ΤΟ ΣΙΤΑΡ ΚΑΙ Η ΒΟΡΕΙΑ ΙΝ ΙΚΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΤΟΜΗ ΚΟΙΝ ΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Υπάρχουν ελάχιστοι ήχοι στην world music πιο υποβλητικοί από αυτούς του σιτάρ. Γεμάτοι μυστήριο και ανατολικό χρώμα, είναι σύμφυτοι της εικόνας της Ινδίας ως το λίκνο μιας αρχαίας και βαθιάς σοφίας. Αν και σήμερα το σιτάρ ακούγεται σε όλη την Ινδία, οι καταβολές του βρίσκονται ειδικά στην κλασική παράδοση των Hindustani των βόρειων περιοχών, όπου το σιτάρ αναπτύχθηκε 700 περίπου χρόνια πριν από το vīnā (επίσης γνωστό ως bīn) ένα όργανο που υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Το vīnā παίζεται ακόμα και σήμερα, αλλά υπάρχει κυρίως στην καρνατική μουσική, την κλασική παράδοση της νότιας Ινδίας. Η καρνατική παράδοση διαφυλάσσει τις ρίζες της ινδικής μουσικής ανέπαφες. Κατά το διάστημα που οι Μουγκάλ κατακτητές δεν είχαν εισχωρήσει στις νότιες περιοχές, η μουσική της βόρειας Ινδίας έγινε το προϊόν του ρεύματος επιρροής των Mουσλίμ και των Περσών από τον 13ο αιώνα και μετά, δημιουργώντας μια υβριδική παράδοση από την οποία προήλθε το σιτάρ που αποτελεί το επίκεντρο αυτής της συλλογής. Αν και κάποιοι τοποθετούν τις καταβολές του σιτάρ πολύ νωρίτερα χρονικά, πηγή σχετικά με την εξέλιξη του vīnā στο σημερινό σιτάρ αποτελεί συνήθως ο ποιητής Amir Khusrau (1253 1325), που τιμήθηκε επίσης ως τραγουδιστής στην αυλή του Allaudin Khilji, του ηγέτη της φυλής των Παθάν στο ελχί. Ο Khusrau ταίριαξε ίντι, ισλαμικά, σανσκριτικά και περσικά στοιχεία για να δημιουργήσει νέα μουσικά είδη και το σιτάρ αναδείχτηκε στο κατ εξοχή μουσικό όργανο. Το όνομα προήλθε από την περσική λέξη seh tār, που σημαίνει «τρεις χορδές». Το όργανο έγινε αξιοσημείωτα πιο περίπλοκο και εκλεπτυσμένο μερικούς αιώνες μετά, με διάφορα κινητά τάστα, μεταλλικές χορδές για ρυθμό και μελωδία και χορδές taraf (συμπαθητικές) που παράγουν τον μεταλλικό ήχο του σιτάρ. Κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Μουγκάλ τον 16ο αιώνα, η ινδική μουσική άγγιξε το απόγειο της έκφρασής της στα χέρια λαμπρών αυλικών μουσικών όπως ο Miyan Tansen, που υπηρέτησε τον αυτοκράτορα Jal-ad-Din Akbar (1556 1605). Τα ράγκας που λέγεται ότι συνέθεσε παίζονται ακόμα και σήμερα και δεν είναι άτοπο να πει κανείς ότι η θέση του στην ινδική μουσική είναι ανάλογη αυτής του Johann Sebastian Bach στη δυτική κλασική μουσική παράδοση. Υπό τη δυναστεία των Μουγκάλ, αναπτύχθηκαν πιο τυπικά φωνητικά κλασικά στιλ όπως τα dhrupad και dhamār. Αυτά τα στιλ ερμηνεύονται ακόμα και σήμερα, αν και κατά το 19 ο αιώνα αναδείχτηκε ένα ελαφρύτερο, πιο χρωματισμένο μουσικά είδος γνωστό ως khyāl, το οποίο και παραμένει η κυρίαρχη μορφή της ινδικής μουσικής. Καθώς
