Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΟ ΟΣΦΥΙΚΟ ΠΟΝΟ

Σχετικά έγγραφα
17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

Οι γνώμες είναι πολλές

Άσκηση Υγεία και Ποιότητα Ζωής. Εισαγωγή. Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Προσωπικότητα και Άσκηση. 2η διάλεξη «Άσκηση & Ψυχική Υγεία»

Αξιοποίηση και διατήρηση των Νέων αθλητών

Σκοποί και στόχοι της Φυσικής Αγωγής

Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ

ΑΜΟΙΒΕΣ, ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΣΤΗΦΥΣΙΚΗΑΓΩΓΗ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Συντάχθηκε απο τον/την Παναγιώτης Θεoδωρόπουλος Δευτέρα, 31 Αύγουστος :22 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 13 Ιούνιος :48

Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ορισμοί Αυτό-αντίληψη Αυτό-εκτίμηση Μηχανισμοί ενίσχυσης και προστασίας της αυτό-εκτίμησης

Βασιλική Ζήση, PhD. Πυραμίδα του πληθυσμού στο μέσο του έτους 2004

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Σκοποί και στόχοι της Φυσικής Αγωγής

ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Κίνητρα για συµµετοχή στα σπορ. Θέµα διάλεξης Εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα στον Αθλητισµό και στη Φυσική Αγωγή ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108)

Ψυχολογική υποστήριξη παιδικού αθλητισμού

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΜΕ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΑΣΚΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗ

Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια

αθλητισµό Παρακίνηση για επίτευξη Περιβάλλον επίτευξης Θεωρία ανάγκης για επίτευξη Παρακίνηση για επίτευξη στον αθλητισµό και στη φυσική αγωγή

Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης. Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τον όρο Θετική Ανάπτυξη είναι ο παρακάτω:

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Σχέση αυτεπάρκειας και πληροφοριακής συµπεριφοράς των χρηστών της βιβλιοθήκης του ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ

Θεωρία απόδοσης Γνωστικές διαδικασίες

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ

Χαράλαµπος Τσορµπατζούδης Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών Φυσικής Αγωγής στο Λύκειο. Δρ. Απόστολος Ντάνης Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

Πρόλογος Οδηγίες για εφαρμογή Επίλογος Θέματα για έρευνα Θέματα για συζήτηση... 32

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Κλίµα παρακίνησης στο µάθηµα της Φ.Α. και υγιεινές συµπεριφορές

Ανάπτυξη θετικών στάσεων προς τη Φυσική Αγωγή

Ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων μέσα από τον αθλητισμό. Ψούνη Λίνα ΚΦΑ, Ψυχολόγος. MSc, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Adoption of Exercise & Health behaviors in clinical populations

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία. Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΛΗΣΗ

Άσκηση, υγεία και χρόνιες παθήσεις

Ερωτήσεις Αθλητικής Ψυχολογίας Σχολή Προπονητών Γυμναστικής

Παρουσίαση του προβλήματος

Φυσική δραστηριότητα. Μάνου Βασιλική, Ph.D Διδάσκουσα στο ΤΕΦΑΑ Τρικάλων

Θέµατα που θα αναπτυχθούν ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ. Που εστιάζονται οι έρευνες; Επιδηµιολογία - Συµπεριφορά

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΠΩΣ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΤΕ ΕΝΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΨΥΧΙΚΑ ΥΓΙΕΣ-ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ 7 ΒΗΜΑΤΩΝ

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Θέμα διάλεξης. Καθορισμός στόχων στον Αθλητισμό. Ζουρμπάνος Νίκος PhD

ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΧΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

σύμφωνα με την αξιοποίηση και επεξεργασία των ερωτηματολογίων που διανεμήθηκαν στους συμβούλους

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Περιεχόμενα. Θεμέλια. της αθλητικής ψυχολογίας 11. Τα κίνητρα στον αθλητισμό και στην άσκηση 43. Κεφάλαιο 2

Παροχή κινήτρων για αύξηση απόδοσης. 13 ο Κεφάλαιο

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

Θέµατα της παρουσίασης. Τι είναι παρακίνηση; Στοιχεία της παρακίνησης. Λειτουργίες της παρακίνησης. Η παρακίνηση επηρεάζει κυρίως τέσσερις λειτουργίες

ΜΑΡΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Mediterranean College Θεσσαλονικης

ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ. Νικολάου Ζωή Α.Μ Επιβλέπων καθηγητής: Στράνης Δημήτριος

ΗΘΙΚΗ & ΗΘΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ & ΣΤΗΝ Φ.Α.

ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΡΟΑΓΟΥΝ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ; Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (ΠΕΣ)

Δρ. Νικόλαος Τσιγγίλης Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ ε.

Δημιουργικό Παιχνίδι ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ Φ.Α. Διάλεξη 3η

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η ψυχολογία των αθλητών και η άμεση σχέση της με την προπόνηση και τη φυσικοθεραπεία

H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ. Συνεργάτης ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ. Τμήμα Νοσηλευτικής

Επιπολιτισμικό στρες. Θεωρητικά μοντέλα Στρατηγικές αντιμετώπισης Παρεμβαλλόμενες μεταβλητές Ψυχική ανθεκτικότητα

ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΔΙΑΦΥΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΜΑΖΙΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΔΗΜΟΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΑΘΛΗΣΗΣ. ΤΡΙΓΩΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Ph.D ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΤΕΦΑΑ, ΔΠΘ

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Το προφίλ των κινητικών δραστηριοτήτων των μαθητών του σχολείου

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ

Get There Ταξίδι προς την Απασχόληση

ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Ερευνητική εργασία project. 2ο ΕΠΑΛ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ ΤΜΗΜΑ: Α3 ΣΧ.ΕΤΟΣ «ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ;» Υποθέμα: ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Νιάκα Ευγενία Σχολική Σύμβουλος

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Αξιολόγηση και Αυτοαξιολόγηση Εκπαιδευομένων- Αξιολόγηση Εκπαιδευτικού

Αποδεδειγμένα από ειδικούς και έρευνες, η καλύτερη προστασία απέναντι στο άγχος και την πίεση της καθημερινότητας είναι η άσκηση. Η προσωπική άσκηση

Ψυχολογικά μοντέλα που σχετίζονται με προγράμματα άσκησης για υγεία. 29/3/2012

Περιγραφή Μαθήµατος. Άσκηση και Αγωγή Υγείας. Σκοπός Μαθήµατος Οι φοιτητές: Τι είναι Υγεία; Προαγωγή της Υγείας & Αγωγή Υγείας

Παρακίνηση. Βασίλειος Μέλλος Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής Ν. Καρδίτσας

ΜΕΘΟΔΟΣ -ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ ΣΤΗΝ ΜΗΧΑΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ PUBMED ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ, ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΣ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΑΠΟΔΟΣΗ, ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

«ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΓΟΝΕΙΣ & ΦΡΟΝΤΙΣΤΕΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

«Ο ρόλος της οικογένειας στην ανάπτυξη του παιδιού»

Τα δομικά και δυναμικά χαρακτηριστικά ενός γυμναστηρίου. Ντίσο Άλμα φοιτήτρια Ψυχολογίας

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

The Jobbies. 14ο ΓΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Project Β τριμήνου «Το επάγγελμα που επιλέγω» Αντωνιάδου Δέσποινα. Βάκουλης Παναγιώτης.

Αιμιλίζα Στεφανίδου 1, Δημοσθένης Μπούρος 2, Μιλτιάδης Λειβαδίτης 2, Αθανασία Πατάκα 1, Παρασκευή Αργυροπούλου 1

Ποια είναι τα είδη της κατάθλιψης;

Ομαδική λήψη απόφασης και βιωματικές ασκήσεις. Κατερίνα Αργυροπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια

Παχυσαρκία και Σακχαρώδης Διαβήτης

Έφηβοι και αυτοεκτίμηση

Τι είναι φόβος και τι φοβια;

Transcript:

i ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΟ ΟΣΦΥΙΚΟ ΠΟΝΟ της ΦΡΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΑΕΜ: 2271 Μεταπτυχιακή διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα του Τμήματος για την μερική εκπλήρωση των υποχρεώσεων για την απόκτηση του μεταπτυχιακού τίτλου στο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Σερρών του Αριστοτελείου Παν/μίου Θες/νίκης ΣΕΡΡΕΣ 2019 Εγκεκριμένο από το Καθηγητικό σώμα: Επιβλέπων καθηγητής: Συμεών Βλαχόπουλος, Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ Σερρών, ΑΠΘ Μέλος: Καταρτζή Ερμιόνη, Επίκουρη Καθηγήτρια, ΤΕΦΑΑ Σερρών, ΑΠΘ Μέλος: Κωφοτόλης Νικόλαος, Αναπληρωτής Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ Σερρών, ΑΠΘ

