-ω, -σω, -σα, -κα, -µαι, -θην



Σχετικά έγγραφα
PRINCIPAL PARTS BY Verb TYPES: all principal parts, all units 1!

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

passive 3 rd person Continuous Simple Future Perfect

The Aorist Tense. Talking About the Past. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

STAMMFORMEN (SCHWERGEWICHT: κοινή)

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

Επιχείρηση: Παρακείμενος. Οι πρώτες μου γνώσεις για το σχηματισμό του Παρακειμένου

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Ενότητα 1. Ενότητα 2

Το ρήμα λύω στην Οριστική Ε.Φ. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

βλάπτω βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα βέβλαμμαι ἐβλάβην hurt, harm θάπτω θάψω ἔθαψα τέθαμμαι ἐτάφην bury κλέπτω κλέψω ἔκλεψα κέκλοφα κέκλεμμαι ἐκλάπην steal

Croy Lesson 18. First Declension. THIRD Declension. Second Declension. SINGULAR PLURAL NOM -α / -η [-ης]* -αι. GEN -ας / -ης [-ου]* -ων

C 10 α GRK 101 andout

GREEK GRAMMAR I Future Active and Middle-Deponent Indicative Tense Dr. Marshall

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs using the verb λύω. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating.

21. δεινός: 23. ἀγορά: 24. πολίτης: 26. δοῦλος: 28. σῶμα: 31. Ἑλλας: 32. παῖς: 34. ὑπέρ: 35. νύξ: 39. μῶρος: 40. ἀνήρ:

PERSON PRIMARY. Aorist. Present Future Perfect (Subjunctive) Aorist. Passive. Future SECONDARY. Passive. Imperfect Aorist Pluperfect (Optative)

Croy Lesson 10. Kind of action and time of action. and/or Redup. using the verb λύω

OCR Greek GCSE Word List Produced by Eton College

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

εἶμι, φημί, Indirect Discourse Intensive Classical Greek Prof. Kristina Chew June 28, 2016

VOCABULARY AID FOR CHAPTERS 1 13 From Learn to Read New Testament Greek by David Alan Black [TABLE OF CONTENTS]

System Principal Parts Tenses and Voices

GCSE (9 1) Classical Greek

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. 1 η ΜΕΡΑ

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement Lexique

VERBS: memory aids through lesson 9 ACTIVE PRESENT AND IMPERFECT IMPERATIVE

GCSE Classical Greek OCR GCSE in Classical Greek: J291

22.1: Root Aorist (Athematic Long-Vowel Aorist)

Greek 12: Plato s Apology

Guide to Principal Parts of Regular Verbs

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

Principal Part Quiz 4 Study Sheet

ῶ ῶµαι ων ώµην ῶ οῦµαι ουν ούµην. εις ῃ ες ου εῖς ῇ εις οῦ ει εται ε(ν) ετο εῖ εῖται ει εῖτο. ῶµεν ώµεθα ῶµεν ώµεθα οῦµεν ούµεθα οῦµεν ούµεθα

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

-ω conjugation deponent

14 Lesson 2: The Omega Verb - Present Tense

d. Case endings (Active follows declension patterns, Middle follows declension patterns)

1 Definite Article. 2 Nouns. 2.1 st Declension

Croy Lessons Participles

PARSING GUIDE FOR DR. DAVID ALAN BLACK S LEARN TO READ NEW TESTAMENT GREEK

Παρελθόν. (Past) Formation. past imperfective. past perfective. active forms Α / Β Α Β

present indicative πείθω, πείσω, ἔπεισα, πέπεικα, πέπεισμαι, ἐπείσθην

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Chapter 2 * * * * * * * Introduction to Verbs * * * * * * *

NOM -**- [**] -ες / -εις [-α ] GEN -ος / -ως / -ους -ων. DAT -ι -σι. ACC -α / -ιν [**] -ας / -εις [-α ]

Fall 2004 Greek Fall 2004 Greek Croy Lesson 15. Fall 2004 Greek Fall 2004 Greek 1.

Croy Lessons Second Declension. First Declension PARTICIPLES. THIRD Declension. -αι -ας. -ον. -οι. -ος. / -ης. -ων. -ου. -αν. / -ον.

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating. Croy Lesson 10

Clauses of Purpose/Effort/ Fear, Verbal Adjectives, Uses of the Infinitive. Intensive Classical Greek Prof. Kristina Chew 30 June 2016

Απρόσωπη σύνταξη: άναρθρο Απαρέμφατο Δευτερεύουσα Ονομαστική Πρόταση

CH11 α/β GRK 101 Handout

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΤΕΑΣ ΥΛΗΣ ΤΑΞΕΩΣ Α

Croy Lessons PARTICIPLES PARTICIPLES PARTICIPLES PARTICIPLES PARTICIPLES. >> CIRCUMSTANTIAL (ADVERBIAL) Under the circumstance of (UTC )

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Perfect Participles. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

NOMS, ADJECTIFS, ADVERBES GREC-FRANÇAIS

Summer Greek. Greek Verbs -TENSE ASPECT. Greek Verbs. Greek Verbs. Greek Verbs. Greek Verbs. Croy Lesson 9. KINDof action.


