ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ. «ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ: Σύγκριση με ιδιωτικές επώνυμες επιχειρήσεις, στο πλαίσιο μιας βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης»



Σχετικά έγγραφα
η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

Δημιουργία Συνεργατικών Δικτύων Ανοιχτής Καινοτομίας Coopetitive Open Innovation Networks - COINs

Απελευθερώστε τη δυναμική της επιχείρησής σας

Εισαγωγικές Έννοιες Επιχειρηματικότητας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Ο στόχος αυτός είναι σε άμεση συνάρτηση με τη στρατηγική της Λισαβόνας, και συγκεκριμένα την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής μέσω:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ

Του κ. Κωνσταντίνου Γαγλία Γενικού Διευθυντή του BIC Αττικής

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Εισήγηση της ΓΓΠΠ Αγγέλας Αβούρη στην ενημερωτική συνάντηση για τη δημιουργία Οργανισμού Τουριστικής Ανάπτυξης ( )

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ. «Νέες συνεργασίες μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων»

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

Κεφάλαιο 1 [Δείγμα σημειώσεων για την ύλη[ ]

Ταμείου Αγροτικής Επιχειρηματικότητας,

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ TΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ

Το δικό σας Sinialo στο έπιπλο

Ανταγωνιστικότητα, Δίκτυα Διανομής και Εμπορία Βιολογικής Αιγοπροβατοτροφίας Δρ. Ηλίας Βλάχος Λέκτορας Διοίκηση Επιχειρήσεων

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

23/2/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της. Σύστασης για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ν. Χατζηαργυρίου: «O ΔΕΔΔΗΕ καθοδηγεί τη μετάβαση σε μια έξυπνη αγορά ενέργειας»

Θεσμοί και Οικονομική Αλλαγή

ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Ε.Γ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Ομιλία Εκτελεστικού Αντιπροέδρου Χάρη Κυριαζή. «Προκλήσεις, προτάσεις, στρατηγικές ανάπτυξης της εξωστρέφειας» ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΣΕΒΕ EXPORT SUMMIT

Βιοµηχανική ιδιοκτησία & παραγωγή καινοτοµίας Ο ρόλος του µηχανικού

Στοιχεία Επιχειρηματικότητας ΙΙ

Ο ρόλος της Ψηφιακής Στρατηγικής

Εισήγηση. του κ. Θανάση Λαβίδα. Γενικού Γραµµατέα & Επικεφαλής ιεθνών ράσεων ΣΕΒ. στη «ιηµερίδα Πρέσβεων»

ΤΟΣ Εφοδιαστική Αλυσίδα (Logistics)

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Παγκρητική Ομοσπονδία Ευρώπης και τον

[ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΑΡΙΝΟΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ] ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΤΕΣΤ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΟΜΑΔΑ Α

Αντιφάσεις στην αξιοποίηση του τεχνικού επιστηµονικού δυναµικού στην ελληνική βιοµηχανία

CLLD / LEADER ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Π.Α.Α ΜΕΤΡΟ 19. ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΠΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Θέση ΣΕΒ: Ευρωπαϊκές προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας

Κρίσιμα θέματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο Σχεδιασμό του νέου Τεχνικού - Επαγγελματικού Σχολείου

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. «Η Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα : Ενδείξεις ανάκαμψης της μικρής επιχειρηματικότητας;»

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ «ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ»

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και Υπηρεσιών ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ Χ. ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ - ΛΑΜΙΑΣ. Ενθάρρυνση Επιχειρηματικών Δράσεων, Καινοτομικών Εφαρμογών και Μαθημάτων Επιλογής Φοιτητών ΤΕΙ Λάρισας - Λαμίας PLEASE ENTER

5 η Διδακτική Ενότητα Οι βασικές αρχές και η σημασία της Διοίκησης του Ανθρώπινου Δυναμικού στην περίπτωση των τουριστικών επιχειρήσεων

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Σύγχρονη Οργάνωση & Διοίκηση Επιχειρήσεων.

Ομάδες Παραγωγών προκλήσεις και ευκαιρίες. Οργάνωση της παραγωγής Η αναγκαιότητα που δεν συμβαίνει

«Δημιουργία Μηχανισμού Υποστήριξης για την Ανάπτυξη και Προώθηση της Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας σε Πληθυσμούς Ορεινών Περιοχών»

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Προϋποθέσεις Επίτευξης Συγκριτικού Πλεονεκτήματος μέσω των Νέων Τεχνολογιών

«Η επιχειρηματικότητα στις ορεινές περιοχές του Δήμου Πύλης»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. με τη διατύπωση συγκεκριμένου Αναπτυξιακού Σχεδίου, με την στήριξη του Σχεδίου από μια ισχυρή και βιώσιμη εταιρική σχέση και

Γενικές αρχές διοίκησης. μιας μικρής επιχείρησης

Ευρώπη 2020 Αναπτυξιακός προγραμματισμός περιόδου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012

Σχετικά με το Οικουμενικό Σύμφωνο

Θεοδόσιος Παλάσκας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Μαρία Τσάμπρα, Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας Χρυσόστομος Στοφόρος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΕΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΘΕΟ ΩΡΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΗΜΕΡΙ Α ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ AGROQUALITY FESTIVAL. Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

Γεωργικές Εφαρμογές και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Αγροτική Ανάπτυξη

2.2. Η έννοια της Διοίκησης

Συζητάμε σήμερα για την πράσινη επιχειρηματικότητα, ένα θέμα πού θα έπρεπε να μας έχει απασχολήσει πριν από αρκετά χρόνια.

ΘΕΩΡΙΑ ΔΙΑΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

9. Κάθε στρατηγική επιχειρηματική μονάδα αποφασίζει για την εταιρική στρατηγική που θα εφαρμόσει. α. Λάθος. β. Σωστό.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού. Παίγνια Αποφάσεων 9 ο Εξάμηνο

Εκπαίδευση, κοινωνικός σχεδιασμός. Ρέμος Αρμάος MSc PhD, Υπεύθυνος εκπαίδευσης στελεχών ΚΕΘΕΑ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΠΡΑΞΕΩΝ

ημιουργία Σχεδίου Συστάδων Επιχειρήσεων (CLUSTERS) ημόσια ιαβούλευση

PUBLIC LIMITE EL ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες,14Σεπτεμβρίου2011(20.09) (OR.en) 14224/11 LIMITE SOC772 ECOFIN583 EDUC235 REGIO74 ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΣΤΙΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ

ΕΤΗΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ & ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ (Ανοιχτή Διαδικασία)

ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ - ΛΑΜΙΑΣ. Ενθάρρυνση Επιχειρηματικών Δράσεων, Καινοτομικών Εφαρμογών και Μαθημάτων Επιλογής Φοιτητών ΤΕΙ Λάρισας - Λαμίας PLEASE ENTER

Ενότητα 4 η : Εισαγωγή στην έννοια και στην πρακτική της Επιχειρηματικότητας (Γ )

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΟΥΣ Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ HEMEXPO ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΚΟΙΝΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

Πριν όµως περάσω στο θέµα που µας απασχολεί, θα ήθελα µε λίγα λόγια να σας µιλήσω για το ρόλο του Επιµελητηρίου Μεσσηνίας.

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΠΡΑΞΕΩΝ

Στρατηγική της Π.Ν.Α για τον Τουρισμό « Έτος Πολιτισμού»

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΤΗΣ ΕΞΥΠΝΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ (SMART SPECIALIZATION)

Επιχειρήσεις 2.0 & Η Νέα Επιχειρηματικότητα. Επιχειρηματικότητα. Εισηγητής: Βασίλης Δαγδιλέλης

Ομιλία του Βασίλειου Ν. Μαγγίνα Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας


«Τοπικά Σχέδια για την Απασχόληση Προσαρμοσμένα στις ανάγκες των Τοπικών Αγορών Εργασίας» (ΤΟΠ.ΣΑ)

ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ

Q&A. Γιατί να ενταχθώ σε ένα δίκτυο;

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ; ΠΛΑΤΩΝ ΜΑΡΛΑΦΕΚΑΣ ΛΟΥΞ ΑΒΕΕ

Η ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ

Εξειδίκευση Αξόνων Στρατηγικής

Πρωτοβουλία για την Καινοτομία

Τίτλος Ειδικού Θεματικού Προγράμματος: «Διοίκηση, Οργάνωση και Πληροφορική για Μικρομεσαίες

ΔΙΕΚ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ Γ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι ΜΑΘΗΜΑ 2 ο

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Κεφάλαιο 2 ο

ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Δημιουργία Ανταγωνιστικού Πλεονεκτήματος μέσω των Συστημάτων Ποιότητας στον Αγροδιατροφικό Τομέα

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Σημεία εναρκτήριας ομιλίας

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΕΡΕΥΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ: Σύγκριση με ιδιωτικές επώνυμες επιχειρήσεις, στο πλαίσιο μιας βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης» Ανδρομάχη Μυρογιάννη, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου Υπεύθυνος Καθηγητής Γεώργιος Οδυσσέας Τσομπάνογλου Μάιος 2006

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σελ. 4 Α. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ 10 ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 13 ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ 19 ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ 22 ΠΟΙΟΤΗΤΑ 25 ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ 31 ΔΙΚΤΥΩΣΗ 39 ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ 45 Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 52 Β. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 54 ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 60 ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ 62 ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ 64 Γ. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΕΜΦΥΛΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 70 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ 79 ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ 87 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 94 Δ. ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΑ 100 ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ 102 ΣΥΝΔΙΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ 110 ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 114 ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΙΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΕΥΝΟΗΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 118 ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑΣ 126 ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ 128 ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ 132 ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ 137 ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΙ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 143 ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 149 2

