ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας Τμήμα Λογιστικής Θέμα πτυχιακής εργασίας: ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΥΔΡΕΥΣΗΣ - ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΘΡΑΚΗΣ υποβληθείσα στην Καθηγήτρια Εφαρμογών Ελευθεριάδου Γεσθημανή από τις σπουδάστριες Χαραλαμπίδου Μαρία (Α.Μ. 8236) Λαμπρίδου Σουλτάνα (Α.Μ. 6925) Καβάλα 2008
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΥΔΡΕΥΣΗΣ - ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΙΤΛΟΣ Σελίδα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΛΟΓΟΣ I VII VIII ΕΙΣΑΓΩΓΗ 01 1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ 03 1.1 ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ 03 1.2 ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ 06 1.3 ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ 06 1.4 ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ 08 1.5 ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ 08 2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ 11 2.1 ΓΕΝΙΚΑ 11 2.2 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ 12 2.2.1 Αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας 12 2.2.2 Αριθμοδείκτες Ειδικής Ρευστότητας 13 2.2.3 Αριθμοδείκτης Ταμειακής Ρευστότητας 14 2.2.4 Αριθμοδείκτης αμυντικού χρονικού διαστήματος 14 2.3 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ 15 2.3.1 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας απαιτήσεων 15 2.3.2 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Κεφαλαίου Κίνησης 16 2.3.3 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας Ενεργητικού 16 2.3.4 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας Παγίων 17 2.3.5 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Ιδίων Κεφαλαίων 18 2.4 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 18 2.4.1 Δείκτης περιθωρίου μικτού κέρδους 18 I
2.4.2 Δείκτης περιθωρίου καθαρού κέρδους 19 2.4.3 Αριθμοδείκτης αποδόσεως απασχολούμενων Κεφαλαίων 20 2.4.4 Αριθμοδείκτης αποδοτικότητας Ενεργητικού 20 2.4.5 Αριθμοδείκτης καθαρών αποτελεσμάτων προς Ίδια κεφάλαια 21 2.4.6 Αριθμοδείκτης οικονομικής μόχλευσης 21 2.5 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 22 2.5.1 Δείκτης λειτουργικών εξόδων 22 2.5.2 Δείκτης εξόδων λειτουργίας προς πωλήσεις 22 2.6 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ 23 2.6.1 Δείκτης Ιδίων κεφαλαίων προς Συνολικά Κεφάλαια 23 2.6.2 Δείκτης Ξένων προς Ίδια κεφάλαια 23 2.6.3 Δείκτης Ιδίων Κεφαλαίων προς Σύνολο Παγίων 24 2.6.4 Δείκτης Παγίων προς Μακροπρόθεσμες Υποχρεώσεις 24 2.7 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΡΙΝΑΝ ΤΗΣ ΒΡΕΟΙΒΟΡΤ 25 3. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΥΔΡΕΥΣΗΣ - ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ (Δ.Ε.Υ.Α.) 26 3.1 ΓΕΝΙΚΑ 26 3.2 Δ.Ε.Υ.Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ (Δ.Ε.Υ.Α.Α.) 30 3.3 Δ.Ε.Υ.Α. ΞΑΝΘΗΣ (Δ.Ε.Υ.Α.Ξ.) 32 3.4 Δ.Ε.Υ.Α. ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ (Δ.Ε.Υ.Α.Ο.) 33 4. ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ Δ.Ε.Υ.Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ 36 4.1 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ 36 4.1.1 Αριθμοδείκτης αμυντικού χρονικού διαστήματος 36 4.1.2 Αριθμοδείκτης Ταμειακής Ρευστότητας 36 4.1.3 Αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας 37 4.1.4 Αριθμοδείκτης Ειδικής Ρευστότητας 37 II
4.2 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ 38 4.2.1 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας απαιτήσεων 38 4.2.2 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας Ενεργητικού 38 4.2.3 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Ιδίων Κεφαλαίων. 39 4.2.4 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Κεφαλαίου Κίνησης 39 4.2.5 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Παγίων 39 4.3 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ 40 4.3.1 Αριθμοδείκτης Ξένων προς Ίδια κεφάλαια 40 4.3.2 Αριθμοδείκτης Ιδίων Κεφαλαίων προς Σύνολο Παγίων 40 4.3.3 Αριθμοδείκτης Ιδίων κεφαλαίων προς Συνολικά Κεφάλαια 41 4.3.4 Αριθμοδείκτης Παγίων προς Μακροπρόθεσμες Υποχρεώσεις 41 4.4 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 42 4.4.1 Αριθμοδείκτης αποδόσεως απασχολούμενων Κεφαλαίων 42 4.4.2 Αριθμοδείκτης αποδοτικότητας Ενεργητικού 42 4.4.3 Αριθμοδείκτης καθαρών αποτελεσμάτων προς Ίδια κεφάλαια. 43 4.4.4 Αριθμοδείκτης οικονομικής μόχλευσης 43 4.4.5 Δείκτης περιθωρίου καθαρού κέρδους 44 4.4.6 Δείκτης περιθωρίου μεικτού κέρδους 44 4.5 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 45 4.5.1 Δείκτης εξόδων λειτουργίας προς πωλήσεις 45 4.5.2 Δείκτης λειτουργικών εξόδων 45 5. ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ Δ.Ε.Υ.Α ΞΑΝΘΗΣ 46 5.1 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ 46 5.1.1 Αριθμοδείκτης αμυντικού χρονικού διαστήματος 46 5.1.2 Αριθμοδείκτης Ταμειακής Ρευστότητας 46 5.1.3 Αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας 47 5.1.4 Αριθμοδείκτης Ειδικής Ρευστότητας 47 III
5.2 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ 48 5.2.1 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας απαιτήσεων 48 5.2.2 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας Ενεργητικού 48 5.2.3 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Ιδίων Κεφαλαίων. 49 5.2.4 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Κεφαλαίου Κίνησης 49 5.2.5 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Παγίων 49 5.3 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ 50 5.3.1 Αριθμοδείκτης Ξένων προς Ίδια κεφάλαια 50 5.3.2 Αριθμοδείκτης Ιδίων Κεφαλαίων προς Σύνολο Παγίων 50 5.3.3 Αριθμοδείκτης Ιδίων κεφαλαίων προς Συνολικά Κεφάλαια 51 5.3.4 Αριθμοδείκτης Παγίων προς Μακροπρόθεσμες Υποχρεώσεις 51 5.4 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 52 5.4.1 Αριθμοδείκτης αποδόσεως απασχολούμενων Κεφαλαίων 52 5.4.2 Αριθμοδείκτης αποδοτικότητας Ενεργητικού 52 5.4.3 Αριθμοδείκτης καθαρών αποτελεσμάτων προς Ίδια κεφάλαια. 53 5.4.4 Αριθμοδείκτης οικονομικής μόχλευσης 53 5.4.5 Δείκτης περιθωρίου καθαρού κέρδους 53 5.4.6 Δείκτης περιθωρίου μεικτού κέρδους 53 5.5 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 55 5.5.1 Δείκτης εξόδων λειτουργίας προς πωλήσεις 55 5.5.2 Δείκτης λειτουργικών εξόδων 55 6. ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ Δ.Ε.Υ.Α ΟΡΕΣΤΙΑΔΑΣ 56 6.1 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ 56 6.1.1 Αριθμοδείκτης αμυντικού χρονικού διαστήματος 56 6.1.2 Αριθμοδείκτης Ταμειακής Ρευστότητας 56 6.1.3 Αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας 57 6.1.4 Αριθμοδείκτης Ειδικής Ρευστότητας 57 IV
