ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ



Σχετικά έγγραφα
Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ) ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ. Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Αποδεικτικές Διαδικασίες και Μαθηματική Επαγωγή.

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ

Έννοια. Η αποδοχή της κληρονομίας αποτελεί δικαίωμα του κληρονόμου, άρα δεν

HY 280. θεμελιακές έννοιες της επιστήμης του υπολογισμού ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ. Γεώργιος Φρ.

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

Ταξινόμηση των μοντέλων διασποράς ατμοσφαιρικών ρύπων βασισμένη σε μαθηματικά κριτήρια.

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΟΡΜΙΣΗΣ, ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ, ΠΡΥΜΝΟΔΕΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΟΥ ΣΚΑΦΩΝ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. (ΛΙΜΑΝΙΑ κ.λπ.) ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ

( ιμερείς) ΙΜΕΛΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Α Β «απεικονίσεις»

Οι γέφυρες του ποταμού... Pregel (Konigsberg)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΖΩΗ ΜΟΥ

Ας υποθέσουμε ότι ο παίκτης Ι διαλέγει πρώτος την τυχαιοποιημένη στρατηγική (x 1, x 2 ), x 1, x2 0,

ΣΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του αποκτά πρόσβαση στο περιβάλλον του ιατρού που παρέχει η εφαρμογή.

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΙΔΙΟΝ intertwined with ΑΪΔΙΟΝ in Medieval Literature and Art

23/2/07 Sleep out Πλατεία Κλαυθμώνος

ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του έχει πρόσβαση στο περιβάλλον του φαρμακείου που παρέχει η εφαρμογή.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Γιάννης Ι. Πασσάς. Γλώσσα. Οι λειτουργίες της γλώσσας Η γλωσσική 4εταβολή και ο δανεισ4ός

Παλαιά ιαθήκη: Μυθολογία των Εβραίων ή Βίβλος της Εκκλησίας;

ΚΛΑΔΟΣ: ΠΕ11 ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2014 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

- 1 - Ποιοι κερδίζουν από το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών; Γιατί η άμεση ανταλλαγή αγαθών, ορισμένες φορές, είναι δύσκολο να

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Το κράτος είναι φτιαγμένο για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το κράτος. A. Einstein Πηγή:

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

Συμβουλές Γέροντος σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο

Αναγνώριση Προτύπων. Σήμερα! Λόγος Πιθανοφάνειας Πιθανότητα Λάθους Κόστος Ρίσκο Bayes Ελάχιστη πιθανότητα λάθους για πολλές κλάσεις

ΑΣΕΠ 2000 ΑΣΕΠ 2000 Εμπορική Τράπεζα 1983 Υπουργείο Κοιν. Υπηρ. 1983

ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Η ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ. Άσκηση με θέμα τη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας του καταναλωτή

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο (στ ) ΧΟΡΟΣ ηλοῖ τὸ γέννηµ' ὠµὸν ἐξ ὠµοῦ πατρὸς 471 τῆς παιδὸς εἴκειν δ'οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.

«ΔΙΑΚΡΙΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ»

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ. ΘΕΜΑ 1ο

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

Θρίαμβος της Ορθοδοξίας; Για την Ορθοδοξία, η Εικονομαχία, η

ΣΥΝΟΛΑ (προσέξτε τα κοινά χαρακτηριστικά των παρακάτω προτάσεων) Οι άνθρωποι που σπουδάζουν ΤΠ&ΕΣ και βρίσκονται στην αίθουσα

Δ Ι Α Κ Ρ Ι Τ Α Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ι Κ Α. 1η σειρά ασκήσεων

1st and 2nd Person Personal Pronouns

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Εξαναγκασμένες ταλαντώσεις, Ιδιοτιμές με πολλαπλότητα, Εκθετικά πινάκων. 9 Απριλίου 2013, Βόλος

21/11/2005 Διακριτά Μαθηματικά. Γραφήματα ΒΑΣΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ : ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΙ Δ Ι. Γεώργιος Βούρος Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ Σκέψεις ενός Αγιορείτου Μοναχού

«Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά»

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ: ΠΩΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ

Η ανισότητα α β α±β α + β με α, β C και η χρήση της στην εύρεση ακροτάτων.

Φυσική Β Λυκείου Θετικής & Τεχνολογικής Κατεύθυνσης Παναγόπουλος Γιώργος Φυσικός

ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Συμπεριφοριακή Επιχειρηματικότητα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αναγνώριση Προτύπων. Σημερινό Μάθημα

ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. Επιμέλεια: Βουδούρη Καλλιρρόη. Ριζηνίας 69 & Λασαίας 21 τηλ

«Ναι» στον Χριστό και Ιεραποστολή

Ημέρα 4 η (α) Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης. (β) Η απόλυτη υπεραξία. Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης

ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ: Μ.Ι.Θ.Ε.

ΘΕΜΑ: Aποτελεσματικότητα της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε μια ανοικτή οικονομία

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ. Επιμέλεια Θεμάτων: Μεταξά Ελευθερία. Θέματα.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ σελ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

2. Κατάθεσε κάποιος στην Εθνική Τράπεζα 4800 με επιτόκιο 3%. Μετά από πόσο χρόνο θα πάρει τόκο 60 ; α) 90 ημέρες β) 1,5 έτη γ) 5 μήνες δ) 24 μήνες

Οι Τρείς «Διαστάσεις» για το Σώμα (Eugene T. Gendlin)

ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΜΑ Α ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚ3Ν ΕΠΙΣΤΗΜ3Ν Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Παρακλητικός κανών Αγίου Λουκά του Ιατρού Αρχιεπισκόπου. Μετά το ευλογητόν, το Κύριε εισάκουσον. Είτα το, θεός Κύριος, και το τροπάριον.

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Διδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά Θ 2.1 4

Σχέσεις και ιδιότητές τους

Μεγέθη ταλάντωσης Το απλό εκκρεμές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο ( )

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΙΑ 1

ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΜΑ Α ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚ3Ν ΕΠΙΣΤΗΜ3Ν Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Το υπόδειγμα IS-LM: Εισαγωγικά

ηευρώπηστιςαρχέςτου15 ου αι.

Εργαστηριακή Άσκηση Θερμομόρφωση (Thermoforming)

ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΗΓΟΥΝ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚΘΕΣΙΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΟΝΗΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΕΡΚΟΥΤΑΚΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Συναρτήσεις. Σημερινό μάθημα

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ 31 ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016

ΜΑΡΤΙΟΣ Θ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ. Μετάφρασις από τα ρωσικά Αρχιμ. Ζαχαρία

ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τὸς και -τέος

Γραμμική Ανεξαρτησία. Τμήμα Μηχανικών Η/Υ Τηλεπικοινωνιών και ικτύων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. 17 Μαρτίου 2013, Βόλος

ΘΕΜΑ: Διαφορές εσωτερικού εξωτερικού δανεισμού. Η διαχρονική κατανομή του βάρους από το δημόσιο δανεισμό.

1. Ας υποθέσουμε ότι η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης για όσπρια είναι ίση με το μηδέν. Αυτό σημαίνει ότι:

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικοµάχεια Β, 1, 4-7

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Α1) Ορισμένα από τα βασικά θέματα της Επτανησιακής. Σχολής που εντοπίζουμε στο παραδοθέν χωρίο είναι:

Μητροπολιτικά Οπτικά Δίκτυα Εισαγωγή

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Γενικός σημαιοστολισμός, από τις 8:00 π.μ. της 25 ης Οκτωβρίου. Δημοτικών καταστημάτων, των Ν.Π.Δ.Δ., των Τραπεζών, των οικιών

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέµπτη 19 Νοεµβρίου Αγαπητή Κίττυ,

Εισαγωγικά. 1.1 Η σ-αλγεβρα ως πληροφορία

Α) Ανάλογα με τη φύση των κονδυλίων που περιλαμβάνουν οι προϋπολογισμοί διακρίνονται σε:

Transcript:

Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ) ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1992 [//6] Τίτλος πρωτοτύπου: Архимандрит СОФРОНИЙ (Сахаров), ВИДЄТЬ БОГА как Он есть Archimandrite Sophrony (Sakharov) Great Britain, 1985

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 2 Δια την ελληνικήν και πάσαν άλλην μετάφρασιν Archimandrite Sophrony (Sakharov) ISBN 1 874679 00 2 Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Tolleshunt Knights, by Maldon, Essex CM9 8EZ GREAT BRITAIN 1992 [//7] «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγʹ 8) [//8]

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 3 [//9] ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11 Α ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 15 Β ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ. 29 Γ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ 37 74 1. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ ΑΡΧΗ 37 2. ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 59 Δ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ 75 Ε ΣΑΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ 89 ΣΤ cc ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟΝ ΤΟ ΓΝΩΝΑΙ ΤΗΝ ΟΔΟΝ Η ΧΑΡΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ 99 Ζ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΗΜΩΝ. 149 Η ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.. 175 Θ ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΕΩΣ 189 Ι ΠΕΡΙ ΚΕΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΩΣ 193 220 1. ΑΣΚΗΤΙΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑΙ 193 2. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ 208 ΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΙΣΟΥΣ. 221 ΙΒ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ 235 292 1. Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑΝ 235 2. Η ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ 256 3. ΒΙΩΘΕΙΣΑ ΠΕΙΡΑ 274 ΙΓ cc ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΕΝ ΤΩ ΘΕΙΩ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΝ ΤΩ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩ ΕΙΝΑΙ.. 293 ΙΔ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ 349 ΙΕ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ 373 ΙΣΤ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΙΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ 378 ΙΖ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, ΕΝ ΤΗ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΛΗΘΕΙΑ 391 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 415 [//10]