Ε. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Β. ΑΙΓΑΙΟΥ 153 ΟΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ Ε.Ε. 160 Η ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ 162 ΣΤ. ΛΕΣΒΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ 167 ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ 170 ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ 174 ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ 177 Η ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ 182 ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ 186 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ 194 ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ 197 Ζ. Η ΕΡΕΥΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 200 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΧΕΔΙΟ ΕΡΕΥΝΑΣ 203 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ 205 ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ 206 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ 211 ΠΙΝΑΚΕΣ 219 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ 229 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ 247 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 262 Η. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ 293 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥΣ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ 296 ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ΜΕ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ 314 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 324 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 330 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα είχε ελάχιστη ομοιομορφία σε περιφερειακό επίπεδο. Κατά τις επόμενες δυο δεκαετίες, οι αναπτυξιακές αποστάσεις μεταξύ διαφόρων περιοχών, μειώθηκαν αισθητά λόγω των πολιτικών δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τις ιδιωτικές επενδύσεις. Ωστόσο, σήμερα παραμένει μια σημαντική απόσταση ανάμεσα στις περισσότερο ευημερούσες περιοχές της Ελλάδας και στις περιοχές με αναπτυξιακή υστέρηση όπως είναι το Β. Αιγαίο, γεγονός που οφείλεται τόσο στο χαμηλότερο επίπεδο δημοσίων επενδύσεων σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, όσο και στην απουσία διαφοροποίησης των κινήτρων για προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Townroe (1971) και τους Hunter και Reid (1968), στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως και στις ΗΠΑ, υπάρχει μια ομάδα βασικών στοιχείων, που σχετίζονται με την εικόνα μιας περιοχής. Πολλά από αυτά τα στοιχεία μπορεί να επηρεάζονται από τις δημόσιες δαπάνες που κάνει η πολιτεία, είτε ως δημιουργία κινήτρων για επενδύσεις είτε ως δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής. Συνέπεια τούτου, είναι να επηρεάζεται το επίπεδο των ιδιωτικών επενδύσεων που προσελκύονται, διαμορφώνοντας έτσι την εικόνα που υπάρχει για μια περιοχή. Επίσης, τονίζεται η ιδιαίτερη βαρύτητα που έχει η επίτευξη της κατάλληλης αναλογίας μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, μέσα από ένα συντονισμένο οικονομικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη μιας περιοχής. Παράλληλα όμως, είναι σημαντική η διαφοροποίηση των αναγκών, καθώς σε μια συγκεκριμένη περιοχή ενός νομού, τα κίνητρα για προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματικά από ότι κάποια έργα υποδομών, ιδίως όταν αυτά δεν προέρχονται πάντα από κάποιον ουσιαστικό αναπτυξιακό σχεδιασμό, αλλά αντίθετα μπορεί να βασίζονται σε κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Επιπλέον, η διαφοροποίηση στην αναπτυξιακή σύγκλιση και συνοχή μεταξύ των περιοχών μιας χώρας, υφίσταται δραστική επίδραση από τους παράγοντες της απομόνωσης (νησιωτικές, ορεινές περιοχές) και της απόστασης από τα κέντρα οικονομικής δραστηριότητας (Karkazis J., Thanassoulis E.1998). Έτσι, η εγκατάλειψη και η φθίνουσα ανάπτυξη των νησιών της Ελλάδας από τα μέσα του 20ου αιώνα, που συνδέεται κυρίως με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις αλλαγές στα καταναλωτικά πρότυπα, δημιούργησαν οικονομικούς κλονισμούς στις νησιωτικές 4

οικονομίες, καθιστώντας την τοπική παραγωγή μη ανταγωνιστική ακόμη και στις τοπικές αγορές. Σήμερα, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, η επικράτηση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς σε διεθνές επίπεδο, η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, ο προσδιορισμός των καταναλωτικών προτύπων από τις πολυεθνικές εταιρείες σε παγκόσμιο επίπεδο και η τεχνολογική ανάπτυξη τηλεπικοινωνίες, διαδίκτυο κ.λ.π.- που έχουν φέρει επανάσταση στην επιχειρηματικότητα, επιφέρουν καίρια πλήγματα στις τοπικές νησιωτικές οικονομίες, στις οποίες κατά κύριο λόγο δραστηριοποιούνται μικρές οικογενειακού τύπου επιχειρήσεις και καθιστούν επιτακτική την ανάγκη εξεύρεσης λύσεων. Ταυτόχρονα, η ολοένα αυξανόμενη επιφυλακτικότητα των καταναλωτών προς τα προϊόντα μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, έχει αυξήσει τις προτιμήσεις τους σε ποιοτικά προϊόντα διατροφής (τοπικά, βιολογικά κ.λ.π.), αλλά και σε γενικότερα ποιοτικά πρότυπα ζωής, που παρά το αυξημένο κόστος τους, δείχνουν να κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Εξάλλου, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, αντιμετωπίζεται σήμερα από πολλούς ως πλεονέκτημα, καθώς το σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον ευνοεί την ανάπτυξη σε μικρή κλίμακα, με σημαντικές παραμέτρους την ευελιξία στην παραγωγή, την εισαγωγή τεχνολογίας και καινοτομίας, την πιστοποίηση της ποιότητας και την ικανότητα προσαρμογής των επιχειρήσεων στις απαιτήσεις της αγοράς, ανοίγοντας έτσι νέους ορίζοντες για την αναγέννηση των τοπικών οικονομιών. Εκτός όμως από αυτές τις παραμέτρους, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την κοινωνική υποδομή μιας περιοχής, που σχετίζεται με το κλίμα συνεργασίας και την δυνατότητα δικτύωσης των επιχειρήσεων, ως σημαντική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας των τοπικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η έννοια της ανάπτυξης λοιπόν, πέρα από το γενικό οικονομικό περιβάλλον που επικρατεί σε μια χώρα, οφείλει να επικεντρωθεί στην τοπική διάσταση μιας περιοχής και στους ειδικούς παράγοντες που προσδιορίζουν της συνιστώσες της ανάπτυξής της. Επομένως, οι δημόσιες πολιτικές σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, έχουν την ευθύνη να προσανατολίσουν την ελληνική οικονομία στο δρόμο ενός νέου προτύπου ανάπτυξης της γνώσης, του χώρου και της ποιότητας, προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις αύξησης των επενδύσεων τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της οικονομίας, αύξησης της απασχόλησης, βελτίωσης των εξαγωγικών επιδόσεων και του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της χώρας μας, με έμφαση στην τοπική ανάπτυξη. 5

Η Λέσβος, ανήκει στην ανατολικότερη Περιφέρεια της Ευρώπης, την Περιφέρεια Β. Αιγαίου, με τη νησιωτικότητα και την απόσταση από το μητροπολιτικό της κέντρο, να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τους ιδιαίτερα χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξής της. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το νησί διαθέτει άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αυτές εξακολουθούν να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητες, λόγω της έλλειψης κινήτρων από την πολιτεία, που θα μπορούσαν να αναστρέψουν τα μειονεκτήματα της απόστασης από το κέντρο, της παραμεθορίου και του υψηλού κόστους στις μεταφορές, ώστε να καταστήσουν οικονομικά αποτελεσματικές τις επενδύσεις. Ταυτόχρονα, η έλλειψη συντονισμένου αναπτυξιακού σχεδιασμού σε τοπικό επίπεδο, οδηγεί σε αποσπασματικές πρωτοβουλίες και απομακρύνει τις επενδύσεις από το σημείο της βέλτιστης αποδοτικότητάς τους. Για την αξιοποίηση των αναπτυξιακών προοπτικών του νησιού, είναι αναγκαία η κατάρτιση ενός στρατηγικού προγραμματισμού με τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, που θα μπορέσει να οδηγήσει στην αντιστροφή των «μειονεκτημάτων» του νησιού σε «πλεονεκτήματα» και να δημιουργήσει ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα, προς την κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης. Η απουσία εκβιομηχάνισης, τόσο στον τομέα της μεταποίησης όσο και στον τουρισμό, καθιστά το νησί πρόσφορο για βιώσιμη ανάπτυξη και για δημιουργία φιλικών προς το περιβάλλον, καινοτόμων μικρών επενδύσεων, που υιοθετούν ήπιες μεθόδους παραγωγής και προβάλλουν ταυτόχρονα την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της περιοχής. Εξάλλου, η αδυναμία προσαρμογής και τεχνολογικής καινοτομίας στην τοπική παραγωγή, έχει ως αποτέλεσμα την διάσωση παραδοσιακών τεχνικών παραγωγής και χρήση λιγότερο εντατικών μεθόδων. Έτσι, ο προσδιορισμός και η σωστή προβολή μιας ιδιαίτερης ταυτότητας, που συνάδει με τις σύγχρονες καταναλωτικές τάσεις για προϊόντα παραδοσιακά και ποιοτικά πρότυπα ζωής, σε συνδυασμό με τη μικρής κλίμακας παραγωγή που πραγματοποιείται στο νησί, μπορούν να οδηγήσουν σε προϊόντα διακριτά στην αγορά. Η σύνδεση της ιδιαιτερότητας των προϊόντων με τον τόπο παραγωγής τους και η υψηλή τους ποιότητα, μπορούν να αμβλύνουν τα προβλήματα διακίνησης και προώθησής τους, ενώ με την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, μπορεί να αντιμετωπισθεί το υψηλό μεταφορικό κόστος. Τέλος, η διατήρηση αναλλοίωτου του φυσικού και πολιτισμικού πλούτου, μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την ανάπτυξη πρόσθετων δραστηριοτήτων ειδικού ή εναλλακτικού τουρισμού, σε μια προοπτική αλληλεπίδρασης με την παραγωγική φυσιογνωμία του νησιού. 6

