Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 1 Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση Μιλτιάδης Πρώιος Επίκουρος Καθηγητής Εισαγωγή Ο αθλητισμός είναι ένα σύνολο δραστηριοτήτων που αναπτύσσει ο άνθρωπος για τη βελτίωση των φυσικών του ικανοτήτων, οι οποίες παράλληλα καλλιεργούν και ψυχοπνευματικές ικανότητες. Αυτή η συνεχής βελτίωση των φυσικών ικανοτήτων έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή αύξηση - των ορίων στην αθλητική απόδοση των συμμετεχόντων στον αθλητισμό. Η επιδίωξη της συνεχούς αύξησης των ορίων στην αθλητική απόδοση αποσκοπεί στην αναζήτηση της επιτυχίας και την επίτευξη της νίκης, δείχνοντας παράλληλα ότι δεν υπάρχουν όρια στην αθλητική απόδοση, ή ότι αυτά μπορεί να υπάρχουν απλά, αλλά είναι για να καταρρίπτονται. Η νίκη είναι ένα έμφυτο μέρος του ανταγωνισμού και επομένως ένας σημαντικός στόχος, ο οποίος όμως πρέπει να ξέρουμε ότι αυτός δεν είναι το μόνο ή το σημαντικότερο πράγμα (Martens, 2004). Ακόμη πρέπει να σημειώσουμε ότι η νίκη πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αποτέλεσμα της φυσικής και ψυχολογικής ανάπτυξης και όχι ως στόχος που έχει τεθεί με τη συμμετοχή κάποιου στον αθλητισμό (Cumming et al., 2007). Η αναζήτηση της νίκης μέσα από τη συνεχή αύξηση των ορίων στην αθλητική απόδοση έχει θετικές και αρνητικές συνέπειες. Αυτές μπορούν να επιφέρονται στη φυσική-υγιεινή κατάσταση, στα ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του ατόμου. Σε αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με τις δύο τελευταίες συνέπειες, στα ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Συνέπειες στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των αθλητών/τριων Η εμφάνιση ψυχολογικών χαρακτηριστικών σε αθλητές/τριες υποστηρίζεται ότι αυτή έχει σχέση με την επιδίωξη επίτευξης μέγιστης απόδοσης (Williams & Krane, 2001). Οι Smith, Schultz, Smoll, και Ptacek (1995) βρήκαν ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των περισσότερο και λιγότερο επιτυχημένων παικτών σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά, με τους επιτυχημένους να επιδεικνύουν καλύτερες ψυχολογικές ικανότητες. Παρακάτω θα περιγραφούν οι συνέπειες, θετικές και αρνητικές, σε ψυχολογικά γνωρίσματα στα άτομα που επιδιώκουν τη συνεχή βελτίωση της αθλητικής τους απόδοσης, καταρρίπτοντας τα όριά της, με απώτερο στόχο την επίτευξη της νίκης.
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 2 Αρνητικές συνέπειες Η προσπάθεια συνεχούς κατάρριψης των ορίων της αθλητικής απόδοσης στον ανταγωνιστικό αθλητισμό δεν έχει πάντα ως κατάληξη τη νίκη. Στον ανταγωνιστικό αθλητισμό εκτός από τη νίκη υπάρχει και η ήττα. Αυτή μπορεί να μειώσει την απόλαυση συμμετοχής (Smith, Smoll, & Curtis, 1978), το κίνητρο και το ενδιαφέρον για συνέχιση της συμμετοχής ιδιαίτερα μεταξύ των αθλητών/τριων με υψηλό προσανατολισμό στο εγώ στην επίτευξη του στόχου (Chi, 2004). Η αναζήτηση της υπεροχής και η συνεχής βελτίωση των ορίων της αθλητικής απόδοσης υποστηρίζεται ότι έχει αρνητικές επιπτώσεις στο ψυχολογικό γνώρισμα της διανόησης, δηλαδή στη λειτουργία σύνδεσης σκέψης και κρίσης. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι απομακρύνει τους αθλητές/σπουδαστές από τους ακαδημαϊκούς στόχους και ιδανικά (Eitzen & Sage, 1997). Επίσης, η επαγγελματοποίηση του αθλητισμού στο πλαίσιο του σχολικού αθλητισμού φαίνεται να απομακρύνει τους συμμετέχοντες από υγιείς συμπεριφορές, όπως η βελτίωση του γνωστικού επιπέδου και κατ επέκταση τη σχολική απόδοση. Πρόσφατη μελέτη επιβεβαιώνει την άποψη ότι η εμπορευματοποίηση στον κολεγιακό αθλητισμό αποπροσανατολίζει τους συμμετέχοντες από τις ακαδημαϊκές δεσμεύσεις /υποχρεώσεις (Reimer, Beal, & Schroeder, 2000). Η έντονη προσπάθεια για την επίτευξη της νίκης, συνήθως, οδηγεί σε μια σύντομη συναισθηματική έξαρση το πάθος. Το πάθος εμφανίζεται με δύο