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 4 [//11] ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο Κύριος αποδοκιμάζει την προσευχήν, την ελεημοσύνην, την νηστείαν και παν καλόν έργον, όπερ τελείται «έμπροσθεν των ανθρώπων» εν υποκρίσει και αποβλέπει εις την παρ αυτών δόξαν. Ο Πατήρ ημών ο ουράνιος, «ο εν τω κρυπτώ» και «βλέπων εν τω κρυπτώ», δεν ευαρεστείται εις παρομοίας πράξεις (Ματθ. στ 1 18). Ουχί δε μόνον ο λόγος του Θεού εντέλλεται να αποκρύπτωμεν την εσωτερικήν ημών ζωήν από των αλλοτρίων οφθαλμών, αλλά και το υγιές πνευματικόν ένστικτον, ώσπερ «κατηγορική τις προσταγή», απαγορεύει την παραβίασιν του μυστικού της ψυχής της παρισταμένης ενώπιον του Θεού. Η προσευχή της μετανοίας ενώπιον του Υψίστου συνιστά τον πλέον ενδόμυχον χώρον του πνεύματος ημών. Εκ τούτου γεννάται η επιθυμία να παραμείνωμεν κεκρυμμένοι είς τι μέρος, υπό την γην, ούτως ώστε ουδείς να βλέπη ή να ακούη ημάς, αλλά το παν να διαμείβηται μόνον μεταξύ του Θεού και της ψυχής. Κατ αυτόν τον τρόπον έζων τας πρώτας δεκαετίας της μετανοίας μου ενώπιον του Κυρίου. Εκ της πικράς μου πείρας πολλάκις εδιδάχθην ότι είναι απαραίτητον να αποφεύγωμεν και αυτήν εισέτι την επιστροφήν προς ημάς αυτούς, άλλως αποβαίνωμεν θύματα του πνεύματος της κενοδοξίας ή της αυταρεσκείας. Δια [//12] τας κινήσεις αυτάς της καρδίας ημών υφιστάμεθα την υπό του Θεού εγκατάλειψιν. Αφ ότου, εν τούτοις, κατεστάθην πνευματικός εις το Άγιον Όρος του Άθω, προ τεσσαράκοντα και πλέον ετών, διασαφηνίζων εις τους ερχομένους προς εμέ ασκητάς πατέρας τα συμβαίνοντα αυτοίς πνευματικά φαινόμενα, παρείχον ακουσίως εις αυτούς την δυνατότητα να εικάσουν περί των Άνωθεν εις εμέ δοθεισών εμπειριών. Όσον δε παρετείνετο η διακονία μου ως πνευματικού, τοσούτον μεγαλυτέρα καθίστατο η αποκάλυψις μου ενώπιον των αδελφών μου. Προσεγγίζων νυν την έξοδον μου και εν βαθεί γήρατι ών, καταπονούμενος ημέρας και νυκτός υπό σωματικών ασθενειών, γίνομαι συνεχώς ολιγώτερον ευπρόσβλητος εκ των ανθρωπίνων περί εμού κρίσεων. Ένεκα τούτου απεφάσισα μεγαλυτέραν εισέτι εκμυστήρευσιν, ήδη ενώπιον πολλών, εκείνου το οποίον μετά ζήλου εφύλαττον από των ξένων οφθαλμών έως του νυν. Η οδός μου και αι εμπειρίαι μου, κατά τον ιδιάζοντα αυτών χαρακτήρα, ενδέχεται να μη είναι εντελώς συνήθεις. Παρά ταύτα, το ουσιαστικόν αυτών περιεχόμενον απεκάλυψεν εις εμέ την τραγωδίαν των παθημάτων εκατομμυρίων ανθρώπων, διεσπαρμένων επί το πρόσωπον πάσης της γης. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται η δυνατότης να βοηθήση η εξομολόγησίς μου, έστω και τινας εξ αυτών εις την ανεύρεσιν καταλληλοτέρας αντιμετωπίσεως των επερχομένων εις αυτούς δοκιμασιών. Ό,τι συνέβη εις εμέ ουδόλως ήτο αποτέλεσμα ιδίας πρωτοβουλίας. Αλλ ο Θεός, κατά την περί ημών Πρόνοιαν Αυτού, ήν Ούτος μόνος επίσταται, ηυδόκησε να [//13] επισκεφθή εμέ και παρεχώρησε να εγγίσω το άναρχον Αυτού Είναι. Η αγία Αυτού χειρ άνευ οίκτου έρριψεν εμέ τον μηδαμινόν εις απεριγράπτους αβύσσους. «Εκεί», έκθαμβος και εν μεγάλη φρίκη, εγενόμην θεατής

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 5 πραγματικοτήτων, αίτινες υπερέβαινον την διάνοιάν μου. Περί αυτών αποπειρώμαι να διηγηθώ εις τας επομένας σελίδας. Αι εμπειρίαι μου δεν αφωμοιούντο παρευθύς υπό του λογικού μου. Παρήλθον δεκαετίαι, πριν ή λάβουν αύται μορφήν δογματικής συνειδήσεως. Προ της υπό του Θεού επισκέψεως, αναγινώσκων το Ευαγγέλιον ή τας επιστολάς των Αποστόλων, δεν κατενόουν αληθώς οποία οντολογική πραγματικότης εγκρύπτεται εντός εκάστου λόγου της Αγίας Γραφής. Αυτή αύτη η ζωή κατέδειξεν εις εμέ ότι άνευ της ζώσης πείρας του Θεού και της συναντήσεως μετά των αρχών και κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευμάτων της πονηρίας «εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. στ 12), μόνη η διανοητική μάθησις δεν οδηγεί προς την οντολογικήν έννοιαν της πίστεως ημών: την γνώσιν του Θεού του ποιήσαντος πάντα τα όντα «γνώσιν» εννοουμένην ως είσοδον εις αυτήν ταύτην την Ενέργειαν της Αυτού Αιωνιότητος: «Αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και Όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. ιζ 3). Κατά τας ώρας ότε ήγγιζεν εμέ η Θεία Αγάπη, «ανεγνώριζον» εν αυτή τον Θεόν: «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α Ιωάν. δ 16). Κατόπιν των Άνωθεν επισκέψεων ανεγίνωσκον το Ευαγγέλιον μετά νέας, εν συγκρίσει προς το παρελθόν, συνειδήσεως. Βαθέως και ευγνωμόνως έχαιρον ανακαλύπτων εν αυτώ την επιβεβαίωσιν [//14] της προσωπικής μου εμπειρίας. Αι θαυμασταί αύται συμπτώσεις των ουσιωδεστέρων στιγμών της περί του Θεού συνειδήσεώς μου μετά των δεδομένων της Αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης υπήρξαν απείρως πολύτιμοι δια την ψυχήν μου. Ήσαν δι εμέ δώρον του Ουρανού: Ο Θεός ο Ίδιος προσηύχετο εντός εμού. Ταυτοχρόνως όμως έζων το γεγονός τούτο ως «προσωπικήν» μου κατάστασιν. Εβαπτίσθην τας πρώτας ήδη ημέρας της εμφανίσεως μου εις τον κόσμον. Συμφώνως προς την τάξιν της Εκκλησίας ημών, κατά το μυστήριον τούτο εναπετέθη εις άπαντα τα μέλη του σώματος μου «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου». Δεν είναι άραγε η «Σφραγίς» αύτη, ήτις διέσωσεν εμέ από των παραπλανήσεών μου εις αλλοτρίας οδούς; Δεν είναι μήπως αύτη η αιτία των πολλών «θαυμαστών συμπτώσεων» των βιωμάτων μου προς το πνεύμα της Ευαγγελικής Αποκαλύψεως; Εν τω παρόντι βιβλίω συγκεντρούται η προσοχή μου εις την περιγραφήν μέρους των θεοσδότων εις εμέ εμπειριών. Παραλλήλως όμως προς τούτο, θεωρώ χρήσιμον να επισημάνω ότι ολόκληρος η πορεία της εν Θεώ ζωής μου ωδήγησεν εμέ εις την πεποίθησιν, ότι εκάστη παρέκκλισις της νοεράς ημών συνειδήσεως από της ορθής κατανοήσεως της αποκαλύψεως αντανακλά αναποφεύκτως επί των εκδηλώσεων του πνεύματος ημών εις την πράξιν της καθ ημέραν ημών υπάρξεως. Άλλαις λέξεσιν: Η αληθώς δικαία ζωή προϋποθέτει ορθήν αντίληψιν περί του Θεού, περί της Αγίας Τριάδος. Παραδίδω, λοιπόν, εμαυτόν μετ εμπιστοσύνης εις πάντα αναγνώστην, ελπίζων ότι μετ ευμενείας θα μνημονεύη εμέ εν ταις προσευχαίς αυτού προς τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς.

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 6 [//15] Α ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Μετά παρέλευσιν πεντήκοντα και πλέον ετών είναι αδύνατον να επαναφέρω εις την μνήμην μου την ακριβή χρονολογικήν ακολουθίαν των γεγονότων του εσωτερικού μου κόσμου. Η πτήσις του πνεύματος εντός του νοερού διαστήματος είναι ασύλληπτος, καθώς ο Ίδιος ο Κύριος είπε κατά την συνομιλίαν Αυτού μετά του Νικοδήμου: «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει, και την φωνήν Αυτού ακούεις, αλλ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει ούτως εστί πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος» (Ιωάν. γ 8). Επί του παρόντος η σκέψις μου ίσταται είς τινας εξ εκείνων των καταστάσεων οδύνης και απογνώσεως, αίτινες βραδύτερον απεδείχθησαν δι εμέ αιτία πολυτίμου γνώσεως και πηγή δυνάμεων δια την επιτέλεσιν του αγώνος, εις όν πάντες ημείς εκλήθημεν. Όσα έπασχον τότε εχαράχθησαν επί του σώματος της ζωής μου, ως χαράσσεται η πέτρα υπό της σμίλης, και τούτο παρέχει εις εμέ την δυνατότητα να ομιλώ περί εκείνου, όπερ εποίησε μετ εμού η δεξιά του Θεού. Από των νεανικών μου χρόνων η ψυχή μου εξωκειώθη προς την έννοιαν της αιωνιότητος. Τούτο ήτο φυσική συνέπεια των παιδικών προσευχών μου προς τον Ζώντα [//16] Θεόν, προς τον Οποίον απεδήμησαν οι πάπποι και οι προπάπποι μου, καθώς και των συζητήσεων μετά των παιδίων μετά των οποίων τότε συνανεστρεφόμην, άτινα ηρέσκοντο να ομιλούν και να στοχάζωνται επί του μυστηρίου τούτου μετ αφελούς σοβαρότητος. Ενηλικιούμενος, επέστρεφον συχνότερον εις τον διαλογισμόν περί του απείρου, περί εκείνου όπερ διαμένει εις τον αιώνα. Ιδιαιτέρως εξεδηλούτο ο προβληματισμός ούτος κατά τας συνομιλίας μετά του νεωτέρου αδελφού μου Νικολάου (1898 1979). Ήτο σοφώτερος εμού και πολλά εδιδάχθην παρ αυτού. Ότε δε εξερράγη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 1918), το πρόβλημα της αιωνιότητος εκυριάρχει εις την συνείδησίν μου. Αι ειδήσεις περί των χιλιάδων αθώων ανθρώπων, οίτινες εφονεύοντο εις τα πεδία των μαχών, έθετον ενώπιον μου το άγριον θέαμα της ανθρωπίνης τραγωδίας. Ήτο αδύνατον να συμβιβασθώ προς το γεγονός ότι πλήθος νεαρών υπάρξεων εθερίζετο βιαίως, και δη μετά παράφρονος σκληρότητος. Θα ηδυνάμην να ευρίσκωμαι και εγώ εις τας τάξεις αυτών και να έχω ως σκοπόν να φονεύω αγνώστους εις εμέ ανθρώπους, οίτινες ωσαύτως θα επεδίωκον να εξοντώσουν εμέ κατά το δυνατόν ταχύτερον. Και εάν δια της αυθαιρεσίας διεστραμμένων τινών εξουσιαστών δημιουργούνται παρόμοιαι καταστάσεις, πού ευρίσκεται το νόημα της εμφανίσεως ημών εν τω κόσμω τούτω; Και εγώ δια ποίον λόγον εγεννήθην; Μόλις προ ολίγου ελάμβανον συνείδησιν της ανθρωπίνης υποστάσεως μου: Μόλις ανήφθη εντός εμού το πυρ των καλών επιθυμιών, η αναζήτησις της τελειότητος η χαρακτηρίζουσα την νεότητα, ο ενθουσιασμός δια το φως της γνώσεως, ήτις εναγκαλίζεται τα πάντα. Και νυν να εγκαταλείψη τις πάντα ταύτα; [//17] Και δια τοιούτου τρόπου; Προς όφελος τινος και δια ποίον σκοπόν; Εν ονόματι ποίων αξιών;