Η ανάδειξη της «τοπικότητας» θεωρείται πλέον βασική παράμετρος για την τοπική ανάπτυξη, μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, φαίνεται να ανοίγονται νέοι ορίζοντες για την επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς αυτή μπορεί να συνδεθεί με την ιδιαίτερη ταυτότητα μιας περιοχής, μέσα από μια σχέση αλληλεξάρτησης και ανταποδοτικότητας. Κάτι τέτοιο απαιτεί έναν ευρύτερο οραματισμό, που θα είναι καθαρά ζήτημα μιας συλλογικής αντιμετώπισης και φυσικά ενός τοπικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, όσον αφορά στα θέματα της καινοτόμου και φιλικής προς το περιβάλλον παραγωγής, τυποποίησης αλλά και παροχής υπηρεσιών, προκειμένου να μπορέσει να καταστεί η Λέσβος μια θερμοκοιτίδα αειφόρου ανάπτυξης. Ένας τέτοιος επαναπροσδιορισμός της νοοτροπίας μας, θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας του τόπου, με έμφαση στη σχέση επιχειρηματικότητας και ποιότητας ζωής και απώτερο σκοπό την ενθάρρυνση της τοπικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, προς την κατεύθυνση της ανάδειξης της ιδιαίτερη φυσιογνωμίας της περιοχής, γεγονός θα έχει μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ γοήτρου προϊόντος και γοήτρου του τόπου. Σε μια περιοχή με έντονα προβλήματα αναπτυξιακής υστέρησης, γίνεται επιτακτική η ανάγκη για στήριξη και προώθηση της παραγωγής διακριτών τοπικών προϊόντων που μπορούν να λειτουργήσουν ως σημαίες για την αναγνωρισιμότητα του τόπου και να συμπαρασύρουν όχι μόνο κι άλλα τοπικά προϊόντα, αλλά και αυτή την τουριστική προσελκυσιμότητα του νησιού. Προς αυτή την κατεύθυνση, δυο ομάδες επιχειρηματικής δραστηριότητας αναπτύσσονται δυναμικά τα τελευταία χρόνια στη Λέσβο, που θα αποτελέσουν το αντικείμενο της παρούσας έρευνας: οι γυναικείοι συνεταιρισμοί που εστιάζουν στην παραγωγή τοπικών παραδοσιακών προϊόντων αφενός και αφετέρου κάποιες ιδιωτικές επιχειρήσεις παραγωγής τοπικών προϊόντων που κατορθώνουν να τα καταστήσουν διακριτά και να διεισδύσουν στη διεθνή αγορά. Η ραγδαία ανάπτυξη των γυναικείων αγροτουριστικών συνεταιρισμών στη Λέσβο κατά την τελευταία δεκαετία, με έμφαση στην παραγωγή παραδοσιακών τοπικών προϊόντων με τη χρήση τοπικών πόρων, αλλά και στη δραστηριοποίηση στον τουριστικό τομέα, δημιουργεί νέους ορίζοντες τόσο για την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, όσο και για την αύξηση της τοπικής παραγωγής στα πρότυπα της βιώσιμης ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια έχουν αναδυθεί στο νησί κάποιες σημαντικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες στην παραγωγή πρωτοποριακών και διακριτών προϊόντων με τη χρήση τοπικών πόρων, που αποτελούν πρότυπα για την ανάπτυξη της τοπικής παραγωγής. Η δημιουργία του μικρού αυτού πυρήνα επιχειρήσεων, 7

φανερώνει την ύπαρξη μιας δυναμικής στο νησί, η οποία όμως για να μπορέσει να καταστεί βιώσιμη μέσα στα πλαίσια την σύγχρονης μορφής ανάπτυξης των επιχειρήσεων και δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων του νησιού, χρειάζεται τη στήριξη και την ενσωμάτωση μέσα σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό που θα στοχεύει στη συνολική ανάπτυξη του νησιού, μέσα από το πρίσμα της τοπικότητας. Η διενέργεια συντονισμένων δράσεων από τους τοπικούς φορείς για την ανάδειξη της τοπικής φυσιογνωμίας της Λέσβου οφείλει να συνδέεται άμεσα με την προβολή και προώθηση προϊόντων μοναδικών και διακριτών σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο. Ταυτόχρονα, η παροχή ειδικών κινήτρων από την πολιτεία για την άρση των μειονεκτημάτων της περιοχής, είναι βασική προϋπόθεση ώστε παρά το μικρό τους μέγεθος, να μπορέσουν αυτές οι επιχειρήσεις να είναι ανταγωνιστικές. Η στήριξη για την επίτευξη της βιωσιμότητας αυτών των επιχειρήσεων οφείλει επίσης να είναι πολυδιάστατη, καθώς το σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον, φαίνεται να παρέχει την ευκαιρία στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να εισέλθουν δυναμικά στον διεθνή στίβο, μέσα όμως από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα τις επιτρέψουν να είναι ανταγωνιστικές στην τιμή, στην ποιότητα και στην διαφοροποίηση των προϊόντων τους. Παράλληλα, οι γυναικείοι συνεταιρισμοί χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης, κυρίως λόγω της καταλυτικής τους σημασίας στην αύξηση της απασχόλησης μιας τόσο ευαίσθητης κοινωνικά ομάδας όπως είναι οι γυναίκες της υπαίθρου. Οι γυναικείοι συνεταιρισμοί, είναι επιχειρήσεις ιδιαίτερης κατηγορίας, τόσο όσον αφορά τη συλλογική τους μορφή, όσο και τις δυνατότητές τους για προσαρμογή στο σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον. Είναι επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, μέσα από τις οποίες οι γυναίκες απομονωμένων περιοχών προσπαθούν να αυξήσουν το οικογενειακό τους εισόδημα, μετασχηματίζοντας το ρόλο τους σε παραγωγική δραστηριότητα. Η πρόκληση είναι μεγάλη τόσο για τις γυναίκες τις υπαίθρου που καλούνται να αναλάβουν γόνιμες πρωτοβουλίες, όσο και για την τοπική απασχόληση. Η λήψη όμως επιχειρηματικών αποφάσεων συνοδεύεται από επιφύλαξη, λόγω έλλειψης βασικών γνώσεων οργάνωσης μιας επιχείρησης, επαρκούς γνώσης της αγοράς και εμπειρίας στη διαχείριση συλλογικών οργάνων. Η σύγκριση και διερεύνηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης των γυναικείων αγροτουριστικών συνεταιρισμών ως προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στη Λέσβο με την παραγωγή τοπικών προϊόντων, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης των κοινών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν μέσα στο ίδιο δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον του νησιού, είναι το αντικείμενο της παρούσας έρευνας. 8

Μέσα στο σύγχρονο επιχειρηματικό πλαίσιο αφενός και της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας της Λέσβου αφετέρου, εξετάζονται στην έρευνα αυτή, οι προοπτικές της Λέσβου για αειφορία, μέσω της ανάπτυξης γυναικείων αγροτικών συνεταιρισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων, παραγωγής ιδιότυπων και διακριτών τοπικών προϊόντων. Στην έρευνα που θα πραγματοποιηθεί, θα διερευνηθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναικείοι συνεταιρισμοί και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις του νησιού αντίστοιχα, καθώς και οι λύσεις που θα μπορέσουν να οδηγήσουν στην άνθιση τέτοιου είδους παραγωγικών μονάδων, μέσα από ένα συνολικό όραμα για επίτευξη βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης, στη Λέσβο. Μέσα από αυτούς τους προβληματισμούς, η παρούσα ανάλυση προσπαθεί να διερευνήσει και να επισημάνει τις σύγχρονες εξελίξεις και τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις ιδιαίτερες παραμέτρους που καθορίζουν την βιωσιμότητά τους όταν αυτές βρίσκονται σε Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές και τέλος τις προοπτικές ανάπτυξης των γυναικείων συνεταιρισμών στη Λέσβο, σε σύγκριση με κάποια επιτυχημένα παραδείγματα τοπικών παραγωγικών επιχειρήσεων. Η εργασία αποτελείται από οκτώ ενότητες: Στην πρώτη εξετάζεται η σημερινή διεθνής επιχειρηματική πραγματικότητα σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας και ειδικότερα τους συνεταιρισμούς. Η τρίτη ενότητα διερευνά την διάσταση του φύλου, τις συνέπειες στην απασχόληση των γυναικών και τη γυναικεία επιχειρηματικότητα, καθώς και το ρόλο των γυναικείων συνεταιρισμών. Στην Τέταρτη ενότητα εξετάζονται οι δυνατότητες για αειφόρο τοπική ανάπτυξη στις Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές. Στην Πέμπτη αναλύονται οι δυνατότητες για περιφερειακή ανάπτυξη στην Περιφέρεια Β. Αιγαίου, ενώ στην Έκτη παρουσιάζεται η παραγωγική φυσιογνωμία της Λέσβου και η ταυτότητα των τοπικών παραγωγικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο νησί. Η Έβδομη ενότητα περιλαμβάνει το σκοπό και την προβληματική της έρευνας, τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν και την παρουσίαση των αποτελεσμάτων. Στην όγδοη ενότητα, αναλύονται τα αποτελέσματα και εξάγονται τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έρευνα, καθώς και οι προοπτικές που προκύπτουν για την περαιτέρω ανάπτυξη των γυναικείων συνεταιρισμών στη Λέσβο, σε σύγκριση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παραγωγής τοπικών προϊόντων. Τέλος, παρατίθεται η σχετική με το περιεχόμενο ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, οι έρευνες και όλες οι πηγές στις οποίες βασίστηκε η παρούσα εργασία. 9

