Αλεξοπούλου Αγγελική. Τοπογράφος Μηχανικός Α.Π.Θ. Χρησταντώνη Μαρία. Μηχανικός Μεταλλείων Μεταλλουργός Ε.Μ.Π.

Σχετικά έγγραφα
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

INTERREG GREECE - BULGARIA,

Ο ΠΗΝΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ

ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΝΕΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών: Κατεύθυνση Α: Αειφορική Διαχείριση Ορεινών Υδρολεκανών με Ευφυή Συστήματα και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών

ΥΔΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ

ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Β. ΤΣΙΟΥΜΑΣ - Β. ΖΟΡΑΠΑΣ ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

Β. ΜΑΛΙΩΚΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΕΠΕ Βασίλειος Μαλιώκας, Δρ. Πολ. Μηχανικός

Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μέσω του σχεδιασμού διαχείρισης υδάτων στην Κύπρο 4/9/2014

Εισαγωγή στα εγγειοβελτιωτικά έργα

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΩ ΡΟΥ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

Αγροτική Ανάπτυξη και Πρακτικές Εξοικονόμησης Νερού στη Γεωργία

ΥΔΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Το νερό καλύπτει τα 4/5 του πλανήτη

ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΗΔΗ ΣΤΑ 450 ΚΥΒΙΚΑ ΤΟ ΣΤΡΕΜΜΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ Ο Αχελώος «φεύγει», το πλαφόν στο νερό άρδευσης έρχεται

ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Περιβαλλοντική Επιστήμη

Αικ. Καρυώτη 1.2. & Ν. Γ. Δαναλάτος 1

ΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ- ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ- ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠ.

Υδατικοί πόροι Ν. Αιτωλοακαρνανίας: Πηγή καθαρής ενέργειας

Οικονομική ανάλυση και τιμολογιακή πολιτική χρήσεων και υπηρεσιών νερού. Δ. Ασημακόπουλος Σχολή Χημικών Μηχανικών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Οικονομική ανάλυση χρήσεων ύδατος

Επιφανειακή άρδευση (τείνει να εκλείψει) Άρδευση με καταιονισμό ή τεχνητή βροχή (επικρατεί παγκόσμια)

ιαχείριση των Υδάτινων Πόρων στην Ελλάδα Ηλίας Μ. Ντεµιάν Svetoslav Danchev Αθήνα, Iούνιος 2010 Ι ΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΔΗΜΟΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ. Ιωάννης Μαστοράκης - ΔΗΜΑΡΧΟΣ- Σάββατο,


ΥΠΟΓΕΙΑ ΣΤΑΓΔΗΝ ΑΡΔΕΥΣΗ

Το πρόγραμμα i adapt

Υδρολογική θεώρηση της λειτουργίας του υδροηλεκτρικού έργου Πλαστήρα

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΣΕΩΝ ΥΔΑΤΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΣΕΩΝ ΥΔΑΤΟΣ

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

Χανιά, Νοέμβριος 2013 ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Κώστας Κωνσταντίνου Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης

Υ.Π.Ε.ΚΑ. Ειδική Γραμματεία Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων (Κ.Υ.Υ.) Ποιοτική Οργάνωση-Αρμοδιότητες-Δράσεις. περιβάλλοντος

Εξάτμιση και Διαπνοή

Έργα μεταφοράς ύδατος και διανομής νερού άρδευσης από πηγές Κιβερίου (Ανάβαλος) στο Δήμο Βόρειας Κυνουρίας 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκοπός «η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων».

Γεωργία Ακριβείας και Ελληνική πραγματικότητα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΣΕΩΝ ΥΔΑΤΟΣ

Τεχνητός εμπλουτισμός ως καλή πρακτική για την αύξηση της διαθεσιμότητας του υπόγειου νερού

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣΒΟΛΟΥ

Ταµιευτήρας Πλαστήρα

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ. Αγγελική Καλλία Αντωνίου Δρ. Νομικής, Δικηγόρος,

«ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ»

2 o Συνέδριο Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Θεσσαλίας «Πηνειός Ποταμός: Πηγή Ζωής και Ανάπτυξης στη Θεσσαλία» Λάρισα, 2-3 Νοεμβρίου 2018

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Σημερινές και μελλοντικές υδατικές ανάγκες των καλλιεργειών της δελταϊκής πεδιάδας του Πηνειού

Κοστολόγηση και Τιμολόγηση Νερού

Οι υδατικοί πόροι αποτελούν σημαντικό οικονομικό, αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό πόρο.

