ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ



Σχετικά έγγραφα
15ο ΕΠΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ : Β ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΕΠΑΛ

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Παρουσίαση του προβλήματος

Ομάδα μαθητών :Τρασάνη Κλαρίσα, Μάλλιαρη Ελένη, Πολυξένη Αθηνά Τσαούση, Κοτσώνη Ζωή Ανθή, Αθανασοπούλου Ευφροσύνη, Θεοδωροπούλου Θεώνη

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 1. Ποιο από τα παρακάτω αποτυπώνει τη διαμονή σας, αυτό το ακαδημαϊκό έτος;

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Ελεύθερη Έκφραση Απόψεων: Εμπειρική μελέτη σε εργαζόμενους σε οργανισμούς πληροφόρησης

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ 1. Σε ένα κανονικό αγαθό, όταν αυξάνεται το εισόδηµα των καταναλωτών, τότε αυξάνεται και η συνολική δαπάνη των καταναλωτών 2.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

3.1 Ανεξάρτητες αποφάσεις - Κατανομή χρόνου μεταξύ εργασίας και σχόλης

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

ψυχικής νόσου Εθνικό Ίδρυµα Ερευνών 2010

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος Έρευνας : Καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ιωάννα Τσοκανάρη, Κοινωνική Λειτουργός, Δ.Π.Θ. Μονάδα Αντιμετώπισης Προβλημάτων Νόσου Alzheimer «Αγία Ελένη»

Εκπαιδευτική Μονάδα 1.1: Τεχνικές δεξιότητες και προσόντα

Οι Νέοι/ες και η στάση τους απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Γραφείο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Πληροφόρησης Νέων Δήμου Ρεθύμνης

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Ευρωβαρόμετρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EB79.5) ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2014 Τμήμα Parlemètre ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας

Υπαίθριες Δραστηριότητες Αναψυχής

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

Εισαγωγή Συμπεριφορικοί παράγοντες στα προβλήματα της σχέσης του ζευγαριού Συμπεριφορικές παρεμβάσεις Συμπεράσματα

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

/15

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΙΙΙ. ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ.

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. 1 Ράπανος - Καπλάνογλου 2018/19

Τα βασικά δικαιώματα μπορούμε να τα χωρίσουμε σε 4 ομάδες:

Advanced Subsidiary. Κατανόηση γραπτού λόγου Μετάφραση Γραπτό κείμενο. Κατανόηση

ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ. Γιώργος Τζέτζης Αναπ. Καθηγητής ΤΕΦΑΑ/ΑΠΘ

Κουίζ για το μισθολογικό. χάσμα μεταξύ των δυο. φύλων. Καλωσορίσατε στο κουίζ για το μισθολογικό. φύλων!

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

Ο ρόλος της οικονομικής θεωρίας

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Χαρακτηριστικά εκπαιδευτικών παρεµβάσεων. - ο ρόλος του δικτύου. ρ. Απόστολος Ντάνης

[Υπόδειξη: Τα αγαθά που χάνουν την υλική τους υπόσταση και τις ιδιότητες τους μετά την πρώτη χρήση τους ονομάζονται καταναλωτά.]

ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΑΣ. January 1. Ανάλυση έτους 2012

ΧΑΤΖΗΦΩΤΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Mobile Marketing: Οι Παράγοντες Αποδοχής του SMS των Ελλήνων Καταναλωτών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. της. πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ. Ορισμός. Γενικά. Απώλεια ελεύθερου χρόνου αξιοποίησή του

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Εργατικού Δυναμικού

ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Κ Α Μ Α Ρ Ι Ν Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Άσκηση Υγεία και Ποιότητα Ζωής. Εισαγωγή. Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Κείμενο Νέοι και πρότυπα ψυχαγωγίας (4601)

Τεχνικές Έρευνας. Εισήγηση 10 η Κατασκευή Ερωτηματολογίων

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟ

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

2. Κριτική Σκέψη και Έρευνα

«Η Γενιά Χ και οι στάσεις της απέναντι στην αξιολόγηση της εργασίας»

Προσανατολισμός των Millennials απέναντι στην καριέρα σε περίοδο οικονομικής κρίσης

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Ι. ΚΡΗΤΗΣ 2014

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

Μαθησιακά Αποτελέσματα Matrix Ελληνική Έκδοση

Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και του Χρηματοδοτικού Μηχανισμού ΕΟΧ Ισορροπία μεταξύ εργασιακής και προσωπικής ζωής σε εργαζόμενες

ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΔΟΚΙΜΗ 2018: ΝΟΜΙΜΗ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΑΙΝΙΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Χτίσιμο της Εταιρικής Εικόνας μέσω Ολοκληρωμένων Επικοινωνιών Μάρκετινγκ στο Διαδίκτυο

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

ΜΑΘΗΜΑ: ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΠΡΟΙΌΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ

ΜΕΡΟΣ Β: Προσωπική στάση

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΚΚΕ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «TO ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. WORLD INTERNET PROJECT GREECE»

Κοινή Γνώμη. Κολέγιο CDA ΔΗΣ 110 Κομμωτική Καρολίνα Κυπριανού 11/02/2015

5 η Διδακτική Ενότητα Οι βασικές αρχές και η σημασία της Διοίκησης του Ανθρώπινου Δυναμικού στην περίπτωση των τουριστικών επιχειρήσεων

Οι γνώμες είναι πολλές

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Σχέση αυτεπάρκειας και πληροφοριακής συµπεριφοράς των χρηστών της βιβλιοθήκης του ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ

Ψηφιακό Περιεχόμενο και Συμπεριφορά Καταναλωτή στον Τομέα της Ψυχαγωγίας

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

Έρευνα κοινής γνώμης για τις στάσεις των Ελλήνων καταναλωτών απέναντι στο πλαστικό χρήμα. Βασικά συμπεράσματα της έρευνας

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ 104 ΚΑΛΛΙΘΕΑ & ΑΙΓΑΙΟΥ 109 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ.

Ηγεσία. 12 ο Κεφάλαιο

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Παραδείγματα Ερωτηματολογίων

Α.1. Ερωτηματολόγιο Σταδίου Α

ΜΕΘΟΔΟΣ -ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ ΣΤΗΝ ΜΗΧΑΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ PUBMED ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ, ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΣ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΑΠΟΔΟΣΗ, ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

«Ποιότητα και Κερδοφορία των Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων στην Ελλάδα»

Transcript:

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ ΑΖΑΚΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΕΜ: 4071 ΚΑΒΑΛΑ 2009 1

Τ.Ε.Ι ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΑΖΑΚΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Παπαδόπουλος Δημήτριος Καβάλα 2009 Εκπονηθείσα πτυχιακή εργασία απαραίτητη για την κτήση του βασικού πτυχίου 2

Η πτυχιακή αυτή εργασία είναι αφιερωμένη στον επιβλέποντα καθηγητή της πτυχιακής μου κ. Δημήτριο Παπαδόπουλο και ιδιαίτερα στους γονείς μου, ως ελάχιστη ανταπόδοση για την υποστήριξη και αμέριστη συμπαράσταση που μου παρείχαν κατά τη διάρκεια των σπουδών μου. 3

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η πτυχιακή αυτή εργασία δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη βοήθεια και υποστήριξη πολλών προσώπων. Πρώτα απ όλα θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον καθηγητή μου κύριο Δημήτριο Παπαδόπουλο για την αποτελεσματική και επαγγελματική καθοδήγηση του σε όλη τη πορεία της εκπόνησης της πτυχιακής. Θερμά τον ευχαριστώ για την ηθική και επιστημονική του υποστήριξη, για τις σημαντικές γνώσεις που μου μετέδωσε, τον πολύτιμο χρόνο που διέθεσε και την βοήθεια που μου παρείχε προκειμένου να ολοκληρωθεί η πτυχιακή μου εργασία. Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω τους γονείς μου, για την απόλυτη στήριξη τους σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου. 4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΤΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΕΛ. Ευχαριστίες 4 Πίνακας περιεχομένων 5 Πίνακας πινάκων 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ 10 1.1. Εισαγωγή 10 1.2. Σκοπός της Πτυχιακής εργασίας 11 1.3. Πηγές της Πτυχιακή ς εργασίας 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΧΡΟΝΟΣ-ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ 12 2.1. Χρόνος 12 2.2. Ελεύθερος χρόνος και ο καταμερισμός του 13 2.3. Ο καταμερισμός του ελεύθερου χρόνου 13 2.4. Ελεύθερος χρόνος και ανακατανομή 16 2.5. Αναψυχή 19 2.6. Φυσική δραστηριότητα και υγεία 20 2.6.1. Ψευδαίσθηση πίεσης χρόνου: Διακριτός χρόνος 21 εναντίον ελεύθερου χρόνου 2.7. Υπολογισμός της αξίας του ελεύθερου χρόνου από 23 ένα πρότυπο χρονικής κατανομής ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ 27 3.1. Ποιότητα ζωής 27 3.2 Ελεύθερος χρόνος, ποιότητα ζωής και αναψυχή 28 3.3 Ο ρόλος του ελεύθερου χρόνου στον καθορισμό της ποιότητας 29 ζωής: Ζητήματα του περιεχομένου και της Μέτρησης 3.4. Ελεύθερος χρόνος και ποιότητα ζωής 31 3.4.1. Ελεύθερος Χρόνος, Ποιότητα Ζωής και ο Άνθρωπος 31 3.4.2. Ελεύθερος χρόνος, ποιότητα ζωής και η κοινότητα 33 3.4.3. Η μέτρηση του ελεύθερου χρόνου και της ποιότητας ζωής 35 3.5. Η πίεση εργασίας σε σχέση με την ποιότητα ζωής 36 σε ένα εθνικό δείγμα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ 38 5

