Φυτοτεχνική μελέτη για την ορθή διαχείριση των οπωροφόρων δέντρων



Σχετικά έγγραφα
«Εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες: προστασία, διαχείριση και δυνατότητες αξιοποίησης»

Μελέτη: Συγκέντρωση και καταγραφή παραδοσιακής γνώσης γύρω από τους οπωρώνες, τα οπωροφόρα και τα προϊόντα τους

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

ασογεωργικά συστήµατα: Παράδοση και νέες προοπτικές ανάπτυξης και διαχείρισης της γεωργικής γης

ασογεωργικά συστήµατα και το ευρωπαϊκό πρόγραµµα SAFE

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Υπουργείο Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος Τμήμα Γεωργίας Κλάδος Χρήσης Γης και Ύδατος

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

Περιεχόµενα. 1 Εισαγωγή 4 2 Η όδευση του αγωγού σε τµήµατα 5

Οικονομοτεχνική μελέτη για τις δυνατότητες αξιοποίησης των οπωροφόρων και των άλλων φυτών από τους τοπικούς παραγωγούς

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Θ Δημοτικό Σχολείο Πάφου. «Κουπάτειο» Τάξη : Δ

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

Τα γεωργοδασοκομικά (αγροδασικά) συστήματα αποτελούν μια παραδοσιακή μορφή χρήσης της γης στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές.

Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών

Απόθεμα Βιόσφαιρας ΠΑΡΝΩΝΑ - ΜΑΛΕΑ

«Περιοχές NATURA 2000: Ευκαιρία ή εμπόδιο για την ανάπτυξη;»

Συνδυασμός δέντρων και γεωργικών καλλιεργειών στην ίδια επιφάνεια.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

25/11/2010. Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Παρόχθιες Ζώνες στην Ελλάδα Χειμερινό Παρόχθια ζώνη

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ Θεματική Ενότητα:

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ( )

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ 5 (ΘΟΣΣ 5) ΔΑΣΟΚΟΜΙΑ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/0216(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης Bronis Ropė (PE629.

Πράξη «Εκπόνηση Σχεδίων Ερευνητικών και Τεχνολογικών Αναπτυξιακών Έργων Καινοτοµίας (ΑγροΕΤΑΚ)»

Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

LIFE08 NAT/CY/ Δράση Γ.5: Εμπλουτισμός των πληθυσμών των υπό μελέτη ειδών

Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών

Ο.Ε.Φ. / Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 3 η Παρόχθιες Ζώνες στην Ελλάδα ΕΑΡΙΝΟ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ για την παραγωγικότητα και βιωσιμότητα της γεωργίας

Αναδάσωση. Εισαγωγή. Το δάσος. Η φωτιά. Αναδάσωση: φυσική ή τεχνητή;

Περιβαλλοντικά προβλήματα & λύσεις στη γεωργία της Κρήτης

Δασογεωργικά συστήματα Δρ. Άννα Σιδηροπούλου

Οδηγός αναγνώρισης, διαχείρισης και αξιοποίησης εγκαταλελειµµένων οπωρώνων

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία

Η αχλαδιά αφού φυτευτεί στο χωράφι κλαδεύεται στα 70εκ-120εκ από το έδαφος. Έκτοτε αφήνουμε το δέντρο να αναπτυχθεί μέχρι την αρχή του 3 ου

Μεταπυρική Διαχείριση Δασών Ψυχρόβιων Κωνοφόρων

Πρόκειται για τίτλο που δεν αφήνει να εννοηθεί καθαρά αυτό που στην. πραγματικότητα θα ήθελε να περιγράψει. Και αυτό επειδή

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Ιδίως των μεταλλείων και λατομείων)

Τσιακίρης Ρ. & Σταύρου Β. Εισήγηση για Δασικούς Χάρτες Δασαρχείο Ιωαννίνων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΝΤΟΠΙΣΜΈΝΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΩΝ ΛΑΘΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΧΑΡΤΩΝ, ΝΟΜΟΎ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Εθνική Στρατηγική για τα Δάση/ Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας

Μέτρα, δράσεις του ΠΑΑ με προτεραιότητα στις Προστατευόμενες Περιοχές

LIFE10 NAT/CY/ Βελτίωση της κατάστασης διατήρησης του οικότοπου προτεραιότητας 9560* στην Κύπρο

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

Βελτίωση και Προστασία Δασογενετικών Πόρων. Στρατηγικές Βελτίωσης

Οργάνωση και λειτουργίες του οικοσυστήματος Ο ρόλος της ενέργειας. Κεφάλαιο 2.2

Β7-0079/177. Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Βασικά Σημεία της Διαμόρφωσης της Εθνικής Πρότασης για τη νέα ΚΑΠ

Τοπικές Ποικιλίες. Γεωπονική Θεώρηση - O Ρόλος τους στην Σημερινή Γεωργία. Πηνελόπη Μπεμπέλη

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

ΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. Ωλενός, Ακράτα

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων

Το τσακάλι, τόσο κοντινό μα τόσο ντροπαλό! (Ανακαλύπτοντας το τσακάλι)

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος

Προοπτικές συνεργασίας και καινοτομίας στο νέο ΠΑΑ

Η άγρια βρώσιμη χλωρίδα της Κρήτης

Η αγροδασοπονία ως εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης, προστασίας και διαχείρισης δασικών οικοσυστημάτων

Η «πικρή» γεύση των μήλων σε Ελλάδα και Ευρώπη

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

Δενδροκομία. Αντικείμενο του κλάδου των οπωροκηπευτικών. Πραγματεύεται τη βιολογία και την τεχνική παραγωγής των καρποφόρων δένδρων και θάμνων

Καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ο εκτοπισμένος συγκάτοικός μας

Ένωση Εργοληπτών Δασοτεχνικών Έργων & Πρασίνου

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΧΑΝΙΑ - ΙΟΥΛΙΟΣ 2014

Λιβάδια - Θαµνότοποι

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

Φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή βιομάζας Θ.Α. ΓΕΜΤΟΣ ΕΥ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ. 10η ΙΑΛΕΞΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΓΙΑ ΕΙ Η ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΜΕΝΑ

Μητροπολιτικό Πάρκο«Αντώνης Τρίτσης»

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Δ Δημοτικού ENOTHTA 3 «H ΦΥΣΗ EINAI TO ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ» (ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ)

Βιοποικιλότητα είναι η ποικιλία της ζωής σε όλες τις μορφές, τα επίπεδα και τους συνδυασμούς τους. Βιοποικιλότητα είναι η ποικιλία των ζωντανών

ΠΡΟΩΘΟΥΜΕΝΕΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ

Διαχείριση περιοχών Δικτύου Natura Μαρίνα Ξενοφώντος Λειτουργός Περιβάλλοντος Τμήμα Περιβάλλοντος

Βελτίωση της κατάστασης διατήρησης των οικοτόπων προτεραιότητας *1520 και *5220 στο Εθνικό Δασικό Πάρκο Ριζοελιάς

Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων

Η ζωή µας χωρίς φυτοφάρµακα: Στο δρόµο προς µία Βιώσιµη Γεωργία

Φύλλο καταγραφής Έρευνας γης και εδάφους

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Α. ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΑΣΗ

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΒΙΟΤΟΠΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΕΡΓΑ, ΟΧΙ ΛΟΓΙΑ

Δρ Παναγιώτης Μέρκος, Γενικός Επιθεωρητής

ΗΜΟΣ ΘΕΡΑΠΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΛΑΚΩΝΙΑΣ

Καβάλα, Αριθ. Πρωτ: 701. Προς: Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης Ε.Π. Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης

ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ & ΕΧΘΡΟΙ ΠΥΡΗΝΟΚΑΡΠΩΝ

Βιολογική Γεωργία Βασικές Αρχές, Προβλήματα και Προοπτικές AGROTICA 4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

Δημήτρης Σωτηρόπουλος Τεχνολόγος Γεωπονίας DS Consulting

Γιγαρτόκαρπα Μηλιά (Malus pumilla)

Transcript:

Πράξη «Εκπόνηση Σχεδίων Ερευνητικών και Τεχνολογικών Αναπτυξιακών Έργων Καινοτομίας (ΑγροΕΤΑΚ)» Τίτλος Έργου «Ολοκληρωμένη διαχείριση και αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων οπωρώνων και αυτοφυών καρποφόρων φυτών» Regeneratio Μονάδα υλοποίησης: Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης Παραδοτέο 1.γ Φυτοτεχνική μελέτη για την ορθή διαχείριση των οπωροφόρων δέντρων Νίκος Νικήσιανης Φεβρουάριος 2015

1. Πρόλογος...5 2. Παραδοσιακοί οπωρώνες: υφιστάμενη κατάσταση...7 3. 4. 2.1 Ορεινοί, παραδοσιακοί και εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες: ορισμοί...7 2.2 Σημασία και ρόλος των οπωρώνων...9 2.3 Κατάσταση διατήρησης...16 2.4 Προηγούμενες δράσεις και καλές πρακτικές...29 Στόχοι και μέτρα διαχείρισης... 35 3.1 Στόχοι διαχείρισης...35 3.2 Προτεινόμενα συνολικά μέτρα διαχείρισης...39 3.3 Αξιολόγηση μέτρων και συσχέτιση με στόχους...69 Προτεινόμενες παρεμβάσεις ανά είδος... 72 4.1 Μηλιές γένους Malus...74 4.2 Αχλαδιές γένους Pyrus...78 4.3 Κερασιές, βυσσινιές, δαμασκηνιές, κορομηλιές και αμυγδαλιές γένους Prunus...85 4.4 Άλλα είδη δέντρων...96 4.5 Καρποφόροι θάμνοι...103 Βιβλιογραφία... 113