ii 2019 Φραντζοπούλου Αικατερίνης ALL RIGHTS RESERVED

iii ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΦΡΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ: Η σχέση των κινήτρων για άσκηση με τη συχνότητα άσκησης σε γυναίκες με χρόνιο οσφυϊκό πόνο (Υπό την επίβλεψη του καθηγητή κ. Βλαχόπουλου Συμεών) Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσης των κινήτρων για άσκηση με τη συχνότητα συμμετοχής σε έντονη, μέτρια και ήπιας έντασης άσκηση σε γυναίκες με χρόνιο οσφυϊκό πόνο. Συγκεκριμένα εξετάστηκε η σχέση μεταξύ των τύπων ρύθμισης της συμπεριφοράς στην άσκηση (εσωτερικά κίνητρα, ενσωματωμένη ρύθμιση, ρύθμιση ταύτισης, ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση, εξωτερική ρύθμιση, απουσία κινήτρων) με την συχνότητα συμμετοχής σε έντονη, μέτρια και ήπιας έντασης άσκηση, με βάση τη θεωρία του αυτό-καθορισμού (self-determination theory). Στην έρευνα συμμετείχαν 126 γυναίκες με χρόνιο οσφυϊκό πόνο, ηλικίας 18 έως 59 ετών, που ασκούνταν σε προγράμματα αίθουσας ιδιωτικών γυμναστηρίων και προγράμματα άσκησης του δήμου. Οι ασκούμενες συμπλήρωσαν το «Ερωτηματολόγιο Ρύθμισης της Συμπεριφοράς στην Άσκηση-2» (Βehavioural Regulation in Exercise Questionnaire-2 [BREQ-2]: Markland & Tobin, 2004) και το «Ερωτηματολόγιο συχνότητας της συμμετοχής σε άσκηση» του Godin (Godin Leisure Time Exercise Questionnaire: Godin & Shephard, 1985). Οι αναλύσεις συσχέτισης έδειξαν στατιστικώς σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ της εβδομαδιαίας συχνότητας έντονης και μέτριας άσκησης με τα αυτό-καθοριζόμενα κίνητρα και αρνητική συσχέτιση με τα μη αυτό-καθοριζόμενα κίνητρα. Δεν υπήρξε συσχέτιση με τη συχνότητα ήπιας άσκησης. Από τα αποτελέσματα της έρευνας φάνηκε ότι τα περισσότερο αυτό-καθοριζόμενα κίνητρα για άσκηση αντιστοιχούν σε μεγαλύτερη εβδομαδιαία συχνότητα έντονης και μέτριας αλλά όχι ήπιας άσκησης. Λέξεις κλειδιά: τύποι ρύθμισης της συμπεριφοράς, κίνητρα για άσκηση, θεωρία του αυτόκαθορισμού, φυσική δραστηριότητα, χρόνιος οσφυϊκός πόνος

iv ABSTRACT Frantzopoulou Aikaterini: The relationship of exercise participation motives with exercise frequency in women with chronic low back pain (Under the supervision of Prof. Symeon Vlachopoulos) The purpose of this study was to investigate the relationship of exercise behavioural regulations with weekly frequency of strenuous, moderate, and mild exercise in women with chronic low back pain based on self-determination theory. Participants were 126 women with chronic low back pain aged 18 to 59 years who engaged in group exercise programs either in private fitness centers or community exercise programs. The participants completed the Behavioural Regulation in Exercise Questionnaire-2 (Markland & Tobin, 2004) and the Godin Leisure Time Exercise Questionnaire (Godin & Shephard, 1985). Pearson s correlations revealed statistically significant positive correlations between weekly frequency of strenuous and moderate exercise with self-determined regulations and negative correlations with non-self-determined regulations. No associations emerged between behavioural regulations and mild exercise behavior. The results supported self-determination theory hypotheses that the more self-determined motives correspond to greater weekly frequency of exercise participation. The findings support the tenets of self-determination theory and pose a challenge for gymnast concerning practical applications whose goal is to increase behavioral self-regulation in participants. Keywords: behavioural regulations, exercise motivation, self-determination theory, physical activity, chronic low back pain

v ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ.. iii ABSTACT iv ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. v ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ... vii I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 Σωματικά οφέλη της άσκησης. 1 Ψυχολογικά οφέλη της άσκησης... 2 Οφέλη της άσκησης στην οσφυαλγία 3 Εγκατάλειψη άσκησης από τους ασκούμενους. 4 Παράγοντες που επηρεάζουν το άτομο να συνεχίσει η να εγκαταλείψει την άσκηση. 4 II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ. 6 Η Θεωρία του Αυτο-καθορισμού 6 Βασικές ψυχολογικές ανάγκες 8 Υποστήριξη ψυχολογικών αναγκών... 8 Κίνητρο άσκησης και ηλικία... 10 Προσέλκυση ατόμων για άσκηση και βασικές ψυχολογικές ανάγκες 11 Κίνητρα άσκησης και φύλο. 15 Κίνητρα άσκησης και διαστάσεις συμπεριφοράς της άσκησης.. 18 Κίνητρα άσκησης και αυτοεκτίμηση.. 20 Κίνητρα άσκησης και εικόνα σώματος.. 21 Κίνητρα άσκησης και άγχος... 25 Κίνητρα άσκησης και συχνότητα άσκησης 28 Κίνητρα άσκησης και εξάρτηση άσκησης. 30 Κίνητρα άσκησης και παθήσεις.. 32

vi Ερευνητικό κενό. 34 Σκοπός της έρευνας 34 Σημασία της έρευνας.. 35 Υπόθεση. 35 III.ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ. 36 Συμμετέχοντες 36 Εργαλεία μέτρησης. 36 Διαδικασίες μέτρησης.... 37 Στατιστική ανάλυση.. 37 ΙV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 39 Εσωτερική συνοχή. 39 Συσχετίσεις μεταξύ των τύπων ρύθμισης της συμπεριφοράς στην άσκηση και της συνολικής εβδομαδιαίας άσκησης 39 V. ΣΥΖΗΤΗΣH... 41 Σύγκριση με άλλες ερευνητικές μελέτες. 41 Πρακτικές εφαρμογές. 52 Περιορισμοί της έρευνας 53 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 54 VII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 55 VIII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ.. 61 Παράρτημα Α.. 61 Παράρτημα Β.. 63

vii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1. Βαθμός συσχέτισης μεταξύ της εβδομαδιαίας συχνότητας συμμετοχής στην άσκηση και των τύπων ρύθμισης της συμπεριφοράς στην άσκηση 40

1 Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΟ ΟΣΦΥΙΚΟ ΠΟΝΟ Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της υγείας του κάθε ατόμου αποτελεί η άθληση. Με την άθληση τα άτομα μπορούν να έχουν ένα υγιή σώμα κάτι το όποιο συνεπάγεται και την καλή διατήρηση της υγείας. Τις τελευταίες δεκαετίες υφίσταται μια παγκόσμια αποδοχή μεταξύ των αρχών της υγείας ότι η φυσική δραστηριότητα συνιστά ένα βασικό στοιχείο της υγιεινής ζωής (World Health Organization, 1995). Οι Pate et al., (1995) υποστηρίζουν ότι η άσκηση θεωρείται ένας σημαντικός παράγοντας μείωσης της νοσηρότητας και της θνησιμότητας. Η κατανόηση του γιατί οι άνθρωποι ασκούνται αποτελεί μια κεντρική εστίαση της υγείας και της ψυχολογίας της άσκησης (Biddle, Fox. Boutcher, 2000). Η ψυχολογία της άσκησης είναι η επιστήμη που ασχολείται με τις ψυχολογικές αρχές, τις διαδικασίες και τις επιδράσεις της άσκησης στα άτομα. Επίσης, ασχολείται με τη μελέτη της συμπεριφοράς των ατόμων, μέσα από ψυχολογικούς, βιολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα, την ποσότητα και τη χρονική διάρκεια της συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες (Buckworth & Dishman, 2002). Σωματικά Οφέλη της Άσκησης Η σωματική δραστηριότητα αποφέρει πολλά οφέλη για την υγεία (Bellocco et al., 2010, Blair et al., 1993, Lee et al., 2011, Powell και Blair, 1994). Μια πληθώρα επιστημονικών ευρημάτων υπογραμμίζει τη θετική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας πάνω στη ζωή των ανθρώπων. Η αναφορά της Surgeon General s, σχετικά με τη φυσική δραστηριότητα και την υγεία, τονίζει τη σπουδαιότητα του δραστήριου τρόπου ζωής στην πρόληψη των χρόνιων παθήσεων και στην προώθηση της υγείας και της ευεξίας. Ερευνητικά ευρήματα δείχνουν ότι η μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα συμβάλλει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, της αντίσταση της ινσουλίνης και των τριγλυκεριδίων (Fletcher & Trejo, 2005, Branka, 1999). Αντίθετα, αυξάνει τις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (Haskel, 1986) και την αντοχή του καρδιαγγειακού συστήματος (Michael & Kenneth, 2005). Θεωρείται ακόμη ότι μειώνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου (Shephard & Trudeau, 2005) και των προβλημάτων υγείας των

2 ατόμων της τρίτης ηλικίας και αυξάνει το προσδόκιμο ζωής. Επίσης συμβάλλει στον έλεγχο του βάρους και της παχυσαρκίας, η οποία βρέθηκε να συσχετίζεται με την ανάπτυξη νεοπλασιών του παχέως εντέρου, του προστάτη, του παγκρέατος της χοληδόχου κύστης, των νεφρών, των ωοθηκών, του ενδομητρίου και του μαστού (Page & Asire, 1981, Siitery, 1987). Οι Frish et al. (1989) και Wyshak et al. (1986) βρήκαν ότι οι αθλούμενοι είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διάφορα είδη νεοπλασματικών ασθενειών, από ότι οι μη αθλούμενοι. Ψυχολογικά Οφέλη της Άσκησης Εκτός από τα πολυάριθμα σωματικά οφέλη της φυσικής δραστηριότητας, η μεγάλη πλειοψηφία των επαγγελματιών υγείας και των ασκούμενων πιστεύει ότι η άσκηση παράγει και ψυχολογικά οφέλη. Η σχέση μεταξύ της σωματικής άσκησης και της ψυχολογικής υγείας έχει όλο και περισσότερο έρθει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Πάνω από 1.000 άρθρα έχουν γραφτεί σχετικά με τις ψυχολογικές επιδράσεις της άσκησης καθώς και μερικές πρόσφατες ανασκοπήσεις σχετικά με τις επιπτώσεις της άσκησης στο άγχος, στην κατάθλιψη, στην κοινωνικοποίηση και στην απόδοση εργασίας. Το περπάτημα (Dasilva et al., 2011), το ποδήλατο (Petruzzello et al. Vancampfort et al., 2011), το αερόμπικ (Rokka et al., 2010), το τρέξιμο (Hoffman & Hoffman, 2008, Nabetani & Tokunaga, 2001, Szabo, 2003) επηρεάζουν και ελαττώνουν το άγχος, βασίζονται στον όγκο ή τη διάρκεια και την ένταση της άσκησης ως κεντρικός μεσολαβητής του ψυχολογικού αποτελέσματος. Νωρίτερα, οι Εκεκκάκης και Petruzzello (1999) έχουν ανασκοπήσει πάνω από 200 μελέτες που εξετάζουν εάν η ένταση της δραστηριότητας έχει καθοριστική σημασία για την επίδειξη ψυχολογικών πλεονεκτημάτων μετά την άσκηση. Το έργο τους έδειξε ότι η άσκηση υψηλής έντασης έχει αρνητικό αντίκτυπο στην επίδραση και όταν η ένταση της άσκησης διατηρείται σε σταθερή ένταση, η διάρκεια της δεν έχει σημασία για την απόκτηση διανοητικών οφελών. Ακολούθως, ο Szabo (2003) και πιο πρόσφατα οι Minjung (2010) και Rokka (2010) έδωσαν ισχυρά στοιχεία που δείχνουν ότι η ένταση άσκησης είναι ασήμαντη στην πρόκληση ψυχολογικών οφελών. Σε μια σχετικά πρόσφατη ανασκόπηση, ο Εκεκκάκης (2009) εξέτασε πάνω από 100 αναφορές και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η άσκηση που εκτελείται με αυτοεπιλεγμένη ένταση μπορεί να είναι η καταλληλότερη από την άποψη της δημόσιας υγείας. Επομένως, σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες (Berger & Owen, 1992, Szabo et al., 1998), υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που δείχνουν ότι διάφοροι τρόποι σωματικής άσκησης,

