ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ ΠΑΙΔΙΩΝ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Υπεύθυνος Καθηγητής: Γραµµατικόπουλος Βασίλειος
Περίληψη Η ανίχνευση των παραγόντων που επιδρούν στην κατάκτηση των γνώσεων του γραπτού λόγου στην προσχολική ηλικία είναι ιδιαίτερα σηµαντική. Ο παράγοντας του φύλου έχει φανεί από έρευνες ότι δίνει πλεονέκτηµα υπέρ των κοριτσιών στο δηµοτικό σχολείο, λίγη βιβλιογραφία ωστόσο υπάρχει πάνω στο ίδιο ζήτηµα για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να εξετάσει εάν οι γνώσεις των παιδιών πάνω στο γραπτό λόγο στο νηπιαγωγείο επηρεάζονται από το φύλο τους. Το δείγµα αποτελούταν από 30 παιδιά µε µέσο όρο ηλικίας τους 66,97 µήνες. Τα παιδιά φοιτούσαν σε δηµόσια νηπιαγωγεία του νοµού Ρεθύµνης και έναν ιδιωτικό παιδικό σταθµό του νοµού Ηρακλείου. Η επιλογή των συγκεκριµένων τάξεων έγινε για λόγους εύκολης πρόσβασης σε αυτές, και η επιλογή των παιδιών που συµµετείχαν από κάθε τάξη έγινε τυχαία. Τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι τα αγόρια και τα κορίτσια προσχολικής ηλικίας βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο γνώσεων πάνω στις συµβάσεις του γραπτού λόγου. Λέξεις κλειδιά: φύλο, προσχολική ηλικία, γραπτός λόγος 2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι δεξιότητες γραµµατισµού είναι ένα από τα σηµαντικότερα πολιτισµικά εργαλεία που χρειάζεται να κατακτήσουν τα παιδιά, ώστε να εξασφαλίσουν σχολική επιτυχία και απόκτηση γνώσεων. Κάποιες από τις δεξιότητες που καλούνται να κατακτήσουν τα παιδιά αναφορικά µε τη γλώσσα στην προσχολική εκπαίδευση είναι οι συµβάσεις του γραπτού λόγου, η γνώση των γραµµάτων, η γλωσσολογική και η φωνολογική επίγνωση (Smidt, Lehrl, Anders, Pohlmann-Rother & Kluczniok 2012). Αν και σηµαντικές, δεν κατακτούνται από όλα τα παιδιά εξίσου καλά αυτές οι δεξιότητες και δε φτάνουν όλα τα παιδιά στην πρώτη δηµοτικού εξίσου έτοιµα να µάθουν γραφή και ανάγνωση. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη µάθηση των παιδιών πάνω στις δεξιότητες γραµµατισµού είναι πολύπλευροι. Ανάµεσα τους, είναι ευρέως αποδεκτό ότι επηρεάζουν την ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων το επίπεδο µόρφωσης της µητέρας και ο χρόνος που αυτή περνά µε το παιδί πάνω σε γλωσσικές δραστηριότητες πριν τη φοίτησή του στο νηπιαγωγείο. (Raag, Kusiak, Tumilty, Kelemen, Bernheimer & Bond, 2011). Πέραν αυτών, το ενδιαφέρον των ερευνητών έχει στραφεί και στον παράγοντα του φύλου, µε πολλές έρευνες να αφορούν τις διαφορετικές επιδόσεις των παιδιών σε γλωσσικά τεστ ανάλογα µε το φύλο στο δηµοτικό σχολείο. Στην έρευνα των Graham, Tisher, Ainley & Kennedy (2008), σε παιδιά δηµοτικού, φάνηκε ότι τα αγόρια τείνουν να δείχνουν λιγότερο ενδιαφέρον και προσοχή στη διαδικασία ανάγνωσης ενός αφηγηµατικού κειµένου από τα κορίτσια, δεδοµένου του ότι προτιµούν την ανάγνωση άλλων κειµενικών ειδών, όπως καρτούν. Το 2009, οι επιδόσεις των κοριτσιών δηµοτικού σχολείου σε πανκαναδική έρευνα ξεπερνούν κατά πολύ αυτές των αγοριών στην ανάγνωση. Τα κορίτσια δηλώνουν ότι αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο σε εξωσχολικό διάβασµα από τα αγόρια, είναι περισσότερο εξασκηµένα σε τεχνικές ανάγνωσης, και αισθάνονται περισσότερο ικανοί αναγνώστες από τα αγόρια (PCAP-13, 2009). Η συγκεκριµένη έρευνα καταλήγει στο ότι το διάβασµα δεν αρέσει στα αγόρια όσο στα κορίτσια γιατί το θεωρούν 3