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 7 Εκ των παιδικών προσευχών μου εγνώριζον ότι αι προγενέστεραι γενεαί απήλθον μετ ελπίδος προς τον Θεόν. Αλλ εκείνας τας ημέρας δεν είχον πλέον την παιδικήν πίστιν. Είμαι άρα γε αιώνιος, καθώς και πας άνθρωπος, ή μήπως πάντες ημείς θα καταλήξωμεν εις το σκότος της ανυπαρξίας; Το ερώτημα τούτο, ενώ πρότερον ήτο ήσυχος μελέτη του νου, ταχέως απέβη καυστόν ως άμορφος μάζα πεπυρακτωμένου μετάλλου. Παράδοξον αίσθημα εσκήνωσεν εν τη βαθεία καρδία: η ματαιότης πασών των επί γης κτήσεων. Αίσθημα εντελώς νέον, ουδόλως ομοιάζον προς ο,τιδήποτε προηγούμενον. Εξωτερικώς, εν τούτοις, διετήρουν την ηρεμίαν μου. Συχνάκις εγέλων ευθύμως και έζων ως πάντες εν γένει ζουν. Δι ενός ειρηνικού τρόπου εν τη καρδία μου ετελείτο τι, και ο νους, απεκδυόμενος παντός πράγματος, συνήγε την προσοχήν αυτού εις τα έσω. Γιγάντιον άροτρον ανέσκαπτε τας αχανείς εκτάσεις της πατρίδος μου αποσπών τας ρίζας του παρελθόντος. Πάντες ετέλουν εν εξεγέρσει. Πανταχού επεκράτει έντασις, ήτις υπερέβαινε τας δυνάμεις του ανθρώπου. Επί πλέον, εν όλω τω κόσμω εσημειούντο γεγονότα, άτινα έθετον την αρχήν μιάς νέας εποχής εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος, αλλά το πνεύμα μου δεν έδιδε προσοχήν εις αυτά. Πολλά εκρημνίζοντο πέριξ εμού, η εσωτερική μου όμως κατάρρευσις ήτο το εντονώτερον, ίνα μη είπω, το σημαντικότερον δι εμέ γεγονός. Δια τί τούτο; Εν ταις ημέραις εκείναις δεν ηδυνάμην να σκέπτωμαι λογικώς. Αι σκέψεις εγεννώντο εντός μου, επήγαζον εκ της εσωτερικής καταστάσεως του πνεύματος μου. Εάν όντως αποθνήσκω, τουτέστι βυθίζωμαι [//18] εις το «μηδέν», τότε και πάντες οι άλλοι, οι όμοιοι προς εμέ άνθρωποι, αφανίζονται ωσαύτως ολοσχερώς. Επομένως, τα πάντα είναι ματαιότης δεν εδόθη εις ημάς αυθεντική ζωή. Τα παγκόσμια γεγονότα ουδέν άλλο είναι, ει μη κακός τις εμπαιγμός του ανθρώπου. Αι οδύναι του πνεύματος μου προεκαλούντο εκ των εξωτερικών καταστροφών, και εγώ, φυσικώ τω τρόπω, εταύτιζον τον γενικόν όλεθρον μετά των προσωπικών μου πεπρωμένων. Ο θάνατος μου ελάμβανε μορφήν αφανισμού πάντων εκείνων, άτινα εγνώριζον και μετά των οποίων συνεδεόμην υπαρκτικώς. Και τούτο, ανεξαρτήτως πλέον του πολέμου. Ο αναπόφευκτος θάνατος μου δεν ήτο μόνον μικρόν τι και ατελευτήτως ασήμαντον γεγονός: «είς ολιγώτερον». Ουχί. Εντός μου και μετ εμού απέθνησκε παν ό,τι συνέλαβεν η συνείδησίς μου: οι πλησίον μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη αυτών, όλη η εξέλιξις της ιστορίας, σύμπασα η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρον διάστημα έτι δε και ο Ποιητής του κόσμου, και Αυτός απέθνησκεν εντός εμού ολόκληρον εν γένει το είναι κατεβροχθίζετο υπό του σκότους της λήθης. Ούτως εξελάμβανον τότε τον θάνατόν μου. Το Πνεύμα, το οποίον είχε κατακυριεύσει εμού, απέσπασεν εμέ από της γης και εγώ ερρίφθην εις τινα ζοφώδη περιοχήν, όπου χρόνος δεν υπάρχει. Η αιώνια λήθη ως κατάσβεσις του φωτός της συνειδήσεως, εβύθιζεν εμέ εις την φρίκην. Η κατάστασις αύτη συνέτριβεν εμέ εκυρίευεν εμού παρά την θέλησίν μου. Τα τελούμενα γύρωθεν υπενθύμιζον εις εμέ, κατά τρόπον οχληρώς επίμονον, ότι το τέλος της παγκοσμίου ιστορίας ήτο αναπόφευκτον. Η θέα της

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 8 αβύσσου ήτο διαρκώς παρούσα, και μόνον κατά καιρούς ενέδιδε παρέχουσα [//19] εις εμέ μικράν τινα ανάπαυσιν. Η μνήμη του θανάτου, αυξανομένη βαθμηδόν απέκτησε τοιαύτην έντασιν ώστε εθεώρουν τον κόσμον, ολόκληρον το σύμπαν, ως ένα αντικατοπτρισμόν, πάντοτε έτοιμον να εξαφανισθή εις την αιώνιον άβυσσον του μηδενός. Πραγματικότης άλλης τάξεως, ουχί γηΐνης, ακαταλήπτου, εξουσίαζεν εμού, παρά τας προσπαθείας μου όπως εκφύγω απ αυτής. Ενθυμούμαι καθαρώς τον εαυτόν μου: Εις τον καθ ημέραν βίον ήμην ως οι άλλοι άνθρωποι, αλλά, κατά καιρούς, δεν ησθανόμην την γην υπό τους πόδας μου. Έβλεπον αυτήν δια των οφθαλμών, ως συνήθως, εν πνεύματι όμως εφερόμην επάνω απυθμένου αβύσσου. Εις το φαινόμενον τούτο προσετέθη βραδύτερον και άλλο, ουχί ολιγώτερον καταθλιπτικόν: Ενώπιον μου ηγέρθη νοερός φραγμός, τον οποίον ησθάνθην ως παχύ μολύβδινον τείχος. Δεν ηδύνατο να διαπεράση τούτο ουδέ μια ακτίς φωτός, φωτός νοερού, ουχί φυσικού, καθώς και το τείχος δεν ήτο υλικόν. Επί μακρόν χρόνον ωρθούτο ενώπιον μου και εβασάνιζεν εμέ. Ανεξαρτήτως παντός εξωτερικού γεγονότος πολέμου, ασθενειών ή άλλων παρομοίων συμφορών η συνειδητοποίησις ότι ημέραν τινα είμαι καταδεδικασμένος να αποθάνω, ήτο δι εμέ αφόρητον μαρτύριον. Και ιδού, άνευ οιουδήποτε συλλογισμού, αίφνης εγεννήθη εν τη καρδία μου η σκέψις: Εάν ο άνθρωπος δύναται να πάσχη τοσούτον βαθέως, τότε είναι μέγας ως προς την φύσιν αυτού. Το γεγονός ότι δια του θανάτου αυτού αποθνήσκει όλος ο κόσμος, έτι δε και ο Θεός, είναι δυνατόν μόνον, εάν αυτός ο άνθρωπος καθ εαυτόν, υπό τινα έννοιαν, είναι το κέντρον του σύμπαντος. Και βεβαίως, ενώπιον του Θεού είναι πολυτιμότερος πάντων των άλλων κτισμάτων. [//20] Ο Κύριος γνωρίζει την ευγνωμοσύνην μου προς Αυτόν, διότι δεν εφείσθη εμού και «ουκ απέστη πάντα ποιών, έως εμέ ανήγαγεν» εις την θεωρίαν της Βασιλείας Αυτού, έστω και «εκ μέρους». Ώ, του φρικτού και ευλογημένου εκείνου καιρού! Ουδείς θα ετόλμα να πορευθή εκουσίως δια τοιούτων δοκιμασιών. Ενθυμούμαι νυν τον κοσμοναύτην εκείνον, όστις απεγνωσμένως εβόα προς την γην να σώσουν αυτόν από του θανάτου εις το διάστημα. Οι δέκται συνελάμβανον τους λυγμούς αυτού, αλλ ουδείς ήτο εις θέσιν να έλθη εις βοήθειαν. Νομίζω ότι θα ήτο θεμιτόν, μέχρις ενός σημείου, να παραλληλίσω εκείνο το οποίον υπέστη ο δυστυχής κοσμοναύτης προς αυτό το οποίον έζων την ώραν της πτώσεως μου εις την ζοφώδη άβυσσον. Εν τούτοις, το πνεύμα μου δεν εστρέφετο προς την γην, αλλά προς Εκείνον τον Οποίον δεν εγνώριζον εισέτι, δια την Ύπαρξιν του Οποίου όμως ήμην βέβαιος. Δεν εγνώριζον Αυτόν, αλλά δι ακαταλήπτου τρόπου ήτο μετ εμού, κατέχων πλήρως τα μέσα δια την σωτηρίαν μου. Ούτος πληροί τα πάντα, αλλ εκρύπτετο απ εμού και εγώ έβλεπον τον θάνατον ουχί κατά το σώμα, ουχί εν τη γηΐνη αυτού μορφή, αλλ εν τη αιωνιότητι. Ούτως, «υπό αρνητικήν μορφήν», απεκαλύπτοντο εντός εμού τα βάθη του Είναι. Ο υλικός κόσμος «έχανε» την συνοχήν αυτού και ο χρόνος την διάρκειαν αυτού. Έπασχον δεινώς μη εννοών το εν εμοί τελούμενον. Κατ εκείνον τον