6.2 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ 57 6.2.1 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας απαιτήσεων 58 6.2.2 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας Ενεργητικού 58 6.2.3 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Ιδίων Κεφαλαίων. 58 6.2.4 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Κεφαλαίου Κίνησης 58 6.2.5 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Παγίων 59 6.3 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ 59 6.3.1 Αριθμοδείκτης Ξένων προς Ίδια κεφάλαια 59 6.3.2 Αριθμοδείκτης Ιδίων Κεφαλαίων προς Σύνολο Παγίων 60 6.3.3 Αριθμοδείκτης Ιδίων κεφαλαίων προς Συνολικά Κεφάλαια 60 5.3.4 Αριθμοδείκτης Παγίων προς Μακροπρόθεσμες Υποχρεώσεις 60 6.4 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 61 6.4.1 Αριθμοδείκτης αποδόσεως απασχολούμενων Κεφαλαίων 61 6.4.2 Αριθμοδείκτης αποδοτικότητας Ενεργητικού 61 6.4.3 Αριθμοδείκτης καθαρών αποτελεσμάτων προς Ίδια κεφάλαια. 62 6.4.4 Αριθμοδείκτης οικονομικής μόχλευσης 62 6.4.5 Δείκτης περιθωρίου καθαρού κέρδους 62 6.4.6 Δείκτης περιθωρίου μεικτού κέρδους 62 6.5 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 63 6.5.1 Δείκτης εξόδων λειτουργίας προς πωλήσεις 63 6.5.2 Δείκτης λειτουργικών εξόδων 63 7. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ ΤΩΝ Δ.Ε.Υ.Α ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ - ΞΑΝΘΗΣ - ΟΡΕΣΤΙΑΔΑΣ 64 7.1. ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ 64 7.2. ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ 68 7.3. ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ 73 7.4. ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 77 V
7.5. ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 83 8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 86 8.1 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ 86 8.2 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 87 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 89 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ Δ.Ε.Υ.Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΤΗ 2005, 2006, 2007 91 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ Δ.Ε.Υ.Α. ΞΑΝΘΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΤΗ 2005, 2006, 2007 101 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ Δ.Ε.Υ.Α. ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΤΗ 2005, 2006, 2007 111 VI
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Οι προσπάθειες των διοικήσεων των οικονομικών μονάδων, μεταξύ άλλων επικεντρώνονται στο να παρακολουθούν την πορεία και την εξέλιξη των επιχειρήσεων τους, με στόχο τη λήψη αποφάσεων, είτε για να διορθώσουν τη δυσμενή θέση στην οποία έχουν περιέλθει, είτε για να αποφύγουν μια μελλοντική δυσμενή κατάσταση. Η χρηματοοικονομική ανάλυση των οικονομικών στοιχείων αποτελεί εργαλείο αρωγό στην προσπάθειά τους. Οι σημαντικότερες μέθοδοι της χρηματοοικονομικής ανάλυσης είναι η ανάλυση με τη χρήση αριθμοδεικτών και η ανάλυση κοινού μεγέθους. Στόχος της συγκεκριμένης εργασίας είναι η διαχρονική και συγκριτική ανάλυση τριών επιχειρήσεων, των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης Ξάνθης, Ορεστιάδας και Αλεξανδρούπολης με την χρήση των αριθμοδεικτών για τα έτη 2005, 2006, 2007 και την μετέπειτα σύγκριση των αποτελεσμάτων τους. Η ανάλυση αυτή πραγματοποιείται βάση των στοιχείων που αντλούμε από τις δημοσιευμένες και ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις για τα παραπάνω έτη. Η επιλογή της μεθόδου ανάλυσης των οικονομικών καταστάσεων με την χρήση των αριθμοδεικτών, έγινε λόγω του σημαντικού πλεονεκτήματος της να εμφανίζει αμεσότερα και ασφαλέστερα αποτελέσματα μέσω της σύγκρισης των ετών. Από την ανάλυση αυτή αντλούνται συμπεράσματα για την πορεία των επιχειρήσεων καθώς και για την περαιτέρω βιωσιμότητα και εξέλιξή τους. Η θέση που έχουν οι επιχειρήσεις στον κλάδο που ανήκουν είναι μονοπωλιακή και για το λόγο αυτό η ανάπτυξη τους είναι ταχύτατη, ενώ δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι ενώ λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρείες, ανήκουν στις εταιρείες κοινής ωφέλειας Η παρακάτω χρηματοοικονομική ανάλυση των ΔΕΥΑ Ξάνθης, Ορεστιάδας και Αλεξανδρούπολης γίνεται από τη σκοπιά τρίτων ενδιαφερομένων που προσπαθούν να εντοπίσουν τα δυνατά και αδύνατα σημεία τους. VII
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η επιλογή του θέματος της εργασίας, είναι βασισμένη τόσο στο προσωπικό ενδιαφέρον προς το αντίστοιχο μάθημα της σχολής του Τ.Ε.Ι Καβάλας, όσο και στο γεγονός ότι η οικονομική επιστήμη γνωρίζει ραγδαία εξέλιξη, με συνέπεια η μελέτη της να προϋποθέτει ουσιαστικότερη και λεπτομερέστερη παρακολούθηση. Έτσι, το έργο του σύγχρονου επιστήμονα αρχίζει με την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης, συνεχίζει με την διαχρονική και διεπιχειρησιακή σύγκριση αυτών και ολοκληρώνεται με την εξαγωγή συμπερασμάτων χρήσεως στον επιχειρηματικό και μη κύκλο. VIII
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται αναφορά για τον σκοπό της, ερμηνεύοντας έννοιες και όρους που χρησιμοποιούνται και αναφέρονται οι τυχόν περιορισμοί και επιφυλάξεις που πιθανόν να υπάρχουν και αναφέρονται οι μέθοδοι ανάλυσης των λογιστικών καταστάσεων. Στο δεύτερο κεφάλαιο δίνεται αναλυτικά το εννοιολογικό περιεχόμενο των αριθμοδεικτών που χρησιμοποιούνται. Στο τρίτο κεφάλαιο δίδονται κάποια γενικά στοιχεία της λειτουργίας των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης και Ορεστιάδας. Στο τέταρτο αναφέρονται εξειδικευμένα χαρακτηριστικά για την Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης της Αλεξανδρούπολης, γίνεται επεξεργασία των στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί και χρησιμοποιούνται οι πιο διαδεδομένοι και συνηθέστεροι αριθμοδείκτες. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρονται εξειδικευμένα χαρακτηριστικά για την Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης της Ξάνθης, γίνεται επεξεργασία των στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί και χρησιμοποιούνται οι πιο διαδεδομένοι και συνηθέστεροι αριθμοδείκτες. Στο έκτο κεφάλαιο αναφέρονται εξειδικευμένα χαρακτηριστικά για την Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης της Αλεξανδρούπολης, γίνεται επεξεργασία των στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί και χρησιμοποιούνται οι πιο διαδεδομένοι και συνηθέστεροι αριθμοδείκτες. Στο έβδομο κεφάλαιο παρατίθενται συγκριτικοί πίνακες και διαγράμματα ανά ομάδα αριθμοδεικτών για τρείς Δημοτικές Επιχειρήσεις και γίνεται σχολιασμός των αποτελεσμάτων. Στο όγδοο κεφάλαιο αναπτύσσονται συμπερασματικές παρατηρήσεις που προέκυψαν από την επισκόπηση των αποτελεσμάτων και διατυπώνεται πρόταση περαιτέρω έρευνας. Η εργασία ασχολείται με την διαχρονική και διεπιχειρησιακή χρηματοοικονομική ανάλυση ισολογισμών των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης των πόλεων της Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης και της Ορεστιάδας. Η ανάλυση και ο σχολιασμός των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι δείγμα προσπάθειας με σκοπό την απόκτηση περισσότερων πληροφοριών, σχετικών με την δραστηριότητα των επιχειρήσεων αυτών, καθώς οι πληροφορίες που αντλούνται μόνο από τους Ισολογισμούς και τις καταστάσεις των Αποτελεσμάτων Χρήσεων, δεν είναι επαρκείς και δεν επιτρέπουν την εις βάθος κατανόηση. Η χρηματοοικονομική ανάλυση των λογιστικών καταστάσεων της επιχείρησης στόχο έχει την έγκαιρη διάγνωση των τυχών δυσμενών αποτελεσμάτων και την ενημέρωση των ενδιαφερομένων (διοίκηση, εργαζόμενοι, επενδυτές κτλ), που και αυτοί με την σειρά τους ενδιαφέρονται για την πορεία της επιχείρησης από τη δική τους οπτική γωνία, οι μεν της 1