4.1. Ικανοποίηση από τη ζωή 38 4.2 Παράγοντες ικανοποίησης από τη ζωή 42 4.3. Εγκυρότητα του οργάνου μέτρησης της υποκειμενικής 43 ικανοποίησης με τη ζωή των ενηλίκων με τη σοβαρή διανοητική ασθένεια ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ 47 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 49 6.1. Ερευνητική προσέγγιση 49 6.1.1. Το δείγμα και η επιλογή του 49 6.1.2 Το όργανο μέτρησης 49 6.1.3. Ο έλεγχος αξιοπιστίας και εγκυρότητας 51 6.2 Έλεγχος του οργάνου μέτρησης 53 6.2.1. Ο παράγων «Μέτριας έντασης δραστηριότητες» 53 6.2.2. Ο παράγων «Έντονες δραστηριότητες» 53 6.2.3. Ο παράγων «Ψυχική διάθεση» 54 6.2.4. Ο παράγων «Υγεία» 54 6.2.5. Ο παράγων «Μείωση επαγγελματικής δραστηριότητας» 55 6.2.6. Ο παράγων «Ηρεμία και ενεργητικότητα» 55 6.2.7. Ο παράγων «Ικανοποίηση από τη ζωή» 56 6.3 Τεχνικές ανάλυσης στοιχείων 57 6.3.1 Περιορισμοί στη έρευνα 59 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 60 7.1 Αποτελέσματα 6 0 7.1.1. Ο έλεγχος της ερευνητικής υπόθεσης 1 60 7.1.2. Ο έλεγχος της ερευνητικής υπόθεσης 2 61 7.1.3. Ο έλεγχος της ερευνητικής υπόθεσης 3 62 7.1.4. Ο έλεγχος της ερευνητικής υπόθεσης 4 63 7.1.5. Ο έλεγχος της ερευνητικής υπόθεσης 5 64 7.2. Συμπεράσματα 66 Βιβλιογραφία 68 Παράρτημα 81 6

ΠΤΝΑΚΑΣ ΠΤΝΑΚΩΝ ΣΕΛ. 1. Σχέση μεταξύ ελεύθερου χρόνου και ποιότητας ζωής 30 2. Σχέση μεταξύ των μεταβλητών του ελεύθερου χρόνου και της ποιότητας 35 ζωής 3. Οι μεταβλητές και οι φορτίσεις του παράγοντα «Μέτριας έντασης 53 δραστηριότητες». 4. Οι μεταβλητές και οι φορτίσεις του παράγοντα «Έντονες 53 δραστηριότητες». 5. Οι μεταβλητές και οι φορτίσεις του παράγοντα «Ψυχική Διάθεση». 54 6. Οι μεταβλητές και οι φορτίσεις του παράγοντα «Υγεία». 54 7. Οι μεταβλητές και οι φορτίσεις του παράγοντα «Μείωση 55 επαγγελματικής δραστηριότητας». 8. Οι μεταβλητές και οι φορτίσεις του παράγοντα «Ηρεμία και 55 ενεργητικότητα». 9. Οι μεταβλητές και οι φορτίσεις του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη 56 ζωή». 10. Οι μεταβλητές και οι φορτίσεις του παράγοντα «Ποιότητα Ζωής». 56 11. Η σχέση της ποιότητας ζωής με το χρόνο που διατίθεται για αναψυχή. 60 12. Η σχέση της ικανοποίησης από τη ζωή με το χρόνο που διατίθεται για 61 αναψυχή. 13. Η σχέση της ποιότητας ζωής με τη συμμετοχή σε ενεργητικές 62 δραστηριότητες αναψυχής. 14. Η σχέση της ικανοποίησης από τη ζωή με τη συμμετοχή σε ενεργητικές 63 δραστηριότητες αναψυχής. 15. Η σχέση της ποιότητας ζωής με την ικανοποίηση από τη ζωή. 64 16. Σχέση της ικανοποίησης από τη ζωή με τους έξι παράγοντες της 65 ποιότητας της ζωής. 17. Ο δείκτης σύγκρισης του σχετικού μεγέθους συντελεστών συσχέτισης, 89 KMO και οι συσχετίσεις μεταβλητών, Bartlett's Test της ενότητας «Μέτριας έντασης δραστηριότητες» 7

18. Ο δείκτης Total Variance Explained της ενότητας «Αντιλαμβανόμενη 90 ποιότητα». 19. Οι φορτίσεις των παραγόντων. 90 20. Η μετατροπή των φορτίσεων των παραγόντων. 94 21. Η ανάλυση της αξιοπιστίας του παράγοντα «Θεματολογία και 94 Ποιότητα Προβολής. 22. Η ανάλυση της αξιοπιστίας των μεταβλητών του παράγοντα : 94 «Μέτριας έντασης δραστηριότητες» 23. Η ανάλυση της αξιοπιστίας του παράγοντα «Έντονες δραστηριότητες» 95 24. Η ανάλυση της αξιοπιστίας μεταβλητών του παράγοντα «Έντονες 95 δραστηριότητες» 25. Η ανάλυση της αξιοπιστίας του παράγοντα «Ψυχική Διάθεση». 95 26. Η ανάλυση της αξιοπιστίας μεταβλητών του παράγοντα «Ψυχική 95 Διάθεση» 27. Η ανάλυση της αξιοπιστίας του παράγοντα «Υγεία». 96 28. Η ανάλυση της αξιοπιστίας μεταβλητών του παράγοντα «Υγεία» 96 29. Η ανάλυση της αξιοπιστίας του παράγοντα «Μείωση επαγγελματικής 96 δραστηριότητας». 30. Η ανάλυση της αξιοπιστίας μεταβλητών του παράγοντα «Μείωση 96 επαγγελματικής δραστηριότητας». 31. Η ανάλυση της αξιοπιστίας του παράγοντα «Ηρεμία και 97 ενεργητικότητα». 32. Η ανάλυση της αξιοπιστίας μεταβλητών του παράγοντα «Ηρεμία και 97 ενεργητικότητα». 33. Η ανάλυση της αξιοπιστίας του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη ζωή». 97 34. Η ανάλυση της αξιοπιστίας μεταβλητών του παράγοντα «Ικανοποίηση 97 από τη ζωή». 35. Ο δείκτης σύγκρισης του σχετικού μεγέθους συντελεστών συσχέτισης, 98 KMO και οι συσχετίσεις μεταβλητών, Bartlett's Test της «Ποιότητας Ζωής». 36. Ο δείκτης Total Variance Explained της «Ποιότητας Ζωής». 98 37. Οι φορτίσεις των μεταβλητών του παράγοντα «Ποιότητας Ζωής». 98 38. Ο δείκτης προσδιορισμού του παράγοντα «Ποιότητα Ζωής». 99 8

Στοιχεία». 39. Το στατιστικό επίπεδο σημαντικότητας των μεταβλητών του 99 παράγοντα «Ποιότητα Ζωής». 40. Η σχέση του παράγοντα «Ποιότητα Ζωής». 99 41. Ο δείκτης προσδιορισμού του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 100 42. Το στατιστικό επίπεδο σημαντικότητας του παράγοντα «Ικανοποίηση 100 από τη Ζωή». 43. Η σχέση του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 100 44. Ο δείκτης προσδιορισμού του παράγοντα «Ποιότητα Ζωής». 100 45. Το στατιστικό επίπεδο σημαντικότητας των μεταβλητών του 101 παράγοντα «Ποιότητα Ζωής». 46. Η σχέση του παράγοντα «Ποιότητα Ζωής». 101 47. Ο δείκτης προσδιορισμού του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 102 48. Το στατιστικό επίπεδο σημαντικότητας των μεταβλητών του 102 παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 49. Η σχέση του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 102 50. Ο δείκτης προσδιορισμού του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 102 51. Το στατιστικό επίπεδο σημαντικότητας των μεταβλητών του 103 παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 52. Η σχέση του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 103 53. Ο δείκτης προσδιορισμού του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 103 54. Το στατιστικό επίπεδο σημαντικότητας των μεταβλητών του 103 παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 55. Η σχέση του παράγοντα «Ικανοποίηση από τη Ζωή». 104 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ 1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο ελεύθερος χρόνος είναι μια χρονική περίοδος που ξοδεύεται έξω από την εργασία αλλά και έξω από τις δουλειές του σπιτιού. Αποτελεί μια περίοδο αναψυχής και διακριτό χρόνο πριν ή μετά τις αναγκαστικές δραστηριότητές μας, όπως είναι το φαγητό, ο ύπνος, η εργασία, η παρακολούθηση των μαθημάτων, το νοικοκυριό κ.ά. Προκειμένου να καταμετρήσει τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, ο Lloyd και Auld (2001) συνδύασαν μια τροποποιημένη έκδοση του McKechnie για τις δραστηριότητες αναψυχής καθώς και θέματα τα οποία έχουν επιλεγεί από δύο εκθέσεις ABS (συμμετοχή σε αθλητικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες Φυσική - Queensland, 1994, και κοινωνικές τάσεις στην Αυστραλία, 1995) για την ανάπτυξη έξι κύριων κατηγοριών δραστηριοτήτων (π.χ. (α) τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως τηλεόραση και διαβάζοντας περιοδικά και εφημερίδες, (β) κοινωνικές δραστηριότητες, όπως επισκέψεις σε φίλους ή συμμετέχουν σε μέρη, (γ) υπαίθριες δραστηριότητες, όπως το περπάτημα ή τη συντήρηση κήπων, (δ) αθλητικές δραστηριότητες, όπως η καταλληλότητα ή γκολφ, (ε) οι πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως ο χορός ή το θέατρο, και (στ) τα χόμπι, όπως ράψιμο ή διάφορες συλλογές. Παρόμοια με τους Lloyd και Auld (2001), ο Tâhlin (1985) καθορίζει επίσης έξι δραστηριότητες για την κατανομή του ελεύθερου χρόνου (δεν ακριβώς το ίδιο αλλά με σταθερή επέκταση στο βαθμό). Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας έχει ορίσει την υγεία που σχετίζεται με την ποιότητα ζωής σαν την ειδική συνταγή για τα άτομα που αντιλαμβάνονται τη θέση τους στη ζωή, στο πλαίσιο του πολιτισμού και την αξία των συστημάτων και αν ζουν, σε σχέση με τους στόχους, τις προσδοκίες, τα πρότυπα και τις ανησυχίες τους. Είναι μια ευρεία έννοια που επηρεάζεται με ένα πολύπλοκο τρόπο από το άτομο, τη σωματική υγεία, την ψυχολογική κατάσταση, το επίπεδο ανεξαρτησίας, τις κοινωνικές σχέσεις και τις σχέσεις με κυριότερα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος (Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, η ποιότητα ζωής ομάδα, 1996). Αρκετές μελέτες απέδειξαν ότι η αντίληψη της κατάστασης της υγείας και της υγείας σχετίζονται με 10