μορφές το αρμονικό και το έμμονο (υπερβολικό) πάθος. Το υπερβολικό πάθος είναι πιθανόν να οδηγήσει στην εκδήλωση έντονης αθλητικής επιθετικότητας από ότι το αρμονικό πάθος (Bredemeier, 1975). Αντίθετα, το αρμονικό πάθος οδηγεί τους αθλητές να εστιάζουν την προσοχή τους στην παρουσίαση των δεξιοτήτων τους παρά στο τελικό αποτέλεσμα (νίκη ή ήττα) (Vallerand, 2008, Vallerand et al., 2007). Επιπλέον, το αρμονικό πάθος παρακινεί τους αθλητές να εμφανίζονται πιο ελαστικοί στις δεσμεύσεις του στόχου στη διάρκεια της δραστηριότητας (Mageau et al., 2005, Vallerand et al., 2003). Μια άλλη αρνητική συνέπεια της προσπάθειας για υπεροχή είναι η έντονη πίεση που δέχονται οι αθλητές για την επίτευξη της νίκης (Crone, 1999). Και τα δύο αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας η νίκη και η ήττα, σαφώς, εμφανίζουν υποκινητικές και συναισθηματικές συνέπειες στους νέους αθλητές/τριες. Αυτοί δέχονται περισσότερο μετα-αγωνιστικό στρες ως ηττημένοι παρά ως νικητές (Scanlan & Lethwaite, 1984). Η ήττα από ένα εύκολο αντίπαλο επιφέρει εντονότερο μετααγωνιστικό άγχος από την ήττα από ένα δύσκολο αντίπαλο (Scanlan & Passer, 1978). Τέλος, σημειώνεται ότι οι παίκτες με υψηλό επίπεδο απόδοσης λειτουργούν με εντονότερη πίεση (Junge et al., 2000). Θετικές συνέπειες Όπως, ήδη, έγινε αντιληπτό η επίτευξη υψηλών επιδόσεων είναι μια δράση με ψυχολογικές επιπτώσεις. Εκτός από τις αρνητικές επιπτώσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, αυτή η διαδικασία έχει και θετικές επιπτώσεις. Ένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό στο οποίο επιδρά θετικά η άσκηση και ο αθλητισμός είναι η διανόηση, αν και ήδη έχει αναφερθεί ότι ο αθλητισμός έχει και αρνητική επίδραση στη διανόηση. Αυτό φανερώνει μια αντιφατικότητα στις μέχρι τώρα διαπιστώσεις. Η θετική επίδραση οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραπάνω δραστηριότητες στη λειτουργία τους ενεργοποιούν διάφορες γνωστικές διαδικασίες
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 3 (π.χ., διδασκαλία, μάθηση). Για το λόγο αυτό οι φυσικές δραστηριότητες και ο αθλητισμός μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην ενθάρρυνση της γνωστικής ανάπτυξης των νέων (Mize, 1991, Stevens, 1994). Συγκεκριμένα, μελέτες έδειξαν ότι η φυσική δραστηριότητα επηρεάζει γνωστικές λειτουργίες όπως ο χρόνος αντίδρασης, η μνήμη, και η ασταθής νοημοσύνης (Boutchr, 2000, Etnier et al., 1997). Επιπλέον, έρευνες έχουν δείξει μια θετική σχέση μεταξύ φυσικής δραστηριότητας και ακαδημαϊκής απόδοσης (Dwyer et al., 2001, California Department of Education, 2002). Οι συμμετέχοντες στο σχολικό αθλητισμό βρέθηκε να είναι θετικά συνδεδεμένοι με τους σχολικούς βαθμούς και τις εκπαιδευτικές φιλοδοξίες στη διάρκεια της φοίτησης και μετά την αποφοίτηση, αλλά και στη διάρκεια της φοίτησης σε πανεπιστήμια/κολέγια (π.χ., Eccles & Barber, 1999, Whitley, 1999). Ένα άλλο συναφές ψυχολογικό χαρακτηριστικό με τη διανόηση που φαίνεται να επηρεάζεται θετικά από την άσκηση και τον αθλητισμό είναι η νόηση. Πράγματι, έρευνες έδειξαν ότι η φυσική δραστηριότητα μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην νοητική υγεία (π.χ., Camacho et al., 1991, Paluska & Schwenk, 2000). Σύμφωνα με τον Fox (1999) η φυσική δραστηριότητα ενεργοποιεί και παράγει θετικότερη διάθεση, δηλαδή τη δυνατότητα δημιουργίας θετικών συναισθηματικών καταστάσεων. Οι Gould, Dieffenbach, και Moffet (2002) ισχυρίστηκαν ότι οι επιτυχημένοι αθλητές εμφανίζουν μεγαλύτερη νοητική υγεία από τους λιγότερο επιτυχημένους αθλητές. Ενώ, οι Orlick και Partington (1988) βρήκαν ότι η μέγιστη απόδοση εμφανίζει σχέση μεταξύ άλλων και με τη νοητική προετοιμασία. Ήδη έχει αναφερθεί ότι ο αθλητισμός καλλιεργεί το ψυχολογικό χαρακτηριστικό του πάθους που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκίνησης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκίνησης είναι η συμπάθεια (Πρώιος, 2007). Σύμφωνα με τις βιβλιογραφικές αναφορές για τις τάσεις του ανταγωνισμού υποστηρίζεται ότι αυτός αποθαρρύνει εμπειρίες και εκφράσεις συμπάθειας. Ωστόσο, οι Bredemeier και Shields (2006) ισχυρίστηκαν ότι ο αθλητισμός παράγει συναισθηματικές εμπειρίες και παρέχει ευκαιρίες για την ανάπτυξη της ικανότητας της συμπάθειας. Τέλος, ως μια θετική συνέπεια της συμμετοχής στον ανταγωνιστικό αθλητισμό αναφέρεται η μάθηση του εαυτού. Ειδικότερα υποστηρίζεται ότι η υπεροχή στον αθλητισμό, η βελτίωση της απόδοσης ενισχύει την αυτοεκτίμηση. Αυτή η ενίσχυση φαίνεται να είναι εντονότερη στις γυναίκες (π.χ., Hayes, Crocker, & Kowalski, 1999, Young & Bursik, 2000). Ακόμη, οι εμπειρίες από τη συμμετοχή στον αθλητισμό όπου επικρατεί η συνεχής βελτίωση της αθλητικής απόδοσης συμβάλλουν στην ανάπτυξη και ενός άλλου ψυχολογικού γνωρίσματος την αυτοπεποίθηση (Feltz, Landers, & Raider, 1979). Συνέπειες στα κοινωνικά χαρακτηριστικά των αθλητών/τριων Ο άνθρωπος ως ένα ον με αναπτυγμένη νόηση δημιουργεί σχέσεις με άλλους, ζει σε ομάδες (κοινωνικές ομάδες) επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο σε μια υγιή ζωή. Έτσι και ο αθλητισμός ως ένα μέρος του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά όπως η λειτουργία σε ομάδες. Ο αθλητισμός απαιτεί την παρουσία άλλων, για παράδειγμα συναθλητών, αντιπάλων, υπευθύνων (π.χ., παραγόντων, διαιτητών, προπονητών) για να μπορεί να υπάρξει (Πρώιος, 2008).
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 4 Ειδικότερα, το χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού είναι ότι αυτός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ύπαρξη αντιπάλων. Θετικές συνέπειες Η απαίτηση της παρουσίας άλλων για τη λειτουργία του αθλητισμού είναι ένας σημαντικός λόγος να υποστηριχθεί ότι ο αθλητισμός αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσον για την εκμάθηση των ανθρώπων να ζουν μαζί δηλαδή την κοινωνικοποίηση των ανθρώπων (Bloom & Smith, 1996). Η κοινωνικοποίηση είναι αποτέλεσμα της μάθησης θετικών αξιών της ζωής, που μπορούν να αναπτυχθούν στον αθλητισμό, επειδή αυτός είναι ένα περιβάλλον ιδιαίτερα συναισθηματικό και αλληλεπιδραστικό δίνοντας ευκαιρίες για επίδειξη των προσωπικών και κοινωνικών γνωρισμάτων των ατόμων (Hellison, 1995, Gough, 1997). Ο αθλητισμός είναι ένας χώρος όπου, πράγματι, μπορούν να αναπτυχθούν κοινωνικές ικανότητες όπως η συνεργασία, η υπευθυνότητα και η δέσμευση (Cote, 2002, Weiss & Smith, 2002). Πορίσματα ερευνών φανέρωσαν ότι η συμμετοχή στον αθλητισμό ενισχύει τη δημιουργία στοιχείων που είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ των ατόμων όπως του καλού πολίτη, την κοινωνική επιτυχία, τη θετική σχέση με συνομήλικους, και την ικανότητα της ηγεσίας (π.χ., Elley & Kirk, 2002, Wright & Cote, 2003). Επίσης, ο αθλητισμός ως ένα περιβάλλον όπου αναπτύσσονται διάφορες δράσεις η λειτουργία των οποίων στηρίζεται σε κανόνες μπορεί να αναπτύξει μια άλλη κοινωνική ικανότητα τη δέσμευση. Πράγματι, η συμμετοχή στον αθλητισμό δεσμεύει τα άτομα στην τήρηση των κανόνων (Πρώιος & Αθαναηλίδης, 2004). Η δέσμευση για τήρηση των κανόνων του παιχνιδιού βοηθά στην αποφυγή συμπεριφορών εξαπάτησης (Πρώιος, 2007). Προηγουμένως αναφέρθηκε ότι ο αθλητισμός ενεργοποιεί διάφορες γνωστικές διαδικασίες (π.χ., διδασκαλία, μάθηση). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της γνωστικής ανάπτυξης των ατόμων. Ο Etnier και συν. (1997) και ο Thomas και συν. (1994) έδειξαν ότι η άσκηση έχει μια μέτρια θετική σχέση με τη βελτίωση της γνώσης. Επίσης, ο Etnier και συν. (1997) ισχυρίστηκαν ότι η άσκηση του σώματος έχει μια ευεργετική επίδραση στη λειτουργία του εγκεφάλου. Η άποψη της θετικής επίδρασης του αθλητισμού στην γνωστική ανάπτυξη ενισχύεται από τον ισχυρισμό ότι ο αθλητισμός συμβάλλει στην ανάπτυξη της θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς επειδή οι δεσμοί που αναπτύσσονται σε μια ομάδα μπορούν να αποθαρρύνουν την εκδήλωση εγωιστικών συμπεριφορών και παρέχει ευκαιρίες για την εκδήλωση αλτρουιστικών συμπεριφορών (Cooper, 1982). Επίσης, στα πλαίσια της γνωστικής ανάπτυξης, υποστηρίζεται ότι αθλητισμός επηρεάζει την ανάπτυξη του χαρακτήρα. Η συμβατική γνώση λέει ότι «ο αθλητισμός χτίζει χαρακτήρα» (Fejging, 1994, Miracle & Rees, 1994). Οι Shields και Bredemeier (2001) υποστήριξαν ότι ο αγωνιστικός αθλητισμός, πράγματι, είναι ένας χώρος όπου μπορεί να επιτευχθεί η ανάπτυξη των αρετών του χαρακτήρα. Ο Lipsyte (1999) και ο Rees (2000) ισχυρίστηκαν ότι ο αθλητισμός μπορεί να συμβάλλει στην αποτροπή της βίας που παρατηρείται στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Πορίσματα μελετών φανέρωσαν ότι η συμμετοχή στον αθλητισμό χτίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα όπως την ομαδική δουλειά, την πίστη, την αυτοθυσία (Beller, Stoll, & Rudd, 1997, Rudd & Stoll, 2004), και τον ηθικό χαρακτήρα των αθλητών όπως την ειλικρίνεια, την τιμιότητα και την υπευθυνότητα (Bredemeier & Shields, 1985, Rudd, Stoll, & Beller, 1997).
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 5 Αρνητικές συνέπειες Αν και προηγουμένως υποστηρίχθηκε ότι ο αθλητισμός έχει θετική επίδραση σε γνωστικά χαρακτηριστικά όπως η κοινωνική και ηθική ανάπτυξη του χαρακτήρα, ωστόσο οι απόψεις σε αυτή την κατεύθυνση διίστανται. Έτσι, ο Kniker (1974) ισχυρίστηκε ότι ο αθλητισμός δεν χτίζει χαρακτήρα αλλά αποκαλύπτει. Εδώ, το επιχείρημα είναι ότι η αθλητική δράση αποκαλύπτει το χαρακτήρα του αθλητή αλλά ο ίδιος δεν συμβάλλει στο χαρακτήρα του αθλητή (Edwards, 1973, Sheehan & Alsop, 1972). Παρόλα αυτά ο παραπάνω ισχυρισμός θεωρείται ανεπαρκής επειδή αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι κάθε επίδειξη του χαρακτήρα συμβάλλει στο χαρακτήρα (Shields & Bredemeier, 1995). Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί ότι αν και ο αθλητισμός δεν χτίζει το χαρακτήρα, ο χαρακτήρας μπορεί να διδάσκεται και να μαθαίνεται σε αθλητικές καταστάσεις (Bredemeier & Shields, 2006). Τέλος, μπορεί να ειπωθεί ότι το χτίσιμο του ηθικού χαρακτήρα δεν πραγματοποιείται αυτόματα με τη συμμετοχή στον αθλητισμό (Gerdy, 2000, Hellison, 2003), και ότι η συμμετοχή των νέων στον αθλητισμό από μόνη της δεν εγγυάται τα αναμενόμενα θετικά ψυχολογικά αποτελέσματα για τα παιδιά (Bredemeier & Shields, 1995). Μια άλλη αρνητική συνέπεια που φαίνεται να επιφέρει η συμμετοχή στον αθλητισμό στα γνωστικά χαρακτηριστικά είναι το μη δόσιμο του προσδοκώμενου αποτελέσματος στην ηθική ανάπτυξη των νέων. Μελέτες έδειξαν ότι η συμμετοχή στον αθλητισμό έχει αρνητική σχέση με την ανάπτυξη του ηθικού διαλογισμού (π.χ., Bredemeier & Shields, 1986, Stevenson, 1998), και ότι ο αθλητισμός δεν ασκεί καμιά επίδραση στον ηθικό διαλογισμό (π.χ., Bredemeier & Shields, 1986, Proios, Doganis, & Athanailidis, 2004). Επίσης, πορίσματα άλλων ερευνών φανέρωσαν ότι τα επίπεδα του ηθικού διαλογισμού έχουν σημαντική σχέση με ηθικές μεταβλητές τέτοιες όπως η επιθετικότητα, το τίμιο φέρσιμο, και τις πεποιθήσεις για το δίκαιο παιχνίδι (Bredemeier & Shields, 2006). Ειδικότερα, έχει υποστηριχθεί ότι η συμμετοχή των νέων στον αθλητισμό έχει συνδεθεί με φτωχό τίμιο φέρσιμο (Bredemeier, 1995, Lemyre, Roberts, & Ommundsen, 2002, Proios, Doganis, & Proios, 2006). Η δέσμευση για τη νίκη που αναλαμβάνεται με τη συμμετοχή στον αθλητισμό (Heeren & Requa, 2000, Rees, 2003) μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στη διατήρηση του δίκαιου παιχνιδιού (May, 2001). Ακόμη αποτελέσματα μελέτης έδειξαν ότι παίκτριες εγκρίνουν συμπεριφορές που θα αποσκοπούσαν στην απόκτηση ενός άδικου πλεονεκτήματος προκειμένου να πετύχουν τη νίκη (Stephens, 1993). Συμπεράσματα Τα συμπεράσματα αυτού του κεφαλαίου θα