεται η σύγκρουση και τόσο περισσότερο λαμβάνεται υπόψη το μήνυμα, σε ένα λανθάνον επίπεδο, εφόσον οι μειονοτικές πηγές απορρίπτονται στο έκδηλο επίπεδο. Η σύγκρουση επιλύεται με τη λανθάνουσα αποδοχή του μηνύματος, προκαλώντας το φαινόμενο της ιδεολογικής μεταστροφής (Moscovici, 1980, Moscovici, Personnaz, 1980). Η μειονοτική επιρροή και η καινοτομία οδηγούν στην ιδεολογική μεταστροφή (Moscovici, Mugny, 1987): μια ακούσια, μη συνειδητή αλλαγή, μια έμμεση και βαθιά επιρροή, την οποία ο

42 στόχος επιρροής αντιλαμβάνεται μετά την κοινωνική αλληλεπίδραση. Έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο «κοινωνικής κρυπτομνησίας», το οποίο χαρακτηρίζεται από το ότι ο στόχος επιρροής ξεχνάει την πηγή της ιδέας, ενώ θυμάται το περιεχόμενό της. Ξεχνάει το «ποιος» και θυμάται το «τι». «Μέσω μιας επιτήδειας ψυχικής διεργασίας, αποδεχόμαστε την υποβολή, απορρίπτουμε όμως την υποταγή, και κατά συνέπεια την εξουσία που θα ασκούσε πάνω μας αυτός που θα προκαλούσε την υποβολή. (...) Η λειτουργία της λήθης συνίσταται λοιπόν στο διαχωρισμό της επιρροής από την εξουσία. Πειθόμεθα, αλλά δεν υποκύπτουμε στην εξάρτηση αυτού που μας πείθει» (σ. 12-13). Στις μέρες μας, δεν αμφισβητείται ο ρόλος των ενεργών μειονοτήτων και τα θετικά αποτελέσματα της σύγκρουσης στο πλαίσιο των διαδικασιών κοινωνικής αλλαγής. Ωστόσο, φαίνεται ότι η τελευταία βρίσκει μια αντίσταση σε έναν αρκετά παλιό μηχανισμό διάδοσης της καινοτομίας, αυτόν της ψυχολογιοποίησης (Παπαστάμου, 1989β), της απόδοσης δηλαδή, μιας κοινωνικής συμπεριφοράς ή ενός λόγου στα ιδιαίτερα ψυχολογικά ή ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του δράστη, με σκοπό να μειώσει την εν δυνάμει εμβέλειά του. Η ψυχολογιοποίηση είναι μία διαδεδομένη στρατηγική αντίστασης σε οτιδήποτε είναι καινούριο και μπορεί να επιφέρει αναστάτωση στο κοινωνικό πεδίο. Ο Παπαστάμου μελέτησε το φαινόμενο αυτό από ιστορική, πολιτική, κοινωνική και κοινωνιοψυχολογική πλευρά. «... η εξήγηση μιας κοινωνικής συμπεριφοράς με ψυχολογικούς όρους, υποστηρίζει ο συγγραφέας, δεν εμφανίζεται γενικά και αδιάφορα. Ήδη στους αρχαίους, μια τέτοια εξήγηση εμφανίζεται κάθε φορά που επιχειρείται η κατανόηση μιας ασυνήθιστης συμπεριφοράς, αντίθετης με τις ισχύουσες νόρμες και τις αναμενόμενες συμπεριφορές που αποτελούν αντικείμενο θετικής αξιολόγησης από την κοινωνία στο σύνολό της. Το ίδιο γίνεται και στις μέρες μας. Δεν ψυχολογιοποιούμε κάποιον που συμμορφώνεται με τις κυρίαρχες νόρμες, ούτε κάποιον του οποίου ο λόγος και η δράση (ιδίως η πολιτική) συμπίπτουν με τις προδιαγραφές, με άλλα λόγια με τα δόγματα της εξουσίας, ή του κόμματος στο οποίο ανήκει. Στην καθημερινή ζωή ψυχολογιοποιούμε μάλλον αυτούς των οποίων η συμπεριφορά αποκλίνει από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό, ή αυτούς των οποίων οι στάσεις φαίνονται επικίνδυνες για το κοινό καλό» (σ. 222). Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να αντισταθεί κάποιος στο καινούριο, στο παράξενο, στο ξένο, στη διαφορά, σε αυτό που παρεκκλίνει από το κυρίαρχο κανονιστικό και

