Η ΚΕΫΝΣΙΑΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ



Σχετικά έγγραφα
Η ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Κριτική θεώρηση της νεοκλασικής αντίληψης για την πολιτική απασχόλησης Μιχάλης Χλέτσος

ΕΚΠΑ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακ. Ετος

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

Με άλλα λόγια, η τράπεζα θέτει τα χρήματά σας σε λειτουργία για να κάνει τους τροχούς της βιομηχανίας και της γεωργίας να γυρίσουν.

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σταδιακή Προσαρμογή του Επιπέδου Τιμών. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Ενα Νέο Κλασσικό Υπόδειγμα Χωρίς Κεφάλαιο. Μακροοικονομικές Διακυμάνσεις και Νομισματικοί Παράγοντες

Πληθωρισμός, Ανεργία και Αξιοπιστία της Νομισματικής Πολιτικής. Το Πρόβλημα του Πληθωρισμού σε ένα Υπόδειγμα με Υψηλή Ανεργία Ισορροπίας

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων


9 Η αγορά εργασίας στο κεϋνσιανό υπόδειγμα

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σχέση Μεταξύ Ανεργίας και Πληθωρισμού. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σχέση Μεταξύ Ανεργίας και Πληθωρισμού

ΕΚΠΑ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακ. Ετος

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Κεφάλαιο 14 Αξιοπιστία, Πληθωρισµός και Νοµισµατική Πολιτική

Μακροοικονομική. Διάλεξη 4 Η Καμπύλη IS

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Η Μεγάλη Μεγάλη Ύφεση Ύφεση

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Ιστορία Οικονομικών Θεωριών. Η οικονομική σκέψη του 20 ου αιώνα


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ: ιεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονοµικών Σπουδών ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: Μακροοικονοµική Θεωρία

Συναθροιστική ζήτηση και προσφορά


Κεφάλαιο 11 Το Κεϋνσιανό Υπόδειγµα και η Σχέση µεταξύ Πληθωρισµού και Ανεργίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Συναθροιστική Προσφορά

3. Θεωρητικές ερμηνείες της ανεργίας

17 Η συνολική προσφορά

21 Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε α- νοικτή οικονομία

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Επαναληπτικές Ερωτήσεις - ΟΣΣ5. Τόμος Α - Μικροοικονομική

Μακροοικονομική. Ενότητα 3: Προσδιορισμός του Προϊόντος και του Εισοδήματος σε μία Οικονομία. Σόρμας Αστέριος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Κοζάνη)

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

ΑΝΕΡΓΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Βασικά σημεία πλάνο απάντησης :

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Επανάληψη ΕΣΔΔΑ με ασκήσεις πολλαπλής επιλογής 1. Στην Οικονομική επιστήμη ως οικονομικό πρόβλημα χαρακτηρίζουμε:

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

Το Νέο Κεϋνσιανο Υπόδειγμα. Ένα Δυναμικό Στοχαστικό Υπόδειγμα Γενικής Ισορροπίας με Κεϋνσιανά Χαρακτηριστικά

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

Εισοδήματος και Απασχόλησης Determination of Income and Employment

Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Νίκος Κουτσιαράς. σε συνεργασία με τον Ζήση Μανούζα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

Να απαντήσετε τα παρακάτω θέματα σύμφωνα με τις οδηγίες των εκφωνήσεων. Η διάρκεια της εξέτασης είναι 3 (τρεις) ώρες.

(γ) Τις μορφές στρατηγικής αλληλεπίδρασης που αναπτύσσονται

Το Υπόδειγμα του Αντιπροσωπευτικού Νοικοκυριού

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ενότητα 7 : Συνολική Προσφορά - Συνολική Ζήτηση και η μακροοικονομική ισορροπία

Κατανάλωση, Αποταμίευση και Προσδιορισμός του Εθνικού Εισοδήματος σε Κλειστή οικονομία χωρίς Δημόσιο Τομέα

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Βασικές αρχές. Εφαρµογές στην Ελληνική Οικονοµία. Ασκήσεις.

Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή στη µακροοικονοµική

8 Το εισόδημα και το επιτόκιο

Ενότητα 10: Πληθωρισμός και ανεργία

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη ΙΙ. 17 Πληθωρισμός και Ανεργία

4.1 Ζήτηση εργασίας στο βραχυχρόνιο διάστημα - Ανταγωνιστικές αγορές

H Βραχυχρόνια Καμπύλη Συναθροιστικής Προσφοράς - Μακροχρόνια περίοδος: Κατακόρυφη καμπύλη Συναθροιστικής Προσφοράς (Υ=Υ f ), δηλαδή σταθερή παραγωγή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ : ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

20 Ισορροπία στον εξωτερικό τομέα

ΔΕΟ34. Απάντηση 2ης ΓΕ Επιμέλεια: Γιάννης Σαραντής. ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ 17 Περιστέρι ,


Αρχές Οικονομικής Θεωρίας Διδακτέα –Εξεταστέα Ύλη 2019 –2020

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

είναι η καµπύλη συνολικής ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις και η καµπύλη S

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΔΕΟ43. Απάντηση 2ης ΓΕ Επιμέλεια: Γιάννης Σαραντής. ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ 17 Περιστέρι ,

Η Επιστήµη της Μακροοικονοµικής

Ζήτηση, Προσφορά και Ισορροπία στην Ανταγωνιστική Αγορά

12 Χρήμα και επιτόκιο

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει ο μαθητής

Επίδραση νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στη συναθροιστική ζήτηση

Μικροοικονομική. Ενότητα 3: Ο καταναλωτής επιλέγει να μεγιστοποιήσει τη χρησιμότητά του. Σόρμας Αστέριος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Κοζάνη)

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημοτική Βιβλιοθήκη Μεταμόρφωσης Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Υπεύθυνος μαθήματος Καθηγητής Μιχαήλ Ζουμπουλάκης

Α.Ο.Θ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Transcript:

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΣ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ» Η ΚΕΫΝΣΙΑΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΛΕΤΣΟΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 2. Κεϋνσιανή θεωρία και αγορά εργασίας... 3 3. Κεϋνσιανή θεωρία και ανεργία... 6 4. Από την κλασσική ανεργία στην κεϋνσιανή ανεργία... 8 5. Σύγχρονη νεοκλασική προσέγγιση της αγοράς εργασίας και της ανεργίας... 9 5.1. Η θεωρία των άτυπων συμβάσεων (implicit contracts)... 9 5.2. Η θεωρία των efficient wages... 10 5.3. Η θεωρία των διαπραγματεύσεων... 11 5.4. Η θεωρία των ατελειών της αγοράς εργασίας... 12 6. Κριτική στη νεοκλασική αντίληψη για την αγορά εργασίας την ανεργία... 13 5.7. Σκέψεις σχετικά με τη νεοκλασική αντίληψη για την ανεργία... 14 6. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ... 16 7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 16 2