αναπτύσσονταν αυτά τα στιλ, το σιτάρ έγινε επίσης το κυρίαρχο όργανο της βόρειας Ινδίας και σταδιακά αντικατέστησε το vīnā. Αναδείχτηκαν δεξιοτέχνες κιθαρωδοί και οι δεξιότητές τους διδάσκονταν σε σχολεία ( gharānās) από γκουρού (δασκάλους) σε śishya (μαθητές). Οι μουσικές δυναστείες αναπτύσσονταν καθώς η μουσική περνούσε από γενιά σε γενιά, μια παράδοση που συνεχίζεται σήμερα με την κόρη του Ravi Shankar, Anoushka Shankar και τους γιους του Ustad Vilayat Khan, Shuujat και Hidayat Khan που ακολούθησαν τα βήματα των διάσημων μουσικών προγόνων τους. Τον 20 ο αιώνα, το κοινωνικό πλαίσιο της ινδικής μουσικής άλλαξε. Η δύναμη της αυλής περιορίστηκε και η είσοδος του γραμμοφώνου και του ραδιοφώνου δημιούργησαν μια νέα εμπορική μαζική αγορά. Ο πρώτος κιθαρωδός σιτάρ που ηχογράφησε για την γραμμοφωνική εταιρεία της Ινδίας, στις αρχές του 20 ου αιώνα, ήταν ο Ustad Imdad Khan, ο παππούς του Vilayat Khan. Οι σημερινοί δεξιοτέχνες κιθαρωδοί σιτάρ διαθέτουν κατά κανόνα μεγαλύτερη τεχνική υπεροχή από ποτέ άλλοτε. Με το παλιό σύστημα προφορικής μετάδοσης της μουσικής, κάθε gharānā (σχολείο) είχε την ιδιαίτερη ειδίκευσή του ή το δυνατό του σημείο. Ένας γκουρού μπορεί να είναι διάσημος για την ταχύτητά του. Κάποιος άλλος μπορεί να θεωρείται αξιόλογος για το mīnd του (την τέχνη του να λυγίζει τις χορδές με το αριστερό χέρι για να αλλάξει τον τόνο της νότας). Οι μαθητές αυτού του gharānā θα διδαχτούν με την ίδια μέθοδο για να αναδειχτούν σε αυτήν την ιδιαίτερη τεχνική. Η ευρεία δυνατότητα ηχογραφήσεων σήμαινε ότι για πρώτη φορά, οι διαφορετικές σχολές μπορούσαν να ακούσουν η μία την άλλη και να μάθουν, ανταλλάσσοντας ιδέες, τεχνικές και συνθέσεις και προσαρμόζοντάς τις στο δικό τους στιλ εκτέλεσης. «Στις μέρες μας αναμένεται όλοι οι κιθαρωδοί σιτάρ να διατηρούν υψηλά στάνταρ σε κάθε μορφή εκτέλεσης», λέει η Anoushka Shankar, η οποία, μετά από χρόνια εκτελέσεων με τον πατέρα της Ravi Shankar, έχει πλέον ξεκινήσει τη δική της σόλο καριέρα στη δισκογραφία και στην εκτέλεση κοντσέρτων. «Παίρνοντας τα καλύτερα στοιχεία από κάθε στιλ, η μουσική μας δεν μπορεί παρά να γίνεται καλύτερη». Η δισκογραφία, όπως και η παραγωγή μουσικής ως λειτούργημα κατά τον Ravi Shankar, συνέβαλε στη διάδοση και την αναγνώριση της ινδικής μουσικής στο δυτικό κόσμο. Τη δεκαετία του 60, ο ήχος του σιτάρ ακουγόταν σε λαμπρές ηχογραφήσεις των Beatles και των Rolling Stones. Η μίξη ανατολικών και δυτικών στοιχείων δημιούργησε ένα νέο είδος, με την πρωτοπόρο συνεργασία των Ravi Shankar και Yehudi Menuhin. Τα μαθήματα κλασικής ινδικής μουσικής περιλήφθηκαν στα προγράμματα σπουδών δυτικών ωδείων και μουσικών ακαδημιών, ενώ μερικές από τις ηχογραφήσεις σε αυτό το CD δεν έγιναν στην Ινδία αλλά σε ευρωπαϊκές και αμερικάνικες αίθουσες συναυλιών.