43 αξιακό πλαίσιο, στην κοινωνική αλλαγή. Η επίδειξη δύναμης που συνοδεύεται από την καταπίεση, τη βία ή το πραξικόπημα είναι ένας τρόπος. Υπάρχει όμως και ένας κοινωνιοψυχολογικός μηχανισμός, ο οποίος συνίσταται στην εγκαθίδρυση μιας αντιστοιχίας μεταξύ των ιδεολογικών απόψεων που υποστηρίζει μία πηγή, μία μειονότητα, και των ιδιαίτερων ψυχολογικών της χαρακτηριστικών. Μεταξύ των προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει η πηγή του συγκρουσιακού μηνύματος ή της συγκρουσιακής συμπεριφοράς, είναι και αυτό του να γίνει αντικείμενο ψυχολογιοποίησης, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι κατ αυτόν τον τρόπο μειώνεται η αποτελεσματικότητα της διάδοσης της καινοτομίας της (Mugny, Papastamou, 1975-76). Η σύγκρουση είναι αναγκαία συνθήκη για τη διάδοση της κοινωνικής αλλαγής, όχι όμως και ικανή, όταν παρεμβαίνει η ψυχολογιοποίηση στη ερμηνεία της. Όταν η σύγκρουση ερμηνεύεται με όρους διαφωνίας απόψεων, ή συμπεριφορών ή ανάγνωσης της πραγματικότητας, τότε η επεξεργασία της μπορεί να γίνει στα πλαίσια της κοινωνικής αλλαγής. Όταν όμως εγκαθιδρυθεί μια αιτιατή σχέση μεταξύ του συγκρουσιακού περιεχομένου των απόψεων της πηγής και των ψυχολογικών ιδιαιτεροτήτων της, τότε η αντιπρότασή της θα θεωρηθεί ως μη αντικειμενική, αναξιόπιστη, δογματική, αποτέλεσμα διαταραγμένης προσωπικότητας και η επίλυση της σύγκρουσης θα κατευθυνθεί προς της απόρριψη της εναλλακτικής πρότασης. Βέβαια, δεν είναι η ένταση της σύγκρουσης αυτή καθεαυτή που καθορίζει την επεξεργασία της και τον τρόπο επίλυσής της, όσο η σημασία που προσλαμβάνει ή διαφορετικά η ερμηνεία της ή ακόμη ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή. Η ψυχολογιοποίηση της σύγκρουσης είναι μια στρατηγική αντίστασης των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες αποσκοπούν στη διατήρηση της κοινωνικής τάξης των πραγμάτων, την ενίσχυση της συμμόρφωσης και την αύξηση της ομοιογένειας. Αποδίδοντας τη σύγκρουση στα προσωπικά χαρακτηριστικά των αυτουργών της και όχι στο σύνολο των κοινωνιοψυχολογικών συνθηκών που την προκάλεσαν, κατευθύνουν την επεξεργασία της σε ένα διαπροσωπικό επίπεδο, το οποίο παρεμποδίζει την κοινωνική αλλαγή. 1.2. Προβληματισμός ορισμού ενός «νέου» θεωρητικού μοντέλου Τα παραπάνω ερευνητικά, κυρίως πειραματικά, αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν φαίνεται να εμπεριέχουν μερικά παράδοξα φαινόμενα, τα οποία δημιουργούν πρόβλημα στα μοντέλα κοινωνικής επιρροής και τα οποία

