1
2 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Αρχικά θα ήθελα να εκφράσω τις θερμότερες ευχαριστίες μου στον κ. Κάβουρα για το ενδιαφέρον θέμα που μου ανέθεσε, την εμπιστοσύνη που μου έδειξε, καθώς και την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφερε καθ όλη τη διάρκεια του έτους. Ακόμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους εθελοντές χωρίς τους οποίους δε θα μπορούσε να υλοποιηθεί η όλη έρευνα. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου, την αδερφή μου καθώς και τη φίλη μου και συμφοιτήτρια μου Φραγκούλη Δήμητρα για την αμέριστη στήριξη και αγάπη τους.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 3 Το νερό διαδραματίζει πολλούς ρόλους μέσα στο ανθρώπινο σώμα και αποτελεί απαραίτητο συστατικό για τη κυτταρική ομοιόσταση και τη διατήρηση της ζωής. Ενώ το γεγονός αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη επίτευξης βέλτιστων επιπέδων υδάτωσης, παρατηρείται στις περισσότερες περιπτώσεις ένα αρνητικό ισοζύγιο νερού, δηλαδή τα άτομα συχνά καταναλώνουν λιγότερο νερό από αυτό που χάνεται μέσω των διαφόρων οδών (δερματική, αναπνευστική, γαστρεντερική, νεφρική απώλεια νερού). Σκοπός: Στη συγκεκριμένη πτυχιακή μελέτη εξετάσθηκε κατά πόσον η αξιολόγηση του χρώματος των ούρων με βάση τη χρωματική κλίμακα του Armstrong et al.1994 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστος δείκτης της κατάστασης υδάτωσης των ατόμων. Μεθοδολογία: Μελετήθηκαν 91 άτομα με μέσο όρο ηλικίας 13,8 ± 4,2 έτη. Το δείγμα περιλάμβανε αγόρια και κορίτσια. Πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις βάρους, ύψους, ωσμωτικότητας ούρων, ειδικού βάρους ούρων. Ακόμα αξιολογήθηκε το χρώμα των ούρων και κατά πόσο τα άτομα ένιωθαν διψασμένα ή όχι. Αποτελέσματα: Οι μετρήσεις έδειξαν ότι το δείγμα είχε βάρος 55 ± 13,7 kg και ύψος 1,55 ± 0,38. Οι αναλύσεις των ούρων έδειξαν ότι το χρώμα των ούρων (Urine Color) ήταν 4,5 ± 1,2, το ειδικό βάρος των ούρων (USG) ήταν 1,032 ± 0,007, και η ωσμωτικότητα των ούρων (Urine Osmolality) ήταν 952 ± 226 mosm/kg. Ο δείκτης της δίψας ήταν 52,3 ± 33 mm. Σύμφωνα με το δείκτη της ωσμωτικότητας των ούρων το 86% του δείγματος ήταν αφυδατωμένο. Με βάση το ειδικό βάρος των ούρων το 95% του δείγματος ήταν αφυδατωμένο ενώ με την αξιολόγηση του χρώματος των ούρων βρέθηκε ότι το 73% του δείγματος ήταν αφυδατωμένο. Ακόμα βρέθηκε ότι η κατηγοριοποίηση των ατόμων με βάση το χρώμα των ούρων και με βάση την ωσμωτικότητα των ούρων σχετίζεται μόνο στο 38% του δείγματος καθώς και ότι η κατηγοριοποίηση με βάση το ειδικό βάρος των ούρων σχετίζεται με αυτή που προκύπτει από την αξιολόγηση του χρώματος των ούρων στο 37% του δείγματος. Αντίθετα, βρέθηκε ότι ο δείκτης της ωσμωτικότητας των ούρων και του ειδικού βάρους των ούρων είναι ισχυρά συσχετιζόμενοι καθώς συμφωνούν στο 79% του δείγματος. Συμπέρασμα: Το χρώμα των ούρων αποτελεί σημαντικό δείκτη της κατάστασης ενυδάτωσης των ατόμων σε αθλητικά και βιομηχανικά προγράμματα (γρήγορη εκτίμηση των επιπέδων υδάτωσης), ωστόσο δεν προτείνεται ως αξιόπιστος δείκτης της αφυδάτωσης σε εργαστηριακά προγράμματα, όπου απαιτείται μεγαλύτερη ακρίβεια, εξαιτίας του σφάλματος στην κατηγοριοποίηση των ατόμων στα διάφορα επίπεδα.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1.Εισαγωγή Νερό 1.1.Ο ρόλος του νερού 5 1.2.Πρόσληψη νερού συστάσεις 5 1.3.Συνολικό νερό σώματος 6 1.4.Κατανομή..8 1.5.Ανταλλαγή.....9 1.6.Ανάγκες σε νερό..10 1.7.Παράγοντες που καθορίζουν το υδατικό σωματικό ισοζύγιο..11 Αφυδάτωση 1.8.Αφυδάτωση..12 1.8.1.Νεφρική έκκριση νερού 13 1.8.2.Δερματική απώλεια νερού...15 1.8.3.Αναπνευστική απώλεια νερού..15 1.8.4.Γαστρεντερική απώλεια νερού.17 Υδάτωση 1.9Δείκτες κατάστασης ενυδάτωσης 1.9.1.Αλλαγές στο σωματικό βάρος..18 1.9.2.Δίψα..19 1.9.3.Αιματολογικοί δείκτες: -Αιματοκρίτης-Αιμοσφαιρίνη 20 -Ωσμωτικότητα πλάσματος-συγκέντρωση νατρίου...21 -Αλλαγές στον όγκο του πλάσματος..22 1.9.4.Ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης.22 1.9.5.Πίεση του αίματος,καρδιακός ρυθμός, ορθοστατική αντοχή...23 1.9.6.Ουρικοί δείκτες -Ειδικό βάρος-οσμωτικότητα ούρων.24 -Όγκος-Χρώμα ούρων 25 2.Σκοπός.27 3.Μεθοδολογία...28 4.Αποτελέσματα.31 5.Συζήτηση.42 6.Βιβλιογραφία...46 4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5 1.1.Ο ρόλος του νερού Το νερό είναι το κυριότερο συστατικό του ανθρώπινου σώματος και είναι απαραίτητο για τη κυτταρική ομοιόσταση και τη ζωή. Το νερό είναι ο διαλύτης για βιοχημικές αντιδράσεις και έχει μοναδικές φυσικές ιδιότητες να απορροφά μεταβολική θερμότητα στο εσωτερικό του σώματος. Το νερό είναι επίσης απαραίτητο στη διατήρηση του αγγειακού όγκου και χρησιμεύει ως μέσο για μεταφορά στο εσωτερικό του σώματος παρέχοντας θρεπτικά συστατικά και απομακρύνοντας απόβλητα. Επιπρόσθετα η κυτταρική αφυδάτωση έχει προταθεί σαν μια σημαντική ένδειξη για τον έλεγχο του κυτταρικού μεταβολισμού και την έκφραση των γονιδίων [1]. Η ημερήσια πρόσληψη νερού πρέπει να είναι ισορροπημένη με τις απώλειες έτσι ώστε να διατηρηθεί η συνολική ποσότητα νερού στο σώμα. Έλλειμμα στα επίπεδα νερού του σώματος προκαλούν την ικανότητα του οργανισμού να διατηρεί την ομοιόσταση κατά τη διάρκεια αναταραχών (π.χ. αρρώστια, φυσική δραστηριότητα, περιβαλλοντική έκθεση) και μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία και την υγεία. 1.2.Πρόσληψη νερού-συστάσεις Η συνολική πρόσληψη νερού περιλαμβάνει την καθαρή πόση νερού, τη ποσότητα νερού που περιέχεται στα οινοπνευματώδη ποτά και τη ποσότητα νερού που περιέχεται στα τρόφιμα. Παρόλο που μια χαμηλή πρόσληψη νερού έχει συσχετιστεί με κάποια χρόνια νοσήματα, αυτή η ένδειξη είναι ανεπαρκής για να δημιουργήσουμε συστάσεις για τη πρόσληψη νερού σαν μέσο για την μείωση των χρόνιων αυτών νοσημάτων. Αντί για αυτό μια επαρκής πρόσληψη για το συνολικό νερό έχει καθοριστεί προκειμένου να αποτραπούν οι φθοροποιές, κατά κύριο λόγο οξείες, επιδράσεις της αφυδάτωσης, οι οποίες περιλαμβάνουν μεταβολικές και λειτουργικές ανωμαλίες. Επειδή η φυσιολογική ενυδάτωση μπορεί να διατηρηθεί σε ένα ευρύ φάσμα προσλήψεων νερού, το AI για το συνολικό νερό (από συνδυασμό του πόσιμου νερού, των ποτών και των τροφίμων), έχει καθοριστεί με βάση την μέση συνολική πρόσληψη νερού από δεδομένα έρευνας των ΗΠΑ.
6 Το AI για τη συνολική πρόσληψη νερού για τους νέους άνδρες και τις γυναίκες (ηλικίας 19 έως 30 ετών) είναι 3,7 L και 2,7L ανά ημέρα αντίστοιχα. Τα υγρά που προέρχονται από την πρόσληψη νερού κ ποτών υπό τον όρο ότι καταναλώνονται 3,0 L ( 13 φλιτζάνια) και 2,2 L ( 9 φλιτζάνια) την ημέρα για 19 έως 30 ετών άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα, αντιπροσωπεύουν περίπου το 81% του συνολικού προσλαμβανόμενου νερού στην έρευνα των ΗΠΑ. Το νερό που περιέχεται στα τρόφιμα αντιστοιχεί περίπου στο 19% της συνολικής πρόσληψης νερού. Όπως και με τα AI για άλλα θρεπτικά συστατικά, για ένα υγιές άτομο, ημερήσια κατανάλωση κάτω από το AI δεν μπορεί να παρέχει επιπρόσθετο κίνδυνο διότι ένα ευρύ φάσμα πρόσληψης είναι συμβατό με την φυσιολογική ενυδάτωση. Σε αυτή τη τοποθέτηση, το AI δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως μια ιδιαίτερη απαίτηση. Υψηλότερη πρόσληψη νερού θα απαιτηθεί για εκείνους που είναι δραστήριοι ή που εκτίθενται σε ζεστό περιβάλλον. Στη διάρκεια λίγων ωρών, ελλείμματα νερού μπορεί να προκύψουν λόγω της μειωμένης πρόσληψης ή αυξημένων απωλειών από τη σωματική δραστηριότητα και την περιβαλλοντική έκθεση (π.χ. θερμότητα). Ωστόσο, σε καθημερινή βάση, η πρόσληψη υγρών, που κινείται από το συνδυασμό της δίψας και της κατανάλωσης ποτών στα γεύματα, επιτρέπει τη διατήρηση της κατάστασης υδάτωσης και του συνολικού σωματικού νερού σε κανονικά επίπεδα. Επειδή τα υγιή άτομα έχουν σημαντική ικανότητα να εκκρίνουν περίσσεια νερού και έτσι να διατηρείται η ισορροπία του νερού, μια Ανώτατη Ανεκτή Πρόσληψη δεν έχει καθιερωθεί για το νερό. Ωστόσο, οξεία τοξικότητα λόγω νερού έχει αναφερθεί λόγω της ταχείας κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων υγρών που υπερβαίνει κατά πολύ τη μέγιστη νεφρική απέκκριση νερού (περίπου 0,7 έως 1,0 L την ώρα). 1.3.Συνολικό νερό σώματος Η συνολική ποσότητα νερού στο σώμα συνιστάται από το εξωκυττάριο υγρό και το ενδοκυττάριο υγρό και προσεγγίζει περίπου κατά μέσο όρο το 60% του συνολικού σωματικού βάρους με διακύμανση από περίπου 45% έως 75 % [2]. Η μεταβλητότητα στο συνολικό νερό σώματος κατά κύριο λόγο οφείλεται σε διαφορές στη σύνθεση του σώματος. Το συνολικό σωματικό νερό συνήθως μετριέται από την κατανομή του όγκου ενός κατάλληλου δείκτη. Ο πίνακας 1 προβλέπει τιμές ολικού σωματικού νερού για διαφορετικές ηλικίες και γένη με βάση ενδεικτικές μεθόδους αραίωσης [2]. Οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι έχουν μειωμένο ολικό σωματικό νερό κυρίως επειδή έχουν λιγότερη άλιπη μάζα και αυξημένο σωματικό λίπος. Οι διαφορές των φύλων στην συνολική ποσότητα νερού δεν παρατηρούνται παρά μόνο μετά την ηλικία των 12 ετών περίπου [3], όταν στα αγόρια αρχίζει να αυξάνει η άλιπη μάζα σώματος, με ρυθμό ταχύτερο από ότι αυξάνει στα κορίτσια.