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΣΕΩΝ ΥΔΑΤΟΣ ΣΤΟ ΥΔ09 (EL09)

Εύη Λίττη ΛΔΚ ΕΠΕ Άνδρος 2008

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΑΝΝΑ ΖΑΧΙΔΟΥ Δ/ΝΤΡΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΕΥΑΛ ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΣΗ ΔΠΘ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΚΟΝΕΛΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Phd

ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ. Δρ Γεώργιος Π. Μιγκίρος Καθηγητής Γεωλογίας ΓΠΑ

Υδατικό ισοζύγιο. d n. Τριχοειδής ανύψωση(cr) Βαθιά διήθηση (DP)

και Αξιοποίηση Υδατικού Δυναμικού»

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΣΕΩΝ ΥΔΑΤΟΣ ΣΤΟ ΥΔ10 (EL10)

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών: Κατεύθυνση Α: Αειφορική Διαχείριση Ορεινών Υδρολεκανών με Ευφυή Συστήματα και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών

Προσυνεδριακή ημερίδα HELECO Ρύπανση εποφανειακών και υπογείων υδάτων. Ιωάννινα, 20 Μαρτίου 2010

Παγκόσμια Ημέρα Νερού

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΠΜΣ «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών» Υδατικό Περιβάλλον και Ανάπτυξη

Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις από τη ιάθεση Επεξεργασµένων Υγρών Αποβλήτων στο Υπέδαφος

Επιφανειακές Μέθοδοι Άρδευσης

Διαχείριση αρδευτικού νερού στην πεδιάδα Θεσσαλονίκης. Δημήτρης Γούκος Γεωπόνος Εγγείων Βελτιώσεων (MSc)

4. Τελειώνει το νερό στον πλανήτη μας;

Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

Η διαχείριση των υδατικών πόρων αποτελεί ένα δραματικά επίκαιρο θέμα για την παγκόσμια κοινότητα.

Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά υπόγειων υδροφόρων συστημάτων Αν. Μακεδονίας ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΠΘ

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος


ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Δράση για τη μείωση της ρύπανσης του νερού από γεωργική δραστηριότητα

Το νερό βρίσκεται παντού. Αλλού φαίνεται...

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΝΕΡΟΥ ΗΡΩ ΓΚΑΝΤΑ ΕΛΣΑ ΜΕΜΜΟΥ

ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

Αθήνα, 13 Ιανουαρίου 2012

Γεωργία Ακριβείας και Κλιματική Αλλαγή

ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΔΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Π.Ε.Λ. AGROTICA, 2010 Γεωργία και Κλιματική Αλλαγή: O Ρόλος των Λιπασμάτων. Δρ. ΔΗΜ. ΑΝΑΛΟΓΙΔΗΣ

Όπως όλοι γνωρίζουμε, το νερό είναι ένας φυσικός πόρος που έχει μεγάλη σημασία γιατί είναι από τους βασικούς παράγοντες για τη ζωή και την ανάπτυξη.

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας- Πλαίσιο περί Υδάτων Πολιτικές Τιμολόγησης Νερού

Π41 (Βλέπε εκτύπωση) ΜΕΙΩΣΗ ΝΙΤΡΟΡΥΠΑΝΣΗΣ. 1. Ελάχιστες δεσμεύσεις

Δρ. Νικόλαος Δέρκας Αναπλ. Καθηγητής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Πρόεδρος του Τμήματος Αξιοποίησης Φυσικών Πόρων και Γεωργικής Μηχανικής (ΓΠΑ)

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ. Υδατικό ιαμέρισμα Θεσσαλίας. - Σημαντικά Θέματα ιαχείρισης Νερού - Μέτρα Οργάνωσης της ιαβούλευσης

Τρίκαλα, 27/12/2011. Συνεντεύξεις. «Μεγαλύτερες σε διάρκεια ξηρασίες»

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

ΤΕΧΝΙΚΗ Υ ΡΟΛΟΓΙΑ. Εισαγωγή στην Υδρολογία. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Πολιτικών Μηχανικών Εργαστήριο Υδρολογίας και Αξιοποίησης Υδατικών Πόρων

Προτάσεις ομάδας εργασίας για τη διαχείριση νερού της λεκάνης του Ανθεμούντα στον αγροτικό τομέα

Η Διαχείριση του Νερού στον Αγροτικό Τομέα. Ευάγγελος Γατσέλης Γεωπόνος MSc Διαχείριση Φυσικών Πόρων, MSc Γεωργική Υδραυλική

Transcript:

