ΘΕΣΜΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (ECΟ464) ΕΛΛΙΠΗ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ (INCOMPLETE CONTRACTS) 1
o Ελλιπή συμβόλαια (incomplete contracts) Όλα τα συμβόλαια είναι αναπόφευκτα ελλιπή! Ένα ελλιπές συμβόλαιο δεν μπορεί να περιγράψει τι πρέπει να κάνει ο κάθε εταίρος σε κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Θα υπάρχουν μη-προβλεπόμενα κενά στο συμβόλαιο πράγματα θα συμβούν για τα οποία το συμβόλαιο δεν προβλέπει πως θα (ανα)προσαρμοστούν οι όροι. o H επίσημη μοντελοποίηση των ελλιπών συμβολαίων έγινε από τους Grossman και Hart (1986), οι οποίοι εισήγαγαν αυτό που έκτοτε έγινε γνωστό ως το "κύριο επίσημο μοντέλο" της σύναψης ελλιπών συμβολαίων. Θα δούμε μια απλοποιημένη εκδοχή του μοντέλου των Grossman Hart. o Μια εταιρία Α παράγει ένα αγαθό το οποίο χρησιμεύει ως εισροή σε μια εταιρία Β. Υπάρχει συμφωνία σήμερα για πώληση του αγαθού από την A στην B. Η ανταλλαγή του αγαθού θα πραγματοποιηθεί μεθαύριο. 2
Θα κάνει ο Β εξειδικευμένη επένδυση? Θα πραγματοποιηθεί η βελτίωση της ποιότητας? σήμερα αύριο μεθαύριο συμφωνία μεταξύ Α και Β για την ανταλλαγή ενός αγαθού σε μια συγκεκριμένη τιμή Α και Β μαθαίνουν για το «είδος» βελτίωσης της ποιότητας του αγαθού πραγματοποιείται η ανταλλαγή του αγαθού o Α και Β γνωρίζουν ότι μπορεί να προκύψει ευκαιρία για βελτίωση της ποιότητας του αγαθού αύριο, αλλά δεν γνωρίζουν ποιο είναι το «είδος» της βελτίωσης σήμερα. Δεν μπορεί να προβλεφθεί όρος στο συμβόλαιο σχετικά με την βελτίωση ποιότητας. Α και Β μαθαίνουν για το «είδος» βελτίωσης της ποιότητας του αγαθού αύριο. o Η εταιρία Β αποφασίζει σήμερα αν θα πραγματοποιήσει μια εξειδικευμένη επένδυση xx > 00. Αυτή η επένδυση αυξάνει την πιθανότητα αξιοποίησης της όποιας βελτίωσης ποιότητας πραγματοποιηθεί. 3
o Η απόφαση για το αν θα γίνει βελτίωση της ποιότητας παίρνεται αύριο. Αν γίνει, τότε το κόστος της βελτίωσης cc το υφίσταται η Α. Υποθέτουμε ότι το κόστος βελτίωσης: (i) είναι γνωστό και στις δυο εταιρίες από σήμερα, και είναι ανεξάρτητο από το «είδος» της βελτίωσης ποιότητας, (ii) δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην σύμβαση διότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί από τρίτους (π.χ. τα δικαστήρια). o Η αξία της εξειδικευμένης επένδυσης για την εταιρία Β είναι: vv > cc με πιθανότητα xx και 00 με πιθανότητα 11 xx. Το κόστος της επένδυσης είναι xx. Υποθέτουμε ότι η αξία της εξειδικευμένης επένδυσης: (i) είναι γνωστή και στις δυο εταιρίες από σήμερα, (ii) δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην σύμβαση διότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί από τρίτους 4