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι πρώτες τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες (1945 1975) χαρακτηρίστηκαν ως οι περίοδοι της πλήρους απασχόλησης. Τα ποσοστά ανεργίας ήταν ιδιαίτερα χαμηλά. Σημαντικός παράγοντας για τη συγκράτηση της ανεργίας σε πολύ χαμηλά επίπεδα ήταν οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης που γνώρισαν οι χώρες της Ευρώπης. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ήταν τα χρόνια της ανασυγκρότησης των ευρωπαϊκών οικονομιών που έβγαιναν με σημαντικές απώλειες από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Την ίδια περίοδο η κεϋνσιανή προσέγγιση της οικονομίας ήταν κυρίαρχη. Αντιστράφηκε το δόγμα του Say (η προσφορά δημιουργεί τη ζήτηση) και υιοθετήθηκε η κεϋνσιανή προσέγγιση ότι η ζήτηση δημιουργεί την προσφορά, άρα και το εισόδημα. Στην αγορά εργασίας η κεϋνσιανή προσέγγιση δημιουργεί νέα δεδομένα. Ανατρέπει την υπόθεση περί τέλειου ανταγωνισμού και μιλάει για αθέλητη και όχι θελημένη ανεργία. Στα πλαίσια αυτού του κεφαλαίου θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε συνοπτικά την κεϋνσιανή προσέγγιση της αγοράς εργασίας και της ανεργίας. Έχοντας ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου θα πρέπει να είστε σε θέση να γνωρίζετε : τι πιστεύει η κεϋνσιανή θεωρία για την αγορά εργασίας πως η κεϋνσιανή θεωρία συσχετίζει την αγορά εργασίας με άλλες αγορές την κεϋνσιανή προσέγγιση του προβλήματος της ανεργίας ποια είναι η σύγχρονη προσέγγιση της ανεργίας πως εξηγεί την ανεργία η θεωρία των «ατελειών στην αγορά εργασίας» πως εξηγεί την ανεργία η θεωρία των «efficient wages» πως εξηγεί την ανεργία η θεωρία των «διαπραγματεύσεων» πως εξηγεί την ανεργία η θεωρία των «άτυπων συμβάσεων» 2. Κεϋνσιανή θεωρία και αγορά εργασίας Η κεϋνσιανή θεωρία 1 θεωρεί ότι η υπόθεση ύπαρξης τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά και ειδικότερα στην αγορά εργασίας δεν είναι ρεαλιστική εξαιτίας της ύπαρξης τόσο του κράτους όσο και των εργατικών και εργοδοτικών ενώσεων. Κατά συνέπεια η ευελιξία των μισθών, που η νεοκλασική θεωρία επαγγέλλεται, δεν είναι εφικτή εξαιτίας, και όχι μόνο, αυτών 1 Σχετικά με την κεϋνσιανή θεωρία δές Bremond (1987), Stewart (1969) and Sawyer (1995) 3

των παραγόντων. Εκτός όμως από την αμφισβήτηση της υπόθεσης περί τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, η κεϋνσιανή θεωρία ασκεί κριτική στο ρόλο των τιμών 2 και στην σχέση της αγοράς εργασίας με άλλες αγορές, όπως αυτά παρουσιάζονται από την νεοκλασική θεωρία. Ειδικότερα η κεϋνσιανή θεωρία αμφισβητεί κατά πόσο οι τιμές μπορούν να προσαρμοστούν γρήγορα στις μεταβολές της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά προϊόντων, κατά πόσο οι εργαζόμενοι μπορούν να αντιληφθούν μεταβολές στο επίπεδο τιμών 3 και κατά πόσο η αγορά εργασίας δεν σχετίζεται με άλλες αγορές εργασίας όπως την αγορά προϊόντος και την αγορά χρήματος. Η κεϋνσιανή αντίληψη για την αγορά εργασίας διαφοροποιείται σε σχέση με τη νεοκλασσική αντίληψη σε ότι αφορά τη φύση της, τους προσδιοριστικούς παράγοντες της ζήτησης και προσφοράς εργασίας και τον τρόπο ρύθμισής της σε περίπτωση ανισορροπίας. Ειδικότερα, στο βιβλίο το περί της Γενικής θεωρίας (1936) ο keynes υποστηρίζει ότι η ζήτηση εργασίας προσδιορίζεται από τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες και είναι συνάρτηση του πραγματικού μισθού. Η μείωση του ονομαστικού μισθού θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για προϊόντα, εξαιτίας της μείωσης των τιμών τους, η οποία με τη σειρά της θα προκαλέσει αύξηση του παραγόμενου προϊόντος και του επιπέδου απασχόλησης. Κατά συνέπεια η καμπύλη του οριακού προϊόντος της εργασίας, αντικατοπτρίζει την αντίστροφη σχέση ανάμεσα στον πραγματικό μισθό και στην ποσότητα της απασχόλησης. Η μείωση δε του πραγματικού μισθού μπορεί, κατά τον Keynes, να προέλθει από αύξηση των τιμών εφόσον λόγω της αυταπάτης χρήματος τα νοικοκυριά δεν αντιδρούν και ο ονομαστικός μισθός παραμένει σταθερός. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι αντίθετα από ότι η νεοκλασική θεωρία υποστηρίζει ο πραγματικός μισθός δεν προσδιορίζεται εντός της αγοράς εργασίας αλλά εκτός από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και από τη ζήτηση και τη προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών. Αντίθετα από τη νεοκλασική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας, η κεϋνσιανή θεωρία υποστηρίζει ότι η προσφορά εργασίας αποτελείται κυρίως από δύο τμήματα. Υπάρχει ο κατώτατος μισθός ο οποίος προσδιορίζεται στα πλαίσια των συλλογικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους εργαζόμενους, εργοδότες και το κράτος. Η προσφορά εργασίας είναι απείρως ελαστική στο ύψος του κατώτατου μισθού, το οποίο υποδηλώνει ότι δεν μπορεί ο τρέχων μισθός να καθιερωθεί σε επίπεδο χαμηλότερο του κατώτατου μισθού. Για οποιοδήποτε ύψος μισθού υψηλότερου του κατώτατου μισθού, υπάρχει θετική συσχέτιση 2 Σχετικά με τον ρόλο των τιμών δές Broniatowski and Kebabdgjian (1985), Barrere (1985), Eisner (1985) Parrinello (1985) Davidson (1985) και Sayer (1995) 3 Ο Κέυνς υποστηρίζει ότι τα νοικοκυριά πάσχουν από αυταπάτη χρήματος (money illusion), δηλαδή δεν αντιλαμβάνονται έγκαιρα μικρές μεταβολές στο επίπεδο των τιμών. 4