θηλυπρεπή ενασχόληση, και γιατί οι εκπαιδευτικοί είναι συνήθως γυναίκες, οι οποίες διαβάζουν στους µαθητές τους αφηγηµατικά κείµενα που οι ίδιες προτιµούν, αλλά τα αγόρια όχι. Όσον αφορά τους γονείς πάνω στην εκµάθηση δεξιοτήτων ανάγνωσης από τα παιδιά τους, σε έρευνα των Alexander, Johnson, Leibham & Kelley (2008) τείνουν να δηλώνουν τα κορίτσια περισσότερο πρόθυµα να µάθουν από τα αγόρια. Οι ερευνητές ωστόσο, υποστηρίζουν ότι αυτό το εύρηµα ίσως να σχετίζεται µε τις ιδέες των γονέων για το ποιο οφείλει να είναι το κατάλληλο παιχνίδι για κάθε φύλο. Οι έρευνες για τις επιδόσεις των παιδιών στις δεξιότητες του γραπτού λόγου στην προσχολική ηλικία είναι περισσότερο περιορισµένες, δεδοµένου του ότι τα παιδιά δε γνωρίζουν ακόµη συµβατική ανάγνωση και γραφή. Μία από αυτές είναι η έρευνα που διεξήχθη σε παιδιά προσχολικής ηλικίας από τους Wu & Sterling (2013), η οποία έδειξε πως τα παιδιά δείχνουν περισσότερη προσοχή στα µη γλωσσικά στοιχεία του κειµένου ενός άγνωστου βιβλίου, όπως οι εικόνες. Ωστόσο τα κορίτσια προσχολικής ηλικίας τείνουν να εστιάζουν λίγο περισσότερο στο κείµενο από τα αγόρια. Από την άλλη πλευρά, η έρευνα των Alexander, Johnson, Leibham & Kelley (2008) δείχνει ότι τα αγόρια και τα κορίτσια προσχολικής ηλικίας µπορούν να διατηρούν στον ίδιο βαθµό για το ίδιο χρονικό διάστηµα το ενδιαφέρον τους για θεωρητικές δραστηριότητες (όπως αυτές που απαιτούνται για την εκµάθηση δεξιοτήτων γραµµατισµού). Η σηµασία της ανίχνευσης των παραγόντων που πιθανόν επηρεάζουν την εκµάθηση δεξιοτήτων γραµµατισµού, όπως είναι το φύλο, είναι ιδιαίτερα σηµαντική. Έχει βρεθεί πως οι δεξιότητες γραµµατισµού που αποκτούν τα παιδιά στην προσχολική ηλικία µπορεί να είναι παράγοντας πρόβλεψης των µελλοντικών ακαδηµαϊκών τους επιδόσεων (Snow, Burns, & Griffin, 1998). Πέραν του ότι οι πρώιµες αναγνωστικές δεξιότητες αποτελούν τη βάση για τη µελλοντική αναγνωστική επιτυχία, έχει βρεθεί πως συνδέονται και µε τη συµπεριφορά των παιδιών: τα παιδιά που έχουν χαµηλές επιδόσεις σε δεξιότητες γραµµατισµού τείνουν να αδιαφορούν συχνότερα για τις δραστηριότητες της τάξης, και οι εκπαιδευτικοί 4
χαρακτηρίζουν τη συµπεριφορά τους ως περισσότερο προβληµατική (Baroody & Dobbs Oates, 2011). Εποµένως, είναι σηµαντική η κατανόηση των παραγόντων που επηρεάζουν τις δεξιότητες του αναδυόµενου γραµµατισµού, καθώς µπορεί να βοηθήσει ερευνητές, γονείς και εκπαιδευτικούς να αναπτύξουν αποτελεσµατικές δεξιότητες γραµµατισµού στα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Η έρευνα που έχει διεξαχθεί σε παιδιά δηµοτικού δείχνει µια ελαφρά υπεροχή των κοριτσιών στις δεξιότητες του γραπτού λόγου. Η κρίσιµη προσχολική ηλικία, ωστόσο, στερείται συστηµατικής έρευνας στην ανίχνευση της πιθανής επίδρασης του παράγοντα του φύλου. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να εξετάσει κατά πόσο το φύλο επιδρά ή όχι στην κατάκτηση των εννοιών του γραπτού λόγου στην προσχολική ηλικία. 2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Δείγµα Το δείγµα της έρευνας αποτελούταν από 30 παιδιά προσχολικής ηλικίας που φοιτούν σε 2 δηµόσια νηπιαγωγεία του νοµού Ρεθύµνου και σε έναν ιδιωτικό παιδικό σταθµό του νοµού Ηρακλείου. Η επιλογή των συγκεκριµένων προσχολικών τάξεων έγινε για λόγους εύκολης πρόσβασης. Τα δύο δηµόσια νηπιαγωγεία είναι φορείς στους οποίους διεξάγονται οι Διδακτικές Ασκήσεις του πανεπιστηµιακού µας τµήµατος, και η επιλογή δέκα παιδιών µέσα από κάθε τάξη έγινε µε διαδικασία κλήρωσης. Ο ιδιωτικός παιδικός σταθµός επιλέχθηκε γιατί ήταν εύκολη η πρόσβαση σε αυτόν και η επιλογή των δέκα παιδιών ήταν επίσης τυχαία. Το 63,3% των παιδιών του δείγµατος ήταν αγόρια (19 αγόρια) και το 36,7% ήταν κορίτσια (11 κορίτσια). Μέσος όρος της ηλικίας των αγοριών ήταν οι 66,89 µήνες και των κοριτσιών οι 67,09 µήνες. Αυτό σηµαίνει ότι τα περισσότερα από τα παιδιά του δείγµατος φοιτούσαν 5
στο νηπιαγωγείο για δεύτερη χρονιά και σε λίγους µήνες επρόκειτο να φοιτήσουν στην πρώτη τάξη του δηµοτικού σχολείου. Το 13,3% του δείγµατος θεωρούνται παιδιά σε «κίνδυνο» (4 παιδιά). Πρόκειται για παιδιά µε εµπόδια στη ζωή και τη µάθηση, παιδιά άνεργων γονέων ή που ανήκουν σε κάποια άλλη κατηγορία επικινδυνότητας σύµφωνα µε την κρίση της νηπιαγωγού της τάξης. Το µορφωτικό επίπεδο των γονέων θεωρείται σχετικά υψηλό, αφού το 53% των αυτών είχε πτυχίο ΑΕΙ, το 36,7% είχε απολυτήριο λυκείου και µόλις ένα 10% ήταν απόφοιτοι γυµνασίου. Εποµένως µπορούµε να συµπεράνουµε ότι τα παιδιά του δείγµατος προέρχονται από πιθανότατα σχετικά πλούσια και υποστηρικτικά οικογενειακά περιβάλλοντα όσον αφορά τη βοήθεια που δέχονται από αυτά στην ακαδηµαϊκή τους εξέλιξη. Περιγραφή των οργάνων Το όργανο που χρησιµοποιήθηκε για τη µέτρηση των γνώσεων του γραπτού λόγου ήταν το «Κριτήριο Αξιολόγησης των Γνώσεων για το Γραπτό Λόγο», που είναι η σταθµισµένη στα ελληνικά εκδοχή του Concepts about Print της Clay, M. (Τάφα, 2008). Το CAP είναι ένα εργαλείο µε υψηλούς βαθµούς εγκυρότητας και αξιοπιστίας που βοηθά τους εκπαιδευτικούς να γνωρίζουν ποιοι µαθητές τους έχουν κατακτήσει ποιες συµβάσεις του γραπτού λόγου και να προσαρµόζουν τη διδασκαλία τους. Επίσης τους βοηθά να παρατηρούν και να καταγράφουν την πρόοδο του παιδιού επαναχορηγώντας το κριτήριο σε τακτά χρονικά διαστήµατα. Το κριτήριο αυτό περιλαµβάνει 24 αντικείµενα που εξετάζουν τις γνώσεις των παιδιών για τις συµβάσεις του γραπτού λόγου και για τους σκοπούς της χορήγησής του, συνοδεύεται από δύο σύντοµες ιστορίες προσαρµοσµένες στην ελληνική γλώσσα «Μια ηλιόλουστη µέρα» και «Το Φεγγαράκι χάθηκε». Το εργαλείο αυτό βασίζεται στη λογική ότι η αξιολόγηση των γνώσεων για το γραπτό λόγο δε µπορεί να στηρίζεται σε πρακτικές που 6
