ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΗΠΙΑΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας κατά τη νηπιακή ηλικία είναι οι 2 αναπτυξιακές κρίσεις στην αρχή της περιόδου η απόκτηση αυτονομίας ή αμφιβολίας (από τον 18 ο μήνα ως το 3 ο έτος) και εν συνεχεία η απόκτηση πρωτοβουλίας ή ενοχής (από το 3 ο ως το 6 ο έτος).
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ «ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ Η ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ» Αυτονομία έχει αποκτήσει το άτομο όταν μπορεί, ελεύθερα και με ευχαρίστηση, το ίδιο να αποφασίσει για τις δραστηριότητές του και το ίδιο να τις εκτελεί. Αμφιβολία και το συναίσθημα αναξιότητας δημιουργείται στο παιδί, όταν νιώθει ότι δεν είναι ελεύθερο να κάνει τις δικές του επιλογές, όταν πιστεύει ότι κάθε δική του επιλογή οδηγεί σε αποτυχία.
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ «ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ Η ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ» Η επίλυση της αναπτυξιακής κρίσης «αυτονομία ή αμφιβολία» συμπίπτει χρονικά και είναι στενά συνδεδεμένη με την άσκηση ελέγχου των σφιγκτήρων. Το νήπιο επιδεικνύει αυτονομία, όταν νιώθει ότι μπορεί το ίδιο να ελέγξει τις σωματικές αυτές λειτουργίες, όταν δε φοβάται ότι, κάνοντας κάτι που οι γονείς του επιθυμούν, κινδυνεύει να χάσει την αυτονομία του. Αν όμως η σχέση γονέων-παιδιού δεν είναι θετική (οι γονείς προβαίνουν σε αυστηρές και πρώιμες παρεμβάσεις, επιδεικνύοντας εμμονή για συμμόρφωση), η φυσική αυτή λειτουργία γίνεται τεχνητή εστία διαμάχης μεταξύ γονέων και παιδιού.
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ «ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ Η ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ» Κάτω από τις αρνητικές αυτές συνθήκες το παιδί για να πληγώσει τους γονείς του, αρνείται να ασκήσει έλεγχο. Συγχρόνως όμως, με τον τρόπο αυτό ματαιώνει τη δική του προσπάθεια για απόκτηση αυτονομίας. Το παιδί αντιμετωπίζει αυτό που ο Erikson αποκαλεί «διπλή ανταρσία και διπλή ήττα».
ΤΑΣΗ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ & ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ Πρωτοβουλία έχει αποκτήσει το άτομο, όταν στις επιδιώξεις του για δημιουργική δράση, νιώθει ελεύθερο για κάθε θέμα να προγραμματίζει, να σχεδιάζει, να συλλαμβάνει ποικίλες ιδέες και να προβαίνει σε ποικίλες ενέργειες, χωρίς να νιώθει εσωτερική ψυχική ένταση και ενοχή για τις ενέργειές του αυτές. Η επίλυση της αναπτυξιακής κρίσης «πρωτοβουλία ή ενοχή» συμπίπτει χρονικά και σχετίζεται με την ανάπτυξη του Υπερεγώ.
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ «ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ Η ΕΝΟΧΗ» Αν υπάρξει εκ μέρους των γονέων βιασύνη να αποκτήσει το παιδί τους ισχυρό Υπερεγώ, αρχίζει να δημιουργείται στο παιδί η τάση να νιώθει ενοχή για ό,τι αποτολμά στην πραγματικότητα ή στη φαντασία του. Ο Erikson υποστηρίζει ότι τα αίτια που μερικά άτομα ως ενήλικοι έχουν την τάση να ασχολούνται με πολλά χωρίς να νιώθουν εσωτερική ικανοποίηση, ανάγονται στην αναπτυξιακή κρίση του Εγώ κατά τη νηπιακή ηλικία.
ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ Το φύλο θεωρείται ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και των διαπροσωπικών σχέσεων καθ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Ο ρόλος του φύλου μπορεί να εξεταστεί με τη στενότερη έννοια της ερωτικής ορμής, των ερωτικών ενδιαφερόντων και της ερωτικής συμπεριφοράς-βιολογικός ρόλος του φύλου- και με την ευρύτερη έννοια των προτύπων συμπεριφοράς που έχει καθορίσει η κοινωνική ομάδα για κάθε φύλο-κοινωνικός ρόλος του φύλου.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ- ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ Το ρόλο που διαδραματίζει η ερωτική βιολογική ορμή και οι πρώτες ερωτικές εκδηλώσεις του παιδιού στη διαμόρφωση της προσωπικότητας πρώτος επεσήμανε ο Freud με τις απόψεις του για τη libido και τα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά από τη βρεφική ηλικία ακόμα, εκδηλώνουν μορφές ερωτικής συμπεριφοράς. Γενική είναι η διαπίστωση ότι ο διερεθισμός ορισμένων μερών του σώματος παράγει ευχάριστα συναισθήματα.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ- ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ειδικοί διαφωνούν ως προς την αρχική πηγή και τη φύση της ευχαρίστησης αυτής. Μερικοί με επικεφαλής τον Freud, υποστηρίζουν ότι οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούν αληθινή μορφή ερωτισμού που προέρχεται από την ικανοποίηση της βιολογικής ορμής. Άλλοι με κύριο εκπρόσωπο τον Αμερικάνο ψυχολόγο David Ausubel, δέχονται ότι δεν πρόκειται για παιδικό ερωτισμό, αλλά για παιδικό αισθησιασμό, που συντελεί στη μείωση της ψυχικής έντασης και που εμπεριέχει στοιχεία περιέργειας και εξερευνητικής δραστηριότητας.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ Ο κοινωνικός ρόλος του φύλου διαμορφώνεται σταδιακά με την πάροδο της ηλικίας. Ήδη, στο 3 ο έτος το νήπιο γνωρίζει τις λέξεις «αγόρι»- «κορίτσι» και τις χρησιμοποιεί σωστά. Η διάκριση όμως αυτή του φύλου γίνεται με βάση εξωτερικά επιφανειακά χαρακτηριστικά (ενδυμασία, κόμμωση, ομιλία). Το παιδί των 3-4 ετών πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει το φύλο, αλλάζοντας τα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Η μονιμότητα της έννοιας του φύλου αρχίζει να κατακτάται στο 5 ο -6 ο έτος της ηλικίας, όταν πλέον η διάκριση του φύλου αρχίζει να γίνεται με βάση τα ανατομικά χαρακτηριστικά.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί με τους οποίους το άτομο οικειοποιείται τα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς του φύλου είναι ποικίλοι. Τρεις κύριες ψυχολογικές θεωρίες, η ψυχαναλυτική, η συμπεριφορική και η γενετική-γνωστική ερμηνεύουν τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιεί το άτομο και τα πρότυπα συμπεριφοράς που η κοινωνία καθορίζει για κάθε φύλο.
ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Ο κύριος μηχανισμός με τον οποίο το παιδί αποκτά το ρόλο που αντιστοιχεί στο φύλο του είναι η ταύτιση. Το παιδί ταυτίζεται με το γονέα του ίδιου φύλου και υιοθετεί όλα τα χαρακτηριστικά του γονέα αυτού, συμπεριλαμβανομένου και του ρόλου του φύλου. Η ταύτιση γίνεται γύρω στο 4 ο ή 5 ο έτος και εκδηλώνεται με τη μίμηση της συμπεριφοράς του γονέα του ίδιου φύλου.
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Οι συμπεριφοριστές της κοινωνικής μάθησης (Sears, Bandura, Mischel) δέχονται ότι ο κύριος μηχανισμός διαμόρφωσης του ρόλου του φύλου είναι η μίμηση προτύπων και η ενίσχυση. Η μίμηση είναι μια διαδικασία αντιγραφής εκ μέρους του παιδιού της συμπεριφοράς των άλλων. Η μίμηση προτύπων ρυθμίζεται από διάφορους κανόνες όπως π.χ. το παιδί μιμείται προθυμότερα το πρότυπο που διαθέτει δύναμη και είναι πηγή αμοιβών κ.α.
ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ VS ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Η ταύτιση του Freud διαφέρει από τη μίμηση των συμπεριφοριστών. Η ταύτιση είναι μια ασυνείδητη διαδικασία κατά την οποία το παιδί οικειοποιείται τα χαρακτηριστικά του προτύπου μονομιάς, σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αντίθετα, η μίμηση των συμπεριφοριστών δεν προϋποθέτει εσωτερικές διεργασίες, είναι χρονικώς απεριόριστη και αναφέρεται σε ορισμένες κάθε φορά μορφές συμπεριφοράς, τις αμειβόμενες.
ΓΕΝΕΤΙΚΗ-ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Ο ρόλος του φύλου είναι μια έννοια, όπως όλες οι άλλες έννοιες που διαθέτει το άτομο, ένα εσωτερικό νοητικό κατασκεύασμα του ίδιου του ατόμου και ο σχηματισμός της ακολουθεί τη γενική πορεία που ακολουθεί η ανάπτυξη όλων των άλλων εννοιών (προέννοια, κατηγοριοποιήσεις με βάση συγκεκριμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά, κατηγοριοποιήσεις με βάση λειτουργικές σχέσεις κ.α.) Κύριος εκφραστής της ερμηνείας αυτής είναι ο Kohlberg.