Present Participles. Verbal Adjectives with Present Aspect. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

Non-Indicative Verbs of the LXX, New Testament, Josephus and Philo (in alphabetical order)

MODERN GREEK VERBS. (without much grammatical jargon)

Chapter 54. The First and Second Aorist Indicative Passive

Summer Greek. Greek Verbs - TENSE ASPECT. Greek Verbs. Greek Verbs. Greek Verbs. Greek Verbs. Croy Lesson 9

of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Οι ενότητες 2,3,5,6,7,8,10,11,12,13,14,16,18,19,21,22,23,24,25,29,30,37.

Present. Active. Present. Active & M/P/D Imperfect Active & M/P/D. σῴζω γίνοµαι

Α. ΜΕΣΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

the essentials of A Reference for

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

Declension of the definite article

Ρηματική άποψη. (Aspect of the verb) Α. Θέματα και άποψη του ρήματος (Verb stems and aspect)

Croy Lessons GEN GEN. Αug Redp STEM Tense Theme Ending. *Masculine Nouns of First Declension

Chapter 54. The First and Second Aorist Indicative Passive

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ!!!!)

About the Second Edition of Introduction to Attic Greek 1

ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. ΘΕΜΑ: «ιερεύνηση της σχέσης µεταξύ φωνηµικής επίγνωσης και ορθογραφικής δεξιότητας σε παιδιά προσχολικής ηλικίας»

Mastering NT Greek. Grammar Review Chants. By Ted Hildebrandt 2017 Baker Academic

(short -α in nom. and acc.) ἀλήθεια -ας ἡ truth γλῶττα -ης ἡ tongue, language δόξα -ης ἡ opinion, judgment, glory θάλαττα -ης ἡ sea

Croy Lesson 19 PARTICIPLE CODES AORIST PARTICIPLES AORIST PARTICIPLES

PARSING GUIDE FOR DR. DAVID ALAN BLACK S LEARN TO READ NEW TESTAMENT GREEK

PERSON NUMBER TENSE MOOD VOICE. Endings: 123 & S/P PRIMARY. Aorist. Passive. Present Future Perfect (Subjunctive) Aorist Passive & Future Passive

LESSON TWENTY: VERB STEM IN RELATIONSHIP TO PRESENT TENSE STEM. Memorization of Vocabulary 20 (also includes vocabulary of 1 John 1:5-10)

The Accusative Case. A Target for the Action. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

Fall Greek Principal Parts. Croy Lesson 15. Greek Perfect Tense. Translating Greek Perfect Tense. Translating Greek Perfect Tense

PERSON NUMBER TENSE MOOD VOICE

1β. διαβεβλημένοις,καταστηναι,επειδάν, διακείμενος, μεταμελήσειν: να αναλυθούν στα συνθετικά τους.

Croy Lesson 9. => Kind of action and time of action. using the verb λύω

5ο ΓΕ.Λ. Πετρούπολης Σχολικό έτος ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ

ω ω ω ω ω ω+2 ω ω+2 + ω ω ω ω+2 + ω ω+1 ω ω+2 2 ω ω ω ω ω ω ω ω+1 ω ω2 ω ω2 + ω ω ω2 + ω ω ω ω2 + ω ω+1 ω ω2 + ω ω+1 + ω ω ω ω2 + ω

Συντακτικές λειτουργίες

Φύλλο εργασία στη Γραµµατική Ενεστώτα και Μέλλοντα Μέση Φωνή

Translating Greek Tense Greek Tense John (Raising of Lazarus) [Martha scolds Jesus for not having been there to prevent Lazarus death ] Jesus

Latin 1a Final Exam 2000 NAME: Vocabulary: Give one English meaning and nothing more. 1. ἀεί. 2. αἱρέω. 22. λαµβάνω. 3. βίος. 23. λείπω. 4.

Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΑΡΧΑΙΑ **ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ. 1) Να κάνετε την εγκλιτική αντικατάσταση.