ομαδοποιηθούν σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα θα περιγραφούν τα συμπεράσματα για τα οφέλη (ψυχολογικά και κοινωνικά) για τα άτομα που αντιλαμβάνονται ότι η νίκη είναι το μόνο πράγμα στον αθλητισμό και έτσι επιδιώκουν τη συνεχή βελτίωση των ορίων της αθλητικής απόδοσης, και δεύτερον για τα άτομα που αντιλαμβάνονται ότι η νίκη δεν είναι το μόνο πράγμα στον αθλητισμό: Όταν η νίκη είναι το μόνο πράγμα στον αθλητισμό Αρχικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτοί που στοχεύουν στη νίκη και την επιτυγχάνουν φαίνεται να είναι ευτυχισμένοι, να απολαμβάνουν της ευρύτερης
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 6 κοινωνικής αποδοχής και αναγνώρισης μεταξύ των ανθρώπων της σημερινής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτής της αναγνώρισης καταλαμβάνουν δημόσιες θέσεις (επαγγελματική αποκατάσταση), και έξτρα αμοιβή (βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης). Γενικώς, το στοιχείο της υπεροχής στον αθλητισμό φαίνεται να συμβάλλει στην επαγγελματική και οικονομική εξασφάλιση των ατόμων που υπερέχουν. Ωστόσο, η συνεχής προσπάθεια για τη βελτίωση των ορίων της αθλητικής απόδοσης με απώτερο στόχο τη νίκη και την απόκτηση όλων των παραπάνω οφελών έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να χάνουν τη χαρά του παιχνιδιού και να φορτώνονται με άγχος. Το άγχος οδηγεί τα άτομα σε μια συναισθηματική διέγερση που τα κάνει να νιώθουν αδύναμα. Αυτή η αδυναμία σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί σε αντιδράσεις που ενδεχομένως δεν θα εκδηλώνονταν σε περιπτώσεις μη ύπαρξης άγχους για την επίτευξη στόχου δηλαδή της νίκης. Επίσης, αυτή η εμμονή της νίκης οδηγεί στον αποκλεισμό όλων των άλλων αξιών και υιοθετεί την άποψη ότι προκειμένου να επιτευχθεί αυτή δικαιολογούνται όλα τα μέσα. Αυτό φανερώνει ότι όταν η νίκη δεν μπορεί να επιτευχθεί με τις φυσικές ικανότητες τότε θα χρησιμοποιηθούν ανήθικα μέσα. Επιπλέον, πρέπει να αναμένεται ότι θα θυσιάζονται συμπεριφορές που έχουν σχέση με το τίμιο φέρσιμο δηλαδή το σωστό τρόπο συμπεριφοράς στον αθλητισμό. Συγκεκριμένα, χάνεται η ευγένεια και ο σεβασμός του άλλου με την εκδήλωση επιθετικών συμπεριφορών, τα άτομα οδηγούνται σε ανήθικες συμπεριφορές με την παραβίαση των κανόνων του παιχνιδιού και την εξαπάτηση των διαιτητών. Όταν η νίκη δεν είναι το μόνο πράγμα στον αθλητισμό Όταν στον αθλητισμό αυτοσκοπός δεν είναι η συνεχής βελτίωση των ορίων της αθλητικής απόδοσης, με τη λογική της χρησιμοποίησης κάθε μέσου για την επίτευξη της νίκης, τότε αυτός έχει σημαντική συμβολή στη φυσική υγεία του ανθρώπου. Για παράδειγμα με την αύξηση της μυϊκής δύναμης και τη βελτίωση της καρδιοαγγειακής λειτουργίας. Αυτές οι συνέπειες του αθλητισμού μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβάλλουν θετικά στη γενική ευημερία των ασκούμενων. Η μορφή του αθλητισμού που αναφέρθηκε προηγουμένως παίζει σημαντικό ρόλο στη δυναμική ανάπτυξη ψυχολογικών, πνευματικών, ηθικών και κοινωνικών γνωρισμάτων του ατόμου. Η βελτίωση για παράδειγμα της μυϊκής δύναμης που αναφέρθηκε προηγουμένως βελτιώνει την αντίληψη της αυτοαποτελεσματικότητας του ατόμου αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο την πεποίθησή του ότι είναι ικανό για την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει. Η βελτίωση των πνευματικών ικανοτήτων οδηγεί στην παρουσίαση υγιών συμπεριφορών από μέρους του ατόμου δηλαδή συμπεριφορών που είναι προς όφελος των άλλων (π.χ., αλτρουισμός, συνεργασία, συμπάθεια, συμπεριφορά βοήθειας και φιλανθρωπία). Ενώ, η ανάπτυξη γνωρισμάτων που έχουν σχέση με την ηθική συμβάλλει στη δημιουργία αντίληψης, μάθησης για το τι είναι καλό ή σωστό και τι λάθος. Τέλος μπορούμε να πούμε ότι η νίκη δεν είναι το μόνο πράγμα στον αθλητισμό. Αυτό επειδή οι επιδράσεις που ασκεί ο αθλητισμός στον άνθρωπο μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός αρεστού πολιτισμού, μέσω της αυτογνωσίας, της μάθησης της συμβίωσης (σεβασμός ο ένας τον άλλο, διάκριση σωστού από το λάθος, καλού από το κακό).