7 Οι αθλητές έχουν σχετικά υψηλές τιμές συνολικού σωματικού νερού λόγω της ύπαρξης ενός υψηλού ποσοστού άλιπης μάζας, ενός χαμηλού ποσοστού σωματικού λίπους και υψηλά επίπεδα γλυκογόνου σκελετικών μυών. Τα υψηλά επίπεδα γλυκογόνου σκελετικών μυών αυξάνουν την περιεκτικότητα σε νερό των άλιπων ιστών λόγω της ωσμωτικής πίεσης που ασκείται από κοκκία γλυκογόνου εντός των μυών του σαρκοπλάσματος [4-6]. Πίνακας 1.Συνολικό σωματικό νερό (TB) ως ποσοστό του ολικού σωματικού βάρους σε διάφορες ηλικίες και γένη. Στάδιο ζωής TB σαν ποσοστό ολικού σωματικού βάρους,μέση τιμή (εύρος) 0-6 μηνών 74(64-84) 6 μήνες-1 έτος 60(57-64) 1-12 ετών 60(49-75) Άντρες,12-18 ετών 59(52-66) Γυναίκες,12-18 ετών 56(49-63) Άντρες,19-50 ετών 59(43-73) Γυναίκες,19-50 ετών 50(41-60) Άντρες, >51 ετών 56(47-67) Γυναίκες, >51 ετών 47(39-57)
8 1.4.Κατανομή Το σωματικό νερό κατανέμεται ανάμεσα στο ενδοκυττάριο και εξωκυττάριο υγρό, τα οποία συνιστούν το 65% και 35% του συνολικού σωματικού νερού αντίστοιχα. Το εξωκυττάριο υγρό είναι περαιτέρω χωρισμένο σε διάμεσο και χώρους πλάσματος. Εικόνα 1. Σχηματική αναπαράσταση των διαμερισμάτων του ύδατος στο ανθρώπινο σώμα. Οι σκιασμένες περιοχές δείχνουν το σχετικό μέγεθος του εκάστοτε διαμερίσματος και τον κατά προσέγγιση όγκο σε λίτρα σε έναν ενήλικο 70 kg. TB=total body water ενδοκυττάριο υγρό, ECF=extracellular fluid εξωκυττάριο υγρό, ISF=interstitial fluid διάμεσο υγρό, IVF=intravascular fluid ενδοαγγειακά υγρά Κατά μέσο όρο ένας άντρας 70kg έχει περίπου 42 L συνολικό σωματικό νερό, 28 L ενδοκυττάριο υγρό, και 14 L εξωκυττάριο υγρό, με το εξωκυττάριο υγρό να αποτελείται από περίπου 3,5 L πλάσματος και 10,5 L διάμεσου υγρού. Αυτοί δεν είναι σταθεροί όγκοι, αλλά αντιπροσωπεύουν τα καθαρά αποτελέσματα της δυναμικής ανταλλαγής υγρών με ποικίλους διαφορετικούς ρυθμούς μεταξύ των διαμερισμάτων [7]. Διαταραχές όπως η άσκηση, η έκθεση σε θερμότητα, ο πυρετός, η διάρροια, το τραύμα και τα εγκαύματα τροποποιούν σημαντικά το καθαρό όγκο και τους ρυθμούς ανταλλαγής υγρών μεταξύ των εν λόγω διαμερισμάτων.
9 1.5.Ανταλλαγή Η ανταλλαγή του νερού ανάμεσα στον ενδοκυττάριο και στον εξωκυττάριο χώρο εξαρτάται από ωσμωτικές κλίσεις. Το νερό περνά διαμέσου των μεμβρανών από περιοχές με χαμηλότερη συγκέντρωση σε περιοχές με υψηλότερη συγκέντρωση κατά την ώσμωση, η οποία προσπαθεί να εξισώσει τις διαφορές συγκέντρωσης σε όλη τη μεμβράνη. Οι κυτταρικές μεμβράνες είναι ελεύθερα διαπερατές για το νερό, αλλά είναι μόνο επιλεκτικά διαπερατές για τις διαλυμένες ουσίες. Το νερό συνεπώς διανέμεται διαμέσου των κυτταρικών μεμβρανών προκειμένου να εξισώσει την ωσμωτική συγκέντρωση εξωκυττάριου και ενδοκυττάριου υγρού. Αν και τα δύο διαμερίσματα περιέχουν διαφορετικές μεμονωμένες συγκεντρώσεις διαλυμένης ουσίας, η συνολική συγκέντρωση ισορροπίας κατιόντων και ανιόντων είναι η ίδια σε κάθε διαμέρισμα, όπως περιγράφεται από την Gibbs-Donnan ισορροπία. Στο εξωκυττάριο υγρό, το πιο άφθονο κατιόν είναι το νάτριο, ενώ τα χλωριούχα και τα διττανθρακικά αποτελούν τα κύρια ανιόντα. Τα ιόντα αυτά αντιπροσωπεύουν το 90 έως 95 % των ωσμωτικά ενεργών συστατικών του εξωκυττάριου υγρού και αλλαγές στο περιεχόμενό τους μεταβάλλουν τον όγκο του εξωκυττάριου υγρού. Στο ενδοκυττάριο υγρό, τα πιο άφθονα κατιόντα είναι το κάλιο και το μαγνήσιο, ενώ οι πρωτεΐνες είναι τα κύρια ανιόντα. Οι έντονες διαφορές στις συγκεντρώσεις νατρίου και καλίου ανάμεσα στο ενδοκυττάριο και στο εξωκυττάριο υγρό, διατηρούνται με ενεργή μεταφορά μέσω αντλίας ιόντων εντός των κυτταρικών μεμβρανών. Η ανταλλαγή νερού ανάμεσα στον ενδοαγγειακό και στο διάμεσο χώρο συμβαίνει στα τριχοειδή. Τα τριχοειδή διαφορετικών ιστών έχουν ποικίλες ανατομικές δομές και επομένως διαφορετική διαπερατότητα στο νερό και τις διαλυμένες ουσίες. Οι τριχοειδικές δυνάμεις που καθορίζουν εάν θα συμβεί καθαρή διήθηση (δηλαδή, το νερό εξέρχεται από τον αγγειακό χώρο) ή καθαρή απορρόφηση (δηλαδή, το νερό εισέρχεται στον αγγειακό χώρο) είναι υδροστατικές ογκωτικές πιέσεις. Ογκωτική πίεση είναι η ωσμωτική πίεση που δημιουργείται από τη διαφορά της συγκέντρωσης των πρωτεϊνών ορού (για παράδειγμα, τα επίπεδα λευκωματίνης ορού) κατά μήκος της τριχοειδικής μεμβράνης. Γενικότερα, η διήθηση παρατηρείται στις αρτηρίες στην αρχή του τριχοειδούς, ενώ η απορρόφηση στις φλέβες στο τέλος του τριχοειδούς. Ελλιπής αντικατάσταση υγρών έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση στο συνολικό νερό σώματος επηρεάζοντας κάθε υγρό χώρο, ως συνέπεια της ελεύθερης ανταλλαγής υγρών [8-10]. Η κατανομή της σωματικής απώλειας νερού μεταξύ των υγρών χώρων, καθώς και μεταξύ των διαφορετικών σωματικών οργάνων κατά τη διάρκεια υδατικού ελλείμματος (αφυδάτωση), καθορίστηκε σε ένα ζωικό μοντέλο [10]. Το υδάτινο έλλειμμα σε αρουραίους θερμικά αφυδατωμένους κατά 10 % του σωματικού βάρους τους κατανέμονταν ανάμεσα στον ενδοκυττάριο (41%) και εξωκυττάριο (59%) χώρο. Η οργανική απώλεια υγρών κατά 40% προέρχεται από τους μυς, 30 % από το δέρμα, 14 % από τα σπλάχνα, και 14% από το κόκκαλο. Ούτε ο εγκέφαλος ούτε το ήπαρ χάνουν σημαντική ποσότητα νερού. Διάφορες μέθοδοι
10 αφυδάτωσης επηρεάζουν τη διαμερισματοποίηση του νερού που χάνεται από τους υγρούς χώρους [11]. 1.6.Ανάγκες σε νερό Οι υγιείς άνθρωποι ρυθμίζουν την ημερήσια υδατική ισορροπία εντυπωσιακά καλά κατά τη διάρκεια της ζωής τους παρά τις αλλαγές στη βιολογική εξέλιξη και την έκθεση σε αγχωτικούς παράγοντες σε κατάσταση ενυδάτωσης. Οξείες ή χρόνιες ελλείψεις σωματικού νερού προκύπτουν όταν η πρόσληψη μειώνεται και οι απώλειες αυξάνονται αλλά από μέρα σε μέρα η ενυδάτωση σε γενικές γραμμές διατηρείται σε καλά επίπεδα όσο η τροφή και τα υγρά είναι διαθέσιμα. Οι ημερήσιες ανάγκες σε νερό καθορισμένες από την ισορροπία υγρών, τη ροή του νερού ή έρευνες κατανάλωσης παρέχουν παρόμοιες τιμές για δεδομένες συνθήκες. Μια ημερήσια πρόσληψη της τάξης των 3,7 L για τους ενήλικες άντρες και 2,7 L για τις ενήλικες γυναίκες αντιστοιχούν στις ανάγκες της πλειονότητας των ατόμων. Ωστόσο επίπονη φυσική δραστηριότητα και υπερβολικό άγχος (heat stress) μπορούν να αυξήσουν σε μεγάλο βαθμό τις ημερήσιες ανάγκες σε νερό καθώς και η ατομική μεταβλητότητα ανάμεσα στους αθλητές μπορεί να είναι σημαντική. Η διακύμανση των φυσιολογικών αναγκών σε νερό ευρέως οφείλεται σε πολυάριθμους παράγοντες (μεταβολισμό, δίαιτα, κλίμα, ντύσιμο) [12]. Συνεπώς η φυσιολογική ενυδάτωση συμβαδίζει με ένα ευρύ φάσμα πρόσληψης υγρών. Οι απαιτήσεις του ανθρώπου σε νερό δεν πρέπει να βασίζονται σε ένα ελάχιστο όριο πρόσληψης καθώς αυτό τελικά μπορεί να οδηγήσει σε έλλειμμα και ακολούθως σε πιθανή ελλειμματική επίδοση και συνέπειες στην υγεία [12]. Για αυτό έχει καθοριστεί μια επαρκή πρόσληψη για το νερό. Η επαρκής πρόσληψη βασίζεται σε πειραματικά αποδιδόμενα επίπεδα πρόσληψης τα οποία αναμένεται να εξασφαλίσουν θρεπτική επάρκεια για το σύνολο ενός υγιούς πληθυσμού. Δεδομένα από την υδατική ισορροπία, τη ροή του νερού και στατιστικές για τη συνολική πρόσληψη νερού εξετάζονται. Μελέτες ισορροπίας υγρών δείχνουν ότι οι ημερήσιες ανάγκες νερού αυξάνονται από την πρώιμη νεογνική ηλικία (0,6L) μέχρι τη παιδική ηλικία (1,7L) [13,14]. Για τους ενήλικες οι ημερήσιες ανάγκες για τους άντρες προσεγγίζουν τα 2,5L εάν η ζωή τους είναι καθιστική [15,16] και αυξάνεται στα 3,2L εάν η φυσική τους δραστηριότητα είναι μέτρια [17,18], ενώ οι περισσότερο δραστήριοι ενήλικες οι οποίοι ζουν σε ζεστό περιβάλλον έχουν ημερήσιες ανάγκες που προσεγγίζουν περίπου τα 6L [19].