1. Πρόλογος Το παρόν κείμενο αποτελεί το Παραδοτέο 1.γ. με τίτλο «Φυτοτεχνική μελέτη για την ορθή διαχείριση των οπωροφόρων δέντρων». Σύμφωνα με το ΤΔΕ,, κατά την 1η Φάση του έργου (ΦΕ 1: «Προκαταρκτική έρευνα και επιλογή περιοχής πιλοτικής εφαρμογής») και παράλληλα με τις υπόλοιπες εργασίες, έπρεπε να εκπονηθεί φυτοτεχνική μελέτη για την ορθή διαχείριση των οπωροφόρων δέντρων (κλαδέματα, εμβολιασμοί, εμπλουτισμοί κοκ). Κατά την εκπόνηση της συγκεκριμένης μελέτης και γενικότερα του έργου, παρουσιάστηκε η ανάγκη το περιεχόμενό της να επεκταθεί, ώστε να περιλάβει και άλλα ζητήματα διαχείρισης, όπως η προστασία από τη δάσωση των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων. Μετατράπηκε έτσι σε μία ευρύτερη διαχειριστική μελέτη των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων. Για της εκπόνηση της παραπάνω μελέτης αξιοποιήθηκαν οι παρακάτω πηγές: - Επιστημονική βιβλιογραφία (άρθρα, ανακοινώσεις και βιβλία) γύρω από την ορθή διαχείριση οπωροφόρων δέντρων και οπωρώνων. - Εμπειρία, αποτελέσματα και αναφορές από προηγούμενα προγράμματα διαχείρισης που έχουν λάβει χώρα στην Ελλάδα. - Καλές πρακτικές από προηγούμενα προγράμματα διαχείρισης που έχουν λάβει ή λαμβάνουν χώρα σε άλλες χώρες. - Γνώμες και μαρτυρίες από κατοίκους, αγρότες επιστήμονες και στελέχη των κατά τόπους φορέων διαχείρισης. Το τελικό κείμενο παραδόθηκε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη σχετική Σύμβαση στο τέλος του Μαρτίου 2015. Σημειώνεται ότι καθώς το συγκεκριμένο Παραδοτέο παραδίδεται μαζί με τα παρακάτω Παραδοτέα: - Π1.δ: «Μελέτη: Οικονομοτεχνική μελέτη για τις δυνατότητες αξιοποίησης των οπωροφόρων και των άλλων φυτών από τους τοπικούς παραγωγούς» - Π1.ε: «Μελέτη: Επιλογή περιοχής εφαρμογής» - Π2.α.: «Μελέτη: Διερεύνηση του υφιστάμενου ιδιοκτησιακού/νομικού καθεστώτος και πλαισίου εκμετάλλευσης»

και για να αποφεύγονται εκτεταμένες αλληλεπικαλύψεις, όπου χρειάζεται γίνεται παραπομπή σε αυτά, όπως και στα δύο αρχικά Παραδοτέα του έργου, τα οποία έχουν παραδοθεί τον Δεκέμβριο 2014 και έχουν γίνει αποδεκτά από την αναθέτουσα αρχή (κάποιες αλληλεπικαλύψεις έχουν διατηρηθεί για να διατηρεί το κάθε κείμενο τη συνοχή και την αυτονομία του): - Π1.α: «Μελέτη: Καταγραφή, χαρτογραφική αποτύπωση και αξιολόγηση εγκαταλελειμμένων οπωρώνων σε όλες τις επιλεγμένες περιοχές» - Π1.β: «Μελέτη: Συγκέντρωση και καταγραφή παραδοσιακής γνώσης γύρω από τους οπωρώνες, τα οπωροφόρα και τα προϊόντα τους» Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τα πορίσματα της παρούσας μελέτης θα γίνει, με ευθύνη του ερευνητή, η πιλοτική διαχείριση ενός ή περισσότερων οπωρώνων στην επιλεγμένη περιοχή εφαρμογής (Εθνικό Πάρκο Οροσειράς Ροδόπης), στο πλαίσιο της ΦΕ 3. Επίσης, κατόπιν σχετικής συνεργασίας, τα αποτελέσματα θα δοθούν και θα αξιοποιηθούν άμεσα από το Φορέα Διαχείρισης Οροσειράς Ροδόπης, στο πλαίσιο αντίστοιχων παρεμβάσεων που έχει προγραμματίσει. Τα ίδια αποτελέσματα επίσης θα τροφοδοτήσουν τη διαδικασία ενημέρωσης επιμόρφωσης της παραγωγικής βάσης που προγραμματίζεται σύμφωνα με το ΤΔΕ από τους επόμενους μήνες (Απρίλιος Μάιος) στην περιοχή εφαρμογής και ευρύτερα.

2. Παραδοσιακοί οπωρώνες: υφιστάμενη κατάσταση 2.1 Ορεινοί, παραδοσιακοί και εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες: ορισμοί Όπως περιγράφεται αναλυτικά σε προηγούμενο Παραδοτέο (1.β), με τον όρο οπωρώνας περιγράφεται κάθε φυτεία δέντρων ή θάμνων που προορίζονται για παραγωγή τροφίμων. Ο οπωρώνας μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα είδη δέντρων που παράγουν φρούτα ή άλλους εδώδιμους καρπούς. Η καλλιέργεια τέτοιων, συνήθως μικτών, συστάδων οπωροφόρων δέντρων αποτελεί εδώ και πολλούς αιώνες μία διαδεδομένη γεωργική πρακτική στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας. Οι ορεινοί οπωρώνες αυτοί δημιουργούνταν κυρίως γύρω από μόνιμους ή περιστασιακούς οικισμούς, καθώς και κοντά σε ορεινά χωράφια, βοσκολίβαδα και άλλους χώρους δραστηριότητας. Φιλοξενούσαν κυρίως δέντρα των γενών Prunus (κορομηλιά, δαμασκηνιά, κερασιά, βυσσινιά) και Pyrus (αχλαδιά, γκορτσιά), καθώς και μηλιές (Malus sp), κυδωνιές (Cydonia oblonga), καρυδιές (Juglans sp.), αμπέλια (Vitis vinifera) και άλλα. Το τοπίο συμπληρωνόταν από καρποφόρους θάμνους, όπως Κρανιές, (Cornus sp.), αγριοτριανταφυλλιές (Rosa sp.), βατομουριές (Rubus sp) κα. Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε επίσης να εντάξουμε και τις συστάδες καστανιών (Castanea sativa). Στη διεθνή βιβλιογραφία, παρόμοιοι οπωρώνες χαρακτηρίζονται ως «παραδοσιακοί οπωρώνες» και έχουν τύχει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερης προσοχής. Ως παραδοσιακός οπωρώνας θεωρείται κάθε φυτεία με έναν ελάχιστο αριθμό συγκεντρωμένων δέντρων (αναφέρεται 5 δέντρα κατ ελάχιστο σε 20 μέτρα μέγιστη απόσταση) που παράγουν φρούτα ή ξηρούς καρπούς, η διαχείρισή τους γίνεται με τρόπους χαμηλής έντασης ή εκτατικής καλλιέργειας, χωρίς τη χρήση χημικών, παρασιτοκτόνων, εντομοκτόνων και ανόργανων λιπασμάτων και τα πολυετή δέντρα αφήνονται να φτάσουν στο στάδιο ωρίμανσης. Σε αντίθεση, οι εντατικές καλλιέργειες είναι αυτές που διαχειρίζονται με στόχο την μεγιστοποίηση της παραγωγής καρπών (Maddock 2008). Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα ESTO (European Specialist in Traditional Orchards, βλ. http://www.esto-project.eu/), οι παραδοσιακοί οπωρώνες είναι το αρχέτυπο της αειφόρου γεωργίας. Ένας παραδοσιακός οπωρώνας καθορίζεται από χαμηλές εισροές, χαμηλή ένταση εργασίας και είναι υψηλής βιολογικής ποικιλομορφίας και αισθητικής. Η χαμηλή παραγωγή

φρούτων (10 τόνοι/εκτάριο) σε σύγκριση με τους εντατικούς οπωρώνες (30-50t/εκτάριο) αντισταθμίζεται από το μεγαλύτερο κύκλο ζωής και τη συμπληρωματικότητα με τα υπόλοιπα προϊόντα που προσφέρει η ίδια έκταση. Σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των οπωρώνων έχει εγκαταλειφθεί, λόγω της εγκατάλειψης των περισσότερων ορεινών οικισμών και την εντατικοποίηση-εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής. Οι εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες συγκεντρώνονται κυρίως εντός και γύρω από εγκαταλελειμμένους οικισμούς ή οικισμούς που κατοικούνται αλλά οι κάτοικοί τους δεν συνεχίζουν τις παραδοσιακές καλλιέργειες, γύρω από μονές, ναούς και παρεκκλήσια, ανάμεσα στα ορεινά χωράφια, εγκαταλελειμμένα και μη, σε λιβάδια, σε θέσεις δίπλα στο επαρχιακό και δασικό οδικό δίκτυο, σε ανοίγματα στο δάσος, στην κοίτη των ορεινών ρεμάτων και περιοχών. Οι θέσεις αυτές βρίσκονται στη διαδικασίας της σταδιακής διαδοχής τους από τα αντίστοιχα δασικά είδη της περιοχής και, όσο προχωρά αυτή η διαδικασία, δεν διακρίνονται ουσιαστικά και τυπικά από τις περιβάλλουσες δασικές εκτάσεις. Η διαδοχή αυτή αποτελεί και το βασικότερο παράγοντα απώλειας των οπωρώνων και για αυτό θα εξεταστεί στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης. Εικόνα 1. Εγκαταλελειμμένος οπωρώνας στη Ροδόπη (ερείπια Ζαρκαδιάς)