διοίκησης π.χ. για την διάρθρωση των κεφαλαίων της και για την μελλοντική πορεία της, οι δε εργαζόμενοι για την μακροχρόνια υγιή βιωσιμότητα της, εξασφαλίζοντας τους μισθούς τους. 2
1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό θα παρουσιαστούν βασικές έννοιες που θα βοηθήσουν στην κατανόηση της χρηματοοικονομικής ανάλυσης των τριών επιχειρήσεων, καθώς και τους περιορισμούς που υπάρχουν στον συγκεκριμένο τρόπο ανάλυσης των δεδομένων. 1.1 ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Οι κυριότερες λογιστικές καταστάσεις από τις οποίες αντλούνται τα στοιχεία για τη χρηματοοικονομική ανάλυση είναι οι παρακάτω: Ισολογισμός {balance sheet), λέγεται η συνοπτική λογιστική κατάσταση που συντάσσεται ύστερα από την απογραφή και η οποία απεικονίζει μεθοδικά και εύληπτα σε ενιαίο νόμισμα την περιουσιακή συγκρότηση της επιχείρησης σε μια ορισμένη στιγμή, συνήθως την τελευταία μέρα του έτους και η οποία προκύπτει από την οικονομική και νομική θέση των ενεργητικών και παθητικών περιουσιακών στοιχείων της. Ο ισολογισμός λοιπόν έχει την μορφή πίνακα ο οποίος περιλαμβάνει συνοπτική ταξινόμηση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, που προκύπτει από την απογραφή που διενεργήθηκε προηγουμένως. Η ταξινόμηση αυτή είναι περιεκτική, μεθοδική εύληπτη συνήθως κατά βαθμό ρευστοποίησης. 1 Συγκεκριμένα ο Ισολογισμός: Καταρτίζεται υποχρεωτικά. Χρησιμοποιείται στο τέλος κάθε χρήσης και κατά την έναρξη της νέας χρήσης που ακολουθεί για τις εγγραφές κλεισίματος και ανοίγματος των λογαριασμών του ισολογισμού. Καταχωρείται στο βιβλίο απογραφών και ισολογισμών των οικονομικών μονάδων, όπου κάθε οικονομικό μέγεθος {κονδύλι) συσχετίζεται με τους κωδ. Αριθμούς των αντίστοιχων λογαριασμών του σχεδίου λογαριασμών. Δημοσιεύεται υποχρεωτικά στο τέλος της χρήσης μαζί με την κατάσταση του λογαριασμού αποτελέσματα χρήσης, του πίνακα διάθεσης αποτελεσμάτων και το προσάρτημα σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας που ισχύει κάθε φορά. Στο ενεργητικό εμφανίζονται τα περιουσιακά στοιχεία της οικονομικής μονάδας σύμφωνα με το βαθμό ρευστότητας και κινητικότητας, πρώτα τοποθετούνται τα βραδέως ρευστοποιήσιμα {πάγια, συμμετοχές) και ακολουθούν τα ευκολότερα ρευστοποιήσιμα {αποθέματα, απαιτήσεις). 1 Κ. Αρβανιτίδης, Ανάλυση Ισολογισμών, διδακτικές σημειώσεις, Καβαλα 1998, σελ.3,20. 3
Στο παθητικό εμφανίζονται οι υποχρεώσεις της μονάδας σύμφωνα με το βαθμό ληκτότητάς τους (χρονολογικής λήξης). Πάγιες υποχρεώσεις είναι αυτές προς τους φορείς της μονάδας (ίδια κεφάλαια) και έπειτα ακολουθούν οι μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης (income statement or profit and loss account), η οποία εμφανίζει τα έσοδα, τα έξοδα, τους φόρους και τα κέρδη μιας εταιρείας για μια χρονική περίοδο, συνήθως ένα έτος. Ενώ δηλαδή, ο ισολογισμός αποτελεί μια φωτογραφία της χρηματοοικονομικής κατάστασης της εταιρείας μια συγκεκριμένη στιγμή στο χρόνο, τα αποτελέσματα χρήσης παρουσιάζουν την αποδοτικότητα της εταιρείας κατά τη διάρκεια μιας περιόδου. Συγκεκριμένα η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης: Είναι ο λογαριασμός <<86>> του Ε.Λ.Γ.Σ που χρησιμοποιείται μόνο στο τέλος της χρήσης. Καταρτίζεται υποχρεωτικά. Καταχωρείται στο βιβλίο απογραφών και ισολογισμών μετά τον ισολογισμό. Περιλαμβάνει τα έκτακτα και ανόργανα αποτελέσματα (έσοδα, κέρδη-έξοδα, ζημίες) και τις μη ενσωματωμένες στο λειτουργικό κόστος αποσβέσεις παγίων. Δημοσιεύεται υποχρεωτικά στο τέλος της χρήσης. Εμφανίζει τα συνολικά καθαρά αποτελέσματα της κλειομένης χρήσης πριν από την αφαίρεση των φόρων που αναλογούν στα κέρδη. Ο πίνακας διάθεσης αποτελεσμάτων (statement of retained results), είναι η οικονομική κατάσταση που εμφανίζει τον τρόπο διάθεσης των καθαρών αποτελεσμάτων της χρήσης που κλείνει. Συγκεκριμένα ο πίνακας διάθεσης αποτελεσμάτων: Καταρτίζεται υποχρεωτικά στο τέλος της χρήσης όταν γίνεται διάθεση κερδών. Καταχωρείται στο βιβλίο απογραφών και ισολογισμών, μετά τον ισολογισμό και τα αποτελέσματα χρήσης. Πρόκειται για λογαριασμό του <<88>> του Ε.Γ.Λ.Σ. << Αποτελέσματα προς Διάθεση». Δημοσιεύεται υποχρεωτικά στο τέλος κάθε χρήσης μαζί με τον ισολογισμό και τα αποτελέσματα χρήσης. Εμφανίζει εκτός από τα καθαρά αποτελέσματα της χρήσης και τα υπόλοιπα της προηγούμενης ή προηγούμενων χρήσεων, τις διαφορές φορολογικού ελέγχου 4
προηγούμενων χρήσεων και στην περίπτωση κερδών προς διάθεση, τον τρόπο διανομής αυτών. Το προσάρτημα (notes to the Financial statement), παρέχει διάφορες πρόσθετες ή επεξηγηματικές πληροφορίες και είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα των οικονομικών καταστάσεων (ισολογισμού και αποτελεσμάτων χρήσης). Οι πληροφορίες διευκολύνουν αυτούς στους οποίους απευθύνονται οι οικονομικές καταστάσεις στο να κατανοήσουν το περιεχόμενο τους, να προσδιορίσουν την αληθινή οικονομική κατάσταση και τα ακριβή αποτελέσματα(κέρδη ή ζημίες) των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα το προσάρτημα: Χρησιμοποιείται στο τέλος της χρήσης. Δημοσιοποιείτε υποχρεωτικά με την καταχώρηση στο μητρώο εταιρειών και εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης του Υπουργείου Εμπορίου, σε αντίθεση με τις άλλες οικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύονται στις εφημερίδες. Περιλαμβάνονται οι παρακάτω πληροφορίες: 1. Μέθοδοι αποτίμησης, αποσβέσεων, προβλέψεων και αναπροσαρμογής αξιών των στοιχείων του ενεργητικού. 2. Πρόσθετες αποσβέσεις του πάγιου ενεργητικού. 3. Συμμετοχές σε επιχειρήσεις μεγαλύτερες του 10%. 4. Ο αριθμός και η ονομαστική αξία των νέων μετοχών της εταιρείας, για τις οποίες έγινε εγγραφή κατά την διάρκεια της χρήσης. 5. Οι υποχρεώσεις που καλύπτουν με εμπράγματες ασφάλειες, με αναφορά της φύσης και της μορφής τους. 6. Οι καθαρές πωλήσεις κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων και κατά γεωγραφικές περιοχές. 7. Ο μέσος αριθμός του προσωπικού που ασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης, με ανάλυση αμοιβών, κοινωνικών επιβαρύνσεων. 8. Οι κάθε μορφής εγγυήσεις που δεν εμφανίζονται στο παθητικό. 9. Οι μεταβολές των παγίων (Αξία κτήσης, εξαγωγές, αγορές, αποσβέσεις χρήσης, συνολικές αποσβέσεις, αναπόσβεστη αξία στο τέλος της χρήσης). 10. Επεξηγηματικές σημειώσεις και πληροφορίες. Η κατάσταση ταμειακών ροών, ταξινομείται και παρουσιάζεται σε τρεις επιμέρους κατηγορίες: 5
Ταμειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες. Οι κύριες δραστηριότητες δημιουργίας εσόδων της επιχείρησης, οι οποίες μπορούν να παρουσιαστούν είτε με την άμεση είτε με την έμμεση μέθοδο. Ταμειακές ροές από επενδυτικές δραστηριότητες. Η απόκτηση και διάθεση μακροπρόθεσμων στοιχείων του ενεργητικού και άλλων επενδύσεων που δεν συμπεριλαμβάνονται στα ταμειακά ισοδύναμα. Ταμειακές ροές από χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες που καταλήγουν σε μεταβολές στο μέγεθος και στη συγκρότηση των ίδιων κεφαλαίων και του δανεισμού της επιχείρησης2. Η έκθεση των ελεγκτών ή ορκωτών λογιστών (auditors report), το περιεχόμενο της οποίας προσδιορίζει την ποιότητα των λογιστικών καταστάσεων και επομένως και την αξιοπιστία που αυτές μπορούν να έχουν για τους χρήστες.23 1.2 ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Η ανάλυση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων αποβλέπει στην διαπίστωση των σχέσεων και τάσεων που απορρέουν από τον Ισολογισμό και τις Καταστάσεις Αποτελεσμάτων. Όταν η διαπίστωση των σχέσεων και τάσεων περιορίζεται στο περιεχόμενο των στοιχείων του Ισολογισμού και των Καταστάσεων Αποτελεσμάτων Χρήσης λέγεται στατική ενώ όταν ερευνώνται δύο ή περισσότεροι ισολογισμοί και καταστάσεις αποτελεσμάτων λέγεται δυναμική. Η ανάλυση των οικονομικών καταστάσεων πραγματοποιείται: Με τον προσδιορισμό των αριθμοδεικτών και Με συγκρίσεις και διαπιστώσεις των τάσεων. 1.3 ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Η χρηματοοικονομική ανάλυση των λογιστικών καταστάσεων, έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των σχέσεων των οικονομικών στοιχείων που αναφέρονται σ αυτές σε δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς και των τάσεων αυτών διαχρονικά. Είναι ουσιαστικά η άντληση πληροφοριών από τα χρηματοοικονομικά στοιχεία μιας εταιρείας. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να είναι είτε η απόλυτη αξία 2 Γ. Ελευθεριαδου - Ασημή. Ανάλυση Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων-Σημειώσεις (Α Τεύχος) 3 Jack L. Smith, Robert M. Keith and William L. Stephens, (1989), Accounting Principles, McGraw-Hill International Editions, 3rd ed., Singapore. 6
του μεγέθους που εξετάζουμε, είτε η διαφορά μεταξύ δυο μεγεθών ή τέλος ο λόγος μεταξύ δυο μεγεθών. 4 Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει τρεις διαδικασίες. Η πρώτη αναφέρεται στην επιλογή και στον υπολογισμό ορισμένων σχέσεων μεταξύ των αναφερομένων στις λογιστικές καταστάσεις στοιχείων, ανάλογα με την επιδιωκόμενη απόφαση. Η δεύτερη συνίσταται στην κατάταξη των δεδομένων, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατός ο υπολογισμός των μεταξύ των σημαντικών σχέσεων και η τρίτη περιλαμβάνει την αξιολόγηση, μελέτη και ερμηνεία των παραπάνω σχέσεων. Οι παραπάνω διαδικασίες ανάλυσης κατατάσσονται σε δύο κύριες κατηγορίες: 1. Στις συγκρίσεις και μετρήσεις με βάση τα οικονομικά στοιχεία των λογιστικών καταστάσεων δύο ή περισσοτέρων χρήσεων. 2. Στις συγκρίσεις και μετρήσεις με βάση τα οικονομικά στοιχεία των λογιστικών καταστάσεων μιας χρήσεως. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει συγκριτικές καταστάσεις, αριθμοδείκτες, την τάση των οικονομικών στοιχείων ενός ισολογισμού και της καταστάσεως αποτελεσμάτων χρήσης. Για την χρηματοοικονομική ανάλυση των λογιστικών καταστάσεων συνήθως απαιτείται η διενέργεια και των δύο κατηγοριών αναλύσεων που προαναφέρθηκαν. Γενικά, όλες οι αναλύσεις περιλαμβάνουν συγκρίσεις, μεταξύ του τι πράγματι συμβαίνει με το τι θα έπρεπε να συμβαίνει, λαμβάνοντας ως μέτρο σύγκρισης κάποιο αντιπροσωπευτικό ή πρότυπο μέγεθος. Πρότυπο μέγεθος είναι αυτό που θα έπρεπε να υπάρχει κάτω από τις επικρατούσες τη στιγμή της αναλύσεως συνθήκες. Πέραν αυτού, προκειμένου να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα της αναλύσεως πρέπει να γίνονται συγκρίσεις και με άλλες επιχειρήσεις του ιδίου κλάδου όπου ανήκει η επιχείρηση. Η ανάλυση των λογιστικών καταστάσεων μπορεί να πραγματοποιηθεί με την μέθοδο της διαστρωματικής, ή κάθετης ανάλυσης η οποία περιλαμβάνει την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων «κοινού μεγέθους» και τον υπολογισμό των διαφόρων αριθμοδεικτών. 5 Παρακάτω αναλύονται οι δύο αυτές έννοιες. 4 Βασιλείου Δ., Χρηματοοικονομική διοίκηση,πάτρα,1999 5 Νικήτα Α. Νιάρχου, Χρηματοοικονομική Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων, Αθήνα -Πειραιάς 1994, σελ. 31-50 7
1.4 ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ Για να διευκολυνθούν οι συγκρίσεις μεταξύ των στοιχείων μιας επιχείρηση, για μια σειρά ετών, καθώς και οι συγκρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων, διαφορετικού όμως μεγέθους, συντάσσονται οι ισολογισμοί και οι καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσεως σε ποσοστά επί τοις εκατό του συνόλου των μεγεθών τους. Στην ανάλυση «κοινού μεγέθους» κάθε στοιχείου του ισολογισμού διαιρείται με το σύνολο του ενεργητικού, ή του παθητικού, ενώ κάθε στοιχείο της καταστάσεως αποτελεσμάτων χρήσεως διαιρείται με το σύνολο των καθαρών πωλήσεων. Ως εκ τούτου η κατάσταση «κοινού μεγέθους» του ισολογισμού παρουσιάζει κάθε στοιχείο αυτών, ως ποσοστό επί τοις εκατό των καθαρών πωλήσεων της χρήσης. Πολλές φορές είναι εποικοδομητικό να ευρεθεί το ποσοστό συμμετοχής κάθε στοιχείου χωριστά στο σύνολο κάποιας κατηγορίας στοιχείων. Έτσι, η έκφραση των απόλυτων μεγεθών σε ποσοστά επί τοις εκατό, είναι χρήσιμη στην ανάλυση της εσωτερικής διαρθρώσεως των λογιστικών καταστάσεων και δείχνει τη σχετική σπουδαιότητα κάθε στοιχείου αναφορικά με το σύνολο των στοιχείων αυτών. Κατ αυτόν τον τρόπο φαίνεται αμέσως η σχετική σπουδαιότητα κάθε στοιχείου αναφορικά με το σύνολο των κυκλοφοριακών και μη κυκλοφοριακών στοιχείων, καθώς και το σχετικό ύψος της χρηματοδοτήσεως από τους βραχυχρόνιους ή μακροχρόνιους πιστωτές και τους φορείς της επιχείρησης. Η «κοινού μεγέθους» ανάλυση μπορεί να επεκταθεί στην εύρεση του ποσοστού συμμετοχής κάθε στοιχείου στο σύνολο των διαφόρων ομάδων στοιχείων του ισολογισμού. Οι καταστάσεις «κοινού μεγέθους», μπορεί να αναφέρονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους σε δύο ή και περισσότερες επιχειρήσεις στην ίδια χρονική περίοδο. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμες και γίνεται αμέσως γνωστό, τι ποσοστό των πωλήσεων καλύπτουν τα διάφορα είδη εξόδων. Ο υπολογισμός των ποσοστών για μια σειρά ετών, παρέχει ένδειξη για την πορεία τους και τη σπουδαιότητα κάθε στοιχείου σε σχέση με το σύνολο. Όμως λόγω της ύπαρξης επιχειρήσεων διαφόρων μεγεθών, δημιουργούνται προβλήματα στις περιπτώσεις συγκρίσεων των επί μέρους οικονομικών στοιχείων αυτών, είτε μεταξύ τους, είτε με τα επί μέρους οικονομικά στοιχεία του κλάδου που ανήκουν, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Οι δυσκολίες αυτές παρακάμπτονται με το να δημιουργηθεί κοινή βάση σύγκρισης μεταξύ τους, δηλαδή τα επί μέρους οικονομικά στοιχεία των ισολογισμών και των καταστάσεων αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων, να εκφραστούν σε ποσοστά των συνολικών τους μεγεθών. 1.5 ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ Η ανάλυση των ισολογισμών είναι μέθοδος που δημιουργεί την πληροφόρηση, η οποία αναφέρεται σε προβλέψεις για την μελλοντική κατάσταση και επίδοση της επιχείρησης. 8