ΓΕΝΕΤΙΚΗ-ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Το παιδί μέσω ενός εγγενούς μηχανισμού σαν το μηχανισμό εκμάθησης της γλώσσας αναλύει τις εμπειρίες του σχετικά με την τυπική συμπεριφορά του κάθε φύλου, δημιουργώντας έτσι ένα γενικευμένο πρότυπο συμπεριφοράς για κάθε φύλο, την έννοια της ταυτότητας του ρόλου του φύλου. Όταν το παιδί σχηματίσει την έννοια ότι είναι «αγόρι» ή «κορίτσι» αρχίζει να δίνει μεγαλύτερη αξία στις μορφές συμπεριφοράς του δικού του φύλου και έτσι αρχίζει να τις μιμείται.
ΓΝΩΣΤΙΚΗ VS ΘΕΩΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ Η μίμηση και η ενίσχυση σύμφωνα με τη γενετική-γνωστική θεωρία επιδρούν στην ανάπτυξη του ρόλου του φύλου, μετά το σχηματισμό της έννοιας της σταθερής ταυτότητας του φύλου, ενώ στη θεωρία της κοινωνικής μάθησης αποτελούν πρωταρχικές διαδικασίες. Για την ερμηνεία του τρόπου σχηματισμού του ρόλου του φύλου σημασία έχουν και οι βιολογικές διαφορές των 2 φύλων σε συνδυασμό με τις ψυχολογικές διεργασίες που ορίζει η κοινωνία. Το τελικό προϊόν της διαφορετικής ανάπτυξης του ρόλου του φύλου είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης βιολογικών και κοινωνικών παραγόντων.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΥΣ-ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Οι σχέσεις με συνομηλίκους αρχίζουν από το 2 ο ακόμη έτος να διαδραματίζουν έναν αυξανόμενο ρόλο στην ανάπτυξη και την κοινωνικοποίηση του παιδιού. Ενώ το βρέφος παραμένει προσκολλημένο αποκλειστικά στη μητέρα και στα λίγα πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος, το νήπιο διατηρεί ένα ευρύ κύκλο διαπροσωπικών επαφών και αλληλεπιδράσεων με άλλα παιδιά. Ήδη από το 2 ο έτος παρατηρείται μείωση του ενδιαφέροντος για συναναστροφή με ενηλίκους και αντίστοιχη αύξηση για προσκόλληση και αλληλεπίδραση με συνομηλίκους.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΥΣ-ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Οι αλληλεπιδράσεις αυτές του νηπίου με συνομηλίκους του αρχίζουν να έχουν, με την πάροδο της ηλικίας μεγαλύτερη αμοιβαιότητα. Με την είσοδο στο σχολείο, το παιδί έχει αναπτύξει σαφή έννοια της ομάδας και του «ανήκειν» στην ομάδα. Η συμμετοχή του παιδιού στην ομάδα των συνομηλίκων μετριάζει και αντισταθμίζει τυχόν ιδιορρυθμίες και μονομέρειες στις επιδράσεις της οικογένειας (ομαλοποίηση).
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Τα βρέφη ως τον 6 ο μήνα ελάχιστα αλληλεπιδρούν όταν βρεθούν το ένα κοντά στο άλλο. Η μόνη διαπροσωπική αλληλεπίδραση που μπορεί να συμβεί είναι αν αρχίσει να κλαίει το ένα, θα αρχίσει να κλαίει και το άλλο. Από τον 6 ο μήνα αρχίζουν να αλληλεπιδρούν αλλά οι αντιδράσεις τους είναι ακόμη απρόσωπες. Μεταξύ του 14 ου και 18 ου μήνα μεσολαβεί μια μεταβατική περίοδος όπου γίνεται μετατόπιση του κέντρου ενδιαφέροντος από τα πράγματα στα πρόσωπα. Μετά τον 18 ο μήνα αρχίζουν να εμφανίζονται οι διάφορες μορφές θετικής προσέγγισης: ανταλλάσσουν χαμόγελα, συνομιλούν, ανταλλάσσουν τα παιχνίδια τους, αποκτούν πιο διαπροσωπικές αντιδράσεις.
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Με την είσοδο του παιδιού στο σχολείο το παιδί έχει αναπτύξει σαφή έννοια της «ομάδας» και του «ανήκειν» στην ομάδα. Κατά τη σχολική ηλικία οι παιδικές ομάδες είναι ομόφυλες, μόνο αγόρια ή μόνο κορίτσια. Στην περίοδο αυτή εμφανίζονται οι πρώτες φιλίες που διαρκούν δια βίου. Μετά το 14 ο έτος οι ομάδες των συνομηλίκων γίνονται ετερόφυλες και οι αλληλεπιδράσεις των μελών πολυπληθέστερες και πολυπλοκότερες.