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Η λατινική ρίζα της αγγλικής λέξης entrepreneur που σημαίνει επιχειρηματίας, είναι emtre που σημαίνει enter, δηλαδή εισέρχομαι, pre που σημαίνει before, δηλαδή πριν, και neur που σημαίνει nerve center, δηλαδή νευρικό κέντρο. Έτσι, επιχειρηματίας θα μπορούσε να είναι κάποιος που εισέρχεται σε μια επιχείρηση, σε μια χρονική στιγμή για να σχηματίσει (ή να αλλάξει) εποικοδομητικά το νευρικό κέντρο ή το κέντρο αποφάσεων αυτής της επιχείρησης (Shefsky, 1994). Ο Bygrave (1994) εισήγαγε έναν ορισμό, ο οποίος δεν αναφέρει κανένα ιδιαίτερο προσωπικό χαρακτηριστικό: «επιχειρηματίας είναι κάποιος που αντιλαμβάνεται μια ευκαιρία και δημιουργεί έναν οργανισμό για να την κυνηγήσει», ενώ η λέξη επιχειρηματικότητα, σημαίνει τις δραστηριότητες που συνδέονται με την ιδιοκτησία και τη διαχείριση μιας επιχείρησης (Brockhaus, 1976). Επιχειρηματίας είναι ο ιδρυτής, ο εγκέφαλος και ο αρχιτέκτονας μιας επιχείρησης, που την κατευθύνει, την οργανώνει και αναλαμβάνει τους κινδύνους της επιχειρηματικής δράσης, γεγονός που τον διαφοροποιεί από τους άλλους εργαζόμενους στην επιχείρηση (Sarri, Trihopoulou 2005). Στο τέλος του 19 ου αιώνα, στους τρεις παραγωγικούς συντελεστές που αναγνώριζαν μέχρι τότε οι παλαιότεροι οικονομολόγοι, δηλαδή την εργασία, το κεφάλαιο και το έδαφος, προστέθηκε άλλος ένας συντελεστής: η επιχειρηματικότητα. Ενώ πολλοί οικονομολόγοι θεωρούσαν αυτόν τον παράγοντα ως μια κατηγορία του συντελεστή εργασία, ο Marshall (1900) τον θεωρούσε τόσο σπουδαίο, ώστε να αποτελεί ξεχωριστό συντελεστή παραγωγής. Το βασικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τον επιχειρηματία και καθιστά την επιχειρηματικότητα έναν από τους σημαντικότερους συντελεστές παραγωγής, είναι το επιχειρηματικό δαιμόνιο, δηλαδή η ευφυία και η επιτηδειότητα, που επιτυγχάνει τον άριστο και αποδοτικότερο συνδυασμό των άλλων τριών συντελεστών. Ο επιχειρηματίας οργανώνει τον τρόπο εργασίας των άλλων και συνήθως είναι αναντικατάστατος, ενώ ο εργάτης μπορεί να αντικατασταθεί. Επιχείρηση είναι η οικονομική εκείνη μονάδα, η οποία αποβλέπει συνήθως στην πραγματοποίηση του καλύτερου οικονομικού αποτελέσματος με την 10

παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών. Μια επιχείρηση ανάλογα με το μέγεθός της διακρίνεται σε μικρή μεσαία ή μεγάλη, ενώ μαζί με τον επιχειρηματία αποτελεί την έννοια της επιχειρηματικότητας (Αγαπητός 2002). Η παραδοσιακή θεωρία της επιχείρησης προτείνει ότι οι επιχειρηματίες επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το κέρδος και πως ο οικονομικός άνθρωπος, είναι σε θέση να προσδιορίσει τις επιδιώξεις του και να αναλάβει δράση που θα ήταν συνεπής με την επίτευξή τους. Αντίθετα, η behavioral theory ισχυρίζεται ότι οι στόχοι ποτέ δεν διατυπώνονται τέλεια, με αποτέλεσμα να μην είναι πάντα συνεπείς με τις υπάρχουσες τακτικές. Διατυπώνονται υπό τη μορφή στόχων που εκφράζουν τη φιλοδοξία αυτών που τους διατυπώνουν και όχι ως στόχοι μεγιστοποίησης, ενώ διαμορφώνονται, ανάλογα με το τι διδάσκει η εμπειρία. Σύμφωνα με τον Ed Locke (1960), η επίτευξη ενός στόχου επηρεάζεται από τα κίνητρα, την αυτοαντίληψη και τον προσδιορισμό του στόχου. Οι Locke και Latham (1979) θεώρησαν ότι ένας στόχος για να είναι εφικτός, θα πρέπει να είναι επαρκώς προσδιορισμένος και όχι αόριστος, ενώ για την επίτευξή του απαιτείται συμβουλευτική και προσωπική εκπαίδευση, εξατομικευμένο και ομαδικό πνεύμα, ολόπλευρη συμμετοχή από την πλευρά των εργαζομένων, εμπιστοσύνη και αλληλοκατανόηση (Sarri, Trihopoulou 2005). Η επιβίωση ενός οργανισμού όπως είναι η επιχείρηση, σχετίζεται άμεσα από την ικανότητά του να λαμβάνει και να υλοποιεί αποφάσεις. Οι διαδικασίες μέσω των οποίων επιτυγχάνεται αυτό, είναι δυνατόν να διακριθούν σε δυο γενικές κατηγορίες: διαδικασίες λήψης «αποφάσεων διοίκησης» (decision management) και «διαδικασίες ελέγχου των αποφάσεων» (decision control). Το μοίρασμα των αρμοδιοτήτων που έχουν σχέση με αυτές τις δυο κατηγορίες διαδικασιών απόφασης, εξαρτάται από την ευρύτητα της διασποράς της γνώσης που είναι απαραίτητη για αυτές τις διαδικασίες ανάμεσα στους συντελεστές της επιχείρησης. Όσο περισσότερο συγκεντρωμένη είναι η γνώση, τόσο περισσότερο αναγκαίο θα είναι οι δυο κατηγορίες αποφάσεων να συγκεντρώνονται στα χέρια της ίδιας ομάδας ανθρώπων, δεδομένου ότι η ομάδα αυτή υποτίθεται ότι είναι η μόνη που είναι σε θέση να λάβει, να υλοποιήσει, αλλά και να ελέγξει αποφάσεις. Με τη σειρά της, η συγκέντρωση των αποφάσεων σε μια μικρή ομάδα ατόμων κάνει αναγκαίο η ομάδα αυτή να αποτελεί και τους μοναδικούς δικαιούχους του καθαρού αποτελέσματος της επιχείρησης. Ο λόγος είναι ότι το γεγονός ότι η απαραίτητη γνώση για τη λήψη, την υλοποίηση και τον έλεγχο των αποφάσεων είναι συγκεντρωμένη σε ορισμένα άτομα, κάνει όσους δεν κατέχουν αυτή τη γνώση 11

εξαιρετικά επιφυλακτικούς λόγω προβλημάτων «ηθικού κινδύνου» - να δεχθούν να είναι μέτοχοι, τη στιγμή που δεν θα είναι σε θέση να ελέγξουν τις αποφάσεις της διοίκησής της (Ιωαννίδης 1995). Ταυτόχρονα, η έννοια της επιχειρηματικότητας, περιλαμβάνει την έννοια του κινδύνου (risk) για πιθανή απώλεια της επένδυσης, καθώς και την έννοια της αβεβαιότητας (uncertainty), που προκύπτει από το γεγονός ότι αυτή λειτουργεί σε ένα αβέβαιο επιχειρησιακό περιβάλλον. Ο οικονομικός κίνδυνος αναφέρεται στην πιθανότητα να μην επιτευχθεί η προσδοκώμενη απόδοση την οποία αναμένει ο επενδυτής, προσδιορίζεται δε από το βαθμό διασποράς και το μέγεθος των μελλοντικών αποδόσεων. Έτσι, η ανάληψη κινδύνου πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών και της δημιουργίας καινοτομιών στα προϊόντα. Τα κέρδη εν μέρει αποτελούν μια ανταμοιβή για την επιτυχή ανάληψη κινδύνου. Οι εκτιμήσεις για μελλοντικά γεγονότα, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος της διαθέσιμης πληροφορίας. Όταν οι διαθέσιμες πληροφορίες είναι αρκετές, ώστε με βάση αυτές να διατυπωθούν ακριβείς στατιστικές πιθανότητες, τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για κίνδυνο παρά για αβεβαιότητα (Collins 1994, Αγαπητός 2002). Αντίθετα από τον κίνδυνο, η αβεβαιότητα προκύπτει από αλλαγές οι οποίες είναι δύσκολο να προβλεφθούν ή από γεγονότα η πιθανότητα πραγματοποίησης των οπίων δεν μπορεί να υπολογιστεί επακριβώς. Μια τέτοια «αγοραστική» αβεβαιότητα ως προς την πιθανότητα και το μέγεθος των απωλειών που μπορούν να προκύψουν κατά την προώθηση ενός νέου προϊόντος, μπορεί να «μετρηθεί» μέσω ενός συνδυασμού των περιορισμένων στοιχείων που είναι διαθέσιμα και της πείρας και κρίσης του επιχειρηματία ή της δυνατότητας συλλογής πληροφοριών από έρευνες και διαθέσιμες μελέτες. Θα πρέπει όμως να εξισορροπείται το κόστος που απαιτείται για τη συλλογή τέτοιων πληροφοριών με την αξία που προκύπτει στον τομέα βελτίωσης των λαμβανομένων αποφάσεων. Στην ουσία, η έννοια της αβεβαιότητας αναφέρεται στην αδυναμία ασφαλούς πρόβλεψης για την εξέλιξη ενός μεγέθους ή ενός οικονομικού φαινομένου. Αυτό συμβαίνει γιατί στη διαμόρφωση ενός οικονομικού φαινομένου συμμετέχουν πολλοί παράγοντες, οι οποίοι πολλές φορές είναι αστάθμητοι και δεν μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά τους με βεβαιότητα. Η αβεβαιότητα συνεπώς, αναφέρεται στην πιθανότητα η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς και συνδέεται με τον επιχειρηματικό κίνδυνο τον οποίο δεν αναλαμβάνει κανείς να ασφαλίσει, σε αντίθεση με τον κίνδυνο του οποίου 12