Transcript:

I. Vowel verbs. Regular pattern of endings: -ω, -σω, -σα, -κα, -µαι, -θην (regular) θ ω, κωλ ω, λ ω; παύω; βουλεύω, πιστεύω, πολῑτεύω (some parts lacking) βασιλεύω, δουλεύω, πορεύω, στρατεύω, ὑποπτεύω, φ ω Cf. also ἀκούω (fut. mid.; -σθην in aor. pass.; irreg. perfect); καίω (parts other than present based on καυ-); κελεύω (-σµαι, -σθην in perf. m/p and aor. pass.); παίω (-σθην in aor. pass.) 38 θ ω θ σω ἔθῡσα τέθῠκα τέθῠµαι ἐτ θην 16 κωλ ω κωλ σω ἐκώλῡσα κεκώλῡκα κεκώλῡµαι ἐκωλ θην 8 λ ω λ σω ἔλῡσα λέλῠκα λέλῠµαι ἐλ θην 28 παύω παύσω ἔπαυσα πέπαυκα πέπαυµαι ἐπαύθην 11 βουλεύω βουλεύσω ἐβούλευσα βεβούλευκα βεβούλευµαι ἐβουλεύθην 30 πιστεύω πιστεύσω ἐπίστευσα πεπίστευκα πεπίστευµαι ἐπιστεύθην 11 πολῑτεύω πολῑτεύσω ἐπολ τευσα πεπολ τευκα πεπολ τευµαι ἐπολῑτεύθην 29 βασιλεύω βασιλεύσω ἐβασίλευσα 30 δουλεύω δουλεύσω ἐδούλευσα δεδούλευκα 34 πορεύω πορεύσω ἐπόρευσα πεπόρευµαι ἐπορεύθην 30 στρατεύω στρατεύσω ἐστράτευσα ἐστράτευκα ἐστράτευµαι 39 ὑποπτεύω ὑποπτεύσω ὑπώπτευσα ὑπωπτεύθην 40 φ ω [or φ ω] φ σω ἔφῡσα and ἔφῡν πέφῡκα 11 ἀκούω ἀκούσοµαι ἤκουσα ἀκήκοα ἠκούσθην 26 καίω or κάω καύσω ἔκαυσα 1 -κέκαυκα κέκαυµαι ἐκαύθην 9 κελεύω κελεύσω ἐκέλευσα κεκέλευκα κεκέλευσµαι ἐκελεύσθην 40 παίω παίσω ἔπαισα πέπαικα ἐπαίσθην 24 δ ω -δ σω -έδῡσα and ἔδῡν -δέδῡκα -δέδῠµαι -εδ θην 1. Aorist participle also κέας. 1

II. Verbs in -έω. Regular pattern of endings: -έω, -ήσω, -ησα, -ηκα, -ηµαι, -ήθην (regular) ἀγνοέω, ἀδικέω, αἰτέω, ἀπορέω, ἐπιχειρέω, εὐεργετέω, κατηγορέω, κρατέω, µισέω, νοέω, οἰκέω, ὁµολογέω, ποιέω, πολεµέω, φιλέω, ὠφελέω (some parts lacking) ἀπολογέοµαι, ἀσθενέω, βοηθέω, ἐπιθυµέω, εὐλαβέοµαι, ζητέω, ἡγέοµαι, νοσέω, ὀρχέοµαι, πολιορκέω, σωφρονέω, φοβέω Cf. αἱρέω (2nd aor. εἷλον, aor. pass. -έθην); also verbs in which ε of stem is not lengthened to η: ἐπαινέω (η in perf. m/p), καλέω (some parts from κλη-), τελέω (-εσµαι, -έσθην in perf. m/p and aor. pass.) 28 ἀγνοέω ἀγνοήσω ἠγνόησα ἠγνόηκα ἠγνόηµαι ἠγνοήθην 13 ἀδικέω ἀδικήσω ἠδίκησα ἠδίκηκα ἠδίκηµαι ἠδικήθην 16 αἰτέω αἰτήσω ᾔτησα ᾔτηκα ᾔτηµαι ᾐτήθην 29 ἀπορέω ἀπορήσω ἠπόρησα ἠπόρηκα ἠπόρηµαι ἠπορήθην 39 ἐπιχειρέω ἐπιχειρήσω ἐπεχείρησα ἐπικεχείρηκα ἐπικεχείρηµαι ἐπεχειρήθην 33 εὐεργετέω εὐεργετήσω ηὐεργέτησα 1 ηὐεργέτηκα ηὐεργέτηµαι ηὐεργετήθην 17 κατηγορέω κατηγορήσω κατηγόρησα κατηγόρηκα κατηγόρηµαι κατηγορήθην 13 κρατέω κρατήσω ἐκράτησα κεκράτηκα κεκράτηµαι ἐκρατήθην 33 µῑσέω µῑσήσω ἐµ σησα µεµ σηκα µεµ σηµαι ἐµῑσήθην 42 νοέω νοήσω ἐνόησα νενόηκα νενόηµαι ἐνοήθην 13 οἰκέω οἰκήσω ᾤκησα ᾤκηκα ᾤκηµαι ᾠκήθην 32 ὁµολογέω ὁµολογήσω ὡµολόγησα ὡµολόγηκα ὡµολόγηµαι ὡµολογήθην 13 ποιέω ποιήσω ἐποίησα πεποίηκα πεποίηµαι ἐποιήθην 27 πολεµέω πολεµήσω ἐπολέµησα πεπολέµηκα πεπολέµηµαι ἐπολεµήθην 13 φιλέω φιλήσω ἐφίλησα πεφίληκα πεφίληµαι ἐφιλήθην 13 ὠφελέω ὠφελήσω ὠφέλησα ὠφέληκα ὠφέληµαι ὠφελήθην 32 ἀπολογέοµαι ἀπολογήσοµαι ἀπελογησάµην ἀπολελόγηµαι 33 ἀσθενέω ἀσθενήσω ἠσθένησα ἠσθένηκα 33 βοηθέω βοηθήσω ἐβοήθησα βεβοήθηκα βεβοήθηµαι 1. Verbs in ευ-, like εὐεργετέω and εὑρίσκω, will be found in some texts without the augmentation or reduplication to ηυ-: e.g., aorist εὗρον, perfect εὐεργέτηκα. This is a reflection of 4th-century Attic spelling, the result of the loss of distinction between the sounds ευ and ηυ. 2