Υπάρχουν όμως ορισμένοι παράγοντες που μειώνουν την χρησιμότητα της πληροφόρησης που μας δίνει η ανάλυση των καταστάσεων για λήψη αποφάσεων. Οι βασικοί αυτοί παράγοντες είναι : Η συνοπτική μορφή των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύονται παρουσιάζουν περίληψη του πλήθους των λογαριασμών που χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση κατά την διάρκεια της χρήσης. Έτσι έχουμε πληροφορίες από λιγότερους λογαριασμούς με συνέπεια τα αποτελέσματα να μην είναι ακριβή. Οι στατικές λογιστικές αρχές και παραδοχές. Κατά την σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων τηρούνται λογιστικές αρχές και εφαρμόζονται λογιστικές μέθοδοι, που διαφέρουν από επιχείρηση σε επιχείρηση, όπως για παράδειγμα η μέθοδος απόσβεσης. Το φαινόμενο της δημιουργίας καλών εντυπώσεων. Οι επιχειρήσεις στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν, με τις δημοσιευόμενες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, καλές εντυπώσεις, για την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους, αυξάνουν τα κυκλοφοριακά τους στοιχεία, προσθέτοντας σε αυτά ετερογενή στοιχεία και αποκλείουν στοιχεία από τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Ο περιορισμός της μη ένδειξης των τάσεων. Σε αρκετές περιπτώσεις, προβλέψεις με βάση την τάση που παρατηρείται σε μερικά μεγέθη, είναι δικαιολογημένες. Είναι δυνατό όμως στην πρόβλεψη, με βάση τα πρόσφατα ιστορικά δεδομένα, να παρατηρηθούν μεγάλες αποκλίσεις, από την κατάσταση που θα διαμορφωθεί στο μέλλον. Το πρόβλημα του επιπέδου τιμών και του ιστορικού κόστους. Αν η καθαρή θέση της επιχείρησης είναι μεγαλύτερη στο τέλος της χρήσης από ότι στην αρχή της, έχουμε επίτευξη κερδών και αντιθέτως επίτευξη ζημιών, στην διάρκεια βέβαια χρονικών περιόδων με σταθερές τιμές αγαθών. Κατά την διάρκεια όμως χρονικών περιόδων αυξητικής τάσης των τιμών των αγαθών, η διατήρηση του μεγέθους του κεφαλαίου απαιτεί επιπρόσθετα κεφάλαια. Σε τέτοιες περιόδους ανοδικής πορείας των τιμών, τα κέρδη που εμφανίζουν οι επιχειρήσεις, σύμφωνα με το μοντέλο του ιστορικού κόστους, είναι πλασματικά και δεν αντιστοιχούν σε ισόποση αύξηση μετρητών. Η παράλειψη στοιχείων από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. 9
Υπάρχουν πολλά στοιχεία που δεν συμπεριλαμβάνονται στις καταστάσεις αυτές, όπως για παράδειγμα ο βαθμός εκπαίδευσης του προσωπικού της, η ύπαρξη υψηλής ποιότητας τεχνολογικών ικανοτήτων, η ικανότητα, η δημιουργικότητα και η προβολή των διευθυντικών στελεχών της, τα σχέδια για νέα προϊόντα κτλ. 6 Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις στηρίζονται σε στοιχεία του παρελθόντος και οι εκτιμήσεις πραγματοποιούνται στην βάση αυτή. Όμως για κάθε τέτοια εκτίμηση σημασία έχει το τι περιμένουμε να συμβεί στο μέλλον. Τα στοιχεία του παρελθόντος μπορεί να αποτελέσουν κατευθυντήρια οδό στο σημείο που οι παραπάνω εκτιμήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως ενδείξεις για το μέλλον.7 Παπαδόπουλος Δημήτριος, Ανάλυση Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων της Επιχείρησης, εκδόσεις Κυριακίδη, Θες/κη 1983, σελ 62 7 Τσακλαγκανος Άγγελος, Χρηματοδότηση και Αξιολόγηση Επενδύσεων ΙΙΙ,Εκδόσεις Αδελφοί Κυριακύδη Α.Ε.σελ.321 10
2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ 2.1 ΓΕΝΙΚΑ Η χρήση αριθμοδεικτών αποτελεί μια από τις πλέον διαδεδομένες και δυναμικές μεθόδους χρηματοοικονομικής ανάλυσης. Με την βοήθειά τους προσδιορίζεται η σχέση μεταξύ βασικών επιχειρηματικών μεγεθών, διευκολύνεται η επιχειρηματική δράση και επεξηγούνται τα αποτελέσματα που προκύπτουν απ' αυτή. Με το σύστημα των αριθμοδεικτών προσδιορίζεται επίσης, ο βαθμός απόδοσης των διάφορων δραστηριοτήτων της οικονομικής μονάδας, με σκοπό την ορθολογικότερη εκμετάλλευση των μέσων δράσης της. Οι αριθμοδείκτες είναι σχέσεις μεγεθών κυρίως λογιστικής, αλλά και στατιστικής προελεύσεως, καταρτίζονται με σκοπό τον προσδιορισμό της πραγματικής κατάστασης ολόκληρης της οικονομικής μονάδας ή και γενικότερα του κλάδου στον οποίο ανήκει η μονάδα αυτή. Ο λόγος που οδήγησε στην καθιέρωση της χρησιμοποίησης των αριθμοδεικτών προέρχεται από την ανάγκη να γίνεται αμέσως αντιληπτή η πραγματική αξία και η σπουδαιότητα των απόλυτων μεγεθών. Όμως ένας μεμονωμένος αριθμοδείκτης δεν μπορεί να δώσει πλήρη εικόνα της οικονομικής θέσης της επιχείρησης, αν δε συγκριθεί με άλλους αντιπροσωπευτικούς ή πρότυπους δείκτες ή δεν συσχετιστεί με τους αντίστοιχους αριθμοδείκτες μιας σειράς προηγούμενων χρήσεων. ο Οι κυριότεροι και περισσότερο διαδεδομένοι στην χρηματοοικονομική ανάλυση των λογιστικών καταστάσεων αριθμοδείκτες είναι οι εξής: Αριθυοδείκτες ρευστότητας (Liquidity ratios) μετρούν την ικανότητα της επιχείρησης να ικανοποιεί τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Οι συγκεκριμένοι δείκτες ενδιαφέρουν κυρίως τους προμηθευτές και τις τράπεζες, δηλαδή τους βραχυπρόθεσμους πιστωτές της εταιρείας. Αοιθυοδείκτες δραστηριότητας (Activity ratios) μετρούν το βαθμό αποτελεσματικής χρησιμοποίησης των πόρων της επιχείρησης, κατά πόσο δηλαδή γίνεται ικανοποιητική ή όχι η χρησιμοποίηση αυτών. Αοιθυοδείκτες κεφαλαιακής διάρθρωσης, είναι εκείνοι που αφορούν τη διάρθρωση, τα είδη και τις μορφές κεφαλαίων που χρησιμοποιεί για την χρηματοδότησή της μία οικονομική μονάδα. Αριθυοδείκτες αποδοτικότητας (Profitability ratios) μετρούν την αποτελεσματικότητα της διοίκησης, όπως εμφανίζεται από τις αποδόσεις που αποφέρουν οι πωλήσεις και οι επενδύσεις. Με άλλα λόγια οι αριθμοδείκτες αποδοτικότητας υπολογίζουν τον βαθμό επιτυχίας ή αποτυχίας της επιχείρησης σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.89 8 Νικήτα Α. Νιάρχου, Χρηματοοικονομική Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων, Αθήνα -Πειραιάς 1994, σελ. 54-55, 62-3 9 Weston J. F. - E. F. Brigham -1986 11
Αριθυοδείκτες οικονομικής αποτελεσυατικότητας, εκφράζουν ποσοστιαίες σχέσεις διαφόρων δαπανών προς πάγια περιουσιακά στοιχεία, πωλήσεις ή άλλα οικονομικά μεγέθη. Αριθυοδείκτες επενδύσεων ή επενδυτικοί αριθυοδείκτες: συσχετίζουν τον αριθμοδείκτη των μετοχών της επιχείρησης και τη χρηματιστηριακή τους τιμή με τα κέρδη και τα μερίσματα και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία της. Στην εργασία αυτή χρησιμοποιούνται οι πέντε πρώτες κατηγορίες διότι η τελευταία κατηγορία απαιτεί πληροφορίες οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες στον εξωτερικό αναλυτή. Οι αριθμοδείκτες που χρησιμοποιούνται αναλύονται στις παραγράφους που ακολουθούν. Σε ξεχωριστή παράγραφο δίνονται στοιχεία για το λογισμικό πρόγραμμα βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι εν λόγω αριθμοδείκτες. 2.2 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ 2.2.1 Αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας Δείκτης γενικής ρευσ/τας = Διαθέσιμα + Απαιτήσεις + Αποθέματα +Χρεόγραφα ή Κεφαλαίου κίνησης Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις Ο δείκτης αυτός που είναι ο πλέον χρησιμοποιούμενος δείκτης για τον υπολογισμό της ρευστότητας, είναι το πηλίκο του συνόλου του κυκλοφορούν ενεργητικού με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Οι κυριότερες κατηγορίες των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον αριθμητή του κλάσματος είναι τα χρηματικά διαθέσιμα, οι άμεσα ρευστοποιούμενες απαιτήσεις, τα αποθέματα και τα χρεόγραφα που είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο. Ενώ στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται οι πληρωτέοι φόροι, οι προκαταβολές πελατών, οι πιστώσεις προμηθευτών, τα πληρωτέα μερίσματα και τα βραχυχρόνια δάνεια, ασφαλιστικοί οργανισμοί κτλ.10 Ο δείκτης αυτός δεν δείχνει μόνο το μέτρο της ρευστότητας της επιχείρησης, αλλά και το περιθώριο ασφαλείας που διατηρεί η διοίκησή της, για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη ανεπιθύμητη εξέλιξη στην ροή των κεφαλαίων κίνησης. Αν η ροή των κεφαλαίων στην επιχείρηση είναι ομαλή και συνεχής και υπάρχει ακριβής αντιστοιχία μεταξύ των εισερχομένων κεφαλαίων και εξοφλούμενων υποχρεώσεων τότε η επιχείρηση δεν χρειάζεται να διατηρεί υψηλό περιθώριο ασφάλειας σε κεφάλαια κίνησης. Στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει σπάνια. Γι αυτό η επιχείρηση θα πρέπει να διατηρεί επαρκή κυκλοφοριακά στοιχεία. 10 Βασιλείου Δ., Χρηματοοικονομική Διοίκηση, Πατρα, σελ.64 12