ανάμεσα στον πραγματικό μισθό και στο επίπεδο απασχόλησης. Η ισορροπία στην αγορά εργασίας επιτυγχάνεται όταν η ζήτηση εργασίας εξισώνεται με την προσφορά εργασίας. Σύμφωνα με τη μετακεϋνσιανή προσέγγιση για τη σχέση μισθών και απασχόλησης ( Riach, 1995) δεν προκύπτει αιτιώδης σχέση μεταξύ τους όπως η νεοκλασική προσέγγιση υποστηρίζει. Ειδικότερα το επίπεδο απασχόλησης προσδιορίζεται από τη συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και από το ύψος της αναδιανομής του εισοδήματος. Ένα άλλο διαφοροποιό χαρακτηριστικό της κεϋνσιανής θεωρίας από τη νεοκλασική είναι η σχέση ανάμεσα στην αγορά εργασίας και άλλων αγορών. Υποστηρίζοντας η νεοκλασική θεωρία ότι δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην αγορά εργασίας και των άλλων αγορών, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το επίπεδο απασχόλησης και μισθού καθοριζόταν μέσα στην αγορά εργασίας. Αντιθέτως η κεϋνσιανή θεωρία υποστηρίζει ότι υπάρχει στενή αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην αγορά εργασίας, την αγορά προϊόντος και την αγορά χρήματος. Στην αγορά προϊόντος με δεδομένο το επίπεδο των τιμών προσδιορίζεται η συνολική ζήτηση η οποία με τη σειρά της καθορίζει το επίπεδο του εισοδήματος. Στην αγορά χρήματος με δεδομένο το επίπεδο του εισοδήματος προσδιορίζεται το επιτόκιο ισορροπίας το οποίο είναι απαραίτητο στον προσδιορισμό του επιπέδου επένδυσης και κατά συνέπεια του επιπέδου εισοδήματος. Το επίπεδο δε εισοδήματος είναι απαραίτητο στον καθορισμό του επιπέδου απασχόλησης. Ο καθορισμός του επιπέδου ισορροπίας του εισοδήματος και του επιτοκίου είναι ταυτόχρονος στην αγορά προϊόντος και στην αγορά χρήματος 4. Από τη στιγμή που το εισόδημα ισορροπίας έχει προσδιοριστεί και με δεδομένη τη συνάρτηση παραγωγής προσδιορίζεται το επίπεδο απασχόλησης και στη συνέχεια το επίπεδο τιμών των αγαθών και υπηρεσιών. 4 Η ισορροπία στην αγορά προϊόντος εκφράζεται από την σχέση Y = C + I + G + X - M όπου είναι το επίπεδο του εισοδήματος, C είναι η δαπάνη για ιδιωτική κατανάλωση, I είναι η δαπάνη για ιδιωτική επένδυση και η οποία εξαρτάται από το επίπεδο του επιτοκίου, G είναι η δαπάνη για δημόσια κατανάλωση και επένδυση, X είναι το επίπεδο των εξαγωγών και Μ το επίπεδο των εισαγωγών. Η ισορροπία στην αγορά του χρήματος εκφράζεται από την ισορροπία Μ = M d1 + M d2, όπου M d1 είναι η ζήτηση χρήματος για συναλλακτικούς σκοπούς και σκοπούς προφύλαξης και εξαρτάται από το εισόδημα και M d2 είναι η ζήτηση χρήματος για κερδοσκοπικούς σκοπούς και εξαρτάται από το επιτόκιο. 5

3. Κεϋνσιανή θεωρία και ανεργία Ο Κέϋνς 5 απορρίπτει τον κλασσικό ισχυρισμό περί ανεργίας και θεωρεί ότι ένα άτομο είναι μη εθελοντικά άνεργος (involuntarily unemployed) όταν αν και δέχεται να εργαστεί σε χαμηλότερο, από τον τρέχοντα, πραγματικό μισθό δεν βρίσκει απασχόληση. Απορρίπτει δε τον κλασσικό ισχυρισμό ότι η μείωση των μισθών θα επιφέρει την πλήρη απασχόληση. Ο Pigou (1933) στο εν λόγω βιβλίο του υποστηρίζει ότι η απουσία ευελιξίας στους μισθούς είναι το κύριο αίτιο της ανεργίας. Η θέση δε αυτή ερμηνεύει και την αύξηση της ανεργίας στη Μ. Βρετανία τη δεκαετία του 30. Σύμφωνα με τον Pigou 6 οι πραγματικοί μισθοί ήταν ιδιαίτερα υψηλοί εξαιτίας της δύναμης των συνδικάτων να διατηρούν υψηλούς ονομαστικούς μισθούς στους παραγωγικούς κλάδους που το συνδικαλιστικό κίνημα ήταν ισχυρό, ενώ ταυτόχρονα οι τιμές έπεφταν. Ο Κέϋνς απορρίπτει τη λογική σύμφωνα με την οποία χαμηλότερο ύψος μισθού θα οδηγήσει στην αύξηση της απασχόλησης για δύο κυρίως λόγους (Lerner 1996). Ο πρώτος λόγος έγκειται στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι αρνιούνται να μειωθούν οι ονομαστικοί τους μισθοί. Ο δεύτερος λόγος εστιάζεται κυρίως στη σχέση μισθών και τιμών. Η μείωση των ονομαστικών μισθών θα οδηγούσε σε μείωση του οριακού κόστους 7 και ο ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών θα επέφερε μείωση των τιμών των προϊόντων. Η ισορροπία θα επανερχόταν μόνο εάν η μείωση των τιμών ήταν ισόποση της μείωσης των μισθών. Οι εργάτες μπορούν να αναπροσαρμόσουν τους ονομαστικούς μισθούς, αλλά όχι τους πραγματικούς μισθούς. Η μείωση των πραγματικών μισθών για τα νοικοκυριά, κατά τον Κέϋνς, μπορεί να προέλθει μόνο με μείωση των ονομαστικών μισθών στο ίδιο επίπεδο τιμών. Αλλά αυτή η μείωση των μισθών επιφέρει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ισόποση μείωση των τιμών με αποτέλεσμα ο πραγματικός μισθός να μένει αμετάβλητος. Κατά συνέπεια, η μείωση των ονομαστικών μισθών δεν αποφέρει, κατά τον Κέϋνς, και αύξηση της απασχόλησης. Η τελευταία θα προέλθει μόνο μέσα από τη συνολική αύξηση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, εξαιτίας της αύξησης του συνολικού εισοδήματος. Η αύξηση δε του συνολικού εισοδήματος και της συνολικής ζήτησης μπορεί να προέλθει από την κρατική ενίσχυση μέσα 5 Αναφορικά με τπ πρόβλημα της απασχόλησης στον Κέϋνς, ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο Keynes, M. J (1936) The General Theory of Employment, Interest and Money, Macmillan Cambridge University Press, και Lerner (1996). 6 Δές Dobb (1979) 7 Η μείωση του οριακού κόστους προέρχεται από το γεγονός ότι η μείωση των μισθών, με στόχο την αύξηση της απασχόλησης μέσα από την υποκατάσταση του κεφαλαίου από εργασία, αποφέρει μείωση των συνολικών εισοδημάτων και τιμών όχι κατά το ίδιο ποσοστό μείωσης των μισθών με αποτέλεσμα οι πραγματικοί μισθοί να μειώνονται. 6