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Σε μια έρευνα μελετήθηκε το είδος της κοινωνικής αλληλεπίδρασης σε ομάδες παιδιών διαφόρων ηλικιών. Η κοινωνική αλληλεπίδραση ταξινομήθηκε στις ακόλουθες κατηγορίες: Α) Το παιδί μένει αμέτοχο Β) Μοναχικό παιχνίδι Γ) Το παιδί μένει θεατής Δ) Παράλληλο παιχνίδι Ε) Συντροφικό παιχνίδι ΣΤ) Συνεργατικό παιχνίδι
ΜΕΛΕΤΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΜΕΣΩ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ Οι μορφές αλληλεπίδρασης που κυριαρχούν σε κάθε ηλικία είναι εμφανείς στις μελέτες για το παιδικό παιχνίδι. Έχει διαπιστωθεί ότι στο 2 ο έτος η συνήθης μορφή παιχνιδιού είναι το μοναχικό παιχνίδι, στο 3 ο έτος το παράλληλο παιχνίδι και στο 4 ο έτος το συντροφικό παιχνίδι.
ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Οι ατομικές διαφορές στην κοινωνική συμπεριφορά είναι εμφανείς ακόμη και κατά τη νηπιακή ηλικία στις δραστηριότητες των ομάδων των συνομηλίκων. Τρεις κοινωνικοί τύποι παιδιών έχουν διαπιστωθεί: Α) Το κοινωνικά τυφλό παιδί (το παιδί αυτό και όταν είναι ανάμεσα σε άλλα παιδιά, συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει κανένας γύρω του). Β) Το κοινωνικά εξαρτημένο παιδί (διεγείρεται ή νιώθει συστολή όταν βρίσκεται με άλλα παιδιά, η συμπεριφορά του καθορίζεται εξ ολοκλήρου από την παρουσία των άλλων. Γ) Το κοινωνικά ανεξάρτητο παιδί (συναισθάνεται την παρουσία των άλλων και αντιδρά σε αυτούς, αλλά νιώθει ελεύθερο απέναντι στην ομάδα να κάνει τις δικές του επιλογές.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες σχετικά με την προέλευση, την εξέλιξη και τη μορφωτική αξία του παιδικού παιχνιδιού. Spencer: Το παιχνίδι είναι μια διέξοδος στην πλεονάζουσα ενεργητικότητα Stanley Hall: Αποτελεί μια αναπτυξιακή φάση του ατόμου από την οποία διέρχεται στην εξελικτική πορεία. Freud: Αποτελεί προσπάθεια ατόμου να ικανοποιήσει ορμές, να εκπληρώσει επιθυμίες και να αντιμετωπίσει επώδυνες εμπειρίες που απειλούν το αναπτυσσόμενο άτομο
PIAGET & ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Ο Piaget θεωρεί το παιχνίδι ως μια πράξη αφομοίωσης. Το παιδί στο παιχνίδι χειρίζεται τα πράγματα ελεύθερα και αλλοιώνει την πραγματικότητα, με σκοπό να ικανοποιήσει προσωπικές του ανάγκες. Όταν το παιδί παίζει, δεν προσαρμόζεται στην πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα προσαρμόζεται στις δικές του επιθυμίες.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ ΚΑΤA TON PIAGET Παιχνίδι άσκησης: Το παιδί επαναλαμβάνει πολλές φορές μια δραστηριότητα. Η μορφή αυτή παιχνιδιού κυριαρχεί στα 2 πρώτα χρόνια της ζωής στην αισθησιοκινητική περίοδο της νοητικής ανάπτυξης. Συμβολικό παιχνίδι: Ελεύθερη επέκταση χειρισμού αντικειμένων, συναισθημάτων και εμπειριών με τρόπο συμβολικό. Στο είδος αυτό παιχνιδιού υπάρχει επιφανειακή μόνο συνεργασία μεταξύ των μελών της ομάδας, πρόκειται για παράλληλο και σνυτροφικό παιχνίδι. Αυτή η μορφή παιχνιδιού κυριαρχεί στην προεννοιολογική περίοδο (3 ο -6 ο έτος) νοητικής ανάπτυξης.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ ΚΑΤA TON PIAGET Κοινωνικό παιχνίδι: Το είδος αυτό του παιχνιδιού είναι οργανωμένη δραστηριότητα, με σαφή επιδιωκόμενο στόχο και κανόνες δράσης και συνεργασίας. Η μορφή αυτή παιχνιδιού εμφανίζεται μετά το 7 ο έτος, όταν το παιδί πλέον έχει απαλλαγεί από τον εγωκεντρισμό και μπορεί να πραγματοποιεί συγκεκριμένες λογικές πράξεις.