2.2 Σημασία και ρόλος των οπωρώνων Στο τμήμα αυτό επιχειρείται μία ανασκόπηση των διαφορετικών σημασιών και ρόλων των παραδοσιακών οπωρώνων, στηριγμένη κυρίως στο προηγούμενο Παραδοτέο Π.1.β «Μελέτη: Συγκέντρωση και καταγραφή παραδοσιακής γνώσης γύρω από τους οπωρώνες, τα οπωροφόρα και τα προϊόντα τους», με σκοπό την τεκμηρίωση στη συνέχεια των βασικών διαχειριστικών στόχων. Οικολογικός ρόλος και περιβαλλοντική σημασία Οι παραδοσιακοί οπωρώνες θεωρούνται διεθνώς hotspot βιοποικιλότητας, καθώς φιλοξενούν πλήθος από άλλα φυτά, ασπόνδυλα, έντομα και σπονδυλωτά ζώα, πολύ περισσότερα συνήθως όχι μόνο από τις συμβατικές, εντατικές καλλιέργειες, αλλά και από τα τυπικά δασικά οικοσυστήματα (Burrough et al 2010). Καθώς α) η παρουσία τους σηματοδοτεί κρίσιμα για τη βιοποικιλότητα ανοίγματα στη δασική βλάστηση, β) τα ίδια τα δέντρα έχουν κατά κανόνα πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους από τα συμβατικά αγροτικά ή δασικά οικοσυστήματα και γ) δεν δέχονται επεμβάσεις με ζιζανιοκτόνα, ο υποόροφος τους είναι πολύ πλούσιος, φιλοξενώντας πλήθος από πόες, αγριολούλουδα, μικρούς θάμνους κα. Απαντώνται ακόμα πολλά είδη μανιταριών, βρύων και λειχήνων. Το ενδιαίτημα που δημιουργείται, εξαιτίας και της παραγωγής καρπών, βοηθά στην ανάπτυξη ποικιλόμορφων κοινοτήτων εντόμων και αρθρόποδων. Ενδεικτικά, οι Lush et al (2009) κατέγραψαν αναλυτικά τη βιοποικιλότητα σε έξι παραδοσιακούς οπωρώνες και οι Smart και Winnall (2006) σε άλλους τρεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν πολύ μεγάλους αριθμούς ειδών φυτών, βρυών, μυκήτων και πουλιών. Ανάλογη σημασία έχουν ακόμα και απομονωμένα ή σκόρπια οπωροφόρα δέντρα. Σύμφωνα με την ανασκόπηση που κάνουν οι Manning et al (2006), τα διασκορπισμένα δέντρα αποτελούν θεμελιώδεις δομές σε μία μεγάλη γκάμα τοπίων. Σε τοπική κλίμακα, οι λειτουργίες τους περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, τη βελτίωση του τοπικού μικροκλίματος, τον εμπλουτισμού του εδάφους με θρεπτικές ουσίες, την αύξηση του πλούτου των φυτικών ειδών, την αύξηση της δομικής περιπλοκότητας και την παροχή οικοτόπων για τα ζώα. Σε επίπεδο τοπίου, οι οικολογικοί τους ρόλοι περιλαμβάνουν την αύξηση της αύξηση της συνδεσιμότητας για τα ζώα, της γενετικής

συνδεσιμότητας για τους πληθυσμούς των δέντρων, την εξασφάλιση του γενετικού υλικού και την διατήρηση των αναγκαίων σημείων για τη μελλοντική ανάκαμψη. Οι λειτουργίες αυτές είναι μάλιστα τόσο πιο σημαντικές, όσο πιο αραιοί είναι οι πληθυσμοί που απομένουν. Μία κρίσιμη συνεισφορά των οπωρώνων ή ακόμα των μεμονωμένων δέντρων είναι η παροχή τροφής σε πολλά είδη σπονδυλωτών και κυρίως σε πουλιά και θηλαστικά. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται μάλιστα και κάποια εμβληματικά είδη όπως η Καφέ Αρκούδα (Ursus arctos). Σύμφωνα με τις διάφορες σχετικές έρευνες που έχουν γίνει στην Ελλάδα, η δίαιτα της αρκούδας βασίζεται κατά τα 9/10 περίπου (87% σύμφωνα με τον Mertzanis 1994, 93% σύμφωνα με τους Vlachos et al. 2000) σε φυτικούς πόρους, από τους οποίος ο μεγαλύτερος όγκος αφορά φρέσκους και ξηρούς καρπούς από καρποφόρα δέντρα. Οι Paralikidis et al. (2009), οι οποίοι μελέτησαν τις διατροφικές συνήθειες της αρκούδας στην Πίνδο, έδεικαν ότι τα καρποφόρα είδη των γενών Pyrus sp., Morus sp., Prunus sp. και Rubus sp. είναι σημαντικές τροφικές πηγές. Για αυτό, η Κααφέ Αρκούδα δείχνει να προτιμά κατά προτεραιότητα το ενδιαίτημα και η παρουσία της σχετίζεται ισχυρά θετικά με τους οπωρώνες (Mertzanis 1994, Kanellopoulos et al 2006Mertzanis et al 2008, Kalyan 2009). Εκτός βέβαια από τις αρκούδες, οι οπωρώνες προσφέρουν σημαντικό μέρος της διατροφής τους σε πολλά ακόμα θηλαστικά, όπως ο Λαγός (Lepus europaeus), ο Σκίουρος (Sciurus vulgaris), η Αλεπού (Vulpes vulpes), η Νυφίτσα (Mustela nivalis), το Κουνάβι (Martes foina), ο Ασβός (Meles meles), το Αγριογούρουνο (Sus scrofa), το Ζαρκάδι (Capreolus capreolus), ο Σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor). Επίσης, σε πολλά ακόμα τρωκτικά, που απαντώνται στις διάφορες περιοχές μελέτης, όπως ο Ρωμαϊκός ασπάλακας (Talpa romana), η Χωραφομυγαλίδα (Crocidura leucodon), η Κηπομυγαλίδα (Crocidura suaveolens), η Νανομυγαλίδα (Sorex minutus), η Ετρουσκομυγαλίδα (Suncus etruscus), ο Δενδρομυωξός (Dryomys nitedula), ο Βουνομυωξός (Myscardinus avellanarius), ο Δασοσκαπτοποντικός (Clethrionomys glareolus), ο Αρουραίος της Μεσογείου (Microtus guentheri), ο Βραχοποντικός (Apodemus mystacinus), ο Δασοποντικός (Apodemus sylvaticus), ο Κρικοποντικός (Apodemus flavicollis), σε πολλά είδη φρουτοφάγων νυχτεριδών κα. Μεγάλος είναι επίσης ο αριθμός των ειδών των πουλιών που τρέφονται με φρούτα, ενώ είναι αυτονόητο ότι η παρουσία των παραπάνω ειδών μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την παρουσία πολλών ακόμα ειδών που δεν τρέφονται άμεσα με τα φρούτα (θηρευτές κα).

Τέλος, πρέπει να σταθούμε σε έμμεσες αλλά πολύ σημαντικές οικολογικές και περιβαλλοντικές αξίες των οπωρώνων και των συνοδών στοιχείων τους. Η παρουσία τους, ειδικά όταν δεν είναι εγκαταλελειμμένοι και συντηρούνται έστω και λίγο, μπορεί να βοηθήσει στην άμυνα του ευρύτερου δασικού συστήματος στο οποίο ανήκουν από τις μεγάλες, καταστροφικές δασικές πυρκαγιές, αφού προσφέρουν ανοίγματα στο δάσος και μάλιστα σχετικά καθαρά. Η καλλιέργειά τους επίσης σημαίνει και την παρουσία εντός τους δάσους ανθρώπων που μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Από την άλλη, τα δέντρα των οπωρώνων, αλλά και οι κατασκευές που συνήθως τους συνοδεύουν (αναβαθμίδες, ξερολιθιές) συμβάλλουν άμεσα στη συγκράτηση του εδάφους και την αποφυγή της διάβρωσης. Έτσι, η εγκατάλειψή τους έχει συνδεθεί με την αύξηση τόσο των πυρκαγιών όσο και της διάβρωσης (Cerdà et al 2013). Εικόνα 2.Κόπρανα λύκου εντός των ερειπίων Ζαρκαδιάς (Ροδόπη)

Διατροφική, οικονομική, κοινωνική σημασία των οπωρώνων Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η αγροτική οικονομία στις περισσότερες ορεινές κοινότητες στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην τροφική αυτάρκεια και όχι στο εμπόριο των τροφίμων, μέσα από το συνδυασμό διαφορετικών δραστηριοτήτων μικρής κατά κανόνα κλίμακας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι παραδοσιακοί οπωρώνες αποτελούσαν μία συμπληρωματική αλλά σημαντική πηγή διατροφής και άλλων πόρων για τις ορεινές κοινότητες. Σε αυτό το πλαίσιο, κρίσιμος παράγοντας ήταν ο συνδυασμός διαφορετικών δέντρων και ποικιλιών, ώστε η κοινότητα να βρίσκει διαθέσιμους καρπούς σε διαφορετικές περιόδους του έτους. Επίσης, οι ποικιλίες αυτές ήταν σαφώς προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Όπως επίσης αναφέρεται στο Παραδοτέο 1.β, ως ένας κοινός πόρος της κοινότητας, οι οπωρώνες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων. Εικόνα 3. Καρποί (μήλο και κυδώνι) προηγούμενης σοδειάς, από οπωρώνα της Ροδόπης (Βαθύρεμα), συλλεγμένοι και κρατημένοι από ντόπιο παραγωγό Σήμερα, λόγω της αλλαγής των παραγωγικών προτύπων και σχέσεων, η διατροφική, οικονομική, κοινωνική σημασία των οπωρώνων έχει περιοριστεί, γεγονός που συνέβαλε στην εγκατάλειψή

τους. Ωστόσο, αρκετοί παραδοσιακοί, ορεινοί οπωρώνες συνεχίζουν να καλλιεργούνται και να αποδίδουν τους καρπούς τους. Αυτό ισχύει ως ένα βαθμό στην περιοχή εφαρμογής του παρόντος έργου (Οροσειρά Ροδόπης, βλ. σχετικά Παραδοτέο Π2.α. «Μελέτη: Διερεύνηση του υφιστάμενου ιδιοκτησιακού/νομικού καθεστώτος και πλαισίου εκμετάλλευσης») και σε διαφορετικούς βαθμούς σε άλλες περιοχές. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα προϊόντα ακόμα και των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων, συνεχίζουν ως ένα βαθμό να συλλέγονται και να αξιοποιούνται από ντόπιους παραγωγούς και επισκέπτες. Στη σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία έχει αναδειχθεί επισταμένα η δυνητική οικονομική και διατροφική αξία γενικά των τροφικών δασικών προϊόντων εκτός ξυλείας. Η βιβλιογραφία αυτή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συγκέντρωση και την αξιοποίηση της παραδοσιακής γνώσης που υπάρχει σε αγροτικές κοινότητες, στον αναπτυσσόμενο κυρίως κόσμο (Αφρική, Ινδία) γύρω από αντίστοιχες πρακτικές (βλ. Παραδοτέο 1.β). Αντίστοιχα παραδείγματα επίσης ήδη αναπτύσσονται στην Ευρώπη. Πολλά προγράμματα και δίκτυα που έχουν αναπτυχθεί για την προστασία των παραδοσιακών οπωρώνων, αναδεικνύουν τη διατροφική και οικονομική τους αξίας, όπως το Δίκτυο Orchard Origins (http://orchardorigins.org/) στη Μ. Βρετανία και το Δίκτυο European Specialist in Traditional Orchards (http://www.esto-project.eu/), το οποίο απλώνεται σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Αυστρία, Πολωνία, Ουγγαρία). Τα δίκτυα αυτά στοχεύουν μεταξύ άλλων στη διατήρηση των παραδοσιακών οπωρώνων ως μία πηγή υγιεινών τοπικών τροφών. Παράλληλα με τα οργανωμένα προγράμματα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αναπτύσσεται μία διάχυτη τάση για επαναχρησιμοποίηση των παλιών οπωρώνων και συγκομιδή των προϊόντων τους, ως μία εναλλακτική πρακτική και μία εναλλακτική πηγή τροφών, έξω από το κυρίαρχο εμπορευματικό δίκτυο. Σε αυτή την κατεύθυνση, στο πλαίσιο του παρόντος Σχεδίου, γίνεται προσπάθεια να επανεκτιμηθεί η πιθανή συμβολή των οπωρώνων σε μία περιβαλλοντικά ήπια και κοινωνικά δίκαιη παραγωγική ανασυγκρότηση της υπαίθρου, μέσα από τη διερεύνηση της δυνατότητας αξιοποίησης και επανένταξης των οπωρώνων στην παραγωγή σήμερα. Η αξιοποίηση αυτή θα προταθεί να γίνει μέσα από ένα εναλλακτικό δίκτυο σχέσεων παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης, έξω από τις τυπικές εμπορευματικές διαδικασίας της αγοράς, καθώς κάτι τέτοιο φαίνεται να αντιστοιχεί περισσότερο στο ειδικό χαρακτήρα αυτών των προϊόντων (αναλυτικά βλ.