από την αύξηση της κατανάλωσης των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων και μέσα από την αύξηση του ποσού των δημοσίων δαπανών. Διερευνώντας την κεϋνσιανή προσέγγιση για την ανεργία θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η θεωρία του Κέϋνς είναι περισσότερο θεωρία απασχόλησης και ολιγότερο θεωρία ανεργίας (Stankiewicz 1984). Ειδικότερα ο Κέϋνς υποστηρίζει ότι το μέγεθος της απασχόλησης καθορίζεται βραχυχρόνια από την τεχνολογία, το μέγεθος των παγίων εγκαταστάσεων, το εργατικό δυναμικό, τις προτιμήσεις των καταναλωτών κ.α. Η κρατική παρέμβαση είναι ένας από τους σημαντικότερους, κατά τον Κέϋνς, παράγοντες που επηρεάζουν τόσο το μέγεθος της απασχόλησης όσο και της ανεργίας. Εάν το κράτος παρεμβαίνει ώστε να συμπληρώνει το υπόλειμμα των ιδιωτικών επενδύσεων, τότε το επίπεδο της ζήτησης διατηρείται πάντοτε σε υψηλά επίπεδα με αποτέλεσμα να ενισχύεται η απασχόληση και να καθίσταται δευτερεύων η ευελιξία των μισθών στην καταπολέμηση της ανεργίας (Reynaud 1994). Το μοντέλο IS-LM 8 το οποίο εμπεριέχει σε σημαντικό βαθμό την κευνσιανή θεωρία υποδεικνύει ότι μπορεί να υπάρξει ισορροπία τόσο στην αγορά προϊόντος όσο και στην αγορά χρήματος χωρίς να έχει επιτευχθεί στην αγορά εργασίας επίπεδο πλήρους απασχόλησης. Το επίπεδο πλήρους απασχόλησης μπορεί να επιτευχθεί είτε με την άσκηση κατάλληλης δημοσιονομικής πολιτικής είτε με τη χρήση νομισματικής πολιτικής είτε μ ένα συνδυασμό και των δύο πολιτικών. 8 Σύμφωνα με την κεϋνσιανή θεωρία η οικονομία αποτελείται από δύο κύριες αγορές : την αγορά προϊόντος και την αγορά χρήματος. Στην αγορά προϊόντος προσδιορίζονται το επίπεδο τιμών και το επίπεδο εισοδήματος, ενώ στην αγορά χρήματος προσδιορίζονται η ποσότητα του χρήματος και το επιτόκιο. Ανάμεσα στις δύο αυτές αγορές υπάρχει αλληλεξάρτηση. Το εισόδημα προσδιορίζεται από την ενεργό ζήτηση, της οποίας οι επενδύσεις είναι συστατικό στοιχείο. Ομως οι επενδύσεις, άρα και η ενεργός ζήτηση και το εισόδημα, εξαρτώνται από το επιτόκιο το οποίο όμως προσδιορίζεται στην αγορά χρήματος. Αντιστοίχως, ο προσδιορισμός του επιτοκίου εξαρτάται από την προσφορά και ζήτηση χρήματος. Η ζήτηση χρήματος εξαρτάται από το επιτόκιο αλλά και από το εισόδημα που προσδιορίζεται στην αγορά προϊόντος. Η καμπύλη ΙΣ δείχνει όλα τα διαφορετικά επίπεδα ισορροπίας ανάμεσα στο επιτόκιο και το εισόδημα για τα οποία υπάρχει ισορροπία στην αγορά προϊόντος, δηλαδή το εισόδημα ισούται με την ενεργό ζήτηση. Η καμπύλη LM εκφράζει όλα τα επίπεδα ισορροπίας ανάμεσα στο επιτόκιο και το εισόδημα για τα οποία υπάρχει ισορροπία στην αγορά χρήματος, δηλαδή η ζήτηση χρήματος είναι ίση με την προσφορά χρήματος. 7

4. Από την κλασσική ανεργία στην κεϋνσιανή ανεργία Η διόγκωση της ανεργίας μετά τα μέσα της δεκαετίας του 70 ωθεί πολλούς ερευνητές στην επανεξέταση του προβλήματος της ανεργίας και δη της νεοκλασικής και κεϋνσιανής αντίληψης περί αιτίων της ανεργίας. Ο Malinvaud 9 (1977, 1978, 1980) έχοντας ως βάση τη θεωρία της γενικής ισορροπίας σε σταθερές τιμές επανεξετάζει το πρόβλημα της ανεργίας θέλοντας να δείξει ότι σε αρκετές περιπτώσεις η ανεργία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως κλασσική ή μόνο ως κεϋνσιανή αλλά κυρίως ως μικτή και ότι ενέργειες οι οποίες μπορεί να μειώνουν την κλασσική ανεργία, να αυξάνουν την λεγόμενη κεϋνσιανή ανεργία ή και το αντίθετο. Ως εκ τούτου η καταπολέμηση της ανεργίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν συνδυαστούν διαφορετικά μέτρα τα οποία θα στοχεύουν ταυτόχρονα στον περιορισμό τόσο της λεγόμενης κλασσικής όσο και κεϋνσιανής ανεργίας. Ο Malinvaud (1977) επιχειρεί να σκιαγραφήσει τη διάκριση ανάμεσα στην λεγόμενη κεϋνσιανή και κλασσική ανεργία εμπλέκοντας στην ανάλυσή του και την αγορά προϊόντων και την αγορά εργασίας. Η βασική παράμετρος η οποία μπορεί να εξηγήσει και να διαφοροποιήσει την ανεργία σε κλασσική και κεϋνσιανή είναι ότι το επίπεδο παραγωγής, με δεδομένο το επίπεδο τιμών και μισθών, εξαρτάται από τη ζήτηση για αγαθά (d), από το επίπεδο της αποδοτικής παραγωγικής ικανότητας του εξοπλισμού των επιχειρήσεων (y) και από το επίπεδο παραγωγής προϊόντος εκείνο το οποίο μπορεί να δημιουργήσει πλήρη απασχόληση (βl). Σύμφωνα με τον Malinvaud, η ανεργία (κεϋνσιανή ή κλασσική) ορίζεται σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας και την αγορά προϊόντος. Διακρίνονται δύο περιπτώσεις : α) η παραγωγή να είναι ίση με το επίπεδο συνολικής ζήτησης και β) η παραγωγή να είναι ίση με το επίπεδο της αποδοτικής παραγωγικής ικανότητας του εξοπλισμού των επιχειρήσεων. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να υπάρξει ανεργία (κεϋνσιανού τύπου), όταν το επίπεδο συνολικής ζήτησης είναι μικρότερο από το επίπεδο παραγωγής πλήρους απασχόλησης και το επίπεδο συνολικής ζήτησης να είναι μικρότερο από το επίπεδο της αποδοτικής παραγωγικής ικανότητας των επιχειρήσεων. Δηλαδή η ανεργία στην περίπτωση αυτή προκαλείται από ανεπαρκή ζήτηση. Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να υπάρξει ανεργία (νεοκλασικού τύπου), όταν η παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων είναι μικρότερη από αυτή του επιπέδου παραγωγής πλήρους απασχόλησης και η παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων είναι μικρότερη από το επίπεδο συνολικής ζήτησης. Η ανεργία κλασσικού τύπου οφείλεται λοιπόν στην ανεπάρκεια των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας. 9 Αναφορικά με την προσέγγιση του Malinvaud για την ανεργία δές Stankiewicz (1984) 8