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ «ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ» Αλεξοπούλου Αγγελική Τοπογράφος Μηχανικός Α.Π.Θ. Χρησταντώνη Μαρία Μηχανικός Μεταλλείων Μεταλλουργός Ε.Μ.Π.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Αγροτική Χρήση Νερού...1 1.1. H Αγροτική Χρήση σε Παγκόσμιο Επίπεδο...1 1.2. Η Αγροτική Χρήση στον Ελλαδικό Χώρο...2 2. Εγγειοβελτιωτικά έργα...2 3. Διαχείριση συλλογικών εγγειοβελτιωτικών έργων...4 4. Κυριότερα προβλήματα και δυνατότητες επίλυσής τους...6 4.1. Κλιματικά χαρακτηριστικά...6 4.2. Τιμολόγηση αρδευτικού νερού...12 4.3. Ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση υδατικών πόρων...14 4.4. Κατανάλωση ενέργειας από τον γεωργικό τομέα...17 ΑΝΑΦΟΡΕΣ...1 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...3 i

1. Αγροτική Χρήση Νερού 1.1. H Αγροτική Χρήση σε Παγκόσμιο Επίπεδο Σε παγκόσμιο επίπεδο, η μεγαλύτερη κατανάλωση του νερού, περίπου 70% προέρχεται από τη γεωργία, ακολουθεί η κατανάλωση από τη βιομηχανία περίπου 20%, ενώ η αστική χρήση ευθύνεται μόνο για το 10% της κατανάλωσης των υδάτων. Τα προαναφερθέντα ποσοστά διαφέρουν σημαντικά από περιοχή σε περιοχή λόγω του βαθμού ανάπτυξης κάθε μίας από αυτές αλλά και λόγω του κλίματος και των καιρικών συνθηκών που επικρατούν σε αυτές. Στην Αφρική για παράδειγμα, η γεωργία καταβροχθίζει το 88% της συνολικής κατανάλωσης, ενώ στην Ευρώπη το περισσότερο νερό καταναλώνεται από τη βιομηχανία (54%) και ακολουθεί η γεωργία με ποσοστό 33% και η οικιακή χρήση με 13%. Η υπεράντληση των υπόγειων νερών από τους γεωργούς, υπερβαίνει τη φυσική ανανέωση των υπόγειων αποθεμάτων. Η ετήσια μείωση νερού στην Ινδία, την Κίνα, τις Η.Π.Α., τη βόρεια Αφρική και την Αραβική Χερσόνησο, φτάνει στην ποσότητα των 160 δις m 3, μια ποσότητα που ισοδυναμεί με την ετήσια ροή δύο ποταμών ισοδύναμων του Νείλου (Διεθνές έτος νερών, ΟΗΕ 2003). Η συνολική υποχώρηση των υδάτων (Σχ. 1), διεθνώς, το 2000 ανήλθε στα 4.430 κυβικά χιλιόμετρα, εννέα φορές μεγαλύτερη από το 1900, ενώ η ετήσια υποχώρησή τους αναμένεται ότι θα αυξάνεται με ρυθμό 10% κάθε δεκαετία. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως, στην αύξηση των αρδευόμενων εκτάσεων. Σχήμα 1: Ποσοστό συνολικής υποχώρησης των υδάτων (Πηγή: Μάρκου, 2007) Η γεωργία, εκτός από το αντίκτυπο που έχει στην ποσότητα των υδατικών διαθέσιμων επιδρά και στην ποιότητά τους, καθώς είναι υπεύθυνη για το 70% της μόλυνσης των υδάτων παγκοσμίως. Οι ανεπαρκείς μέθοδοι αποστράγγισης και ποτίσματος έχουν οδηγήσει στον κατακλυσμό και στην αλατοποίηση του 10% των αρδευόμενων εκτάσεων παγκόσμια, σύμφωνα με τον FAO (Οργανισμό για την Γεωργία και την Τροφή), ενώ ακόμα ένα ποσοστό 25% υφίσταται ήδη την επίδραση αυτών των συνεπειών. 1