η πιθανότητα είναι δυνατόν να υπολογιστεί και ασφαλίζεται (Collins 1994, Αγαπητός 2002). Τέλος, βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της αναπτυξιακής διαδικασίας και ειδικότερα της επενδυτικής δραστηριότητας, είναι το επιχειρηματικό-οικονομικό κλίμα που επικρατεί στην οικονομία. Το επιχειρηματικό κλίμα, προσδιορίζεται από τις συνθήκες που επικρατούν, οι οποίες επιτρέπουν στον επιχειρηματία να προβλέψει το κέρδος και τον κίνδυνο από την ανάληψη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το καλό επιχειρηματικό κλίμα, ελαχιστοποιεί τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Ανάμεσα στους σημαντικότερους παράγοντες που διαμορφώνουν το επιχειρηματικό κλίμα περιλαμβάνονται το επίπεδο τεχνολογίας, η εργατική νομοθεσία, η σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου (όχι συχνή αλλαγή των νόμων: φορολογίας, κινήτρων, αγοράς εργασίας και κεφαλαίου κ.λ.π.) (Collins 1994, Αγαπητός 2002). ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Η παγκοσμιοποίηση των αγορών, οι μεταβαλλόμενες διεθνείς οικονομικές συνθήκες και η διαφοροποίηση των προτιμήσεων του καταναλωτικού κοινού έχουν διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον, οι τεχνολογικές εξελίξεις και τα νέα πρότυπα παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων, δημιουργούν περισσότερες ευκαιρίες, αλλά και μεγαλύτερους κινδύνους ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις. Η προσαρμογή στις σύγχρονες προδιαγραφές και μορφές οργάνωσης, η αξιοποίηση της τεχνολογίας, της πληροφορικής και της γνώσης, η εισαγωγή καινοτομιών και η δικτύωση των επιχειρήσεων, αποτελούν πλέον βασικές προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα των μικρών επιχειρήσεων, την ανταγωνιστικότητα και την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Ιστορικά, η προσαρμογή της παραγωγής στη σύγχρονη εποχή, με τη βιομηχανική οργάνωση της εργασίας, πέρασε από το τεϊλορικό μοντέλο της επιστημονικής οργάνωσης και του διαχωρισμού πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, στο φορδικό σύστημα ρύθμισης της παραγωγής και της κατανάλωσης Ο νέοφορδισμός, βασίστηκε στο δόγμα των ανθρωπίνων σχέσεων και στην αξιοποίηση των πνευματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, που εξασφαλίζουν τη συνεργασία και τη συμμετοχή του, στην παραγωγική διαδικασία. Σήμερα, οι νέες συνθήκες 13

ανταγωνισμού που έχει επιφέρει η παγκοσμιοποίηση και ο επακόλουθος καταμερισμός εργασίας, έχουν ως αποτέλεσμα τη μερική αντικατάσταση του τύπου μαζικής παραγωγής από νέες μορφές ευέλικτης παραγωγής, οι οποίες βασίζονται στις μικρές μονάδες και στην εργασία σε ομάδες. Το φορντικό μοντέλο της μαζικής παραγωγής, στηρίχθηκε σε μεγάλες επενδύσεις, σε εξειδικευμένο μηχανολογικό εξοπλισμό και στενά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Αποτέλεσε τη συμπύκνωση του «επιστημονικού μάνατζμεντ» (Τεϋλορισμός) με δυο νέα χαρακτηριστικά: a) Τη συνεχή γραμμή παραγωγής που συνεπάγεται τον συντονισμό διαφορετικών μερών του τελικού έργου και των επιμέρους ρυθμών μέσα από την κινούμενη γραμμή / ζώνη και b) Την αρχή της τυποποίησης που επιτρέπει τα αγαθά να παράγονται με μαζικό τρόπο (σε μεγάλες ποσότητες). Το φορντικό τεχνολογικό πρότυπο κατ αυτό τον τρόπο δημιουργεί οικονομίες κλίμακας, που επιτρέπουν δραστική περικοπή του κόστους κατά μονάδα προϊόντος που παράγεται (Coriat, 1993). Στην κλασσική του μορφή ο φορντισμός συγκροτείται από τεράστια εργοστάσια έντασης κεφαλαίου που διακρίνονται από εξαντλητικό καταμερισμό εργασίας σε απλές και επαναλαμβανόμενες επί μέρους κινήσεις. Η ίδια η παραγωγή στρέφεται σε μια συνεχή αναζήτηση εσωτερικών οικονομιών κλίμακας μέσω μιας ολοένα αυξανόμενης τυποποίησης του προϊόντος, εμβάθυνσης του καταμερισμού εργασίας και αυστηρότερης ακόμη εξειδίκευσης του μηχανολογικού εξοπλισμού. Σαν αποτέλεσμα, η ποσότητα της παραγωγής, το μέγεθος του εργοστασίου και η παραγωγικότητα της εργασίας έτειναν να αυξάνουν σταθερά στο χρόνο (Boyer & Coriat, 1986, Storper & Scott, 1988). Η αύξηση όμως της παραγωγικότητας μέσα από τις τεχνολογίες μαζικής παραγωγής, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση στο ποσοστό κέρδους, δημιουργώντας έτσι προβλήματα χρηματοδότησης στις διαδικασίες συσσώρευσης. Τα χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης αφορούν στις ανελαστικότητες που προκαλεί η τυποποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και προϊόντων, τις δυσκολίες στο συντονισμό των διαφόρων φάσεων μιας ιδιαίτερα καθετοποιημένης παραγωγικής δομής, το αυξανόμενο κόστος των αποθεμάτων μέσα σε συνθήκες αβεβαιότητας και την προτεραιότητα έμφασης στην ποσότητα παρά την ποιότητα της παραγωγής. Έτσι, δημιουργήθηκε μια συγκεκριμένη αναντιστοιχία ανάμεσα στις 14

τάσεις της ζήτησης και στα πρότυπα της παραγωγής, που οδήγησε στην ανάγκη ενός νέου προτύπου στην παραγωγική διαδικασία (Λυμπεράκη 1992). Τα χαρακτηριστικά των μικρών επιχειρήσεων βρίσκονται στον αντίποδα αυτών της μαζικής παραγωγής. Κι αυτό γιατί οι μικρές μονάδες: Δεν απολαμβάνουν εσωτερικές (ενδογενείς) οικονομίες κλίμακας Διακρίνονται από κατακερματισμένη (και όχι συνεχή / καθετοποιημένη) παραγωγική διαδικασία Έχουν λιγότερο σαφή διάκριση / κατακερματισμό εργασίας ανάμεσα στα διάφορα επί μέρους τμήματα της παραγωγικής διαδικασίας. Είναι κατά κανόνα περισσότερο εντάσεως εργασίας σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες. Έτσι, η αδυναμία των ΜΜΕ να ελέγξουν τις τιμές στην αγορά και η ανάγκη να προσαρμόζονται στα καταναλωτικά πρότυπα του μοντερνισμού της μαζικής παραγωγής, τις είχε καθηλώσει σε μια θέση υποδεέστερη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70, οπότε αρχίζουν να εμφανίζονται: a) αλλαγές στις τεχνολογίες παραγωγής με χρήση της μικροηλεκτρονικής, που επιτρέπουν μεγαλύτερη ποικιλία και διαφοροποίηση προϊόντων με σχετικά μικρότερο κόστος b) ο ανταγωνισμός τείνει να επικεντρώνεται στην ποιότητα των προϊόντων, λόγω αδυναμίας των παραγωγών των αναπτυγμένων οικονομιών να ανταγωνιστούν τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές των παραγωγών του Τρίτου Κόσμου c) Αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών στις αναπτυγμένες κυρίως οικονομίες, μέσα από την απόρριψη του υποδείγματος της μαζικής κατανάλωσης και την επικράτηση του «μετα-μοντέρνου» προτύπου ζήτησης για διαφορετικά, ποικίλα και κατά το δυνατόν εξατομικευμένα προϊόντα (Piore & Sabel, 1984, Cohen & Zysman, 1987, Lash & Urry, 1987). Οι σημαντικές αλλαγές που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στη ζήτηση, χαρακτηρίζονται από μετατόπιση προς πρότυπα εξατομικευμένης κατανάλωσης και προς ποιοτικά προϊόντα. Αυτή η μετατόπιση έχει ως συνέπεια την αλματώδη αύξηση της ποικιλίας των αγαθών διαμέσου της διαφοροποίησης των προϊόντων, την ανάδειξη του ρόλου του εμπορικού ονόματος (brand) σε σημαντικό παράγοντα ανταγωνιστικότητας, την απόδοση ιδιαίτερης σημασίας στην παρουσίαση (την 15