Κατά συνέπεια στην περίπτωση της κεϋνσιανής ανεργίας, η ενδεδειγμένη πολιτική είναι η δημοσιονομική πολιτική η οποία θα στοχεύει στην ενίσχυση της ενεργούς ζήτησης. Αντιθέτως στην περίπτωση της κλασσικής ανεργίας η ενδεδειγμένη πολιτική είναι αυτή που θα στοχεύει στην αύξηση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων. Η ανεργία σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι αμιγώς ούτε κεϋνσιανή αλλά και ούτε κλασσική. Είναι δε καλύτερο να διερευνηθεί το θέμα της ανεργίας σε επίπεδο κοινότητας, από όπου αναμένεται να παρθούν σημαντικές αποφάσεις περί ενίσχυσης της ενεργούς ζήτησης στην περίπτωση κάποιων αγορών και περί ενίσχυσης της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων στην περίπτωση κάποιων άλλων αγορών. 5. Σύγχρονη νεοκλασική προσέγγιση της αγοράς εργασίας και της ανεργίας 10 Η παραδοσιακή νεοκλασική θεωρία για την ανεργία η οποία θεωρούσε ότι η ανεργία ήταν εκούσια δε μπορούσε να ερμηνεύσει την παρατεταμένη ανεργία που παρατηρήθηκε τη δεκαετία του 70 και ειδικότερα τη δεκαετία του 80. Το κύριο ερώτημα το οποίο απασχόλησε τη νεοκλασική θεωρία αφορούσε την αδυναμία της αγοράς να λειτουργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσει η ζήτηση να εξισωθεί με την προσφορά εργασίας. Κατά συνέπεια, αυτό που ενδιέφερε τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ήταν να ερμηνεύσει την ακαμψία των μισθών προς τα κάτω, την ελλιπή πληροφόρηση και γενικότερα την ανυπαρξία του μοντέλου του τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας. 5.1. Η θεωρία των άτυπων συμβάσεων (implicit contracts) Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε κυρίως από τον Azariadis (1975), αλλά και από τους Baily (1974) και Gordon (1974). Η θεωρία αυτή επιχειρεί να ερμηνεύσει την ακαμψία των χρηματικών μισθών και κατ επέκταση τη διατήρηση της ανεργίας, επικεντρώνοντας την ανάλυσή της στον τρόπο καθορισμού των μισθών και της απασχόλησης. Η θεωρία των άτυπων συμβάσεων απορρίπτει την παραδοσιακή νεοκλασική αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι μισθοί και η απασχόληση καθορίζονται στην αγορά εργασίας από τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας. Το καινούργιο στοιχείο που η εν λόγω θεωρία εισάγει στην ανάλυσή της, είναι ότι οι μισθοί και η απασχόληση καθορίζονται σε μικροεπίπεδο μετά από συμφωνία 10 δές Χλέτσος (1996) 9

της επιχείρησης με τους εργαζόμενους, που επιτυγχάνεται σε περιβάλλον το οποίο χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα. Ειδικότερα, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι εργαζόμενοι καλούνται να συμφωνήσουν σήμερα για κάτι το οποίο θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον χωρίς να γνωρίζουν την πραγματική κατάσταση στο μέλλον. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι για να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες που μπορεί να υποστούν εξαιτίας της αβεβαιότητας του μέλλοντος ζητούν από την επιχείρηση να τους εξασφαλίσει. Δηλαδή δέχονται να εργαστούν με χαμηλότερο μισθό από αυτόν που θα έπρεπε να ζητήσουν και η επιχείρηση τους υπόσχεται την ακαμψία των μισθών σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση οικονομικής κρίσης ο μισθός είναι υψηλότερος από την οριακή παραγωγικότητα της εργασίας με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανεργία 11. Σύμφωνα με τη θεωρία των άτυπων συμβάσεων, αυτό το είδος ανεργίας θεωρείται εκούσια, καθόσον οι ίδιοι οι εργαζόμενοι συμφωνούν στην ακαμψία των μισθών σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Η θεωρία των άτυπων συμβάσεων αποτελεί μία εκσυγχρονισμένη αντίληψη της νεοκλασικής θεωρίας για την αγορά εργασίας. Το διαφοροποιό στοιχείο της είναι ότι δε δέχεται πως οι μισθοί και η απασχόληση καθορίζονται στην αγορά, αλλά σε επίπεδο επιχείρησης και ότι εισάγει το στοιχείο της αβεβαιότητας στη νεοκλασική μεθοδολογία. Το συμπέρασμα στο οποίο όμως καταλήγει είναι το ίδιο με αυτό της παραδοσιακής νεοκλασικής αντίληψης. Δηλαδή ότι οι εργαζόμενοι είναι υπεύθυνοι για την ανεργία επειδή επιδιώκουν να εξασφαλιστούν οικονομικά σε περίοδο οικονομικής κρίσης 12. 5.2. Η θεωρία των efficient wages Ο Yellen (1984) σ ένα άρθρο του στο American Economic Review έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη των μοντέλων efficient wages. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή 13, για τον καθορισμό του μισθού δε λαμβάνεται υπόψη μόνο η προσφερόμενη ποσότητα εργασίας αλλά 11 Οπως ήδη έχει αναφερθεί ο επιχειρηματίας προσλαμβάνει ένα επιπλέον άτομο, όταν ο μισθός του, (δηλαδή το οριακό κόστος εργασίας) είναι μικρότερος από το οριακό προϊόν της εργασίας. Στην αντίθετη περίπτωση μειώνει την απασχόληση μέχρι του σημείου όπου το οριακό προϊόν της εργασίας να εξισωθεί με το οριακό κόστος της εργασίας. 12 Σχετικά με τη θεωρία των άτυπων συμβάσεων δές Perrot A (1990, 1992). 13 Σχετικά με τη θεωρία αυτή δές Perrot and Zylberberg A (1989), Perrot (1984) Plassard and Tahar (1990) 10

