ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΡΟΕΣ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ Μια ανοιχτή οικονομία δημιουργεί δύο ειδών αλληλεπιδράσεις με τις άλλες οικονομίες: Πρώτον, αγοράζει και πουλά αγαθά και υπηρεσίες στις παγκόσμιες αγορές προϊόντων και Δεύτερον, αγοράζει και πουλά κεφαλαιουχικά περιουσιακά στοιχεία, όπως μετοχές και ομόλογα, στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η ροή αγαθών και υπηρεσιών: Εξαγωγές, εισαγωγές και καθαρές εξαγωγές Οι καθαρές εξαγωγές, οποιασδήποτε χώρας, είναι η αξία των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της, μείον την αξία των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της. Επειδή οι καθαρές εξαγωγές μας δείχνουν αν μια χώρα είναι συνολικά πωλητής ή αγοραστής στις παγκόσμιες αγορές για αγαθά και υπηρεσίες, οι καθαρές εξαγωγές ονομάζονται επίσης εμπορικό ισοζύγιο. Εμπορικό πλεόνασμα: το υπερβάλλον μέγεθος των εξαγωγών, έναντι των εισαγωγών. Εμπορικό έλλειμμα: το υπερβάλλον μέγεθος των εισαγωγών, έναντι των εξαγωγών. Ισοσκελισμένο εμπορικό ισοζύγιο: όταν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ισούνται με τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.
Η ροή κεφαλαίων: Καθαρή εκροή κεφαλαίων Καθαρή εκροή κεφαλαίων καλείται η αγορά ξένων περιουσιακών στοιχείων από ντόπιους, μείον την αγορά εγχώριων περιουσιακών στοιχείων, από ξένους. Αυτό μερικές φορές ονομάζεται καθαρές ξένες επενδύσεις. Η ροή κεφαλαίων στο εξωτερικό έχει δύο μορφές: Αν η Γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία Renault ανοίξει ένα εργοστάσιο στη Ρουμανία, τότε έχουμε άμεση ξένη επένδυση. Αν ένας Γάλλος πολίτης αγοράσει μετοχές μιας Ρουμανικής εταιρείας, τότε έχουμε ξένη επένδυση χαρτοφυλακίου. Και στις δύο περιπτώσεις, οι Γάλλοι κάτοικοι αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία, που βρίσκονται σε άλλη χώρα, άρα και οι δυο αυτές αγορές αυξάνουν την καθαρή εκροή κεφαλαίων της Γαλλίας.
Η ισότητα των καθαρών εξαγωγών και της καθαρής εκροής κεφαλαίων Μια ανοιχτή οικονομία αλληλοεπιδρά με τον υπόλοιπο κόσμο με δύο τρόπους στις παγκόσμιες αγορές για αγαθά και υπηρεσίες και στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι καθαρές εξαγωγές μετρούν μια έλλειψη ισορροπίας, μεταξύ των εξαγωγών και των εισαγωγών μιας χώρας. Η καθαρή εκροή κεφαλαίων μετρά μια έλλειψη ισορροπίας, μεταξύ της ποσότητας ξένων περιουσιακών στοιχείων, που αγοράζουν ημεδαποί κάτοικοι και της ποσότητας εγχώριων περιουσιακών στοιχείων, που αγοράζουν αλλοδαποί.
Η ισότητα των καθαρών εξαγωγών και της καθαρής εκροής κεφαλαίων Σε μια οικονομία, αυτές οι ανισορροπίες πρέπει να αντισταθμίζουν η μία την άλλη. Δηλαδή, η καθαρή εκροή κεφαλαίων (NCO) να ισούται πάντα με τις καθαρές εξαγωγές (NX): NCO = NX Αυτή η εξίσωση ισχύει, επειδή κάθε συναλλαγή, που επηρεάζει τη μία πλευρά της εξίσωσης, πρέπει επίσης να επηρεάζει την άλλη πλευρά, κατά το ίδιο ακριβώς ποσό.
Η ισότητα των καθαρών εξαγωγών και της καθαρής εκροής κεφαλαίων Μια Βρετανική εταιρεία (η BP) δίνει καύσιμα αεροσκαφών σε μια Γιαπωνέζικη εταιρεία και μια Γιαπωνέζικη εταιρεία δίνει γιεν σε μια Βρετανική εταιρεία. Παρατηρήστε ότι συμβαίνουν δύο πράγματα, ταυτόχρονα. Η Μεγάλη Βρετανία πούλησε σε έναν ξένο ένα μέρος της παραγωγής της (τα καύσιμα) και αυτή η πώληση αυξάνει τις καθαρές εξαγωγές της Μεγάλης Βρετανίας. Επιπλέον, η Μεγάλη Βρετανία έχει αποκτήσει κάποια ξένα περιουσιακά στοιχεία (τα γιεν) και αυτή η απόκτηση αυξάνει την καθαρή εκροή κεφαλαίων της Μεγάλης Βρετανίας.