την ποιότητα ζωής που συνδέεται με το μέλλον της υγείας, της λειτουργίας και ακόμη και θνησιμότητας (Kaplan et al. 1996 και Tuomi et al. 1997). Εξάλλου, πολλοί μελετητές έχουν τεκμηριώσει τη θετική σχέση ανάμεσα στην ψυχαγωγία του αθλητισμού και τη βελτίωση της φυσικής δραστηριότητας QoL (Baldwin και Tinsley, 1988; Wankel και Berger, 1990 και Dowall et al. 1988). Ένα από τα πιο δημοφιλή μέσα για τη μέτρηση HR-QoL είναι η RAND-36 (ένα μέσο από 36 ερωτήσεις) των Hays, Sherbourne & Mazel, 1993). Για να γίνει η μελέτη μας θα υιοθετηθούν οι παραπάνω μέθοδοι και τα μέσα θα αναπτυχθεί ένα ερωτηματολόγιο που θα αποτελείται από τέσσερα μέρη. Η πρώτη καθορίζει την κατανομή του ελεύθερου χρόνου σε διάφορες κατηγορίες, η δεύτερη μέτρα όσον αφορά την υγεία σε σχέση με την ποιότητα ζωής με βάση το μέσο RAND-36, η τρίτη μέτρα για την ικανοποίηση της ανθρώπινης ζωής, χρησιμοποιώντας την κλίμακα SWLS, ενώ η τέταρτη ενότητα επικεντρώνεται στις δημογραφικές δεδομένων. 1.2. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ο σκοπός αυτής της μελέτης είναι να εξετάσει τη σχέση μεταξύ της κατανομής του χρόνου και της διάθεσης του ελεύθερου χρόνου με την ποιότητα ζωής και την ικανοποίηση από τη ζωή. Επιμέρους στόχος της εργασίας είναι να δοκιμαστούν οι κλίμακες RAND-36 των Hays, Sherbourne και Mazel (1993) καθώς και η κλίμακα The Satisfaction With Life Scale (SWLS) των Diener et al. (1985) για τον ελληνικό πληθυσμό. 1.3. ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Πηγές της παρούσας πτυχιακής αποτελούν: 1) βιβλία ξενόγλωσσα και ελληνικά, 2) επιστημονικά ηλεκτρονικά άρθρα ξενόγλωσσα και ελληνικά, 3) μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές, και 4) επιστημονικά περιοδικά και έντυπα. 11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΧΡΟΝΟΣ- ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ 2.1. ΧΡΟΝΟΣ Η λέξη «χρόνος» προέρχεται από τη λατινική λέξη licere, που σημαίνει «να επιτρέπεται» ή «να είναι ελεύθερος». Είναι μια έννοια που μπορεί να λάβει πολλές διαστάσεις, οι οποίες εξαρτώνται από το πρίσμα, κάτω από το οποίο τον μελετά κανείς. Άλλοτε χαρακτηρίζεται ως αδυσώπητος όταν μας γερνάει και άλλοτε ως πανδαμάτωρ, όταν μας βοηθάει να ξεπεράσουμε δραματικές καταστάσεις που βιώσαμε. Επομένως ο χρόνος μπορεί να είναι εχθρός και φίλος του ανθρώπου. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο χρόνος περνάει και ως εκ τούτου οι άνθρωποι πρέπει να βιώνουν το χρόνο τους όσο γίνεται πιο ευχάριστα και δημιουργικά (Παπαδόπουλος, 2008). Ιστορικά, ο περιορισμός του ωραρίου εργασίας αύξησε τον ελεύθερο χρόνο του ατόμου. Μεταξύ του 1990 και του 2000 στο δυτικό κόσμο το μήκος της εβδομάδας εργασίας μειώθηκε κατά το 1/3, αφού οι ώρες εργασίας από 60 την εβδομάδα έπεσαν στις 40. Παράλληλα αυξήθηκαν οι ημέρες της πληρωμένης άδειας σε 4 εβδομάδες. Στις μέρες μας η αύξηση της ανεργίας, η ημιαπασχόληση, η επέκταση του μέσου όρου ζωής και κατά συνέπεια η αύξηση του χρόνου εργασίας φαίνεται να αυξάνουν τον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων. Παρόλα αυτά πολύ συχνά ακούγονται παράπονα για το παράδοξο φαινόμενο της μείωσης του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων. Η ευφορία των ανθρώπων αποτελεί συνισταμένη δύο παραγόντων, του χρόνου και του χρήματος. Οι άνθρωποι μπορούν να υποφέρουν τόσο από την έλλειψη του χρόνου όσο και από την έλλειψη χρήματος (Goodin, Rice, Bottman, & Saunders, 2004). Κάτω από τη άποψη αυτή ο χρόνος δεν είναι χρήμα, ωστόσο συντελεί στην ευημερία των ανθρώπων όπως και το χρήμα. Το να είναι κανείς φτωχός σε χρήματα είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο, που σημαίνει ότι δεν έχεις αρκετά χρήματα προκειμένου να καλύψεις τις ανάγκες σου. Τηρουμένων των αναλογιών, το να είσαι φτωχός σημαίνει ότι δεν έχεις αρκετό χρόνο για να κάνεις όλα αυτά που σκέπτεσαι να κάνεις. 12

ΤΟΥ 2.2. Ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ Ο ελεύθερος χρόνος είναι μια χρονική περίοδος που ξοδεύεται έξω από την εργασία αλλά και έξω από τις δουλειές του σπιτιού. Αποτελεί μια περίοδο αναψυχής και διακριτό χρόνο πριν ή μετά τις αναγκαστικές δραστηριότητές μας, όπως είναι το φαγητό, ο ύπνος, η εργασία, η παρακολούθηση των μαθημάτων, το νοικοκυριό κ.ά. Ιστορικά η εργασία και ο ελεύθερος χρόνος παρουσιάζονται ως δύο ξεχωριστές έννοιες. Εργασία είναι η δραστηριότητα για την οποία κανείς πληρώνεται, ενώ ότι κάνει χωρίς πληρωμή αποτελεί δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου. Ωστόσο η διάκριση μεταξύ ελεύθερου χρόνου και εργασίας δεν θεωρείται τόσο απλή, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιοι άνθρωποι εργάζονται χωρίς να αμείβονται (π.χ. εθελοντισμός), εξαιτίας της ικανοποίησης που αποκομίζουν από τη συμμετοχή τους. Ακόμα, η άμισθη εργασία του νοικοκυριού δεν αποτελεί ασφαλώς μια δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου, αφού εμπεριέχει το στοιχείο της υποχρέωσης (Goodin, Rice, Bottman, & Saunders, 2004). 2.3. Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Η μελέτη της χρήσης του χρόνου μας φέρνει σε επαφή με όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές, οι οποίες χωρίζονται, στο πλαίσιο του χρόνου, σε 4 γενικές κατηγορίες: 1. Εργασία με αμοιβή (Paid Work- Contracted Time) 2. Νοικοκυριό και φροντίδα οικογένειας (Household Work and Family Carecommitted Time) 3. Προσωπική φροντίδα (Personal Care- Personal Time) 4. Ελεύθερος χρόνος (Free Time) H έννοια του ελεύθερου χρόνου οφείλει να εμπεριέχει τρεις βασικές λειτουργίες: 1. Τη λειτουργία της ανάπαυσης, 2. Τη λειτουργία της ψυχαγωγίας και 3. Τη λειτουργία της παραπέρα ανάπτυξης και προσωπικότητας (Oishi, & 13

Lucas, 2003). Ωστόσο είναι φανερό ότι ορισμένες δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου δε μπορούν να καλύψουν και τις τρεις αυτές λειτουργίες ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος αθλούμενος να ψυχαγωγείται, μέσω της συμμετοχής του σε ένα πρόγραμμα άσκησης, αλλά δε μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι ταυτόχρονα αναπαύεται. Πιθανότατα ο ασκούμενος ύστερα από τη συμμετοχή του να χρειάζεται χρόνο ανάπαυσης, ωστόσο η ανάπαυση δεν αποτελεί ψυχαγωγία. Έτσι προκύπτει το θέμα του σωστού καταμερισμού του ελεύθερου χρόνου. Στη σχετική βιβλιογραφία εντοπίζονται διάφορες κατηγοριοποιήσεις των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου. Σε μια από τις κατηγοριοποιήσεις αυτές αναφέρονται δύο κατηγορίες: Οι ενεργητικές δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, που περικλείουν τη χρήση φυσικής και πνευματικής ενέργειας. Οι χαμηλής ισχύος φυσικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν μη ανταγωνιστικές δραστηριότητες άσκησης, στις οποίες δεν υπάρχει σωματική επαφή, όπως περπάτημα, γιόγκα κ.ά. Στις υψηλής ισχύος δραστηριότητες υπάγονται οι δραστηριότητες που απαιτούν την κατανάλωση περισσότερης ενέργειας και που συνήθως είναι τα ανταγωνιστικά αθλήματα, όπως πολεμικές τέχνες, ποδόσφαιρο κ.ά. Ωστόσο υπάρχουν και ορισμένες ενεργητικές δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, που δεν περιλαμβάνουν σχεδόν καθόλου σωματική προσπάθεια, αλλά απαιτούν την ισχυρή καταβολή πνευματικής προσπάθειας. Τέτοιες δραστηριότητες είναι το σκάκι, η ζωγραφική κ.ά. Ο ενεργός ελεύθερος χρόνος και η έννοια της αναψυχής αλληλοκαλύπτονται κατά ένα μεγάλο βαθμό. Ο παθητικός ελεύθερος χρόνος είναι αυτός κατά τον οποίο το άτομο δεν καταβάλει καμία σημαντική σωματική ή πνευματική προσπάθεια, όπως για παράδειγμα κατά την παρακολούθηση ενός κινηματογραφικού έργου. Προφανώς οι παθητικές δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, παρότι παρέχουν αναψυχή, ωστόσο δεν προσφέρουν τα οφέλη που αποκομίζονται από τη συμμετοχή στις ενεργές δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Οι Lloyd και Auld (2001) εντάσσουν τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου σε 6 κατηγορίες: 1. Μέσα μαζικής επικοινωνίας (όπως παρακολούθηση τηλεόρασης, διάβασμα εφημερίδων). 2. Κοινωνικές δραστηριότητες (όπως επίσκεψη σε φίλους, συμμετοχή σε πάρτυ). 3. Δραστηριότητες εξωτερικού χώρου (όπως περπάτημα, περιποίηση κήπου). 14