και η ποιότητά της, όπως αυτή προσδιορίζεται από την ένταση εργασίας, την παραγωγικότητα της εργασίας κλπ. Κατά συνέπεια διακρίνουμε δύο είδη μισθών. Το μέσο μισθό, ο οποίος καθορίζεται στην αγορά από τη ζήτηση και την προσφορά και το μισθό (efficient wage) που διαμορφώνεται στα πλαίσια της επιχείρησης, στη βάση της ποιότητας της εργασίας. Κατά κανόνα ο μισθός αυτός (efficient wage) είναι υψηλότερος από το μέσο μισθό της αγοράς, για να αποτρέψει το εργαζόμενο, πάνω στον οποίο η επιχείρηση συνήθως έχει επενδύσει, να αναζητήσει αλλού εργασία με αποτέλεσμα το κόστος για την επιχείρηση να είναι μεγάλο. Άρα, όταν η επιχείρηση, για να κρατήσει ορισμένους εργαζόμενους σε αυτήν προσφέρει υψηλότερους μισθούς από το μισθό ισορροπίας στην αγορά, τότε είναι υποχρεωμένη να προσλάβει ολιγότερους εργαζόμενους από όσους θα προσλάμβανε με αποτέλεσμα να συμβάλλει στη διατήρηση της ανεργίας. Η θεωρία των efficient wages απορρίπτει μία βασική υπόθεση της παραδοσιακής νεοκλασικής αντίληψης σχετικά με την ομοιογένεια του παραγωγικού συντελεστή εργασίας. Ο καθορισμός του μισθού στη βάση της ποιότητας της εργασίας ακυρώνει την υπόθεση περί ομοιογενούς εργασίας, ενώ παράλληλα εισάγει στην ανάλυση τον τρόπο διαχείρισης της εργασίας από την ίδι την επιχείρηση (εσωτερική οργάνωση) και όχι από την αγορά. 5.3. Η θεωρία των διαπραγματεύσεων Η θεωρία των διαπραγματεύσεων 14 αποτελεί μία προσπάθεια της νεοκλασικής θεωρίας να αιτιολογήσει γιατί η αγορά εργασίας δεν είναι ανταγωνιστική και να κατανοήσει την ανάπτυξη των συνδικάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, η ανάλυση της συμπεριφοράς των συνδικαλιστικών οργανώσεων (εργαζομένων και εργοδοτών) στηρίζεται στη μικροοικονομική ανάλυση. Συγκεκριμένα, η εν λόγω θεωρία υποστηρίζει ότι οι συνδικαλιστικές ενώσεις έχουν ως στόχο να μεγιστοποιήσουν μία συνάρτηση χρησιμότητας, η οποία περιλαμβάνει τις προτιμήσεις των μελών τους. Η διαπραγμάτευση ανάμεσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορεί να αφορά μόνο τον καθορισμό των μισθών ή να αφορά τον καθορισμό των μισθών και της απασχόλησης. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων είναι η αύξηση του ποσοστού ανεργίας εξαιτίας της ακαμψίας η οποία υπάρχει στην αγορά εργασίας αναφορικά με τους μισθούς και την απασχόληση, καθόσον οι συνδικαλιστικές οργανώσεις προστατεύουν τα μέλη τους (insiders) σε σχέση με τα άτομα που βρίσκονται από έξω (outsiders). 14 Δές Cahuc (1990, 1991), Calmfors and Driffill (1988). 11

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η θεωρία των διαπραγματεύσεων, όπως η νεοκλασική θεωρία έχει αναπτύξει, δε λαμβάνει υπόψη της ούτε τις κοινωνικές τάξεις, ούτε τις κοινωνικές και πολιτικές διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Θεωρεί ότι τα άτομα είναι μόνο οικονομικά όντα και ως τέτοια ενδιαφέρονται να μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητα τους. 5.4. Η θεωρία των ατελειών της αγοράς εργασίας Η παραδοσιακή νεοκλασική θεωρία υποστήριζε ότι η αγορά εργασίας ήταν ενιαία. Κατά συνέπεια προσπαθούσε να ερμηνεύσει τα αίτια της ανεργίας σε σχέση με την υπόθεση περί ενιαίας αγοράς εργασίας. Η ανάπτυξη των θεσμικών παραγόντων στην αγορά εργασίας οδήγησε τη νεοκλασική αντίληψη να απορρίψει την υπόθεση περί ενιαίας αγοράς εργασίας και να συνδέσει το πρόβλημα της ανεργίας με τη δυαδικότητα στην αγορά εργασίας 15. Για τη σύγχρονη νεοκλασική θεωρία η ύπαρξη της δυαδικότητας στην αγορά εργασίας είναι η αιτία της ανεργίας. Η μειωμένη κινητικότητα μεταξύ του πρώτου τομέα της οικονομίας (πρωτεύουσα αγορά εργασίας) και του δεύτερου τομέα της οικονομίας 16 (δευτερεύουσα αγορά εργασίας), είναι η αιτία της ανεργίας των ατόμων του πρώτου τομέα, οι οποίοι δε δέχονται να απασχοληθούν σε εργασίες του δεύτερου τομέα. Μία εναλλακτική θεώρηση της δυαδικότητας είναι η θεώρηση των insiders - outsiders (Lindbeck and Snower 1989). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι μισθοί και η απασχόληση καθορίζονται από τους εργαζόμενους και τις συνδικαλιστικές τους ενώσεις (insiders) και όχι από αυτούς οι οποίοι είναι άνεργοι και δεν ανήκουν κατά συνέπεια στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις (outsiders). Έχοντας δε ως υπόθεση, η νεοκλασική θεωρία, ότι τα άτομα στοχεύουν στη μεγιστοποίηση του συμφέροντός τους, το αποτέλεσμα είναι ότι οι πράξεις των insiders, οι οποίες στοχεύουν στη μεγιστοποίηση του συμφέροντός τους (επίτευξη μεγαλύτερων μισθών, διατήρηση της απασχόλησης τους, επέκταση των προνομίων τους) στρέφονται εναντίον των outsiders (οι οποίοι έχουν δυσκολία να βρούν εργασία). Η σύγχρονη νεοκλασική θεωρία παρ όλο που εισάγει στη μεθοδολογική της βάση τον όρο δυαδικότητα, εντούτοις θεωρεί τη δυαδικότητα ως έκφραση της μη σωστής λειτουργίας της αγοράς, η οποία οφείλεται όχι στην ίδια την ανάπτυξη συγκεκριμένων θεσμών και των προσωπικών χαρακτηριστικών εργαζομένων και επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια η 15 Ο όρος δυαδικότητα στην αγορά εργασίας χρησιμοποιείται και από τους θεσμιστές και ριζοσπάστες οικονομολόγους με διαφορετική όμως σημασία. Σε σχέση με αυτό το θέμα δές Πετρινιώτη (1989) 16 Ο πρώτος τομέας της οικονομίας περιλαμβάνει θέσεις εργασίας οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλές αποδοχές, σταθερότητα, δυνατότητα εξέλιξης και από διάφορα κοινωνικά και ασφαλιστικά προνόμια. Αντιθέτως στο δεύτερο τομέα περιλαμβάνονται θέσεις εργασίας οι οποίες χαρακτηρίζονται από την έλλειψη όλων των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών. 12