11 Εξέταση των μελετών που σχετίζονται με τη ροή του νερού δείχνουν ότι η ημερήσια ροή νερού είναι 3,3L και 4,5L για τους ενήλικες με καθιστική ζωή και τους δραστήριους ενήλικες αντίστοιχα [20-28]. Για περισσότερο δραστήριους πληθυσμούς έχουν αναφερθεί πολύ υψηλότερες τιμές (6L) [28]. Ανεπαρκή δεδομένα είναι διαθέσιμα για τις γυναίκες αλλά σε γενικές γραμμές παρατίθενται χαμηλότερες τιμές ροής νερού σε σχέση με τα αρσενικά ομόλογα (περίπου 0,5-1L λιγότερο). 1.7.Παράγοντες που καθορίζουν το υδατικό σωματικό ισοζύγιο Το ισοζύγιο νερού του σώματος εξαρτάται από τη καθαρή διαφορά ανάμεσα στο κέρδος και την απώλεια νερού. Κέρδος προκύπτει από την κατανάλωση (υγρών και τροφίμων) και την παραγωγή (μεταβολικό νερό), ενώ οι απώλειες νερού προκύπτουν από αναπνευστικές, δερματικές, νεφρικές και γαστρεντερικές απώλειες. Το νερό συνήθως καταναλώνεται από το στόμα μέσω των υγρών και των τροφίμων, και αυτό το μείγμα αφομοιώνεται και απορροφάται εντός του γαστρεντερικού σωλήνα. Ως εκ τούτου, η πρόσληψη νερού μπορεί να υπολογιστεί από τους μετρούμενες όγκους υγρών και τους πίνακες σύστασης τροφίμων. Απώλειες νερού μπορούν να εκτιμηθούν από μια ποικιλία των φυσιολογικών και βιοφυσικών μετρήσεων και υπολογισμών [15, 29, 30]. Ανάλογα με την ηλικία του ατόμου, την υγεία, τη διατροφή, τη δραστηριότητα και τη περιβαλλοντική έκθεση, διαφορετικοί φυσιολογικοί και βιοφυσικοί μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ποσοτικοποίηση των συνιστωσών του ισοζυγίου νερού. Στον πίνακα 2 παρατίθενται οι ελάχιστες εκτιμώμενες απώλειες και η παραγωγή νερού (ml/ημέρα) σε υγιείς ενήλικες με καθιστική ζωή, θεωρώντας συνθήκες στις οποίες υπάρχει ελάχιστη απώλεια νερού από θερμορυθμιστική εφίδρωση. Πίνακας 2. Εκτίμηση της ελάχιστης ημερήσιας απώλειας και παραγωγής α νερού. Αναφορά Πηγή Απώλεια (ml/d) Παραγωγή(mL/d) Hoyt και Honig, 1996 Αναπνευστική απώλεια -250 έως -350 Adolph, 1947b Απώλεια ούρων -500 έως -1000 Newburgh et al., 1 Απώλεια κοπράνων -100 έως -200 Fecal Kuno, 1956 Άδηλη απώλεια -450 έως -1900 Hoyt και Honig, 1996 Μεταβολική παραγωγή 250 έως 350 Συνολικά -1300 έως -3.450 250 έως 350 Καθαρή απώλεια -1050 έως -3100 α Θεωρώντας συνθήκες στις οποίες υπάρχει ελάχιστη απώλεια νερού λόγω εφίδρωσης
12 1.8.Αφυδάτωση Μείωση στα αποθέματα νερού στο σώμα είναι συνήθως γνωστή ως αφυδάτωση. Συνήθως σχετίζεται με μια μείωση στον όγκο του πλάσματος, η οποία επιδρά αρνητικά στη καρδιαγγειακή λειτουργία [31]. Ο μειωμένος όγκος πλάσματος μπορεί να μειώσει την συμφόρηση του όγκου, οδηγώντας σε αυξημένο καρδιακό ρυθμό έτσι ώστε να διατηρηθεί μια συνεχή καρδιακή παροχή. Αυξημένος όγκος πλάσματος επίσης αυξάνει και τη ροή ιδρώτα και τη δερματική αιματική ροή [32]. Η αφυδάτωση τόσο σε ακινησία όσο και σε μέτρια και έντονη φυσική δραστηριότητα αυξάνει τη θερμοκρασία του σώματος σε ένα ανώτερο σημείο [33], το οποίο με τη σειρά του αυξάνει τον κίνδυνο για οξείους τραυματισμούς. Επιπρόσθετα, ήπιας μορφής αφυδάτωση, της τάξης του 1-2% του σωματικού βάρους, μειώνει την αθλητική απόδοση. Σε μια κλασική μελέτη Armstrong et al [34] αφυδατώθηκαν δρομείς κατά 1,5-2% του σωματικού τους βάρους και τους ζητήθηκε να τρέξουν αγώνα δρόμου για 1500, 5000 και 10000m. Όταν η επίδοση τους συγκρίθηκε με αυτή σε κατάσταση ενυδάτωσης ήταν πιο αργοί κατά 3.1%, 6.7%, 6.3 % για τις αποστάσεις 1500, 5000, 10000m αντίστοιχα. Το νερό μπορεί να χαθεί από το σώμα δια μέσου διαφόρων οδών, ονομαστικά τη νεφρική, τη δερματική, την αναπνευστική και τη γαστρεντερική πορεία.
1.8.1.Νεφρική έκκριση νερού 13 Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες τα νεφρά είναι οι κατά κύριο λόγο ελεγκτές της υδατικής ισορροπίας. Ζυγίζουν λιγότερο από 0,5 % του συνολικού σωματικού βάρους αλλά η αιματική ροή σε ακινησία αντιστοιχεί περίπου στο 25% της καρδιακής παροχής. Παρόλο που τα νεφρά διηθούν περισσότερο από 150 L υγρών σε ημερήσια βάση, λιγότερο από το 1% αυτών των υγρών εκκρίνεται στη πραγματικότητα στα ούρα [35]. Η έκκριση νερού από τα νεφρά βρίσκεται κατά κύριο λόγο υπό τον έλεγχο της AVP (αντιδιουρητική ορμόνη) και το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης. Ωστόσο και άλλες ορμόνες εμφανίζεται να παίζουν κάποιο ρόλο. Η AVP είναι η κύρια ρυθμιστική ορμόνη των υγρών από ωσμωτικές ενδείξεις και ενδείξεις πίεσης [36]. Τα επίπεδα της AVP, όπως και η δίψα, αυξάνονται γρήγορα με μικρή αύξηση στην ωσμωτικότητα, αλλά ακόμα και αλλαγές στον όγκο του πλάσματος φαίνεται να μεταβάλλουν αυτή την ωσμωτική διέγερση [37-39]. Οι πιο κοινές αιτίες της αφυδάτωσης ονομαστικά αναφέρονται στην υψηλή θερμοκρασία, στο πυρετό, στην ανεπαρκή κατανάλωση υγρών και στη φυσική δραστηριότητα, καταλήγοντας σε μια αύξηση στην ωσμωτικότητα και μια αύξηση στον όγκο του πλάσματος. Σε αυτές τις καταστάσεις η αφυδάτωση διεγείρει και τη δίψα και αυξάνει τα επίπεδα της AVP. Η δίψα καταλήγει σε αυξημένη λήψη υγρών (όταν είναι διαθέσιμα) και οι αυξημένες συγκεντρώσεις της AVP εμποδίζουν τις απώλειες νερού μέσω μιας μείωσης στην ουρική παραγωγή οφειλόμενη στην αυξημένη σωληνοειδή επαναρρόφηση νερού από τους νεφρούς. Σαν αποτέλεσμα του τελευταίου μηχανισμού η ουρία συγκεντρώνεται και η ένδειξη είναι ένα σκούρο κιτρινωπό χρώμα. Είναι η ίδια η απόκριση της AVP στην αφυδάτωση, η οποία εκδηλώνεται με αλλαγές στο χρώμα, στην ωσμωτικότητα και στο ειδικό βάρος των ούρων και η οποία χρησιμοποιείται για να για να αξιολογήσουμε τα επίπεδα υδάτωσης [40-42]. Οι νεφροί είναι υπεύθυνοι για τη ρύθμιση του όγκου και της σύνθεσης του εξωκυττάριου υγρού μέσω μιας σειράς περίπλοκων νευροενδοκρινικών οδών [43]. Το νεφρικό υγρό προϊόν μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τα μακροθρεπτικά, το αλάτι, τη ποσότητα νερού. Ωστόσο, για άτομα που καταναλώνουν κατά μέσο όρο βορειοαμερικανική διατροφή, ορισμένες από αυτές τις επιδράσεις μπορεί να μην είναι ορατές [44]. Δεδομένου ότι υπάρχει ένα όριο για τη ποσότητα ούρων που μπορούν να συγκεντρώσουν τα νεφρά, η ελάχιστη ποσότητα του νερού που απαιτείται καθορίζεται από την ποσότητα των τελικών προϊόντων που πρέπει να αποβληθούν (π.χ., κρεατινίνη, ουρία). Στις τυπικές Δυτικές δίαιτες, κατά μέσο όρο 650 mosmol ηλεκτρολυτών και άλλων διαλυτών πρέπει να αποβάλλονται ανά ημέρα για να διατηρηθεί η ισορροπία των
14 ηλεκτρολυτών. Συνεπώς, αν τα ούρα είναι μέγιστα συμπυκνωμένα (περίπου Uosm 1200 mosmol / kg νερού), η ελάχιστη παραγωγή ούρων είναι περίπου 500 ml/ημέρα. Για αφυδατωμένα άτομα που ζουν σε θερμό κλίμα, η ελάχιστη ημερήσια παραγωγή ούριας μπορεί να είναι μικρότερη από 500 ml/ημέρα [45]. Γενικά η παραγωγή ούρων κατά μέσο όρο αντιστοιχεί σε 1 έως 2 L/ημέρα, αλλά μπορεί να φθάσει τα 20 L/ημέρα σε εκείνες τις περιπτώσεις που καταναλώνονται μεγάλες ποσότητες υγρών [46]. Υγιή άτομα μεγαλύτερης ηλικίας πάντως, δεν μπορούν να συμπυκνώσουν τα ούρα όπως νεαρά άτομα και συνεπώς έχουν υψηλότερη ελάχιστη παραγωγή ούρων. Για παράδειγμα, οι άνδρες και οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (μέση ηλικία 79 ετών) είχαν χαμηλότερη μέγιστη ωσμωτικότητα ούρων της τάξης των 808 και 843 mosm/kg, αντίστοιχα, σε σύγκριση με τα 1089 mosm/kg για τους νέους άνδρες (μέση ηλικία 24 ετών). Αυτό αντιστοιχεί σε υψηλότερη ελάχιστή παραγωγή ούρων της τάξης των 700 και 1086 ml / ημέρα για τους άνδρες και τις γυναίκες σε σύγκριση με τα 392 ml / ημέρα για τους νέους άνδρες [47]. Η παραγωγή ούρων ποικίλλει αντιστρόφως με τη κατάσταση υδάτωσης του σώματος: ανεβαίνει κατακόρυφα με υπερυδάτωση ενώ κατεβαίνει σταδιακά με αφυδάτωση [48]. Η κορυφή αυτής της υπερβολικής σχέσης προσεγγίζει παραγωγή ούρων περίπου 50 ml/ώρα. Οι ερευνητές έχουν αναφέρει ότι η ουρική παραγωγή μπορεί προσωρινά να αυξηθεί σε περίπου 600 έως 1000 ml/ώρα με φόρτωση νερού [49-51] και να μειωθεί σε περίπου 15 ml/ώρα με αφυδάτωση [45]. Η παραγωγή ούρων μπορεί να ποικίλλει σημαντικά για τη διατήρηση του συνολικού σωματικού νερού. Ωστόσο, υπάρχουν ξεκάθαρα όρια για το ποσό της συντήρησης και της απέκκρισης. Η σωματική δραστηριότητα και το κλίμα επίσης μπορούν να επηρεάσουν την παραγωγή ούρων. Η άσκηση και η θερμική ένταση μειώνει την παραγωγή ούρων κατά 20% έως 60% [52-54], ενώ το κρύο και η υποξία αυξάνει την παραγωγή ούρων [55, 56].
1.8.2.Δερματική απώλεια νερού 15 Η δερματική απώλεια νερού, μέσω του ιδρώτα παίζει ένα σημαντικό θερμορυθμιστικό ρόλο. Για κάθε λίτρο ιδρώτα που εξατμίζεται από το ανθρώπινο σώμα 580Kcal θερμότητας εκλύονται στο περιβάλλον [33]. Οι απώλειες νερού μέσω έκκρισης υποτονικού ιδρώτα είναι συνήθως γύρω στα 500 ml/ ημέρα. Ωστόσο τέτοιες απώλειες αυξάνονται σε πυρετό, έγκαυμα, αυξημένο μεταβολισμό και υψηλές περιβαλλοντικές θερμοκρασίες. Η δερματική απώλεια νερού μπορεί να αυξηθεί δραματικά κατά τη διάρκεια φυσικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, οι αθλητές που προπονούνται μπορούν να παράγουν 1500-2000ml ιδρώτα ανά ώρα κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης σε ζεστό περιβάλλον [57], ενώ υπάρχουν και άτομα στα οποία η ποσότητα ιδρώτα που παράγεται μπορεί να φτάσει τα 3700ml ανά ώρα [58]. Επίσης αποδεικνύεται αρκετά καλά ότι οι αθλητές με μεγάλες απώλειες νερού κατά τη διάρκεια της εφίδρωσης σπάνια προσλαμβάνουν περισσότερο από 200-500ml ανά ώρα σε ένα δύωρο αγώνα, επιτρέποντας στους εαυτούς τους να αφυδατωθούν κατά 2-3 kg νερό [57]. Αυτό το φαινόμενο, το οποίο περιγράφεται ως εκούσια και ακούσια αφυδάτωση [50, 60], δείχνει ότι το αίσθημα της δίψας ίσως δεν είναι ακριβής δείκτης των επιπέδων υδάτωσης [61]. 1.8.3.Αναπνευστική απώλεια νερού Η ποσότητα της αναπνευστικής απώλειας νερού, μέσω εξάτμισης εντός των πνευμόνων, εξαρτάται από τον όγκο αερισμού και την κλίση της πίεσης των ατμών [62]. Ο όγκος αερισμού αυξάνεται με τη φυσική δραστηριότητα σε υποξία και υπερκαπνία, ενώ η πίεση ατμών μεταβάλλεται με την θερμοκρασία, την υγρασία και τη βαρομετρική πίεση. Η σωματική δραστηριότητα γενικά έχει μεγαλύτερη επίδραση στις αναπνευστικές απώλειες νερού από ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Η ημερήσια αναπνευστική απώλεια νερού είναι κατά μέσο όρο 250 έως 350 ml/ημέρα για άτομα με καθιστική ζωή, αλλά μπορεί να αυξηθεί σε 500 έως 600 ml/ημέρα για δραστήρια άτομα που ζουν σε ήπια κλίματα, στο επίπεδο της θάλασσας [56]. Για αυτές τις συνθήκες, οι αναπνευστικές απώλειες νερού (y = ml/ημέρα) μπορούν να προβλεφθούν από τον μεταβολικό ρυθμό (x = kcal/ημέρα) από την εξίσωση y = 0.107x + 92.2 (Hoyt και Honig, 1996) [56]. Υψηλή υψομετρική έκθεση (πάνω από 4.300 μ., 448 mm Hg) μπορεί να αυξήσει περαιτέρω τις αναπνευστικές απώλειες νερού από περίπου 200 ml/ ημέρα [56]. Η θερμοκρασία του ατμοσφαιρικού αέρα και η υγρασία τροποποιούν τις αναπνευστικές απώλειες νερού. Η εισπνοή ζεστού και ξηρού αέρος, κατά τη διάρκεια έντονης σωματικής άσκησης μπορεί να αυξήσει τις αναπνευστικές απώλειες νερού από 120 έως 300 ml/ημέρα [62].