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 7 Βιβλιογραφία Beller, J. M., Stoll, S. K., & Rudd, A. (1997). The great character experience. Assessing the effectiveness of a great books approach to teaching moral character with competitive populations. Research Quarterly, 68, 72. Bloom, G. A., & Smith, M. D. (1996). Hockey violence: A test of cultural spill-over theory. Sociology of Sport Journal, 13, 65-77. Boutcher, S. H. (2000). Cognitive performance, fitness and ageing. In S. J. H. Biddle, K. R. Fox, & S. H. Boutcher (Eds.), Physical activity and psychological well-being (pp. 118-129). London: Routledge. Bredemeier, Β. (1975). The assessment of reactive and instrumental aggression. In: I.D.M. Landers, Editor, Psychology of sport and motor behavior II, (pp. 71 84). Penn State HPER Series, State College, PA. Bredemeier, B. (1995). Divergence in children s moral reasoning about issues in daily life and sport specific contexts. International Journal of Sport Psychology, 26, 453-463. Bredemeier, B., & Shields, D. (2006 March). Sports and character development. President s Council on Physical Fitness and Sport. Research Digest, 7(1). Bredemeier, B. J., & Shields, D. L. (1985). Moral growth among athletes and nonathletes: A comparative analysis. The Journal of Genetic Psychology, 147, 7-18. Bredemeier, B., & Shields, D. (1986). Game reasoning and interactional morality. The Journal of Genetic Psychology, 142, 257-275. California Department of Education (2002). State study proves physically fit kids perform better academically. News Release. Retrieved 23 November 2003, from http://www.cde.ca.gov/news/releases2002/rel37.asp Camacho, T. C., Roberts, R. E., Lazarus, N. B., Kaplan, G. A., & Cohen, R. D. (1991). Physical activity and depression: Evidence from the Alameda County Study. American Journal of Epidemiology, 134, 220-231. Chi, L. (2004). Achievement goal theory. In T. Morris, & J. Summers (Eds.), Sport psychology: Theories, applications, and issues (pp. 152-174). Australia, Sydney: Wiley. Cooper, W. E. (1982). Association: An answer to egoism. Journal of the Philosophy of Sport, 9, 66-68. Cote, J. (2002). Coach and peer influence on children s development through sport. In J. M. Silva & D. E. Stevens (Eds.), Psychological foundations of sport (pp. 520-540). Boston, MA: Allyn & Bacon. Crone, J. A. (1999). Toward a theory of sport. Journal of Sport Behavior, 321-323. Cumming, S. P., Smoll, F. L., Smith, R. E., & Grossbard, J. R. (2007). Is winning everything? The relative contributions of motivational climate and won-lost percentage in youth sports. Journal of Applied Sport Psychology, 19, 322-336. Dwyer, T., Sallis, J. F., Blizzard, L., Lazarus, R., & Dean, K. (2001). Relation of academic performance to physical activity and fitness in children. Pediatric Exercise Science, 13, 225-238. Eccles, J. S., & Barber, B. L. (1999). Student council, volunteering, basketball, or marching band: What kind of extracurricular involvement matters? Journal of Adolescent Research, 14, 10-43. Edwards, H. (1973). Sociology of sport. Homewood, IL: Dorsey. Eitzen, D. S., & Sage, G. (1997). Sociology of North American sport. Dubugue, IA: Brown & Benchmark publishers. Elley, D., & Kirk, D. (2002). Developing citizenship through sport: The impact of a sportbased volunteer programme on young sport leaders. Sport, Education and Society, 7(2), 151-166. Etnier, J. I., Salazar, W., Landers, D. M., Petruzello, S. J., Han, M., & Nowell, P. (1997). The influence of physical fitness and exercise upon cognitive functioning: A metaanalysis. Journal of Sport & Exercise Psychology, 19, 249-274.