44 ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορά την κοινωνική συμμόρφωση, η δεύτερη την πραγματογνωσία της πηγής και η τρίτη τον ενδο-ομαδικό της χαρακτήρα (Pérez, Mugny, 1993). Στην αρχή, η επιρροή είχε προσληφθεί στο πλαίσιο της κοινωνικής συμμόρφωσης, της δυνατότητας άσκησής της μόνο από μια ειδική ή ενδοομαδική πηγή. Πολύ γρήγορα, όμως, αποδείχθηκε ότι μια μειονότητα, μια αναξιόπιστη ή εξω-ομαδική πηγή μπορεί να ασκήσει κοινωνική επιρροή. Στρέβλωση της συμμόρφωσης Μειονότητες και πλειονότητες επιτυγχάνουν διαφορετικές επιρροές: η πλειονότητα ασκεί περισσότερο έκδηλη επιρροή, ενώ η μειονότητα ασκεί περισσότερο λανθάνουσα επιρροή. Η πλειονοτική επιρροή ασκείται μέσω της διαδικασίας της κοινωνικής σύγκρισης, ενώ η μειονοτική επιρροή μέσω της κοινωνιογνωστικής επικύρωσης του μηνύματος (Moscovici, 1980). Η μειονότητα οδηγεί τον πληθυσμό σε μια αποκλίνουσα και δημιουργική σκέψη, ενώ η πλειονότητα σε μια συγκλίνουσα γνωστική λειτουργία (Nemeth, 1987). Στρέβλωση πραγματογνωσίας Ενώ η πλειονότητα παράγει περισσότερο έκδηλη παρά λανθάνουσα επιρροή και η μειονότητα ακριβώς το αντίστροφο, τα αποτελέσματα μερικών ερευνών έθεσαν σε αμφισβήτηση αυτή τη διαπίστωση. Για παράδειγμα, σε ένα πείραμα αντίληψης, οι Sorrentino, King & Leo (1980) δεν βρήκαν μια αυξημένη λανθάνουσα μειονοτική και, αντίστοιχα, αυξημένη έκδηλη πλειονοτική επιρροή. Επίσης, βρέθηκε ότι η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της πλειονοτικής πηγής οδηγεί σε μια λανθάνουσα επιρροή (Moscovici, Personnaz, 1986, Mugny, 1984-85), με την προϋπόθεση το πειραματικό έργο να είναι αντικειμενικό μη διφορούμενο (Brandstatter, Ellemers και άλλοι, 1991, Pérez, Mugny, και άλλοι, 1991). Επιπλέον, ένα άλλο αποτέλεσμα που βρέθηκε είναι ότι η γνωστική ακύρωση της αξιοπιστίας ενός μηνύματος μειώνει την άμεση επιρροή τόσο της μειονότητας, όσο και της πλειονότητας, ενώ απελευθερώνει την έμμεση επιρροή μόνο της πλειονότητας (Pérez, Mugny, Moscovici, 1986). Στρέβλωση ενδο-ομάδας Η εξω-ομάδα, ιδιαίτερα όταν προσλαμβάνεται μέσω αρνητικών συμπαραδηλώσεων (όπως συχνά γίνεται με τις μειονότητες), ασκεί μικρότερη έκδηλη παρά λανθάνουσα επιρροή. Ωστόσο, στο επίπεδο της λανθάνουσας επιρροής και της ιδεολογικής μεταστροφής, μια εξω-ομαδική μειονότητα επιτυγχάνει μεγαλύτερη

45 επιρρoή, απ ό,τι μια ενδο-ομαδική μειονότητα (Mugny, Kaiser, Papastamou, 1983, Turner, 1981, 1987, 1991). Tα επίπεδα επιρροής φαίνεται ότι είναι συνάρτηση της φύσης του έργου κοινωνικής επιρροής και των χαρακτηριστικών της πηγής. Οποιαδήποτε ομάδα (μειονοτική ή πλειονοτική) μπορεί να αποτελέσει πηγή κοινωνικής επιρροής, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Μια γενική θεωρία των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής οφείλει να ενσωματώνει όλα τα πιθανά αποτελέσματα. Όλοι οι κοινωνιοψυχολογικοί μηχανισμοί επεμβαίνουν με διαφορετικό τρόπο στις διαδικασίες κοινωνικής επιρροής, ανάλογα με τη σύγκρουση που δημιουργεί ένα πειραματικό έργο μεταξύ της πηγής και του στόχου κοινωνικής επιρροής. 2. Η Θεωρία Επεξεργασίας της Σύγκρουσης (Θ.Ε.