16 Η εισπνοή κρύου και ξηρού αέρα κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης και αγχώδους σωματικής άσκησης (Πίνακας 3) μπορεί να αυξήσει τις αναπνευστικές απώλειες νερού κατά περίπου 5 ml/ώρα και περίπου 15 έως 45 ml/ώρα, αντίστοιχα [55]. Οι Freund και Young (1996) υπολόγισαν ότι για ένα 24ωρο στρατιωτικό σενάριο (8 ώρες ανάπαυσης, 12 ώρες μέτριας δραστηριότητας, και 4 ώρες μέτριας-βαριάς δραστηριότητας), οι αναπνευστικές απώλειες νερού αυξάνονται κατά περίπου 340 ml/ημέρα κατά την αναπνοή σε θερμοκρασία αέρα -20 C σε σχέση με 25 C. Πίνακας 3. Αναπνευστική απώλεια νερού σε ακινησία, ελαφριά ή έντονη φυσική δραστηριότητα στους 0, -20, 25 0 C Θερμοκρασία Σχετική Πίεση υδρατμών Μεταβολικός ρυθμός Αναπνευστική υγρασία(%) (mm Hg) (watts) απώλεια νερού(ml/h) C F 25 77 65 15 Σε ακινησία(100) 10 0 32 100 5 Σε ακινησία(100) 13-20 -4 100 1 Σε ακινησία(100) 15 25 77 65 15 Ελαφριά (300) 30 0 32 100 5 Ελαφριά (300) 40-20 -4 100 1 Ελαφριά (300) 45 25 77 65 15 Έντονη (600) 60 0 32 100 5 Έντονη (600) 80-20 -4 100 1 Έντονη (600) 90 Συμπερασματικά η σχετικά μικρή ποσότητα νερού που χάνεται μέσω της αναπνοής ίσως εκτιμάται με βάση τον όγκο αερισμού και τη σχετική υγρασία του περιβάλλοντος [62]. Ωστόσο παράγοντες όπως η άσκηση, ο υπεραερισμός, ο πυρετός και η χαμηλή περιβαλλοντική σχετική υγρασία προκαλούν μεγαλύτερες αναπνευστικές απώλειες νερού. Σε γενικές γραμμές πάντως, μια μέση μέρα με χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας οι αναπνευστικές απώλειες νερού δεν ξεπερνούν τα 200ml [63].
17 1.8.4.Γαστρεντερική απώλεια νερού Μια σχετικά μικρή ποσότητα νερού εκκρίνεται καθημερινά μέσα από τα περιττώματα. Το μεγαλύτερο μέρος των προσλαμβανόμενων υγρών τα οποία εισέρχονται στο λεπτό έντερο επαναρροφώνται εκεί, ενώ τα υπόλοιπα απορροφώνται στο κόλον. Σε περιπτώσεις διάρροιας, εμετού ή άλλων γαστρεντερικών παθολογιών η απώλεια νερού μπορεί να αυξηθεί σημαντικά και να προκαλέσει σοβαρή αφυδάτωση. Οι γαστρεντερικές απώλειες νερού σε υγιείς ενήλικες είναι περίπου 100 έως 200 ml ημερησίως [16]. Τα τελευταία 20 χρόνια πολλοί δείκτες αναπτύχθηκαν για να αξιολογήσουν με ακρίβεια τα επίπεδα υδάτωσης στον άνθρωπο. Αλλαγές στο σωματικό βάρος, αιματολογικές και ουρικές παράμετροι, βιοηλεκτρική εμπέδηση, ζάρες στην επιφάνεια του δέρματος, ο καρδιακός ρυθμός και αλλαγές στη πίεση του αίματος είναι μερικά από αυτά. Η ωσμωτικότητα του πλάσματος, η ουρική ωσμωτικότητα και το ειδικό βάρος των ούρων είναι οι πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες ενδείξεις ενυδάτωσης. Ωστόσο το χρώμα των ούρων έχει επίσης χρησιμοποιηθεί με λογική ακρίβεια όταν οι εργαστηριακές αναλύσεις δεν είναι διαθέσιμες ή όταν είναι απαραίτητη μια γρήγορη εκτίμηση των επιπέδων υδάτωσης.
1.9.Δείκτες κατάστασης ενυδάτωσης 18 1.9.1.Αλλαγές στο σωματικό βάρος Οι αλλαγές στο σωματικό βάρος έχουν ευρέως χρησιμοποιηθεί για τη εξακρίβωση οξείων αλλαγών στα επίπεδα ενυδάτωσης και ειδικά για την εκτίμηση της αφυδάτωσης σαν αποτέλεσμα οξείου στρες με ή χωρίς άσκηση σε μια μικρή περίοδο λίγων ωρών. Σε αυτή την εκδοχή, επειδή ένα σημαντικό μέρος του νερού που χάνεται οφείλεται σε δερματική απώλεια νερού μέσω του ιδρώτα ή σε νεφρική έκκριση μέσω της διούρησης θεωρείται ότι το ειδικό βάρος του ιδρώτα και το ειδικό βάρος των ούρων είναι περίπου 1.0 καταλήγοντας σε ενός γραμμαρίου αλλαγή στο σωματικό βάρος για κάθε ml ιδρώτα και ούρων που παράγεται. Οι αλλαγές στο σωματικό βάρος συχνά χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των ρυθμών εφίδρωσης και συνεπώς τις αλλαγές στα συνολικά επίπεδα νερού σο σώμα [64]. Η προσέγγιση αυτή συνήθως χρησιμοποιείται για να εκτιμώνται οι μεταβολές σε σχετικά μικρή διάρκεια, όταν η πρόσληψη φαγητού και υγρών καθώς και οι εκκρίσεις είναι προσεκτικά ελεγχόμενες. Η ισχύς αυτής της εκτίμησης εξαρτάται από τις μετρήσεις σωματικού βάρους όταν δεν συγχέονται με άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τις μεταβολές του. Αν πραγματοποιούνται ορθοί έλεγχοι, οι αλλαγές στο σωματικό βάρος μπορούν να παρέχουν μια πιο ευαίσθητη εκτίμηση των αλλαγών του συνολικού σωματικού νερού απ ότι επαναλαμβανόμενες μετρήσεις με διαλυτικές μεθόδους [65]. Πιθανές συγχυτικές συνέπειες της απώλειας ούρων, της πρόσληψης υγρών, της αναπνευστικής απώλειας νερού, της μεταβολικής απώλειας μάζας, της παγίδευσης νερού στα ρούχα κατά την εφίδρωση (απώλεια ιδρώτα), και συνεπώς τις εκτιμήσεις για αλλαγή του συνολικού σωματικού νερού σε άτομα που εκτελούν άσκηση σε θερμό και δροσερό περιβάλλον έχουν εξεταστεί [66]. Σημαντικά σφάλματα κατά την εκτίμηση του ποσοστού εφίδρωσης παρουσιάζονται εκτός αν τα υγρά που χάνονται (όχι μέσω εφίδρωσης) συμπεριλαμβάνονται στις αλλαγές σωματικού βάρους [66]. Επιπλέον, η φόρτωση υδατανθράκων σε αθλητές θα οδηγήσει σε αυξημένα σωματικά βάρη που δεν αντικατοπτρίζουν ενυδάτωση καθώς το γλυκογόνο των μυών ωσμωτικά συγκρατεί νερό. Συνολικά, οι αλλαγές στο σωματικό βάρος παρέχουν έναν αποτελεσματικό δείκτη των αλλαγών στο σωματικό νερό, αν οι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το σωματικό βάρος είναι προσεκτικά ελεγχόμενοι. Σε αρκετές μελέτες, η εκτίμηση των επιπέδων υδάτωσης βασίζεται σε αλλαγές στο σωματικό βάρος για ορισμένες ώρες, συμπεριλαμβανομένου και του νυχτερινού ύπνου [67, 68]. Ένα βασικό μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι τα μεγέθη μπορεί να μεταβάλλονται από παράγοντες όπως τα κόπρανα και η κατανάλωση τροφής και υγρών. Επιπλέον η εκτίμηση των επιπέδων υδάτωσης χρησιμοποιώντας αυτή τη τεχνική απαιτεί πρωτύτερη γνώση του (προ-
19 αφυδάτωσης) σωματικού βάρους. Αλλαγές στο σωματικό βάρος μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση των επιπέδων υδάτωσης σε συνδυασμό με άλλους δείκτες, ειδικά σε ανθρώπους που δεν υφίστανται σημαντικές διακυμάνσεις στο σωματικό τους βάρος. Παρά αυτούς τους περιορισμούς, η μέτρηση των επίπέδων υδάτωσης μέσω των αλλαγών στο σωματικό βάρος παραμένει η μόνη ποσοτική προσέγγιση που μπορεί με ασφάλεια να χρησιμοποιηθεί σε εργαστηριακές και πειραματικές μελέτες. 1.9.2.Δίψα Δίψα είναι "η επιθυμία να πιεις λόγω ψυχολογικών και συμπεριφορικών νύξεων, που απορρέουν από έλλειψη νερού" [59], μέσω της οποίας οι άνθρωποι αναπληρώνουν τις απώλειες υγρών κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμων περιόδων (αρκετές ώρες) [69, 70]. Διάφορες κλίμακες έχουν αναπτυχθεί με την πάροδο των ετών για να ποσοτικοποιήσουμε τη δίψα με τη βαθμολόγηση της αίσθησης, για παράδειγμα, ξηροστομία ή ξηρότητα του λαιμού. Ωστόσο, η πιο πρακτική και ευρέως χρησιμοποιούμενη προσέγγιση σε μελέτες ζώων και ανθρώπων είναι η ποσοτικοποίηση του όγκου των υγρών που από μόνο του καταναλώνει ένα άτομο (όση ποσότητα θέλει) ως υποκατάστατο μέτρησης της δίψας. Παρά τη «κατ αρεσκείαν» πόση φαίνεται ότι οι άνθρωποι τείνουν να υποκαταστήσουν τις ανάγκες τους σε υγρά βραχυπρόθεσμα [30]. Ενεργοποίηση της δίψας συμβαίνει μέσω των αισθήσεων και φυσιολογικών μηχανισμών [71-73]. Για παράδειγμα, αυξήσεις στην ωσμωτικότητα του πλάσματος ή μια μείωση του όγκου του πλάσματος έχουν σημειώσει σημαντική συνεισφορά στην πρόβλεψη της αντικατάστασης των υγρών αυτών ακολουθώντας ελλείμματα νερού της τάξης του 3, 5% και 7% του σωματικού βάρους [74].
20 1.9.3.Αιματολογικοί δείκτες Μετρήσεις των παραμέτρων του αίματος έχουν ευρέως χρησιμοποιηθεί στην αξιολόγηση των επιπέδων υδάτωσης. Αιματοκρίτης-Αιμοσφαιρίνη Αλλαγές στη συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες των επιπέδων υδάτωσης, αλλά στη πραγματικότητα αυτές οι αλλαγές αντιπροσωπεύουν αλλαγές στον όγκο του πλάσματος και όχι στο συνολικό σωματικό νερό. Αν οι βασικές τιμές των δύο αυτών παραμέτρων είναι γνωστές, τότε η αλλαγή στον όγκο του πλάσματος μπορεί να εκτιμηθεί χρησιμοποιώντας την ακόλουθη μαθηματική εξίσωση: (αναπτύχθηκε αρχικά από Dill και Costill) [75]. %ΔPV= (Hb C /Hb i * 1-Hct i /1-Hct c 1)* 100 όπου c αναφέρεται στο δείγμα αίματος ελέγχού και i αναφέρεται στο δείγμα αίματος οποιαδήποτε στιγμή PV είναι ο όγκος του πλάσματος Hb είναι η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης Hct είναι η συγκέντρωση του αιματοκρίτη Αυτή η τεχνική είναι πολύ αξιόπιστη, θεωρώντας ότι οι βασικές μετρήσεις είναι διαθέσιμες και έγκυρες. Ωστόσο αυτές οι τιμές μπορεί να επηρεάζονται από αρκετούς παράγοντες. Για παράδειγμα, η χρήση ενός αιμοστατικού περιδέσμου για τη έλξη του αίματος, έχει δειχθεί ότι προκαλεί αλλαγές στον αιματοκρίτη και στην αιμοσφαιρίνη [76], και μια όρθια στάση για 20min μπορεί να αλλάξει σημαντικά τις τιμές του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης, και με τη σειρά προκαλείται αλλαγή στον όγκο του πλάσματος [77]. Συνοψίζοντας, ο αιματοκρίτης και η αιμοσφαιρίνη μπορεί να είναι έγκυροι δείκτες ενυδάτωσης αλλά αξιόπιστες μετρήσεις αυτών των παραμέτρων απαιτούνται για ακριβή αξιολόγηση των επιπέδων υδάτωσης.