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 9 καιρόν ουδεμίαν εισέτι είχον γνώσιν περί της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας και των εμπειριών αυτών. Αποτέλεσμα τοσούτου ουσιώδους κενού εις τας γνώσεις μου ήτο η στροφή μου προς την μυστικήν φιλοσοφίαν της μη χριστιανικής Ανατολής. Ήλπιζον, εν [//21] τη αφροσύνη μου, να εύρω εν αυτή διέξοδον εκ του βαράθρου εις το οποίον εβυθιζόμην. Εκ της παρεκκλίσεως ταύτης απώλεσα ουχί ολίγον πολύτιμον χρόνον. Εν τούτοις, μετά παρέλευσιν πολλών ετών, υποστάς πολλάκις την εγκατάλειψιν της χάριτος ένεκα των λογισμών της κενοδοξίας, ενίοτε εσκεπτόμην: «Μεγάλη συμφορά η πνευματική αμάθεια» εν τη περιπτώσει μου όμως, αυτή ακριβώς η άγνοια συνετέλεσεν εις το να δυνηθώ να βαστάσω, κατά την ροήν μακρών χρόνων, την εκχυθείσαν εν αφθονία επ εμέ δωρεάν του Θεού μου: την χάριν της μνήμης του θανάτου, την οποίαν ιδιαιτέρως εξαίρουν οι Άγιοι Πατέρες. Όντως, ότε ανεκάλυψα τα ασκητικά έργα των Αγίων Πατέρων, οίτινες τοσούτον εξυμνούν το μεγαλείον της δωρεάς ταύτης, διέτρεξα τον κίνδυνον να απολέσω την συνείδησιν της μηδαμινότητός μου, την οποίαν έως τότε είχον αφομοιώσει. Κατ εκείνην την άληστον περίοδον της ζωής μου, την ουδόλως απλήν και εύκολον, πολλάκις επειράσθην υπό φρικτών λογισμών οργής κατά του Πλαστουργού μου. Καταπεπονημένος εκ της αδυναμίας μου να κατανοήσω τα εν εμοί διαδραματιζόμενα, κατηρχόμην εις πάλην μετά του Θεού. Εθεώρουν Αυτόν ως Εχθρικόν Δυνάστην, «Όστις μετά τυραννικής εξουσίας εκάλεσεν εμέ εκ του μηδενός» (Πούσκιν). Και επειδή όλοι οι άνθρωποι έχουν μίαν και την αυτήν οντολογικήν ρίζαν, προέβαλλον τας προσωπικάς μου καταστάσεις εις πάντας. Ο μικρός νους μου «επανίστατο» εν ονόματι πάντων των εμπαιχθέντων υπό του ματαίου δώρου της ζωής ταύτης, και ελυπούμην, διότι δεν διέθετον τοιαύτην μάχαιραν, δι ής θα ήτο δυνατόν να κατατεμαχίσω την «επικατάρατον γην» (πρβλ. Γέν. γ 17), και ούτω να θέσω τέρμα εις αυτόν τον [//22] αποτρόπαιον παραλογισμόν Και άλλαι, ουχί ολίγαι, τοιαύται ανόητοι σκέψεις ήρχοντο εις τον νουν μου, αλλά νομίζω ότι αι δύο αύται υπήρξαν αι πλέον ακραίοι. Ευτυχώς η πικρία του είδους τούτου ουδέποτε εισεχώρησεν εις την «βαθείαν καρδίαν» ο χώρος εκεί ήτο ήδη κατειλημμένος. Άγνωστον που εν τω πνεύματι μου, πέραν παντός παροξυσμού απογνώσεως, παρέμενεν ελπίς τις: Ο Παντοδύναμος δεν δύναται να είναι άλλως, ει μη αγαθός. Εάν δεν ήτο ούτως, τότε πόθεν εις εμέ η ιδέα του Αγαθού Όντος; Και η εσωτερική μου ακοή συνεκεντρούτο εις τι αψηλάφητον και ταυτοχρόνως πραγματικόν. Ουδέποτε θα δυνηθώ να εκφράσω δια λόγων τον ιδιόμορφον πλούτον των ημερών εκείνων, ότε ο Κύριος, παραβλέπων τας διαμαρτυρίας μου, ήρπασεν εμέ εις τας κραταιάς Αυτού χείρας, και εν οργή, ούτως ειπείν, έρριψεν εμέ εις το άπειρον του υπ Αυτού κτισθέντος κόσμου. Τί να είπω; Ήτο σκληρός ο τρόπος, αλλ απεκάλυψεν εις εμέ ορίζοντας άλλου Είναι. Αι οδυνηραί περιπέτειαι μου υπήρξαν αληθώς «πορεία δια βασάνων». Ο πόλεμος μετά της Γερμανίας επλησίαζε προς το θλιβερόν δια την Ρωσίαν τέλος. Ολίγους μήνας ενωρίτερον εξερράγη άλλος πόλεμος, ο εμφύλιος, από πολλών απόψεων φοβερώτερος του προηγουμένου. Το θέαμα της τραγικότητος της ανθρωπίνης υπάρξεως ενετυπώθη, τρόπον τινα, εν τη ψυχή

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 10 μου, και η μνήμη του θανάτου δεν εγκατέλειπεν εμέ, όπου και αν ευρισκόμην. Ήμην παραδόξως «δεδιχασμένος»: Το πνεύμα μου παρέμενεν εν εκείνη τη μυστηριώδει και απεριγράπτω σφαίρα, ενώ η λογική και ο ψυχισμός μου έζων, ως εφαίνετο, την συνήθη καθ ημέραν ζωήν, ως και πάντες οι λοιποί των ανθρώπων. [//23] Έσπευδον να ζήσω. Εφοβούμην μη τυχόν απολέσω έστω και μίαν ώραν επόθουν να αποκτήσω όσον το δυνατόν πλείονας γνώσεις, ουχί μόνον εις τον χώρον της τέχνης μου, αλλά και εις πάντας εν γένει τους τομείς. Ειργαζόμην σκληρώς ως ζωγράφος εις το ευρύχωρον και ήσυχον εργαστήριον μου. Επραγματοποίησα σειράν ταξιδίων ανά την Ρωσίαν και την Ευρώπην. Έζησα επί μήνας εν Ιταλία και Γερμανία, πριν ή εγκατασταθώ εν Γαλλία, όπου εγνωρίσθην μετά πολλών προσώπων ανηκόντων κυρίως εις τον κόσμον των Καλών Τεχνών, αλλ ουδέποτε εις ουδένα εξέφρασα ουδέ λόγον τινα περί της «παραλλήλου» ζωής του πνεύματος μου ουδέν έσωθεν παρεκίνει εμέ εις τοιαύτην εξαγόρευσιν. Το τελούμενον εν εμοί επήγαζεν εκ τινος αρχής, ανωτέρας εμού, ανεξαρτήτως της θελήσεως ή της πρωτοβουλίας μου. Δεν αντελαμβανόμην τί συνέβαινεν, εν τούτοις, δι εμέ ήτο τούτον ιερόν. Το κάλλος του ορατού κόσμου, συνδυαζόμενον προς το θαύμα της εμφανίσεως αυτής ταύτης της οράσεως, ηχμαλώτιζεν εμέ. Πέραν όμως της ορατής πραγματικότητος επεδίωκον να αισθανθώ την αόρατον, υπερβατικήν πραγματικότητα, εν τη καλλιτεχνική μου εργασία, ήτις έδιδεν εις εμέ στιγμάς λεπτής απολαύσεως. Εν τούτοις έφθασε καιρός κατά τον οποίον η μνήμη του θανάτου, καταστάσα εντονωτέρα, εισήλθεν εις αποφασιστικήν σύγκρουσιν προς το πάθος μου δια την ζωγραφικήν. Η περίοδος της κρίσεως δεν ήτο ούτε βραχεία ούτε εύκολος. Εγώ δε, τρόπον τινα, εγενόμην πεδίον πάλης επί δύο επιπέδων: Η χάρις της μνήμης του θανάτου δεν συγκατέβαινεν έως της γης, αλλά εκάλει εμέ εις ανωτέρας σφαίρας, η δε τέχνη επενόει τρόπους, όπως παρουσιασθή ως τι το υψηλόν, πέραν του γηΐνου επιπέδου, ικανή εις τας καλυτέρας αυτής επιτεύξεις να επιτρέψη την επίψαυσιν [//24] της αιωνιότητος. Όλαι αι προσπάθειαι αυτής απεδείχθησαν μάταιαι το άνισον της πάλης ήτο καθ υπερβολήν εμφανές και εν τέλει ενίκησεν η προσευχή. Ησθανόμην ακινητοποιημένος μεταξύ της προσκαίρου μορφής υπάρξεως και της αιωνιότητος. Η τελευταία αύτη κατ εκείνον τον καιρόν ίστατο ενώπιόν μου δια της «αρνητικής» αυτής όψεως: Ο θάνατος περιέβαλλε το παν. Είναι αδύνατον να διηγηθώμεν ενταύθα περί όλων των μορφών εκείνων, δια των οποίων η θεωρουμένη υπ εμού απόσβεσις πάσης ζωής ενεφανίζετο εις το πνεύμα μου. Ενθυμούμαι εναργώς έν εκ των πλέον χαρακτηριστικών επεισοδίων των ημερών εκείνων: Εκαθήμην εις το γραφείον μου και ανεγίνωσκον, επιστηρίζων την κεφαλήν μου δια της χειρός, και αίφνης αισθάνομαι να κρατώ το κρανίον μου εις την χείρα και να παρατηρώ αυτό έξωθεν νοερώς. Από φυσικής απόψεως ήμην εισέτι νέος και εν γένει υγιής. Μη κατανοών το τελούμενον εν εμοί προσεπάθουν να απαλλαγώ από παντός ερεθίσματος, όπερ ανέκοπτε την ειρηνικήν πορείαν της εργασίας μου. Ηρέμα είπον εις εαυτόν: «Έχω εισέτι ενώπιον μου ολόκληρον ζωήν ίσως τεσσαράκοντα και πλέον έτη πλήρη δράσεως Και τί λοιπόν;». Αίφνης ήλθεν απάντησις μη

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 11 επινοηθείσα υπ εμού: «Εάν και χίλια έτη ύστερον δε τί;». Και τα χίλια έτη εις την συνείδησιν μου ελάμβανον πέρας πριν ή ο λογισμός λάβη μορφήν. Παν το υποκείμενον εις την φθοράν ενεφανίζετο ως μη έχον αξίαν δι εμέ. Ότε έβλεπον τους ανθρώπους, τότε, πριν ή σκεφθώ τι περί αυτών, έβλεπον αυτούς υπό το κράτος του θανάτου, αποθνήσκοντας, και η καρδία μου επληρούτο ευσπλαχνίας προς αυτούς. Δεν επεθύμουν ούτε δόξαν εκ των «θνητών», ούτε εξουσίαν επ αυτών δεν ανέμενον την αγάπην αυτών. Κατεφρόνουν τον υλικόν [//25] πλούτον και δεν εξετίμων ιδιαιτέρως την διανόησιν, ως μη δυναμένην να δώση απάντησιν εις την αναζήτησιν μου. Εάν προσέφερον εις εμέ αιώνας ευδαίμονος ζωής, δεν θα εδεχόμην αυτούς. Το πνεύμα μου απήτει αιωνίαν ζωήν και η αιωνιότης, ως αντελήφθην βραδύτερον, ίστατο ενώπιόν μου αναγεννώσα εμέ εναργώς. Ήμην τυφλός, άνευ επιγνώσεως. Η αιωνιότης έκρουε την θύραν της ψυχής μου, της εκ του φόβου κεκλεισμένης εν εαυτή (πρβλ. Αποκ. γ 18 20). Ώ, έπασχον, αλλ ουδαμού υπήρχεν άλλη διέξοδος, ει μη εν τη αναγεννηθείση εν εμοί προσευχή προσευχή προς τον Άγνωστον εισέτι, μάλλον Επιλελησμένον υπ εμού. Πυρίνη προσευχή περιέπτυξεν εμέ εις τους κόλπους αυτής και εν τη ροή πολλών ετών δεν εγκατέλειπεν εμέ ούτε εν εγρηγόρσει ούτε καθ ύπνον. Το μαρτύριόν μου ήτο παρατεταμένον. Έφθασα μέχρις εξαντλήσεως όλων των δυνάμεων μου, ότε, εντελώς απροσδοκήτως δι εμέ, λεπτόν τι ως ραφίς διεπέρασε το πάχος του μολυβδίνου τείχους και, δια της δημιουργηθείσης τριχοειδούς σχισμής, εισέδυσεν ακτίς Φωτός. Ο ασθενής συχνάκις δεν γνωρίζει εκ ποίας ασθενείας πάσχει και εκθέτει εις τον ιατρόν τα υποκειμενικά αυτού αισθήματα αναμένων να λάβη την αντικειμενικήν διάγνωσιν. Ούτως και εγώ διηγούμαι απλώς την «υποκειμενικήν» ιστορίαν της υπ εμού βιωθείσης εμπειρίας. Εις τους Πατέρας της Εκκλησίας εύρον την διδασκαλίαν περί αυτής της μορφής της χάριτος. Η μνήμη του θανάτου είναι ιδιαιτέρα κατάστασις του πνεύματος ημών, εντελώς διάφορος της φυσικής γνώσεως ότι ημέραν τινά θα αποθάνωμεν. Η θαυμαστή αύτη μνήμη εξάγει το πνεύμα ημών εκ της γηΐνης έλξεως. Ως δύναμις Άνωθεν [//26] καταβαίνουσα θέτει και ημάς υπεράνω των γηΐνων παθών, ελευθεροί ημάς από της εξουσίας των προσκαίρων επιθυμιών και προσκολλήσεων και ούτω, κατά τρόπον φυσικόν, εγκαινίζει εν ημίν την αγίαν ζωήν. Καίτοι υπό αρνητικήν μορφήν, εν τούτοις συνάπτει ημάς αρρήκτως προς τον Αιώνιον. Η μνήμη του θανάτου παρέχει εις ημάς την πείραν της απαθείας, ουχί όμως εισέτι υπό την θετικήν αυτής μορφήν, ήτις εκδηλούται ως παντεξουσία της Θείας αγάπης ούτε όμως καθαρώς αρνητικόν χαρακτήρα έχει αύτη, τουτέστι δεν είναι εναντία της αγάπης. Παύει την ενέργειαν των παθών και ούτω θέτει την αρχήν μιας ριζικής αλλαγής του συνόλου τρόπου της υπάρξεως και δράσεως ημών, και της θεωρήσεως πάντων των πραγμάτων. Το γεγονός ότι αύτη επιτρέπει εις ημάς να ζήσωμεν τον θάνατον ημών ως το τέλος πάσης της κτίσεως, επαληθεύει την δοθείσαν ημίν αποκάλυψιν, κατά την οποίαν ο άνθρωπος είναι εικών του Θεού, και ως τοιούτος είναι ικανός να περιλάβη εν εαυτώ και τον Θεόν και τον κτιστόν κόσμον. Και τούτο αποτελεί ωσαύτως την