3 θα μπορούσαν να προκαλέσουν παρόμοιες ή ταυτόσημες θετικές ψυχολογικές αλλαγές. Κατά την εξέταση της δόσης της δραστηριότητας, η οποία είναι η ουσία των φυσιολογικών μοντέλων που συνδέουν την άσκηση με τα ψυχολογικά οφέλη, εκτός από την ένταση, η διάρκεια άσκησης είναι επίσης ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο. Για να εμφανιστούν ψυχολογικές αλλαγές, μια σύντομη περίοδος άσκησης 10 λεπτών φαίνεται να είναι επαρκής (Anderson & Brice, 2011, Hansen et al., 2001, Sullivan et al., 2010). Συνεπώς, τα αποτελέσματα που προκύπτουν από μελέτες σχετικά με την ένταση και τη διάρκεια της άσκησης προσφέρουν υποστήριξη στην πρόταση του Stoll (1997) ότι τα φυσιολογικά μοντέλα είναι ανεπαρκή για να υπολογίσουν τις θετικές ψυχολογικές αλλαγές που αναφέρθηκαν μετά την άσκηση. Σε μια ευρεία βιβλιογραφική ανασκόπηση, ο McAuley εξέτασε τη σχέση μεταξύ άσκησης και θετικής και αρνητικής ψυχολογικής υγείας και κατέληξε στη θετική συσχέτιση μεταξύ άσκησης και αυτοεκτίμησης, αυτοεξυπηρέτησης, ψυχολογικής ευεξίας και γνωστικής λειτουργίας, καθώς και της αρνητικής συσχέτισης μεταξύ άσκησης και άγχους, άγχους και κατάθλιψης. Οφέλη της Άσκησης στην Οσφυαλγία Ο όρος οσφυαλγία αναφέρεται στον πόνο στην οσφυϊκή μοίρα της Σπονδυλικής Στήλης και αποτελεί σύμπτωμα πολλών παθήσεων και όχι μια συγκεκριμένη πάθηση (Dreisinger & Nelson, 1996). Σύμφωνα με έρευνες, η φυσική δραστηριότητα παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του χρόνιου οσφυϊκού πόνου, ενώ θεωρείται πιο αποτελεσματική στη μείωση του πόνου και στην βελτίωση της λειτουργικής ανικανότητας σε σχέση με τις παθητικές μεθόδους θεραπείας (Van Middelkoop et al., 2010, Hayden et al., 2005, Stuge et al., 2004, Hides et al., 2001.) Σε έρευνα τους, οι Κωφοτόλης και Σαμπάνης (2005), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η άσκηση μπορεί να είναι αποτελεσματική στην πρόληψη του πόνου της οσφυϊκής μοίρας. Επίσης, η άσκηση μπορεί να είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση τόσο του υπό-οξύ όσο και του χρόνιου οσφυϊκού πόνου. Επίσης, τα οφέλη της άσκησης δεν γίνονται πάντα αντιληπτά από τους ασθενείς από τον πρώτο μήνα. Αυτό υπογραμμίζει την μεγάλη σπουδαιότητα της αποτύπωσης μακροχρόνιων αποτελεσμάτων. Αρκετές κλινικές μελέτες εξέτασαν την θετική ή αρνητική επίδραση της συχνότητας της άσκησης (Mannicheet al., 1993) δείχνοντας ότι η συχνότητα της άσκησης παίζει σημαντικό ρόλο (Manniche et al., 1995). Ο Manniche και συνεργάτες του (1991), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια στατιστικά σημαντική διαφορά, υπέρ της ομάδας με την υψηλή συχνότητα.

4 Εγκατάλειψη Άσκησης από τους Ασκούμενους Παρά τα ατομικά και κοινωνικά οφέλη της φυσικής δραστηριότητας, οι άνθρωποι δεν φαίνεται να δεσμεύονται ισχυρά μαζί της. Ο χρόνος που αφιερώνουν τα άτομα σε καθιστικές εργασίες, στην παρακολούθηση τηλεόρασης, ή ο χρόνος μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών, λειτουργεί αρνητικά για την υγεία. Όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο χρόνος σε ημερήσια βάση, τόσο μεγαλύτερο το ρίσκο για σοβαρές ασθένειες και πρόωρη θνησιμότητα. Η διακοπή του καθιστικού τρόπου ζωής λειτουργεί προς όφελος της υγείας. Επίσης, η συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες μετριάζει τις αρνητικές αυτές επιπτώσεις στην υγεία (Chau et al., 2013, Owen et al., 2010). Στις Η.Π.Α. αναφέρεται ότι μόνο το 10% έως 30% των ενηλίκων δεσμεύονται με την άσκηση (Centers for Disease Control & Prevention, 2002). Στην Ιαπωνία, το 1998, προσδιορίστηκε ότι βάδιζε για άσκηση το 31,8% (Prime minister s office, 2000). Στον Καναδά οι ενήλικες που είναι φυσικά δραστήριοι ώστε να αποκομίσουν οφέλη από τη συμμετοχή τους, ανέρχονται στο 39% του πληθυσμού (Craig et al, 2001), ενώ το Canadian Fitness and Lifestyle Research Institute (2001) αναφέρει ότι το 57% των ενηλίκων δεν είναι αρκετά φυσικά δραστήριοι, ώστε να κερδίσουν οφέλη από τη συμμετοχή τους. Στην Ελλάδα η συμμετοχή των ενηλίκων στην άσκηση φαίνεται ότι υπολείπεται σημαντικά από το ποσοστό αυτό. Κάνοντας μια σχετική εκτίμηση ο Κολύμπαλης (2003) υπολογίζει ότι μόνο το 24% του συνολικού ελληνικού πληθυσμού ασκείται σε κάποια αθλητική δραστηριότητα. Ερευνητικά αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι το 50% των ατόμων που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα άσκησης, το εγκαταλείπουν μέσα στους 6 πρώτους μήνες (Berger, Pargman & Weinberg, 2002). Οι Prochaska και Marcus (1994) μειώνουν περισσότερο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, προσδιορίζοντας ότι το ποσοστό αυτό εγκαταλείπει το πρόγραμμα στους 3 έως 6 πρώτους μήνες. Παράγοντες που Επηρεάζουν το Άτομο να Συνεχίσει η να Εγκαταλείψει την Άσκηση Υπάρχει το ερώτημα του κατά πόσο η προσωπικότητα των ασκουμένων, διαμορφώνεται από την καλή φυσική τους κατάσταση και την εμπλοκή τους στα σπορ, ή αν τα άτομα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ακολουθούν αυτό τον τρόπο ζωής. Οι μελέτες καταγράφουν μια σημαντική σχέση ανάμεσα στην ψυχική υγεία και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, και ειδικότερα, ανάμεσα σε μια μεγάλη κατηγορία ψυχικών διαταραχών και του νευρωτισμού (Kotov et al., 2010). Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, δεν υπάρχει κάποιο