4. Αθλητικές δραστηριότητές (όπως fitness, golf). 5. Πολιτιστικές δραστηριότητες (όπως χορός, παρακολούθηση θεάτρου). 6. Hobbies (όπως ράψιμο, συλλογές) Ο Tahlin (1985) επίσης διαχωρίζει τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου σε 6 κατηγορίες: 1. Πολιτισμός-διασκέδαση: (όπως η παρακολούθηση θεατρικών και κινηματογραφικών έργων και συναυλιών, η επίσκεψη μουσείων και εκθέσεων, αλλά και η λήψη γεύματος σε εστιατόρια) 2. Δημιουργικότητα-προσωπική ανάπτυξη (όπως διάβασμα βιβλίων, παρακολούθηση κύκλων μαθημάτων εκτός υποχρεωτικής εκπαίδευσης, δέσμευση με χόμπις, όπως πλέξιμο, ράψιμο, ξυλουργική, ζωγραφική, συλλογή γραμματοσήμων). 3. Δραστηριότητες έξω από το σπίτι- φυσική δραστηριότητα (όπως ψάρεμα, κυνήγι, περιποίηση κήπου, βάδισμα). 4. Αναψυχή-εκφραστικότητα (όπως το παίξιμο χαρτιών, ο χορός, το παίξιμο μουσικών οργάνων). 5. Φιλικές σχέσεις (όπως επίσκεψη και συνεύρεση με φίλους). 6. Επίσημες ομάδες (όπως το ανήκειν σε οργανισμούς, η παρακολούθηση θρησκευτικών συγκεντρώσεων). Είναι άξιο παρατήρησης ότι η ενασχόληση με το διαδίκτυο δεν περιλαμβάνεται σε καμία από τις δύο προηγούμενες κατηγοριοποιήσεις του ελεύθερου χρόνου. Ίσως γιατί αποτελεί μια πολυδιάστατη δραστηριότητα, που αποτελεί ταυτόχρονα πηγή πληροφόρησης, χώρο εργασίας, τόπο καλλιέργειας φιλικών σχέσεων, χώρο διασκέδασης και πολλά άλλα. Το internet αποτελεί στις μέρες μας ένα προσφιλή προορισμό διάθεσης του ελεύθερου χρόνου, ιδίως των νεότερων ανθρώπων και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να αγνοείται, όταν καταγράφονται οι δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου. Η αντιμετώπιση της εργασίας στο πλαίσιο της μελέτης του ελεύθερου χρόνου λαμβάνει συνήθως μια εντελώς αρνητική διάσταση. Από αρκετούς μελετητές του χώρου, η εργασία εκλαμβάνεται ως ο παράγων που καταδυναστεύει τον άνθρωπο και η αναψυχή κατά τον ελεύθερο χρόνο θεωρείται ο παράγων που τον σώζει από αυτόν τον καταναγκασμό. Βέβαια τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η εργασία αποτελεί ένα από τους πυλώνες της προσωπικότητας του ανθρώπου. Μέσα από αυτήν ο 15

άνθρωπος εκφράζει τη δημιουργικότητά του και ενισχύει την αντίληψη για την ικανότητά του, η οποία αποτελεί μαζί με την αυτονομία και τη δημιουργία σχέσεων μια από τις παγκόσμιες ψυχολογικές ανάγκες των ατόμων (Deci και Ryan,1985). Άλλωστε για την εκπλήρωση των αναγκών της αναψυχής του ανθρώπου απαιτούνται συνήθως κάποιοι πόροι, οι οποίοι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν μπορούν να εξοικονομηθούν παρά μόνο μέσω της εργασίας. 2.4. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΤΑΝΟΜΗ Οι μέσες ώρες απασχόλησης και έκταση της ανακατανομής διαφέρουν εντυπωσιακά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των ηπειρωτικών δυτικοευρωπαϊκών χωρών: Ο μέσος όρος των Αμερικανών εργάζεται σχεδόν 50% περισσότερο από ότι ο μέσος Ευρωπαίος (Prescott, 2004). Κυβερνητική μεταφορά, επιχορηγήσεις και δαπάνες για τα κοινωνικά προγράμματα είναι ίσες με 19% του ΑΕΠ στην Ευρώπη, αλλά μόνο με 11% του ΑΕΠ στις Ηνωμένες Πολιτείες (Alesina και Glaeser, 2004). Ως εκ τούτου, η ανακατανομή είναι σχεδόν δύο φορές τόσο εκτενής στην Ευρώπη όσο είναι και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι δύο διαφορές μπορούν να έχουν τις διαφορετικές αιτίες, και οι ανεξάρτητες εξηγήσεις έχουν δοθεί. Εντούτοις υπάρχουν καλοί λόγοι για τους οποίους οι διαφορές στις ώρες απασχόλησης και την ανακατανομή μπορεί να είναι σχετικές: Πρώτον, η επιλογή εργασία-ελεύθερος χρόνος κάθε πολίτη μπορεί να αναμένεται για να εξαρτηθεί από τις (οριακές) επιστροφές στην εργασία και, ως εκ τούτου, το σχέδιο ανακατανομής. Δεύτερον, η προτίμηση κάθε ψηφοφόρου για την ανακατανομή μπορεί καλά να εξαρτηθεί από τον ανεφοδιασμό εργασίας της σχετικά με τον ανεφοδιασμό εργασίας των συμπατριωτών της. Ο Prescott (2004) εστιάζει στην πρώτη από αυτές τις αιτιώδεις σχέσεις. Παρουσιάζει ένα πρότυπο στο οποίο οι παρατηρηθείς διαφορές στη φορολογία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης μπορούν σχεδόν πλήρως να αποτελέσουν παρατηρηθείς διαφορές στις μέσες ώρες απασχόλησης. Ο Blanchard (2004) και ο Alesina et al. (2005), εντούτοις, επισήμαναν ότι τα αποτελέσματα του Prescott αρθρώνουν την υποτιθέμενη «πολύ μεγάλη ελαστικότητα του ανεφοδιασμού εργασίας» (Blanchard, 2004: 8). Ο Blanchard (2004) περαιτέρω υποστηρίζει ότι οι 16

χαμηλότερες μέσες ώρες απασχόλησης στη Γαλλία, την Ιρλανδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες από ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες προκύπτουν κυρίως από τις ισχυρότερες προτιμήσεις για τον ελεύθερο χρόνο και μόνο μικρότερη έκταση από τους υψηλότερους φόρους. Αυτή η διαφορά στις προτιμήσεις μπορεί να οφείλεται σε πολιτιστικές διαφορές. Οι Fernandez και Fogli (2005) και ο Fernandez (2007a) έχουν καθιερώσει πρόσφατα μια επίδραση του πολιτιστικού υποβάθρου στις αποφάσεις επιλογής εργασίας. Διαπιστώνουν ότι οι αποφάσεις επιλογής εργασίας της δεύτερης γενιάς θηλυκών μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται έντονα από τον πολιτισμό χώρα καταγωγής τους. Συμπληρωματικά, οι Alesina et al. (2005) διαπιστώσανε ότι κατά μέσο όρο, οι Ευρωπαίοι έχουν ισχυρότερη προτιμήσεις για ελεύθερο χρόνο από ότι οι Αμερικανοί λόγω των θετικών συμπληρωματικοτήτων στον ελεύθερο χρόνο και τον υψηλότερο συνολικό ελεύθερο χρόνο στην Ευρώπη.Οι θετικές συμπληρωματικότητες στον ελεύθερο χρόνο υπάρχουν εάν οι επιστροφές μερικών πολιτών στον ελεύθερο χρόνο αυξάνονται στον ελεύθερο χρόνο άλλων πολιτών, δηλ., μια ημέρα αδείας είναι πιο ευχάριστη όταν έχουν την ίδια μέρα μερικοί φίλοι ή οικογενειακά μέλη άδεια επίσης. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι πολίτες παίρνουν τις ίδιες δύο ημέρες αδεία, Σάββατο και Κυριακή, ακόμη και στις χώρες με λίγη θρησκευτική προσήλωση (και ακόμα κι αν αυτό γίνεται με κόστος του χρησιμοποιημένου κεφαλαίου), έντονα προτείνουν ότι τέτοιες συμπληρωματικότητες υπάρχουν. Οι προτιμήσεις, εντούτοις, είναι ετερογενείς σε κάθε κοινωνία: Υπάρχουν όχι μόνο οκνηροί, Ευρωπαίοι και υλιστικοί Αμερικάνοι, αλλά και το αντίθετο. Αυτό δείχνει ότι οι διανομές των προτιμήσεων για την κατανάλωση και τον ελεύθερο χρόνο πρέπει να έχουν πλήρη υποστήριξη το ίδιο στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα συμπεράσματα των Blanchard (2004) και Alesina et al. (2005) ότι δηλαδή οι Ευρωπαίοι έχουν κατά μέσο όρο μεγαλύτερες προτιμήσεις στον ελεύθερο χρόνο από ότι οι Αμερικάνοι προκύπτει από τις προτίμησης που διαφέρουν μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η Ευρώπη έχει περισσότερους πολίτες με τις σχετικά ισχυρές προτιμήσεις για τον ελεύθερο χρόνο και οι Ηνωμένων Πολιτειών όπου έχουν περισσότερους πολίτες με σχετικά ισχυρές προτίμηση για την κατανάλωση. Αυτή η διαφορά στην προτίμηση και οι δύο αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ του ανεφοδιασμού εργασίας και της ανακατανομής αναφερθέντων νωρίτερα είναι στον πυρήνα του επιχειρήματός μας. 17