δυαδικότητα προσδιορίζεται από εξωγενείς ως προς το σύστημα παράγοντες, οι οποίοι μπορούν, μέσα από την ανάλογη πολιτική, να μεταβληθούν και να οδηγήσουν σε εξασθένιση του φαινομένου της δυαδικότητας, άρα στην επίτευξη μεγαλύτερου ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας. 6. Κριτική στη νεοκλασική αντίληψη για την αγορά εργασίας την ανεργία Η σύγχρονη νεοκλασική αντίληψη της νεοκλασικής θεωρίας είναι η ύπαρξη κατάτμησης της αγοράς εργασίας. Όπως ήδη έχω αναφέρει, η νεοκλασική αντίληψη προσπαθεί να ερμηνεύσει τη δυαδικότητα στην αγορά εργασίας, στη βάση εξωγενών παραγόντων και όχι στη βάση της ίδιας της δυναμικής του συστήματος. Όταν θεωρεί ότι η ύπαρξη των θεσμών δημιουργεί στοιχεία δυαδικότητας, πα όλο που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ευσταθεί, εντούτοις υπάρχουν τρία σημεία τα οποία η νεοκλασική θεωρία τα αγνοεί. Το πρώτο αφορά την ύπαρξη θεσμών. Οι θεσμοί αποτελούν συστατικό στοιχείο της ίδιας της ανάπτυξης του συστήματος. Η νεοκλασική θεωρία, απλώς δέχεται την ύπαρξη των θεσμών (τους θεωρεί εξωγενείς παράγοντες), χωρίς να ενδιαφέρεται για τους λόγους ανάπτυξής τους και το ρόλο που διαδραματίζουν στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία της δυαδικότητα αποτελούν παράγωγα κάποιων εξωγενών παραγόντων. Το δεύτερο σημείο αφορά το τι περιλαμβάνει η πρωτεύουσα και τι η δευτερεύουσα αγορά εργασίας. Η νεοκλασική θεωρία καταγράφει τη δυαδικότητα στη βάση των διαφορετικών χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν ορισμένες θέσεις απασχόλησης, αιτιολογώντας την ύπαρξη αυτών των χαρακτηριστικών στη βάση των προσωπικών γνωρισμάτων (ποιότητα ανθρώπινου κεφαλαίου) και όχι στη βάση των συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών. Επιπλέον η νεοκλασική θεωρία διακρίνει την αγορά εργασίας σε πρωτεύουσα και δευτερεύουσα στη βάση των χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν οι θέσεις εργασίας, χωρίς όμως να εξηγεί γιατί οι συγκεκριμένες θέσεις παρουσιάζουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το τρίτο σημείο κριτικής αφορά τον τρόπο με τον οποίο η νεοκλασική θεωρία αντιλαμβάνεται τη σύνδεση ανάμεσα στην πρωτεύουσα και δευτερεύουσα αγορά εργασίας και το ρόλο τους στην οικονομική ανάπτυξη. Ειδικότερα, η νεοκλασική άποψη θεωρεί ως δεδομένες την πρωτεύουσα και τη δευτερεύουσα αγορά εργασίας επεκτείνεται σε ολοένα και περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες, ούτε το πώς η άρθρωση ανάμεσα στην 13

πρωτεύουσα και δευτερεύουσα αγορά εργασίας διευκολύνει την καπιταλιστική ανάπτυξη και ούτε το πώς η άρθρωση ανάμεσα στην πρωτεύουσα και δευτερεύουσα αγορά εργασίας διευκολύνει την καπιταλιστική ανάπτυξη και ούτε το πώς η ύπαρξη του επίσημου και του ανεπίσημου τομέα της οικονομίας επηρεάζει και επηρεάζεται από τη δυαδικότητα στην αγορά εργασίας. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι σήμερα παρατηρείται μία επέκταση του άτυπου τομέα της οικονομίας, σε βάρος του επίσημου τομέα της οικονομίας μέσα από τη νομοθετική νομιμοποίησή του (νομιμοποίηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης). 5.7. Σκέψεις σχετικά με τη νεοκλασική αντίληψη για την ανεργία Η νεοκλασική θεωρία, παραδοσιακή και σύγχρονη, προσπαθεί να ερμηνεύσει την ανεργία ως ένα φαινόμενο το οποίο δε σχετίζεται με την ίδια καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά με παράγοντες εξωγενείς τους οποίους θεωρεί ως δεδομένους. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η ανεργία οφείλεται είτε στην αδυναμία μείωσης του μισθού είτε στην ύπαρξη ατελειών στην αγορά εργασίας. Δηλαδή, κατά τη νεοκλασική θεωρία, η αδυναμία της αγοράς εργασίας να λειτουργήσει σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού επιφέρει ως συνέπεια την ανεργία. Ο ρόλος του μισθού 17 στον προσδιορισμό της απασχόλησης και του επιπέδου ανεργίας έχει έντονα αμφισβητηθεί τόσο από την παραδοσιακή κεϋνσιανή θεωρία όσο και από τους σύγχρονους μετακεϋνσιανούς οικονομολόγους. Σύμφωνα με τον Κέϋνς, το επίπεδο απασχόλησης προσδιορίζεται από την αναμενόμενη ζήτηση για το προϊόν και από τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής και όχι από το μισθό (Bremond 1987). Ως εκ τούτου, η μείωση του ποσοστού ανεργίας θα προέλθει κυρίως από την ενίσχυση της ενεργούς ζήτησης και όχι από τη μείωση των μισθών. Η σύνδεση του ύψους των μισθών με το ποσοστό ανεργίας δε μπορεί από μόνη της να ερμηνεύσει τη διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες όπως η σχέση του μισθού με την παραγωγικότητα, με το επίπεδο τιμών κλπ (Sachs 1983 και Boyer 1985). Θεωρώντας όμως την ανεργία ως φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην έλλειψη καλής λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς, δε μπορούμε να κατανοήσουμε όχι μόνο τη 17 Σχετικά με τον προσδιορισμό του μισθού σύμφωνα με την κεϋνσιανή και μετακεϋσνιανή προσέγγιση δές Arestis (1986), Arestis and Biefang-Frisancho (1991) και Arestis and Scott (1995) 14

συνεχιζόμενη αύξησή της 18, αλλά και το ποιος είναι ο ρόλος της εργασίας σήμερα, περίοδο νέων τεχνολογικών, οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων. Η νεοκλασική θεωρία δεν αναφέρεται στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας ούτε και στο πώς αυτός ο τρόπος επηρεάζει το μέγεθος της απασχόλησης και κατ επέκταση της ανεργίας. Η εμφάνιση όμως σήμερα νέων τρόπων παραγωγής που στηρίζονται στην έννοια της ευελιξίας επηρεάζουν το επίπεδο της απασχόλησης και ανεργίας. Ο όρος ευελιξία αναφέρεται σε δύο κύριες πλευρές της οργάνωσης παραγωγής (Boyer 1986). Πρώτον στο βαθμό προσαρμογής της παραγωγικής διάρθρωσης, ο οποίος καθίσταται εφικτός εξαιτίας των νέων μορφών αυτοματοποίησης (Duterte and Santilli 1992, Coriat 1990) και δεύτερον στο βαθμό εσωτερικής αλλά και εξωτερικής κινητικότητας των εργαζομένων, από εργασία σε εργασία, τόσο σε όρους ειδίκευσης όσο και σε όρους εργασιακού χώρου. Ένα επιπλέον στοιχείο που η νεοκλασική θεωρία δε λαμβάνει υπόψη της είναι οι εργασιακές σχέσεις. Όταν λέμε εργασιακές σχέσεις δεν εννοούμε μόνο τη νομική πλευρά της εργασιακής σχέσης, όπως η νεοκλασική θεωρία πράττει, αλλά ένα πλέγμα θεσμών που διέπουν τόσο την παραγωγική όσο και την αναπαραγωγική διαδικασία. Η ανάλυση σε όρους εργασιακών σχέσεων καθορίζει και καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από το συγκεκριμένο καθεστώς συσσώρευσης. Οι νέες εργασιακές σχέσεις χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από την ευελιξία. Η έννοια της ευελιξίας στην αγορά εργασίας χρησιμοποιείται έντονα από τη νεοκλασική θεωρία (Bentolia and Saint-Paul 1992, Emerson 1988 και ΟCDE 1992) και αφορά μία εντελώς διαφορετική πτυχή της αγοράς εργασίας. Συγκεκριμένα οι θεωρητικοί της σχολής της Ρύθμισης 19 χρησιμοποιούν την έννοια της μισθωτής σχέσης για να αναλύσουν τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης διαμέσου της εργασίας. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν την αναπτυξιακή διαδικασία μέσα από τη σχέση καθεστώς συσσώρευσης και τρόπος ρύθμισης. Η μισθωτή σχέση ορίζεται ως το σύνολο των συνθηκών που διαπερνούν τη χρήση και την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης : οργάνωση της διαδικασίας της εργασίας, κινητικότητα της εργατικής δύναμης, σχηματισμός και τρόπος χρησιμοποίησης του εισοδήματος των μισθωτών (Boyer 1981). Σε κάθε καθεστώς συσσώρευσης αντιστοιχεί και ένας συγκεκριμένος τύπος μισθωτής σχέσης. Στο καθεστώς του μεταφορντισμού αντιστοιχεί ένας νέος τύπος μισθωτής σχέσης : η ευέλικτη σχέση (Boyer 1985, 1989, 1990, Leborgne and Lipietz 1987, 1989, 1990 και Coriat 1990). 18 Η νεοκλασική θεωρία προσπαθεί να ερμηνεύσει τη συνεχιζόμενη αύξηση του ποσοστού ανεργίας μέσα από την ακαμψία των χρηματικών μισθών και μέσα από τη θεωρία των insiders-outsiders 19 Πρόκειται για τη γαλλική σχολή (Ecole de regulation) κυριότεροι εκπρόσωποι της οποίας είναι οι Lipietz, Boyer κ.α. 15