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 8 Fejgin, N. (1994). Participation in high school competitive sports: A subversion of school mission or contribution to academic goals. Sociology of Sport Journal, 11(3), 211-230. Feltz, D. L., Landers, D. M., & Raider, V. (1979). Enhancing self-efficacy in a highavoidance motor task: A comparison of modelling techniques. Journal of Sport Psychology, 1, 112-122. Fox, K. R. (1999). The influence of physical activity on mental well-being. Public Health Nutrition, 2, 411-418. Gerdy, J. (2000). Sport in school: The future of an institute. New York: Teachers College Colubmia. Gould, D., Dieffenbach, K., & Moffett, A. (2002). Psychological characteristics and their development in Olympic champions. Journal of Applied Sport Psychology, 14, 172-204. Gough, R. W. (1997). Character is everything: Promoting ethical excellence in sports. Fort Worth, TX: Harcourt Brace. Hayes, S. D., Crocker, P. R. E., & Kowalski, K. C. (1999). Gender differences in physical self-perceptions, global self-esteem and physical activity: Evaluation of the physical self-perception profile model. Journal of Sport Behavior, 22, 1-14. Hellison, D. (1995). Teaching responsibility through physical activity. Champaign, IL: Human Kinetics. Hellison, D. (2003). Teaching responsibility through physical activity (2 nd ed.). Champaign, IL: Human Kinetics. Heeren, J., & Requa, M. (2001). Constructing values on a girls high school field hockey team. Journal of Sport and Social Issues, 25(4), 417-429. Junge, A., Dvorak, J., Rosch, D., Graf-Baumann, T., Chomiak, J., & Peterson, L. (2000). Psychological and sport-specific characteristics of football players. The American Journal of Sports Medicine, 28(5), S22-S28. Kniker, C. R. (1974). The values of athletes in schools: A continuing debate. Phi Delta Kappan, 56, 116-120. Lemyre, P., Roberts, G. C., & Ommundsen, Y. (2002). Achievement goal orientations, perceived ability, and sportspersonship in youth soccer. Journal of Applied Sport Psychology, 14, 120-136. Lipsyte, R. (1999, May, 9). The jock culture: Time to debate the questions. The New York Times, Section 8, p. 11. Mageau, G. A., Vallerand, R. J., Rousseau, F. L., Ratelle, C. F., & Provencher, P. J. (2005). Passion and gambling: Investigating the divergent affective and cognitive consequences of gambling. Journal of Applied Social Psychology, 35, 100 118. Martens, R. (2004). Successful coaching (3 rd ed.). Champaign, IL: Human Kinetics. May, R. A. B. (2001). The sticky situation of sportsmanship. Journal of Sport and Social Issues, 25(4), 372-389. Mize, M. (1991). Cognitive development: The physical education connection. Teaching Elementary Physical Education, 2(1), 14-15. Miracle, A., & Rees, C. R. (1994). Lessons of the locker room: The myth of school sports: Amherst, NY: Prometheus Books. Orlick, T., & Partington, J. (1988). Mental links to excellence. The Sport Psychologist, 2, 105 130. Paluska, S. A., & Schwenk, T. L. (2000). Physical activity and mental health: Current concepts. American Journal of Epidemiology, 29, 167-180. Πρώιος, Μ. (2007). Ηθική αγωγή: Μια κοινωνικο-ψυχολογική προσέγγιση της ηθικής εκπαίδευσης στη φυσική αγωγή και τον αθλητισμό. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Proios, M. (2008). The benefits of exercise and sport on the psychological and personal health of women. In J. P. Coulter (Ed.), Progress in exercise and women s health exercise. New York: Nova Publishers.