21 Ωσμωτικότητα πλάσματος-συγκέντρωση νατρίου Τα επίπεδα της ωσμωτικότητας του πλάσματος και η συγκέντρωση νατρίου έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί για να αξιολογήσουν τα επίπεδα υδάτωσης, ιδιαίτερα επειδή μετριούνται εύκολα και αναλύονται ταχύτατα. Κατά τη διάρκεια της αφυδάτωσης, το νάτριο του πλάσματος και η ωσμωτικότητα αυξάνονται [11]. Το νάτριο του πλάσματος και η ωσμωτικότητα είναι τα πιο δυνατά σήματα για τη διέγερση της AVP του πλάσματος, η οποία είναι η κύρια ρυθμιστική ορμόνη των υγρών. Σε μια πρόσφατη έρευνα, Powoski et al [78], η ωσμωτικότητα του πλάσματος αυξανόταν ακόμα και σε αφυδάτωση της τάξης του 1% του σωματικού βάρους. Η ωσμωτικότητα του πλάσματος παρέχει ένα δείκτη των επιπέδων αφυδάτωσης. Είναι στενά ελεγχόμενη από ομοιοστατικά συστήματα και είναι το πρωταρχικό φυσιολογικό σήμα που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση υδατικού ισοζυγίου (μέσω έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης από τον υποθάλαμο και την οπίσθια υπόφυση), με αποτέλεσμα αλλαγές στην παραγωγή των ούρων και την κατανάλωση υγρών [43, 79]. Η στέρηση νερού (αν ξεπερνάει τις απώλειες διαλυτών ουσιών) αυξάνει την ωσμωτικότητα του πλάσματος και του εξωκυττάριου υγρού και έτσι τα υγρά εισέρχονται στον υποθάλαμο. Αυτό προκαλεί απώλεια ενδοκυττάριου υγρού από ωσμωαποδεκτικούς νευρώνες, η οποία στη συνέχεια σηματοδοτεί την απελευθέρωση της αντιδιουρητικής ορμόνης από τον οπίσθιο υποθάλαμο και την υπόφυση. Σε γενικές γραμμές, η ωσμωτικότητα του πλάσματος αποτελεί ένα καλό δείκτη για τη κατάσταση ενυδάτωσης, εάν η απώλεια είναι μεγαλύτερη από τις απώλειες διαλυτών ουσιών. Όταν διαλυτές ουσίες και νερό χάνονται αναλογικά, όπως με τη διάρροια ή τον έμετο, η ωσμωτικότητα του πλάσματος παραμένει σταθερή και η απελευθέρωση της βασοπρεσίνης είναι απότομη. Ωστόσο, η προκύπτουσα απώλεια εξωκυττάριου υγρού θα διεγείρει το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, ως μέσο για την αύξηση του νατρίου και επομένως τη κατακράτηση νερού [80]. Το νάτριο είναι το κύριο κατιόν του εξωκυττάριου υγρού. Οποιαδήποτε απώλεια νερού σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις απώλειες ηλεκτρολυτών θα αυξήσει τις συγκεντρώσεις νατρίου στα διαμερίσματα του εξωκυττάριου υγρού. Σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν (συνολικά συμμετείχαν 32 άτομα) μετρήθηκε η συγκέντρωση του νατρίου στο πλάσμα σε διάφορα επίπεδα ενυδάτωσης. Το συνολικό σωματικό νερό είτε μετρήθηκε άμεσα ή υπολογίστηκε με βάση πληροφορίες για τη σύνθεση του σώματος. Διαπιστώθηκε μια μέτρια αρνητική σχέση (r = -0,46) ανάμεσα στη μείωση του συνολικού σωματικού νερού και την αύξηση των επιπέδων νατρίου στο πλάσμα (p = 0,14).
22 Αλλαγές στον όγκο του πλάσματος Η υπερυδάτωση προκαλεί μια μέτρια αύξηση στον όγκο του πλάσματος [49, 81]. Η αφυδάτωση προκαλεί μείωση στον όγκο του πλάσματος, αλλά το μέγεθος της μείωσης είναι μεταβλητό. Για παράδειγμα, άτομα που είναι προσαρμοσμένα στη ζέστη έχουν μικρότερη μείωση στον όγκο πλάσματος για ένα συγκεκριμένο έλλειμμα σωματικού νερού από ότι άτομα που δεν έχουν προσαρμοστεί σε τέτοιο κλίμα [82]. Έχοντας έναν πιο αραιό ιδρώτα, τα προσαρμοσμένα σε ζεστά κλίματα άτομα έχουν πρόσθετη διαλυμένη ουσία εντός του εξωκυττάριου χώρου για να ασκήσουν ωσμωτική πίεση και να μεταφερθεί νερό από τον ενδοκυτταρικό χώρο. Εάν ένα άτομο αφυδατωθεί από διουρητικά φάρμακα, προκαλείται απώλεια πλάσματος σε ένα μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής απώλειας σωματικού νερού σε σύγκριση με την άσκηση σε θερμό περιβάλλον (αφυδάτωση) [83]. Ωστόσο, από τότε που π.χ. ο θερμικός εγκλιματισμός, η σωματική άσκηση κ.α. καθώς και η μέθοδος αφυδάτωσης τροποποιούν τη μείωση στον όγκο του πλάσματος για ένα δεδομένο επίπεδο αφυδάτωσης [84], ίσως δεν αποτελεί καλό δείκτη της κατάστασης ενυδάτωσης για όλους τους πληθυσμούς. 1.9.4.Ανάλυση Bιοηλεκτρικής Eμπέδησης Κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας συλλέχθηκαν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν τη χρήση της βιοηλεκτρικής εμπέδησης στον έλεγχο των επιπέδων υδάτωσης [85]. Παρά σημαντικούς περιορισμούς (π.χ την εξάρτηση από παράγοντες όπως η θερμοκρασία του δέρματος, η κατανάλωση φαγητού και ποτού, και η στάση του σώματος πριν τη μέτρηση) διεξάχθηκε μια έρευνα, Piccoli et al [86], η οποία επιδοκίμασε τη μέθοδο βιοηλεκτρικής εμπέδησης ως μέθοδο κατάλληλη για την αξιολόγηση των επιπέδων υδάτωσης ακόμα και κατά τη διάρκεια της ορειβασίας. Η βιοηλεκτρική εμπέδηση είναι μια γρήγορη, ακριβής και πρακτική μέθοδος για την αξιολόγηση του συνολικού σωματικού νερού σε υγιή άτομα σε ακινησία. Ωστόσο δε φαίνεται να παρέχει ακριβείς υπολογισμούς για τους όγκους των διαμερισμάτων των υγρών [87]. Η ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης (BIA) έχει πρόσφατα αποκτήσει προσοχή γιατί είναι απλή στη χρήση και επιτρέπει ταχείες και φθηνές εκτιμήσεις του συνολικού σωματικού νερού. Απόλυτες τιμές, που προκύπτουν από αυτή την τεχνική συσχετίζονται καλά με τις τιμές του συνολικού σωματικού νερού που λαμβάνονται από την ισοτοπική αραίωση [88-90]. Οι εν λόγω μελέτες πραγματοποιήθηκαν σε θέματα ενυδάτωσης βάσει τυποποιημένων κλινικών συνθηκών (π.χ., ελεγχόμενη δίαιτα, στάση του σώματος, θερμοκρασία δέρματος, αεργία). Μελέτες έχουν
23 δείξει ότι η ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης μπορεί να μην έχει επαρκή ακρίβεια στο να ανιχνεύει έγκυρα μέτρια αφυδάτωση (περίπου 7 % του συνολικού σωματικού νερού) και στερείται ανάλυσης με ισοτονική απώλεια υγρών [91]. Επειδή οι συγκεντρώσεις υγρών, ηλεκτρολυτών και των πρωτεϊνών του πλάσματος μπορεί να έχουν ανεξάρτητες επιδράσεις, η ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης μπορεί να προσφέρει παραπλανητικές τιμές όσον αφορά τη κατάσταση αφυδάτωσης ή υπερυδάτωσης [65, 92]. Οι συγκεντρώσεις υγρών και ηλεκτρολυτών μπορεί να έχουν ανεξάρτητες επιδράσεις στην ένδειξη της BIA, με αποτέλεσμα συχνά να παρέχουν κατάφωρα παραπλανητικές τιμές που αφορούν την αφυδάτωση [92]. Παρόλο που η βιοηλεκτρική εμπέδηση είναι υποσχόμενη σαν μια πιθανή μέθοδος για την αξιολόγηση των επιπέδων υδάτωσης, περαιτέρω έρευνα είναι απαραίτητη πριν χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικό εργαλείο για τη διερεύνηση αλλαγών στο σωματικό νερό. 1.9.5.Πίεση του αίματος, καρδιακός ρυθμός, ορθοστατική ανοχή Έχει αποδειχθεί ότι η αφυδάτωση από μόνη της αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό σε ανάπαυση και κατά τη διάρκεια εντατικής άσκησης [31]. Η αφυδάτωση φαίνεται επίσης να προκαλεί έλλειψη ορθοστατικής ανοχής [93], ενώ η πρόσληψη νερού σε αφυδατωμένα άτομα φαίνεται να βελτιώνει τις επιδόσεις σε ορθοστατική δοκιμασία ανοχής [94]. Στην πραγματικότητα, οι απαντήσεις της αρτηριακή πίεσης και του καρδιακού ρυθμού σε ταχείες αλλαγές της στάσης του σώματος μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην παροχή πρόσθετων πληροφοριών για την εκτίμηση των επιπέδων ενυδάτωσης, αν και δεν είναι σε θέση να εντοπίζουν αλλαγές στα επίπεδα υγρών, ανεξάρτητα από άλλους δείκτες.
24 1.9.6.Ουρικοί δείκτες Ειδικό βάρος-ωσμωτικότητα των ούρων Επειδή η ουρία γίνεται πιο συμπυκνωμένη με την αφυδάτωση, το ειδικό βάρος και η ωσμωτικότητα των ούρων έχουν χρησιμοποιηθεί ως δείκτες της κατάστασης ενυδάτωσης. Το ειδικό βάρος και η ωσμωτικότητα των ούρων αυξάνονται με την αφυδάτωση και είναι πολύ ισχυρά συσχετιζόμενα (r = 0,82-0,97) μεταξύ τους [41, 78]. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ισχύς του ειδικού βάρους και της ωσμωτικότητας των ούρων ως δείκτες για την αξιολόγηση της κατάστασης ενυδάτωσης βελτιώθηκε όταν το πρώτο πρωινό δείγμα ούρων, και όχι μια τυχαία συλλογή, χρησιμοποιήθηκε για πιο ομοιόμορφο όγκο και συγκέντρωση [95, 96]. Πολλές μελέτες έχουν χρησιμοποιήσει αυτούς τους δείκτες ουρίας για την αξιολόγηση της ισορροπίας υγρών και διαπιστώθηκαν φτωχές [41, 97-99] ή μέτριες [45, 96] σχέσεις με διαφορετικούς δείκτες της κατάστασης αφυδάτωσης. Για παράδειγμα, βρέθηκαν ασήμαντες σχέσεις ανάμεσα στην ωσμωτικότητα του πλάσματος και το ειδικό βάρος των ούρων (r = 0,46) καθώς και ανάμεσα στην ωσμωτικότητα του πλάσματος και την ωσμωτικότητα των ούρων(r = 0,43) σε μια καλά ελεγχόμενη μελέτη θερμικά αφυδατωμένων ατόμων [78]. Για τα φυσιολογικώς ενυδατωμένα άτομα, οι τιμές του ειδικού βάρους των ούρων κυμαίνονται από 1,010 έως 1,030 [41, 78, 95, 100]. Είναι γενικά αποδεκτό ότι μια τιμή ειδικού βάρους μικρότερη ή ίση με 1,02 αντιπροσωπεύει ενυδάτωση [41, 78] ενώ μια τιμή ειδικού βάρους στα ούρα μεγαλύτερο από 1,03 αντιπροσωπεύει αφυδάτωση [41, 97, 78]. Η Adolph (1947b) δημοσίευσε ατομικά στοιχεία σχετικά με το ειδικό βάρος των ούρων σε διαφορετικά επίπεδα υδατικού ελλείμματος. Το ειδικό βάρος των ούρων αυξάνεται σε έλλειψη νερού. Ωστόσο, σημαντική ατομική διαφοροποίηση υπάρχει. Αν και μια τιμή ειδικού βάρους ούρων μεγαλύτερη από 1,03 υποδεικνύει αφυδάτωση, το μέγεθος του ελλείμματος του νερού δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Αξιολόγηση επιπέδων υδάτωσης( Sawka et al., 2007) [116] Καλά ενυδατωμένος: Ειδικό βάρος ούρων <1.010 Ελαφρώς αφυδατωμένος: Ειδικό βάρος ούρων 1.010-1.020 Σημαντικά αφυδατωμένος: Ειδικό βάρος ούρων 1.021-1.030 Σοβαρά αφυδατωμένος: Ειδικό βάρος ούρων >1.030 Οι φυσιολογικές τιμές για την ωσμωτικότητα των ούρων κυμαίνεται από 50 έως 1.200 mosmol/kg [101]. Επομένως, κατά τον καθορισμό των εν λόγω διακυμάνσεων, μπορεί να μην υπάρχει μοναδικό όριο για την ωσμωτικότητα των ούρων και την κατάσταση ενυδάτωσης.