16 ἐπιθῡµέω ἐπιθῡµήσω ἐπεθ µησα ἐπιτεθ µηκα 38 εὐλαβέοµαι εὐλαβήσοµαι ηὐλαβήθην 16 ζητέω ζητήσω ἐζήτησα ἐζήτηκα ἐζητήθην 16 ἡγέοµαι ἡγήσοµαι ἡγησάµην ἥγηµαι -ηγήθην 13 νοσέω νοσήσω ἐνόσησα νενόσηκα 27 ὀρχέοµαι ὀρχήσοµαι ὠρχησάµην 33 πολιορκέω πολιορκήσω ἐπολιόρκησα -πεπολιόρκηµαι ἐπολιορκήθην 32 σωφρονέω σωφρονήσω ἐσωφρόνησα σεσωφρόνηκα σεσωφρόνηµαι 13 φοβέω φοβήσω ἐφόβησα πεφόβηµαι ἐφοβήθην 13 αἱρέω αἱρήσω εἷλον (stem ἑλ-) ᾕρηκα ᾕρηµαι ᾑρέθην 16 ἐπαινέω ἐπαινέσοµαι ἐπῄνεσα ἐπῄνεκα ἐπῄνηµαι ἐπῃνέθην 18 καλέω καλέω ἐκάλεσα κέκληκα κέκληµαι ἐκλήθην 33 τελέω τελέω (or rarely ἐτέλεσα τετέλεκα τετέλεσµαι ἐτελέσθην 38 ἐπιµέλοµαι or ἐπιµελέοµαι τελέσω) ἐπιµελήσοµαι ἐπιµεµέληµαι ἐπεµελήθην 13 δέω δεήσω ἐδέησα δεδέηκα δεδέηµαι ἐδεήθην 9 δεῖ δεήσει ἐδέησε 39 ῥέω ῥυήσοµαι ἐρρύηκα ἐρρύην III. Verbs in -άω. Regular pattern of endings: -άω, -ήσω, -ησα, -ηκα, -ηµαι, -ήθην or after stem ending in ε, ι, ρ: -άω, - σω, -ᾱσα, ᾱκα, -ᾱµαι, - θην (regular) ἀπατάω, δαπανάω, ἐρωτάω, νικάω, ὁρµάω, τελευτάω, τιµάω Cf. σιγάω (future middle) (with ᾱ for η) αἰτιάοµαι, ἐάω, πειράω (some parts lacking) ἀπαντάω, ἡττάοµαι, κτάοµαι, χράω/χράοµαι 3