Κατά την μελέτη του δείκτη αυτού θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διάφορες κατηγορίες που συνδέουν το κυκλοφορούν και το ποσοστό συμμετοχής κάθε μιας στο σύνολο αυτού.11 Γενικά ένας αριθμοδείκτης γύρω στο 2 μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικός. Πολλές φορές όμως, είναι δυνατό μια επιχείρηση, παρά το γεγονός ότι έχει υψηλό αριθμοδείκτη να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις τρέχουσες υποχρεώσεις της. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί η διοίκηση της δεν έχει κάνει ορθολογική κατανομή των κυκλοφοριακών της στοιχείων, σε σχέση με το βαθμό ρευστότητας της, αιτίες που μπορούν να αναφερθούν είναι η υπερ-αποθεματοποίηση έτοιμων προϊόντων και πρώτων υλών, σε σύγκριση με τις πωλήσεις της, η χαμηλή ταχύτητα αυτών κτλ. Ουσιαστικά ο δείκτης αυτός μετρά τον βαθμό με τον οποίο τα βραχυχρόνια χρέη μπορούν να καλυφθούν από τα ενεργητικά, που αναμένεται να μετατραπούν σε ρευστό, την ίδια περίπου περίοδο λήξης των βραχυχρόνιων υποχρεώσεων.12 2.2.2 Αριθμοδείκτες Ειδικής Ρευστότητας Αριθμοδείκτης Ειδικής Ρευστότητας = Διαθέσιμα + Απαιτήσεις Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις Ο δείκτης αυτός περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία που μετατρέπονται εύκολα και γρήγορα ρευστά. Τα διαθέσιμα και τα γραμμάτια εισπρακτέα μετατρέπονται ευκολότερα και σε μικρότερο χρονικό διάστημα ως μετρητά παρά τα διάφορα αποθέματα της επιχείρησης. Ο αριθμοδείκτης αυτός θεωρείται ικανοποιητικός γύρω στο 1-1,5 ενώ δείχνει πόσες φορές τα ταχέως ρευστοποιημένα στοιχεία της επιχείρησης καλύπτουν τις βραχυχρόνιες υποχρεώσεις της. Ουσιαστικά δείχνει το μέτρο ρευστότητας της επιχείρησης και το περιθώριο ασφαλείας, ώστε αυτή να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην πληρωμή των καθημερινών απαιτητών υποχρεώσεων. Όσο πιο προβλέψιμες είναι οι εισροές των χρημάτων της επιχείρησης, τόσο πιο αποδεκτός είναι ένας πιο χαμηλός δείκτης Αποκλείοντας τα αποθέματα από τον αριθμητή υπολογίζουμε ουσιαστικά τις πιθανότητες πληρωμής των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της επιχείρησης με το άμεσα και μόνο ρευστοποιήσιμο ενεργητικό.13 11 Κ. Αρβανιτίδης, Ανάλυση Ισολογισμών, διδακτικές σημειώσεις, Καβάλα 1998, σελ.37-38. 12 Παπούλιας Γεώργιος, Χρηματοοικονομική Διοίκηση και Πολιτική, Εκδόσεις Μαραθιας Διονύσης, β έκδοση, σελ.161 13 Τσακλαγκανος Άγγελος, Χρηματοδότηση και Αξιολόγηση Επενδύσεων ΙΙΙ, Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη ΑΕ 13
Επειδή όμως στις απαιτήσεις περιλαμβάνονται στοιχεία όχι ταχέως ρευστοποιούμενα (επιταγές εισπρακτέες σε καθυστέρηση, δεσμευμένοι λογαριασμοί καταθέσεων, επισφαλείς πελάτες και χρεώστες κτλ) ο εξωτερικός αναλυτής θα πρέπει να τα αναιρέσει από τις απαιτήσεις της επιχείρησης. Ένας μικρός αριθμοδείκτης (κάτω από την μονάδα) δείχνει ότι τα αμέσως ρευστοποιήσιμα στοιχεία της επιχειρήσεως είναι ανεπαρκή για να καλύψουν τις τρέχουσες υποχρεώσεις της, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να εξαρτάται από τις μελλοντικές της πωλήσεις για να εξασφαλίσει την επαρκή ρευστότητα. 2.2.3 Αριθμοδείκτης Ταμειακής Ρευστότητας Αριθμοδείκτης ταμειακής ρευστότητας = Διαθέσιμο ενεργητικό Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις Ο δείκτης ταμειακής ρευστότητας δίνει την εικόνα της επάρκειας ή όχι μετρητών της επιχείρησης σε σχέση με τις τρέχουσες λειτουργικές της ανάγκες. Η ταμειακή ρευστότητα εκφράζει την ικανότητα της επιχείρησης να εξοφλεί τις τρέχουσες και ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της με τα μετρητά που διαθέτει, ενώ δείχνει πόσες φορές τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία της καλύπτουν τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις της (υποχρεώσεις από φόρους-τέλη, Ασφαλιστικούς Οργανισμούς κτλ). Ο δείκτης αυτός λαμβάνει τιμές μεταξύ του μηδενός και της μονάδας. Όσο περισσότερο ο δείκτης πλησιάζει την μονάδα τόσο υψηλότερη ταμειακή ρευστότητα διαθέτει η επιχείρηση.14 Ουσιαστικά ο δείκτης αυτός δίνει την εικόνα της ύπαρξης ή όχι μετρητών στην επιχείρηση, ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα για την αδιάλειπτη λειτουργία της. Λαμβάνει τιμές μεταξύ του μηδενός και της μονάδας. Σε περίπτωση που η τιμή του δείκτη πλησιάζει προς τη μονάδα, σημαίνει ότι η επιχείρηση έχει υψηλό βαθμό ρευστότητας. 2.2.4 Αριθμοδείκτης αμυντικού χρονικού διαστήματος Αριθμοδείκτης αμυντικού χρονικού = Διαθέσιμα + Απαιτήσεις διαστήματος Προβλεπόμενες ημερήσιες λειτουργικές δαπάνες 14 Προδρομος Ευθύμογλου, -Ιωάννης Λαζαρίδης, Χρηματοοικονομική Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων, Πειραιάς 2000, σελ.105 14
Ο αριθμοδείκτης αμυντικού χρονικού διαστήματος είναι το πηλίκο του συνόλου των αμέσως ρευστοποιήσιμων στοιχείων της επιχείρησης με τις προβλεπόμενες λειτουργικές δαπάνες της. Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η καλύτερή εικόνα του βαθμού ικανότητάς της επιχείρησης ν ανταποκρίνεται στις τρέχουσες υποχρεώσεις της, δίνει ο συγκεκριμένος αριθμοδείκτης. Αυτός βασίζεται στα αμέσως ρευστοποιήσιμα στοιχεία της επιχείρησης (μετρητά, χρεόγραφα, ταχέως ρευστοποιήσιμες απαιτήσεις) που αποτελούν ανά πάσα στιγμή τη βασική πηγή ρευστών για την ικανοποίηση των τρεχουσών και προβλεπόμενων ημερήσιων αναγκών σε μετρητά. Με τον όρο «προβλεπόμενες ημερήσιες λειτουργικές δαπάνες» νοούνται τόσο οι τρέχουσες όσο και οι μελλοντικές δαπάνες που απαιτούνται για την συνέχιση της ομαλής λειτουργίας μιας εταιρείας και είναι το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των λειτουργικών δαπανών (κόστος πωληθέντων + δαπάνες διοικήσεως + δαπάνες διαθέσεως + χρεωστικοί τόκοι και συναφή έξοδα - αποσβέσεις παγίων) με τις μέρες του έτους. Ο δείκτης αυτός μετρά σε αριθμό ημερών το χρονικό διάστημα που μία επιχείρηση μπορεί να λειτουργεί με την χρησιμοποίηση των αμυντικών περιουσιακών στοιχείων που διαθέτει χωρίς να καταφεύγει στη χρησιμοποίηση των εσόδων που προέρχονται από τις δραστηριότητές της. 2.3 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ 2.3.1 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας απαιτήσεων Αριθμοδείκτης Ταχύτητας = Καθαρές Πωλήσεις Εισπράξεως Απαιτήσεων Μέσο Όρο Απαιτήσεων Ο αριθμοδείκτης Ταχύτητας Εισπράξεων Απαιτήσεων είναι το πηλίκο της διαίρεσης των καθαρών πωλήσεων προς το μέσο όρο των απαιτήσεων. Ειδικότερα, για την περίπτωση των απαιτήσεων είναι προτιμότερο να πάρουμε το μέσο όρο τους αρχής και του τέλους της χρήσεως, γιατί οι απαιτήσεις όπως εμφανίζονται στον ισολογισμό δεν είναι η αντιπροσωπευτική εικόνα για το ύψος αυτών κατά την διάρκεια της χρήσης. Στις απαιτήσεις περιλαμβάνονται οι πελάτες, τα γραμμάτια τα εισπρακτέα, οι συναλλαγματικές και οι απαιτήσεις με αντίστοιχους λογαριασμούς. Ο δείκτης αυτός δείχνει πόσες φορές, κατά μέσο όρο εισπράττονται κατά τη διάρκεια της λογιστικής χρήσης οι απαιτήσεις της επιχείρησης. Διαιρώντας τον αριθμό αυτό με τις μέρες του έτους, μας δίνεται η χρονική περίοδος που απαιτείται για την είσπραξη των απαιτήσεων της, από τη στιγμή που πραγματοποιήθηκε η πιστωτική πώληση, μέχρι που αυτή θα μετατραπεί σε μετρητά ή το χρονικό διάστημα που παρέμειναν ανείσπρακτες οι απαιτήσεις στην επιχείρηση. 15