25 Ωστόσο, μεμονωμένες αυξήσεις στην ωσμωτικότητα των ούρων μπορεί να παρέχουν μια εκτίμηση για το υδατικό έλλειμμα ενός ατόμου, αν θεωρηθεί ότι η ποσότητα της διαλυμένης ουσίας παραμένει σταθερή [41, 96]. Επιπλέον, η ωσμωτικότητα των ούρων αυξάνεται όταν ωσμωτικά ενεργές διαλυτές ουσίες απεκκρίνονται, όπως η γλυκόζη σε ασθενείς με ανεξέλεγκτο σακχαρώδη διαβήτη [101]. Για αυτούς τους λόγους (δηλαδή, η υψηλή μεταβλητότητα και η εξάρτησή της στην απέκκριση διαλυμένων ουσιών), η ωσμωτικότητα των ούρων δεν θεωρείται ένας καλός δείκτης της κατάστασης ενυδάτωσης. Όγκος και Χρώμα Ο όγκος των ούρων χρησιμοποιείται συχνά ως δείκτης της κατάστασης ενυδάτωσης. Αν υγιή άτομα έχουν παραγωγή ούρων περίπου 100 ml/ώρα, είναι μάλλον καλά ενυδατωμένοι. Υψηλότερη παραγωγή ουρίας (300 έως 600 ml/ώρα) είναι μάλλον ενδεικτική της υπέρβασης των υγρών [49, 48]. Εάν η παραγωγή ούρων μειωθεί σε λιγότερο από 30 ml/ώρα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με μια μέση διατροφή, το άτομο είναι πιθανόν αφυδατωμένο. Το χρώμα των ούρων καθορίζεται από το ποσό των διαλυτών ουσιών σε αυτά 117]. Όταν εκκρίνονται μεγάλοι όγκοι ούρων, τα ούρα είναι αραιά, και οι διαλυτές ουσίες εκκρίνονται σε έναν μεγάλο όγκο. Αυτό δίνει γενικά στα ούρα ένα πολύ χλωμό χρώμα. Όταν εκκρίνονται μικροί όγκοι ούρων, τα ούρα συγκεντρώνονται και οι διαλυτές ουσίες εκκρίνονται σε έναν μικρό όγκο. Αυτό δίνει γενικά στα ούρα ένα σκούρο χρώμα. Έτσι, το χρώμα των ούρων έχει χρησιμοποιηθεί ως δείκτης της κατάσταση ενυδάτωσης [102]. Ωστόσο, δεν υπάρχει ακριβή σχέση μεταξύ του χρώματος των ούρων και των επιπέδων ενυδάτωσης. Επιπλέον, η διατροφή, τα φάρμακα, η χρήση βιταμινών μπορούν να επηρεάσουν το χρώμα των ούρων. Παρόλα αυτά, το χρώμα των ούρων μπορεί να προσφέρει ένα καλό εκπαιδευτικό εργαλείο εκτίμησης αφυδάτωσης ή υπερυδάτωσης, κυρίως κατά τη διάρκεια αθλητικών γεγονότων, προπονήσεων, όπου η μέτρηση άλλων δεικτών δεν είναι εφικτή [103]. Αν και δεν είναι σχεδόν τόσο ακριβές όσο οι βιοχημικές μετρήσεις, το χρώμα των ούρων μπορεί να δώσει μια αδρή ένδειξη της κατάστασης ενυδάτωσης. Βασισμένοι στη προαναφερθείσα σχέση ανάμεσα στην αντιδιουρητική ορμόνη(avp), την ωσμωτικότητα των ούρων και του ειδικού βάρους των ούρων, οι τελευταίες ουρικές παράμετροι χρησιμοποιούνται ευρέως όχι μόνο επειδή παρέχουν ακριβή και γρήγορη πληροφόρηση των επιπέδων υδάτωσης, αλλά και επειδή είναι σχετικά εύκολες να μετρηθούν. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν λαμβάνεται υπόψιν ότι η εκτίμηση της AVP στο πλάσμα απαιτεί μια πολύπλοκη εργαστηριακή τεχνική η οποία περιλαμβάνει τριήμερη ραδιοανοσοδοκιμή. Από την άποψη αυτή
26 έχει προταθεί ότι το χρώμα των ούρων στις περισσότερες περιπτώσεις αντικατοπτρίζει τα επίπεδα υδάτωσης και είναι άμεσα σχετιζόμενο με αρκετούς ουρικούς και πλασματικούς δείκτες υδάτωσης [104] παρά το γεγονός ότι επηρεάζεται από τη δίαιτα [105], τα φάρμακα [106, 107] και την ασθένεια [108]. Το 1994, o Armstrong et al. [41], θέσπισε μια χρωματική κλίμακα 8-επιπέδων για να διερευνήσει κατά πόσον η αφυδάτωση μπορεί λογικά να εκτιμηθεί με βάση το χρώμα των ούρων. Το χρώμα των ούρων προσδιορίστηκε από τον ίδιο ερευνητή σε όλες τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν. Αυτό επιτεύχθηκε κρατώντας κάθε δείγμα δίπλα από μια χρωματική κλίμακα σε ένα καλά φωτισμένο δωμάτιo. Αυτή η νέα χρωματική κλίμακα αναπτύχθηκε στο εργαστήριο και βασίστηκε σε παρατηρήσεις από προηγούμενα πεδία και εργαστηριακά δείγματα ούρων. Η κλίμακα 8 χρωμάτων περιλάμβανε χρώματα που κυμαίνονταν από ένα χλωμό κίτρινο μέχρι ένα καστανωπό πράσινο. Επειδή τα χρώματα ήταν δύσκολο να τυποποιηθούν, τα χρώματα στη κλίμακα συγκρίθηκαν με μια επιτομή που είχε δημοσιευθεί από τους Maerz and Paul [109] και αντιπαρέβαλε τα ακόλουθα τυποποιημένα δείγματα (πινακίδα/ αριθμό πλέγματος): Χρώμα 1, 17/Β1-Χρώμα 2, 9/Η1-Χρώμα 3, 17/J1 -Χρώμα 4, 17/L1-Χρώμα 5, 9/13 Χρώμα 6, 9/L3-Χρώμα 7, 12/K6-Χρώμα 8, 23/L1 Κλίμακα αξιολόγησης του χρώματος των ούρων (Armstrong, et al, 1994)
27 2.ΣΚΟΠΟΣ Η σημασία του νερού για τη κυτταρική ομοιόσταση και τη ζωή καθιστά επιτακτική την δυνατότητα αναγνώρισης καταστάσεων έλλειψης νερού έτσι ώστε να μπορέσουν να αποφευχθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της αφυδάτωσης. Η κατάσταση ενυδάτωσης μπορεί να αξιολογηθεί με ένα σύνολο μεθόδων, ωστόσο υποστηρίζεται ότι μια γρήγορη εκτίμηση μπορεί να πραγματοποιηθεί χρησιμοποιώντας ως δείκτη το χρώμα των ούρων με βάση μια κλίμακα 8 χρωμάτων που έχει θεσπιστεί από τον Armstrong et al. Η αξιοπιστία του δείκτη αυτού δεν έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής από κάποια έρευνα. Σκοπός, επομένως, της παρούσας πτυχιακής μελέτης είναι να αξιολογήσουμε κατά πόσον το χρώμα των ούρων (Urine color) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστος δείκτης της κατάστασης ενυδάτωσης. Η αξιοπιστία του δείκτη αυτού εξετάζεται συγκρίνοντας τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την αξιολόγηση του χρώματος με δυο άλλους αξιόπιστους ουρικούς δείκτες, το ειδικό βάρος (USG) και την ωσμωτικότητα των ούρων (Urine Osmolality).
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 28 ΔΕΙΓΜΑ Στη μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκε δείγμα 91 παιδιών (n=91). Το δείγμα περιλάμβανε αγόρια και κορίτσια. H ηλικία των ατόμων του δείγματος κυμαίνονταν μεταξύ 7-30 ετών. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 1 ο Στάδιο Πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις ύψους και βάρους στο δείγμα και μετρήθηκε το ποσοστό σωματικού λίπους στα άτομα. Έπειτα, ζητήθηκε από τα άτομα να κατηγοριοποιήσουν τον εαυτό τους στη κλίμακα VAS με κριτήριο το πόσο διψασμένα ένιωθαν. 2 ο Στάδιο Συλλέχθηκαν τα πρώτα πρωινά ούρα προκειμένου να γίνουν μετρήσεις του ειδικού βάρος των ούρων (USG), της ωσμωτικότητας των ούρων (Urine Osmolality) και να αξιολογηθεί και το χρώμα των ούρων (Urine color) σε κάθε περίπτωση. Για το σκοπό αυτό, δόθηκαν στους εθελοντές ουροσυλλέκτες για να συλλέξουν το πρώτο πρωινό δείγμα, που θεωρείται σημαντικά αξιόπιστο. Αφού έγινε η συλλογή των ούρων και η μεταφορά τους στο εργαστήριο ακολούθησαν οι μετρήσεις.
-Το βάρος και το ύψος των εθελοντών προσδιορίστηκε με τον ηλεκτρονικό ζυγό/αναστημόμετρο Seca. Ζυγός Seca: (με ακρίβεια 100gr Vogel & Halke Hamburg, Made in Germany) 29 -Το ειδικό βάρος μετρήθηκε με το ειδικό διαθλασίμετρο χειρός Atago (hand- held Clinical Refractometer, Master Sur-Na, Made in Japan), πάνω στο οποίο με ειδική πιπέτα τοποθετούνται σταγόνες του δείγματος και στρέφεται προς μια φωτεινή πηγή η οποία περνά μέσα από το δείγμα δίνοντας την ένδειξη για την τιμή του ειδικού βάρους. -Η ωσμωτικότητα των ούρων μετρήθηκε με ειδικό ωσμώμετρο ( The advanced TM Micro Osmometer Model 3300) -Ο προσδιορισμός του χρώματος των ούρων πραγματοποιήθηκε ανακατεύοντας κάθε δείγμα (ουροσυλλέκτη) πολύ καλά με μια πιπέτα και τοποθετώντας το δίπλα στη χρωματική κλίμακα ούρων του Armstrong et al. σε ένα καλά φωτισμένο δωμάτιο. Το χρώμα των ούρων προσδιορίστηκε σε όλη τη διάρκεια της μελέτης από τον ίδιο επιστημονικό συνεργάτη, προκειμένου να περιοριστούν τυχόν διαφορές, λόγω διαφορετικού αξιολογητή.
30 -Ο υπολογισμός του % σωματικού λίπους στο δείγμα πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο βιοηλεκτρικής εμπέδησης (BIA), η οποία παρά το γεγονός ότι επηρεάζεται από παράγοντες όπως η θερμοκρασία του δέρματος, η κατανάλωση τροφίμων και ποτών πριν την άσκηση και η στάση του σώματος πριν από τη μέτρηση, θεωρείται γρήγορη, ακριβής και πρακτική μέθοδος. -Προκειμένου να καταγράψουν τα άτομα πόσο διψασμένα ένιωθαν χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα VAS. Στη κλίμακα αυτή στα 0 mm αντιστοιχούσαν τα άτομα που δεν ένιωθαν καθόλου διψασμένα και στα 120 mm τα άτομα που ένιωθαν υπερβολικά διψασμένα. - Πίνακας 4. Χαρακτηριστικά του δείγματος Μέγεθος Ηλικία(έτη) Ύψος(m) Βάρος(kg) δείγματος(n) (ΜΟ) (MO) (MO) 91 13,8 ± 4,2 1,55 ± 0,38 55 ± 13,7
31 3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Ο μέσος όρος των ατόμων είχε ωσμωτικότητα 952 ± 226 mosm/kg H 2 O, ήταν δηλαδή αφυδατωμένα δεδομένου ότι η τιμή της ωσμωτικότητας πάνω από την οποία θεωρείται ότι υπάρχει αφυδάτωση είναι 700 mosm/kg H 2 O. H ελάχιστη τιμή οσμωτικότητας ήταν 351 mosm/ kg H 2 O και δείχνει καλή ενυδάτωση ενώ η μέγιστη τιμή ήταν 1329 mosm/kg H 2 O που δείχνει σοβαρή αφυδάτωση. Ο μέσος όρος των ατόμων είχε ειδικό βάρος ούρων 1,032 ± 0,007, ήταν δηλαδή αφυδατωμένα δεδομένου ότι για τιμές USG μεγαλύτερες από 1,020 θεωρείται ότι υπάρχει αφυδάτωση. H ελάχιστη τιμή USG ήταν 1,010 και δείχνει καλή ενυδάτωση ενώ η μέγιστη τιμή ήταν 1,040 που δείχνει αφυδατωμένα άτομα. Ο μέσος όρος των ατόμων είχε με βάση τη χρωματική κλίμακα του Armstrong et al. για το χρώμα των ούρων τιμή που αντιστοιχούσε στο 4,5 ± 1,2, ήταν δηλαδή ήπια αφυδατωμένα δεδομένου ότι για τιμές μεγαλύτερες από 3,5 στη κλίμακα θεωρείται ότι υπάρχει αφυδάτωση. H ελάχιστη τιμή για το χρώμα των ούρων ήταν 2 και δείχνει πολύ καλή ενυδάτωση ενώ η μέγιστη τιμή ήταν 7 που δείχνει σοβαρά αφυδατωμένα άτομα.