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 12 αρχήν της συγκεκριμενοποιήσεως εν ημίν της υποστατικής αρχής. Η εμπειρία αύτη προετοιμάζει το πνεύμα ημών προς μίαν πλέον πραγματικήν πρόσληψιν της χριστιανικής Αποκαλύψεως και της Θεολογίας εκείνης, της οποίας ως βάσις κείται η εμπειρία ενός άλλου Είναι. Ότε δυνάμει της μνήμης του θανάτου όλον το είναι μου μετεφέρθη εις το επίπεδον της αιωνιότητος, τότε φυσικώς έλαβε πέρας το νεανικόν πάθος της ενασχολήσεως μου εις την τέχνην, το οποίον εξουσίαζεν εμού ως δούλου. Στενή και τεθλιμμένη η οδός της πίστεως ημών: Όλον το σώμα της ζωής ημών καλύπτεται υπό πληγών εις πάντα τα επίπεδα και ο πόνος φθάνει μέχρις εκείνου [//27] του ορίου, οπότε ο πάσχων νους σιγά εν καταστάσει εντατικής παραμονής εκτός χρόνου. Επιστρέφοντες εκ της οντολογικής ταύτης θεωρίας, ανακαλύπτομεν εις το βάθος της καρδίας ετοίμους ήδη λογισμούς, μη επινοηθέντας υφ ημών εις τους λογισμούς τούτους εμπερικλείεται η πρόγευσις περαιτέρω περί Θεού αποκαλύψεων. Το χαρισματικόν τούτο δώρον δεν δύναται να περιγραφή δια των τετριμμένων ημών λέξεων. Η πείρα διδάσκει ότι τούτο αφομοιούται ουχί άλλως, ει μη δια μακροχρονίου διαδικασίας ολοκληρωτικής κενώσεως. Τότε πέραν πάσης προσδοκίας, ούτως ειπείν, έρχεται το θεραπεύον παν τραύμα Άκτιστον Φως. Εν τη επιλάμψει του Φωτός τούτου, η διανυθείσα «στενή» οδός παρουσιάζεται ως συμμόρφωσις προς την Κένωσιν του Χριστού, δια της οποίας παρέχεται και εις ημάς η υιοθεσία υπό του Θεού Πατρός. Κατά το μέτρον της προς ημάς αποκαλύψεως του Απολύτου Είναι, αισθανόμεθα συνεχώς εντονώτερον την μηδαμινότητα και την ρυπαρότητα ημών. Και τούτο είναι φρικτόν. Παρά ταύτα λυπούμαι, διότι εις το έσχατον γήρας μου η έντασις της ευλογημένης ταύτης καταστάσεως εμειώθη εντός μου. Ο Κύριος ηυδόκησε να ζήσω εν τω πλήθει του ελέους Αυτού, αλλ εγώ ουδέν ηννόουν: Εν τω Θεώ το παν είναι ιδιάζον. Αλλ Ούτος δεν εγκατέλειψεν έως τέλους εμέ εις το σκότος. Ωδήγησεν εμέ εις τους πόδας του μακαρίου Σιλουανού και τότε είδον ότι όλη η προγενεστέρα πείρα μου προητοίμασεν εμέ προς κατανόησιν της διδαχής αυτού. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας των αιώνων. [//28]

[//29] Β ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 13 Ο φόβος του Θεού είναι συνέπεια πνευματικής ελλάμψεως του ανθρώπου. Η φύσις αυτού είναι ακατάληπτος δια την ψυχολογίαν. Εν αυτώ ουδέν κοινόν υπάρχει προς το αντίστοιχον ζωώδες ένστικτον. Υπάρχουν πολλοί βαθμοί και μορφαί φόβου του Θεού, αλλ ημείς νυν θα ομιλήσωμεν περί μιας εξ αυτών, της πλέον ουσιώδους δια την σωτηρίαν ημών της «φρίκης» να αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού, του αποκαλυφθέντος εις ημάς εν τω ανεσπέρω Φωτί (βλ. Ματθ. ι 37 38). Όσοι διακατέχονται υπό του αγίου τούτου φόβου, ελευθερούνται από παντός άλλου γηΐνου φόβου. Οι Πατέρες ημών, οι ατρόμητοι ούτοι λειτουργοί του Πνεύματος, απεμακρύνοντο εις τας ερήμους και έζων όπερ και σήμερον παρατηρείται μεταξύ αγρίων θηρίων και ιοβόλων όφεων, υπό συνθήκας τραχείας φύσεως, και εν τοιαύτη εσχάτη πτωχεία, ήτις υπερβαίνει και αυτήν την φαντασίαν των συγχρόνων ανθρώπων. Και τούτο, ίνα παραδοθούν ελεύθεροι εις το πένθος, έχοντες συνείδησιν της αποστάσεως αυτών από του Ηγαπημένου Θεού. Δεν είναι εις πάντας εφικτόν να εννοήσουν, δια ποίον λόγον οι πνευματικοί ούτοι άνδρες, οι τα πάντα εν τω κόσμω τούτω καταφρονήσαντες [//30] θρηνούν ουχί ολιγώτερον, ενίοτε δε πλείον, ή όσον αι μητέρες επί των τάφων των προσφιλεστάτων αυτώ τέκνων. Οι αναχωρηταί πενθούν επί τω θεάματι της εντός αυτών ζοφώδους αβύσσου: Είναι βαθείαι αι ρίζαι της «γνώσεως του κακού» και είναι αδύνατον να αποσπαθούν αύται δια μόνης της δυνάμεως ημών. Εις όσους όμως δεν εγνώρισαν την κατάστασιν αυτήν του πνεύματος ημών, το μυστήριον τούτο θα παραμείνη εσαεί ακατανόητον. Ουχί διότι κρύπτεται τούτο από των αλλοτρίων οφθαλμών, ή διότι υπάρχει προσωποληψία παρά τω Θεώ, αλλ επειδή η χάρις αύτη χορηγείται μόνον εις εκείνους, οίτινες οι ίδιοι ενεπιστεύθησαν εαυτούς εις τον Θεόν Χριστόν. Και αύτη η χάρις αποτελεί ωσαύτως δώρημα της αγάπης του Θεού, άνευ της οποίας δάκρυα δεν αναβλύζουν. Οι αναχωρηταί πενθούν επί τω θεάματι της εντός αυτών ζοφώδους αβύσσου: Είναι βαθείαι αι ρίζαι της «γνώσεως του κακού» και είναι αδύνατον να αποσπασθούν αύται δια μόνης της δυνάμεως ημών. Εκ της αγάπης του Θεού γεννάται η αγία παρρησία. Ούτω, μικρά τις ομάς Αποστόλων, πρότερον μεν ολιγοψυχούντων, μετά δε την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος πεπληρωμένων ανδρείας, εξήλθεν εις πνευματικήν πάλην προς άπαντα τον λοιπόν κόσμον. Σχεδόν πάντες ούτοι έλαβον μαρτυρικόν τέλος. Είναι θαυμαστοί οι λόγοι του Αποστόλου Ανδρέου προς τον ηγεμόνα των Πατρών, τον απειλούντα αυτόν δια σταυρώσεως: «Εάν εφοβούμην τον σταυρόν, δεν θα εκήρυττον αυτόν». Εσταυρώθη δε ούτος, και κρεμάμενος επί σταυρού εδόξασε τον σταυρικόν θάνατον του Δεσπότου Χριστού. Αι δωρεαί του Αγίου Πνεύματος είναι ανεκτίμητοι. Εκάστη αληθής δωρεά ουδέν τι άλλο είναι, ει μη φλοξ αγάπης. Αλλά, ίνα πλατυνθή η καρδία ημών και καταστή ικανή να προσλάβη την αγάπην του Χριστού εις τας εναργείς αυτής εκδηλώσεις, είναι αναγκαίον να διέλθωμεν [//31] πάντες ανεξαιρέτως δια πολλών