5 σαφώς διαμορφωμένο θεωρητικό πλαίσιο, ούτε επαρκείς έρευνες που να προσδιορίζουν τις σχέσεις μεταξύ προσωπικότητας και άσκησης, αν και πολύ συχνά συνδέουμε την άσκηση με την υγεία. Αυτό που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα είναι ότι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που σχετίζονται με την υγεία είναι η ανθεκτικότητα, η ισχυρή αίσθηση του καθήκοντος, ο αυτοέλεγχος, η αισιοδοξία, η γενική προσδοκία ότι θα συμβούν θετικά πράγματα και η πεποίθηση ότι η υγεία είναι πέρα του προσωπικού ελέγχου. Επιπλέον, ο νευρωτισμός σχετίζεται αρνητικά με τη συμμετοχή και την προσκόλληση σε προγράμματα άσκησης. Αυτά τα χαρακτηριστικά ερμηνεύουν θετικές ή αρνητικές προδιαθέσεις για την άσκηση, τη θέληση για συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα άσκησης, την ικανότητα για σχέσεις με άλλους συμμετέχοντες ή την πειθαρχία για παραμονή στο πρόγραμμα άσκησης. Άτομα με θετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας (σταθερότητα, εξωστρέφεια, ανοιχτά σε νέες εμπειρίες, ηπιότητα, και ευσυνειδησία), παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα παρακίνησης για συμμετοχή, καθώς και πραγματική συμμετοχή σε προγράμματα άσκησης. Άτομα με ευσυνειδησία είναι μετρημένα, πειθαρχημένα, έχουν επίγνωση, έχουν αίσθηση του καθήκοντος, αυτορυθμίζονται καλύτερα και είναι πιο πιθανό να προσκολλώνται σε προγράμματα άσκησης και υγιεινές συμπεριφορές. Άτομα με ευθύτητα και ειλικρίνεια, είναι ανοιχτά σε νέες εμπειρίες, καθώς και σε νέα σπορ και δραστηριότητες (Huang et al., 2007, Wilson & Dishman, 2015). Ένας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με την προσκόλληση των ατόμων σε προγράμματα άσκησης είναι η αυτο-παρακίνηση. Οι ασκούμενοι με υψηλά επίπεδα αυτο-παρακίνησης δημιουργούν περισσότερες ευκαιρίες για προσκόλληση και παραμονή σε προγράμματα άσκησης. Ωστόσο, η αυτο-παρακίνηση δεν αποτελεί χαρακτηριστικό του πυρήνα της προσωπικότητας και επηρεάζεται περισσότερο από τη μάθηση και την εμπειρία (Berger et al., 2007). Είναι σημαντική η συμμετοχή σε τακτική σωματική δραστηριότητα προκειμένου να διατηρηθεί ένας υγιεινός τρόπος ζωής, ωστόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι ανεπαρκώς ενεργό. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα διάφορα είδη κινήτρων συμβάλλουν στη συμπεριφορά άσκησης είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα στον εντοπισμό τρόπων για την αύξηση της άσκησης μεταξύ των ατόμων.

6 ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Η Θεωρία του Αυτό-καθορισμού Στη θεωρία του αυτό-καθορισμού (Self Determination Theory, Ryan & Deci, 2000), το κίνητρο λαμβάνεται ως δείκτης σημαντικών αποτελεσμάτων σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (Milyavskaya & Koestner, 2011). Τα είδη των κινήτρων τα οποία περιλαμβάνει η θεωρία του αυτο-καθορισμού είναι το αυτόνομο και το ελεγχόμενο κίνητρο. Το αυτόνομο κίνητρο αφορά ανθρώπους που εμπλέκονται σε μια δραστηριότητα από δική τους επιλογή και εισπράττουν ευχαρίστηση (Fortier, Sweet, O Sullivan & Williams, 2007). Πιο απλά, αυτόνομα παρακινούμενοι είναι οι ασκούμενοι με πλήρη αίσθηση βούλησης και επιλογής (Deci & Ryan, 2008). Το ελεγχόμενο κίνητρο περιλαμβάνει συμπεριφορές τις οποίες υπαγορεύει η πίεση και η απαίτηση για συγκεκριμένα αποτελέσματα (Deci & Ryan, 2008). Παράγοντες που ενεργοποιούν αυτό το είδος κινήτρου είναι η ανάγκη για επιβεβαίωση, η αποφυγή της ντροπής και η ενδεχόμενη αμοιβή ή τιμωρία που προκύπτει από κάποιες ενέργειες (Deci & Ryan, 2008). Ωστόσο, τόσο το αυτόνομο όσο και το ελεγχόμενο κίνητρο ενεργοποιούν και κατευθύνουν τη συμπεριφορά, στοιχείο που είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με την παντελή έλλειψη κινήτρου. Στην απουσία κινήτρων δεν υπάρχει καμιά σύνδεση μεταξύ δράσης και αποτελέσματος εφόσον απουσιάζει ο αντιλαμβανόμενος σκοπός για ενασχόληση με κάποια δραστηριότητα (Deci & Ryan, 1985). Οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κινήτρων έχουν χαμηλό προσανατολισμό στο έργο, όσον αφορά στην άσκηση (Biddle & Wang, 2003), δεν αισθάνονται ικανοί να διεκπεραιώσουν μια δραστηριότητα ή δεν βρίσκουν κάποιο ενδιαφέρον σε αυτή (Ryan, Williams, Patrick, & Deci, 2009). Βασισμένη σε αυτή τη διάκριση, η θεωρία του αυτο-καθορισμού εισηγείται ότι υφίστανται τρεις διακριτοί τύποι παρακίνησης, που τις ονομάζει εσωτερική παρακίνηση, εξωτερική παρακίνηση και έλλειψη παρακίνησης (amotivation). Η εσωτερική παρακίνηση θεωρείται ότι είναι ο πλέον αυτόνομος τύπος παρακίνησης και αναφέρεται σε μία εγγενή πανανθρώπινη τάση των ατόμων να αναζητούν την καινοτομία και την πρόκληση, να επεκτείνουν και να εξασκούν τις ικανότητές τους, να εξερευνούν και να μαθαίνουν (Deci &

7 Ryan, 2000). Η εσωτερική παρακίνηση περικλείει την έμφυτη ενέργεια που επιδεικνύεται, όταν τα άτομα επιδιώκουν στόχους ή δραστηριοποιούνται εξαιτίας της απόλαυσης ή του ενδιαφέροντος (Koestner & Losier, 2002). Τα άτομα που είναι εσωτερικά παρακινημένα, συμμετέχουν στην άσκηση, επειδή θεωρούν ότι είναι διασκεδαστική. Ωστόσο, όλες οι ανθρώπινες συμπεριφορές δεν είναι εσωτερικά παρακινούμενες και απολαυστικές. Προκειμένου να εξηγήσει η θεωρία του αυτο-καθορισμού τον ρυθμιστικό μηχανισμό των συμπεριφορών αυτών, εισηγείται τον τύπο της εξωτερικής παρακίνησης, παράλληλα με τη διαδικασία της εσωτερίκευσης. Η εξωτερική παρακίνηση αναφέρεται σε συμπεριφορές που εκτελούνται προκειμένου να αποκτηθούν ενδεχόμενα οφέλη, τα οποία βρίσκονται έξω από τη δραστηριότητα (Deci, 1971). Η θεωρία του αυτο-καθορισμού εισηγείται ότι ο βαθμός κατά τον οποίο τα εξωτερικά κίνητρα μπορεί να εσωτερικευθούν ποικίλει. Έτσι προτείνονται 4 διαφορετικοί τύποι ρύθμισης της εξωτερικής παρακίνησης, ο καθένας από τους οποίους αντανακλά ένα διαφορετικό επίπεδο εσωτερίκευσης και κατά συνέπεια εμπειρίας αυτοκαθορισμού. Η εξωτερική ρύθμιση (external regulation) εμπεριέχει το μικρότερο βαθμό αυτονομίας από όλες τις ρυθμίσεις, καθώς το άτομο δεσμεύεται με τη δραστηριότητα προκειμένου να κατακτήσει εξωτερικές επιβραβεύσεις ή να αποφύγει ποινές (Deci & Ryan, 1985). Παράδειγμα εξωτερικής ρύθμισης αποτελεί η συμμετοχή ενός ατόμου στην άσκηση, εξαιτίας της σύστασης ενός γιατρού. Η ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση (introjected regulation) αναφέρεται στη δέσμευση με μια συμπεριφορά, εξαιτίας της προσπάθειας αποφυγής αρνητικών συναισθημάτων, όπως άγχους ή ενοχής ή προκειμένου να υποστηριχθεί η αυτοαξία και να επιτευχθεί η εξύψωση του εγώ (Ryan & Deci, 2000). Όταν το άτομο κατευθύνεται από την ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση, μια εσωτερική απαίτηση το πιέζει και το αναγκάζει να δράσει (Ryan, Deci, & Grolnick, 1995). Στην περίπτωση της συμμετοχής στην άσκηση, τα άτομα που κατευθύνονται από την ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση, είναι πιθανό να ασκούνται εξαιτίας αισθημάτων ενοχής ή ντροπής, που θα είχαν αν δεν ασκούνταν. Η ρύθμιση ταύτισης (identified regulation) αντανακλά την συμμετοχή κάποιου σε μια δραστηριότητα, εξαιτίας αποτελεσμάτων τα οποία του είναι προσωπικά σημαντικά και παρά το γεγονός ότι δεν απολαμβάνει τη δραστηριότητα καθεαυτή. Τα άτομα που κατευθύνονται από τη ρύθμιση ταύτισης, είναι πιθανό να ασκούνται επειδή εκτιμούν τα απορρέοντα από την άσκηση οφέλη (π.χ. η προαγωγή της υγείας), ενώ δεν απολαμβάνουν την ίδια την άσκηση. Τέλος, η πλέον αυτόνομη ρύθμιση θεωρείται ενσωματωμένη (integrated regulation). Η ενσωματωμένη ρύθμιση εμφανίζεται όταν η ρύθμιση ταύτισης αφομοιώνεται πλήρως από το