o Η Α μπορεί να παρατηρήσει την επένδυση της Β, με αποτέλεσμα το επίπεδό του xx να είναι γνωστό και στα δύο μέρη αλλά δεν μπορεί να εξακριβωθεί από τρίτους (π.χ. τα δικαστήρια). Άρα, τα μέρη δεν μπορούν να συνάψουν σύμβαση για το θέμα αυτό. o Θα εξετάσουμε τρεις περιπτώσεις: Α) Unconstrained bargaining: Οι εταιρίες A και B είναι ανεξάρτητες, δηλ., δεν είναι κάθετα ολοκληρωμένες. Οι A και B διαπραγματεύονται αύριο σχετικά με το αν θα πραγματοποιηθεί η βελτίωση της ποιότητας. Εάν δεν μπορούν να συμφωνήσουν, η βελτίωση δεν πραγματοποιείται επειδή δεν προσδιορίστηκε στη σύμβαση. Β) Supplier control: Οι δυο εταιρίες είναι κάθετα ολοκληρωμένες, και η εταιρία A έχει το δικαίωμα να αποφασίσει εάν θα γίνει η βελτίωση. C) Buyer control: Οι δυο εταιρίες είναι κάθετα ολοκληρωμένες, και η εταιρία B έχει το δικαίωμα να αποφασίσει εάν θα γίνει η βελτίωση. 5
o Πριν αναλύσουμε τις τρεις περιπτώσεις, μερικές παρατηρήσεις: Σύμφωνα με τους Grossman-Hart, η σύναψη συμβάσεων στο εσωτερικό των εταιριών είναι εξίσου δύσκολη με τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ των εταιριών. (Οι πρώτοι που εξέφρασαν αυτή την άποψη ήταν οι Alchian & Demsetz (1972)) Δηλ., η κάθετη ολοκλήρωση δεν συνεπάγεται κοινό management: έχει σημασία αν η Α αποκτά την Β ή το ανάποδο, διότι η συντονισμένη λήψη αποφάσεων δεν επιχειρείται. η εταιρία Α αποκτά την εταιρία Β forward integration or supplier control η εταιρία B αποκτά την εταιρία A backward integration or buyer control Αυτή η άποψη έρχεται σε αντίθεση με αυτή των Coase και Williamson. 6
Α) Unconstrained bargaining o Με πιθανότητα 11 xx η εξειδικευμένη επένδυση του Β έχει αξία 00. Σε αυτή την περίπτωση, η βελτίωση ποιότητας δεν θα πραγματοποιηθεί. o Με πιθανότητα xx η εξειδικευμένη επένδυση του Β έχει αξία vv. Οι δυο εταιρίες διαπραγματεύονται για το αν θα πραγματοποιηθεί η βελτίωση με το να διαπραγματεύονται την τιμή ww που θα πληρώσει η Β στην Α. Υποθέτουμε διαπραγματεύσεις κατά Nash (Nash bargaining) mmmmmm ww ΩΩ = [ss AA dd AA ][ss BB dd BB ] mmmmmm ww ΩΩ = [(ww cc) dd AA][ vv ww xx dd BB] 7
Τα dd AA, dd ΒΒ είναι τα disagreement payoffs για την εταιρία Α και Β αντίστοιχα, δηλ., τι θα πάρει η κάθε εταιρία αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν. Αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν (οι δυο εταιρίες δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το ww) η βελτίωση δεν πραγματοποιείται επειδή δεν προσδιορίστηκε στη σύμβαση, άρα dd AA = 00, dd ΒΒ = xx Συνεπώς έχουμε mmmmmm ww xx ΩΩ = [(ww cc) 00][ vv ww xx ] mmmmmm ww ΩΩ = (ww cc)(vv ww) 8
Από την συνθήκη πρώτης τάξης έχουμε ww = vv + cc Τα κέρδη των δυο επιχειρήσεων είναι ππ AA (xx) = xxss AA + (1 xx)0 = xx(ww cc) = xx vv cc ππ BB (xx) = xxss BB + (1 xx) xx2 2 = xx vv ww xx2 xx2 vv cc + (1 xx) = xx 2 2 xx o Η εταιρία Β επιλέγει το επίπεδο της επένδυσης xx που μεγιστοποιεί τα κέρδη της: mmmmmm xx ππ BB (xx) = xx vv cc xx 9