Π1.δ. «Μελέτη: Οικονομοτεχνική μελέτη για τις δυνατότητες αξιοποίησης των οπωροφόρων και των άλλων φυτών από τους τοπικούς παραγωγούς»). Η διατήρηση των παλιών οπωρώνων μπορεί επίσης να προσφέρει και άλλα έμμεσα, αλλά σημαντικά οικονομικά οφέλη. Τα δέντρα και οι εκτάσεις γύρω από αυτές μπορούν να παρέχουν τροφή σε μελίσσια, μία δυνατότητα που ήδη αξιοποιείται σε περιοχές σύμφωνα με τις επιτόπιες παρατηρήσεις που έγιναν και θα διερευνηθεί αναλυτικά στη συνέχεια του παρόντος προγράμματος (βλ. ΤΔΕ). Επίσης, στο βαθμό που καλύπτουν τις τροφικές ανάγκες ειδών της άγριας πανίδας, όπως η Καφέ Αρκούδα, μπορούν να περιορίσουν σημαντικά τις ζημιές που μπορεί αυτή να προκαλέσει στο υπόλοιπο φυτικό και ζωικό κεφάλαιο. Τέλος, η παρουσία εντός των παλιών ορεινών οπωρώνων ποικιλιών που έχουν σταματήσει να καλλιεργούνται τους καθιστά μία αναντικατάστατη γενετική δεξαμενή για ολόκληρη την αγροτική παραγωγή. Ιστορική και πολιτισμική σημασία Πολλοί από τους εγκαταλελειμμένους οπωρώνες έχουν και ιστορική σημασία καθώς αποτελούν, μαζί με τα συνοδά τους στοιχεία (ερείπια, μάντρες, ξερολιθιές, αναβαθμίδες κα), απομεινάρια από ορεινές κοινότητες που χάθηκαν. Οι κοινότητες αυτές μπορεί να χρονολογούνται πολλούς αιώνες πριν και σε πολλές περιπτώσεις ο οπωρώνας είναι το μόνο ορατό σημείο που σηματοδοτεί σήμερα τη θέση τους. Καθώς πολλά από τα δέντρα που συναποτελούν τους οπωρώνες (καστανιές, καρυδιές), αλλά και άλλα χαρακτηριστικά είδη που φυτεύονται εντός των οικισμών (πχ πλάτανος), είναι αιωνόβια, μπορούν να αξιοποιηθούν για τη χρονολόγηση των οικισμών που τα φιλοξενούσαν. Σε κάθε περίπτωση, η χρονολόγηση των πιο μεγάλων δέντρων κάθε οπωρώνα είναι μία ενδιαφέρουσα πρακτική, η οποία θα περιληφθεί στην επόμενη φάση του έργου, κατά την λεπτομερή καταγραφή των οπωρώνων στην επιλεγμένη περιοχή. Όπως επίσης σημειώθηκε παραπάνω, η μελέτη των πρακτικών διαχείρισης και αξιοποίησης των οπωρώνων, μπορεί να αποκαλύψει σημαντικά ιστορικά στοιχεία για τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις των παλιών, ορεινών κοινοτήτων. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται τελευταία σε ένα βασικό συνοδό στοιχείο των οπωρώνων, τις ξερολιθιές (βλ. ενδεικτικά Βερνίκος και Δασκαλοπούλου 2010). Οι εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο του τοπίου στην ελληνική επαρχία και βρίσκονται στη μέση ουσιαστικά μεταξύ αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως «φυσικό»

και αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως «κοινωνικό» ή «ανθρωπογενές» περιβάλλον: το ίδιο ισχύει για άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία, όπως εγκαταλελειμμένοι αγροί και βοσκότοποι που φιλοξενούν σημαντικά είδη χλωρίδας (μεταξύ των οποίων και πολλά βρώσιμα ή αξιοποιήσιμα), δρόμοι και άλλα ανοίγματα που δίνουν περιθώριο σε άλλα χρήσιμα φυτά (βατομουριές, αγριοτριανταφυλλιές κα), αυτοφυή εδώδιμα ή αρωματικά χόρτα και βότανα που αποτελούν παραδοσιακά αντικείμενο συλλογής και συμπληρώνουν τη δίαιτα ανθρώπων και ζώων. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ταυτόχρονα μέρος τόσο των φυσικών, όσο και των κοινωνικών/παραγωγικών διαδικασιών, αναδεικνύοντας έτσι τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Αποκτούν έτσι και μία επιπλέον συμβολική αξία, ανατρέποντας την πάγια αντίληψη που έχουμε για τη «φύση» και τον «άνθρωπο» ως δύο διακριτές ενότητες. Σημειώνουμε τέλος την αισθητική αξία που έχουν οι παραδοσιακοί οπωρώνες, το ρόλο τους ως τόποι αναψυχής, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης και κατ επέκταση το δυνητικό τους ρόλο για την ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση του οικοτουρισμού (βλ. και Burrough 2010 για τις αντίστοιχες απόψεις στην Αγγλία). Εικόνα 4. Ερείπια σε παλιό οπωρώνα της Ροδόπης (περιοχή Προσήλιου - Χρυσής)

2.3 Κατάσταση διατήρησης Α. Καλλιεργούμενοι οπωρώνες Το παρόν έργο επικεντρώνει στους εγκαταλελειμμένους οπωρώνες. Ωστόσο, αντίστοιχη οικολογική και προφανώς μεγαλύτερη κοινωνική σημασία από αυτούς, έχουν οι καλλιεργούμενοι οπωρώνες και ιδιαίτερα οι ορεινοί, παραδοσιακοί οπωρώνες. Στη διεθνή βιβλιογραφία καταγράφονται μάλιστα ενδείξεις ότι η οικολογική σημασία τους είναι μεγαλύτερη και από αυτή των εγκαταλελειμμένων (Dicks et al 2013). Όσο αφορά την οικονομική σημασία, σημειώνεται ότι στην Ελλάδα η παραγωγή φρέσκων φρούτων αποτελεί σημαντικό τμήμα της φυτικής παραγωγής, με την αξία της να φτάνει τα 2 δις ευρώ το 2012, ενώ αποτελούν και σημαντικό μέρος των εξαγωγών (βλ. Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020). Τα φρούτα εξάλλου αποτελούν βασικό μέρος των τροφίμων που απαρτίζουν τη μεσογειακή διατροφή (ο.π., σ.72). Καθώς επίσης οι έλληνες καταναλωτές ανησυχούν σοβαρά για τα υπολείμματα φυτοπροστασίας στα φρούτα, το μερίδιο των προϊόντων βιολογικής καλλιέργειας δείχνει να ανεβαίνει σημαντικά (ο.π. σ.67). Περισσότερα στοιχεία για την οικονομική σημασία παρατίθενται στο Παραδοτέο 1.δ (Οικονομοτεχνική Μελέτη). Το προαναφερόμενο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης, δίνει επίσης προτεραιότητα στο συνδυασμό δραστηριοτήτων αγροτικών συστημάτων, όπως οι οπωρώνες, με την προστασία των περιοχών υψηλής φυσικής αξίας. Σημειώνει έτσι σχετικά ότι το 18,9% της Χρησιμοποιούμενης Αγροτικής Γης βρίσκονται σε περιοχές Natura 2000, ενώ τα αγροτικά οικοσυστήματα των ημιορεινών και ορεινών περιοχών εμφανίζουν πλούσια βιοποικιλότητα, και χαρακτηρίζονται από μικρούς κλήρους γης, αναβαθμίδες και μεγάλης έκτασης βοσκότοπους (ο.π. σ.73). Επιπλέον, ένας μεγάλος αριθμός ειδών πανίδας και χλωρίδας εξαρτώνται άμεσα για την επιβίωση τους από τη συνέχιση των πρακτικών αυτών (ο.π. σ. 81), ενώ πολλά τοπικά-παραδοσιακά είδη και ποικιλίες, όπως αυτές που απαρτίζουν και τους παραδοσιακούς οπωρώνες, αποτελούν στοιχείο της πλούσιας βιοποικιλότητας της χώρας μας (ο.π. σ.98). Για τους λόγους αυτούς, το Πρόγραμμα ορίζει ότι «η διατήρηση του γενετικού υλικού, η προστασία των περιοχών (γεωργικών και δασικών) υψηλής φυσικής αξίας σε συνδυασμό με την προστασία του αγροτικού τοπίου

αποτελούν αναγκαίες παρεμβάσεις για την προστασία της βιοποικιλότητας με βάση και τα οριζόμενα στην Εθνική Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα που έχει ενσωματώσει τους στόχους της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής καθώς και το σχετικό Σχέδιο Δράσης για την πρώτη πενταετία εφαρμογής της Στρατηγικής». Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να ενταχθεί και η διατήρηση των ορεινών, παραδοσιακών οπωρώνων. Ειδικότερα, Το υπομέτρο 10.2 αφορά τους τοπικoύς αβελτίωτους πληθυσμούς των καλλιεργούμενων ειδών, συμπεριλαμβανομένων των οπωροφόρων. Παρόλα αυτά, οι ορεινοί, παραδοσιακοί οπωρώνες συνεχίζουν να φθίνουν και να εγκαταλείπονται, κυρίως γιατί τα προϊόντα τους υπολείπονται στον ανταγωνισμό από τα φτηνότερα προϊόντα που προέρχονται από εντατικές καλλιέργειες στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Από τη σκοπιά αυτή, προκρίνεται κάθε δράση που θα εξασφαλίζει τη συνέχεια της καλλιέργειας και τη μη εγκατάλειψη των ορεινών, παραδοσιακών οπωρώνων, όπως η ενίσχυση των παραγωγών, η καλύτερη προώθηση των καρπών ή η αύξηση της τιμής τους, με βάση και την περιβαλλοντική και κοινωνική σημασία αυτών των καλλιεργειών. Εικόνα 5. Οπωρώνας σε αγρολιβαδική έκταση κοντά σε Παρανέστι - Θόλο (Ροδόπη)