εξωτερική όψη) των προϊόντων, την ανάπτυξη δικτύων εξυπηρέτησης των πελατών πριν και μετά την πώληση, τη χρήση της διαφήμισης και των σύγχρονων μέσων μαζικής επικοινωνίας ως συνδέσμους μεταξύ της ευέλικτης μαζικής παραγωγής και του καταναλωτή που αναζητά την κοινωνική διάκριση ή την ποιότητα. Έτσι, η ευρύτερη κουλτούρα της επιχείρησης, η χρήση της τεχνολογίας και της πληροφορικής, η βέλτιστη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, η διασφάλιση της ποιότητας, η καινοτομία, η δυνατότητα διαφοροποίησης των προϊόντων και δικτύωσης των επιχειρήσεων, είναι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μέσα στο σύγχρονο διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον. Η αναδιάρθρωση της παραγωγής που δημιουργείται με τον τρόπο αυτό χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη σημασία της γνώσης ως συντελεστού παραγωγής, που σχετίζεται με τις σύγχρονες ανάγκες της παραγωγής: την αυξημένη ταχύτητα προσαρμογής της προσφοράς στη ζήτηση, τη δημιουργία προϊόντων προσαρμοσμένων στα χαρακτηριστικά της ζήτησης, τη μαζική παραγωγή μικρών σειρών με χαμηλό κόστος, την εξάλειψη των νεκρών χρόνων της παραγωγής, την καλή ποιότητα κ.λ.π. Παράλληλα, η ανάπτυξη της διανομής και της διαφήμισης, σηματοδοτούν τα νέα δεδομένα δημιουργίας προστιθέμενης αξίας, που συμβάλλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η ανάπτυξη τμημάτων μάρκετιγκ, έρευνας και ανάπτυξης νέων προϊόντων, ποιοτικού ελέγχου, εμπορικών λειτουργιών της επιχείρησης, ενισχύουν ακόμη περισσότερο την παραγωγή προστιθέμενης αξίας. Η ανταγωνιστικότητα όμως των επιχειρήσεων, επηρεάζεται από την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της χώρας στην οποία δραστηριοποιούνται και η οποία συνδέεται με την απόδοση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και την παραγωγικότητα του κεφαλαίου. Η υψηλή ή χαμηλή ανταγωνιστικότητα εκδηλώνεται με την αυξομείωση των εξαγωγών μιας χώρας. Στην ανταγωνιστικότητα μιας χώρας (ή μιας περιοχής) συμβάλλει μεγάλος αριθμός κοινωνικών, τεχνολογικών και πολιτικών συντελεστών όπως το επίπεδο της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί, το μέγεθος των μονάδων παραγωγής, το εκπαιδευτικό επίπεδο του εργατικού δυναμικού, ο ρυθμός ανανέωσης του μηχανικού εξοπλισμού, ο ρυθμός αντικατάστασης εργασιακών λειτουργιών από μηχανικά συστήματα, το είδος προϊόντων στα οποία διαθέτει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, οι ιστορικές της σχέσεις με τη διεθνή και την εγχώρια οικονομία 16

που εξηγούν την ύπαρξη ή όχι σημαντικών εμπορικών συναλλαγών με συγκεκριμένες αγορές, οι γεωγραφικές περιοχές με τις οποίες ανταλλάσσει προϊόντα, οι παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις μέσα στους χώρους εργασίας και οι επιπτώσεις τους ως προς το σχηματισμό αποτελεσματικών μορφών συλλογικής οργάνωσης της εργασίας, το πλαίσιο διαμόρφωσης των εργασιακών σχέσεων, η ποιότητα και η φήμη των προϊόντων (Taddei & Coriat 1993). Στοιχεία όπως τα παραπάνω, αποτελούν την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα σε αντιπαράθεση με την ανταγωνιστικότητα τιμής που αναφέρεται στο ύψος των τιμών με τις οποίες η παραγωγή μιας περιοχής ανταγωνίζεται τα ξένα ή εγχώρια προϊόντα. Οι παράγοντες της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας μεταβάλλονται ανάλογα με την εποχή και τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Έτσι, η αυξανόμενη διεθνοποίηση της παραγωγής και η παγκοσμιοποίηση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, έχουν δημιουργήσει νέες συνθήκες ανταγωνισμού και αναδεικνύουν νέους παράγοντες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Σε συνθήκες εντεινόμενης διεθνοποίησης της παραγωγής και χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης, δημιουργούνται νέες συνθήκες στην κινητικότητα των συντελεστών παραγωγής: ορισμένοι από αυτούς αποκτούν μέγιστη κινητικότητα, ενώ άλλοι παραμένουν αμετακίνητοι, είτε στο εσωτερικό των εθνικών συνόρων, είτε στο εσωτερικό των περιοχών. Οι τεχνολογίες και τα κεφαλαιουχικά αγαθά, όπως και το χρηματικό κεφάλαιο, μπορούν να πουληθούν σε οποιαδήποτε αγορά και να χρησιμοποιηθούν από οποιοδήποτε εθνικό ή παραγωγικό σύστημα. Αντίθετα, οι παράγοντες που σχετίζονται με το εργατικό δυναμικό, τη γεωγραφία της περιοχής, την ιστορία της και το «κοινωνικό της κεφάλαιο», παραμένουν προσδεμένοι στον εθνικό χώρο ή στο χώρο επιμέρους περιοχών (Ινστιτούτο Εργασίας 2005). Οι παράγοντες που σχετίζονται με το εργατικό δυναμικό (Malecki 1999) είναι το εκπαιδευτικό και το μορφωτικό επίπεδο, οι δεξιότητες και οι τεχνικές γνώσεις των εργαζομένων, η «εργασιακή τους κουλτούρα», οι άρρητες γνώσεις τους (tacit skills), οι «κοινωνικές τους ικανότητες» (social skills), οι γενικές του ικανότητες (generic skills) που χρησιμοποιούνται ανεξάρτητα από την ειδική φύση της εργασίας τους. Οι παράγοντες που σχετίζονται με την ιστορία, αφορούν στις παραδόσεις, στους άτυπους κανόνες στους οποίους υπακούει η οικονομική ζωή της χώρας ή 17

της περιοχής, στην αλληλεγγύη, στην αμοιβαία βοήθεια και στην από κοινού ανάπτυξη και προώθηση ιδεών (Putnam 1993) που χαρακτηρίζει ενίοτε τα τοπικά παραγωγικά δίκτυα, στην ποιότητα ζωής της χώρας ή της περιοχής, στο συνδυασμό θεσμών, κανόνων και πρακτικών που καθιστούν λιγότερο ή περισσότερο δημιουργικές τις οικονομικές δραστηριότητες μιας χώρας. Οι παράγοντες που σχετίζονται με την γεωγραφία αφορούν στους φυσικούς πόρους και στην γεωγραφική θέση της χώρας, στις υποδομές, στις οικονομίες συγκέντρωσης που προσφέρουν οι πόλεις ή τα εγκατεστημένα δίκτυα επιχειρήσεων. Οι οικονομίες συγκέντρωσης σχετίζονται με τις εξωτερικές οικονομίες που προκύπτουν από τη συγκρότηση των επιχειρήσεων μιας περιοχής σε δίκτυα (networks) τοπικά συγκεντρωμένων επιχειρήσεων (clusters) που περιλαμβάνουν μονάδες παραγωγής του ιδίου παραγωγικού κλάδου, υπεργολάβους, προμηθευτές, επιχειρήσεις που προσφέρουν υπηρεσίες προς τις επιχειρήσεις (business services) κ.ά. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που μπορούν να ευνοήσουν την παραγωγή, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της περιοχής, συνιστούν το «τοπικό κεφάλαιο» (territorial capital), το οποίο ευνοεί την ανάπτυξη καθορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων στην περιοχή. Το «τοπικό κεφάλαιο» είναι το σύνολο των παραγόντων που μπορούν να προσδώσουν στην περιοχή, όχι μόνο συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα (OECD, 1996). Έτσι, οι σύγχρονες τάσεις ευνοούν την υιοθέτηση μιας οργάνωσης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (όπως είναι η μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων) σε δίκτυα τοπικά συγκεντρωμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων (clusters) (Porter 1990). Σε αυτό συμβάλλει και η ανάδυση του μοντέλου της ευέλικτης εξειδίκευσης (Pior & Sabel 1984) της παραγωγής, η οποία βασίζεται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που προσαρμόζονται γρήγορα στις αλλαγές της καταναλωτικής ζήτησης και στην διαφοροποίηση των προτιμήσεων των σύγχρονων καταναλωτών, αλλά και στις ειδικές γνώσεις της εργασιακής δύναμης. Στο επίκεντρο της συγκρότησης τοπικών δικτύων, βρίσκονται οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται να οργανωθούν σε παραγωγικές συνοικίες (industrial districts) στη βάση της συνεργασίας και της άμιλλας, έτσι ώστε να αντισταθμίσουν την έλλειψη οικονομιών κλίμακας και συγκέντρωσης που τις χαρακτηρίζει. Τα τοπικά δίκτυα συχνά καταλήγουν σε εξειδικευμένες τοπικές παραγωγικές συγκεντρώσεις (clusters) που βασίζουν τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα στα 18