Σ.) Η κοινωνική επιρροή κατέχει δίκαια μια από τις θεμελιώδεις θέσεις στην κοινωνική ψυχολογία. Το σύνολο των ερευνών που ασχολήθηκαν με τα φαινόμενα πειθούς κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη ορισμού ενός κοινωνιο-ψυχολογικού μοντέλου των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής. Η επιρροή, άμεσα συνδεδεμένη με τη σύγκρουση, είτε αποφυγή (=κοινωνική συμμόρφωση) είτε δημιουργία (=καινοτομία), και τον τρόπο διαχείρισής της, οδήγησε στον ορισμό της Θεωρία Επεξεργασίας της Σύγκρουσης. Η θεωρία αυτή συνθέτει τις έρευνες των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά πηγής και του στόχου, τη φύση των σχέσεων που εγκαθιδρύονται μεταξύ τους, τα αντικείμενα σύγκρουσης (εν προκειμένω τη φύση των πειραματικών έργων) και τα επίπεδα επιρροής. Η θεωρία πρεσβεύει ότι οι διαδικασίες κοινωνικής επιρροής διέπονται από μια κοινή ερμηνευτική αρχή, αυτήν της επεξεργασίας και διαχείρισης της σύγκρουσης. Το βασικό αξίωμα αυτής της θεωρίας είναι ότι η κοινωνική επιρροή απορρέει από τη διαφορά απόψεων μεταξύ στόχου και πηγής για ένα αντικείμενο. Η έννοια της επεξεργασίας της σύγκρουσης παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο ο στόχος διαχειρίζεται κοινωνιογνωστικά αυτή τη διαφορά και της προσδίδει μια κάποια σημασία. Αυτή η σημασία εξαρτάται από τη φύση του πειραματικού έργου και της πηγής. Τρεις γενικές υποθέσεις χαρακτηρίζουν τη θεωρία επεξεργασίας της σύγκρουσης, σύμφωνα με τους Pérez και Mugny (1993) :

46 Η επεξεργασία της σύγκρουσης γίνεται με διαφορετικό τρόπο, όταν δύο διαφορετικές πηγές δίνουν τις ίδιες απαντήσεις για το ίδιο πειραματικό έργο. Η επεξεργασία της σύγκρουσης γίνεται με διαφορετικό τρόπο, όταν η ίδια πηγή δίνει τις ίδιες απαντήσεις για δύο διαφορετικά πειραματικά έργα. Για διαφορετικές επεξεργασίες της σύγκρουσης αντιστοιχούν διάφορα επίπεδα ανάλυσης και επομένως επιρροής. Ι. Πειραματικά έργα Τα πειραματικά έργα διακρίνονται στη βάση δύο κριτηρίων. Το πρώτο αφορά τη δυνατότητα απόδειξης της σωστής ή λανθασμένης απάντησης του έργου (υψηλή θεμελίωση λάθους - χαμηλή θεμελίωση λάθους) και, το δεύτερο, την κοινωνική εμπλοκή του στόχου στο πειραματικό έργο, που μας ανάγει στην έννοια της «ταυτότητας» και της εικόνας του στόχου στη σχέση του με την πηγή (κοινωνικά παγιωμένο έργο - κοινωνικά μη παγιωμένο έργο). Ο συνδυασμός αυτών των δύο κριτηρίων οδηγεί σε τέσσερις τυπολογίες έργων: τα αντικειμενικά μη διφορούμενα έργα, τα έργα ικανοτήτων, τα έργα γνώμης και τα έργα μη εμπλοκής (σχήμα 1). Σχήμα 1: Τυπολογία των πειραματικών έργων επιρροής Υψηλή θεμελίωση λάθους Έργα κοινωνικά παγιωμένα Έργα Ικανοτήτων Διφορούμενη αντίληψη Επίλυση προβλημάτων Δημιουργικότητα Λήψη αποφάσεων Γνώμες Στάσεις Αξίες Έργα Γνώμης Έργα Αντικειμενικά Μη Διφορούμενα Αντιληπτική σαφήνεια Γνωστή πληροφορία Απλό λογικό έργο Έργα κοινωνικά μη παγιωμένα Διαμόρφωση γνώμης Προσωπική προτίμηση ή άποψη Πρόβλεψη σε ένα τυχερό παιχνίδι Αυτοκινητικό φαινόμενο Έργα Μη Εμπλοκής Χαμηλή θεμελίωση λάθους