Το χρονικό αυτό διάστημα, αφ ενός μετρά την αποτελεσματικότητα της διοίκησης της επιχείρησης στην είσπραξη των απαιτήσεων της και αφ ετέρου εκφράζει την πιστωτική της πολιτική επιπλέον παρέχει ένδειξη της ποσότητας και του βαθμού της ρευστότητας των απαιτήσεων της. Όσο μεγαλύτερη είναι η ταχύτητα είσπραξης των απαιτήσεων της, τόσο μικρότερος είναι ο χρόνος δέσμευσης των κεφαλαίων και τόσο καλύτερη είναι η θέση της από 15 άποψη προηγουμένων πιστώσεων. 15 2.3.2 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Κεφαλαίου Κίνησης Αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας = Καθαρές πωλήσεις κεφαλαίων κινήσεως Καθαρό κεφάλαιο κίνησης Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ των πωλήσεων και του κεφαλαίου κίνησης (κυκλοφορούν ενεργητικό-βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις) μιας επιχείρησής, διότι όσο αυξάνουν οι πωλήσεις τόσο περισσότερα κεφάλαια κίνησης απαιτούνται για αποθέματά και για αυξημένες ενδεχομένως πιστώσεις προς τους πελάτες της. Για τη μελέτη της σχέσεως αυτής δημιουργήθηκε ο συγκεκριμένος δείκτης, ο οποίος δείχνει ποιο είναι το ύψος των πωλήσεων που επιτεύχθηκε, από κάθε μονάδα καθαρού κεφαλαίου κίνησης, καθώς και εάν η επιχείρησή διατηρεί μεγάλα κεφάλαια κίνησης, σε σχέση με τις πωλήσεις της. Ένας υψηλός δείκτης μπορεί να παρέχει ένδειξη ανεπάρκειας κεφαλαίων κίνησης και χαμηλής ταχύτητας ανανέωσης των αποθεμάτων ή ταχύτητας εισπράξεως απαιτήσεων. Ενώ αντίθετα ένας χαμηλός δείκτης μπορεί να οφείλεται στην υπερβολική αύξηση κεφαλαίων κίνησης, στη χαμηλή ταχύτητα κυκλοφορίας αποθεμάτων και απαιτήσεων κτλ. 2.3.3 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας Ενεργητικού Αριθμοδείκτης Ταχύτητας = Καθαρές Πωλήσεις Κυκλοφορίας Ενεργητικού Σύνολο Ενεργητικού Ο δείκτης αυτός εκφράζει το βαθμό χρησιμοποίησης του ενεργητικού της εταιρείας σε σχέση με τις πωλήσεις της και είναι το πηλίκο της διαίρεσης των Καθαρών Πωλήσεων της με το Σύνολο του Ενεργητικού της στην εκάστοτε χρήση. 15 Νικήτα Α. Νιάρχου, Χρηματοοικονομική Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων, Αθήνα -Πειραιάς 1994, σελ.71-76, 81-97 16
Ως καθαρές πωλήσεις νοούνται οι πωλήσεις μετά την αφαίρεση των επιστροφών και των εκπτώσεων των πωλήσεων. Ως σύνολο του ενεργητικού θεωρείται το ύψος του ενεργητικού μετά την αφαίρεση των συμμετοχών και άλλων παρεμφερών μακροχρόνιων τοποθετήσεων, διότι τα στοιχεία αυτά δεν χρησιμοποιούνται από την εταιρεία για την πραγματοποίηση των πωλήσεων της. Ουσιαστικά, ο δείκτης δείχνει αν υπάρχει ή όχι υπερεπένδυση κεφαλαίων στην εταιρεία, σε σχέση με τις πραγματοποιηθείσες πωλήσεις της. Ένας χαμηλός δείκτης παρέχει την πληροφορία της όχι εντατικής χρήσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, επομένως θα πρέπει ή να καταφύγει στην ρευστοποίηση κομματιού των περιουσιακών της στοιχείων ή να αυξήσει τον βαθμό χρησιμοποιήσεως αυτών. Από την άλλη, ένας υψηλός μας παρέχει την πληροφορία ότι η εταιρεία χρησιμοποιεί εντατικά τα περιουσιακά της στοιχεία για να πραγματοποιήσει τις πωλήσεις της. Η μείωση του δείκτη διαχρονικά (δηλαδή η ολοένα μικρότερη χρησιμοποίηση του ενεργητικού σε σχέση με τις πωλήσεις της) μας πληροφορεί ότι υπάρχει μια κάποια υπερεπένδυση κεφαλαίων στα στοιχεία του ενεργητικού. Αξιοσημείωτο είναι, το ότι ο δείκτης αυτός επηρεάζεται από την μέθοδο απόσβεσης που χρησιμοποιεί η επιχείρηση, για παράδειγμα μια επιχείρηση που εφαρμόζει την μέθοδο της αυξανόμενης απόσβεσης, θα παρουσιάσει μεγαλύτερο δείκτη από κάποια άλλη που ακολουθεί την μέθοδο της σταθερής απόσβεσης, εφόσον οι άλλοι παράγοντες είναι σταθεροί. 2.3.4 Αριθμοδείκτης κυκλοφορίας Παγίων Αριθμοδείκτης Ταχύτητας = Καθαρές Αξίες Πωλήσεων Κυκλοφορίας Παγίων Καθαρό Πάγιο Ενεργητικό Ο δείκτης αυτός δείχνει το βαθμό που χρησιμοποιούνται τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης, σε σχέση με τις πωλήσεις της. Επίσης παρέχει ένδειξη για το πού υπάρχει υπερεπένδυση σε πάγια σχέση με τις πωλήσεις. Όσον αφορά τον παρονομαστή, υπολογίζεται ο μέσος όρος του παγίου ενεργητικού της αρχής και του τέλος χρήσης, εξ αιτίας των αποσβέσεων που γίνονται κατά την διάρκεια της χρήσης. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης, τόσο πιο στατική είναι η χρησιμοποίηση των παγίων περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης σε σχέση με τις πωλήσεις της. Ενώ από την άλλη, η μείωση του υποδηλώνει μείωση του βαθμού χρησιμοποίησης των παγίων, η οποία πιθανώς να δείχνει υπερεπένδυση σε πάγια. Είναι φανερό ότι ο χρηματοοικονομικός υπεύθυνος θα πρέπει να έχει ιδιαίτερα υπόψη του τον συγκεκριμένο δείκτη όταν εξετάζει τις προτάσεις των 17
υπεύθυνων παραγωγής, που ζητούν κεφάλαια για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων σε πάγια περιουσιακά στοιχεία.16 Ο δείκτης αυτός είναι ιδιαίτερος χρήσιμος στη σύγκριση μεταξύ επιχειρήσεων ενός κλάδου. 2.3.5 Αριθμοδείκτης Κυκλοφορίας Ιδίων Κεφαλαίων Αριθμοδείκτης ταχύτητας Κυκλοφορίας ιδίων κεφαλαίων = Καθαρές πωλήσεις Ίδια κεφάλαια Ο αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας ιδίων κεφαλαίων δείχνει το βαθμό χρησιμοποίησης των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης σε σχέση με τις πωλήσεις της. Με άλλα λόγια υπολογίζει τις πωλήσεις που πραγματοποίησε η επιχείρηση με κάθε μονάδα ιδίων κεφαλαίων. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης, τόσο καλύτερη είναι η θέση της επιχείρησης, διότι πραγματοποιεί μεγάλες πωλήσεις, με σχετικά μικρό ύψος ιδίων κεφαλαίων γεγονός το οποίο ενδέχεται να οδηγήσει σε αυξημένα κέρδη. Έτσι, όσο διαρκούν οι αυξημένες πωλήσεις και τα κέρδη της επιχείρησης, το ελάχιστο αυτό ύψος ιδίων κεφαλαίων που έχει χρησιμοποιηθεί μπορεί να θεωρηθεί αρκετό Αν όμως αλλάξουν οι συνθήκες πωλήσεων και σημειωθεί κάμψη, τότε το σχετικά μικρό ύψος ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης δεν θα μπορέσει να απορροφήσει τις ζημιές που ενδέχεται να προκύψουν από τη μείωση των πωλήσεων, ούτε θα υπάρχουν άμεσα αρκετά κεφάλαια κινήσεως για να ανταποκριθεί η επιχείρηση στις τρέχουσες υποχρεώσεις της. Από άποψη ασφάλειας όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης τόσο λιγότερο ευνοϊκή είναι η θέση της, γιατί λειτουργεί βασιζόμενη σε ξένα κεφάλαια. Ένας χαμηλός αριθμοδείκτης παρέχει την ένδειξη σε πάγια στοιχεία και σε σχέση πάντα με τις πωλήσεις της. 2.4 ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 2.4.1 Δείκτης περιθωρίου μικτού κέρδους Αριθμοδείκτης Μικτού Περιθωρίου = Μικτά κέρδη εκμετάλλευσης χ 100% ή Μικτού Κέρδους Καθαρές Πωλήσεις Χρήσεως Ο υπολογισμός του αριθμοδείκτη μικτού κέρδους είναι πολύ σημαντικός για τις εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, γιατί προσφέρει ένα μέτρο αξιολόγησης της αποδοτικότητας τους. 16 Πρόδρομος Ευθύμογλου, -Ιωάννης Λαζαρίδης, Χρηματοοικονομική Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων, Πειραιάς 2000, σελ.122 18