χαρακτηριστικά της περιοχής και σε «παραγωγικές συνοικίες» που επιτρέπουν μεταξύ άλλων τον καλύτερο καταμερισμό της εργασίας, την αύξηση της αποτελεσματικότητας και τη μείωση του κόστους. Για τη δημιουργία όμως τοπικών παραγωγικών συγκεντρώσεων δεν αρκεί μόνο η οργάνωση των επιχειρήσεων σε τοπικό δίκτυο. Απαιτείται και η σύνδεσή τους με τις τοπικές υποδομές και τους τοπικούς θεσμούς, η δημιουργία κατάλληλων δημόσιων επενδύσεων, οι εξειδικευμένες υποδομές, η εκπαίδευση και η κατάρτιση. Έτσι, ο ρόλος της πολιτείας είναι να διακρίνει τα σημεία αιχμής του παραγωγικού δυναμικού κάθε περιοχής και να ενισχύει τις συναφείς και υποστηρικτικές δραστηριότητες. ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Για να επιτευχθούν τα μέγιστα δυνατά ποιοτικά αποτελέσματα σε μια επιχείρηση καθ όλη τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας, απαιτείται κινητοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της. Αυτό γίνεται εφικτό σύμφωνα με τον Deming (1992), μόνο μέσω του πηγαίου αλληλοσεβασμού μεταξύ εργαζομένων και προϊσταμένων, της ενίσχυσης του ομαδικού πνεύματος, της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και της δίκαιης κατανομής των αμοιβών και των ενισχύσεων. Οι εργαζόμενοι πρέπει να θεωρούνται συνεργάτες και όχι μονάδες παραγωγής (Anderson et al., 1987). Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό (Masterson,, Taylor 1996), οι ηγέτες είναι υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση του οράματος της εταιρείας και για την εμφύσηση των στόχων, των αξιών και των ποιοτικών κριτηρίων της επιχείρησης, στους εργαζομένους. Οι κοινοί στόχοι, που για να πραγματοποιηθούν χρειάζεται η συνεργασία όλων των μερών, είναι κατά τον Lawler (1967) το στοιχείο που ενοποιεί τα επιμέρους τμήματα και τους εργαζόμενους μιας επιχείρησης. Η έννοια της κουλτούρας σε μια επιχείρηση εξαρτάται από ένα πλήθος μεταβλητών, όπως είναι η εργασιακή ικανοποίηση, η ιεραρχία, ο χαρακτήρας της διοίκησης, η εκπαίδευση των στελεχών, ο ψυχισμός και η κοινωνικοποίηση των μελών μιας επιχείρησης, το εργασιακό κλίμα και η απόδοση των υπαλλήλων, που αποδεικνύουν τη σημαντικότητά της και την επιτακτική ανάγκη για ακριβή καθορισμό των ορίων της (Kohn, 1980). Οι ορισμοί της κουλτούρας μπορεί να εστιάζονται στις κοινές αντιλήψεις, αξίες και κανόνες σύμφωνα με ορισμένους 19

ερευνητές (Bate 1984, Sathe 1983, Hofstede 1981) ή στην πολυπλοκότητα των συμβολισμών τους (Allaire & Firsitorou, 1984). Το παράδοξο στην κουλτούρα, είναι ότι ενώ εκδηλώνεται σε πραξιακό επίπεδο, είναι το αξιακό υπόβαθρο μιας επιχείρησης, το κοινωνικό της κεφάλαιο και η νοηματοδότηση των διαδικασιών, θεσμών και κανόνων που την ορίζουν. Καθώς δε, είναι προϊόν κοινωνικής μάθησης, δεν δημιουργείται εκ του μη όντος αλλά εξελίσσεται και κοινοποιείται εφόσον είναι λειτουργική. Η κουλτούρα σπάνια είναι κάτι το ενιαίο, ενώ συνήθως αποτελείται από υποκουλτούρες όπως τα διαφορετικά τμήματα ή υποκαταστήματα μιας επιχείρησης, οι συντεχνιακές δυναμικές των εργαζομένων, η μειονοτική επιρροή, ακόμα και ο διαφορετικός τρόπος θέασης (αντίληψης) της πραγματικότητας από τα δυο φύλα (ανδρική και γυναικεία κουλτούρα) (Παπάνης, Ρόντος, 2005). Παράλληλα, ενώ δεν υπάρχουν καλές και κακές κουλτούρες, η ποιότητά τους σχετίζεται με την ευκρίνεια των στόχων και το μέγεθος της ενσωμάτωσής τους στην κοινή εμπειρία των εργαζομένων και κρίνεται αποκλειστικά από την αποτελεσματικότητά τους στην αγορά. Το πιο υγιές επιχειρησιακό περιβάλλον είναι αυτό που διατηρεί τον πυρήνα των αρχών του, αλλά υποβάλλει την εφαρμογή τους σε συνεχή διαπραγμάτευση και κριτική. Ο Denison (1990) διακρίνει τέσσερεις τύπους οργανωσιακής κουλτούρας: Την κουλτούρα της συνεκτικότητας που αναφέρεται σε επιχειρήσεις όπου τα μέλη της μοιράζονται κοινές προοπτικές, ιδεολογίες και αξίες, δίνουν έμφαση στη συνεργατικότητα η οποία διασφαλίζει τη συνοχή της εταιρείας, αλλά παράλληλα ενθαρρύνει την ατομική πρωτοβουλία στα πλαίσια της ομάδας. Την κουλτούρα των κοινών οραμάτων, παρεμφερή με την προηγούμενη, που χρησιμοποιεί ως συνδετικό κρίκο των μελών της τους κοινούς στόχους, από την ευόδωση των οποίων εξαρτάται η επιτυχία όλων. Την κουλτούρα της συμμετοχικότητας, που πρεσβεύει ότι η ενεργός συμμετοχή των μελών σε όλα τα επίπεδα διασφαλίζει την αφοσίωση στην εταιρεία. Την κουλτούρα της προσαρμογής, η οποία δίνει έμφαση στην ικανότητα των μελών μιας επιχείρησης να αντιλαμβάνονται, να μεταγράφουν και να ερμηνεύουν ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον με τέτοιο τρόπο που να διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα ευελιξίας σε νέα περιβάλλοντα. 20

Οι δυο πρώτοι τύποι κουλτούρας στοχεύουν στην επιτυχία μέσω της σταθερότητας, ενώ οι δυο τελευταίοι επιδιώκουν το δυναμικό σύστημα με έμφαση στην αλλαγή. Σύμφωνα με τον Denison (1990), σε ένα σύστημα μπορούν να συνυπάρχουν όλα τα είδη κουλτούρας ταυτόχρονα σε διαφορετική ποιότητα, ένταση και συχνότητα. Τέλος, η επιχειρησιακή κουλτούρα βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται. Έτσι, μια γραφειοκρατική κουλτούρα, σε πολιτισμούς που ιστορικά διέθεταν ιεραρχική διαστρωμάτωση, είναι πιο αποτελεσματική και σύμφωνη προς τη φιλοσοφία και τα βιώματα των εργαζομένων παρά μια συνεργατική κουλτούρα που προϋποθέτει, εκτός από τη διάχυση των κερδών, και τον επιμερισμό της ευθύνης. Ανάλογα, μια δημοκρατική ηγεσία μπορεί να εκλαμβάνεται ως άναρχη από μέλη μιας επιχείρησης που έχουν ανατραφεί σε ένα παραδοσιακό πατριαρχικό περιβάλλον. Οι έρευνες που οφείλουν να γίνονται για τις αλλαγές στην επιχειρησιακή κουλτούρα, που θα ανεβάσουν κατά πολύ την αποτελεσματικότητα μιας εταιρείας, πρέπει να ελέγξουν μεταβλητές όπως το είδος του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παράγεται ή παρέχεται, οι ψυχοκοινωνικές ανάγκες του καταναλωτικού κοινού ή της ομάδας στόχου, οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν, η ιδιοσυγκρασία των υπαλλήλων, οι ιστορικές συνθήκες και η κατάλληλη στιγμή (Παπάνης, Ρόντος, 2005). Η αλλαγή της επιχειρησιακής κουλτούρας επηρεάζει τις γνωστικές διαδικασίες των εργαζομένων αναφορικά με την επιχείρηση και μειώνει τα συγκρουσιακά στοιχεία (Reeves & Bednar, 1994). Αν εξακριβωθεί πως κάποιες αλλαγές στην κουλτούρα της επιχείρησης πρέπει να γίνουν για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά της, αυτές θα πρέπει να γίνουν μέσα από μια ομαλή μεταβατική περίοδο, καθώς όλοι οι άνθρωποι δεν εξελίσσονται με τον ίδιο ρυθμό. Από την έρευνα των Παπάνη-Ρόντου (2005) για την κουλτούρα στην ελληνική επιχείρηση, προέκυψε ότι αυτή εξακολουθεί να στηρίζεται στα παραδοσιακά πρότυπα, δηλαδή μικρές επιχειρήσεις με κυρίαρχη κουλτούρα την υποστήριξη και απουσία μεγάλων επιχειρήσεων προσαρμοσμένων στις αρχές της παγκοσμιοποίησης και με καινοτόμες ιδέες. Οι ελληνικές επιχειρήσεις για να γίνουν σύγχρονες και βιώσιμες μονάδες παραγωγής, πρέπει να κινηθούν ανταγωνιστικά, να υιοθετήσουν μια ευέλικτη και προσαρμοστική κουλτούρα, να αποποιηθούν τη γραφειοκρατική νοοτροπία και να δώσουν έμφαση στη διαρκή εκπαίδευση και την ικανοποίηση των εργαζομένων, προκειμένου να επιτύχουν 21