περιλαµβάνουν «µολύβι και χαρτί», καθώς δεν είναι αποτελεσµατικές στη µέτρηση των γνώσεων των παιδιών. Αντί αυτών, χρησιµοποιεί µια αναπτυξιακά κατάλληλη πρακτική, όπως είναι η ανάγνωση µιας ιστορίας και το παιδί αξιολογείται σε µια πραγµατική κατάσταση, µε ένα πραγµατικό βιβλίο (Tafa, 2009). Διαδικασία Μέτρησης Για τη διαδικασία µέτρησης χρησιµοποιήθηκε το εγχειρίδιο «Μια ηλιόλουστη µέρα». Κάθε συµµετέχοντας αξιολογούταν µεµονωµένα. Ο εξεταστής διάβαζε τη σύντοµη ιστορία και ταυτόχρονα έθετε στα παιδιά ερωτήσεις µε τη σειρά και τον τρόπο που περιγράφονται στο εγχειρίδιο (Τάφα, 2008). Οι βαθµοί των παιδιών ανάλογα µε τις απαντήσεις τους σηµειώνονταν στο Φύλλο Βαθµολόγησης του Κριτηρίου, µε άριστα τους 24 αρχικούς βαθµούς. Κάθε σωστή απάντηση βαθµολογούταν µε 1 βαθµό και κάθε λανθασµένη µε 0. Στη συνέχεια, οι αρχικοί βαθµοί µετατρέπονταν σε τυπικούς βαθµούς µέσω της δευτερογενούς κλίµακας της τυπικής ενάτης, η οποία λάµβανε υπόψη την ηλικία των συµµετεχόντων σε µήνες, και αντιστοίχιζε κάθε παιδί µε έναν τυπικό βαθµό σε µια κλίµακα µε άριστα το 9. Κάθε συµµετέχοντας εξετάστηκε µία φορά. Σχεδιασµός της Έρευνας και Στατιστική Ανάλυση Η συγκεκριµένη εργασία εξετάζει εάν η µεταβλητή του φύλου επιδρά στις επιδόσεις των παιδιών όσον αφορά τις γνώσεις τους στο γραπτό λόγο. Η στατιστική ανάλυση που ακολουθείται είναι Independent-Samples T-Test, µε ανεξάρτητη µεταβλητή το φύλο των παιδιών και εξαρτηµένη τη βαθµολογία τους στο τεστ CAP στην κλίµακα της τυπικής ενάτης. 7
3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Πίνακας 1 Μέσος όρος βαθµολογίας αγοριών και κοριτσιών Φύλο Παιδιού Πλήθος Μέσος Όρος Τυπική Απόκλιση Παρατηρήσεων Βαθµολογίας Τυπικός Βαθµός Αγόρια 19 6,00 2,186 στο CAP Κορίτσια 11 6,00 2,757 Μέσος όρος βαθµολογίας των αγοριών στο CAP ήταν 6 µονάδες µε τυπική απόκλιση 2,186 στους 19 εξεταζόµενους. Μέσος όρος της βαθµολογίας των κοριτσιών ήταν επίσης 6 µονάδες µε τυπική απόκλιση 2,757 στις 11 εξεταζόµενες. Φαίνεται να µην υπάρχει διαφορά ανάµεσα στα δύο φύλα όσο αφορά τη βαθµολογία τους στο κριτήριο και άρα τις γνώσεις τους στο γραπτό λόγο. Σχήµα 1: Επιδόσεις αγοριών και κοριτσιών στο Κριτήριο 8
Ακολουθεί ο έλεγχος Independent-Samples T Test προκειµένου να διαπιστωθεί εάν οι παρατηρούµενες τιµές επαληθεύουν στατιστικά την υπόθεση ότι δεν υπάρχει σχέση ανάµεσα στη µεταβλητή του φύλου και στην επίδοση πάνω στις γνώσεις για το γραπτό λόγο. Πίνακας 2: Έλεγχος Independent Samples T-Test Levene s Test for Equality t-test for Equality of Means Τυπικός βαθµός CAP Equal variances assumed of Variances F Sig. t df Sig. (2- tailed),388,538,000 28 1,000 Equal variances not assumed,000 17,329 1,000 Στον Πίνακα 2 γίνεται αρχικά έλεγχος των διακυµάνσεων των δύο µεταβλητών, ο οποίος δίνει έλεγχο διαµέσου F=0,388 µονάδες. Το p-value του ελέγχου των διακυµάνσεων βγαίνει Sig.