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 14 πειρατηρίων. Όσοι ζουν εν σαρκική ανέσει ατροφούν πνευματικώς και παραμένουν κλειστοί εις την αγάπην του Χριστού, την θεοπρεπώς περιπτυσσομένην τον κόσμον. Οι τοιούτοι ζουν και αποθνήσκουν μη δυνάμενοι να ανυψώσουν το πνεύμα αυτών εις τον ουρανόν. Μεταξύ των Άνωθεν δωρεών και του αγώνος της πίστεως υπάρχει οποία τις αντιστοιχία: Πάντες οι πορευόμενοι δια της οδού των εντολών του Χριστού αναγεννώνται εξ αυτού του γεγονότος ότι ακολουθούν Αυτόν, ο είς πλείον, οι άλλοι ολιγώτερον, αναλόγως του επιδεικνυομένου ζήλου αυτών. Δια της σταυρώσεως του πιστού μετά του σαρκωθέντος Θεού Λόγου κατέρχεται επ αυτόν η χάρις, η εξομοιούσα τον άνθρωπον προς τον Θεάνθρωπον. Το μέγα τούτο δώρον περικλείει εντός αυτού την ζωηφόρον Θεολογίαν, δια της αληθούς διαμονής εν τω Φωτί της αγάπης. Η χάρις της μετανοίας παρέχεται εις εκείνους, οίτινες δι ολοκληρωτικής πίστεως αποδέχονται τον λόγον του Χριστού, Όστις λέγει ότι, εάν δεν πιστεύσωμεν εις την Θεότητα Αυτού και την απόλυτον αλήθειαν παντός εντελλομένου υπ Αυτού, το μυστήριον της αμαρτίας δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς εν τω οντολογικώ αυτού βάθει, και ημείς «αποθανούμεθα εν ταις αμαρτίαις ημών» (πρβλ. Ιωάν. η 21 24). Αυτή αύτη η έννοια της αμαρτίας είναι παρούσα μόνον εκεί, όπου αι σχέσεις μεταξύ του Θεού Απολύτου και του ανθρώπου κτίσματος λαμβάνουν χαρακτήρα καθαρώς προσωπικόν. Άλλως απομένει μόνον διανοητική τις αντίληψις περί του ενός ή του άλλου βαθμού τελειότητος του τρόπου υπάρξεως. Η αμαρτία είναι πάντοτε έγκλημα κατά της αγάπης του Πατρός. Εκδηλούται ως απομάκρυνσις από του Θεού και ως στροφή της θελήσεως [//32] ημών προς τα πάθη. Η μετάνοια συνδέεται πάντοτε μετά της εγκρατείας από των αμαρτωλών έλξεων. Και εκτός του Χριστιανισμού διεξάγεται αγών κατά τινων παθών και εν τω ανθρωπισμώ παρατηρείται η προσπάθεια υπερνικήσεως της μιας ή της άλλης φαυλότητος. Εφ όσον όμως απουσιάζει η επίγνωσις της βαθυτέρας ουσίας της αμαρτίας, ήτοι της υπερηφανίας, και εφ όσον η ρίζα αύτη του κακού παραμένει ακατάβλητος, η τραγικότης της ιστορίας δεν θα παύση να αυξάνη. Οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι μόνη η ταπείνωσις δύναται να σώση τον άνθρωπον, και ότι μόνη η υπερηφανία είναι ικανή να κρημνίση αυτόν εις το σκότος του άδου. Η δε νίκη εφ όλου του συμπλέγματος των παθών μαρτυρεί την απόκτησιν της θεοειδούς ζωής. Πάντα τα πάθη ενδύονται αναποφεύκτως μορφήν τινα ορατήν, ή νοητήν φαντασιώδη. Το πνεύμα του χριστιανού, ευρισκόμενον εν φλογερά προσευχή μετανοίας, απεκδύεται τας εικόνας των ορατών πραγμάτων και τας λογικάς εννοίας. Η απέκδυσις του νου από πασών των οπτικών και νοερών παραστάσεων καλλιεργείται και εις άλλας ασκητικάς παραδόσεις. Παρά ταύτα, εν αυτώ τούτω τω «γνόφω της απεκδύσεως» η ψυχή δεν θα συναντήση τον Ζώντα Θεόν, εάν η προσευχή τελήται άνευ της οφειλομένης συνειδήσεως της αμαρτίας και της ειλικρινούς μετανοίας. Είναι δυνατόν, εν τούτοις, να αισθανθή αύτη ανακούφισιν τινα εκ της τύρβης της καθ ημέραν ζωής. Εκ της μεγάλης θλίψεως δια τον απολεσθέντα Θεόν η ψυχή, φυσικώ τω τρόπω, απογυμνούται από των υλικών και νοερών εικόνων, και ο νους πνεύμα

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 15 προσεγγίζει εκείνο το όριον, πέραν του οποίου είναι δυνατόν να φανή το Φως. Αλλά και τούτο το όριον δύναται να παραμείνη απρόσβατον, εάν ο νους επιστρέψη εις εαυτόν. Δεν αποκλείονται [//33] περιπτώσεις κατά τας οποίας ο νους, εν τη προς εαυτόν στροφή, ορά εαυτόν όμοιον προς φως. Είναι σημαντικόν να γνωρίσωμεν ότι το φως τούτο είναι φυσικόν ιδίωμα του νοός ημών, εφ όσον ούτος εκτίσθη κατ εικόνα Θεού, του αποκαλυφθέντος εις ημάς ως Φως «εν ώ σκοτία ουκ έστιν ουδεμία» (Α Ιωάν. α 5). Ούτω συντελείται η μετάβασις προς άλλην μορφήν νοήσεως, προς άλλο είδος συνέσεως, ανωτέρας της επιστημονικής εμπειρικής γνώσεως. Το πνεύμα ημών εν τη ορμή της μετανοίας, απεκδυόμενον παν παρερχόμενον, εποπτεύει ως εξ υψηλής τινος κορυφής τον σχετικόν και συμβατικόν χαρακτήρα πάσης ανθρωπίνης γνώσεως. Πάλιν και πολλάκις επαναλαμβάνομεν: Ο Θεός γνωρίζεται εν αληθεία είτε ως πυρ καθαίρον, είτε ως Φως καταυγάζον. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. ρι 10). Ο φόβος ούτος κατέρχεται εφ ημάς Άνωθεν. Είναι πνευματική αίσθησις προ παντός του Θεού, ύστερον δε και ημών των ιδίων. Ζώμεν εν καταστάσει φόβου ένεκα της ζώσης παρουσίας του Ζώντος Θεού, έχοντες εν ταυτώ συνείδησιν της ρυπαρότητος ημών. Τοιαύτη είναι η ενέργεια του φόβου τούτου: Θέτει ημάς ενώπιον του Προσώπου του Θεού, ίνα κριθώμεν υπ Αυτού αλλ η πτώσις ημών είναι τοιαύτη, ώστε η θλίψις δια την κατάστασιν ημών γίνεται βαθεία οδύνη, βαρυτέρα της βασάνου του οράν εαυτούς εν τη σκοτία της αγνοίας, εν τη παραλυσία της αναισθησίας ή εν τη δουλεία των παθών. Ο φόβος ούτος είναι η ανάνηψις ημών εκ του μακραίωνος ύπνου της αμαρτίας. Φέρει το φως της συνέσεως: την συναίσθησιν, αφ ενός μεν του αιωνίου ολέθρου, αφ ετέρου δε της αγιότητος του Θεού. Η φύσις του ευλογημένου τούτου φόβου είναι θαυμαστή: Άνευ της καθαρτικής αυτού [//34] ενεργείας δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς η οδός προς την τελείαν αγάπην του Θεού. Δεν είναι ούτος μόνον η αρχή της σοφίας, αλλά και της αγάπης. Η ψυχή ημών συγκλονίζεται, όταν επιγινώσκωμεν την πραγματικήν ημών κατάστασιν, και ενούται μετά του Θεού δια σφοδρού πόθου παραμονής εν Αυτώ. Ο φόβος συνοδεύει το θάμβος ημών ενώπιον του αποκαλυπτομένου Θεού. Η φρίκη ημών συνίσταται εις την συναίσθησιν ότι είμεθα ανάξιοι ενός τοιούτου Θεού. Ο φόβος μη τυχόν παραμείνωμεν αιωνίως εν τω σκότει του άδου, του οποίου την φύσιν διακρίνομεν χάρις εις το άκτιστον Φως το αόρατον έτι υφ ημών, αλλά παρέχον την δυνατότητα να βλέπωμεν, διεγείρει άσβεστον δίψαν να αποσπασθώμεν εκ του ασφυκτικού εναγκαλισμού της πτώσεως ημών και να εισέλθωμεν εις την σφαίραν του αδύτου Φωτός, προς τον Θεόν της αγίας αγάπης. Μόνον δια της πίστεως εις τον Θεόν Χριστόν αποκτώμεν αυθεντικόν κριτήριον διακρίσεως των πραγματικοτήτων του ακτίστου και κτιστού κόσμου. Αλλά προς τούτο είναι απαραίτητον να οικοδομήσωμεν άπαν το είναι ημών, και το πρόσκαιρον και το αιώνιον, επί της ασαλεύτου πέτρας των εντολών του Χριστού. Πλείστοι όσοι προσέρχονται εις χειροποιήτους ναούς δια προσευχήν, αλλ ελάχιστοι είναι εκείνοι, οίτινες ευρίσκουν την «στενήν» οδόν, την άγουσαν εις την αχειροποίητον σκηνήν των ουρανών (βλ. Ματθ ζ 14).

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 16 Εν τη αρχή της μετανοίας ημών ουδέν, ως φαίνεται, βλέπομεν, ει μη τον εντός ημών άδην, αλλά παραδόξως το Φως, αθέατον εισέτι υφ ημών, εισδύει ήδη εις την καρδίαν ως ζώσα αίσθησις της παρουσίας του Θεού. Εάν ισχυρώς, δι αμφοτέρων των χειρών, κρατήσωμεν το κράσπεδον του ιματίου του Κυρίου, το θαύμα της εν Θεώ [//35] αυξήσεως ημών θα εντείνηται συνεχώς, και εις ημάς θα αποκαλύπτηται η θαυμαστή μορφή του Ιησού, και μετ Αυτού η θεωρία του Προτύπου ημών, συμφώνως προς το Οποίον συνελήφθημεν, προ καταβολής κόσμου, εν τω Νοΐ του Δημιουργού. Ίνα μη υπεραίρηται η καρδία του ανθρώπου ένεκα του πλούτου των δωρεών, δίδεται εις αυτόν υπό της Προνοίας να φθάση εις αυτήν την γνώσιν δι αποκρήμνων και δυσβάτων αναβάσεων, αίτινες εξαντλούν και τον νουν, και την ψυχήν, και το σώμα. Κατά καιρούς ο Θεός αίρει από του ασκητού την χείρα Αυτού και το αλλότριον πνεύμα ευρίσκει καταλλήλους στιγμάς, καθ άς δύναται να σαλεύση την καρδίαν και την σκέψιν αυτού. Ως εκ τούτου ουδέποτε αισθανόμεθα απολύτως ασφαλείς και δεν «υπεραιρόμεθα», και όταν εισέτι το έλεος του Ηγαπημένου Θεού εκχέηται εφ ημάς πλουσίως. Ιδού, και ο Απόστολος Παύλος ομιλεί ωσαύτως περί τούτου εις την προς Κορινθίους επιστολήν: «Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων, ίνα μη υπεραίρωμαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι» (Β Κορ. ιβ 7). Ούτως ήτο εν τη αρχή του Χριστιανισμού και ούτω θα παραμείνη έως του τέλους της ιστορίας του κόσμου. Απερίγραπτοι είναι αι δωρεαί του Θεού ημών. Και πώς είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να μη επαίρηται ενώπιον των αδελφών αυτού; Τούτο είναι όντως κατορθωτόν δια της συνεργίας αυτής ταύτης της Θείας δυνάμεως, διότι ο Ίδιος ο Θεός είναι Ταπείνωσις. [//36]