Καθώς μία καταγραφή και αποτίμηση της κατάστασης όλων των οπωρώνων στη χώρα ξεφεύγει από τους σκοπούς της παρούσας έρευνας, περιοριζόμαστε στη συνέχεια σε μία συνοπτική παρουσίαση της κατάστασης στην επιλεγμένη περιοχή πιλοτικής εφαρμογής του έργου (Εθνικό Πάρκο Οροσειράς Ροδόπης). Στην ευρύτερη περιοχή του Εθνικού Πάρκου Οροσειράς Ροδόπης (Τοπικές Κοινότητες Σιδηρόνερου και Σκαλωτής στο Δήμο Δράμας, Δήμος Παρανεστίου, Δήμος Κάτω Νευροκοπίου, Δημοτική Ενότητα Σταυρούπολης στο Δήμο Ξάνθης και Δήμος Μύκης) συναντάμε αρκετές ενεργές καλλιέργειες οπωροφόρων δέντρων (ΕΣΟΠΒΑΟΡ 2011). Στο Δήμο Παρανεστίου, που αποτελεί σημαντικό τμήμα του ΕΠΟΡ, καταγράφονται συνολικά 224 εκμεταλλεύσεις, από τις οποίες οι 159 είναι αμιγώς αγροτικές ή μικτές. Δενδρώδεις καλλιέργειες απαντώνται στο σύνολο των εκτάσεων και η δενδροκομία θεωρείται αναπτυγμένη σε σχέση με άλλες περιοχής της Ν.Ε. Δράμας. Οι εκμεταλλεύσεις έχουν σχετικά μικρό μέγεθος (μέσο μέγεθος αγροτικής εκμετάλλευσης γενικά είναι τα 20 στρ. ενώ οι δενδρώδεις φαίνεται να αφορούν ακόμα μικρότερα μεγέθη) και δεν καλύπτουν συνολικά μεγάλη έκταση (συν. 75 στρ.). Τα σημαντικότερα καλλιεργούμενα είδη είναι η καρυδιά, (22 στρ), οι μηλιές (18 στρ), οι αχλαδιές (14 στρ),, οι κερασιές (6 στρ.), οι ροδακινιές (6 στρ.), οι αμυγδαλιές (5 στρ.) και οι βερυκοκιές (4 στρ.) (ο.π.). Σε μικρότερους αριθμούς ή μεμονωμένα υπάρχουν και άλλα είδη, όπως καστανιές, κυδωνιές και λεπτοκαρυές. Στα όρια του Δήμου Δράμας, σημαντικότερη δενδρώδης καλλιέργεια είναι η καρυδιά, (104 στρ, ποσοστό 9%). Ακολουθούν οι λεπτοκαρυές ή φουντουκιές (29 στρ.), οι μηλιές (12 στρ), οι καστανιές (10 στρ.) και οι αχλαδιές (3 στρ). Το μέγεθος της επιφάνειας που καλύπτεται θεωρείται σχετικά μικρό (συν. 158 στρ., για το σύνολο του Δήμου Δράμας, από το οποίο ένα σαφώς μικρότερο ποσοστό εμπίπτει εντός του ΕΠΟΡ) και η διάθεση των παραγόμενων προϊόντων γίνεται σε τοπικό επίπεδο. Ειδικότερα στις Τοπικές Κοινότητες που μας ενδιαφέρουν, το μέσο μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι ιδιαίτερα μικρό, από 2 ως 6 στρ. Στην περιοχή καλλιεργούνται και άλλα είδη τα οποία βρίσκονται στους αγρούς μεμονωμένα σε μικρούς αριθμούς και εξυπηρετούν κυρίως τις ανάγκες των παραγωγών. Στην περιοχή του Δήμου Κάτω Νευροκοπίου η δενδροκομία αποτελεί επίσης δευτερεύουσα γεωργική εκμετάλλευση (συν. 389 στρ., για το σύνολο του Δήμου Δράμας, από το οποίο ένα

σαφώς μικρότερο ποσοστό εμπίπτει εντός του ΕΠΟΡ). Και εδώ σημαντικότερη είναι η Καρυδιά, (365 στρ, ποσοστό 33%), ενώ πολύ μικρότερη έκταση καλύπτουν οι μηλιές (10 στρ), οι αχλαδιές (7 στρ), οι κερασιές (5 στρ.),και οι λεπτοκαρυές (2 στρ.). Γενικά, το μέσο μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι πολύ μεγαλύτερο, αλλά αυτό αφορά μάλλον τις ιδιαίτερα αναπτυγμένες καλλιέργειες πατάτας και φασολιού, παρά τις δενδροκαλλιέργειες (ο.π.). Στο Δήμο Ξάνθης, όπου ανήκει και η Δημοτική Ενότητα Σταυρούπολης, κύρια καλλιέργεια στο δενδροκομικό τομέα αποτελεί η ήμερη καστανιά (100 στρ.) και ακολουθούν το αμπέλι (90 στρ.), ενώ ελάχιστη έκταση καλύπτουν οι κερασιές (4 στρ.), οι μηλιές (2 στρ.) και οι αχλαδιές (2 στρ.). Η συνολική έκταση των δενδρώδων καλλιεργειών φτάνει έτσι τα 198 στρ., για το σύνολο του Δήμου, από το οποίο ένα σαφώς μικρότερο ποσοστό εμπίπτει εντός του ΕΠΟΡ. Η μέση έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης στη Δ.Ε. Σταυρούπολης είναι 16,77 στρ (ο.π.). Ο Δήμος Μύκης, ο οποίος καλύπτει επίσης μεγάλο μέρος του ΕΠΟΡ, παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη αγροτική ανάπτυξη, με 3.485 εκμεταλλεύσεις, από τις οποίες οι 2.742 είναι αμιγώς αγροτικές ή μικτές. Η μέση έκταση των εκμεταλλεύσεων είναι μικρή (συν. 77 στρ.) και ιδιαίτερα στις εκτάσεις εντός τους ΕΠΟΡ κυμαίνεται κάτω από τα 10 στρ. Οι δενδρώδεις καλλιέργειες είναι αντίστοιχα σχετικά πιο αναπτυγμένες, ενώ μοιράζονται πιο αναλογικά σε περισσότερα είδη. Καλλιεργούνται έτσι καρυδιές (28 στρ.), ήμερες καστανιές (17 στρ.), κερασιές (15 στρ.), αχλαδιές (11 στρ.), μηλιές (5 στρ.) και βερυκοκιές (1 στρ.) (ο.π.). Συνδυάζοντας τα παραπάνω στοιχεία, οι καταγεγραμμένες δενδρώδεις καλλιέργειες εντός του ΕΠΟΡ το 2011 κυμαίνονται κάπου μεταξύ 200-300 στρ. Σημαντικότερα είδη είναι η καρυδιά, η ήμερη καστανιά και το αμπέλι, ενώ ακολουθούν η μηλιά, η αχλαδιά, η κερασιά, η λεπτοκαρυά και πολύ μικρή εξάπλωση έχουν ακόμα η αμυγδαλιά, η ροδακινιά και η βερυκοκιά. Ανάμεσα στα παραπάνω είδη που καταγράφονται επίσημα, η επιτόπια έρευνα έδειξε ότι μπορούμε να συναντήσουμε σε μικρότερους αριθμούς η απομονωμένα και άλλα, όπως η κυδωνιά και η ροδιά. Σε σχέση με την κατάσταση διατήρησης αυτών των καλλιεργειών, δεν υπάρχουν κάποια επίσημα στοιχεία. Η εκτίμηση μας, με βάση πάντα την προκαταρκτική επιτόπια έρευνα, είναι ότι σημαντικό τμήμα και αυτών των καλλιεργειών βρίσκεται, ή κινδυνεύει να βρεθεί, σε φάση εγκατάλειψης. Αυτό αφορά κυρίως τις πιο ορεινές εκμεταλλεύσεις, αφού σε όλο σχεδόν τον ορεινό όγκο πάνω από την κοιλάδα του ποταμού Νέστου, σπάνια συναντά κανείς ενεργές καλλιέργειες

οπωροφόρων. Η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη στο ανατολικό τμήμα της Οροσειράς, αφού γύρω από τα χώρια και τα ιδιαίτερα τα Πομακοχώρια της περιοχής (όπως το Ωραίο, ο Κύκνος, η Μάνταινα, το Ρεύμα, το Σταμάτι, ο Θεοτόκος, η Καλλιθέα) συναντάμε πολλά δέντρα καλλιεργημένα (κλαδεμένα, μπολιασμένα κ.ο.κ.), ενώ φυτεύονται ακόμα πολλά νέα δενδρύλλια. Πέρα από τον κίνδυνο της εγκατάλειψης, ο οποίος συνδέεται συνολικά με τα προβλήματα βιωσιμότητας της αγροτικής παραγωγής και ιδιαίτερα της παραγωγής σε ορεινές περιοχές, δεν υπάρχουν αναφορές για συγκεκριμένα άλλα προβλήματα αυτών των καλλιεργειών. Όσο αφορά ειδικότερα τις ασθένειες, δεν υπάρχουν αναφορές για συγκεκριμένα προβλήματα, πέρα από αυτά που είναι γνωστά για τα είδη σε αυτά σε όλη τη χώρα και βρίσκονται κατά καιρούς σε έξαρση, όπως πχ το έλκος της καστανιάς. Εικόνα 6. Ένας από τους ενεργούς οπωρώνες στα Πομακοώρια της Ξάνθης