= 0,538 µεγαλύτερο από το 0,05 που είναι το σύνηθες επίπεδο σηµαντικότητας. Εποµένως γίνεται αποδεκτή η υπόθεση Ηο της ισότητας των διακυµάνσεων και ακολουθούµε την πρώτη γραµµή αποτελεσµάτων, η οποία δίνει συνάρτηση ελέγχου t = 0 και βαθµούς ελευθερίας df = 28. To p-value του ελέγχου βγήκε Sig. (2-tailed) = 1 που είναι µεγαλύτερο από το σύνηθες επίπεδο σηµαντικότητας α = 0,05. Εποµένως, δεν απορρίπτεται η υπόθεση Ηο που προέβλεπε την ισότητα των µέσων τιµών βαθµολογίας αγοριών και κοριτσιών. Αυτό µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι δεν υπάρχει στατιστικά σηµαντική σχέση ανάµεσα στις µεταβλητές του φύλου και στην επίδοση στο κριτήριο. 9
4. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διαπιστωθεί εάν ο παράγοντας του φύλου µπορεί να θεωρηθεί σηµαντικός για την κατάκτηση των γνώσεων του γραπτού λόγου στα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Η στατιστική ανάλυση που ακολουθήθηκε µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι η µεταβλητή του φύλου δε συνδέεται στατιστικά σηµαντικά µε αυτή της κατάκτησης των γνώσεων του γραπτού λόγου. Αυτό το συµπέρασµα βρίσκει σύµφωνες έρευνες που έχουν διεξαχθεί πάνω στον τοµέα της γλωσσικής ανάπτυξης, οι οποίες δεν εντοπίζουν καµία υπεροχή ούτε των αγοριών, ούτε των κοριτσιών όσον αφορά τις γλωσσικές δεξιότητες (Alexander, Johnson, Leibham & Kelley, 2008). Δεν είναι, ωστόσο λίγες οι έρευνες που υποστηρίζουν το ελαφρύ προβάδισµα των κοριτσιών στον τοµέα της γλώσσας σε σχέση µε τα αγόρια. (Graham, Tisher, Ainley, & Kennedy, 2008. Alexander, Johnson, Leibham & Kelley, 2008). Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι έρευνες αυτές εστιάζονταν κατά κύριο λόγο σε παιδιά δηµοτικού σχολείου, και το προβάδισµα των κοριτσιών ερµηνευόταν από τους ίδιους τους ερευνητές ως συνέπεια του µεγαλύτερου ενδιαφέροντος που δείχνουν τα κορίτσια για τη διαδικασία της ανάγνωσης σε σχέση µε τα αγόρια. Η συγκεκριµένη έρευνα, ωστόσο, εστίαζε σε παιδιά προσχολικής ηλικίας που δε γνωρίζουν ακόµη ανάγνωση, και εποµένως τα αποτελέσµατά της δεν επηρεάζονται από τις ιδιαίτερες προτιµήσεις των παιδιών στο διάβασµα των βιβλίων, όπως αυτές διαµορφώνονται κατά τα προεφηβικά χρόνια και επηρεάζουν τα αποτελέσµατα των τεστ που εφαρµόζονται στα παιδιά στο δηµοτικό σχολείο. Η έρευνα των Wu & Sterling (2013), ωστόσο, η οποία εντόπιζε µια µικρή υπεροχή υπέρ των κοριτσιών στο χρόνο επεξεργασίας των γλωσσικών στοιχείων ενός άγνωστου βιβλίου, απευθυνόταν σε παιδιά που δεν είχαν φοιτήσει ακόµη στο δηµοτικό σχολείο. Στο σηµείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ένα σηµαντικό στοιχείο της παρούσας έρευνας, το οποίο είναι πιθανό να επηρεάζει το αποτέλεσµά της: ένα σηµαντικό µέρος των αγοριών του δείγµατος (36,8%) φοιτούν σε ιδιωτικό σχολείο, ενώ όσον αφορά τα κορίτσια µόνο το 27,3% φοιτά σε 10