ΤΟ ΡΑΓΚΑ Το βασικό είδος σύνθεσης για το κλασικό ινδικό σιτάρ είναι το ράγκα. Η λέξη ράγκα προέρχεται από τα σανσκριτικά και συγκεκριμένα από μία φράση που σημαίνει «κάτι που χρωματίζει το μυαλό». Πρόκειται για ένα περίπλοκο σύστημα μελωδικών μοτίβων σε κλίμακες με ατελείωτους συνδυασμούς και υπάρχουν περισσότερα από 200 αναγνωρισμένα βασικά ράγκα. Κάθε ένα χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο συνδυασμό από νότες και μελωδικά μοτίβα που διέπονται από ακριβείς κανόνες. στόσο, γενικά το κάθε ράγκα πρέπει να έχει έναν ελάχιστο αριθμό από πέντε νότες σε σταθερή ανιούσα και κατιούσα ακολουθία. Σε αυτή την ακολουθία, μερικές νότες τονίζονται περισσότερο από άλλες, σύμφωνα με τους κανόνες του εκάστοτε ράγκα. στόσο, στο πλαίσιο των αυστηρών αυτών καθορισμένων κανόνων, υπάρχει αρκετό περιθώριο για αυτοσχεδιασμό, ο οποίος και αποτελεί την ουσία της ινδικής κλασικής μουσικής και επιτρέπει, ή ενίοτε, απαιτεί να αφήσει ο κιθαρωδός το προσωπικό του στίγμα στη Το ράγκα χαρακτηρίζεται επίσης από μετρικούς κύκλους που ονομάζονται tala. Θα ήταν πολύ γενικό το να περιγράφαμε το tala ως το μέτρο του ράγκα, καθώς δεν είναι κάτι τόσο απλό. Οι κύκλοι συγκεκριμένου αριθμού matras (ρυθμών), που μπορούν να δημιουργήσουν άπειρους συνδυασμούς, δίνουν το ρυθμό με αγωνιώδη τρόπο μέχρι να φτάσουν σε ένα τελικό σημείο κορύφωσης (που ονομάζεται khali). «Το τάλα σε συνδυασμό με το ράγκα ανάγει τη μουσική σε κάτι που προσομοιάζει σε μια αλυσίδα που ενώνει τις λέξεις για να δημιουργήσει λόγο», βάσει της περιγραφής που έκαναν ο συγγραφέας Ken Hunt και ο ειδικός στην ινδική μουσική Robert Maycock για τη σχέση των δύο στοιχείων. Κάθε ράγκα συνδέεται επίσης κατά την παράδοση με μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ημέρας κατά την οποία πρέπει να εκτελείται. Υπάρχουν βραδινά και πρωινά ράγκα, όπως και κομμάτια για τις περισσότερες ώρες τις ημέρας και της νύχτας που παρεμβάλλονται. Μερικά ράγκα σχετίζονται επίσης με τις εποχές. Έτσι το χειμώνα υπάρχει το hemant και για την εποχή των μουσώνων το megh. Σύμφωνα με την παράδοση, σε συγκεκριμένες νότες της κλίμακας αποδίδονται ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία σε συνδυασμό μεταξύ τους δημιουργούν προσωπικότητα που αντικατοπτρίζει τη διάθεση της ώρας ή της εποχής με την οποία σχετίζεται το ράγκα. Στα ρεσιτάλ, το σιτάρ συνοδεύεται από το tabla (δύο κρουστά που παίζονται με τα δάχτυλα και τις παλάμες σε μουσικό εύρος που καλύπτει ολόκληρη την οκτάβα) και συχνά από το tānpūrā, ένα λαούτο με μακρύ βραχίονα και χορδές αλλά χωρίς τάστα, που δίνει ένα σταθερό μονότονο ήχο (και μερικές φορές αντικαθίσταται από ένα είδος μικρού πνευστού, που ονομάζεται shruti ή κάποιο ηλεκτρονικό είδος shruti). Από άποψη δομής της σύνθεσης, το ράγκα γενικά ανοίγει με ένα ālāp, ένα εισαγωγικό, άμετρο μέρος που παρουσιάζει τις δεξιότητες του κιθαρωδού και ξεδιπλώνει τα κύρια μουσικά θέματα του ράγκα. Το ālāp γίνεται πιο σύνθετο όσο συνεχίζει με αυξομειώσεις στο ρυθμό. Τα θέματα στη συνέχεια αρχίζουν να ξεδιπλώνονται περισσότερο με μία gat