38 ἀπατάω ἀπατήσω ἠπάτησα ἠπάτηκα ἠπάτηµαι ἠπατήθην 33 δαπανάω δαπανήσω ἐδαπάνησα δεδαπάνηκα δεδαπάνηµαι ἐδαπανήθην 33 ἐρωτάω ἐρωτήσω ἠρώτησα ἠρώτηκα ἠρώτηµαι ἠρωτήθην 29 νῑκάω νῑκήσω ἐν κησα νεν κηκα νεν κηµαι ἐνῑκήθην 33 ὁρµάω ὁρµήσω ὥρµησα ὥρµηκα ὥρµηµαι ὡρµήθην 29 τελευτάω τελευτήσω ἐτελεύτησα τετελεύτηκα τετελεύτηµαι ἐτελευτήθην 29 τῑµάω τῑµήσω ἐτ µησα τετ µηκα τετ µηµαι ἐτῑµήθην 31 σιγάω σιγήσοµαι ἐσίγησα σεσίγηκα σεσίγηµαι ἐσιγήθην 33 αἰτιάοµαι αἰτι σοµαι ᾐτιᾱσάµην ᾐτίᾱµαι ᾐτι θην 33 ἐάω ἐ σω εἴᾱσα εἴᾱκα εἴᾱµαι εἰ θην 39 πειράω πειρ σω ἐπείρᾱσα πεπείρᾱκα πεπείρᾱµαι ἐπειρ θην 33 ἀπαντάω ἀπαντήσοµαι ἀπήντησα ἀπήντηκα 31 ἡττάοµαι ἡττήσοµαι ἥττηµαι ἡττήθην 37 κτάοµαι κτήσοµαι ἐκτησάµην κέκτηµαι ἐκτήθην 33 ἐράω (ἐρασθήσοµαι) ἠράσθην 30 χράοµαι χρήσοµαι ἐχρησάµην κέχρηµαι ἐχρήσθην 30 χράω χρήσω ἔχρησα ἐχρήσθην 33 ζῶ ζήσω [non-attic ἔζησα] IV. Verbs in -όω. Regular pattern of endings: -όω, -ώσω, -ωσα, -ωκα, -ωµαι, -ώθην ἀξιόω, δηλόω, ζηλόω 33 ἀξιόω ἀξιώσω ἠξίωσα ἠξίωκα ἠξίωµαι ἠξιώθην 29 δηλόω δηλώσω ἐδήλωσα δεδήλωκα δεδήλωµαι ἐδηλώθην 29 ζηλόω ζηλώσω ἐζήλωσα ἐζήλωκα ἐζήλωµαι ἐζηλώθην 4

V. Verbs in -άζω. Regular pattern of endings: -άζω, -άσω, -ασα, -ακα, -ασµαι, -άσθην [ᾰ in all stems] (regular) ἀτιµάζω, γυµνάζω, δικάζω, φράζω (with future middle -άσοµαι) ἁρπάζω, θαυµάζω, σπουδάζω (perf. act. lacking) παρασκευάζω 33 ἀτιµάζω ἀτιµάσω ἠτίµασα ἠτίµακα ἠτίµασµαι ἠτιµάσθην 11 γυµνάζω γυµνάσω ἐγύµνασα γεγύµνακα γεγύµνασµαι ἐγυµνάσθην 11 δικάζω δικάσω ἐδίκασα δεδίκακα δεδίκασµαι ἐδικάσθην 39 φράζω φράσω ἔφρασα πέφρακα πέφρασµαι ἐφράσθην 26 ἁρπάζω ἁρπάσοµαι ἥρπασα ἥρπακα ἥρπασµαι ἡρπάσθην 34 θαυµάζω θαυµάσοµαι ἐθαύµασα τεθαύµακα τεθαύµασµαι ἐθαυµάσθην 11 παρασκευάζω παρασκευάσω παρεσκεύασα παρεσκεύασµαι παρεσκευάσθην 38 σπουδάζω σπουδάσοµαι ἐσπούδασα ἐσπούδακα ἐσπούδασµαι ἐσπουδάσθην 40 ἐργάζοµαι ἐργάσοµαι ἠργασάµην εἴργασµαι ἠργάσθην VI. Verbs in -ίζω. Regular pattern of endings: -ίζω, -ιέω, -ισα, -ικα, -ισµαι, -ίσθην (regular) κοµίζω, νοµίζω (some parts lacking) ἐλπίζω, ὀργίζω/ὀργίζοµαι Cf. ἁθροίζω (future ἁθροίσω) 38 κοµίζω κοµιέω ἐκόµισα κεκόµικα κεκόµισµαι ἐκοµίσθην 18 νοµίζω νοµιέω ἐνόµισα νενόµικα νενόµισµαι ἐνοµίσθην 19 ἐλπίζω ἐλπιέω ἤλπισα ἠλπίσθην 28 ὀργίζοµαι ὀργιέοµαι ὤργισµαι ὠργίσθην 28 ὀργίζω ὤργισα 38 ἁθροίζω ἁθροίσω ἥθροισα ἥθροικα ἥθροισµαι ἡθροίσθην 5