32 Histogram 14 12 10 Frequency 8 6 12 14 12 11 4 7 7 7 2 0 200,00 3 3 400,00 1 4 0 600,00 3 800,00 5 1000,00 1200,00 2 1400,00 Mean = 952,2198 Std. Dev. = 227,28102 N = 91 OSMOLALITY (mosmol/kg) Διάγραμμα 1.Συχνότητα εμφάνισης των τιμών της ωσμωτικότητας στο δείγμα. Αριθμός ατόμων που έχουν ωσμωτικότητα πάνω από τη μέση τιμή (πορτοκαλί γραμμή) -Αριθμός ατόμων που έχουν ωσμωτικότητα πάνω από 700 mosmol/kg H 2 O (κόκκινη γραμμή).
33 Histogram 20 15 Frequency 10 16 18 15 5 11 6 7 6 0 1,01 2 3 1 0 1,02 3 2 1,03 1,04 1,05 Mean = 1,0321 Std. Dev. = 0,00711 N = 90 USG Διάγραμμα 2. Συχνότητα εμφάνισης των τιμών ειδικού βάρους στο δείγμα. Αριθμός ατόμων που έχουν ειδικό βάρος πάνω από τη μέση τιμή (πορτοκαλί γραμμή) -Αριθμός ατόμων που έχουν ειδικό βάρος πάνω από 1,020 mosmol/kg H 2 O (κόκκινη γραμμή).
34 Histogram 25 20 Frequency 15 10 23 21 17 16 5 0 0,00 3 2,00 0 3 4,00 0 5 6,00 2 1 8,00 Mean = 4,4835 Std. Dev. = 1,18427 N = 91 COLOR Διάγραμμα 3. Συχνότητα εμφάνισης των τιμών της κλίμακας Armstrong et al. για το χρώμα των ούρων στο δείγμα. Αριθμός ατόμων που το χρώμα των ούρων τους αντιστοιχεί στη κλίμακα του Armstrong et al. σε χρώμα μεγαλύτερο από τη μέση τιμή (πορτοκαλί γραμμή) -Αριθμός ατόμων που το χρώμα τους αντιστοιχεί σε τιμή μεγαλύτερη του 4 (κόκκινη γραμμή).
35 Στο Διάγραμμα 1 παρουσιάζεται η συχνότητα με την οποία οι διάφορες τιμές της ωσμωτικότητας εμφανίζονται στο δείγμα. Από το διάγραμμα φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος έχει ωσμωτικότητα μεγαλύτερη από 700 mosm/kg H 2 O (κόκκινη γραμμή), είναι δηλαδή αφυδατωμένο. Ακόμα, φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος έχει ωσμωτικότητα πάνω από την μέση τιμή (πορτοκαλί γραμμή) και τα άτομα αυτά με U osm > Mean είναι όλα αφυδατωμένα. Στο Διάγραμμα 2 παρουσιάζεται η συχνότητα με την οποία οι διάφορες τιμές USG εμφανίζονται στο δείγμα. Από το διάγραμμα φαίνεται ότι όλο σχεδόν το δείγμα (με εξαίρεση 5 άτομα) έχει ειδικό βάρος ούρων Usg>1,020 (κόκκινη γραμμή). Δηλαδή το 95% του δείγματος είναι αφυδατωμένο. Ακόμα, φαίνεται ότι πάνω από το μισό δείγμα έχει ειδικό βάρος μεγαλύτερο από τη μέση τιμή (πορτοκαλί γραμμή) και τα άτομα αυτά με Usg>Mean είναι όλα αφυδατωμένα. Στο Διάγραμμα 3 παρουσιάζεται η συχνότητα με την οποία οι διάφορες τιμές της κλίμακας του Armstrong et al. για το χρώμα των ούρων εμφανίζονται στο δείγμα. Από το διάγραμμα φαίνεται ότι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων (πάνω από το μισό δείγμα) έχει χρώμα ούρων που αντιστοιχεί στη χρωματική κλίμακα σε τιμή μεγαλύτερη ή ίση του 3,5 (κόκκινη γραμμή). Ακόμα, φαίνεται ότι το μισό δείγμα αξιολογείται στη κλίμακα για το χρώμα των ούρων με τιμή μεγαλύτερη από τη μέση τιμή (πορτοκαλί γραμμή) και τα άτομα αυτά με U col >Mean είναι όλα αφυδατωμένα. Αν τοποθετήσουμε τις τιμές της ωσμωτικότητας των ούρων, τα ειδικά βάρη και το χρώμα των ούρων των ατόμων του δείγματος κατά αύξουσα σειρά βλέπουμε ότι: -Με βάση τον δείκτη της ωσμωτικότητας το 86% του δείγματος έχει ωσμωτικότητα ούρων μεγαλύτερη από 700 mosm/kg H 2 O, δηλαδή το 86% του δείγματος είναι αφυδατωμένο. -Με βάση το ειδικό βάρος (USG) το 95% δείγματος έχει ειδικό βάρος ούρων >= 1,020, δηλαδή το 95% του δείγματος είναι αφυδατωμένο. -Με βάση τη κλίμακα του Armstrong et al. για το χρώμα των ούρων το 73% του δείγματος έχει χρώμα ούρων > του 3,5, δηλαδή το 73% του δείγματος είναι αφυδατωμένο.
36 Linear Regression OSMOLALITY 1200,00 1000,00 80 0,00 60 0,00 OSMOLALIT Y = 424,83 + 117,63 * C OLOR R-Square = 0,38 (mosmol/kg) 40 0,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 COLOR Διάγραμμα 4.Συσχέτιση των δεικτών: Ωσμωτικότητα των ούρων (Urine Osmolality)- Χρώμα των ούρων (Urine Color) σε δείγμα 91 παιδιών. Στο Διάγραμμα 4 παρουσιάζεται η συσχέτιση ανάμεσα στην ωσμωτικότητα των ούρων και στο χρώμα των ούρων. Η συσχέτιση αυτή θέλουμε ιδανικά να είναι γραμμική, δηλαδή οι παρατηρήσεις να βρίσκονται πάνω στην Osm=424, 83+117,63*color και η ευθεία να διέρχεται από την αρχή των αξόνων. Ωστόσο, βλέπουμε ότι οι παρατηρήσεις αποκλίνουν αρκετά από αυτήν. Παρατηρούμε στο διάγραμμα ότι άτομα τα οποία με βάση τον δείκτη της ωσμωτικότητας κρίνονται αφυδατωμένα, με την κατάταξη τους στην κλίμακα του Armstrong για το χρώμα των ούρων φαίνονται ότι βρίσκονται σε κατάσταση ενυδάτωσης. Ακόμα, άτομα τα οποία με κριτήριο το χρώμα των ούρων κρίνονται ήπια αφυδατωμένα, με βάση την ωσμωτικότητα των ούρων φαίνονται να είναι πολύ σοβαρά αφυδατωμένα ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις φαίνεται να είναι καλά ενυδατωμένα.
37 Το R-square είναι 0,38. Αυτό σημαίνει ότι μόνο στο 38% των ατόμων του δείγματος η αξιολόγηση της κατάστασης ενυδάτωσης των ατόμων είναι η ίδια και με τις δύο μεθόδους εκτίμησης. Δηλαδή μόνο στο 38% του δείγματος υπάρχει συσχέτιση των εκτιμήσεων που προκύπτουν από την αξιολόγηση του χρώματος των ούρων και την μέτρηση της ωσμωτικότητας. Η συσχέτιση που βρήκαμε (r 2 =0,38) είναι στατιστικά σημαντική αφού Pvalue=0,000 < 0,05. Επομένως το ποσοστό αυτό είναι αρκετά μικρό και μπορούμε με στατιστική σημαντικότητα να υποστηρίξουμε ότι δεν υπάρχει σημαντική συσχέτιση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τις δύο μεθόδους αξιολόγησης. 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 COLOR 1,01 1,02 1,03 1,04 USG Linear Regression USG = 1,02 + 0,00 * COLOR R-Square = 0,37 Διάγραμμα 5.Συσχέτιση των δεικτών: Ειδικό βάρος των ούρων (USG)-Χρώμα των ούρων (Urine Color) σε δείγμα 91 παιδιών.
38 Στο Διάγραμμα 5 παρουσιάζεται η συσχέτιση ανάμεσα στο ειδικό βάρος (USG) και στο χρώμα των ούρων (Urine Color). Βλέπουμε και στην περίπτωση αυτή ότι οι παρατηρήσεις αποκλίνουν αρκετά από την Usg=1,02+0,00*color και αυτή δεν διέρχεται από την αρχή των αξόνων. Παρατηρούμε στο διάγραμμα ότι κάποια άτομα που με βάση το χρώμα των ούρων αξιολογούνται σε φυσιολογικά επίπεδα υδάτωσης, με βάση το ειδικό βάρος των ούρων κατηγοριοποιούνται σε σοβαρά αφυδατωμένα άτομα. Ακόμα, υπάρχουν και μερικά άτομα που ενώ με την κατάταξη τους στην κλίμακα του Αrmstrong φαίνονται ελαφρώς αφυδατωμένα με βάση το ειδικό βάρος των ούρων κρίνεται ότι βρίσκονται σε κατάσταση σοβαρής αφυδάτωσης ή σε ελάχιστες περιπτώσεις ότι είναι σχετικά καλά ενυδατωμένα. Το R-square είναι 0,37. Αυτό σημαίνει ότι μόνο στο 37% του δείγματος υπάρχει συσχέτιση των εκτιμήσεων που προκύπτουν από την αξιολόγηση του χρώματος των ούρων και την μέτρηση της ωσμωτικότητας. Δηλαδή τα αποτελέσματα ερμηνεύονται και από τις δυο μεθόδους στο 37% του δείγματος. Η συσχέτιση που βρήκαμε (r 2 =0,37) είναι στατιστικά σημαντική αφού το Pvalue=0,00 < 0,05. Επομένως επειδή το R-square είναι μικρό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχει σημαντική συσχέτιση των δύο δεικτών ενυδάτωσης.
39 Ενυδατωμένοι Αφυδατωμένοι Σοβαρά Πολύ σοβαρή (1,010<USG (1,020<USG αφυδατωμένοι αφυδάτωση <1,020) <1,030) (1,030<USG<1,040) (USG>1,040) COLOR Total Ενυδατωμένοι(<3) Αριθμός ατόμων 5 6 9 0 20 Ποσοστό % 5,5% 6,6% 9,9% 0% 22% Αφυδατωμένοι (4) Αριθμός ατόμων 1 11 13 1 26 Ποσοστό % 1,1% 12,1% 14,3% 1,1% 28,6% Σοβαρά αφυδατωμένοι(5) Αριθμός ατόμων 0 2 18 6 26 Ποσοστό % 0% 2,2% 19,8% 6,6% 28,6% Πολύ σοβαρή αφυδάτωση(>6) Αριθμός ατόμων 0 0 11 8 19 Ποσοστό % 0% 0% 12,1% 8,8% 20,9% Total Αριθμός ατόμων 6 19 51 15 91 Ποσοστό % 6,6% 20,9% 56,0% 16,5% 100%
40 Στον πίνακα 5 βλέπουμε τη κατάταξη των ατόμων στα επίπεδα υδάτωσης με βάση το ειδικό βάρος των ούρων (USG) και την αξιολόγηση του χρώματος των ούρων. Ιδανικά τα άτομα θα έπρεπε να βρίσκονται πάνω στη διαγώνιο, δηλαδή η κατηγοριοποίηση με βάση το ειδικό βάρος των ούρων να συμπίπτει με αυτή που προκύπτει από την αξιολόγηση του χρώματος. Ωστόσο βλέπουμε ότι μόνο στα 42 άτομα (46,2% του δείγματος) οι δύο μέθοδοι αξιολόγησης συμφωνούν ως προς την κατηγοριοποίηση των ατόμων. Στο υπόλοιπο 53,8% του δείγματος τα αποτελέσματα που προκύπτουν δε συμπίπτουν. P value=0,000 < 0,05 οπότε μπορούμε να πούμε με στατιστική σημαντικότητα ότι κ=0,468. Επειδή το κ είναι διάφορο του μηδενός δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει καθόλου συμφωνία ανάμεσα στους δύο δείκτες ενυδάτωσης. Ωστόσο επειδή απέχει πολύ από το 1, μπορούμε να υποστηρίξουμε μια μικρή συμφωνία ανάμεσα στους δύο δείκτες.