Β. Εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες Για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, το μεγαλύτερο ποσοστό των ορεινών, παραδοσιακών οπωρώνων και των μεμονωμένων οπωροφόρων δέντρων έχουν σταματήσει να καλλιεργούνται συστηματικά, γεγονός που έχει προφανώς αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση των δέντρων, στην ποιότητα και την ποσότητα της παραγωγής τους, στην κατάσταση του εδάφους και στη διαδικασία αναγέννησής τους, οδηγώντας μακροπρόθεσμα στην αντικατάσταση των οπωροφόρων από άλλα δασικά είδη. Σημειώνεται ότι αντίστοιχη είναι η αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης και σε άλλες χώρες, όπου πραγματοποιούνται σχέδια παρακολούθησης και διατήρησης των παραδοσιακών οπωρώνων. Στη Μ. Βρετανία για παράδειγμα, σύμφωνα με το Σχέδιο Δράσης για τον Οικότοπο Παραδοσιακών Οπωρώνων (Traditional Orchards Habitat Action Plan 2010), πάνω από το 56% των παραδοσιακών οπωρώνων της χώρας έχει χαθεί από το 1950 ως σήμερα (από 108,555ha σε 47,000ha). Οι βασικοί παράγοντες που προκαλούν απώλεια ή υποβάθμιση των οπωρώνων είναι οι εξής: - Οικονομικές αλλαγές που οδηγούν σε εγκατάλειψη (λόγω της μείωσης της εμπορικής αξίας των προϊόντων) - Υποβάθμιση των καλλιεργητικών πρακτικών, όπως ο καθαρισμός του εδάφους, το κλάδεμα, η διαχείριση και η ανανέωση των δέντρων, η οποία οδηγεί τους οπωρώνες σε υποβάθμιση ή ακόμα σε μετατροπή τους σε δάσος. - Αλλαγές στη χρήση γης, σε συνδυασμό με την απουσία σταθερού νομικού πλαισίου προστασίας (σ.σ. το οποίο βέβαια στη Βρετανία εγκαθιδρύθηκε με την προαναφερόμενη οδηγία). Ηλικία και κατάσταση δέντρων Τα περισσότερα από τα οπωροφόρα είδη που απαρτίζουν τους ορεινούς οπωρώνες έχουν σχετικά μεγάλη διάρκεια ζωής, η οποία κυμαίνεται από 30 ως 60 χρόνια. Ενδεικτικά, οι αχλαδιές του γένους Pyrus ζουν τουλάχιστον για 30 χρόνια, τα δέντρα του γένος Prunus (δαμασκηνιές, κερασιές, βυσσινιές, αμυγδαλιές κ.α.) ζουν για περίπου 60 χρόνια, όπως περίπου και οι καρυδιές

(γένος Juglans), οι μηλιές του γένους Malus για 30-50 χρόνια, οι καστανιές (Castanea sativa) ακόμα περισσότερο, για 70-100 χρόνια. Σημειώνεται ακόμα ότι οι παραδοσιακές ποικιλίες που απαντώνται στους ορεινούς οπωρώνες έχουν κατά κανόνα μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τις ποικιλίες που κυριαρχούν στις εντατικές καλλιέργειες. Χάρις στο γεγονός αυτό διατηρούνται ζωντανοί οπωρώνες που βρίσκονται εγκαταλελειμμένοι εδώ και δεκαετίες τα περιθώρια ωστόσο στενεύουν δραματικά όσο περνούν τα χρόνια, αφού πολλοί οικισμοί και οπωρώνες έχουν εγκαταλειφθεί ακόμα και πριν τη δεκαετία του 1940. Όπως επίσης σημειώνει η Λαζαρίδου (2001), σε όλους τους οπωρώνες που μελέτησε στην περιοχή της Ροδόπης πριν από 15 χρόνια, παρατηρήθηκαν δέντρα μεγάλης ηλικίας με μεγάλο αριθμό νεκρών κλαδιών. Η ξερή ή κατεστραμμένη βλάστηση αποτελεί σημείο εισόδου ασθενειών και αυξάνει τη θνησιμότητα των δέντρων. Εικόνα 7. Δέντρα μεγάλης ηλικίας στον οπωρώνα Ζαρκαδιάς (Ροδόπη) Εξάλλου, εξαιτίας της εγκατάλειψής τους, τα οπωροφόρα δέντρα που επιβιώνουν ή αναγεννιούνται, βρίσκονται συνήθως σε κακή κατάσταση: δεν κλαδεύονται και αποκτούν άστατο και αντιπαραγωγικό σχήμα κώμης, καθώς τα πυκνά κλαδιά εμποδίζουν τον καλό αερισμό και τον

επαρκή φωτισμό των δέντρων. Εμποδίζεται έτσι η ανάπτυξη των καρπών, ενώ μειώνεται το μέγεθος και ο αριθμός τους (Λαζαρίδου 2001). Όπως σημειώνει ο Βυτανιώτης (2012β), όταν αφήνουμε τα δένδρα ακλάδευτα, αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα με αποτέλεσμα να αποκτήσουν πολύ μεγάλο μέγεθος. Τα κλαδιά του αναπτύσσονται κατά μήκος, μπλέκονται και δεν αφήνουν τον αέρα να διεισδύει στο εσωτερικό της κόμης των δένδρων. Δημιουργούνται λαίμαργοι βλαστοί οι οποίοι μειώνουν την καρποφορία και μπλέκουν ακόμη περισσότερο με τους υπόλοιπους βλαστούς. Οι καρποί παραμένουν μικροί σε μέγεθος, μέτριας ποιότητας, ενώ αρκετοί σχηματίζονται σε πολύ υψηλές θέσεις πάνω στο δένδρο και είναι πολύ δύσκολο να συλλεχθούν. Επιπλέον, το δέντρο θα σταματήσει να παράγει καρπούς κάθε χρόνο. Η βλάστηση και η καρποφορία σταδιακά απομακρύνονται από το κέντρο του δέντρου και αναπτύσσονται μόνο στις άκρες των κλαδιών και γενικά το εσωτερικό της κόμης των δέντρων απογυμνώνεται και αποκτά όλο και περισσότερο νεκρό ξύλο. Εικόνα 8. Νεκρά δέντρα στον οπωρώνα Ζαρκαδιάς (Ροδόπη)

Επίσης, ο κορμός τους περιβάλλεται από παραφυάδες και καλύπτεται από αναρριχώμενα φυτά, κυρίως κλιματσίδες (Clematitis vitalba), τα οποία καλύπτουν, σκιάζουν και δημιουργούν παραπάνω βάρος στα δέντρα, επηρεάζοντας αρνητικά την ανάπτυξη, τη μορφή και τη βιωσιμότητα του δέντρου (ο.π.). Επιπλέον, τα ανταγωνιστικά αναρριχόμενα φυτά περιορίζουν τον αυξητικό χώρο του επιθυμητού είδους και δημιουργούν υπόβαθρο για την συγκράτηση του χιονιού με αποτέλεσμα την θραύση η κατάρρευση του δένδρου. Η Λαζαρίδου (2001) παρατηρεί επίσης ότι πολλά δέντρα που βρίσκονται σε ηλικία καρποφορίας δεν καρποφορούν καθόλου ή καρποφορούν περιορισμένα. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στη μειωμένη γονιμοποίηση και τις χαμηλές θερμοκρασίες, στη σκίαση από ανταγωνιστικά δέντρα, θάμνους ή αναρριχώμενα, ή στην απουσία επικονιαστών. Από την άλλη, οι ασθένειες που εντοπίστηκαν στη μελέτη του 2001 (ο.π.), όπως η σκωρίαση της αχλαδιάς και βοτρύτης στην κορομηλιά, ήταν ελάχιστες και περιορίζονταν σε μεμονωμένα άτομα. Περιβάλλον Σημαντικός παράγοντας για τη βιωσιμότητα των οπωρώνων και για την επιβίωσή τους μέχρι σήμερα- είναι το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Η Λαζαρίδου (2001) σημειώνει ότι οι οπωρώνες βρίσκονται σε περιοχές που έχουν επιλεχθεί ως περισσότερο εύφορες και προστατευμένες από τις καιρικές συνθήκες. Έτσι παρατηρείται ότι βρίσκονται σε εκτάσεις με μικρές σχετικά κλίσεις, σε κοιλάδες μικρότερων ή μεγαλύτερων χειμάρρων συνεχούς ροής, από τους οποίους εξασφαλιζόταν το νερό για την καλλιέργειά τους. Τα εδάφη τους είναι βαθειά και γόνιμα, σε σχέση τουλάχιστον με τις γειτονικές περιοχές. Οι παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνονται και από τη δική μας επιτόπια έρευνα.

Εικόνα 9. Οι παλιοί οπωρώνες βρίσκονται συνήθως σε προνομιακές θέσεις, με καλή έκθεση, ήπιες κλίσεις και κοντά σε νερό (Κόκκινο, Ροδόπη). Αναγέννηση Πέρα από τα φυτεμένα δέντρα που επιβιώνουν, μέσα ή γύρω από τους παλιούς οπωρώνες μπορούμε να συναντήσουμε πολλά νεότερα δέντρα, αφού τα περισσότερα από τα παραπάνω είδη έχουν τη δυνατότητα να αναπαράγονται από μόνα τους και να αναπτύσσονται ως άγρια και αυτοφυή φυτά, είτε με παραγωγή σπορόφυτων, είτε με παραφυάδες (Λαζαρίδου 2001). Ιδιαίτερη ικανότητα φυσικής αναγέννησης παρουσιάζουν και πολλοί από τους θάμνους που έχουν διατροφική σημασία, όπως οι διάφορες μουριές του γένους Rubus, οι φουντουκιές, οι κρανιές κα. Βασικός παράγοντας που περιορίζει τη φυσική αναγέννηση των οπωροφόρων δέντρων είναι η αποίκιση των θέσεών τους από άλλα αυτοφυή δέντρα και θάμνους. Αυτή η τάση οδηγεί σε μία διαδικασία διαδοχής προς ένα κλειστό δασικό οικοσύστημα, κυριαρχούμενο από τα διαδεδομένα δασικά είδη της εκάστοτε περιοχής, όπως είναι συνήθως είδη βελανιδιάς Quercus spp. κα (Kalyan 2009). O Tanwan (2009), μελετώντας τη βιωσιμότητα των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου, έδειξε ότι στις περισσότερες θέσεις τα οπωροφόρα δέντρα