47 ΙΙ. Δημιουργία συγκρούσεων Η πηγή κοινωνικής επιρροής, μειονοτική ή πλειονοτική, ορίζεται από την αριθμητική της δύναμη, την ποιότητα του μηνύματός της, την κοινωνική της θέση, το βαθμό πραγματογνωμοσύνης της, την εξουσία ή το κύρος της, τις ικανότητές της, το βαθμό ιδεολογικής συγγένειας με το στόχο, τις κοινές κατηγοριακές υπαγωγές που έχει με αυτόν. Ανάλογα με τα πειραματικά έργα, μερικά από τα χαρακτηριστικά της πηγής θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία κοινωνικής επιρροής και θα προσανατολίσουν τη σύγκρουση. Η κοινωνική επιρροή ορίζεται ως η διαδικασία (και το αποτέλεσμα) μέσω της οποίας ένα άτομο ή μια ομάδα αλλάζει τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του, όταν βρίσκεται σε πραγματική ή συμβολική αλληλεπίδραση με ένα άλλο άτομο ή ομάδα, για να τον προσαρμόσει σ αυτόν που το άτομο ή η ομάδα του προτείνει (Παπαστάμου, 1989α). Ο στόχος κοινωνικής επιρροής, λοιπόν, έρχεται αντιμέτωπος με ένα σύνολο απόψεων, που προβάλλονται από μια δεδομένη πηγή κοινωνικής επιρροής, οι οποίες είναι διαφορετικές από τις δικές του. Το μέγεθος της διαφοράς ή διαφωνίας που υπάρχει μεταξύ των απόψεων του στόχου και της πηγής θα καθορίσει και την κοινωνική επιρροή. Η διαφωνία όμως θα πάρει συγκεκριμένη μορφή ανάλογα με το έργο κοινωνικής επιρροής (το αντικείμενο σύγκρουσης) και με τα χαρακτηριστικά της πηγής (μειονοτικά ή πλειονοτικά), οδηγώντας κάθε φορά σε μια ιδιαίτερη σύγκρουση. Οι διαδικασίες κοινωνικής επιρροής εντάσσονται σε ένα αλληλεπιδρασιακό πλαίσιο Στόχος-Αντικείμενο-Πηγή (Moscovici, 1984), και καθορίζονται από την κοινωνική αναπαράσταση που έχει ο στόχος για το αντικείμενο και την πηγή. Ο στόχος αναπαριστά το αντικείμενο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, τον οποίο αμφισβητεί η πηγή και προτείνει την αντικατάστασή του. Δεν είναι τόσο το πειραματικό έργο αυτό καθεαυτό, το αντικείμενο δηλαδή της σύγκρουσης, ή η ταυτότητα της πηγής που καθορίζουν τη μορφή της σύγκρουσης και την επεξεργασία της, όσο η κοινωνική τους αναπαράσταση. Τόσο το αντικείμενο όσο και η πηγή ενέχουν συχνά διφορούμενα ή διπλά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ένα έργο ικανοτήτων μπορεί να γίνει αντιληπτό ως έργο γνώμης, και το αντίστροφο, ή ένα αντικειμενικό μη διφορούμενο έργο μπορεί να προσληφθεί ως έργο ικανοτήτων, και το αντίστροφο. Η πηγή μπορεί να είναι υψηλού ή χαμηλού καθεστώτος και ταυτόχρονα να είναι

48 πλειοψηφική ή μειοψηφική, ειδική ή μη ειδική, ενδο-ομαδική ή εξω-ομαδική, κλπ. Στα πειραματικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται, ο χειρισμός της φύσης του πειραματικού έργου και της ταυτότητας της πηγής, μπορεί να γίνει στο ίδιο το έργο και την πηγή ή στην αναπαράστασή τους. Οι διαδικασίες κοινωνικής επιρροής επομένως είναι συνάρτηση της αντιστοιχίας μεταξύ των αναπαραστάσεων του έργου και της φύσης των πηγών επιρροής. ΙΙΙ. Επίλυση των συγκρούσεων Η επίλυση της