Κατά συνέπεια, αυτό που χαρακτηρίζει τη σημερινή εποχή είναι η αλλαγή του τρόπου οργάνωσης του καθεστώτος συσσώρευσης και κατά συνέπεια των εργασιακών σχέσεων. Η αναντιστοιχία που επικρατεί ανάμεσα στην υιοθέτηση των νέων τρόπων οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας και στην επικρατούσα μορφή των εργασιακών σχέσεων εμποδίζει την προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της ανεργίας. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι εργασιακές σχέσεις είχαν οριστεί σε σχέση με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας και ειδικότερα τη δεκαετία το 50 και τη δεκαετία του 60. Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι όχι η καθιέρωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, καθόσον και αυτές έχουν οριοθετηθεί σε σχέση με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιόδου του κράτους-πρόνοιας, αλλά ο επανακαθορισμός των εργασιακών σχέσεων στη βάση των νέων οικονομικών, κοινωνικών και τεχνολογικών δεδομένων. 6. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Έχοντας ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου θα πρέπει να είστε σε θέση να γνωρίζετε : τι πιστεύει η κεϋνσιανή θεωρία για την αγορά εργασίας πως η κεϋνσιανή θεωρία συσχετίζει την αγορά εργασίας με άλλες αγορές την κεϋνσιανή προσέγγιση του προβλήματος της ανεργίας ποια είναι η σύγχρονη προσέγγιση της ανεργίας πως εξηγεί την ανεργία η θεωρία των «ατελειών στην αγορά εργασίας» πως εξηγεί την ανεργία η θεωρία των «efficient wages» πως εξηγεί την ανεργία η θεωρία των «διαπραγματεύσεων» πως εξηγεί την ανεργία η θεωρία των «άτυπων συμβάσεων» 7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Λιανός, Θ., Νταούλη-Ντεμούση, Α., 1998, Οικονομική της εργασίας, εκδ. Ευγ. Μπένου, Αθήνα. Πετρινιώτη, Ξ., 1989, Αγορές Εργασίας. Οικονομικές θεωρίες και έρευνες, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα. Χλέτσος, Μ., 2003, «Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα την περίοδο 1992 2002», Κείμενο Εργασίας Νο 7, Παρατηρητήριο Απασχόλησης Ερευνητική Πληροφορική Α.Ε. 16

Β. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Abel, A and B. Bernanke., 2002, Μακροοικονομική, εκδ. Κριτική Azariadis, C., 1975, Implicit contracts and unemployment equilibria, Journal of Economic Theory, pp.1183-1202 Baily, N.M., 1974, Wages and unemployment under uncertain demand, Review of Economic Studies, vol.41, pp.37-50 Ball, L., and G. N. Mankiw, 2002, The NAIRU in Theory and Practice, NBER Working Paper No. 8940. Barsky, R. B., 1987, The Fisher Effect and the Forecastability and Persistence of Inflation, Journal of Monetary Economics 19, 3-24. Bremond, J., 1987, Keynes et les Keynesiens aujourd hui, ed. Hatier Cahuc, P., 1990, La theorie des negociations salariales : une revue de la literature, Economie et Prevision, No 92-93, pp.21-30 Cahuc, P., 1991, Les negociations salariales, Economica, Paris. Calmfors, L., Driffill, J., 1998, Bargaining structure, corporatism and macroeconomic performance, Economic Policy, No 6, pp.16-61 Esping-Andersen G. and M. Regini (eds), 2000, Why Deregulate Labour Markets?, Oxford University Press Gordon, D.F.,1974, «A neoclassical theory of keynesian unemployment», Economic Inquiry, τ.xii, s. 431-459 Lecrercq, E., 1999, Les theories du marche du travail, Editions du Seuil Mallet, L., 1980, Le marche local du travail. Critique d un concept et propositions, Paris, CNRS Editions Malinvaud, E., 1977, The theory of unemployment reconsidered, Basic Blackwell Mankiw, G. N., 2003, Macroeconomics, fifth edition, Worth Publishers. Marcel, B., Taieb, J., 1991, Le chomage aujourd hui, ed. Nathan, Paris. Perrot, A., 1992, Les nouvelles theories du marched u travail, Ed. La Decouverte, Reperes, Paris. Perrot, A., 1984, «Theorie du salaire d efficience : une analyse en termes de jeux-repetes», Document de Travail, MAD, Universite de Paris I Perrot, A., Zylberberg, A., 1989, «Salaire d efficience et dualisme du marche du travail», Revue Economique, τ.40, No 1 Pigou, A.C., 1933, The theory of unemployment, A.M. Kelley, 1968. Phillips, A., 1958, The Relation Between Unemployment and the Rate of Change of Money Wage Rates in the United Kingdom, Economica, Nov. 1958, 283-299 Plassard, J-M., Tahar, G.,1990, Theorie du salaire d efficience et disparites non compensatrices : evaluation a partir de l enquete Fqp, Economie et Prevision, No 92-93, p. 67-76 17

Reynaud, B.,1994, Les theories du salaire, La Decouverte, coll. Reperes, Paris Stankiewich, T., 1984, L economie du chomage et d employ, ed. Cujas Stiglitz, J., 1996, Economics, W.W. Norton & Company Yellen, J.L, 1984, Efficiency wage modes unemployment, American Economic Review, Papers and Proceedings, Mai, vol.74, no 2, pp.200-205 18