[//37] Γ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ 1. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ ΑΡΧΗ ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 17 Ο Πατήρ ημών «Φως οικεί απρόσιτον» (Α Τιμ. στ 16). Ούτος παραμένει αναλλοιώτως μέγα μυστήριον δι ημάς, και όταν εισέτι πληρούμεθα εκ της εγγύτητος Αυτού. Αλλά και ο Άνθρωπος, κτισθείς καθ ομοίωσιν του Υψίστου, είναι ωσαύτως απόκρυφον μυστήριον. Και εν τη στάσει ημών έναντι αυτού δέον όπως μη μειωθή η δίψα της συνεχώς βαθυτέρας γνώσεως ημών περί αυτού και του μεγαλείου της «προ καταβολής κόσμου» κλήσεως αυτού (Ιωάν. ιζ 24). Ο Θεός συνιστά το Απόλυτον Είναι, την Αρχήν πασών των αρχών. Απεκαλύφθη εις ημάς ως ο Εγώ Ειμι, ως Πρόσωπον Υπόστασις. Νυν επιγινώσκομεν Αυτόν δια του Ομοουσίου Υιού, του φανερώσαντος εις ημάς τον Πατέρα: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε ο Μονογενής Υιός ο ών εις τον κόλπον του Πατρός, Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν. α 18). Γνωρίζομεν τον Πατέρα ωσαύτως και δια του Αγίου Πνεύματος: «Ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, Ό πέμψει ο Πατήρ εν τω [//38] Ονόματί Μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα» (Ιωάν. ιδ 26). Και η ζώσα αύτη γνώσις ηλευθέρωσεν ημάς από του παραλογισμού της διανοητικής πτήσεως προς το Υπερπροσωπικόν Απόλυτον, την Καθαράν Ύπαρξιν, την υπερβαίνουσαν πάντα τα όντα, ήτις κατ ουσίαν αποτελεί το μη είναι. Συνάναρχος τω Πατρί και τω Πνεύματι, ο σαρκωθείς Λόγος ήρξατο την αποστολήν Αυτού καλών τους πεπτωκότας εις μετάνοιαν: «Μετανοείτε ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. δ 17). Έδωκεν εις ημάς την γνώσιν και περί του Πατρός και περί του Πνεύματος του Αγίου. Και οι δύο Ούτοι εμαρτύρησαν περί Εκείνου. Ούτος δε έδειξεν εις ημάς την απλανή οδόν προς τον Πατέρα. Εν τω τέλει του βίου μου θα ήθελον να ψάλω επάξιον ύμνον εις την χάριν της μετανοίας, ήτις εδόθη υπ Αυτού εις εμέ. Θα δανεισθώ προς τούτο τους εμπνευσμένους λόγους του αρχαίου Ψαλμωδού. Ο Θεός, ο Θεός μου! Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα Σου. Άγιος εί, Φως οικών απρόσιοτον. Επί Σοι ήλπισαν οι Πατέρες μου και ερρύσω αυτούς. Προς Σε εκέκραξαν και εσώθησαν. Εγώ δε ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος. Όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού. Αλλά Συ εί ο εκσπάσας με εκ γαστρός Εκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου εί Συ. Μη αποστής απ εμού, και διηγήσομαι το Όνομά Σου τοις αδελφοίς μου: Οι φοβούμενοι τον Κύριον αινέσατε Αυτόν. Ότι ουκ εξουδένωσε την θλίψιν μου, ουδέ απέρριψε την δέησίν μου.

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 18 [//39] Εξεζήτησα Αυτόν, και ουκ απέστρεψε το Πρόσωπον Αυτού απ εμού. Και νυν παρ Αυτού ο έπαινός μου εν Εκκλησία Μεγάλη. (Πρβλ. Ψαλμ. καʹ) «Είτε εν σώματι, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα» (Β Κορ. ιβ 2). Ούτως ακριβώς συμβαίνει εις τους μετανοούντας φλογερώς. Το συντετριμμένον πνεύμα του ανθρώπου, διψών έως θανάτου τον σώζοντα Θεόν, έλκεται προς Αυτόν δι όλου του είναι. Και τότε ο άνθρωπος δεν γνωρίζει πότε και πώς συνετελέσθη εν αυτώ η αλλαγή, αλλ επιλανθάνεται του υλικού κόσμου, και αυτού εισέτι του ιδίου σώματος. Παραμένει εν τούτοις το αυτό πρόσωπον, θα ηδυνάμεθα να είπωμεν, μετά δυνάμεως και διαυγείας, όσον ουδέποτε άλλοτε εις την συνήθη καθ ημέραν ζωήν. Αισθάνεται εαυτόν ως ασώματον τρόπον τινα πνεύμα. Εις τοιαύτας στιγμάς της Άνωθεν ευδοκίας, δίδεται εις αυτόν η γνώσις άλλης, ακαταλύτου ήδη, μορφής του Είναι. Ενίοτε το πνεύμα μου ησθάνετο εαυτό ευρισκόμενον είς τινα απειρότητα, ήτις κατά παράδοξον τρόπον ήτο διαφανής, αν και το φως δεν εφαίνετο ως τοιούτον. Δεν δύναμαι να καθορίσω την αβυσσώδη εκείνην σφαίραν. Το πνεύμα μου απερροφάτο ολοτελώς υπό της προσευχής: Ουδέν εκτός του Θεού έβλεπον ή εγνώριζον. Ο μέγας Απόστολος Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους ότι «ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β Κορ. ιβ 4). Τί ηννόει ούτος δια του όρου «ρήματα» ομιλών περί της υψίστης γνώσεως της Άνωθεν δοθείσης εις αυτόν; Ήσαν άρα γε τα «ρήματα» ταύτα ανθρώπινοι λόγοι ή γεγονότα του πνευματικού εκείνου ουρανού εις τον οποίον [//40] «ηρπάγη»; Αι διηγήσεις αυτού εν μέρει μόνον εξηγούν τί συνέβη εις αυτόν. Έρχεται εις τον νουν τολμηρά τις σκέψις: Τον Παύλον δεν εγκατέλειπεν η μνήμη ότι ούτος «εδίωξε την Εκκλησίαν του Θεού» (Α Κορ. ιε 9) ότι υπήρξε «βλάσφημος και υβριστής» (Α Τιμ. α 13) ελθών δε εις άκραν έντασιν μετανοίας περί πάντων τούτων, «ηρπάγη έως τρίτου ουρανού» (Β Κορ. ιβ 2). Θέλω να είπω ότι και εγώ ο ίδιος έζησα την απομάκρυνσιν μου από του Χριστού, ως αφορήτως βδελυρόν έγκλημα κατά της αγάπης Αυτού. Την αγάπην ταύτην εγνώριζον από της πρώτης παιδικής ηλικίας. Ο Κύριος έδωκεν εις εμέ να γευθώ αυτής. Συντετριμμένος δια την αφροσύνην μου παρεδιδόμην εις προσευχήν, ήτις με απέσπα από παντός κτιστού και μετέθετεν εις έτερον κόσμον. Όταν συνειδητοποιήσωμεν όντως το εν ημίν σκότος, όταν αποκαλυφθή εις ημάς η καταχθόνιος ουσία της αμαρτίας, τότε γινόμεθα επιδεκτικοί των ενεργειών της χάριτος: είτε είναι τούτο έλλαμψις υπό του ακτίστου Φωτός, είτε άλλου είδους αρπαγή, γνώσις ή αποκάλυψις. Οι Πατέρες λέγουν ότι η συναίσθησις της αμαρτίας ημών είναι μέγα δώρον του Ουρανού, μεγαλύτερον και της οράσεως αγγέλων. Και εγώ επί μακρόν παρέμενον πνευματικώς τυφλός. Δεν έβλεπον αμαρτίαν εις την απομάκρυνσίν μου από του Θεού των παιδικών μου χρόνων: «Αγνοών εποίησα» (Α Τιμ. α 13). Επίστευον ότι ανηρχόμην εις επίπεδον υψηλότερον του Ευαγγελίου. Εγκατέλιπον

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 19 τούτο άνευ αντιπαθείας, ορθολογικώς σκεπτόμενος ως μη δυνάμενον να παράσχη εις εμέ την υψίστην γνώσιν. Την ουσίαν της αμαρτίας δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν άλλως, ει μη δια της πίστεως εις τον Χριστόν Θεόν, [//41] δια της εν ημίν επενεργείας του ακτίστου Φωτός (βλ. Ιωάν. η 24). Εις τον άνθρωπον, ως πρόσωπον μη ετεραρχούμενον, ως πνεύμα πεπροικισμένον δια της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού, δυνάμεθα να διακρίνωμέν τι το απόλυτον, το «θεοειδές», το μη επιδεόμενον, θα έλεγε τις, άλλου Θεού. Δύναται ο άνθρωπος να θεωρήση εαυτόν ως όντα εκ του ιδίου γένους, έτι δε και εκ της αυτής ουσίας του πρωταρχικού Είναι, και ως εκ τούτου να αποφασίση την πράξιν της αυτοθεώσεως ως επιστροφήν εις το πρωταρχικόν αυτού είναι. Εις την πλάνην αυτήν περιέπεσα εν τη νεότητί μου εξ επιδράσεως βιβλίων περί του ινδικού μυστικισμού και συναντήσεων μετ ανθρώπων εξ εκείνων των χωρών, όπου επί χιλιετίας καλλιεργείται το είδος τούτο του μυστικισμού. Πάντοτε είναι δυνατόν να υψωθή ενώπιον ημών το επιχείρημα, ότι δήθεν η από παντός σχετικού εν τω κοσμικώ είναι απέκδυσις δεν είναι εισέτι ικανοποιητική ότι εν τη εφέσι ημών προς την τελειότητα οφείλομεν να υπερβώμεν την εν ημίν υποστατικήν αρχήν ως πρόσκαιρον μορφήν υπάρξεως, εισάγουσαν περιορισμούς εις πάσας τας εκδηλώσεις ημών. Εν ενί λόγω, ότι πρέπει να φθάσωμεν εκουσίως εις την διάλυσιν ή την νέκρωσιν της ανθρωπίνης υποστάσεως εν τω ανονομάστω ωκεανώ του Καθαρού Είναι, του Υπερπροσωπικού Απολύτου. Δεν ηδυνάμην να αποφύγω το ερώτημα: Τίς, λοιπόν, γνωρίζει; Τίς αυτοπροσδιορίζεται; Και έτερον ερώτημα: Εάν εγώ προήλθον εκ της ανάρχου αρχής, τότε πώς ήτο δυνατόν να προκληθή η τοσούτον βαθεία παραφθορά του είναι μου; Δια τι νυν μετά τοσούτου κόπου οφείλω να επιδιώκω την διάζευξιν από της σαρκός, ώστε να επανέλθω [//42] εις εκείνο, το οποίον πάντοτε ήμην, και κατά την τάξιν της αφηρημένης διανοητικής θεωρήσεως ουδέποτε έπαυσα να είμαι; Αι ασκήσεις του υπερβατικού διαλογισμού επέφερον ανάπαυσιν τινα από του περισπασμού εκ των μεριμνών της καθ ημέραν ζωής. Έδιδον εις εμέ στιγμάς διανοητικής απολαύσεως, ανεβίβαζον εις φαινομενικώς πνευματικάς σφαίρας και έθετον εμέ υψηλότερον του περιβάλλοντός μου. Από φιλοσοφικής επόψεως δεν ηδυνάμην να διανοηθώ την Απόλυτον Αρχήν ως προσωπικόν όν. Και τούτο, εν μέρει, διότι ήμην προσκεκολλημένος εις την γενικήν πλάνην την διαδεδομένην εις τους κύκλους, όπου εσύχναζον τότε. Η πλάνη συνίστατο εις την σύγχυσιν της εννοίας του προσώπου μετά της εννοίας του ατόμου, εννοιών θεολογικώς εκ διαμέτρου αντιθέτων. Παιδίον εισέτι εδιδάχθην να προσεύχωμαι εις τον Αθάνατον Ουράνιον Πατέρα, προς τον Οποίον απήλθον πάντες οι πρόγονοι μου. Τότε εν τη παιδική μου πίστει (βλ. Ματθ. ιη 3, Λουκ. ιη 17), ο συνδυασμός Προσώπου και Αιωνιότητος ήτο εύκολος. Και ούτως, η χριστιανική θεώρησις περί προσώπου την οποίαν είχον αποδεχθή από νηπιακής ηλικίας, εις τινα στιγμήν απέβη το πλέον ουσιώδες ερώτημα: Δύναται το Απόλυτον να είναι πρόσωπον; Η ειλικρινής «ανατολική» εμπειρία μου έφερε μορφήν μάλλον διανοητικήν, αποκεκομμένην εκ της καρδίας: Ήτο άσκησις νοεράς απεκδύσεως