8 άτομο και βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τις αξίες και τις ανάγκες του (Deci & Ryan, 2000). Τα άτομα που παρακινούνται από την ενσωματωμένη ρύθμιση είναι πιθανό να ασκούνται επειδή η άσκηση αποτελεί μια σημαντική πλευρά, του πως τα ίδια αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Από τους 4 διαφορετικούς τύπους εξωτερικής παρακίνησης η εξωτερική ρύθμιση, καθώς και η ενδοπροβαλλόμενη θεωρούνται ως μη αυτοκαθοριζόμενες και επομένως εξωτερικά ελεγχόμενες, ενώ αντίθετα, η ρύθμιση της ταύτισης και η ενσωματωμένη ρύθμιση θεωρούνται αυτο-καθοριζόμενες. Σύμφωνα με τους Deci et al. (1991), η διαφορά ανάμεσα στα εσωτερικά κίνητρα και στην ενσωματωμένη ρύθμιση έγκειται στο ότι τα εσωτερικά κίνητρα χαρακτηρίζονται από ενδιαφέρον για την ίδια τη δραστηριότητα, ενώ η ενσωματωμένη ρύθμιση χαρακτηρίζεται από την σημαντικότητα της δραστηριότητας εξαιτίας των πολύτιμων αποτελεσμάτων της. Η έλλειψη παρακίνησης αντανακλά την απουσία ρύθμισης προς τη συμπεριφορά μεταξύ ατόμων που δεν διακρίνουν να υφίσταται κάποια σχέση μεταξύ της συμπεριφοράς και των αποτελεσμάτων της (Boiché & Sarrazin, 2006). Βασικές Ψυχολογικές Ανάγκες Η θεωρία του αυτο-καθορισμού θεωρεί ότι οι τύποι της παρακινούμενης ρύθμισης εξαρτώνται από την ικανοποίηση τριών βασικών ψυχολογικών αναγκών, της αυτονομίας, της ικανότητας και των κοινωνικών σχέσεων. (Deci & Ryan, 2000). Η ανάγκη της αυτονομίας αντανακλά την επιθυμία του ατόμου για τη δέσμευσή του σε μια δραστηριότητα που επέλεξε μόνο του και που αποτελεί την πρωταρχική αιτία της συμπεριφοράς (Deci & Ryan, 1985). Βιώνεται όταν τα άτομα αντιλαμβάνονται ότι η συμπεριφορά τους είναι αυτοεπικυρωμένη (Ryan & La Guardia, 2000). Η ανάγκη της ικανότητας υποδηλώνει ότι τα άτομα έχουν την επιθυμία να αλληλοεπιδράσουν αποτελεσματικά με το περιβάλλον και να βιώσουν μια αίσθηση ικανότητας δια της επίτευξης επιθυμητών αποτελεσμάτων ή δια της πρόληψης ανεπιθύμητων γεγονότων (Deci & Ryan, 1985). Τέλος, η ανάγκη των κοινωνικών σχέσεων περιλαμβάνει αισθήματα σύνδεσης με «σημαντικούς άλλους», την αίσθηση του ανήκειν σε ένα δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον (Deci & Ryan, 1985). Υποστήριξη Ψυχολογικών Αναγκών Η θεωρία του αυτο-καθορισμού υποστηρίζει ότι στο βαθμό κατά τον οποίο οι τρεις βασικές ψυχολογικές ανάγκες ικανοποιούνται, προκύπτουν διαφορετικά γνωστικά, συναισθηματικά

9 και συμπεριφορικά επακόλουθα. Οι Vallerand και Rousseau (2001), υποστηρίζουν ότι όταν οι ψυχολογικές ανάγκες της αυτονομίας, της ικανότητας και των κοινωνικών σχέσεων των ασκουμένων ικανοποιούνται, η αυτοκαθοριζόμενη παρακίνησή τους θα ανέλθει. Αντίθετα, όταν οι συγκεκριμένες ανάγκες δεν ικανοποιούνται, θα προκύψουν λιγότερο αυτοκαθοριζόμενοι τύποι παρακίνησης. Η ικανοποίηση των τριών βασικών ψυχολογικών αναγκών και η επακόλουθη αυτοκαθοριζόμενη παρακίνηση υποστηρίζεται ότι επιδρά στην διατήρηση και προαγωγή της υγείας, στην ψυχολογική ανάπτυξη και ευεξία, και στην απουσία παθογένειας και καχεξίας (Ryan & Deci, 2000). Αντίθετα, όταν οι ανάγκες μένουν ανικανοποίητες, υποτίθεται ότι η συμπεριφορά κατευθύνεται από λιγότερη αυτονομία και ως εκ τούτου είναι πιθανό να προκύψει πλήθος απαισιόδοξων αποτελεσμάτων. Τα κίνητρα που σχετίζονται με την βούληση του κάθε ατόμου χαρακτηρίζονται ως εσωτερικά, ενώ τα κίνητρα που ενεργοποιούνται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η αμοιβή, χαρακτηρίζονται ως εξωτερικά (Cox, 2004). Τα άτομα που εμπλέκονται σε μια δραστηριότητα γιατί αισθάνονται ικανοποίηση, έχουν εσωτερική παρώθηση (Τριλιανός, 2002). Έτσι, η επιλογή της αθλητικής δραστηριότητας με την οποία θα ασχοληθούν, στηρίζεται στην ευχαρίστηση που νιώθουν συμμετέχοντας στη δραστηριότητα αυτή (Schacter, Gilbert, & Wegner, 2012). Εκείνο στο οποίο εστιάζουν είναι η διασκέδαση και η επιθυμία για βελτίωση των δεξιοτήτων τους στη συγκεκριμένη δραστηριότητα (Pelletier, Rocchi, Vallerand, Deci, & Ryan, 2013, Weinberg & Gould, 1999), ενώ φαίνεται να προσπαθούν περισσότερο, όταν τα κίνητρά τους είναι εσωτερικά (Schacter, Gilbert, & Wegner, 2012). Από την άλλη πλευρά όμως, όσοι δραστηριοποιούνται λόγω εξωτερικών παραγόντων έχουν ως στόχο την εξασφάλιση της επιβράβευσης (Schacter, Gilbert, & Wegner, 2012). Τύποι εξωτερικών κινήτρων είναι τα χρήματα και η κοινωνική αποδοχή (Cox, 2004). Βέβαια, εξωτερικά παρακινούμενοι είναι όσοι συμμετέχουν στην άσκηση γιατί την θεωρούν ένα μέσον προβολής της ικανότητάς τους να εκπληρώνουν τους στόχους τους (Lindner & Kerr, 2001). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα κίνητρα μπορεί να αλλάξουν κατά τη διάρκεια της αθλητικής δραστηριότητας από το άτομο (Weinberg & Gould, 1995), έτσι από εσωτερικά να μετατραπούν σε εξωτερικά και το αντίθετο. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι συμμετέχουν σε προγράμματα άσκησης παρακινούμενοι από πολλά κίνητρα κι όχι μόνο από ένα, οι προπονητές, οι γυμναστές και όσοι καθοδηγούν τους ασκούμενους στους χώρους άσκησης, είναι καλό να μεθοδεύσουν την ανεύρεση στρατηγικών, οι οποίες θα αυξήσουν την αντίληψη επιτυχίας και ικανότητας των συμμετεχόντων στα προγράμματα αυτά (Weinberg &

10 Gould, 1995). Με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθεί το εσωτερικό κίνητρο και οι ασκούμενοι θα παραμείνουν στη δραστηριότητα για περισσότερο διάστημα. Όταν το κίνητρο είναι εσωτερικό ή όταν ένα εξωτερικό κίνητρο έχει εσωτερικευθεί, τότε το άτομο βιώνει θετικά συναισθήματα κι έχει περισσότερη επιμονή (Cox, 2004). Κίνητρο Άσκησης και Ηλικία Ένας παράγοντας που επηρεάζει τη συμμετοχή ενός ατόμου σε φυσική δραστηριότητα είναι ο κινητήριος προσανατολισμός, ο οποίος σχετίζεται με τις ατομικές διαφορές στη συμπεριφορά όσο αφορά τη συμμετοχή του στη άσκηση (Weiss & Chaumeton, 1992). Σύμφωνα με τους Lindner και Kerr (2001), η φύση της συμμετοχής σε άσκηση είναι πολυπαραγοντική. Η διαφοροποίηση ως προς τα κίνητρα που θα ωθήσουν κάποιον στην άσκηση μπορεί να προέρχεται από την ηλικία στην οποία βρίσκεται το άτομο. Σύμφωνα με μελέτες, οι έφηβοι τείνουν να είναι πιο δραστήριοι συγκριτικά με τους ενήλικες (Gillison, Osborn, Standage, & Skevington, 2009), ενώ, γενικά, αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι η ενασχόληση με τη φυσική δραστηριότητα φθίνει ανάλογα με την ηλικία (Biddle, Braithwaite, & Pearson, 2014. Brunet & Sabiston, 2011. Hassandra, Goudas, & Chroni, 2003). Οι Brunet και Sabiston, (2011), εξέτασαν τις διαφορές και τις σχέσεις μεταξύ της συμπεριφοράς και της φυσικής δραστηριότητας 547 ατόμων χωρισμένοι σε τρεις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες (νέοι ενήλικες: 18-24, ενήλικες: 25-44 ετών και μέσης ηλικίας: 45-64 ετών). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ανεξαρτήτως ηλικίας, όσοι εμπλέκονται σε κάποια μορφή φυσικής δραστηριότητας περιλαμβάνουν την άσκηση στους προσωπικούς στόχους και εισπράττουν ικανοποίηση από αυτή. Ωστόσο, αποδείχτηκε πως οι μεσήλικες αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα εσωτερικού κινήτρου σε σχέση με νεότερους. Το αυτόνομο κίνητρο συσχετίζεται θετικά με τη συμπεριφορά ως προς την άσκηση τόσο για τους ενήλικες όσο και για τους μεσήλικες. Κάθε ασκούμενος ξεκινά να ασχοληθεί με τη φυσική δραστηριότητα ορμώμενος από διαφορετικό κίνητρο, το οποίο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. Η συνεχής φυσική δραστηριοποίηση ενισχύει τη δημιουργία εσωτερικού κινήτρου στους νέους και τους προσδίδει ένα υψηλό επίπεδο κινητικών δεξιοτήτων, τα οποία αυξάνουν την πιθανότητα για μακροχρόνια ενασχόληση με την άσκηση σε όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Εντυπωσιακό είναι το εύρημα που αναφέρει ότι η συστηματική συμμετοχή σε διάφορα αθλήματα και δραστηριότητες στη διάρκεια της σχολικής ζωής είναι πιο ισχυρός παράγοντας