σύγκρουσης, η οποία αναφέρεται στο ίδιο το αποτέλεσμα της επιρροής, στο κατά πόσο δηλαδή ο στόχος επιρροής αλλάζει, εξαρτάται από τον τρόπο διαχείρισης της σύγκρουσης στο έκδηλο ή στο λανθάνον επίπεδο. Η επιρροή, σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του έργου, της πηγής, του στόχου και της σύγκρουσης που απορρέει, παίρνει τη μορφή της κοινωνικής ενδοτικότητας, της ακολουθητικής συμπεριφοράς, της μίμησης, της προφορικής αποδοχής, της κοινωνικής συμμόρφωσης, της γενίκευσης, της ιδεολογικής μεταστροφής, της καινοτομίας, της εσωτερίκευσης ή ακόμα της κοινωνιογνωστικής παραλυσίας (απουσία κοινωνικής επιρροής). Μία από τις βασικές αρχές της Θ.Ε.Σ. (Θεωρία Επεξεργασίας της σύγκρουσης), την οποία οφείλουμε να λάβουμε υπόψη, είναι ότι κάθε γνωστική σύγκρουση είναι ταυτόχρονα και κοινωνική σύγκρουση. Η τελευταία αφορά τη σχέση του στόχου με την πηγή κοινωνικής επιρροής και η πρώτη με το περιεχόμενο του μηνύματός της. Προϋπόθεση για την επεξεργασία της γνωστικής σύγκρουσης είναι η επίλυση της κοινωνικής σύγκρουσης. Ας δούμε όμως συγκεκριμένα τα πειραματικά έργα και, ως προς αυτά, τα χαρακτηριστικά των πηγών που εισάγουν τη διαφωνία, τα είδη σύγκρουσης που απορρέουν και τους πιθανούς τρόπους επίλυσής τους. 2.1. Αντικειμενικά μη διφορούμενα έργα Ι. Γενικά χαρακτηριστικά Στην τυπολογία των αντικειμενικών μη διφορούμενων έργων ανήκουν το πειραματικό υπόδειγμα του Asch (1956) και το υπόδειγμα μπλε-πράσινο (Moscovici, Lage, Naffrechoux, 1969) που χαρακτηρίζονται από την αντικειμενικότητα και

49 μοναδικότητα των απαντήσεων, καθώς και από την απουσία κοινωνιο-ψυχολογικής εμπλοκής του ατόμου στις απαντήσεις του. Το υποκείμενο-στόχος είναι σίγουρο ότι γνωρίζει τη σωστή απάντηση και είναι πεπεισμένο για την ομοιομορφία και την ομοφωνία των απαντήσεων της ομάδας. Οποιαδήποτε απόκλιση από τις απαντήσεις, απ όπου κι αν προέρχεται, θέτει σε αμφισβήτηση την αντικειμενικότητα του έργου και προκαλεί σύγκρουση. Η επεξεργασία αυτής της σύγκρουσης καθορίζεται από τον πλειοψηφικό ή μειοψηφικό χαρακτήρα της πηγής, από τον αριθμό δηλαδή των ατόμων που προσβάλει την αναμενόμενη ομοφωνία. Στα αντικειμενικά μη διφορούμενα έργα, η βασική σύγκρουση είναι κοινωνιοεπιστημική, με την έννοια ότι αφορά πλήρεις και συστηματικές γνώσεις φαινομένων, που είναι προϊόν μακρόχρονης κοινωνικής μάθησης. Ο στόχος περιμένει μια πλήρη συναίνεση στις απαντήσεις, να δουν δηλαδή και να αναγνωρίσουν όλοι ό,τι αυτός ο ίδιος βλέπει και αναγνωρίζει. Η αμφισβήτηση των απαντήσεών του τον φέρνει αντιμέτωπο με μια σύγκρουση, η οποία διαφοροποιείται ανάλογα με την αριθμητική δύναμη της πηγής. * Όταν η πηγή είναι πλειοψηφική, το άτομο-στόχος διαισθάνεται τον κίνδυνο της γελοιοποίησης, της παρέκκλισης, της απόρριψης, της αποδοκιμασίας. Η σύγκρουση που δημιουργείται παίρνει τη μορφή των διαπροσωπικών σχέσεων (σχεσιολογική σύγκρουση). Το άτομο θα αποφύγει τη διατήρηση