Για να καταλάβουμε τη βασική ιδέα, ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ψηφοφορία σε μια χώρα με πλειοψηφία για την ανακατανομή και με τους πολίτες που διαφέρουν στις δεξιότητές τους και τις προτιμήσεις τους για τον ελεύθερο χρόνο και την κατανάλωση. Ας υποθέσουμε ότι η διανομή της ικανότητας είναι συνδεδεμένη με το δικαίωμα και ότι η διανομή της προτίμησης έχει την πλήρη υποστήριξη. Κατόπιν, ο αποφασιστικός ψηφοφόρος είναι σχετικά οκνηρός και με λίγα προσόντα εάν η πλειοψηφία έχει τις ισχυρές προτιμήσεις για τον ελεύθερο χρόνο (σχετικά με την κατανάλωση). Μια τέτοια αποφασιστική ψηφοφορία με γενναιόδωρη ανακατανομή οδηγεί σε μεταφορές από υψηλής σε χαμηλής ειδίκευσης πολίτες και από υλιστικούς σε οκνηρούς πολίτες. Η γενναιόδωρη ανακατανομή, στη συνέχεια, χαμηλώνει το μέσο ανεφοδιασμό εργασίας. Εντούτοις, εάν η πλειοψηφία έχει τις ισχυρές προτιμήσεις για την κατανάλωση (σχετικά με τον ελεύθερο χρόνο), ο αποφασιστικός ψηφοφόρος είναι σχετικά με λίγα προσόντα, αλλά εργατικός. Επειδή δε θέλει να υποστηρίξει τους οκνηρούς συμπατριώτες, ευνοεί μόνο την περιορισμένη ανακατανομή. Ο μέσος ανεφοδιασμός εργασίας είναι επομένως σχετικά υψηλός. Η ανακατανομή μπορεί έτσι να είναι πιο εκτενής στην Ευρώπη από ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή η ευρωπαϊκή πλειοψηφία έχει ισχυρότερες προτίμηση για τον ελεύθερο χρόνο από την αμερικανική. Οι μέσες ώρες απασχόλησης μπορούν να είναι χαμηλότερες στην Ευρώπη από ότι εν μέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή οι Ευρωπαίοι έχουν περισσότερη προτίμηση για τον ελεύθερο χρόνο (σύμφωνα με Blanchard (2004) και Alesina et al., (2005)), και εν μέρει επειδή η Ευρώπη έχει ένα μεγαλύτερο κράτος κοινωνικής πρόνοιας και υψηλότερους φόρους (σύμφωνα με Prescott (2004)). Στο κύριο πρότυπό μας, η διανομή των προτιμήσεων για τον ελεύθερο χρόνο και η κατανάλωση είναι εξωγενείς. Εξωγενής διαφορές σε αυτές τις διανομές προτίμησης, π.χ. λόγω των πολιτιστικών διαφορών, είναι απαραίτητες για να εξηγήσουν τις ανώμαλες διαφορές στις μέσες ώρες απασχόλησης και την ανακατανομή. Υποβάλλουμε περαιτέρω εκτεταμένη έκδοση με τις θετική συμπληρωματικότητα στον ελεύθερο χρόνο. Σε αυτή την έκδοση μπορούν να υπάρξουν πολλαπλάσιες ισορροπίες με διαφορετικές διανομές προτίμησης που προκύπτουν ενδογενώς κάτω από την ίδια (πολιτιστική) δομή. Ειδικότερα, μπορεί να υπάρξει μια «Ευρωπαϊκή ισορροπία» με μια πλειοψηφία που αγαπά την αναψυχή, τη γενναιόδωρη ανακατανομή και το χαμηλό μέσο όρο ωρών εργασίας και μια 18

«Αμερικάνικη ισορροπία» με την πλειοψηφία να αγαπά την κατανάλωση την οριακή ανακατανομή και τον υψηλό μέσο όρο ωρών εργασίας. Εκτός από τις συνεισφορές που έχουν ήδη αναφερθεί, οι απόψεις αυτές συσχετίζεται με τις αναφορές των Alesina και Angeletos (2005), και Benabou και Tirole (2006) οι οποίοι παρουσιάζουν επίσης τα πρότυπα με τις πολλαπλές ισορροπίες που διαφέρουν, στις προσπάθειες ανακατανομής και εργασίας. Η πολλαπλότητα των ισορροπιών προκύπτει από την αυτοεκπληρούμενη πεποίθηση σχετικά με τον τρόπο δίκαιων εισοδημάτων Alesina και Angeletos (2005), και, ομοίως, από την προσήλωση των ανθρώπων στην πίστη για έναν δίκαιο κόσμο των Benabou και Tirole (2006). Επιπλέον, οι απόψεις αυτές αφορούν την ταχέως αναπτυσσόμενη βιβλιογραφία για τη βέλτιστη ετερογένεια ανακατανομής και προτίμησης. Οι συνεισφορές σε αυτήν την βιβλιογραφία περιλαμβάνουν τους Sandmo (1993), Cuff (2000), Boadway et al. (2002), Boadway and Pestieau (2003), Blomquist and Christiansen (2004), Schokkaert et al. (2004), Jordahl και Micheletto (2005), Fleurbaey and Maniquet (2006), και τέλος τους Tarkiainen και Tuomala (2007). Όλοι οι προηγούμενοι εστιάζουν στο κανονιστικό ερώτημα πώς οι κυβερνήσεις να αναδιανείμουν τις προτιμήσεις για τον ελεύθερο χρόνο όταν είναι ετερογενείς, ενώ εξετάζουν τη σκέψη πώς οι ετερογενείς προτιμήσεις έχουν επιπτώσεις στην έκταση της ανακατανομής κάτω από τη θέληση της πλειοψηφίας. 2.5. ΑΝΑΨΥΧΗ Μεταξύ των θεωρητικών δεν υπάρχει ομοφωνία του τι συνιστά την αναψυχή. Σύμφωνα με τον Simmons (2000), η αναψυχή θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ευχάριστη και κοινωνική δραστηριότητα η οποία προσπαθεί να αναζωογονήσει το άτομο μέσα από την εμπειρία που αποκτά στον ελεύθερο χρόνο του Ο όρος αναψυχή σημαίνει κυρίως ψυχαγωγία. Η έννοια όμως της ψυχαγωγίας δεν είναι εντελώς σαφής, αφού το κάθε άτομο δίνει σε αυτήν τη δική του διάσταση και ψυχαγωγείται με το δικό του τρόπο. Εύκολα θα μπορούσε κανείς να καταγράψει ένα πλήθος δραστηριοτήτων που ψυχαγωγούν τους ανθρώπους, που ωστόσο παρουσιάζουν μεταξύ τους μια εξαιρετική ετερογένεια. Για παράδειγμα, άλλος ψυχαγωγείται 19

διαβάζοντας βιβλία, άλλος παρακολουθώντας τηλεόραση, ένας τρίτος ψαρεύοντας και κάποιος τέταρτος τρέχοντας στους δρόμους της πόλης. Κάποιοι άλλοι μάλιστα, περισσότερο ριψοκίνδυνοι, ασχολούνται με αθλήματα που εμπεριέχουν υψηλό βαθμό επικινδυνότητας (π.χ. αλεξίπτωτο πλαγιάς, ορειβασία κ.ά.). Παρόλη την ασάφειά της όμως, η αναψυχή αποτελεί κύριο ζητούμενο της σημερινής κοινωνίας, στην οποία άνδρες και γυναίκες εργάζονται συνήθως κάτω από συνθήκες υψηλού ανταγωνισμού και πίεσης, που τους γεμίζει άγχος και τους εξαντλεί. Ο Clawson κατηγοριοποιεί την αναψυχή σε 5 αλληλένδετες αλλά διακριτές φάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται: 1) η προσδοκία από τη δραστηριότητα, 2) το ταξίδι προς τη δραστηριότητα, 3) η δραστηριότητα αυτή καθαυτή, 4) η επιστροφή από τη δραστηριότητα, και 5) η αναπόληση της δραστηριότητας (Clawson και Knetsch, 1966). Οι Driver και Tocher (1970) υποστηρίζουν ότι η αναψυχή περιλαμβάνει τα χαρακτηριστικά: > της δέσμευσης, > της αυτοεπιβράβευσης από τη συμμετοχή, > της ευχαρίστηση από την εμπειρία, > τα προσωπικά χαρακτηριστικά της εμπειρίας, > την ελεύθερη επιλογή, και > την διεξαγωγή της κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου. 2.6. ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Η κατανομή του ελεύθερου χρόνου στις διάφορες δραστηριότητες φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη ζωή των ανθρώπων. Οι παθητικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα η παρακολούθηση της τηλεόρασης, έχουν συνδεθεί με τις καρδιακές παθήσεις (Burazeri, Goda και Kark, 2008). Στον αντίποδα, οι ενεργητικές δραστηριότητες φαίνεται ότι προλαμβάνουν ή συμβάλλουν στη θεραπεία μιας σειράς σωματικών και ψυχικών ασθενειών. Παρά τα πρόδηλα οφέλη 20