ιδιωτικό παιδικό σταθµό. Οι επιδόσεις των παιδιών που φοιτούν σε ιδιωτικό παιδικό σταθµό στο δείγµα ξεπερνούν κατά πολύ αυτές των παιδιών δηµόσιων νηπιαγωγείων. Είναι λοιπόν πιθανό το γεγονός ότι ο µέσος όρος βαθµολογίας των αγοριών στο Κριτήριο Αξιολόγησης των Γνώσεων για το Γραπτό Λόγο να οφείλεται στο υψηλότερο ποσοστό αγοριών που φοιτούσαν σε ιδιωτικό σχολείο σε σχέση µε τα κορίτσια και έτσι να δικαιολογείται η υψηλή βαθµολογία των αγοριών. Ο παράγοντας της ηλικίας, ωστόσο, έχει ληφθεί υπόψη: ο µέσος όρος ηλικίας των αγοριών στο δείγµα (66,89 µήνες) ήταν κοντά στο µέσο όρο ηλικίας των κοριτσιών (67,09 µήνες), που σηµαίνει ότι η µία οµάδα δεν ήταν περισσότερο ώριµη αναπτυξιακά από την άλλη. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριµένη έρευνα έδειξε πως δεν υπάρχει διαφορά ανάµεσα τις επιδόσεις των αγοριών και των κοριτσιών στην προσχολική ηλικία στον τοµέα της γλώσσας, σε αντίθεση µε έρευνες που αφορούν παιδιά δηµοτικού οι οποίες συµπεραίνουν σηµαντικά γνωστικά χάσµατα ανάµεσα στα δύο φύλα, όπως η PCAP- 13. Με βάση τα παραπάνω µπορεί να υποτεθεί ότι τα αγόρια και τα κορίτσια προσχολικής ηλικίας έχουν στον ίδιο βαθµό ανεπτυγµένες τις δεξιότητες γραπτού λόγου, οι οποίες όµως µε το πέρασµα του χρόνου καλλιεργούνται περισσότερο στα κορίτσια (δεδοµένου του ότι το διάβασµα θεωρείται από τα αγόρια ως µια «θηλυκή» δραστηριότητα και δεν αφοσιώνονται σε αυτήν εξίσου µε τα κορίτσια). 11
5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Alexander, J.M., Johnson, K.E., Leibham, M.E., & Kelley, K. (2008). The development of conceptual interests in young children. Cognitive Development, 23, 324 334. Baroody, Α.Ε. & Dobbs Oates, J. (2011) Child and parent characteristics, parental expectations, and child behaviours related to preschool children's interest in literacy, Early Child Development and Care, 181 (3), 345-359. Canadian Council on Learning, Lessons in Learning, PCAP-13 2009: Why boys don t like to read: Gender differences in reading assessment (Toronto, ON: Canadian Council on Learning, 2009). Raag, Τ., Kusiak, Κ., Tumilty, Μ., Kelemen, Α., Bernheimer, Η. & Bond, J. (2011) Reconsidering SES and gender divides in literacy achievement: are the gaps across social class and gender necessary?, Educational Psychology: An International Journal of Experimental Educational Psychology, 31(6), 691-705. Smidt, W.K., Lehrl, S., Anders, Y., Pohlmann-Rother, S. & Kluczniok, K. (2012) Emergent literacy activities in the final preschool year in the German federal states of Bavaria and Hesse, Early Years: An International Research Journal, 32(3), 301-312. Snow, C. E., Burns, S., & Griffin, P. (1998). Preventing reading difficulties in young children. Washington, DC: National Academies Press. Tafa, E (2009) The Standardization of the Concepts About Print Into Greek. Literacy Teaching and Learning,13(1&2). Τάφα, Ε. (2008) Κριτήριο Αξιολόγησης των Γνώσεων για το Γραπτό Λόγο. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 12
6. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Φύλλο Βαθµολόγησης του Κριτηρίου Αξιολόγησης των Γνώσεων για το Γραπτό Λόγο 13
Φύλλο Συµπλήρωσης των Δηµογραφικών Στοιχείων των Συµµετεχόντων 14