(συγκεκριμένη μουσική τεχνική), κατά την οποία τα περίπλοκα τάλα αντισταθμίζονται από μελωδικές και αυτοσχέδιες φράσεις του σιτάρ, και δημιουργούν μία κλίμακα που ονομάζεται jhālā και συχνά σε ένα διάλογο φράσεων τάμπλα και σιτάρ που ονομάζεται savāl-javāb (ερώτηση-απόκριση). Υπάρχει επίσης ένα ελαφρύτερο μουσικό είδος γνωστό ως raga mala, το οποίο είναι ποτ πουρί από διαφορετικά ράγκα στο ίδιο κομμάτι. Αυτά συνήθως κλείνουν ένα ρεσιτάλ σιτάρ, αν και ένας σολίστ μπορεί επίσης να επιλέξει να κλείσει με ένα dhun (λαϊκό τραγούδι ή ελαφρύ κλασικό είδος με στοιχεία παρόμοια με αυτά των παραδοσιακών λαίκών τραγουδιών). Χρειάζεται μεγάλη πειθαρχία για να γίνει κανείς δεξιοτέχνης κιθαρωδός σιτάρ. Ο Ravi Shankar θυμάται ότι σε νεαρή ηλικία χρειαζόταν 18 ώρες μελέτη την ημέρα με την καθοδήγηση του δασκάλου του. Στις μέρες μας, η κόρη του και μαθήτριά του Anoushka θεωρεί την προσήλωση σε αυτό απαραίτητη για να φτάσει κανείς στην κορυφή. «Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που πρέπει να μάθει κανείς για να γίνει καλός κιθαρωδός σιτάρ. Πρέπει να έχει κανείς καθαρή κίνηση στο αριστερό χέρι, εξαιρετική ταχύτητα στο δεξί και να είναι ικανός να εκτελέσει διάφορες τεχνικές με δεξιοτεχνία», όπως αναφέρει. «Πρέπει να είναι ικανός να παίζει σε πολλά διαφορετικά talas, όπως και περίπλοκα ρυθμικά κομμάτια». Πρέπει όμως να έχει κανείς και ευρεία γνώση των ράγκα για να γίνει εκτελεστής. Πρέπει να γνωρίζει την τεχνική του κάθε ράγκα -τα σωστά και τα λάθη- και τον τρόπο να τηρεί τους κανόνες του ράγκα χωρίς όμως να χάνει την πρωτοτυπία της ερμηνείας του και να γίνεται βαρετός. Ο αυτοσχεδιασμός είναι ένα από τα πιο σημαντικά μέρη της ινδικής κλασικής μουσικής και απαραίτητο στοιχείο για να γίνει κανείς μουσικός στην παράδοσή μας. Και πιο σημαντικό είναι, ότι ο κιθαρωδός σιτάρ πρέπει να έχει την ικανότητα να αγγίζει την καρδιά του ακροατή με την ομορφιά της μουσικής. Μια παροιμία των Hindu περιγράφει την ινδική μουσική ως ένα «σπίτι με τέσσερα δωμάτια», που διαθέτει φυσικό, νοητικό, συναισθηματικό και πνευματικό χώρο. Ο τελευταίος παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ινδική κουλτούρα, αν και το σιτάρ έχει μεγαλύτερη πνευματική απήχηση από κάθε άλλο θρησκευτικό λόγο και ίσως αυτό εξηγεί την επιρροή του στη ύση. «Η μουσική έχει μια διαφορετική θρησκεία που δεν μοιάζει με καμία άλλη θρησκεία του ανθρώπινου είδους», λέει ο Rais Khan, εκτέλεση του οποίου ακούγεται σε αυτή τη συλλογή. «εν είναι Ιντού. εν είναι Μουσλίμ. Η μουσική δεν έχει καμία ομοιότητα με Παρσί ή Σίιχ, με χριστιανισμό ή ιουδαϊσμό. Έχει τη δική της θρησκεία που προέρχεται κατευθείαν από το Θεό.» ΤΟ ΟΡΓΑΝΟ Το σιτάρ είναι λαούτο με μακρύ βραχίονα, χορδές και τάστα. Συνήθως αποτελείται από δακτυλοθέσιο φτιαγμένο από τηκ, που ενώνεται με μισό φλασκί, που χρησιμεύει ως ηχείο. Στο πάνω μέρος του βραχίονά τους πολλά σιτάρ, ειδικά αυτά που χρησιμοποιούνται σε συναυλίες, έχουν και ένα δεύτερο φλασκί, που ενισχύει τη μετάδοση του ήχου. Το φλασκί και ο βραχίονας διακοσμούνται κατά προτίμηση με