όμως, φαίνεται ότι η συμμετοχή των ανθρώπων σε ενεργητικές δραστηριότητες ελευθέρου χρόνου είναι προβληματική. Οι Thompson και Lim (2003) υπογραμμίζουν ότι παρά τις αποδεδειγμένες ευεργετικές επιδράσεις της άσκησης επί της υγείας των πασχόντων από τη νόσο των στεφανιαίων αρτηριών, μόνο το 46% των ασθενών αυτών δραστηριοποιείται αρκετά, ώστε να κερδίσει το σχετικό όφελος. Οι Berger, Pargman και Weinberg (2002) υποδεικνύουν ότι το ήμισυ των ατόμων που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα άσκησης, το εγκαταλείπουν μέσα στους 6 πρώτους μήνες. O Alesina et al. (2005) αναφέρει ότι οι Ευρωπαίοι έχουν έναν μέσο δυνατότερων προτιμήσεων για ελεύθερο χρόνο από ότι οι Αμερικάνοι εξαιτίας της θετικής συμπλήρωσης στον ελεύθερο χρόνο υψηλότερο συνολικό ελεύθερο χρόνο στην Ευρώπη. Ωστόσο, ο Jones et al. (1998) υποστηρίζει ότι οι Έλληνες μαζί με τους Πορτογάλους θεωρούνται ως ο λιγότερο φυσικά δραστήριος πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το 40% των Ελλήνων να αναφέρουν ότι δεσμεύονται σε μη ενεργητικές δραστηριότητες. 2.6.1. ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΠΙΕΣΗΣ ΧΡΟΝΟΥ: ΔΙΑΚΡΙΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Η ύπαρξη φτώχειας σε χρήμα είναι ένα γνωστό φαινόμενο, που υπονοεί ότι κάποιος δεν έχει αρκετά χρήματα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Το να είναι κάποιος «φτωχός σε χρόνο», κατά αναλογία σημαίνει το να μην έχει κάποιος αρκετό χρόνο να κάνει όλα αυτά τα πράγματα που κάποιος άλλος μπορεί να κάνει (Vickery, 1977). Πρόκειται για ένα όλο και πιο συνηθισμένο φαινόμενο στη σύγχρονη κοινωνία. Υπάρχει κάποια διαφωνία για το αν ο χρόνος εργασίας είναι πράγματι αυξανόμενος ή όχι. Όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο συνολικός χρόνος που δαπανάται στην αμειβόμενη εργασία και στις δουλειές του σπιτιού συνεχώς αυξάνονται, καθώς ο αριθμός των εργαζόμενων γυναικών και πιο συγκεκριμένα των ζευγαριών, που αμφότεροι εργάζονται μπαίνουν σε δεύτερη «απασχόληση» μετά από μια γεμάτη μέρα στη δουλειά. Ακόμη και η Επιτροπή Συμβούλων του Προέδρου των ΗΠΑ πάνω σε οικονομικά θέματα (1999) συμφώνησε ότι ο «εύθραυστος χρόνος» είναι μια πραγματικότητα. 21

Ο συμβατικός τρόπος να μετρήσουμε το χρόνο πίεσης είναι απλώς να δούμε στο πόσες ώρες ελεύθερου χρόνου απομένουν στον άνθρωπο. Αυτό ορίζεται ως το χρονικό διάστημα μετά από την αφαίρεση των ωρών που πραγματικά ξοδεύουν σε αναπόφευκτες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής: αμειβόμενη εργασία, δουλειές στο σπίτι και προσωπική φροντίδα (φαγητό, ύπνο, περιποίηση του εαυτού τους και ούτω κάθε εξής). Παρόλα αυτά, αυτή η βασική μεθοδολογία είναι ουσιαστικά εσφαλμένη. Αυτές οι δραστηριότητες μπορεί να είναι απαραίτητες υπό την προϋπόθεση ότι αντιπροσωπεύουν πράγματα που πρέπει να γίνουν. Οι άνθρωποι όμως ξοδεύουν περισσότερο χρόνο από το να κάνουν πράγματα που τους είναι πιο απαραίτητα ή πετυχαίνουν περισσότερο σε αυτά που πραγματικά τους ενδιαφέρουν. Είναι απαραίτητο να δαπανούν κάποιο χρόνο για ύπνο και χρόνο για τα προς το ζην, αλλά οι περισσότεροι κοιμούνται περισσότερο και κερδίζουν περισσότερα χρήματα από ότι τους είναι απολύτως απαραίτητο. Εξετάζοντας ακριβώς πόσο πολύ ή πόσο λίγο χρόνο οι άνθρωποι σπαταλούν, μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για την εκτίμηση του κατά πόσο είναι υπεραπασχολούμενοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (8οΚθγ, 1991). Δεν είναι, παρόλα αυτά, ένας καλός τρόπος να για να προσδιοριστεί αν είναι φτωχοί σε χρόνο. Για την αξιολόγηση «φτώχειας σε χρόνο» πρέπει να διακρίνουμε πόσο χρόνο οι άνθρωποι ξοδεύουν πραγματικά στις απαραίτητες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής από το πόσο χρόνο πρέπει αυστηρά να ξοδέψουν για αυτές. Σκεφτείτε αυτή την αναλογία με μια συνηθισμένη έρευνα: ας φανταστούμε ένα σπάταλο εκατομμυριούχο ο οποίος επέλεξε να ξοδέψει όλα του τα εκατομμύρια και τα περισσότερα σε ιδιαίτερα φαγητά, ένδυση και στέγη. Το γεγονός ότι έχει επιλέξει ο ίδιος να δαπανούνται όλα του τα χρήματά του με αυτό τον τρόπο και έτσι δεν του έχει απομείνει τίποτα, δεν τον κάνει «φτωχό» (Κΐπ οπ, 1988). Έτσι θα πρέπει να αντιμετωπισθεί και η έννοια της «φτώχειας χρόνου», που πρέπει να ορίζεται όχι με όρους του πως οι άνθρωποι ξοδεύουν τον χρόνο και τι πραγματικά τους απομένει, αλλά μάλλον από την σκοπιά της χρονικής ανάγκης: πόσο χρόνο οι άνθρωποι θα πρέπει να δαπανήσουν αυστηρά, σε σύγκριση με αυτόν που έχουν στη διάθεσή τους να ξοδέψουν. Έτσι επιδιώκεται να προσδιοριστούν αυτές οι κρίσιμες μεταβλητές: πόσο χρόνο είναι απολύτως απαραίτητο για τα άτομα σε διαφορετικές κοινωνικές περιστάσεις να ξοδέψουν σε αναπόφευκτες δραστηριότητες, στις δουλειές του σπιτιού και στην προσωπική φροντίδα. Στην εργασία αυτή καταγράφεται το 22

υπόλοιπο, αυτό που έχει απομείνει, μετά από αυτές τις αναγκαιότητες και έχει ορισθεί ως «διακριτική ευχέρεια του χρόνου». Αυτό αντιπροσωπεύει το ποσό του χρόνου που είναι απαραίτητο στους ανθρώπους να κάνουν αυτό που τους ευχαριστεί. Στην πράξη, βεβαίως οι άνθρωποι τείνουν να διαθέσουν μερικό (συχνά και περισσότερο) από το διακριτό τους χρόνο για να πετύχουν περισσότερα από ότι τους είναι απολύτως απαραίτητα. Εργάζονται περισσότερο ως μέσο διαφυγής από τη φτώχεια: σπαταλούν περισσότερο χρόνο σε μια μη αμειβόμενη εργασία και στην προσωπική τους φροντίδα, από ότι να διατηρήσουν τους εαυτούς τους και τα νοικοκυριά τους ως τα ελάχιστα αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα. Αυτό γίνεται επειδή επιλέγουν να ξοδεύουν ένα μέρος του διακριτού τους χρόνου με αυτούς τους τρόπους και δεν υπάρχει λόγος να μην το κάνουν. Το θέμα είναι απλά το εξής: όταν οι άνθρωποι αισθάνονται πίεση του χρόνου, αυτό σημαίνει ότι η πίεση αυτή προέρχεται από δικές τους αποφάσεις, και αποτελεί συνέπεια της επιλογής τους και όχι της ανάγκης τους. Αυτή η διαφορά λοιπόν, μεταξύ του πόσο (πολύ ή λίγο) πραγματικά ελεύθερο χρόνο διαθέτουν οι άνθρωποι, έξω από αμειβόμενες και μη εργασίες και την προσωπική του φροντίδα και πόσο «διακριτικό χρόνο» πραγματικά έχουν, ορίζεται ως «ψευδαίσθηση πίεσης χρόνου». Γενικά, οι άνθρωποι που έχουν τον ελάχιστο διακριτό χρόνο έχουν και τη λιγότερη αυταπάτη. Αυτή είναι η περίπτωση με τους ανύπαντρους γονείς, ιδίως τις μητέρες. Από την άλλη πλευρά, αυτών που οι υποχρεώσεις τους αφήνουν με τον ελάχιστο «ελεύθερο χρόνο», είναι ανεπαρκής στον «διακριτό χρόνο»: είναι η μεγαλύτερη στιγμή «ψευδαίσθησης πίεσης χρόνου». Αυτή είναι η περίπτωση εργαζόμενων ζευγαριών, ειδικά αυτών που δεν έχουν παιδιά. 2.7. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΡΟΤΥΠΟ ΧΡΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ Παρατηρούμε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την αντίληψη για τη ποιότητα ζωής από τα άτομα. Πολλοί συντάκτες έχουν ερευνήσει τις σχέσεις μεταξύ κάθε μιας μεταβλητής για το τι καλείται γενικά ευτυχία, τόσο σε μάκρο όσο και σε μεμονωμένο επίπεδο (δείτε την πολύ καλή σύνθεση των Frey και Stutzer (2002) και Layard (2003) διαλέξεων). Θεωρούμε ότι οι θεωρίες ανάθεσης μπορούν να έχουν μια συμβολή σε 23