Αποταμίευση και επένδυση και η σχέση τους στις διεθνείς ροές Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της οικονομίας (Υ) χωρίζεται σε τέσσερα συστατικά στοιχεία: κατανάλωση (C), επένδυση (I), δημόσιες δαπάνες (G) και καθαρές εξαγωγές (ΝX): Y = C + I + G + NX Αν αναδιατάξουμε την παραπάνω εξίσωση, παίρνουμε: Y - C - G = I + NX S = I + NX Επειδή οι καθαρές εξαγωγές (ΝX) ισούνται επίσης με την καθαρή εκροή κεφαλαίων (NCO), η εξίσωση έχει ως εξής: S = I + NCO Όπου, η αποταμίευση μιας χώρας, πρέπει να ισούται με την εγχώρια επένδυση, συν την καθαρή εκροή κεφαλαίων της. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι το στοιχείο, που βρίσκεται και στις δύο πλευρές της ταυτότητας.
ΠΙΝΑΚΑΣ 11.1: Διεθνείς Ροές Αγαθών και Κεφαλαίου: Περίληψη
Αποταμίευση και επένδυση και η σχέση τους στις διεθνείς ροές Έστω, μια χώρα με πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου, όπου εξ ορισμού αυτό σημαίνει ότι η αξία των εξαγωγών υπερβαίνει την αξία των εισαγωγών. Οι καθαρές εξαγωγές (NX) είναι μεγαλύτερες από μηδέν. Κατά συνέπεια, το εισόδημα (Υ = C + I + NX) πρέπει να είναι μεγαλύτερο από την εγχώρια δαπάνη (C + I + G). Αλλά, αν το Υ είναι μεγαλύτερο από τη δαπάνη C + I + G, τότε η αποταμίευση S = Y C G πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την επένδυση I. Επειδή η χώρα αποταμιεύει περισσότερα απ' όσα επενδύει, πρέπει να στείλει μέρος της αποταμίευσής της στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει, ότι η καθαρή εκροή κεφαλαίων πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το μηδέν.
ΤΙΜΕΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ Οι διεθνείς τιμές συμβάλλουν στο συντονισμό των αποφάσεων των καταναλωτών και των παραγωγών, καθώς αλληλοεπιδρούν στις παγκόσμιες αγορές. Οι δύο πιο σημαντικές διεθνείς τιμές είναι: Οι ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες και Οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες.
ΤΙΜΕΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ Η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία είναι η τιμή, με την οποία μπορεί κάποιος να ανταλλάξει το νόμισμα μιας χώρας, με το νόμισμα μιας άλλης. Για παράδειγμα, στις τράπεζες υπάρχουν πίνακες με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και εκεί μπορεί να δείτε την συναλλαγματική ισοτιμία 125 γιεν, για κάθε ευρώ. Μια συναλλαγματική ισοτιμία μπορεί να εκφραστεί με δύο τρόπους. Αν η συναλλαγματική ισοτιμία είναι 125 γιεν/ευρώ, Επίσης ισχύει ότι είναι 1/125 (= 0,008) ευρώ/γιεν.
ΤΙΜΕΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ Αν η συναλλαγματική ισοτιμία αλλάζει, έτσι ώστε, με ένα ευρώ : Να μπορούμε να αγοράσουμε μεγαλύτερη ποσότητα από ένα άλλο νόμισμα, αυτή η αλλαγή ονομάζεται ανατίμηση του ευρώ. Να μπορούμε να αγοράσουμε μικρότερη ποσότητα από ένα άλλο νόμισμα, αυτή η αλλαγή ονομάζεται υποτίμηση του ευρώ.
ΤΙΜΕΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία είναι η τιμή, στην οποία ένα άτομο μπορεί να ανταλλάξει αγαθά και τις υπηρεσίες μιας χώρας, με αγαθά και τις υπηρεσίες άλλης χώρας. Για παράδειγμα, έστω ότι: Ψωνίζετε και ανακαλύπτετε ότι ένα κιλό Ελβετικού έμενταλ έχει διπλάσια τιμή από ένα κιλό Αγγλικού τσένταρ. Θα λέγαμε τότε, ότι η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία είναι ½ κιλό Ελβετικού τυριού, ανά κιλό Αγγλικού τυριού.
ΤΙΜΕΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ Οι πραγματικές και οι ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες σχετίζονται στενά. Έστω ότι, ένα κιλό Βρετανικού σιταριού πωλείται αντί 1 και ένα κιλό Ευρωπαϊκού σιταριού πωλείται αντί 3. Ποια είναι η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, μεταξύ Βρετανικού και Ευρωπαϊκού σιταριού; Χρησιμοποιούμε την ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία, ώστε να μετατρέψουμε τις τιμές σε ένα κοινό νόμισμα. Αν η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία είναι 2, ανά λίρα, τότε η τιμή για το Βρετανικό σιτάρι αντιστοιχεί σε 2, ανά κιλό. Το Ευρωπαϊκό σιτάρι, όμως, πωλείται αντί 3 το κιλό, άρα το Βρετανικό σιτάρι κοστίζει όσο τα 2/3 του Ευρωπαϊκού σιταριού. Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία είναι 2/3 του κιλού του Ευρωπαϊκού σιταριού, ανά κιλό Βρετανικού σιταριού.
ΤΙΜΕΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ Πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία = (Ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία x Εγχώρια τιμή) / (Ξένη τιμή) Γιατί όμως έχει σημασία η πραγματική ισοτιμία συναλλάγματος; Η πραγματική ισοτιμία συναλλάγματος είναι βασικός καθοριστικός παράγοντας των εξαγωγών και των εισαγωγών μιας χώρας.
ΤΙΜΕΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ Όταν οι μακρο-οικονομολόγοι εξετάζουν μια οικονομία στο σύνολο της, επικεντρώνονται στις συνολικές τιμές και όχι στις τιμές μεμονωμένων προϊόντων. Για να μετρήσουν, δηλαδή, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, χρησιμοποιούν δείκτες τιμών, όπως το δείκτη τιμών καταναλωτή, οι οποίοι μετρούν την τιμή ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών. Πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία = (e x P) / P* Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, μετρά την τιμή ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών, που διατίθενται στο εσωτερικό, σε σχέση με ένα καλάθι αγαθών και υπηρεσιών, που διατίθενται στο εξωτερικό.
ΙΣΟΤΙΜΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ (PURCHASING POWER PARITY, PPP) θα αναπτύξουμε την απλούστερη θεωρία συναλλαγματικών ισοτιμιών, την ισοτιμία της αγοραστικής δύναμης (PPP). Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι μια μονάδα οποιουδήποτε νομίσματος, θα πρέπει να μπορεί να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών, σε όλες τις χώρες.
Η βασική λογική της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης Η θεωρία της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης βασίζεται σε μια αρχή, που ονομάζεται νόμος της μίας τιμής: Θεωρεί ότι ένα αγαθό πρέπει να πωλείται με την ίδια τιμή παντού, αλλιώς θα υπάρχουν ευκαιρίες για κέρδος, που μένουν ανεκμετάλλευτες. Ας δούμε πώς ο νόμος της μίας τιμής εφαρμόζεται στη διεθνή αγορά. Αν με ένα ευρώ (ή οποιοδήποτε άλλο νόμισμα), μπορούσε κανείς να αγοράσει περισσότερο καφέ στη Γερμανία, απ' ότι στην Ιαπωνία, οι διεθνείς έμποροι θα μπορούσαν να κερδίσουν, αγοράζοντας καφέ από τη Γερμανία και πουλώντας τον στην Ιαπωνία. Αυτή η εξαγωγή καφέ από τη Γερμανία στην Ιαπωνία, θα μπορούσε να αυξήσει τη Γερμανική τιμή του καφέ και να μειώσει τη Γιαπωνέζικη τιμή.
Η βασική λογική της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης Αντίστροφα, αν με ένα ευρώ μπορούσε κανείς να αγοράσει περισσότερο καφέ στην Ιαπωνία, απ' ότι στη Γερμανία, οι έμποροι θα μπορούσαν να αγοράζουν καφέ από την Ιαπωνία και να τον πωλούν στη Γερμανία. Αυτή η εισαγωγή καφέ στη Γερμανία από την Ιαπωνία, θα μείωνε την τιμή του καφέ στη Γερμανία και θα την αύξανε στην Ιαπωνία. Τελικά, ο νόμος της μίας τιμής μας λέει ότι, με ένα ευρώ πρέπει κανείς να αγοράζει την ίδια ποσότητα καφέ, σε όλες τις χώρες. Αυτή η λογική μας οδηγεί στη θεωρία της ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, όπου, ένα νόμισμα πρέπει να έχει την ίδια αγοραστική δύναμη, σε όλες τις χώρες.