χάνονται στο χρόνο, εξαιτίας της ανεπαρκούς αναγέννησής τους. Στη μία περίπτωση, μπόρεσε επίσης να αποδείξει ότι η επιτυχία της αναγέννησης εξαρτάται σημαντικά από το φωτισμό, ένας παράγοντας που με τη σειρά του εξαρτάται καθοριστικά από τον ανταγωνισμό με άλλα είδη. Γενικά, όπως σημειώνει και ο ίδιος στην επισκόπηση της διαθέσιμης βιβλιογραφίας, η διαθεσιμότητα του φωτός θεωρείται καθοριστικός παράγοντας που διαμορφώνει τη βιωσιμότητα των νέων φυτών που φύονται στον υποόροφο. Ο φωτισμός ωστόσο αποδεικνύεται σημαντικός παράγοντας εκεί που υπήρχε επάρκεια νερού και τροφικών στοιχείων, γεγονός που υποδεικνύει επίσης τη σημασία των τελευταίων για τη φυσική αναγέννηση των οπωρώνων. Καθοριστικός παράγοντας επίσης για την επιτυχή αναγέννηση των οπωροφόρων δέντρων είναι η διασπορά των σπόρων, με τη βοήθεια των ζώων (πουλιά και θηλαστικά) που τρέφεται με τους καρπούς, αφού μελέτες έχουν δείξει ότι οι σπόροι έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να φυτρώσουν σε απόσταση, παρά ακριβώς κάτω από το φύλλωμα του μητρικού δέντρου. Οι Debussche et al (1982) για παράδειγμα, έδειξαν αναλυτικά πώς το πρότυπο αναγέννησης των οπωροφόρων δέντρων σε εγκαταλελειμμένους οπωρώνες εξαρτάται από την κατανάλωση των καρπών και τη διασπορά των σπόρων από την ορνιθοπανίδα της περιοχής. Διαμορφώνεται έτσι μία συνεργατική σχέση μεταξύ των καρποφόρων δέντρων και των ζώων που τρέφονται από τους καρπούς (Tanwan 2009). Παρόλα αυτά, τα νέα φυτά διατηρούν την τάση να συγκεντρώνονται κάτω από τα μητρικά (ο.π.). Στη βιβλιογραφία σημειώνεται επίσης ότι υπάρχει το φαινόμενο διευκόλυνσης των νέων δέντρων, όταν αυτά τύχουν σε ευνοϊκά μικροενδιαιτήματα, οπότε και εμφανίζουν πάλι τάση συγκέντρωσης. Διαμορφώνεται έτσι ένα σύνθετο πρότυπο χωρικής κατανομής των νέων δέντρων (ο.π.). Ο Tanwan (2009) εντόπισε επίσης χαμηλή συσχέτιση ανάμεσα στο μέγεθος του οπωρώνα και τη δυνατότητα αναγέννησης. Συνολικά, σύμφωνα πάντα με τον Tanwan (2009), σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις οι οπωρώνες παρουσιάζουν έναν ικανοποιητικό ρυθμό φυσικής αναγέννησης (ο οποίος αντιστοιχεί σε μία ηλικιακή κατανομή τύπου ανάστροφου J). Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται εμπειρικά και από τις δικές μας επιτόπιες παρατηρήσεις. Ο ίδιος επίσης συμπεραίνει ότι τις καλύτερες πιθανότητες επιβίωσης έχουν οι οπωρώνες α) που διαθέτουν πρότυπα χωρικής κατανομής που τείνουν προς την τυχαία κατανομή και β) όπου τα ενήλικα δέντρα είναι μικρού ή μεσαίου μεγέθους, αφού αυτά έχουν μεγαλύτερη παραγωγή. Παρατηρεί επίσης ότι τα νεαρά δέντρα

παρουσιάζουν μεγάλη θνησιμότητα, η οποία οφείλεται στην ανεπάρκεια φωτός, θρεπτικών ή σε ασθένειες. Αρνητικές επιπτώσεις στην αναγέννηση έχει φυσικά και η εντατική βόσκηση των οπωρώνων (Λαζαρίδου 2001). Σημειώνεται τέλος ότι σε κάποιες περιπτώσεις (βλ. παρακάτω για παλιότερες παρεμβάσεις σε Ροδόπη και Γράμο), έχουν γίνει προσπάθειες τεχνητής αναγέννησης, με φυτεύσεις δενδρυλλίων. Στο μεγαλύτερό τους ποσοστό οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν γιατί α) είναι δύσκολο να βρεθούν δενδρύλλια προερχόμενα από τις κατάλληλες, προσαρμοσμένες τοπικές ποικιλίες, β) τα δενδρύλλια χρειάζονται περιποίηση που είναι δύσκολο να παρασχεθεί σε βάθος χρόνου, γ) οι φυτεμένες εκτάσεις αφέθηκαν σε άλλες χρήσεις, όπως βόσκηση, κορμοπλατείες κοκ. Διαδοχή - δάσωση Εξαιτίας της εγκατάλειψης και της σταδιακής απώλειας των φυτεμένων δέντρων και του χαμηλού ρυθμού φυσικής αναγέννησης, οι εκτάσεις με τους εγκαταλελειμμένους οπωρώνες έχουν την τάση να καλύπτονται σταδιακά από τα υπόλοιπα αυτοφυή είδη και τελικά από τα κυρίαρχα δασικά είδη της εκάστοτε περιοχής, ώσπου απορροφούνται καθολικά από το δάσος. Όπως αναφέρει η Λαζαρίδου (2001), η εξάπλωση του δάσους μειώνει το διαθέσιμο έδαφος για τα οπωροφόρα, δεδομένου ότι οι συνθήκες της περιοχής ευνοούν περισσότερο τα αυτοφυή δασικά είδη και τους θάμνους. Η πορεία αυτή εξαρτάται από μία σειρά παράγοντες όπως η αρχική κατάσταση, η σύνθεση, η πυκνότητα και η ευρωστία των παλιών οπωροφόρων δέντρων, ο χρόνος από την εγκατάλειψη, η κλίση και η σύσταση του εδάφους, το κλίμα, οι υπόλοιπες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις (βόσκηση κοκ), η σύνθεση των αυτοφυών ειδών της περιοχής και ειδικότερα ο τύπος δασικής βλάστησης που κυριαρχεί στην περιοχή. Συνοψίζοντας, με βάση τις επιτόπιες παρατηρήσεις σε όλες τις αρχικές περιοχές του έργου και ιδιαίτερα στην περιοχή εφαρμογής, καθώς και τις βιβλιογραφικές αναφορές και μαρτυρίες, εκτιμάται συνολικά ότι η κατάσταση των ορεινών, παραδοσιακών οπωρώνων είναι κακή και συνεχώς επιδεινώνεται. Το βασικό πρόβλημα είναι η εγκατάλειψη, η οποία οδηγεί σταδιακά στην

αντικατάσταση των οπωροφόρων από άλλα δασικά είδη και τελικά στην οριστική απώλεια αυτών των οικοτόπων. Εικόνα 10. Αμισηνό, Ροδόπη.

2.4 Προηγούμενες δράσεις και καλές πρακτικές Εξωτερικό (Μ. Βρετανία) Όπως αναφέρθηκε αναλυτικά και στο προηγούμενο Π.1.β, στην Ευρώπη έχουν αναπτυχθεί πολλές πρωτοβουλίες για την προστασία, τη διατήρηση, την ορθή διαχείριση και την αξιοποίηση των παραδοσιακών οπωρώνων. Ειδικότερα, στη Μ. Βρετανία έχει αναγνωριστεί η οικολογική αξία και η ανάγκη προστασίας των παραδοσιακών οπωρώνων (Burrough 2010) και από το 2007 οι παραδοσιακοί οπωρώνες χαρακτηρίστηκαν ως Οικότοπος Προτεραιότητας από το UK Biodiversity Action Plan (BAP). Το πλαίσιο που δημιουργήθηκε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση αναφοράς σε αντίστοιχες δράσεις στην Ελλάδα, μεταφέροντας έτσι τη σχετική τεχνογνωσία και τις καλές πρακτικές. Με αυτό το σκεπτικό, αναφέρεται παρακάτω και χρησιμοποιείται και από την παρούσα έρευνα. Εικόνα 11. Καταγεγραμμένοι παραδοσιακοί οπωρώνες στην Αγγλία Σύμφωνα λοιπόν με το «Traditional Orchards Habitat Action Plan» (HAP) τέθηκαν οι παρακάτω αντικειμενικοί στόχοι διατήρησης για τους παραδοσιακούς οπωρώνες: - Να αποτραπεί η περαιτέρω απώλεια των οικοτόπων Παραδοσιακών Οπωρώνων.

- Να διαχειριστούν και να αποκατασταθούν οι εναπομείναντες τόποι με Παραδοσιακούς Οπωρώνες. - Να δημιουργηθούν νέοι οικότοποι Παραδοσιακών Οπωρώνων σε κατάλληλα μέρη και να εξασφαλιστεί η τοπική κληρονομιά σε ποικιλίες φρούτων, με την συμπερίληψή τους στις φυτευτικές δράσεις. - Να προωθηθεί η ευαισθητοποίηση για τους Παραδοσιακούς Οπωρώνες και την αξία τους όσο αφορά τη βιοποικιλότητα, σε ομάδες-στόχους, όπως οι ιδιοκτήτες οπωρώνων, οι διαχειριστές της γης, οι τοπικές αρχές και το δημόσιο κοινό. Οι παραπάνω στόχοι εξειδικεύονται με συγκεκριμένες δράσεις, όπως η παρακολούθηση καταγραφή των Παραδοσιακών Οπωρώνων, η αποκατάσταση συγκεκριμένων τόπων, η δημιουργία νέων συγκεκριμένης έκτασης και η διοργάνωση εκδηλώσεων ευαισθητοποίησης. Σημαντικό μέρος της υλοποίησης των παραπάνω δράσεων αναλήφθηκε από το ίδρυμα People s Trust for Endangered Species (PTES), το οποίο ανέλαβε και την έκδοση ενός εκλαϊκευμένου Οδηγού Διαχείρισης των Παραδοσιακών Οπωρώνων. Σύμφωνα με τον Οδηγό, οι Παραδοσιακοί Οπωρώνες είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της βρετανικής κληρονομίας και υπαίθρου. Αποτελούνται από δέντρα καλλιεργημένα σε χαμηλής έντασης καλλιέργειες, τα οποία συχνά καταλαμβάνουν την ίδια γη για αιώνες, καλλιεργούνται χωρίς χημικά και δημιουργούν hotspot για τη βιοποικιλότητα, φιλοξενώντας πάνω από 1800 είδη φυτών, μυκήτων και ζώων. Αφού περιγράφει αυτή τη βιοποιλότητα, ο Οδηγός προτείνει τα παρακάτω απλά και χαμηλού κόστους μέτρα που μπορούν να παρθούν από τους ιδιοκτήτες παραγωγούς για την προστασία της βιοποικιλότητας στους οπωρώνες τους. - Διατήρηση νεκρής και σηπόμενης ξυλείας. Σύμφωνα με τον Οδηγό, η νέκρωση ξύλινων τμημάτων είναι μέρος της φυσικής πορείας ενός δέντρου και τα νεκρά και σηπόμενα ξύλινα τμήματα πρέπει να αφήνονται στη θέση τους, καθώς η σταδιακή σήψη τους εμπλουτίζει το έδαφος επιστρέφοντας τα αναγκαία συστατικά, ενώ παρέχουν πολύτιμο ενδιαίτημα σε πολλά είδη. Αναφέρεται μάλιστα ότι από τη σκοπιά διατήρηση της βιοποικιλότητας, τα όρθια δέντρα που έχουν ξεκινήσει να νεκρώνονται είναι τα πιο πολύτιμα στοιχεία ενός οικότοπου οπωρώνα, αφού φιλοξενούν έντομα, μύκητες και άλλα είδη, οι οποίοι με σειρά τους προσφέρουν τροφή σε πουλιά και άλλους θηρευτές.