κατεργασμένα ατσάλινα κόκαλα ή ψηφίδες από φίλντισι, αν και μερικά έχουν απλούστερα ξύλινα σκαλίσματα. Ο αριθμός των τάστων ποικίλλει από 19 έως 23. Ο Ravi Shankar προτιμούσε πάντα σιτάρ με 20 τάστα και η απήχηση της φήμης του είναι τέτοια που πολλοί οργανοποιοί σιτάρ ακολούθησαν την προτίμησή του. Τα περισσότερα τάστα, τα οποία συνήθως φτιάχνονται από χαλκό, έχουν διαφορά ενός ημιτονίου, εκτός από το 8ο, το 14ο, το 18ο και το 19ο τάστο, τα οποία ανεβαίνουν έναν ολόκληρο τόνο ψηλότερα από το προηγούμενο τάστο. Προσκολλώνται στο βραχίονα με κινητές χορδές που μπορούν να ρυθμίσουν τη μελωδία αν κάποιο ράγκα χρειάζεται νότες μεταξύ των τυπικών θέσεων των τάστων. Τα περισσότερα σιτάρ είναι συντονισμένα στη νότα Sa, το ινδικό ισοδύναμο της δυτικής C δίεσης, αλλά το όργανο μπορεί να συντονιστεί στη C ή στη D. στόσο, τα περισσότερα ράγκα χρησιμοποιούν τη Sa ως βασική νότα. Ο αριθμός των χορδών μπορεί επίσης να ποικίλει. Οι βασικές χορδές είναι έξι ή εφτά ανάλογα με την προτίμηση, με τέσσερις για τη μελωδία και τις υπόλοιπες για να κρατάνε το ρυθμό ή να δημιουργούν βόμβο. Από το εννιά ως το 13 συμπαθητικές χορδές υπάρχουν κάτω από τα τάστα και είναι κολλημένες σε μια δεύτερη, μικρότερη γέφυρα που τοποθετείται μπροστά από τη βασική γέφυρα, η οποία τοποθετείται στη βάση του φλασκιού. Η πρώτη χορδή, η οποία βρίσκεται στη μέση του βραχίονα, φτιάχνεται από ατσάλι και αντιστοιχεί στην ινδική νότα γνωστή ως χαμηλότερη Ma. Οι επόμενες τρεις χορδές, που είναι φτιαγμένες από μπρούτζο και χαλκό, αντιστοιχούν σε κατιούσα ακολουθία στη χαμηλότερη Sa (μια οκτάβα χαμηλότερα από τη μεσαία C δίεση), τη χαμηλότερη Pa (διάστημα τέσσερις νότες χαμηλότερα) και τη μπάσα Sa (μια οκτάβα χαμηλότερα από τη χαμηλότερη νότα Sa). Η πέμπτη προαιρετική χορδή χρησιμοποιείται κυρίως για ρυθμό και αντιστοιχεί στη χαμηλότερη Pa, ενώ η έκτη χορδή αντιστοιχεί στην μεσαία Sa και η έβδομη στην υψηλή Sa (μια οκτάβα ψηλότερα από τη χαμηλή Sa). Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ravi Shankar, πολλά σιτάρ σήμερα προσθέτουν μία χορδή μπάσας μελωδίας για να πετύχουν το βαθύτερο ήχο του surbahār. Ένα μεγάλο σιτάρ ανακαλύφθηκε το 19 ο αιώνα για να μιμηθεί τον ήχο του bīn των Hindustani (ουσιαστικά σιτάρ μπάσο). Οι συμπαθητικές χορδές αντιστοιχούν στις νότες της κλίμακας οποιουδήποτε ράγκα. Οι χορδές παίζονται με τη χρήση μιας πένας που ονομάζεται mizrāb, το οποίο φοριέται σαν δαχτυλήθρα στο δείχτη. Κάθε χορδή έχει αρκετή ευλυγισία για να τεντωθεί ή να λυγίσει προς τα τάστα με το αριστερό χέρι να ανεβαίνει μέχρι πέντε νότες ψηλότερα από την «πατημένη» νότα. Η τεχνική του παιξίματος των χορδών είναι γνωστή ως mīnd