VII. Labial plosive verbs. Regular pattern of endings: -πτω/-πω/-φω, -ψω, -ψα, -φα, -µµαι, -φθην or 2nd aorist -πην/-βην/-φην (regular) βλάπτω, κλέπτω, κόπτω, ῥίπτω; πέµπω, τρέπω; γράφω, τρέφω (some parts lacking) κρύπτω, σκέπτοµαι, στρέφω Cf. λείπω (2nd aorist; no aspiration in perfect) 9 βλάπτω βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα βέβλαµµαι ἐβλάβην and ἐβλάφθην 34 κλέπτω κλέψω ἔκλεψα κέκλοφα κέκλεµµαι ἐκλάπην 9 κόπτω κόψω ἔκοψα -κέκοφα κέκοµµαι -εκόπην 17 κρύπτω κρύψω ἔκρυψα κέκρυµµαι ἐκρύφθην 37 ῥ πτω ῥ ψω ἔρρῑψα ἔρρῑφα ἔρρῑµµαι ἐρρίφθην or ἐρρ φην 38 σκέπτοµαι σκέψοµαι ἐσκεψάµην ἔσκεµµαι 8 πέµπω πέµψω ἔπεµψα πέποµφα πέπεµµαι ἐπέµφθην 16 τρέπω τρέψω ἔτρεψα and ἔτραπον 1 τέτροφα τέτραµµαι ἐτρέφθην and ἐτράπην 8 λείπω λείψω ἔλιπον λέλοιπα λέλειµµαι ἐλείφθην 8 γράφω γράψω ἔγραψα γέγραφα γέγραµµαι ἐγράφην 26 στρέφω στρέψω ἔστρεψα ἔστραµµαι ἐστρέφθην or ἐστράφην 26 τρέφω θρέψω ἔθρεψα τέτροφα τέθραµµαι ἐτράφην (rarely ἐτρέφθην) VIII. Velar plosive verbs. Pattern: -ττω/-γω/-χω/-κω, -ξω, -ξα, -χα/-γα, -γµαι, -χθην/-γην (regular) ἀλλάττω, πλήττω, πράττω, τάττω, φυλάττω; συλλέγω; ἄρχω (some parts lacking) διώκω, ἥκω; διαλέγοµαι, λέγω, φεύγω; ἐλέγχω, εὔχοµαι Cf. ἄγω (2nd aorist); also (with additional present-stem suffixes) ἀφικνέοµαι, δείκνῡµι, διδάσκω, δοκέω, ζεύγνῡµι, ῥήγνῡµι 1. The second aorist is poetic and intransitive in sense; in prose the second aorist middle is used with the intransitive meaning fled. 6

41 ἀλλάττω ἀλλάξω ἤλλαξα ἤλλαχα ἤλλαγµαι ἠλλάχθην and ἠλλάγην 17 -πλήττω -πλήξω -έπληξα πέπληγα πέπληγµαι ἐπλήγην and -επλάγην 10 πρ ττω πρ ξω ἔπρᾱξα πέπρᾱγα and πέπρᾱγµαι ἐπρ χθην πέπρᾱχα 9 τάττω τάξω ἔταξα τέταχα τέταγµαι ἐτάχθην 16 φυλάττω φυλάξω ἐφύλαξα πεφύλαχα πεφύλαγ-µαι ἐφυλάχθην 8 ἄγω ἄξω ἤγαγον ἦχα ἦγµαι ἤχθην 8 λέγω λέξω ἔλεξα λέλεγµαι ἐλέχθην 39 συλλέγω συλλέξω συνέλεξα συνείλοχα συνείλεγµαι συνελέγην or συνελέχθην 32 διαλέγοµαι [cf. λέγω] διαλέξοµαι διείλεγµαι διελέχθην and διελέγην 8 φεύγω φεύξοµαι and ἔφυγον πέφευγα φευξέοµαι 27 διώκω διώξοµαι or rarely ἐδίωξα δεδίωχα ἐδιώχθην διώξω 34 ἥκω ἥξω 40 τίκτω τέξοµαι ἔτεκον τέτοκα 8 ἄρχω ἄρξω ἦρξα ἦρχα ἦργµαι ἤρχθην 28 ἐλέγχω ἐλέγξω ἤλεγξα ἐλήλεγµαι ἠλέγχθην (stem ἐληλεγχ-) 17 εὔχοµαι εὔξοµαι ηὐξάµην ηὖγµαι 13 ἀφικνέοµαι ἀφίξοµαι ἀφῑκόµην ἀφῖγµαι 23 δείκνῡµι δείξω ἔδειξα δέδειχα δέδειγµαι ἐδείχθην 34 διδάσκω διδάξω ἐδίδαξα δεδίδαχα δεδίδαγµαι ἐδιδάχθην 13 δοκέω δόξω ἔδοξα δέδογµαι -εδόχθην 23 ζεύγνῡµι ζεύξω ἔζευξα ἔζευγµαι ἐζ γην and ἐζεύχθην 23 ῥήγνῡµι ῥήξω ἔρρηξα -έρρωγα ἐρρ γην 7