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 20 από παντός σχετικού. Βαθμηδόν επειθόμην ότι ίσταμαι επί εσφαλμένης οδού, ότι απομακρύνομαι από του αληθινού, του πραγματικού Είναι, πορευόμενος προς το μη όν. Η αυθεντική γνώσις δεν διεφαίνετο έτι επί του ορίζοντος του πνεύματός μου. Η περίοδος αύτη ήτο άκρως τεταμένη. Η κατάστασις του νοός μου ωμοίαζε προς κλυδωνιζομένην μικράν [//43] λέμβον εν σκοτεινή νυκτί επί των κυμάτων. Ενίοτε ο νους μου ανέβαινεν εις την κορυφήν κύματος τινος, άλλοτε πάλιν υπό άλλου κύματος εκρημνίζετο εις το βάθος μετ οργής. Εκείνος όμως, τον Οποίον εγώ εγκατέλιπον ως «άχρηστον», δεν απεστράφη εμέ εις τέλος και ο Ίδιος ανεζήτει ευκαιρίαν να εμφανισθή εις εμέ. Αίφνης έθεσεν ενώπιόν μου το βιβλικόν κείμενον της Σιναϊτικής Αποκαλύψεως: «Εγώ ειμί ο Ών» (Έξοδ. γ 14). Το Είναι είμαι Εγώ. Ο Θεός, ο Απόλυτος Δεσπότης όλων των αστρικών κόσμων, είναι προσωπικός. Εγώ ειμί. Δι αυτού του Ονόματος διηνοίχθησαν έμπροσθεν μου ατέρμονες ορίζοντες. Ο προσωπικός ούτος Θεός απέβη δι εμέ οφθαλμοφανής πραγματικότης, την οποίαν έζων ουχί επί του επιπέδου της αφηρημένης διανοήσεως, αλλ υπαρκτικώς, δι όλου του είναι μου. Η όλη δομή της πνευματικής μου ζωής μετεμορφώθη. Καίτοι το πνεύμα μου δεν είχε φωτισθή πλήρως, εγνώριζες εν τούτοις που να στραφή. Το Φως του Πολικού Αστέρος ήγγισε την όρασίν μου και ο νους μου ηδυνήθη να ανέλθη μέχρις Αυτού. Όντως, ο Θεός Ούτος είναι άκρως απρόσιτος, αλλ εφικτός εις το πνεύμα ημών. Να είναι τις θεός, εκτός Αυτού του Μόνου Αληθινού, είναι αφροσύνη χείρων πασών των λοιπών μορφών αφροσύνης. Εγώ δε, συνειδητοποιήσας το φρικτόν της πτώσεως μου, παρεδόθην εις απεγνωσμένον, πικρόν και έμπυρον θρήνον: Ο Κύριος εδωρήσατο εις εμέ την χαρισματικήν απόγνωσιν. Και ενώ εγώ εθρήνουν δι εμαυτόν μετά κλαυθμού ισχυρού, μη τολμών να υψώσω την σκέψιν μου προς Αυτόν, ενεφανίσθη Ούτος εις εμέ εν τω Φωτί Αυτού. Ούτως έθεσε την αρχήν της νέας ζωής μου, αναγεννήσας εμέ δια των δακρύων της μετανοίας. Παν ό,τι πρότερον είλκυεν εμέ εν τω κόσμω τούτω απώλεσε την γοητείαν αυτού, και, περί ουδενός πλέον [//44] σκεπτόμενος, εβυθίσθην εις προσευχήν. Δεν θα είπω ότι η πάλη προς απελευθέρωσιν μου εξ όλων εκείνων, εις τα οποία πρότερον μετά πάθους είχον επιδοθή, ήτο εύκολος ή έστω σύντομος. Ιδιαιτέρως βαρύς ήτο δι εμέ ο χωρισμός από της ζωγραφικής. Η χάρις της μετανοίας είναι αρπαγή της ψυχής προς τον Θεόν, ελκυσθείσης υπό της εμφανίσεως του Φωτός. Το Φως τούτο κατ αρχάς ουδόλως εισέτι είναι ορατόν, αλλ εκ της θέρμης αυτού απαλύνεται η καρδία. Η ψυχή διχάζεται: Αφ ενός μεν κυριεύεται υπό της φρίκης, βλέπουσα εαυτήν εν τη πραγματική αυτής καταστάσει, αφ ετέρου δε πλημμυροί αυτήν η μέχρι τότε άγνωστος δύναμις εκ της οράσεως του Ζώντος Θεού. Κατά παράδοξον τρόπον τοσούτον υπερίσχυεν εντός μου η απόγνωσις δι εμαυτόν, ώστε, και όταν εισέτι ήτο Εκείνος μετ εμού και εν εμοί, δεν ηδυνάμην να ανακόψω τον κλαυθμόν δια την αμαρτίαν μου, ήτις ως προς την μεταφυσικήν αυτής ουσίαν ενεφανίζετο ως υπερβαίνουσα πάσαν ορατήν παράβασιν. Η σφοδρά επιθυμία, όπως διαρρήξω πάντα δεσμόν μετά της προγενεστέρας ζωής μου, ελάμβανε μορφήν μίσους προς

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 21 εμαυτόν, ως ήμην εν τω παρελθόντι. Παραλλήλως, η θετική πλευρά της αποστροφής εκ των παθών εξεδηλούτο εις την πράξιν της εδραιώσεως μου εν τω αποκαλυφθέντι εις εμέ Θεώ (βλ. Κολ. β 19, Εφεσ. δ 16). Εκ της εντάσεως του αγίου αυτομίσους η προσευχή αντλεί ισχυράν ενέργειαν και αποβαίνει ομοία προς ορμητικήν φλόγα. Το πνεύμα τότε ζη συγχρόνως το σκότος του θανάτου αυτού και την ελπίδα επί τον Σωτήρα Θεόν. Δεν υπάρχει αμφιβολία δι εμέ ότι η δύναμις της προσευχής μου δεν ήτο εξ εμού, αλλά προήρχετο εκ του Θεού. Η προσευχή αύτη εξήντλει εμέ μέχρι πλήρους εξασθενήσεως [//45] όλης της ψυχο σωματικής μου συστάσεως. Θαυμαστή ειρήνη ήρχετο ενίοτε εις την ψυχήν και πνοή άλλης ζωής περιεπτύσσετο εμέ τρυφερώς, παρέχουσα την αίσθησιν της παρουσίας του Θεού, του υπεραγαπήσαντος το λογικόν Αυτού κτίσμα. Οδυνηρός είναι ο αγών της απεκδύσεως των παθών, άτινα παρεμποδίζουν την έλευσιν του Φωτός. Η μακραίων πείρα των αγίων ασκητών κατέδειξε δι ακαταμαχήτου αξιοπιστίας ότι η υπερηφανία είναι το κύριον πρόσκομμα δια τον φωτισμόν ημών υπό του Αγίου Πνεύματος. Κατά την διάρκειαν εκείνης της προσευχής, την οποίαν έδιδεν εις εμέ ο Κύριος, ότε ησθανόμην εαυτόν εξηντλημένον τρόπον τινά έως τέλους εφ όλων των επιπέδων της υπάρξεως μου, τότε, νομίζω, προσήγγιζον την εντεταλμένην ταπείνωσιν, διότι διηνοίγετο ενώπιον του πνεύματός μου η φωτοφόρος σφαίρα. Και δεν υπήρχεν αντίθεσις μεταξύ της πνευματικής μου καταστάσεως και της ενεργείας του Θεού εν εμοί. Η ταπείνωσις του Θεού είναι ασύλληπτος, απόλυτος, και εν αυτή δεν υπάρχει στοιχείον τι συγκρίσεως προς ο,τιδήποτε. Αποτελεί αύτη κατηγόρημα της Θείας αγάπης, της παρεχομένης άνευ μέτρου. Εις τας προσευχάς των προγενεστέρων γενεών, ως και εις την Αγίαν Γραφήν, συναντώμεν ονόματα αποδιδόμενα εις τον Θεόν, αναφερόμενα εις τας ιδιότητας Αυτού, εις τας σχέσεις Αυτού μεθ ημών, εις τας εμφανίσεις Αυτού ως: Ο Θεός είναι Φως, ο Θεός είναι Αλήθεια, Αγάπη, Έλεος και πλήθος άλλων ονομάτων. Τολμώ να προσθέσω: Ο Θεός είναι Ταπείνωσις. Ουδέν ακάθαρτον, τουτέστιν υπερήφανον, άπτεται Αυτού. Η υπερηφάνια είναι σκότος απαίσιον, ο αντίπους της Θείας Αγαθωσύνης. [//46] Η υπερηφανία είναι η αρχή του κακού, η ρίζα πάσης τραγωδίας, ο σπορεύς του μίσους, ο αφανιστής της ειρήνης, αντικειμένη εις την τάξιν, ήν εθέσπισεν ο Θεός. Εν αυτή ευρίσκεται η ουσία του άδου. Η υπερηφανία είναι εκείνο το «σκότος το εξώτερον», εν τω οποίω διαμένων ο άνθρωπος αποχωρίζεται από του Θεού της αγάπης. «Οι άνθρωποι ηγάπησαν το σκότος» (Ιωάν. γ 19). Η σωτηρία εξ αυτού του άδου είναι δυνατή μόνον δια της μετανοίας. Η μετάνοια είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα. Η μετάνοια είναι το Θείον θαύμα δια την αποκατάστασιν ημών μετά την πτώσιν. Η μετάνοια είναι έκχυσις θείας εμπνεύσεως εφ ημάς, δυνάμει της οποίας ανυψούμεθα προς τον Θεόν, τον Πατέρα ημών, ίνα ζήσωμεν αιωνίως εν τω φωτί της αγάπης Αυτού. Δια της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασυλλήπτου μεγαλείου. Η δωρεά αύτη κατέστη δυνατή δια της προσευχής του Χριστού εν τη