Συνέπειες της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης Ας σκεφτούμε ότι η Γερμανία είναι η εγχώρια οικονομία. Έστω ότι: P το επίπεδο τιμών στη Γερμανία (μετριέται σε ευρώ), Ρ* είναι το επίπεδο τιμών στην Ιαπωνία (μετριέται σε γιεν), e η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία (ο αριθμός των γιεν, που απαιτούνται για την αγορά ενός ευρώ). Ας αναλογιστούμε, τώρα, την ποσότητα αγαθών, που μπορεί κανείς να αγοράσει με ένα ευρώ στη Γερμανία και στο εξωτερικό. Στη Γερμανία, το επίπεδο τιμών είναι P, άρα η αγοραστική δύναμη του 1 στη Γερμανία είναι 1/Ρ. Στο εξωτερικό, ένα ευρώ μπορεί να ανταλλαχθεί με e μονάδες ξένου νομίσματος, οι οποίες με τη σειρά τους έχουν αγοραστική δύναμη e / P*.
Συνέπειες της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης Για να είναι ίδια στις χώρες η αγοραστική δύναμη ενός ευρώ, πρέπει να έχουμε: 1/Ρ = e / P* Με αναδιάταξη, αυτή η εξίσωση δίνει: 1 = eρ / P* Παρατηρήστε ότι η αριστερή πλευρά αυτής της εξίσωσης είναι μια σταθερά και η δεξιά είναι η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία. Ως εκ τούτου, αν η αγοραστική δύναμη του ευρώ είναι πάντα η ίδια στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία η σχετική τιμή των εγχώριων και των ξένων αγαθών δεν μπορεί να αλλάξει.
Συνέπειες της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης Mπορούμε να αναδιατάξουμε την τελευταία εξίσωση, ώστε να λύσουμε ως προς την ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία: E = P* / Ρ Αυτό σημαίνει, ότι η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία ισούται με το λόγο: Του επιπέδου τιμών στο εξωτερικό (μετριέται σε μονάδες ξένου νομίσματος), προς Το επίπεδο τιμών στο εσωτερικό (μετριέται σε μονάδες εγχώριου νομίσματος). Μια βασική συνέπεια αυτής της θεωρίας, είναι ότι οι ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες αλλάζουν, όταν αλλάζουν τα επίπεδα τιμών.
Συνέπειες της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης Επειδή η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία εξαρτάται από τα επίπεδα τιμών, εξαρτάται επίσης από την προσφορά και τη ζήτηση χρήματος, σε κάθε χώρα. Όταν μια κεντρική τράπεζα, σε οποιαδήποτε χώρα, αυξάνει την προσφορά χρήματος και αναγκάζει το επίπεδο τιμών να αυξηθεί, προκαλεί υποτίμηση του νομίσματος της χώρας, σε σχέση με τα νομίσματα άλλων χωρών. Με άλλα λόγια, όταν η κεντρική τράπεζα εκτυπώνει μεγάλες ποσότητες χρήματος, αυτό το χρήμα χάνει την αξία του: Tόσο ως προς τα αγαθά και τις υπηρεσίες, που μπορεί να αγοράσει, Όσο και ως προς την ποσότητα άλλων εθνικών νομισμάτων, που μπορεί να αγοράσει.
Περιορισμοί της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης Υπάρχουν δύο λόγοι, γιατί η θεωρία της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης δεν ισχύει πάντα στην πράξη. Ο πρώτος λόγος είναι ότι πολλά αγαθά δεν είναι εμπορεύσιμα, εύκολα. Για παράδειγμα, οι κομμώσεις είναι πιο ακριβές στο Παρίσι, απ ότι στη Νέα Υόρκη. Ο δεύτερος λόγος, είναι επειδή, ακόμα και τα εμπορεύσιμα αγαθά, δεν είναι πάντα τέλεια υποκατάστατα παρόμοιων αγαθών, όταν παράγονται σε άλλες χώρες. Για παράδειγμα, ορισμένοι καταναλωτές προτιμούν τα Γερμανικά αυτοκίνητα και άλλοι προτιμούν τα Γιαπωνέζικα.
Περιορισμοί της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης Επιπλέον, οι προτιμήσεις του καταναλωτή μπορεί να αλλάξουν, με την πάροδο του χρόνου. Αν τα Γερμανικά αυτοκίνητα γίνονταν ξαφνικά πιο δημοφιλή, η αύξηση στη ζήτηση θα προκαλούσε άνοδο στην τιμή των Γερμανικών αυτοκίνητων, σε σύγκριση με τα Γιαπωνέζικα. Η θεωρία της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης καταφέρνει να παρέχει μια χρήσιμη αφετηρία, για την κατανόηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η βασική λογική είναι πειστική: Όσο η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία παρεκκλίνει από το επίπεδο της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης, Τόσο οι άνθρωποι έχουν περισσότερα κίνητρα να εξάγουν αγαθά, σε άλλες χώρες.