11 διαχρονικής παραμονής απ ότι είναι η συμμετοχή σε ένα συγκεκριμένο άθλημα (Telama et al., 2005). Οι ευκαιρίες για συμμετοχή σε ένα εύρος δραστηριοτήτων μεγιστοποιεί την πιθανότητα ότι μια από τις δραστηριότητες ταιριάζει στις ανάγκες και τις ικανότητες του ατόμου, άρα ενισχύει την επιθυμία του να συνεχίσει τη συμμετοχή στην ενήλικη ζωή (Tammelin, Nayha, Laitinen et al., 2003). Προσέλκυση Ατόμων για Άσκηση και Βασικές Ψυχολογικές Ανάγκες Ένας τρόπος προσέλκυσης ασκούμενων στους χώρους άσκησης είναι η προώθηση εξωτερικών κινήτρων (Buckworth et al., 2007, Lutz et al., 2008). Όμως, επειδή το εξωτερικό κίνητρο δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατήρηση ασκησιογενούς συμπεριφοράς, τα κίνητρα σταδιακά θα πρέπει να εσωτερικεύονται. Για να γίνει αυτό εφικτό, θα πρέπει οι ασκούμενοι να συμμετέχουν τακτικά στα προγράμματα άσκησης και να δέχονται μη υλικούς τρόπους παρακίνησης. Τέτοιοι είναι η θετική ανατροφοδότηση ως προς την υλοποίηση των στόχων που πέτυχε ο ασκούμενος, η υπενθύμιση των θετικών επιδράσεων της άσκησης στην υγεία, οι ευκαιρίες για επιλογή (Vlachopoulos et al., 2011). Καθώς το κίνητρο από εξωτερικό γίνεται σταδιακά εσωτερικό, οι ασκούμενοι δεν παρακινούνται πλέον να συμμετάσχουν στην άσκηση από αίσθηση καθήκοντος ή επειδή επηρεάζονται από το κοινωνικό περιβάλλον. Η ικανοποίηση της ανάγκης για αυτονομία θεωρήθηκε ως η πιο κεντρική ουσία για την εσωτερίκευση και επομένως θεωρήθηκε σημαντική και για τις τρεις μορφές ρύθμισης. Οι κοινωνικές σχέσεις διεξήχθησαν για να επηρεάσουν τόσο την ενσωματωμένη ρύθμιση όσο και την ρύθμιση ταύτισης. Σύμφωνα με τους Koestner και Losier (2002), όταν οι υποστηρίξεις για την αυτονομία και κοινωνικές σχέσεις είναι σε αρμονία, θα προσδιοριστεί η ρύθμιση ταύτισης. Από την άλλη πλευρά, όταν οι υποστηρικτές της αυτονομίας και των κοινωνικών σχέσεων βρίσκονται σε σύγκρουση, θα ενθαρρυνθεί η ενδεχόμενη αυτοεκτίμηση και θα ενσωματωθεί η ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση. Οι Deci και Ryan (2000) υποστήριξαν ότι οι εξωτερικές πιέσεις και έλεγχοι μπορούν να αποτρέψουν τη διαδικασία της εσωτερίκευσης ακόμη και με την παρουσία της υποστήριξης των κοινωνικών σχέσεων, αλλά υπονοούσαν επίσης ότι η ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση μπορεί να είναι αποτέλεσμα υποστήριξης των κοινωνικών σχέσεων, ελλείψει υποστήριξης της αυτονομίας. Οι Koestner και Losier (2002) θεώρησαν ότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι λιγότερο σημαντικές για την εσωτερική ρύθμιση, διότι οι άνθρωποι μπορούν να είναι εσωτερικά υποκινημένοι όταν συμμετέχουν σε μοναχικές δραστηριότητες (Deci & Ryan, 2000). Αντ' αυτού, η

12 ικανοποίηση και η αυτονομία που χρειάζονται ικανοποίηση θα προωθούσαν την εσωτερική ρύθμιση, διότι αυτή η μορφή ρύθμισης προϋποθέτει την άσκηση δραστηριοτήτων που παρέχουν στο άτομο τις βέλτιστες προκλήσεις και την άσκηση των δεξιοτήτων του. Οι Markland και Tobin, (2010), εξέτασαν τις επιδράσεις των ψυχολογικών αναγκών σε σχέση με ρύθμιση συμπεριφοράς για άσκηση. Συμμετέχουσες ήταν 133 ενήλικες γυναίκες (23-80 ετών) που συμμετείχαν σε πρόγραμμα δεκατεσσάρων εβδομάδων άσκησης και ολοκλήρωσαν τα μέτρα υποστήριξης των αναγκών τους από τους ασκούμενους άσκησης, ικανοποιώντας τις ψυχολογικές ανάγκες αυτονομίας, ικανότητας και κοινωνικών σχέσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όταν η ανάγκη υποστήριξης προωθούσε την αυτονομία και την κοινωνική αφομοίωση, τα άτομα παρουσίαζαν λιγότερη απουσία κινήτρων και ήταν λιγότερο εξωτερικά ρυθμισμένα. Τα αποτελέσματα υποστηρίζουν τον κεντρικό ρόλο που παρέχει η αυτονομία στην θεωρία αυτοκαθορισμού και δείχνουν ότι δεν πρέπει να υπονομεύεται ενεργά προκειμένου να αποφευχθεί η διαδικασία εσωτερίκευσης. Οι Edmunds, Ntoumanis και Duda, (2007), βασισμένοι στη θεωρία του αυτο-καθορισμού, εξέτασαν τις διαφορές στην αυτονομία, την ικανοποίηση της ψυχολογικής ανάγκης, τους τύπους ρύθμισης συμπεριφοράς της άσκησης, τις γνωστικές ασκήσεις και τη γενική ευημερία ατόμων σε σχέση με παχύσαρκα άτομα που έδειξαν μεγαλύτερη προσήλωση σε μια άσκηση με συνταγογραφούμενα προγράμματα. 49 άτομα με παχυσαρκία ολοκλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο πολλαπλών τμημάτων πριν από την έναρξη, μετά από ένα μήνα και μετά την ολοκλήρωση μιας άσκησης 3 μηνών με συνταγογραφούμενο πρόγραμμα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στο τέλος της άσκησης, εκείνα τα άτομα που προσχώρησαν ανέφεραν περισσότερη αυτο-αποτελεσματικότητα για να ξεπεράσουν τους φραγμούς στην άσκηση έναντι εκείνων που προσχώρησαν λιγότερο. Επιπλέον, εκείνα τα άτομα που έδειξαν μεγαλύτερη προσκόλληση κατέδειξαν αύξηση της συσχέτισης που χρειάζονται ικανοποίηση με την πάροδο του χρόνου. Για το σύνολο του δείγματος, χρειάστηκε ικανοποίηση για την προβλεπόμενη αυτοκαθοριζόμενη ρύθμιση και συλλογικά αυτά τα κατασκευάσματα αντιστοιχούσαν σε προσαρμοστικά αποτελέσματα που σχετίζονται με την άσκηση και γενική ευεξία σε όλο το πρόγραμμα. Βάσει των αποτελεσμάτων, φαίνεται ότι η άσκηση σε συστήματα συνταγών θα επωφεληθεί από τη δημιουργία υπηρεσιών που προωθούν την αυτοδιάθεση μέσω της διευκόλυνσης της ικανοποίησης των ψυχολογικών αναγκών. Οι Edmunds, Ntoumanis και Duda, (2006), εξέτασαν τη σχέση μεταξύ υποστήριξης αυτονομίας, ικανοποίησης ψυχολογικής ανάγκης, κανονισμών παρακίνησης και

13 συμπεριφοράς άσκησης. Το δείγμα αποτέλεσαν 369 συμμετέχοντες. Η εκπλήρωση των τριών βασικών ψυχολογικών αναγκών αφορούσαν πιο αυτο-καθοριζόμενες μορφές κινήτρων. Η ρύθμιση ταύτισης και η ενσωματωμένη ρύθμιση προέκυψαν ως θετικοί προγνωστικοί δείκτες της έντονης και ολικής συμπεριφοράς άσκησης. Η ικανότητα ικανοποίησης προϋποθέτει επίσης την άμεση και έμμεση πρόβλεψη μέσω της ρύθμισης ταύτισης όσο αφορά την έντονη άσκηση. Για τους συμμετέχοντες που ασχολούνται με οργανωμένα μαθήματα γυμναστικής, οι αντιλήψεις για την αυτονομία που παρέχεται από τους γυμναστές προβλέπουν την ικανοποίηση της ψυχολογικής ανάγκης. Επιπροσθέτως, η ικανοποίηση των αναγκών ικανοποιεί μερικώς τη σχέση μεταξύ υποστήριξης αυτονομίας και εσωτερικών κινήτρων. Οι Weman-Josefsson, Lindwall και Ivarsson, (2015), διερεύνησαν τις σχέσεις μεταξύ των λανθάνων δομών της ικανοποίησης των ψυχολογικών αναγκών, της αυτόνομης κίνησής τους και της συμπεριφοράς άσκησης. 1091 συμμετέχοντες σε προγράμματα άσκησης ηλικίας μεταξύ 18 και 78 ετών ολοκλήρωσαν μια δοκιμασία σε θέματα κινητοποίησης βασισμένα στη Θεωρία του αυτο-καθορισμού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το αυτόνομο κίνητρο μεσολαβεί στη σχέση μεταξύ ικανοποίησης αναγκών και άσκησης. Η ηλικία και το φύλο μείωναν αρκετές από τις διαδρομές στο μοντέλο που συνδέουν την ικανοποίηση της ανάγκης με το κίνητρο και την άσκηση. Η μελέτη αυτή υπογραμμίζει έτσι μια πιθανή αξία στην εξέταση των μετριοπαθών παραγόντων και την ανάγκη περαιτέρω εξέτασης των υποκείμενων μηχανισμών μεταξύ αναγκών, αυτόνομων κινήτρων και συμπεριφοράς άσκησης. Οι Moustaka, Vlachopoulos, Kabitsis και Theodorakis,(2012) αξιολόγησαν την αποτελεσματικότητα μιας παρέμβασης αυτονομίας που βασίζεται στη θεωρία του αυτοκαθορισμού, επηρεάζοντας τις αντιλήψεις της αυτονομίας, τις βασικές ψυχολογικές ανάγκες, τους κανόνες συμπεριφοράς και τη συμπεριφορά άσκησης. Στην έρευνα συμμετείχαν 35 γυναίκες ηλικίας 30 έως 58 ετών που συμμετείχαν σε πρόγραμμα άσκησης διάρκειας 8 εβδομάδων και παρακολούθησαν 24 μαθήματα άσκησης που διδάχθηκαν είτε με αυτονομία (n = 19) είτε με έλλειψη υποστήριξης αυτονομίας (n = 16). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πειραματική ομάδα ανέφερε αύξηση της αντιλαμβανόμενης υποστήριξης αυτονομίας, εκπλήρωση των αναγκών για αυτονομία και ικανότητα, ρύθμιση ταύτισης, εσωτερικά κίνητρα. Ανέφεραν επίσης υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής κατά τη διάρκεια του προγράμματος και μεγαλύτερη συμμετοχή σε μέτρια ή / και ήπια άσκηση κατά τη διάρκεια 5 εβδομάδων μετά το τέλος του προγράμματος. Η ομάδα ελέγχου ανέφερε μείωση της