Προτείνει επίσης την εναπόθεση σηπόμενης ξυλείας εντός νερολακούβων, αφού το βρεμένο ξύλο θα προσφέρει ενδιαίτημα σε ακόμα περισσότερα είδη. - Φύτευση νέων δέντρων. Τα δέντρα που σταδιακά νεκρώνονται πρέπει να αντικαθίστανται από νέα, τα οποία κατά προτίμηση πρέπει να προέρχονται από τις υφιστάμενες ποικιλίες. Με αυτό τον τρόπο διατηρούνται οι παραδοσιακές ποικιλίες, αλλά και η άγρια ζωή που είναι συνδεδεμένη μαζί τους. - Δημιουργία ιδιαίτερων ενδιαιτημάτων. Ο Οδηγός προτείνει επίσης διάφορες δράσεις για τη διατήρηση ή την αύξηση της δομικής πολυπλοκότητας των οικοτόπων οπωρώνων, όπως η διατήρηση και καλλιέργεια θαμνών, η διατήρηση ακαλλιέργητων σημείων στα όριά τους, η δημιουργία νερολακούβων. Αναφέρεται επίσης ότι τα ποώδη και θαμνώδη φυτά που αναπτύσσονται στον υποόροφο των οπωρώνων αποτελούν σημαντική πηγή γύρης και νέκταρ για τα έντομα και τη μελισσοκομία. - Βόσκηση ή συγκομιδή για βόσκηση. Ο υποόροφος μπορεί να αξιοποιηθεί για βοσκή, ενώ η ίδια η βόσκηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαχειριστική πρακτική, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη παράγοντες όπως η περίοδος άνθησης κα. - Διατήρηση πεσμένων φρούτων. Τα πεσμένα φρούτα αποτελούν πόρο για την άγρια ζωή. - Αποφυγή χρήσης χημικών. Οι Παραδοσιακοί Οπωρώνες διαχειριζόταν ιστορικά χωρίς εισροές και χρήση χημικών παρασιτοκτόνων, εντομοκτόνων ή λιπασμάτων. Οι πρακτικές αυτές πρέπει να διατηρηθούν, ενώ πολλά παράσιτα μπορούν να ελεγχθούν με την ενθάρρυνση των φυσικών τους θηρευτών. Η διατήρηση των οικοτόπων Παραδοσιακών Οπωρώνων στη Μ. Βρετανία συνοδεύτηκε από πολλές τοπικές πρωτοβουλίες για την καταγραφή και προστασία των οπωρώνων. Στο πλαίσιο αυτό, ιδρύθηκε το «Δίκτυο Οπωρώνων», το οποίο διατηρεί τον ιστότοπο www.orchardnetwork.org.uk, ο οποίος λειτουργεί ως βάση αναφοράς για τη διατήρηση των οπωρώνων σε τοπικό επίπεδο, καλύπτοντας θεματικές όπως η διαχείριση, η φροντίδα και η χρηματοδότηση οπωρώνων, διασυνδέοντας τις διάφορες τοπικές πρωτοβουλίες. Ανάμεσα στις τοπικές πρωτοβουλίες, ενδεικτικά αναφέρονται το «East of England Apples & Orchards Project» το οποίο δραστηριοποιείται για τη διατήρηση των τοπικών οπωρώνων στην Ανατολική Αγγλία

(www.applesandorchards.org.uk), η πρωτοβουλία «The Hertfordshire Orchard Initiative (HOI)» που δραστηριοποιείται στην επαρχία του Hertfordshire (www.hertfordshireorchardinitiative.org.uk), όπως και η ομάδα «Mid-Shires Orchard Group» στις επαρχίες Buckinghamshire, Northamptonshire, Oxfordshire και Warwickshire (www.msog.btik.com), η Ένωση «The Three Counties Cider and Perry Association» στις επαρχίες Gloucestershire, Herefordshire, Worcestershire (www.thethreecountiesciderandperryassociation.co.uk), η «Gloucestershire Orchard Group» στην επαρχία Gloucestershire (www.gloucestershireorchardgroup.org.uk), το «Orchard Link & Orchards Live!» στην επαρχία του Devon (www.orchardlink.org.uk, www.orchardslive.org.uk), η «Westmorland Damson Association» στην επαρχία του Westmorland (www.lythdamsons.org.uk), το «Northern Fruit Group» στη Βόρεια Αγγλία (www.northernfruitgroup.com), το «The Three Counties Traditional Orchard Project» που λαμβάνει χώρα στις επαρχίες Whitbourne και Breinton στο Herefordshire, Alfrick, Tenbury Wells και Vale of Evesham στο Worcestershire, Gorsley, Ross on Wye και Longney στο Gloucestershire (βλ. http://www.malvernhillsaonb.org.uk/), το Suffolk Traditional Orchard Group στην επαρχία Suffolk (βλ. http://www.orchardnetwork.org.uk/), το Wiltshire Traditional Orchards Project στο Wiltshire (https://sites.google.com/site/wiltsorchards/) κα. Δόθηκε έμφαση στην καταγραφή των παλιών οπωρώνων ακόμα και εντός του Λονδίνου (www.thelondonorchardproject.org). Αντίστοιχη πρωτοβουλία αναπτύχθηκε στη Σκωτία (http://www.snh.gov.uk/about-scotlands-nature/habitats-and-ecosystems/farmland-andcroftland/orchards-and-wood-pas/). Αντίστοιχες πρωτοβουλίες έχουν πάρει και τοπικές αρχές, όπως το «Worcestershire County Council» στην αντίστοιχη επαρχία (www.worcestershire.gov.uk/country-side), το Herefordshire County Council (www.herefordshire.gov.uk) και το Somerset County Council (www.somerset.gov.uk). Υπάρχουν επίσης θεματικά δίκτυα, όπως το Δίκτυο «Marcher Apple Network» που ειδικεύεται στους μηλεώνες (www.marcherapple.net) και η ένωση The Kentish Cobnuts Association, η οποία προωθεί την καλλιέργεια φουντουκιών (www.kentishcobnutsassociation.co.uk). Ταυτόχρονα, το Ίδρυμα «Natural England» εξασφαλίζει χρηματοδότηση για παραγωγούς και διαχειριστές γης που θέλουν να διατηρήσουν τους Παραδοσιακούς Οπωρώνες, ενώ παρέχει και

τεχνικές συμβουλές (www.naturalengland.org.uk). Ο διαδικτυακός τόπος «The Orchard Marketplace» αποτελεί μία διαδικτυακή αγορά που διευκολύνει την ανταλλαγή φρούτων και άλλων σχετικών προϊόντων (www.orchardmarketplace.org.uk). Τέλος, πέρα από το Ηνωμένο Βασίλειο, πρωτοβουλίες για την καταγραφή, προστασία και αξιοποίηση των παραδοσιακών οπωρώνων έχουν αναπτυχθεί σε πολλές ακόμα χώρες (πχ στη Μινεσότα των ΗΠΑ από το εκεί πανεπιστήμιο, http://minnesota.cbslocal.com/2011/04/25/revivalunder-way-at-forgotten-duluth-orchard/, στη Ρουμανία με τη βοήθεια ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων http://eeagrants.org/project-portal/project/ro09-0135, στις έξι χώρες που αναφέρθηκαν παραπάνω όπου δραστηριοποιείται το δίκτυο ESTO http://www.estoproject.eu/). Ελλάδα Οι πρώτες δράσεις για τη διατήρηση εγκαταλελειμμένων οπωρώνων στην Ελλάδα έλαβαν χώρα στην περιοχή της Ροδόπης, την περίοδο 2000-2002, στο πλαίσιο προγράμματος LIFE99/ΝΑΤ/GR/006498 και συγκεκριμένα της Δράσης «C.iii Φυτεύσεις άγριων οπωροφόρων που θεωρούνται σημαντικά για τον τύπο οικοτόπου ενδιαφέροντος 9530* και το είδος ενδιαφέροντος Ursus arctos*». Συγκεκριμένα, το 2000 το Δασαρχείο Δράμας προέβη σε φυτεύσεις 1500 δενδρυλλίων οπωροφόρων κυρίως από τα είδη Pyrus amygdaliformis (Γκορτσιά) και Malus sp. (αγριομηλιά) στην ευρύτερη περιοχή Ελατιάς και συγκεκριμένα στις τοποθεσίες: «Τσάκαλος», «Αντίλαλος», «Πούλοβο», «Καλύβια Πιστόλα», «Δασικό Χωριό Ελατιάς», και «Λειμώνας-Ράσοβο» για την φυτευτική περίοδο φθινόπωρο 2000. Το μέτρο αυτό παρουσίασε σημαντικά προβλήματα (όπως: χαμηλό ποσοστό επιτυχίας των μοσχευμάτων ή δυσκολία εξεύρεσης ανθεκτικού φυτευτικού υλικού), οπότε στη συνέχεια προτάθηκε μία διαφορετική προσέγγιση: αντί της φύτευσης, θεωρήθηκε πιο σκόπιμη και συναφής με τους στόχους της συγκεκριμένης δράσης μία επέμβαση για την συντήρηση και αναβάθμιση αυτών των οπωρώνων σε πιλοτική κλίμακα. Ταυτόχρονα και επειδή πρόκειται για ανθεκτικές ποικιλίες ειδών οπωροφόρων, κρίθηκε σκόπιμη και η συλλογή φυτευτικού υλικού (σπόροι, μοσχεύματα) για την δημιουργία ικανού αποθέματος που θα