IX. Dental plosive verbs. Regular pattern of endings: -θω/-δω, -σω, -σα, -κα, -σµαι, -σθην (regular) πείθω (some parts missing) σπεύδω Cf. ἥδοµαι, σπένδω 8 πείθω πείσω ἔπεισα πέπεικα and πέπεισµαι ἐπείσθην πέποιθα 28 ἥδοµαι ἡσθήσοµαι ἥσθην 11 σπένδω σπείσω ἔσπεισα ἔσπεισµαι 38 σπεύδω σπεύσω ἔσπευσα X. Liquid verbs. In these verbs, present-tense suffix produces double lambda or compensatory lengthening of vowel (to αι or ει or ῑ ) before rho or nu; future has normal vowel but epsilon-contract conjugation without sigma; aorist lacks sigma but has compensatory lengthening (again to αι or ει or ῑ ). Regular patterns of endings: -λλω, -λέω, -ιλα, -λκα, -λµαι, -λθην -ίνω, -νέω, -ινα, -κα, -ιµαι/-σµαι, -νθην/-νην -ίρω, -ρέω, -ιρα, -ρκα, -ρµαι, -ρθην/-ρην Examples (most with various irregularities): ἀγγέλλω, ἀποκτείνω, βάλλω (some parts from stem βλη-), κλ νω, κρ νω, µένω, στέλλω, φαίνω, φθείρω 19 ἀγγέλλω ἀγγελέω ἤγγειλα ἤγγελκα ἤγγελµαι ἠγγέλθην 10 βάλλω βαλέω ἔβαλον βέβληκα βέβληµαι ἐβλήθην 41 στέλλω (στελέω) ἔστειλα -έσταλκα ἔσταλµαι ἐστάλην 11 ἀποκτείνω ἀποκτενέω ἀπέκτεινα ἀπέκτονα 38 κλ νω κλῐνέω ἔκλῑνα κέκλῐµαι ἐκλ θην or -εκλ νην 26 κρ νω κρῐνέω ἔκρῑνα κέκρῐκα κέκρῐµαι ἐκρ θην 8 µένω µενέω ἔµεινα µεµένηκα 29 φαίνω φανέω ἔφηνα πέφηνα πέφασµαι ἐφάνην (or rarely ἐφάνθην) 39 φθείρω φθερέω ἔφθειρα ἔφθαρκα and ἔφθαρµαι ἐφθάρην -έφθορα 40 χαίρω χαιρήσω κεχάρηκα ἐχάρην 8

37 ἀπόλλῡµι ἀπολέω ἀπώλεσα and ἀπολώλεκα and ἀπωλόµην ἀπόλωλα 11 βούλοµαι 1 βουλήσοµαι βεβούληµαι ἐβουλήθην 8 ἐθέλω ἐθελήσω ἠθέλησα ἠθέληκα 18 µέλλω 2 µελλήσω ἐµέλλησα 38 µέλω µελήσω ἐµέλησα µεµέληκα 32 ὀφείλω ὀφειλήσω ὠφείλησα and ὤφελον ὠφείληκα ὠφειλήθην OTHER VERBS 11 αἰσθάνοµαι αἰσθήσοµαι ᾐσθόµην ᾔσθηµαι 28 ἁµαρτάνω ἁµαρτήσοµαι ἥµαρτον ἡµάρτηκα ἡµάρτηµαι ἡµαρτήθην 8 λαµβάνω λήψοµαι ἔλαβον εἴληφα εἴληµµαι ἐλήφθην 28 λανθάνω λήσω ἔλαθον λέληθα -λέλησµαι 18 µανθάνω µαθήσοµαι ἔµαθον µεµάθηκα 11 πυνθάνοµαι πεύσοµαι ἐπυθόµην πέπυσµαι 28 τυγχάνω τεύξοµαι ἔτυχον τετύχηκα 28 φθάνω φθήσοµαι ἔφθασα or ἔφθην 8 ἐλαύνω ἐλάω (U29) ἤλασα -ελήλακα ἐλήλαµαι ἠλάθην 24 βαίνω -βήσοµαι -ἔβην βέβηκα -βέβαµαι -εβάθην 26 π νω π οµαι or ἔπῐον πέπωκα -πέποµαι -επόθην π έοµαι 24 ἁλίσκοµαι ἁλώσοµαι ἑάλων or ἥλων ἑάλωκα or ἥλωκα (stem ἁλω-) 8 ἀποθνῄσκω ἀποθανέοµαι ἀπέθανον τέθνηκα 19 γιγνώσκω γνώσοµαι ἔγνων (U24) ἔγνωκα ἔγνωσµαι ἐγνώσθην 1. In postclassical Attic, this verb often has double augmentation, that is, imperfect ἠβουλόµην, aorist ἠβουλήθην. 2. This verb sometimes shows double augmentation, that is, imperfect ἤµελλον, aorist ἠµέλλησα. 9