υψηλότερες αποδόσεις και μεγαλύτερη εναρμόνισή τους με τους στόχους της εταιρείας. Τέλος, όσον αφορά στην ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας, αποδεικνύεται ότι η χειραφέτησή τους και η εσωτερίκευση των νέων ρόλων που καλούνται να διαδραματίσουν, επιδρούν θετικά στην ικανοποίηση που αντλούν από αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει και άρση των ανισοτήτων μεταξύ των δυο φύλων. Οι εργασιακές όμως αρμοδιότητες και ευθύνες δρουν καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή τους, καθώς τις αποφορτίζουν από το οικιακό άχθος και ενισχύουν την κοινωνική τους ταυτότητα, προσδίδοντάς τους κύρος και ανεξαρτησία. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ Η έννοια της ανταγωνιστικότητας αναφέρεται στο βαθμό αντοχής ενός προϊόντος μιας επιχείρησης, έναντι των ομοίων του, που παράγονται από διαφορετικές επιχειρήσεις στην εγχώρια ή στη διεθνή αγορά. Σήμερα η ανταγωνιστικότητα, δεν αντανακλά πλέον την κατοχή συγκριτικού πλεονεκτήματος κεφαλαίου ή εργασίας, αλλά του δυναμικού του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που είναι: η γνώση, η τεχνολογία και η δυνατότητα ευελιξίας συνεργασίας (Αγαπητός 2002). Η υψηλή ανταγωνιστικότητα μιας επιχείρησης είναι αποτέλεσμα υψηλής παραγωγικότητας, αναβαθμισμένων τεχνικών δεξιοτήτων, και ικανότητας προσαρμογής και καινοτομίας σε ολόκληρο το φάσμα της παραγωγικής αλυσίδας (Λυμπεράκη, Μουρίκη 1994). Ενώ για το μεγαλύτερο μέρος του 20 ού αιώνα, η επιτυχία μιας επιχείρησης βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το μεγάλο της μέγεθος, κατά την δεκαετία του 80 αυτή η εικόνα ανατράπηκε. Έτσι, τη στιγμή που οι μεγάλες επιχειρήσεις βρίσκονταν αντιμέτωπες με τεράστια προβλήματα που συχνά τις οδήγησαν σε κλείσιμο, οι μικρές και μεσαίες μονάδες επέδειξαν όχι μόνο ανθεκτικότητα αλλά κατάφεραν να αυξήσουν το ειδικό τους βάρος στις αναπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες (Λυμπεράκη 1992). Έτσι, η βιωσιμότητα των μικρών επιχειρήσεων σήμερα πλέον βασίζεται στο νέο στίγμα που έχει αποκτήσει η έννοια της ανταγωνιστικότητας στις μέρες μας, τόσο σε επίπεδο επιχείρησης, όσο και σε επίπεδο εθνικής οικονομίας. 22

Το καίριο σημείο που προσδιορίζει την ανταγωνιστικότητα μιας επιχείρησης, δεν προσδιορίζεται πλέον από το μέγεθος μιας επιχείρησης, αλλά σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη. Μετά την παραδοσιακή διχοτόμηση ανάμεσα σε μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις, όπου οι μεγάλες εξασφαλίζουν οικονομική αποδοτικότητα με κόστος την ακαμψία και οι μικρές ευελιξία με κόστος την αστάθεια, οι σύγχρονες τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις επιτρέπουν την επιχειρησιακή οργάνωση με τον συνδυασμό των θετικών και των δυο κατηγοριών. Η αποδόμηση της εσωτερικής συνοχής της παραδοσιακής επιχείρησης, ανοίγει ένα νέο οικονομικό χώρο για μικρές επιχειρήσεις, με τεχνολογικό δυναμισμό και σύνθετες διασυνδέσεις με άλλες επιχειρήσεις, που συγκροτούν δίκτυα. Η δημιουργία του κατάλληλου οικονομικού περιβάλλοντος που θα ευνοήσει τέτοιου είδους διεπιχειρησιακές σχέσεις, εξαρτάται τόσο από την «ευαισθησία» των διευθυντικών στελεχών στα σημεία των καιρών, όσο και από την κινητοποίηση της πολιτείας και των κατά τόπους φορέων για τη δημιουργία του αναγκαίου θεσμικού πλαισίου και της κοινωνικής υποδομής (Λυμπεράκη, Μουρίκη 1994). Η ανταγωνιστικότητα προσδιορίζεται από: Το επίπεδο της παραγωγικότητας Το βαθμό εξειδίκευσης που διαθέτει κάποια οικονομία Την καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων μορφών οργάνωσης της παραγωγής Την διαθεσιμότητα συστημάτων εκπαίδευσης, ειδίκευσης και συνεχιζόμενης κατάρτισης Την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών Την ευρυμάθεια, προσαρμοστικότητα και ικανότητα για καινοτομία του εργατικού δυναμικού Για να είναι ανταγωνιστικό ένα προϊόν πρέπει να έχει πολύ καλή ποιότητα και καλή τιμή ώστε να εξασφαλίζεται η ζήτησή του. Η ποιότητα, δεν αφορά μόνο σε αυτό καθαυτό το προϊόν, αλλά και στην ποιότητα της τυποποίησης, της συσκευασίας, της προώθησης, του μάρκετιγκ, την ποιότητα της τοποθέτησή του στο κατάστημα που τα προωθεί. Άρα η ποιότητα και η ανταγωνιστικότητα είναι μια σύνθετη ενότητα. Η πορεία των επιχειρήσεων και η ανταγωνιστικότητά τους, επηρεάζονται από: 1. Την λειτουργικότητα του χώρου εγκατάστασης της επιχείρησης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το κόστος μεταφοράς. Ο χώρος εγκατάστασης μιας 23

επιχείρησης είναι ένα πολύ κομβικό σημείο, όπου πρέπει να συνυπάρχουν πολλά πράγματα, όπως φθηνή ενέργεια, επικοινωνίες και διασυνδέσεις, οδικές συγκοινωνίες, πρόσβαση του εργατικού δυναμικού σε αυτόν κ.ά. 2. Την κατάσταση στον κλάδο στον οποίο ανήκει η συγκεκριμένη επιχείρηση. Ο κύκλος ζωής, η τεχνολογική γήρανση των μεθόδων παραγωγής, ο κύκλος ζωής του προϊόντος, ο βαθμός απελευθέρωσης αγοράς του προϊόντος. 3. Τον βαθμό απελευθέρωσης των συντελεστών παραγωγής, όπως είναι το διαμετακομιστικό κόστος, που επηρεάζει το κόστος παραγωγής και την τελική τιμή του προϊόντος. 4. Την ευελιξία της εσωτερικής οργάνωσης της επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις στις νησιωτικές περιοχές, έχουν κυρίως οικογενειακή διάρθρωση γεγονός που δημιουργεί αγκυλώσεις και δυσκολίες προσαρμογής, που δεν τις επιτρέπουν να είναι συμβατές με ορισμένα τεχνολογικά προϊόντα και τις καθηλώνει στο παρελθόν. Έτσι, χάνονται παραδόσεις ετών και αιώνων σε ζητήματα παραγωγής προϊόντων μοναδικών, λόγω ελλιπούς ενημέρωσης και προσαρμογής. 5. Την ποιότητα του εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με μελέτη του Χάρβαρντ για την θεαματική αύξηση της οικονομίας της Ιαπωνίας σε σχέση με την Αμερική (πριν τον Κλίντον), η έρευνα κατέληξε στο ότι η όλη διαφορά της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των τριών οικονομιών Αμερική Γερμανία Ιαπωνία, οφειλόταν στην διαφορά που εδραζόταν στο διαφορετικό επίπεδο γνώσεων του εργατικού τους δυναμικού. Ένας τυπικός εργάτης, απόφοιτος λυκείου στην Ιαπωνίας, ήταν γνώστης δυαδικών συστημάτων, δηλαδή προγραμματισμού κομπιούτερ και ήξερε να χειριστεί κομπιούτερ. Ένας τυπικός απόφοιτος λυκείου στις ΗΠΑ και στην Γερμανία, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Οι Γερμανοί είχαν ειδίκευση σε εφαρμοσμένες τεχνολογίες, δηλαδή σε αυτό που λέμε εμείς ΤΕΙ, οι δε Αμερικάνοι είχαν φοβερή πρωτοκαθεδρία στα θέματα της έρευνας. Συνεπώς, οι νησιωτικές περιοχές θα μπορούσαν να αποκτήσουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα με την εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού τους. 6. Την διακινδύνευση δραστηριοποίησης με ανάληψη λελογισμένου και αναγνωρισμένου κινδύνου, που θα επιτρέψουν σε μια επιχείρηση να αναδειχθεί σε συνθήκες ανταγωνιστικότητας (Τσαμουργγέλης 1998). 24