μια καλύτερη κατανόηση της μεμονωμένης ευημερίας μέσα στην υπό συνεχή διαμόρφωση εργασία και στο κοινωνικό περιβάλλον, όπως έχουν από παλιά καθιερωμένες θεωρητικές σχέσεις μεταξύ της διαφορετικής αξίας του χρόνου. Μεταξύ αυτών των σχέσεων, βρίσκουμε την προθυμία να πληρώσουμε για να μικρύνουμε το χρόνο ταξιδιού (η αποκαλούμενη αξία της χρονικής αποταμίευσης ταξιδιού), η οποία μπορεί να αποδειχθεί για να συνοψίσει δύο αποτελέσματα: η αξία να κάνει το κάτι άλλο - είτε πρόκειται για ελεύθερος χρόνος ή εργασία - και η εγγενής αξία του χρόνου ταξιδιού. Κατά συνέπεια, η αξία του ελεύθερου χρόνου είναι μεγάλου ενδιαφέροντος για να καταλάβει κανείς πλήρως την επίδραση των προγραμμάτων μεταφορών. Σε τελευταία ανάλυση, η κατανόηση της χρονικής κατανομής είναι ακριβώς ως κατανόηση της ίδιας της ζωής. Μετά από την πρωτοποριακή εργασία του Becker (1965), η χρονική αξία εξετάστηκε σε μια ενιαία διάσταση, δηλαδή ως κόστος ευκαιρίας του χρόνου εργασίας ίσο με το ύψος των μισθών, μια ιδιότητα που ακολούθησε την απουσία χρόνου εργασίας στη χρησιμότητα, επικρίθηκε σύντομα από τον Johnson (1966), τον Oort (1969) και τον Evans (1972). Μέχρι το 1971, ο De Serpa προσδιόρισε τρεις έννοιες της χρονικής αξίας: η αξία του χρόνου ως πόρος, η αξία της ανάθεσης του χρόνου σε μια δραστηριότητα και η αξία του χρόνου αποταμίευσης σε μια περιορισμένη δραστηριότητα. Η πρώτη αντιστοιχεί στην αξία χρημάτων μιας αύξησης στο διαθέσιμο χρόνο. Η δεύτερη είναι η αναλογία μεταξύ της οριακής χρησιμότητας μιας δραστηριότητας και της οριακής χρησιμότητας των χρημάτων, δηλ. η ανταλλαγή μεταξύ της δραστηριότητας και των χρημάτων στο περιθώριο. Η τρίτη, τέλος, είναι η προθυμία να πληρώσει για να μειώσει το (περιορισμένο) χρόνο που ορίζεται σε μια δραστηριότητα, π.χ. η αξία της χρονικής αποταμίευσης ταξιδιού. Όπως προκύπτει, η τελευταία αξία θα είναι μηδέν για κάθε μια από εκείνες τις δραστηριότητες που ορίζονται ελεύθερα για περισσότερος χρόνος από ότι τον ελάχιστο που απαιτείται. Ο De Serpa καθόρισε αυτές ως δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, και να έχουν την ιδιότητα της ανάθεσης της ίδιας αξίας στο περιθώριο, διαφορετικά ο χρόνος θα μετατοπιστεί από τις λιγότερο στις περισσότερο πολύτιμες δραστηριότητες. Αυτή η ενιαία αξία είναι ακριβώς η αξία του χρόνου ως πόρος, ο οποίος, λόγω αυτού, είναι επίσης γνωστός ως αξία του ελεύθερου χρόνου. Αυτή η αξία είναι όχι μόνο ενδεικτική της καθαρής αντίληψης από το χρόνο, αλλά είναι και μέρος της προθυμίας να πληρώσει για να μειώσει τις εξωγενώς περιορισμένες δραστηριότητες, οι οποίες είναι στην καρδιά της αξιολόγησης των προγραμμάτων 24

στους τομείς ως μεταφορά. Μέχρι τώρα, η αξία του ελεύθερου χρόνου, ποτέ δεν έχει υπολογιστεί εμπειρικά από τα μοντέλα συμπεριφοράς των καταναλωτών με μια μικροοικονομική βάση που περιλαμβάνει το χρόνο που ορίζεται στις δραστηριότητες. Αυτό είναι η κύρια συμβολή αυτού του κειμένου. Έχουν υπάρξει άλλες προσπάθειες στον υπολογισμό της αξίας του ελεύθερου χρόνου από άλλες πλευρές, συμπεριλαμβανομένων των τομέων του νοικοκυριού και της εργασίας. Παραδείγματος χάριν, ο Alvarez-Farizo et al. (2001) προσδιορίστε τη χρονική αποταμίευση ταξιδιού με τη δραστηριότητα στον προορισμό, ο οποίος τους κάνει να συνδέσουν την αξία του ελεύθερου χρόνου στην αξία του χρόνου που ορίζεται σε ένα ταξίδι ελεύθερου χρόνου χρησιμοποίησαν την ενδεχομενική εκτίμηση για να υπολογίσουν αυτήν την αξία. Η γενική ένωση μεταξύ του χρόνου που διορίζεται σε ένα ταξίδι και του προορισμού είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμος, δεδομένου ότι ο χρόνος ταξιδιού μπόρεσε επίσης να συνδεθεί με τη δραστηριότητα στην προέλευση, μια ασάφεια που προκύπτει ακριβώς λόγω της έλλειψης μιας μικροοικονομικής προσέγγισης καταναλωτικής συμπεριφοράς. Εντούτοις, αυτό είναι μια εύλογη προσέγγιση στη ειδική περίπτωση των ταξιδιών ελεύθερου χρόνου. Οι Lee και Kim (2005) καθιστούν την αξία του ελεύθερου χρόνου ίση με την αμοιβή επιφύλαξης, και αναπτύσσουν μια μέθοδο για να την υπολογίσουν με τη βοήθεια ενός προτύπου οπισθοδρόμησης μετατροπής με την ενδογενή μετατροπή, η οποία εφαρμόζεται στις πληροφορίες που συλλέγονται μέσω των συνεντεύξεων για την προθυμία να μειωθεί ο εβδομαδιαίος αριθμός ωρών στην εργασία. Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία από το 1997 και το 1998, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η οικονομική κρίση στην Ασία προκάλεσε μια μη-αμελητέα μείωση της αξίας του ελεύθερου χρόνου. Οι Aguiar και Hurst (2006) εξέτασαν την έγκαιρη χρήση τάσεων και πρότειναν μια έννοια του ελεύθερου χρόνου που χρησιμοποιεί ο Becker (1965), όπου η χρησιμότητα εξαρτάται από την κατανάλωση προϊόντων, τα οποία απαιτούν το χρόνο και τα αγαθά να παραχθούν. Τα προϊόντα ελεύθερου χρόνου θα ήταν εκείνα όπου ο χρόνος δεν μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα από τα αγαθά. Τέτοιος καθορισμός εγκαταλείφθηκε έπειτα υπέρ της απλούστερης (αλλά λιγότερο αυστηρής) έννοιας ενός αυθαίρετου χρονικού συνόλου. Αξίζει τη θεωρητική ανάλυση του Shaw (1992), η οποίο καθιστά μια περίπτωση για ένα κόστος ευκαιρίας του χρόνου ενός ατόμου διαφορετική από το ποσοστό αμοιβών. Σε αυτό το άρθρο, χρησιμοποιούμε μια γενική προσέγγιση καταναλωτικής συμπεριφοράς για να παράγουμε ένα σύστημα εξισώσεων και να διαμορφώσουμε το 25

χρόνο που ορίζεται σε όλες τις δραστηριότητες έτσι ώστε να υπολογίσουμε την αξία του ελεύθερου χρόνου και την αξία του χρόνου που ορίζεται στην εργασία από τα σύνολα δεδομένων που περιλαμβάνουν το αρκετά λεπτομερές, αλλά μη επιζήμιο επίπεδο των πληροφοριών για τη χρονική ανάθεση δραστηριότητας. Αυτά τα σύνολα δεδομένων συλλέχθηκαν στις πόλεις Καρλσρούη, Γερμανία (Axhausen et al., 2002) και Σαντιάγο, Χιλή (Jara-Diaz et al., 2004), και στο Καντόνιο Thurgau, Ελβετία (Lochl et al., 2005), χρησιμοποιώντας τις διαφορετικές μεθόδους και τα διαφορετικά επίπεδα λεπτομέρειας σχετικά με τις δραστηριότητες και το εισόδημα. Η διατύπωση ακολουθεί το γενικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε από τον Jara-Diaz (1998a, b) όπου επεκτείνει και διορθώνει το περιορισμένο πρότυπο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους Jara-Diaz και Guevara (2003) που παρήγαγαν μια εξίσωση ανεφοδιασμού εργασίας που εξαρτήθηκε μόνο από το κόστος ταξιδιού και το χρόνο εκτός από το ποσοστό αμοιβών (δείτε επίσης Munizaga et al., 2006, για μια βελτιωμένη οικονομετρική εκτίμηση). Το πρότυπο που παρουσιάζεται εδώ εξετάζει όλες τις δραστηριότητες, το οποίο παράγει ένα σύστημα των συνεχών εξισώσεων για τις απεριόριστες λειτουργίες των συνολικών δεσμευμένων δαπανών και toy δεσμευμένου συνολικού χρόνου εκτός από το ποσοστό των μισθών. Το πρότυπο σύστημα χρησιμοποιείται για να υπολογίσει την αξία του ελεύθερου χρόνου και την αξία του χρόνου που ορίζεται στην εργασία για τα τρία δείγματα, τα οποία συγκρίνονται χρησιμοποιώντας τα αντίστοιχα ποσοστά αμοιβών ως αναφορά. 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ 3.1. ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ Ο όρος «ποιότητα ζωής» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε «αντικειμενικές» συνθήκες ζωής, όπως η τρέχουσα ή η πρόσφατη λειτουργία, εξωτερικές συνθήκες διαβίωσης, πρόσβαση σε πηγές και ευκαιρίες σε διάφορους τομείς- αλλά και σε «υποκειμενικούς» δείκτες ευημερίας -συμπεριλαμβανομένης και της τρέχουσας ικανοποίησης με διάφορους τομείς της ζωής αλλά και συνολικής της ζωής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (1996) έχει ορίσει την ποιότητα ζωής ως το πώς ένα άτομο αντιλαμβάνεται τη θέση του στη ζωή, στο πλαίσιο του πολιτισμού και των αξιών του συστήματος στο οποίο ζει, σε σχέση με τους στόχους, τις προσδοκίες, τα πρότυπα και τις ανησυχίες του. Φαίνεται λοιπόν ότι η ποιότητα ζωής αποτελεί για μια ευρεία και πολυδιάστατη έννοια, που επηρεάζεται από τη σωματική υγεία, την ψυχολογική κατάσταση, το επίπεδο αυτονομίας και τις κοινωνικές σχέσεις. Η αναζήτηση της ποιότητας ζωής έχει καταστεί μια αυξανόμενη ανησυχία για τα άτομα, τις κοινότητες και τις κυβερνήσεις που επιδιώκουν να βρουν και να διατηρήσουν ικανοποίηση, ευτυχία και πίστη στο μέλλον, σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο (Compton, 1997; Eckersley, 1999; Mercer, 1994). Ως εκ τούτου, οι ερευνητές δείχνουν όλο και περισσότερο αυξημένο ενδιαφέρον με την ταυτοποίηση και μέτρηση των βασικών δεικτών, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ποιότητα ζωής. Η έννοια της ποιότητας της ζωής μπορεί επίσης να θεωρηθεί και ως ένα εργαλείο της υγείας, το οποίο χρησιμοποιείται για να αξιολογήσει τις αλλαγές στην κατάσταση υγείας των ανθρώπων. Διάφορες ερευνητικές εργασίες έδειξαν ότι η αντιλαμβανόμενη κατάσταση της υγείας και η ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την υγεία, είναι συνδεδεμένες με το μέλλον της υγείας των ανθρώπων, τη λειτουργία τους, ακόμα και με τη θνησιμότητα (Kaplan et al., 1996; Tuomi et al., 1997). Καλή απόδοση σε φυσικές δραστηριότητες αποτελεί προϋπόθεση για την ανεξαρτησία, τη διατήρηση της ποιότητας ζωής και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής (Nguyen et al., 1996; Cooper, 1997; Gignac et al., 27