14 αντιλαμβανόμενης υποστήριξης αυτονομίας, των αναγκών για αυτονομία και ικανότητα και των εσωτερικών κινήτρων. Οι Lewis και Sutton, (2011), εξέτασαν τη θεωρία του αυτο-καθορισμού σε σχέση με τη συμμετοχή στην άσκηση, με στόχο να προσδιορίσουν εάν ο βαθμός αυτονομίας διαμεσολαβεί στη σχέση μεταξύ των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην άσκηση. Εκατοντάδες συμμετέχοντες στο γυμναστήριο συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που αξιολόγησε τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τις κλίμακες της ρύθμισης συμπεριφοράς και τη συχνότητα συμμετοχής στην άσκηση. Όπως προέβλεπε η Θεωρία του αυτο-καθορισμού, οι πιο αυτόνομες μορφές κινήτρων άσκησης συσχετίζονταν περισσότερο με την αυξημένη συμμετοχή στην άσκηση, ενώ η εξωτερική συμπεριφορά συσχετιζόταν αρνητικά με τη συμμετοχή στην άσκηση. Επιπλέον, η Εξωστρέφεια, η Ευσυνειδησία και η Συμφωνία σχετίζονταν με συχνότητα άσκησης, με περαιτέρω ανάλυση υποδεικνύοντας ότι τα αποτελέσματα της Εξωστρέφειας και της Συνείδησης διαμεσολαβούνταν από εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα. Οι Wilson και Rodgers, (2002), εξέτασαν τις αντιλήψεις αυτονομίας που υποστηρίζουν διάφορες ρυθμίσεις που με τη σειρά τους, έχουν ως στόχο την εκτίμηση της θεωρίας του Αυτοκαθορισμού. Η υπόθεση που εξετάστηκε σε αυτή τη μελέτη ήταν ότι αν οι μεγαλύτερες αντιλήψεις για την υποστήριξη της αυτονομίας θα συνδέονται θετικά με πιο αυτόνομους κανονισμούς άσκησης, οι οποίοι στη συνέχεια θα προβλέψουν μεγαλύτερες προθέσεις για συνέχιση της άσκησης για τους επόμενους 4 μήνες. 232 γυναίκες συμμετείχαν στην ομαδική δραστηριότητα ηλικίας από 17 έως 31 ετών και ανέφεραν τιμές υγιούς δείκτη μάζας σώματος. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η αντιληπτή υποστήριξη της αυτονομίας από τους φίλους ήταν πιο ευνοϊκή σε σχέση με τη ρύθμιση ταύτισης και τα εσωτερικά κίνητρα, ένας καταγεγραμμένος τρόπος σχέσεων ήταν εμφανής μεταξύ των κανονισμών άσκησης και τα προαναφερόμενα κίνητρα άσκησης συσχετίζονταν περισσότερο με μεγαλύτερες προθέσεις άσκησης. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το μοντέλο κινήτρου που προτείνεται από την Θεωρία του Αυτοκαθορισμού παρέχει θεωρητικά σωστές γνώσεις στους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι σκοπεύουν να συνεχίσουν τη συμπεριφορά άσκησης και επιτρέπουν την ουσιαστική ανάλυση των διαδικασιών κινητοποίησης που λειτουργούν στον τομέα της άσκησης. Μόνο όταν η αίσθηση υποχρέωσης για άσκηση γίνει αίσθηση θέλησης, το άτομο θεωρείται ότι μπορεί να προσκολληθεί σε αυτήν (Wilson et al., 2004). Για να επιτευχθεί η

15 εσωτερίκευση του κινήτρου θα πρέπει το άτομο να νιώσει ικανοποίηση ότι πετυχαίνει τον στόχο που έχει θέσει αναφορικά με την άσκηση. Εάν ο στόχος πραγματοποιηθεί, η αντιλαμβανόμενη ικανότητα του ασκούμενου θα βελτιωθεί κι έτσι το κίνητρο για άσκηση, αφού σταδιακά εσωτερικεύεται, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στην προσκόλληση (Fortier, Sweet, O Sullivan, & Williams, 2007, Moreno, González-Cutre, Sicilia, & Spray, 2010). Συμπερασματικά, για τη δραστηριοποίηση και ενίσχυση των κινήτρων συμμετοχής σε άσκηση πρέπει να ληφθεί υπ όψιν ο διαχωρισμός των κινήτρων σε εσωτερικά και εξωτερικά. Στόχος, μάλιστα, όσων προωθούν την άσκηση θα πρέπει να είναι η σταδιακή εσωτερίκευση των εξωτερικών κινήτρων, ούτως ώστε να επιτευχθεί η προσκόλληση σε αυτή (Silva et al., 2010). Το σημείο στο οποίο θα πρέπει να δοθεί προσοχή, είναι η διαμόρφωση ασκησιογενούς συμπεριφοράς με την ιδέα ότι η άσκηση συμβάλλει στην προάσπιση της υγείας και γι αυτό είναι σημαντικό οι άνθρωποι να την ενσωματώσουν στον τρόπο ζωής τους (Longbottom, Grove, & Dimmock, 2010). Οι Mullan, Markland και Ingledew, (1997), δοκίμασαν τη συνέχεια της ρύθμισης συμπεριφοράς, όπως αυτή περιγράφεται από τους Deci και Ryan (1990), στον τομέα της άσκησης. 298 συμμετέχοντες στο αθλητικό κέντρο ολοκλήρωσαν το ερωτηματολόγιο. Διεξήχθησαν δύο μελέτες. Η πρώτη μελέτη υποστήριξε την ύπαρξη της βαθμίδας αυτονομίας στη ρύθμιση της συμπεριφοράς κατά την άσκηση, αλλά τα υψηλά επίπεδα ασυμμετρίας όσο αφορά την απουσία των κινήτρων έδειξαν ότι η ρύθμιση απουσίας κινήτρων δεν ήταν σχετική με αυτό το δείγμα. Ένα μοντέλο τεσσάρων παραγόντων με εξάλειψη την απουσία κινήτρων κατέδειξε αποδεκτή διακριτική ισχύ και εσωτερική συνοχή. Στη δεύτερη μελέτη, τα ευρήματα της πρώτης μελέτης επικυρώθηκαν με ένα νέο δείγμα και η αμετάβλητη δομή του παράγοντα σε σχέση με το φύλο εξετάστηκε με ανάλυση πολλαπλών δειγμάτων. Θεωρήθηκε σημαντικό να διαπιστωθεί η γενίκευση της δομής του παράγοντα BREQ τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες, δεδομένου ότι οι παλαιότερες έρευνες έχουν βρει διαφορές φύλου στους παρακινητικούς προσανατολισμούς (Weiss & Chaumeton, 1992). Κίνητρα Άσκησης και Φύλο Ένας βασικός παράγοντας που μελετήθηκε από αρκετούς επιστήμονες και σχετίζεται με την ύπαρξη κινήτρων για άσκηση αφορά στις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Οι περισσότερες έρευνες δείχνουν πως οι γυναίκες τείνουν να είναι λιγότερο δραστήριες από τους άνδρες σχεδόν σε κάθε ηλικιακή φάση της ζωής τους (Chalabaev, Sarrazin, Fontayne,