και ο ήχος που παράγεται ονομάζεται gāyakī ang (φωνητικό στιλ), καθώς λέγεται ότι καταφέρνει να δώσει επιτυχημένα το αποτέλεσμα μίμησης της ανθρώπινης φωνής. Πολλά από τα μελωδικά κλειδιά βρίσκονται κατά μήκος του βραχίονα και βλέπουν προς τον εκτελεστή, ενώ τα κλειδιά για τις δύο άνω μελωδικές χορδές τοποθετούνται στο άνω άκρο και προεξέχουν του βραχίονα. Μερικές από τις χορδές μπορεί να έχουν χάνδρες στη βάση τους κοντά στη γέφυρα, οι οποίες μπορούν να μετακινηθούν για λόγους καλού συντονισμού ρυθμίζοντάς τις ανάλογα. ΟΙ ΚΙΘΑΡ ΟΙ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ Ο Ravi Shankar, που γεννήθηκε στην ιερή πόλη του Varanasi το 1920 είναι υπεύθυνος για τη διεθνή δημοτικότητα της βόρειας ινδικής κλασικής μουσικής και το υψηλό προφίλ του σιτάρ κατά το τελευταίο μισό του αιώνα, περισσότερο από κάθε άλλο μουσικό. Έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ σιτάρ στη ύση τη δεκαετία του '50 και συνέχισε για να γίνει ένας μη επίσημος αλλά πολύ αποτελεσματικός τελικά πρέσβης της ινδικής κουλτούρας εμπνέοντας μια γενιά ποπ εκτελεστών όπως ο George Harrison για να ξεκινήσουν το σιτάρ, και ενισχύοντας το βαθύ δυτικό ενδιαφέρον για την κλασική ινδική μουσική στην αγνότερη παραδοσιακή μορφή της. ς κιθαρωδός, επανακαθόρισε την τεχνική του σιτάρ και την πρακτική εκτέλεσης και υποστήριξε ένα ευρύ και ποικίλο ρεπερτόριο. Το στιλ του συνδύασε το σεβασμό για την παράδοση με πολυάριθμες δικές του εφευρέσεις και καινοτομίες, όπως ήταν η ουσιαστική ανάπτυξη του savāl-javāb (ερώτηση-απόκριση), ακολουθίες μεταξύ σιτάρ και τάμπλα με τις οποίες έφτασε τις εκτελέσεις του σε ένα επίπεδο έκστασης. Συνεργάστηκε επίσης με πολλούς δυτικούς μουσικούς, από το βιολιντζή Yehudi Menuhin έως το συνθέτη Philip Glass. Ακούστε στο Dadra τόσο την ακρίβεια της εκτέλεσής του όσο και την έμφυτη αίσθηση του δράματος. Λόγω του εκτενούς των περισσότερων ράγκα, είναι εφικτό να συμπεριλάβουμε εδώ μόνο μερικά αποσπάσματα από αυτά. Μια αξιοσημείωτη περίπτωση είναι το Surdasi Malhar του Nikhil Banerjee, για την ολοκληρωμένη ηχογράφησή του, διάρκειας 72 λεπτών. Το γκρουπ ράγκα Malhar ασχολείται με την εποχή των μουσώνων και το Surdasi Malhar είναι αφιερωμένο στον Miyan Tansen (1520 1590), δεξιοτέχνη μουσικό της αυλής του Emperoro Akbar και σεβαστό συνθέτη της κλασικής βόρειας ινδικής παράδοσης. Το ράγκα Surdasi Malhar ονομάστηκε έτσι από τον αφοσιωμένο ποιητή Surdas που πιστεύεται ότι γεννήθηκε γύρω στο 1483. Ένας από τους πιο σημαντικούς κιθαρωδούς σιτάρ της γενιάς του, ο Benerjee γεννήθηκε στην οικογένεια του Bengali Brahmins και άρχισε να μαθαίνει το σιτάρ σε ηλικία έξι ετών από τον πατέρα του. Στην ηλικία των 16, όπως ο Ravi Shankar, έγινε μαθητής του Ustad Allaudin Khan, με τον οποίο έμεινε για εφτά χρόνια. Το παίξιμό του δεν χωράει άσκοπες και κακόγουστες επιδείξεις καθώς κάθε νότα εξυπηρετεί την περίπλοκη αρχιτεκτονική του ράγκα.