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 9 Πρώιος, Μ., & Αθαναηλίδης, Ι. (2004). Ηθική στα σπορ: Θεωρία και οδηγίες για ηθική συμπεριφορά. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Χριστοδουλίδη. Proios, M., Doganis, G., & Athanailidis, I. (2004). Moral development and form of participation, type of sport, and sport experience. Perceptual and Motor Skills, 99, 633-642. Proios, M., Doganis, G., & Proios, M. (2006). Form of the athletic exercise, school environment, and sex in development of high school students sportsmanship. Perceptual and Motor Skills, 103, 99-106. Rees, C. R. (2000). School sports in America: The production of winners and losers. Perspectives: Interdisciplinary Series of Physical Education and Sport Science, 1, 115-129. Riemer, B. A., Beal, B., & Schroeder, P. (2000). The influences of peer and university culture on female student athletes perceptions of career termination, professionalization, and social isolation. Journal of Sport Behavior, 23, 364-378. Rudd, A., Stoll, S. K., & Beller, J. M. (1997). Expressed coaching behavior and its effect on athlete moral development. Research Quarterly, 68, 1-5. Scanlan, T. K., & Lethwaite, R. (1984). Social psychological aspects of competition for male youth sport participants: I. Predictors of competitive stress. Journal of Sport Psychology, 6, 208-226. Scanlan, T. K., & Passer, M. W. (1978). Factors related to competitive stress among male youth sports participants. Medicine and Science in Sports, 10, 103-108. Sheehan, T. J., & Assop, W. L. (1972). Educational sport. Journal of Health, Physical Education and Recreation, 43, 41-45. Shields, D., & Bredemeier, B. (1995). Character development and physical activity. Champaign IL: Human Kinetics. Shields, D., & Bredemeier, B. (2001). Moral development and behavior in sport. In R. N. Singer, H. A Hausenblas, & C. M. Janelle (Eds.), Handbook of sport psychology (2 nd ed.) (pp. 585-603). New York: Wiley & Sons. Smith, R. E., Schutz, R. W., Smoll, F. L., & Ptacek, J. T. (1995). Development and validation of a multidimensional measure of sport specific psychological skills: The Athletic Coping Skills Inventory-28. Journal of Sport and Exercise Psychology, 17, 379 398. Smith, R. E., Smoll, F. L., & Curtis, B. (1978). Coaching behaviors in Little League Baseball. In F. L. Smoll & R. E. Smith (Eds.), Psychological perspectives in youth sports (pp. 173 201).Washington, DC: Hemisphere. Stephens, D. E. (1993). Goal orientation and moral atmosphere in youth sport: An examination of lying, hurting, and cheating behaviours in girls' soccer. Unpublished Doctoral Dissertation, University of California at Berkeley. Stevens, D. A. (1994). Movement concepts: Stimulating cognitive development in elementary students. Journal of Physical Education, Recreation & Dance, 65(8), 16-23. Stevenson, M. J. (1998). Measuring in the cognitive moral reasoning of collegiate studentathletes: The development of the Stevenson-Staff Social Responsibility Questionnaire. Unpublished doctoral dissertation, University of Idaho. Thomas, J. R., Landers, D. M., Salazar, W. J., & Etnier, J. (1994). Exercise and cognitive functioning. In C. Bouchard, R. J. Shepard, & T. Stephens (Eds.), Physical activity, fitness, and health (pp. 521-529). Champaign, IL: Human Kinetics. Vallerand, R.J. (2008). On the psychology of passion: In search of what makes people s lives most worth living. Canadian Psychology, 49, 1-13. (invited paper, CPA Presidential Address). Vallerand, R. J., Blanchard, et al. (2003). Les passions de l âme : On obsessive and harmonious passion. Journal of Personality and Social Psychology, 85, 756-767. Vallerand, R.J., Salvy, S.J., Mageau, G.A., Elliot, A.J., Denis, P., Grouzet, F.M.E., & Blanchard, C.B. (2007). On the role of passion in performance. Journal of Personality, 75, 505-534.
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση των ορίων στην αθλητική απόδοση [Μιλτιάδης Πρώιος] 10 Weiss, M. R., & Smith, A. L. (2002). Moral development in sport and physical activity: Theory, research, and intervention. In T. S. Horn (Ed.), Advances in sport psychology (2 nd ed., pp. 243-280). Champaign, IL: Human Kinetics. Whitley, R. L. (1999). Those dumb jocks are at it again: A comparison of the educational performances of athletes and nonathletes in North Carolina high school from 1993 through 1996. High School Journal, 82, 223-233. Williams, J. M., & Krane, V. (2001). Psychological characteristics of peak performance. In J. M. Williams (Ed.), Applied sport psychology: Personal growth to peak performance (4 th ed., pp. 162-178). California: Mayfield. Wright, A. D., & Cote, J. (2003). A retrospective analysis of leadership development through sport. The Sport Psychologist, 17, 268-291. Young, J., & Bursik, K. (2000). Identity development and life plan maturity: A comparison of women athletes and nonathletes. Sex Roles, 43, 241-254.