των ανεξάρτητων αλλά παρεκκλινόντων απαντήσεών του και θα συμμορφωθεί στην πλειοψηφία, δίνοντας έκδηλες συναινετικές απαντήσεις, οι οποίες αποκαθιστούν τη σχέση. Το άτομο στρέφει την προσοχή του στη σχέση του με την πηγή και η γνωστική του δραστηριότητα εστιάζεται στην επίλυση της σχεσιολογικής σύγκρουσης. Το άτομο ενδίδει στις απαντήσεις της πλειοψηφίας και υιοθετεί μια άβουλη αποδοχή συμπεριφοράς. Στην περίπτωση που η έκδηλη λεκτική αποδοχή της πλειοψηφικής θέσης προσλαμβάνεται από το άτομο-στόχο ως «τακτική» αντιμετώπισης μιας δυσάρεστης κατάστασης, δεν παρατηρείται καμιά λανθάνουσα αλλαγή. Το άτομο επιστρέφει στις αρχικές του θέσεις με το πέρας της διαδικασίας επιρροής. Αντίθετα, όταν το άτομο προσλαμβάνει την άβουλη αποδοχή συμπεριφοράς του ως μια μορφή υποταγής στις πιέσεις της πλειοψηφίας, τότε επιδιώκεται η επανάκτηση της αυτονομίας του και της θετικής του αυτο-εικόνας. Αυτό εμφανίζεται σε ένα λανθάνον επίπεδο, όπου οι κανονιστικές πιέσεις που ασκεί η πλειοψηφία δεν

50 υφίστανται και τα άτομα επικεντρώνονται στην επιστημική διάσταση της σύγκρουσης που δημιουργεί το έργο. * Όταν η πηγή είναι μειοψηφική, το άτομο δεν αισθάνεται κάποια ιδιαίτερη σχεσιολογική σύγκρουση, πόσο μάλλον που οι απαντήσεις του χαίρουν του κυρίαρχου πλειοψηφικού κανόνα. Η διαφωνία εισάγει μια προβληματική ως προς τη μοναδικότητα και το αλάνθαστο των προκατασκευασμένων γνώσεων, εφόσον διαταράσσεται η αναμενόμενη ομοφωνία, συστατικό στοιχείο των αντικειμενικών μη διφορούμενων έργων. Η σύγκρουση που δημιουργείται είναι επιστημική. Το άτομο αντιμέτωπο με μια μειοψηφική πηγή, συμμορφώνεται με τις απόψεις του, δίνοντας προσωπικές και ανεξάρτητες απαντήσεις. Για την εγκυρότητα όμως των απαντήσεων χρειάζεται συναίνεση και ομοιομορφία. Οι διαφοροποιημένες μειοψηφικές απαντήσεις εισάγουν την αμφισβήτηση του αντικειμένου/έργου, προκαλώντας μια επιστημική σύγκρουση. Για την επίλυση αυτής της σύγκρουσης, το άτομο αναπτύσσει μια γνωστική δραστηριότητα, επικεντρώνοντας την προσοχή του στις ιδιότητες του αντικειμένου (διαδικασία επικύρωσης). Η ιδεολογικο-επιστημική αναγκαιότητα της μοναδικότητας του αντικειμένου οδηγεί στον επανορισμό του, και με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η ομοιογένεια των απαντήσεων. Σ αυτή την περίπτωση, ενώ δεν παρατηρείται έκδηλη επιρροή, οι λανθάνουσες απαντήσεις τροποποιούνται, προσεγγίζοντας αυτές της μειοψηφίας. ΙΙ. Πειραματικές αποδείξεις Στα αντικειμενικά μη διφορούμενα έργα τα άτομα αναμένουν απόλυτα συναινετικές απαντήσεις. Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτές τις απαντήσεις δημιουργεί σύγκρουση. Αντιμέτωπος με μια πλειοψηφική πηγή, ο στόχος συμμορφώνεται στις απόψεις της πηγής, ενώ αντιμέτωπος με μια μειοψηφική πηγή συμμορφώνεται στις δικές του ανεξάρτητες απόψεις. Αυτό εμφανίζεται για τις δημόσιες, έκδηλες απαντήσεις. Τα αποτελέσματα σχεδόν αντιστρέφονται, όταν μετρώνται οι ιδιωτικές, λανθάνουσες απαντήσεις: στην περίπτωση της πλειοψηφικής πηγής η σχεσιολογική σύγκρουση δεν υφίσταται και ο στόχος επανέρχεται στις αρχικές του απόψεις, ενώ στην περίπτωση της μειοψηφικής πηγής εξασφαλίζεται μια ομοιομορφία συμβατή με τη μειοψηφική άποψη, οφειλόμενη στην επιστημική επεξεργασία της σύγκρουσης. Τα παραπάνω ισχύουν στο βαθμό που το πειραματικό έργο αναπαρίσταται ως αντικειμενικό μη διφορούμενο. Όταν η αναπαράσταση αυτού

51 του έργου αλλάξει και από αντικειμενικό μη διφορούμενο μετατραπεί σε έργο ικανοτήτων, τότε και η δυναμική της σύγκρουσης και των αποτελεσμάτων που επιφέρει θα τροποποιηθούν. Στο κλασικό πειραματικό υπόδειγμα του Asch, τυπικό των αντικειμενικών μη διφορούμενων έργων, τα πειραματικά υποκείμενα οφείλουν να εκτιμήσουν ποια από τις τρεις μεταβλητές-γραμμές έχει το ίδιο μήκος με τη γραμμή-ερέθισμα. Οι μετρήσεις, όμως, επιρροής περιορίζονται στις έκδηλες απαντήσεις των υποκειμένων και ο τρόπος με τον οποίο απαντά η πηγή δεν διακρίνεται από μια οργανωτική αρχή, όπως για παράδειγμα να υποτιμά ή να υπερτιμά σταθερά τις μεταβλητές-γραμμές. Ο Mugny (1984-85) χρησιμοποιεί το αντιληπτικό πειραματικό υπόδειγμα του Asch, δημιουργώντας τις κατάλληλες μεθοδολογικές συνθήκες, που επιτρέπουν μετρήσεις τόσο άμεσων όσο και έμμεσων αλλαγών. Ο χειρισμός των ανεξάρτητων μεταβλητών αφορά τον πλειοψηφικό (το 88% του πληθυσμού) ή μειοψηφικό (το 12% του πληθυσμού) χαρακτήρα της πηγής και την επικέντρωση ή όχι των υποκειμένων σε μια οπτικογεωμετρική ψευδαίσθηση (τύπου αντεστραμμένου Τ ή >---<--->). Ο χειρισμός της τελευταίας μεταβλητής εισάγεται για την επικέντρωση των πειραματικών υποκειμένων, κυρίως των πλειοψηφικών συνθηκών, στο πειραματικό έργο και τη δημιουργία μιας βασικής επιστημικής σύγκρουσης. Το πειραματικό έργο συνίσταται στο να εκτιμήσουν τα πειραματικά υποκείμενα ποια από τρεις άνισες λεπτές μεταβλητές-γραμμές έχει το ίδιο μήκος με μια παχιά γραμμή-ερέθισμα. Η πηγή κοινωνικής επιρροής υποτιμά σταθερά τις μεταβλητές-γραμμές σε όλες τις δοκιμασίες. Εκτός από τις τέσσερις πειραματικές συνθήκες που δημιουργούνται από τη διασταύρωση των δύο ανεξάρτητων μεταβλητών, υπάρχει και μια συνθήκη ελέγχου, κατά την οποία δεν παρεμβαίνει κανένας πειραματικός χειρισμός. Η άμεση επιρροή εκφράζεται με την επιλογή μιας μεταβλητής-γραμμής μεγαλύτερης από τη γραμμή-ερέθισμα, ενώ η έμμεση επιρροή εκφράζεται από την αύξηση των απαντήσεων στις οποίες η λεπτή γραμμή δηλώνεται ως πιο μικρή από τη γραμμή ερέθισμα. Τα αποτελέσματα του πειράματος εγγράφονται στον πίνακα 1. Από την ανάγνωση του πίνακα 1, παρατηρούμε ότι οι πλειοψηφικές πηγές ασκούν μεγαλύτερη άμεση επιρροή, απ ό,τι οι μειοψηφικές, οι οποίες δεν διαφοροποιούνται από τη συνθήκη ελέγχου. Η έμμεση επιρροή είναι αυξημένη στη συνθήκη πλειοψηφία με ψευδαίσθηση και στη συνθήκη μειοψηφία χωρίς ψευδαίσθηση. Η μειοψηφία ασκεί λανθάνουσα επιρροή, με την προϋπόθεση ότι δεν