Ο Banerjee χαιρόταν πάντα να βρίσκεται σε σκηνή κοντσέρτου περισσότερο από το να βρίσκεται σε στούντιο και πολλές ηχογραφήσεις τους προέρχονται από ζωντανές εμφανίσεις του. Η εκτέλεση του Surdrasi Malhar που ακούγεται εδώ, ηχογραφήθηκε ζωντανά στη συναυλία του Σικάγο το 1984. Ήταν μία από τις τελευταίες ηχογραφήσεις του Banerjee πριν το θάνατό του το 1986 σε ηλικία 54 ετών. Ακούστε την αίσθηση του ρυθμού του και τον εκλεπτυσμένο τρόπο με τον οποίο αναπτύσσει τις μελωδικές πλευρές της δουλειάς του. Ο Ustad Abdul Halim Jaffer Khan παίζει το ālāp στο ράγκα Zilla Kafi. Ο Madhya Pradesh, που γεννήθηκε στο Jawra, το 1929, κατάγεται από μία μακρά γενιά βιρτουόζων κιθαρωδών σιτάρ. Αρνήθηκε να προσαρμοστεί αυστηρά στην παράδοση, προσθέτοντας δικές του μεθόδους και τεχνικές στο ρεπερτόριο του σιτάρ για να δημιουργήσει ένα μοναδικό στιλ. Υπήρξε αντισυμβατικός συνθέτοντας για κουιντέτο σιτάρ και έχει συνεργαστεί με πλήθος δυτικών μουσικών, όπως ο πιανίστας της τζαζ Dave Brubeck και ο κιθαρίστας Julian Bream. Ακούστε τον όχι μόνο για τη δεξιοτεχνία του, αλλά και για την αναμφισβήτητη γοητεία και την αίσθηση περιπέτειας που δημιουργεί το παίξιμό του. Ο Shamim Ahmed Khan ακούγεται εδώ σε δύο κομμάτια. Στην εκτενή gat από το απογευματινό ράγκα Madhuvanti, χρησιμοποιεί μια ασυνήθιστη κλίμακα με εφτά νότες και ένα 16-ρυθμο μέτρο (tala) με το όνομα tintal, που σταδιακά φτάνει σε μια εκπληκτική κορύφωση. Τον ακούμε ξανά στην εκπληκτικά σύντομη αλλά εντυπωσιακά όμορφη gat από το μεσονύχτιο ράγκα Chandrakauns. Ο Shamim Ahmed Khan γεννήθηκε το 1938 και αρχικά εκπαιδεύτηκε ως κλασικός τραγουδιστής με τον πατέρα του, Ustad Ghulam Rasool Khan. Ξεκίνησε να παίζει σιτάρ ως έφηβος και έγινε μαθητής του Ravi Shankar το 1955. Συνοδεύεται εδώ από την τάμπλα του Nayan Ghosh. Ο Ustad Vilayat Khan, ο σημαντικότερος ανταγωνιστής του Ravi Shankar, ως ο σπουδαιότερος σιταρίστας του 20 ου αιώνα παίζει ένα κομμάτι από το δημοφιλές ελαφρύ ράγκα Piloo. Πρόκειται για μία σύνθεση του πατέρα και δασκάλου του Ustad Inayat Khan και διαθέτει ευέλικτη δομή δίνοντας τη δυνατότητα στους ερμηνευτές για λεπτοφυείς ποικιλίες ερμηνείας στη μελωδική έμφαση, την τεχνική και τη ρυθμική δεξιότητα. Στην ερμηνεία του, ο Vilayat Khan συνυφαίνει διάφορες συνθέσεις. Στη συνέχεια τον ακούμε ξανά σε ένα απόσπασμα από το Misra Bhairvi, ένα από τα διασημότερα ράγκα, με διάθεση πάθους και ρομαντικής νοσταλγίας. Στο κομμάτι αυτό που διακρίνεται από ιδιαίτερο αυτοσχεδιασμό συμμετέχει ο Ustad Bismillah Khan στο śhahnāī (όμποε της βόρειας Ινδίας), ο οποίος ήταν σε ηλικία 78 ετών την εποχή αυτής της ηχογράφησης στο Barbican Centre του Λονδίνου το 1994. Ο Vilayat Khan, ένα παιδί θαύμα που έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση σε ηλικία έξι ετών, γεννήθηκε στο Gouripur, το σημερινό Bangladesh. Μετά το θάνατο του