Από την συνθήκη πρώτης τάξης έχουμε xx = vv cc Τα κέρδη των δυο επιχειρήσεων είναι ππ vv cc ΑΑ = xx 2 = (vv cc) 44 ππ vv cc ΒΒ = xx 2 (xx ) 2 2 = (vv cc) 88 10
B) Supplier control o Με πιθανότητα 11 xx η εξειδικευμένη επένδυση του Β έχει αξία 00. Σε αυτή την περίπτωση, η βελτίωση ποιότητας δεν θα πραγματοποιηθεί. o Με πιθανότητα xx η εξειδικευμένη επένδυση του Β έχει αξία vv. Το συνολικό πλεόνασμα για τα δυο τμήματα, Α και Β, της κάθετα ολοκληρωμένης εταιρίας είναι vv cc. Πως θα μοιραστεί αυτό το πλεόνασμα? Οι A και B διαπραγματεύονται κατά Νash για το αν θα πραγματοποιηθεί η βελτίωση, δηλ., διαπραγματεύονται για το πώς θα μοιραστεί το πλεόνασμα vv cc. H A έχει το τελικό δικαίωμα να αποφασίσει (decision right) εάν θα γίνει η βελτίωση: αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν (Α και Β δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το πώς θα μοιραστεί το πλεόνασμα) η βελτίωση δεν πραγματοποιείται επειδή είναι η ενέργεια με το μικρότερο κόστος για την Α, άρα 11
dd AA SS = 00, dd BB SS = xx Συνεπώς, η ανάλυση και τα κέρδη των Α και Β είναι ακριβώς ίδια με την περίπτωση του unconstrained bargaining: ππ ΑΑ SS = (vv cc) 44 ππ ΒΒ SS = (vv cc) 88 12
C) Buyer control o Με πιθανότητα 11 xx η εξειδικευμένη επένδυση του Β έχει αξία 00. Σε αυτή την περίπτωση, η βελτίωση ποιότητας δεν θα πραγματοποιηθεί. (!!!) o Με πιθανότητα xx η εξειδικευμένη επένδυση του Β έχει αξία vv. Το συνολικό πλεόνασμα για τα δυο τμήματα, Α και Β, της κάθετα ολοκληρωμένης εταιρίας είναι vv cc. Πως θα μοιραστεί αυτό το πλεόνασμα? Οι A και B διαπραγματεύονται κατά Νash για το αν θα πραγματοποιηθεί η βελτίωση, δηλ., διαπραγματεύονται για το πώς θα μοιραστεί το πλεόνασμα vv cc. H Β έχει το τελικό δικαίωμα να αποφασίσει (decision right) εάν θα γίνει η βελτίωση: αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν (Α και Β δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το πώς θα μοιραστεί το πλεόνασμα) η βελτίωση πραγματοποιείται 13
dd AA BB = cc, dd BB BB = vv xx H B σε αυτή την περίπτωση κάνει τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη που μπορεί, οπότε δεν έχει κανένα συμφέρον να διαπραγματευτεί με την Α εξ αρχής! Άρα ss AA BB = cc, ss BB BB = vv xx Τα κέρδη των δυο επιχειρήσεων είναι ππ ΑΑ ΒΒ (xx) = xxss AA BB + (1 xx)0 = xx( cc) = xxxx ππ ΒΒ ΒΒ (xx) = xxss BB BB + (1 xx) xx2 2 = xx vv xx2 2 xx2 xx + (1 xx) = xxvv 2 o Η εταιρία Β επιλέγει το επίπεδο της επένδυσης xx που μεγιστοποιεί τα κέρδη της: 14
mmmmmm ππ ΒΒ ΒΒ (xx) = xxvv xx xx Από την συνθήκη πρώτης τάξης έχουμε xx ΒΒ = vv Τα κέρδη των δυο επιχειρήσεων είναι ππ ΑΑ BB = xx BB ( cc) = vvvv ππ ΒΒ BB = xx BB vv (xxbb ) 2 2 = vv 15