16 Boiché, & Clément-Guillotin, 2013, Rangul, Holmen, Bauman, Bratberg, Kurtze, & Midthjell, 2011, Slater & Tiggemann, 2010, Vilhjalmsson & Kristjansdottir, 2003). Τα κίνητρα που μπορεί να ωθήσουν τους άνδρες στην άσκηση είναι η αντίληψη ότι μπορούν να ανταπεξέλθουν στην ενασχόλησή τους με αυτή (Brunet & Sabiston, 2009, Lindner & Kerr, 2000), ενώ, παράλληλα, ξεφεύγουν από τις αγχώδεις καταστάσεις της καθημερινότητας (Asztalos et al., 2012) σε αντίθεση με τις γυναίκες που τείνουν να επιλέγουν ένα πρόγραμμα άσκησης με βασικό κριτήριο τα κοινωνικά οφέλη που θα αποκομίσουν (Gillison, Osborn, Standage, & Skevington, 2009, Sirard et al., 2006) ή την απώλεια βάρους που θα επέλθει χάρη σε αυτό (Davis, Fox, Brewer, & Ratusny, 1995. Markland & Ingledew, 2007). Επιπροσθέτως, αρκετές γυναίκες σημειώνουν πως η συμμετοχή τους σε προγράμματα άσκησης τις ανακουφίζει από το άγχος και τις βελτιώνει με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι καλύτερες για τους άλλους (Asztalos et al., 2012). Για τις γυναίκες, σημαντικός παράγοντας συμμετοχής είναι η βελτίωση της ψυχικής υγείας (Παπαϊωάννου, Κουρτεσοπούλου, & Κωνσταντακάτου, 2005). Γενικά, οι διαφορές που προκύπτουν μεταξύ των φύλων μπορούν, εν μέρει, να εξηγηθούν από την εμπλοκή των γονέων ή των γυμναστών/προπονητών στη φυσική δραστηριότητα των νεαρών ατόμων (Vilhjalmsson & Kristjansdottir, 2003). Επειδή, όμως, οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα δεν είναι μόνο βιολογικές, αλλά και κοινωνικές, η μικρότερου βαθμού ενασχόληση με τη φυσική δραστηριότητα, από τη μεριά των γυναικών, μπορεί να οφείλεται στα στερεότυπα που υπάρχουν ότι η άσκηση αποτελεί κατά βάση ανδρική δραστηριότητα (Chalabaev et al., 2013). Με την πάροδο του χρόνου έρευνες συνεχώς επιβεβαιώνουν την δυναμική σχέση της σωματικής άσκησης με την βελτίωση της ποιότητας ζωής. Παρ όλα αυτά οι γυναίκες φαίνεται να είναι οι λιγότερο ασκούμενες σε σχέση με τους άντρες (U.S. Department of Health and Human Services, 1996). Οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά τον καθορισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι στην άσκηση εξηγείται από τη Θεωρία του αυτο-καθορισμού (Self-Determination Theory: Deci & Ryan, 1985, Ryan & Deci, 2002). Oι Mullan και Markland, (1997), διαπίστωσαν ότι οι άντρες συμμετέχοντες σημείωσαν υψηλότερα επίπεδα αυτόνομης συμπεριφοράς απ ότι οι γυναίκες. Από την άλλη μεριά οι Rose και οι συνεργάτες της (2005) έδειξαν ότι οι γυναίκες που συμμετείχαν ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα αυτόνομης συμπεριφοράς από ότι οι άντρες. Δημογραφικές έρευνες έχουν δείξει ότι μια σειρά από παράγοντες όπως η ηλικία, το μορφωτικό και το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την συμμετοχή των γυναικών στην

17 άσκηση (Felton, Parsons, Misener & Oldaker, 1997, Ford, Merritt, Heath et al., 1991). Οι Biddle και Bailey (1985), αξιολόγησαν τα κίνητρα σε μικρό δείγμα ενηλίκων που συμμετείχαν σε προγράμματα άσκησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι κύριες αιτίες που οι γυναίκες συμμετείχαν σε προγράμματα φυσικής δραστηριότητας είναι απελευθέρωση της έντασης και η αναζήτηση κοινωνικών σχέσεων. Από την άλλη μεριά οι άντρες εμφάνισαν την υγεία ως σημαντικό κίνητρο για άσκηση. Όταν οι Biddle και Bailey (1985) εξέτασαν τις διαφορές των δύο φύλων σε ένα πολυδιάστατο πλαίσιο, οι άντρες έδειξαν υψηλότερα επίπεδα κινήτρων ανταγωνισμού από ότι οι γυναίκες, ενώ οι γυναίκες έδειξαν εντονότερα κίνητρα για κοινωνικές σχέσεις και απελευθέρωση της έντασης από ότι οι άντρες. Έρευνες έχουν δείξει ότι ασκούμενοι που συμμετείχαν σε πρόγραμμα άσκησης με υψηλά επίπεδα εσωτερικής παρακίνησης βρέθηκε να έχουν υψηλή συμμετοχή στο πρόγραμμα σε αντίθεση με αυτούς που είχαν χαμηλά επίπεδα εσωτερικής παρακίνησης (Oman & McAuley, 1993). Παρομοίως ο Ryan και οι συνεργάτες του (1997) έδειξαν ότι η συμμετοχή στην άσκηση και η προσκόλληση σε αυτή σχετίζεται περισσότερο με τα εσωτερικά κίνητρα για αποτελεσματικότητα και ευχαρίστηση από ότι με τα εξωτερικά κίνητρα όπως η συμμετοχή για λόγους σωματικής καλαισθησίας. Έρευνες από διαφορετικά κοινωνικά πεδία (εκπαίδευση, εργασία, διαπροσωπικές σχέσεις, πολιτική, υγεία, φυσική δραστηριότητα) έδειξαν ότι οι αυξημένες αυτο-καθοριζόμενες μορφές κινήτρων οδηγούν σε υψηλό ποσοστό μάθησης, μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ικανοποίηση, βελτίωση υγείας σε σχέση με τις λιγότερο αυτο-καθοριζόμενες μορφές κινήτρων όπως η απουσία κινήτρων (Blais, Boucher, Sabourin, & Vallerand, 1990, Grolnick & Ryan, 1987, Fortier, Vallerand, & Guay, 1995, Kasser & Ryan, 1996, Pelletier et al., 1995, O Connor & Vallerand, 1990, Vallerand et al., 1992, Williams, Grow, Freedman, Ryan, & Deci, 1996). Σε μια μελέτη που αφορούσε τους τακτικούς αθλούμενους, διαπιστώθηκε ότι τα που παρουσιάζουν αρνητικές συναισθηματικές συνέπειες (δηλ. Θυμός, κατάθλιψη) όταν χάνουν μια περίοδο άσκησης τείνουν να βαθμολογούνται πολύ στην ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση. Σε ό, τι αφορά την ένταση της άσκησης, για τα άτομα που παρουσιάζουν συμπτώματα εξάρτησης από την άσκηση, η ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση προσέγγισε τη σημασία, έτσι θετικός προγνωστικός δείκτης της έντονης συμπεριφοράς άσκησης και η ρύθμιση ταύτισης βρέθηκε να είναι θετικός προγνωστικός παράγοντας της έντονης άσκησης. Μια ανάλυση των φύλων αποκάλυψε ότι οι γυναίκες ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα εσωτερικών κινήτρων και αυτόνομων κανονισμών, ενώ η συμπεριφορά άσκησης μεταξύ των ανδρών ρυθμίστηκε και

18 εξελίσσεται περισσότερο εξωτερικά. Περαιτέρω έρευνα εξέτασε τις σχέσεις μεταξύ των κανονισμών άσκησης και των διάφορων παρακινητικών συνεπειών μεταξύ των φοιτητών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ρύθμιση ταύτισης ήταν ο ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης για κάθε μια από τις τρεις συμπεριφορές άσκησης τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Η εσωτερική ρύθμιση βρέθηκε επίσης να προβλέπει την προσπάθεια και τη σημασία για τους άνδρες και τις γυναίκες, καθώς και την πρόθεση συμπεριφοράς μόνο για τις γυναίκες. Τα ευρήματα αυτά ήταν συνεπή με προηγούμενη έρευνα και με τη θεωρία αυτοκαθορισμού. Είναι ενδιαφέρον ότι διαπιστώθηκε ότι η ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση ήταν θετικός προγνωστικός δείκτης των παρακινητικών συνεπειών μόνο για τις γυναίκες. Το εύρημα αυτό έδειξε ότι οι γυναίκες μπορεί να αισθάνονται την αίσθηση υπερηφάνειας που σχετίζεται με την άσκηση ή κάποιο βαθμό ενοχής ή ντροπής εάν δεν ασκούν. Συνολικά, φαίνεται ότι τα κίνητρα που σχετίζονται με την άσκηση ποικίλλουν ανάλογα με το ποσό άσκησης που αναλαμβάνει ένα άτομο. Οι Hargreaves, Parfitt και Williams, (2005), διερεύνησαν τη σχέση μεταξύ των προσανατολισμών της αιτιότητας της άσκησης και των σταδίων αλλαγής υπογραμμίζοντας τυχόν αλλαγές που συνοδεύουν την κυκλοφορία μέσω των σταδίων και εξέτασαν τη σχετική σπουδαιότητα των προσανατολισμών της αιτιότητας της άσκησης και των κανονισμών συμπεριφοράς σε διακριτικό στάδιο αλλαγής. Το δείγμα αποτέλεσαν 184 άτομα που συμπλήρωσαν δύο ερωτηματολόγια (ECOS, BREQ). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα επίπεδα του αυτόνομου προσανατολισμού αυξήθηκαν στα στάδια της αλλαγής ενώ τα επίπεδα του προσανατολισμού του ελέγχου παρέμειναν σταθερά. Λαμβάνοντας τα δύο ερωτηματολόγια σε συνδυασμό, μόνο η ρύθμιση ταύτισης και η ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση διακρίνει το στάδιο της αλλαγής. Λιγότερες αυτο-καθοριζόμενες μορφές κινήτρων μειώθηκαν καθώς αυξήθηκε η συμμετοχή στην άσκηση, αλλά τα εσωτερικά κίνητρα δεν αυξήθηκαν λόγω της μεγαλύτερης συμμετοχής στην άσκηση. Συμπερασματικά, ο προσανατολισμός της αυτονομίας και τα πιο αυτο-καθοριζόμενα εξωτερικά κίνητρα σχετίζονταν με τα μεταγενέστερα στάδια αλλαγής για άσκηση, αλλά η φύση αυτής της μελέτης αποκλείει την ικανότητα να προκαλέσει αιτιώδη συμπεράσματα. Κίνητρα Άσκησης και Διαστάσεις Συμπεριφοράς της Άσκησης Oι Landry και Solmon (2004), οι Mullan και Markland (1997) και οι Rose et al. (2005) έχουν διερευνήσει τη σχέση μεταξύ των κινήτρων για άσκηση και το στάδιο της ετοιμότητας