10 εὑρίσκω εὑρήσω ηὗρον 1 ηὕρηκα ηὕρηµαι ηὑρέθην 29 µιµνῄσκω or µνήσω ἔµνησα (poetic in µέµνηµαι ἐµνήσθην µιµνήσκω act.) 10 πάσχω πείσοµαι ἔπαθον πέπονθα 33 γαµέω γαµέω ἔγηµα γεγάµηκα γεγάµηµαι 33 γελάω γελ σοµαι ἐγέλᾰσα ἐγελ σθην 11 γίγνοµαι γενήσοµαι ἐγενόµην γέγονα γεγένηµαι ἐγενήθην 41 [δέδοικα] 2 (δείσοµαι) ἔδεισα δέδοικα or δέδια 23 δίδωµι δώσω ἔδωκα δέδωκα δέδοµαι ἐδόθην 25 δύναµαι 3 δυνήσοµαι δεδύνηµαι ἐδυνήθην 10 εἰµί ἔσοµαι 33 [εἴροµαι] (Ionic) ἐρήσοµαι ἠρόµην 29 ἐµπίµπληµι ἐµπλήσω ἐνέπλησα ἐµπέπληκα ἐµπέπλησµαι ἐνεπλήσθην 9 ἔξεστι ἐξέσται 41 ἔοικα 4 εἴξω 28 ἐπίσταµαι ἐπιστήσοµαι ἠπιστήθην 19 [no present in Attic] ἐρέω εἶπον (stem εἰπ-) εἴρηκα εἴρηµαι ἐρρήθην 11 ἔρχοµαι ἐλεύσοµαι ἦλθον (stem ἐλθ-) ἐλήλυθα 26 ἐσθίω ἔδοµαι ἔφαγον ἐδήδοκα -εδήδεσµαι ἠδέσθην 8 ἔχω ἕξω and σχήσω ἔσχον ἔσχηκα -έσχηµαι 26 ὑπισχνέοµαι ὑποσχήσοµαι ὑπεσχόµην ὑπέσχηµαι 23 ἵηµι ἥσω -ἧκα -εἷκα -εἷµαι -εἵθην 23 ἵστηµι στήσω ἔστησα and ἔστην ἕστηκα ἕσταµαι ἐστάθην 11 µάχοµαι µαχέοµαι ἐµαχεσάµην µεµάχηµαι 28 οἶδα εἴσοµαι 11 οἴοµαι or οἶµαι οἰήσοµαι ᾠήθην 1. Verbs in ευ-, like εὐεργετέω and εὑρίσκω, will be found in some texts without the augmentation or reduplication to ηυ-: e.g., aorist εὗρον, perfect εὐεργέτηκα. This is a reflection of 4th-century Attic spelling, the result of the loss of distinction between the sounds ευ and ηυ. 2. Perfect with present meaning; no present in Attic. 3. In late classical or postclassical Attic, this verb often has double augmentation, that is, imperfect ἠδυνάµην, aorist ἠδυνήθην. 4. Perfect with present meaning; no present in Attic. 10

37 ὄµνῡµι ὀµέοµαι ὤµοσα ὀµώµοκα ὀµώµοµαι or ὠµόθην or ὀµώµοσµαι ὠµόσθην 29 ὁράω ὄψοµαι εἶδον (stem ἰδ-) ἑόρᾱκα or ἑώρᾱκα ἑώρᾱµαι or ὦµµαι ὤφθην (stem ὠπ-) 18 πίπτω πεσέοµαι ἔπεσον πέπτωκα 39 πλέω πλεύσοµαι or ἔπλευσα πέπλευκα πέπλευσµαι πλευσέοµαι 29 σκεδάννῡµι -σκεδάω -εσκέδασα ἐσκέδασµαι ἐσκεδάσθην 39 σῴζω σώσω or σῴσω ἔσωσα or ἔσῳσα σέσωκα σέσωµαι or ἐσώθην σέσῳσµαι 26 τέµνω τεµέω ἔτεµον or (ἔταµον) -τέτµηκα τέτµηµαι ἐτµήθην 23 τίθηµι θήσω ἔθηκα τέθηκα τέθειµαι ἐτέθην 34 τρέχω δραµέοµαι (or ἔδραµον -δεδράµηκα -δεδράµηµαι rarely θρέξοµαι) 12 τύπτω τυπτήσω 8 φέρω οἴσω ἤνεγκον and ἐνήνοχα ἐνήνεγµαι ἠνέχθην ἤνεγκα (stem ἐνεγκ-) 20 φηµί φήσω ἔφησα 9 χρή χρἤσται 1 1. Contraction of χρὴ ἔσται. Cf. present infinitive χρῆναι (= χρὴ εἶναι), imperfect χρῆν (= χρὴ ἦν) or ἐχρῆν. 11