Είναι το πηλίκο της διαίρεσης των μικτών κερδών της επιχείρησης (πωλήσεις χρήσης-κόστος πωλήσεων χρήσης) Ο δείκτης αυτός παρουσιάζει τη λειτουργική αποτελεσματικότητα της επιχείρησης, καθώς και την πολιτική τιμών αυτής,. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης τόσο μεγαλύτερη είναι, από άποψη κερδών, η θέση της επιχείρησης, και τόσο περισσότερο φαίνεται η ικανότητα της διοίκησης της να επιτυγχάνει φθηνές αγορές πουλώντας σε υψηλές τιμές. Αντίθετα, ένας χαμηλός αριθμοδείκτης δείχνει μια όχι και τόσο καλή πολιτική της διοίκησης στον τομέα αγορών και πωλήσεων. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε στασιμότητα πωλήσεων, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιούνται αγορές σε μεγάλες ποσότητες, που θα μπορούσαν να επιτευχθούν με χαμηλές τιμές. Είναι όμως δυνατόν μια επιχείρηση να έχει θέσει σκόπιμα χαμηλό περιθώριο κέρδους, προκειμένου να επιτύχει αύξηση του όγκου των πωλήσεων ή αύξηση των πωλήσεων ενός νέου προϊόντος της, ώστε να διευρύνει την δυναμική παρουσία της στην αγορά. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένας χαμηλός δείκτης μπορεί να παρέχει ένδειξη ότι η επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις, που δεν δικαιολογούνται από τον όγκο των πωλήσεων της, με αποτέλεσμα να έχει αυξημένο κόστος παραγωγής στα προϊόντα της. 17 2.4.2 Δείκτης περιθωρίου καθαρού κέρδους Αριθμοδείκτης Καθαρού Περιθωρίου = Καθαρά Κέρδη Εκμετάλλευσης χ 100% Ή καθαρού κέρδους Καθαρές Πωλήσεις Ο αριθμοδείκτης αυτός προσδιορίζεται με διαίρεση των καθαρών κερδών της χρήσης μετά την αφαίρεση των φόρων δια των πωλήσεων. Ουσιαστικά υπολογίζει το ποσοστό του καθαρού κέρδους που επιτυγχάνει μια επιχείρηση από τις πωλήσεις της, δηλαδή δείχνει το κέρδος από τις λειτουργικές της δραστηριότητες. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης τόσο πιο επικερδής είναι η επιχείρηση. Οποιαδήποτε μεταβολή στο καθαρό περιθώριο κέρδους σε σχέση με το προηγούμενο έτος θα ήταν καλό να εξεταστεί με σύγκριση της μεταβολής στο μικτό περιθώριο κέρδους. Αν αυτό είναι αμετάβλητο, ενώ το καθαρό περιθώριο κέρδους μειώθηκε, το αίτιο θα αναζητηθεί σε υψηλότερες λειτουργικές δαπάνες ή φόρους. 17 Νικήτα Α. Νιάρχου, Χρηματοοικονομική Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων, Αθήνα -Πειραιάς 1994, σελ. 91-3,102-114, 134-5. Κ. Αρβανιτίδης, Ανάλυση Ισολογισμών, διδακτικές σημειώσεις, Καβάλα 1998, σελ.57-59. 19
Τέλος θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι πολύ χρήσιμος δεδομένου ότι τόσο η διοίκηση όσο και πολλοί αναλυτές βασίζουν τις προβλέψεις τους για τα μελλοντικά καθαρά κέρδη της επιχείρησης επί του προβλεπόμενου ύψους πωλήσεων και του ποσοστού καθαρού κέρδους. 2.4.3 Αριθμοδείκτης αποδόσεως απασχολούμενων Κεφαλαίων Αποδοτικότητα Συνολικών = Καθαρά κέρδη Εκμ/σης + Χρηματ/κά Έξοδα Χ 100 Κεφαλαίων Συνολικά Απασχολούμενα Κεφάλαια Ο συγκεκριμένος δείκτης μετρά την κερδοφόρα δυναμικότητα του συνόλου των απασχολούμενων στην επιχείρηση κεφαλαίων. Ο αριθμοδείκτης αυτός εξάγεται από την διαίρεση των καθαρών κερδών, πριν από την αφαίρεση των τόκων και των υπόλοιπων χρηματοοικονομικών εξόδων, με το σύνολο των απασχολούμενων σ αυτήν κεφαλαίων χρήσης. Ένας χαμηλός αριθμοδείκτης μπορεί εύκολα να μηδενιστεί σε περίπτωση που η επιχείρηση αντιμετωπίσει περίοδο κρίσης. Ένας μόνιμα χαμηλός αριθμοδείκτης μιας επιχείρησης, παρέχει ένδειξη για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητας της. 2.4.4 Αριθμοδείκτης αποδοτικότητας Ενεργητικού Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας = Καθαρά Κέρδη Εκμετάλλευσης χ 100% Ενεργητικού Σύνολο Ενεργητικού Είναι ο αριθμοδείκτης που μετρά την απόδοση των συνολικών περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Είναι αποτέλεσμα της διαίρεσης του συνόλου των λειτουργικών κερδών της επιχείρησης, με το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της που μετέχουν στην πραγματοποίηση αυτών των κερδών. Για τον προσδιορισμό του ύψους των καθαρών λειτουργικών κερδών, πρέπει να αφαιρεθούν τα χρηματοοικονομικά έξοδα, δηλαδή οι τόκοι των ξένων κεφαλαίων κτλ. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων δεν συμπεριλαμβάνονται οι συμμετοχές, διότι αυτές δεν συντελούν στη πραγματοποίηση λειτουργικών κερδών. Αν η κερδοφόρα δύναμη του συνόλου του ενεργητικού είναι ικανοποιητική ή όχι θα αποφασιστεί μόνο με σύγκριση με ομοειδείς επιχειρήσεις. 20
Επειδή ο δείκτης αυτός υπολογίζεται μετά τα χρηματοοικονομικά έξοδα, εξαρτάται και από τη χρηματοδότηση της επιχείρησης.18 2.4.5 Αριθμοδείκτης καθαρών αποτελεσμάτων προς Ίδια κεφάλαια Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας = Καθαρά Κέρδη Εκμετάλλευσης χ 100% Ιδίων Κεφαλαίων Σύνολο Ιδίων Κεφαλαίων I Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται με διαίρεση των καθαρών κερδών μετά την αφαίρεση των φόρων δια της καθαρής περιουσίας των κοινών μετόχων και μετρά την αποτελεσματικότητα με την οποία τα κεφάλαια των φορέων της επιχείρησης απασχολούνται σε αυτή. Ένας χαμηλός δείκτης εκφράζει ανεπαρκή διοίκηση, χαμηλή παραγωγικότητα, υπερεπένδυση κεφαλαίων, δυσμενές οικονομικές συνθήκες κτλ. Αντίθετα ένας υψηλός δείκτης αποτελεί ένδειξη ότι η επιχείρηση ευημερεί και αυτό οφείλεται στην πετυχημένη διοίκηση, στην εύστοχη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων της κτλ. Αξιοσημείωτο είναι ότι καθώς οι αριθμοδείκτες Ιδίων Κεφαλαίων και Ενεργητικού διαφέρουν μόνο στον παρανομαστή και συγκεκριμένα η διαφορά τους είναι τα ξένα κεφάλαια, η σύγκριση των δύο αριθμοδεικτών παρέχει πληροφορίες για την αποδοτικότητα της επιχείρησης. Είναι εμφανές ότι ο αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας Ιδίων Κεφαλαίων θα έχει πάντα μεγαλύτερη τιμή από τον δείκτη Αποδοτικότητας Ενεργητικού και η διαφορά τους οφείλεται στη χρήση ξένων κεφαλαίων. 2.4.6 Αριθμοδείκτης οικονομικής μόχλευσης Αριθμοδείκτης οικονομικής = Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων Μοχλεύσεως Αποδοτικότητα συνολικών κεφαλαίων Η επίδραση των δανειακών κεφαλαίων στα κέρδη μιας επιχείρησης είναι θετική και επωφελής, αν η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων είναι μεγαλύτερη από την αποδοτικότητα του συνόλου απασχολούμενων κεφαλαίων. Στην περίπτωση που ο δείκτης είναι μεγαλύτερος της μονάδας τότε η επιχείρηση από την χρήση των ξένων κεφαλαίων στα κέρδη της είναι θετική και επωφελής γι αυτή. Όταν ισούται με 18 http://homepages.pathfinder.gr/ageorg/71.htm 21