2000; Wang and Badley, 2002). Περιορισμός της δραστηριότητας έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί και περιορισμούς στην καθημερινή ζωή (Guralnik et al., 2001), με αυξημένη εξάρτηση από τους άλλους και ανάγκη για βοήθεια με προσωπική φροντίδα και οικιακές εργασίες (Pasco et al., 2005) και μακροπρόθεσμα, ένα αυξανόμενο κίνδυνο για θεσμοθετημένη περίθαλψη (Sernbo & Johnell, 1993). Αρκετοί συγγραφείς έχουν τεκμηριώσει τις θετικές σχέσεις μεταξύ εμπλεκομένων με τις δραστηριότητες κατά τον ελεύθερο χρόνο (Baldwin & Tinsley, 1988), τα αθλήματα (Wankel & Berger, 1990), τη σωματική άσκηση (Dowall et al., 1988) και τη βελτίωσης της ποιότητας ζωής. Ένα από τα πιο δημοφιλή όργανα για τη μέτρηση της ποιότητας ζωής είναι η RAND-36 (Hays, Sherbourne, και Mazel, 1993). Το RAND-36 αποτελείται από 36 ερωτήσεις που συνιστούν 8 παράγοντες. Η συλλογή των απαντήσεων γίνεται με διαφόρων βαθμών κλίμακες, οι οποίες εντέλει βαθμολογούν σε μια κλίμακα από το 0 έως το 100 την κάθε ερώτηση. ΖΩΗΣ 3.2. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ, ΑΝΑΨΥΧΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ Πολλές μελέτες έχουν επικεντρωθεί στην αναψυχή και στη σχέση της με την ποιότητα ζωής θεωρώντας την αναψυχή ως «ποσότητα μη εργάσιμου χρόνου», «ελεύθερο χρόνο δραστηριότητας» και «πρόσβαση σε εγκαταστάσεις αναψυχής» (Kernan και Unger, 1987; Moller, 1992). Όμως τα αποτελέσματα των ερευνητικών αυτών εργασιών διαφέρουν και ενώ πολλές εργασίες υποδεικνύουν μια θετική σχέση μεταξύ της αναψυχής και της ποιότητας ζωής, άλλες εργασίες δεν προσδιορίζουν την ύπαρξη συσχέτισης (Allen, 1991). Φαίνεται ότι η αποσαφήνιση της σχέσης αυτής απαιτεί την επίλυση των δύο ζητημάτων. Το πρώτο είναι η φύση ή το περιεχόμενο της αναψυχής που συνδέεται με την ποιότητα της ζωής. Για παράδειγμα, ο Osborne (1992) αναφέρθηκε ότι η ποιότητα ζωής έχει αποδειχθεί ότι περιλαμβάνει τόσο «τις συνθήκες της ζωής» όσο και «την εμπειρία της ζωής». Το δεύτερο αφορά τα κριτήρια με τα οποία ο τομέας της αναψυχής είναι μετρήσιμος. Μια προσέγγιση είναι να χρησιμοποιηθούν αντικειμενικά κριτήρια (π.χ. η συχνότητα χρήσης των αστικών πάρκων, των 28

αθλητικών εγκαταστάσεων ή υπηρεσιών), που αποσκοπούν στη μέτρηση αναψυχής όσον αφορά την εξωτερική εμπειρία του ατόμου (Allen,1991). Μια άλλη προσέγγιση είναι η χρήση υποκειμενικών κριτηρίων, τα οποία επιδιώκουν να μετριάσουν τον ελεύθερο χρόνο σε σχέση με την εξωτερική εμπειρία του ατόμου (Ragheb & Tate, 1993). 3.3. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ Η αναζήτηση της ποιότητας ζωής έχει γίνει μια αυξανόμενη ανησυχία για τα άτομα, τις κοινότητες και τις κυβερνήσεις που επιδιώκουν να βρουν και να στηρίξουν την ικανοποίηση, την ευτυχία και μια πίστη στο μέλλον σε έναν μεταβαλλόμενο με γρήγορους ρυθμούς κόσμο (Compton 1997, Eckersley 1999, Mercer 1994). Επομένως, οι ερευνητές ασχολούνται όλο και περισσότερο με τον προσδιορισμό και τη μέτρηση των βασικών δεικτών που θα ενισχύσουν την ποιότητα ζωής. Πολλές μελέτες έχουν περιλάβει τις επιλεγμένες ιδιότητες του ελεύθερου χρόνου όπως «ποσότητα χρόνου έξω από την εργασία», «δραστηριότητες εναπομένοντος χρόνου» και «πρόσβαση σε εγκαταστάσεις αναψυχής» για τις αξιολογήσεις της ποιότητας ζωής (Kernan και Unger, 1987; Moller, 1992). Εντούτοις, τα αποτελέσματα ποικίλλουν και ενώ διάφορες αναφορές προτείνουν μια θετική σχέση μεταξύ του ελεύθερου χρόνου και της ποιότητας ζωής, άλλες όχι (Allen, 1991). Φαίνεται ότι η διευκρίνιση αυτής της σχέσης απαιτεί τη διάκριση μεταξύ δύο ζητημάτων. Ο πρώτος είναι η φύση ή το περιεχόμενο του ελεύθερου χρόνου όπως αφορά την ποιότητα ζωής. Για παράδειγμα, ο Obsorne (1992) ανέφερε ότι η ποιότητα ζωής έχει αποδειχθεί ότι περιλαμβάνει τους «όρους της ζωής» καθώς και την «εμπειρία της ζωής». Συνεπώς σε αυτή τη μελέτη οι όροι «εστίαση στον τόπο» (συνθήκες) και «εστίαση στο άτομο» (εμπειρίες) (Compton, 1997) χρησιμοποιήθηκαν για να προσδιορίσουν τις προοπτικές του Obsorne, στο πλαίσιο ελεύθερου χρόνου. Το δεύτερο ζήτημα περιλαμβάνει τα κριτήρια από τα οποία η περιοχή ελεύθερου χρόνου μετριέται. Μια προσέγγιση είναι να χρησιμοποιηθούν τα αντικειμενικά κριτήρια (π.χ. συχνότητα της χρήσης των αστικών πάρκων, των αθλητικών 29

εγκαταστάσεων ή των υπηρεσιών) που επιδιώκουν να μετρήσουν τον ελεύθερο χρόνο (Allen, 1991). Μια άλλη προσέγγιση είναι να χρησιμοποιηθούν τα υποκειμενικά κριτήρια, τα οποία επιδιώκουν να μετρήσουν τον ελεύθερο χρόνο στους όρους σχετικούς με την εμπειρία του ατόμου (π.χ., στάση απέναντι στον ελεύθερο χρόνο και ικανοποίηση ελεύθερου χρόνου) (Ragheb και Tate,1993). Παραδοσιακά, τα αντικειμενικά κριτήρια εξισώθηκαν με η προοπτική και τα υποκειμενικά κριτήρια με την πρόσωπο-κεντροθετημένη προοπτική (Compton, 1997). Εντούτοις, ίσως και οι δύο προσεγγίσεις είναι πάρα πολύ απλοϊκές. Μια λύση μπορεί να είναι να κατασκευαστούν τα αντικειμενικά μέτρα και οι θέσεις και των πρόσωποκεντροθετημένων ιδιοτήτων ελεύθερου χρόνου και επίσης να χρησιμοποιηθούν τα υποκειμενικά κριτήρια και για τα δύο. Για παράδειγμα, είναι χρήσιμο να θεωρηθούν αυτές οι περιοχές και τα κριτήρια μέτρησης ως διαστάσεις μιας μήτρας, σε τέσσερα πιθανά αξιολογικά πλαίσια που περιλαμβάνονται μέσα στο: Θέση-Στόχος, Θέση- Υποκειμενικός, Πρόσωπο-Στόχος και Πρόσωπο-Υποκειμενικός (πίνακας 1). Ένα επιχείρημα που προβάλλεται για την εξαίρεση των αντικειμενικών και υποκειμενικών μέτρων στη μια μελέτη είναι ότι η συμβατότητα μεταξύ των δύο συνόλων αποτελεσμάτων είναι σπάνια και επομένως μη χρήσιμη (Osborne, 1992). Αντίθετα, ο Mercer (1994) πρότεινε ότι η αντιληπτή ανικανότητα να συμφιλιωθεί η αξιολόγηση των αντικειμενικών κριτηρίων με τους υποκειμενικούς δείκτες αφορούσε μια αρχική αποτυχία για να αναπτυχθεί μια αρκετά ευρεία, περιεκτική και εύκαμπτη σειρά των δεικτών για να καταστήσει τις συνδέσεις πιθανές. Αυτό το έγγραφο προτείνει ότι οποιαδήποτε εξέταση του ελεύθερου χρόνου και της ποιότητας ζωής πρέπει να περιλάβει και τις μεταβλητές ελεύθερου χρόνου: περιεχομένου (θέση) και εμπειρίας (πρόσωπο). Επιπλέον, η μέτρηση αυτών των μεταβλητών πρέπει να συνδυάσει και αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια εάν τα αποτελέσματα αντιπροσωπεύουν με ακρίβεια τη φύση και τη δύναμη της σχέσης μεταξύ του ελεύθερου χρόνου και της ποιότητας ζωής. ΠΤΝΑΚΑΣ 1 Σχέση μεταξύ ελεύθερου χρόνου και ποιότητας ζωής Περιεχόμενο Αντικειμενικά κριτήρια Υποκειμενικά κριτήρια 30