πατέρα του το 1938, σπούδασε με διάφορους δασκάλους και μετά από ένα ξακουστό ντεμπούτο στη Βομβάη το 1944 αναδείχτηκε σε έναν από τους σπουδαίους βιρτουόζους. Ανέπτυξε το gyākī ang στιλ εκτέλεσης σιτάρ, στο οποίο το όργανο μοιάζει να μιμείται τις αποχρώσεις της ανθρώπινης φωνής. Το πέτυχε με μια σειρά gamaka («χρωματισμοί»), που δημιουργούνταν με το παίξιμο μιας χορδής μετά το απότομο τράβηγμά της. Αξίζει να ακούσετε επίσης την υπεροχή του τόνου και της καθαρότητας της εκτέλεσης. Πέθανε το Μάρτιο του 2004 σε ηλικία 75 ετών. Ο Ustad Shujaat Hussain Khan παίζει μία αργή gat από το ρομαντικό ράγκα Jhinjhoti, και χρησιμοποιεί ξανά το 16-ρυθμο. Η σύνθεση ακούγεται πρώτα χωρίς τη συνοδεία της τάμπλα και μετά εξελίσσεται με δραματικά ξεσπάσματα ρυθμού καθώς η τάμπλα του Anand Gopal Bandopadhyay ακολουθεί την αύξηση στην ένταση και το ρυθμό. Η δουλειά ηχογραφήθηκε ζωντανά στη St. John s Smith Square, στο Λονδίνο το 1995. Ο Shujaat Hussain Khan είναι ο γιος του Ustad Vilayat Khan και ένας από τους βασικούς διαδόχους της ινδικής κλασικής μουσικής. Άρχισε να παίζει σε νεαρή ηλικία και προετοιμάστηκε από τον πατέρα του, από τον οποίο έμαθε την τεχνική gayākī ang. Αξίζει να ακούσετε την ελευθερία και το συναισθηματικό περιεχόμενο της εκτέλεσής του όπως και την ταχύτητα και την υπεροχή του στην τεχνική. Ο Ustad Rais Khan, που γεννήθηκε στην Indore το 1940 σε μια άλλη από τις σπουδαίες μουσικές δυναστείες της Ινδίας, συμμετέχει στο βραδινό ράγκα Yaman Kalyan,, ένα λεπτεπίλεπτο και χαλαρωτικό κομμάτι γεμάτο εκφραστικές δυνατότητες. Η εκτέλεση, που ηχογραφήθηκε στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου το 1995, είναι ένα jugalbandī (ντουέτο) συνδυασμός σιτάρ και sārangī (ένα όργανο χωρίς τάστα) του Ustad Sultan Khan. Αν και τέτοια ντουέτα αποτελούν αποδεκτό μέρος της ινδικής κλασικής παράδοσης, είναι παρά ταύτα ασυνήθιστα και ιδιαίτερα ο συνδυασμός σιτάρ και sarangi. Αυτό το jugalbandi θεωρείται η πρώτη ηχογράφηση που κυκλοφόρησε. Αξίζει να ακούσετε το πάθος και την ένταση στο παίξιμο του Rais Khan και την φυσική έμπνευση ερώτησης και απόκρισης μεταξύ των δύο οργάνων.