41 OSMOLALITY 1200,00 1000,00 800,00 OSMOLALITY = -28264,76 + 28311,84 * USG R-Square = 0,79 Linear Regression 600,00 (mosmol/kg) 400,00 1,01 1,02 1,03 1,04 USG Διάγραμμα 6.Συσχέτιση των δεικτών ενυδάτωσης: Ωσμωτικότητα των ούρων(urine Osmolality)- Ειδικό βάρος των ούρων (USG) σε δείγμα 91 παιδιών. Στο Διάγραμμα 6 παρουσιάζεται η συσχέτιση ανάμεσα στην ωσμωτικότητα (Urine Osmolality) και το ειδικό βάρος των ούρων (USG). Στη συγκεκριμένη περίπτωση βλέπουμε ότι η συσχέτιση προσεγγίζει σημαντικά στην ιδανική περίπτωση. Είναι σχεδόν γραμμική, καθώς οι παρατηρήσεις προσεγγίζουν αρκετά ή βρίσκονται πάνω στην Osm=28311,848*Usg-28264,76 με ελάχιστες εξαιρέσεις να αποκλίνουν σημαντικά, και διέρχεται από την αρχή των αξόνων. Το R-square είναι 0,79.Αυτό σημαίνει ότι στο 79% των ατόμων του δείγματος η αξιολόγηση της κατάστασης ενυδάτωσης των ατόμων είναι η ίδια και με τις δύο μεθόδους εκτίμησης. Δηλαδή στο 79% του δείγματος υπάρχει συσχέτιση των εκτιμήσεων που προκύπτουν από την αξιολόγηση του χρώματος των ούρων και την μέτρηση της ωσμωτικότητας. Η συσχέτιση που βρήκαμε (r 2 =0,79) είναι στατιστικά σημαντική αφού Pvalue=0,000 < 0,05 και επειδή το R- square είναι > 0,70 μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι δύο δείκτες είναι ισχυρά συσχετιζόμενοι.
42 4.ΣΥΖΗΤΗΣΗ Οι τρόποι αξιολόγησης της κατάστασης ενυδάτωσης ποικίλουν και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ακρίβεια, την εγκυρότητα, την αξιοπιστία, το χρόνο και τη διαδικασία διεξαγωγής τους. Το χρώμα των ούρων του οποίου η αξιοπιστία εξετάζεται στη συγκεκριμένη πτυχιακή μελέτη θεωρείται ότι παρέχει μια γρήγορη εκτίμηση των επιπέδων υδάτωσης αλλά όταν συγκρίνεται με άλλες ακριβέστερες μεθόδους αξιολόγησης της αφυδάτωσης όπως η ωσμωτικότητα των ούρων (Urine Osmolality) και το εδικό βάρος των ούρων (Urine Specific Gravity) φαίνεται να υστερεί καθώς παρατηρείται σφάλμα στη κατηγοριοποίηση των ατόμων ως προς τα επίπεδα υδάτωσης. -Στην έρευνα του Armstrong et al. που διεξήχθει το 1994 έγινε λήψη δειγμάτων ούρων από 54 άνδρες και γυναίκες που ήταν καλά ενυδατωμένοι, ενυδατωμένοι ή αφυδατωμένοι κατά τη διάρκεια της άσκησης, και εξετάσθηκε το χρώμα των ούρων, μετρήθηκε η ωσμωτικότητα κατά βάρος και το ειδικό βάρος των ούρων (USG). Αυτοί οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το χρώμα των ούρων είναι ένας σημαντικός δείκτης της ενυδάτωσης, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αθλητικά και βιομηχανικά προγράμματα ή σε μελέτες πεδίου όταν δεν είναι εύκολο να μετρηθεί κάποιος άλλος δείκτης (Osmolality, USG), αλλά ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε εργαστηριακά προγράμματα, όπου απαιτείται μεγαλύτερη ακρίβεια. -Σε ένα follow up της παραπάνω έρευνας (Armstrong et al.1998) οι ίδιοι ερευνητές μελέτησαν την εγκυρότητα των ουρικών δεικτών, συμπεριλαμβανομένου και του χρώματος των ούρων, κατά τη διάρκεια αφυδάτωσης, άσκησης και επανυδάτωσης. Διαπίστωσαν ότι το χρώμα των ούρων, η ωσμωτικότητα των ούρων και το ειδικό βάρος (USG) ήταν αξιόπιστοι δείκτες της κατάστασης της ενυδάτωσης σε υγιή άτομα. Επιπλέον, διαπιστώθηκε σε αντίθεση με τη δική μας μελέτη, ότι το χρώμα των ούρων ήταν εξίσου αποτελεσματικό (ή και περισσότερο) με το USG, την ωσμωτικότητα των ούρων, τον όγκο των ούρων, την ωσμωτικότητα του πλάσματος, το νάτριο του πλάσματος και του συνόλου των πρωτεϊνών του πλάσματος. -Σε μια άλλη μελέτη, Fletcher et al. [110] εξετάσθηκε η εγκυρότητα του χρώματος των ούρων σαν δείκτης ενυδάτωσης σε 40 ασθενείς που βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση. Αυτοί οι ερευνητές ανέφεραν μια αδύναμη (χωρίς εγκυρότητα) αλλά στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ του χρώματος των ούρων και της παραγωγής ούρων, καθώς και μεταξύ του χρώματος των ούρων και του λόγου των ούρων προς το πλασματικό νάτριο. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι δεν έδειξαν συσχετίσεις μεταξύ του χρώματος των ούρων και αλλαγών στο σωματικό βάρος-της ωσμωτικότητας του πλάσματος- της USG, οι οποίοι είναι οι τρεις πιο διαδεδομένοι δείκτες ενυδάτωσης. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το χρώμα των ούρων προσθέτει λίγο στην συνολική εκτίμηση της κατάστασης ενυδάτωσης σε αυτούς τους ασθενείς. Μια σημαντική παρατήρηση σχετικά με την εν λόγω μελέτη είναι ότι πολλά από τα δείγματα ούρων είχαν χρωματικό επίπεδο
43 πέραν του 6, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα δείγματα είχαν ληφθεί κατά πάσα πιθανότητα από σοβαρά αφυδατωμένους ασθενείς. Μια πιθανή εξήγηση για τα ευρήματα αυτά είναι ότι, αν και η συγκέντρωση της AVP και ο όγκος και η ωσμωτικότητα των ούρων έχουν χαμηλή γραμμική συσχέτιση για μέτρια επίπεδα της AVP (1-5pg/ml), για υψηλότερα επίπεδα της AVP (5-10pg/ml) η σχέση σταθεροποιείται. Αυτό σημαίνει ότι μια επιπρόσθετη αύξηση της AVP δεν προκαλεί μια παρόμοια αύξηση της αντιδιούρησης, και κατά συνέπεια περαιτέρω αύξηση της ωσμωτικότητας των ούρων, του USG και του χρώματος των ούρων. Συνεπώς θα ήταν λογικό να προτείνουμε ότι, όταν υπάρχουν υψηλά επίπεδα αφυδάτωσης, οι ουρικοί δείκτες αφυδάτωσης μπορεί να μην μπορούν να περιγράψουν με ακρίβεια το βαθμό της αφυδάτωσης όπως επίσης και κατά τη διάρκεια ήπιας αφυδάτωσης. -Τέλος, μια άλλη μελέτη Kovacs et al. [111] εξέτασε την ακρίβεια της χρησιμοποίησης του χρώματος των ούρων ως δείκτη για την αξιολόγηση της κατάστασης ενυδάτωσης κατά τη διάρκεια ταχείας αυτοσχέδιας ορθοστατικής άσκησης. Για το σκοπό αυτό, αφυδάτωσαν άτομα στο -3% της μάζας σώματος και έπειτα τους ενυδάτωσαν για 2 ώρες αφήνοντας στα άτομα την δυνατότητα να επιλέγουν πότε και σε τι ποσότητα θα επανυδατωθούν, και παρατήρησαν τις αποκρίσεις τους για ένα σύνολο 6 h. Αυτοί οι ερευνητές ανέφεραν ότι το χρώμα των ούρων είναι φτωχό μέτρο για την αξιολόγηση της κατάσταση ενυδάτωσης. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το χρώμα των ούρων παρέχει μια ακριβή εκτίμηση της κατάστασης ενυδάτωσης κατά τη διάρκεια ήπιας αφυδάτωσης, αλλά ότι υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατόν να τροποποιηθεί ανεξάρτητα από τα επίπεδα ενυδάτωσης. Οι καταστάσεις αυτές περιλαμβάνουν την ταχεία ενυδάτωση [112], την κατανάλωση αλκοόλ[ 113], την κατανάλωση καφεΐνης [114], ενδοφλέβια έγχυση [115], και κρίσιμες ασθένειες [110] και σοβαρή αφυδάτωση.
44 Στη συγκεκριμένη μελέτη, χρησιμοποιώντας το χρώμα των ούρων για την αξιολόγηση της κατάστασης υδάτωσης των ατόμων του δείγματος βρέθηκε ότι το 73% ήταν αφυδατωμένο ενώ με βάση την ωσμωτικότητα των ούρων και το ειδικό βάρος των ούρων ήταν αφυδατωμένο το 86% και 95% αντίστοιχα. Η απόκλιση αυτή δεν είναι αρκετά μεγάλη και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το χρώμα των ούρων είναι αρκετά αξιόπιστος δείκτης. Ωστόσο όμως βρέθηκε ότι το χρώμα των ούρων και ο δείκτης της ωσμωτικότητας των ούρων δεν είναι ισχυρά συσχετιζόμενα δεδομένου ότι η κατηγοριοποίηση με βάση το χρώμα και με βάση την ωσμωτικότητα σχετίζονται μόνο στο 38% του δείγματος. Επιπλέον οι εκτιμήσεις για τη κατάσταση υδάτωσης που προκύπτουν από την αξιολόγηση του χρώματος των ούρων σχετίζονται μόνο στο 37% του δείγματος με αυτές που προκύπτουν από τη μέτρηση του ειδικού βάρους (USG). Αντίθετα το ειδικό βάρος και η ωσμωτικότητα των ούρων φαίνεται να αυξάνονται με την αφυδάτωση και είναι πολύ ισχυρά συσχετιζόμενα μεταξύ τους καθώς συμφωνούν στο 79% του δείγματος. Οι αποκλίσεις που παρατηρούνται στο Διάγραμμα 4 (Σύγκριση μεταξύ Χρώματος- Ωσμωτικότητας ούρων) και στο Διάγραμμα 5 (Σύγκριση μεταξύ Χρώματος-Ειδικού βάρους) μπορεί να οφείλονται στο γεγονός ότι για την αξιολόγηση του χρώματος των ούρων χρησιμοποιείται η κλίμακα του Armstrong et al.1994 η οποία περιλαμβάνει 8 χρώματα και η κατηγοριοποίηση γίνεται με βάση αυτά χωρίς να υπάρχει ακρίβεια και χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν ότι το χρώμα των ούρων κάποιου ατόμου μπορεί να βρίσκεται στο εύρος μεταξύ δύο χρωμάτων ή να επηρεάζεται από κάποιον άλλο παράγοντα(π.χ. διατροφή). Θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν ότι η κατηγοριοποίηση στη κλίμακα περιλαμβάνει και μια υποκειμενική αξιολόγηση του χρώματος και ακόμα ότι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως η φωτεινότητα του δωματίου όπου γίνεται η εκτίμηση του χρώματος, το δοχείο μέσα στο οποίο βρίσκεται το δείγμα ούρων που αξιολογείται, εάν έχει γίνει καλή ανάδευση του δείγματος πριν την αξιολόγηση κ.α.
45 Βλέπουμε λοιπόν, ότι υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να μεταβάλλουν το χρώμα των ούρων και παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε λανθασμένη αξιολόγηση του χρώματος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν κάθε φορά που γίνονται τέτοιου είδους αξιολογήσεις. Ο δείκτης του χρώματος μπορεί να εκτιμήσει σημαντικά την αφυδάτωση άλλα υστερεί στην εκτίμηση του βαθμού της αφυδάτωσης. Για το λόγο αυτό καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το χρώμα των ούρων αποτελεί σημαντικό δείκτη της κατάστασης ενυδάτωσης των ατόμων σε αθλητικά και βιομηχανικά προγράμματα (γρήγορη εκτίμηση των επιπέδων υδάτωσης), όταν δεν είναι εύκολο να μετρηθεί κάποιος άλλος δείκτης (Osmolality, USG). Παρ όλα αυτά δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως αξιόπιστος δείκτης της αφυδάτωσης σε εργαστηριακά προγράμματα, όπου απαιτείται μεγαλύτερη ακρίβεια, εξαιτίας του σφάλματος στην κατηγοριοποίηση των ατόμων στα διάφορα επίπεδα. Δεδομένου ότι η καλή ενυδάτωση και η άμεση αναγνώριση καταστάσεων αφυδάτωσης είναι μεγίστης σημασίας για τον άνθρωπο και με αφορμή τη συγκεκριμένη πτυχιακή μελέτη θα συνιστούσα ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθούν και άλλες έρευνες οι οποίες θα εξετάζουν την εγκυρότητα του χρώματος των ούρων ως δείκτη ενυδάτωσης σε σύγκριση με άλλες μεθόδους προκειμένου να μπορεί να χρησιμοποιηθεί με αξιοπιστία ως διαγνωστικό εργαλείο για τη διερεύνηση αλλαγών στο σωματικό νερό.