1.2. Η Αγροτική Χρήση στον Ελλαδικό Χώρο Στην Ελλάδα, η αγροτική χρήση κατέχει την μερίδα του λέοντος με ποσοστό 86%. Ακολουθεί η αστική χρήση με ποσοστό 11%, η βιομηχανική χρήση με ποσοστό 2% και τέλος η ενεργειακή χρήση με ποσοστό μόλις 1% (Μιμίκου, 2003). Οι αγροτικές καλλιέργειες αποτελούν το μεγαλύτερο καταναλωτή νερού στη χώρα., γεγονός που ενισχύεται και από την υπερκατανάλωση αφού σπαταλάται περίπου 20% περισσότερο νερό από αυτό που απαιτείται κυρίως λόγω των μεθόδων άρδευσης που χρησιμοποιούνται. Τα μεγαλύτερα μερίδια αγροτικής ζήτησης κατέχουν οι περιοχές της Θεσσαλίας (25.1%), της Ανατολικής Στερεάς (12.5%) και της κεντρικής Μακεδονίας (10.5%) (βλ.πίνακα Ι Παραρτήματος). Από τα συλλογικά εγγειοβελτιωτικά έργα αρμοδιότητας του Υπουργείου Γεωργίας αρδεύεται ποσοστό 40% της συνολικά αρδευόμενης έκτασης, δηλαδή 5.200.000 στρέμματα επί συνόλου 13.200.000. Από αυτά το 35%-40% αρδεύεται με επιφανειακές μεθόδους, το 50%- 55% με συστήματα καταιονισμού και το 10% με στάγδην άρδευση και λοιπά συστήματα μικροαρδεύσεων (Σχ.3). Το υπόλοιπο 60% των αρδευόμενων εκτάσεων της χώρας αρδεύεται από ιδιωτικά αρδευτικά έργα (Υπουργείο Γεωργίας, 2002). Σχήμα 3: Εξέλιξη των μεθόδων άρδευσης σε συλλογικά εγγ/τικά έργα από το 1984 έως το 1998 2. Εγγειοβελτιωτικά έργα (Πηγή: Υπουργείο Ανάπτυξης και Τροφίμων). Τα πρώτα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα στη χώρα ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη του 19ου και συνεχίστηκαν με εντατικό ρυθμό μέχρι το 1980, οπότε και η ένταση κατασκευής νέων εγγειοβελτιωτικών έργων αρχίζει πια να υποχωρεί (ΥΠΑΝ, 2008). Η εξέλιξη των αρδευτικών έργων στην Ελλάδα υποδεικνύεται από την ραγδαία αύξηση των αρδευομένων εκτάσεων η οποία απεικονίζεται στο Σχήμα 4 που ακολουθεί. Παρατηρείται ότι τα συλλογικά αρδευτικά έργα αποτελούν σχετικά περιορισμένο ποσοστό της συνολικής αρδευόμενης επιφάνειας, το οποίο όμως παρουσιάζει σταθερή αύξηση σήμερα το ποσοστό αυτό φτάνει το 40%. Το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει εκτεταμένα αρδευτικά δίκτυα ενισχύεται και από το γεγονός ότι το ποσοστό της αρδευόμενης έκτασης ως προς τη Χρησιμοποιούμενη Γεωργική Έκταση είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από ότι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης (βλ. Πίνακα II Παραρτήματος). Κατά το 2005, το ποσοστό αυτό για την Ελλάδα έφτανε την τιμή 40%, ενώ ακολουθούσε η Ιταλία με μόλις 31,3% και η Κύπρος με 30,3%. 2

ΕΞΕΛΙΞΗ ΑΡΔΕΥΟΜΕΝΗΣ ΕΚΤΑΣΗΣ 14.000.000 12.000.000 ΕΚΤΑΣΗ ΣΕ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ 10.000.000 8.000.000 6.000.000 4.000.000 2.000.000 0 1929 1939 1950 1956 1958 1960 1962 1964 1966 1968 1970 1972 1974 1976 1978 1980 1982 1984 1986 1988 1990 1992 1994 1996 1998 ΑΡΔΕΥΟΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ ΑΡΔΕΥΟΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΓΓΕΙΟΒΕΛΤΙΩΤΙΚΑ ΕΡΓΑ Σχήμα4: Εξέλιξη αρδευόμενων εκτάσεων στην Ελλάδα (Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (2008) μετά από προσαρμογή) Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι από τα καταγεγραμμένα συλλογικά αρδευτικά έργα, το 70% αρδεύουν εκτάσεις κάτω από 10.000 στρέμματα, το 18% από 10.000 έως 50.000 στρέμματα ενώ μόλις το 12% αρδεύουν εκτάσεις πάνω από 50.000 στρέμματα (ΥΠΑΝ, 2008). Η πλειοψηφία δηλαδή των συλλογικών αρδευτικών έργων μπορεί να χαρακτηριστεί ως σχετικά μικρά έργα, γεγονός που προφανώς οφείλεται στον κατακερματισμό της γεωργικής γης και το μικρό μέγεθος του γεωργικού κλήρου, ο οποίος κατά μέσο όρο στην Ελλάδα είναι 44 στρ. ενώ για την Ευρωπαϊκή Ένωση 187 στρ. (Εurostat,2003), καθώς βέβαια και τις χαμηλές πιστώσεις που διατέθηκαν κατά το παρελθόν για τους σκοπούς αυτούς. Το μικρό μέγεθος του γεωργικού κλήρου που αρδεύεται, το οποίο είναι καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργία πολλών αλλά μικρών αρδευτικών δικτύων, φαίνεται και στο Σχήμα 5 που ακολουθεί. Kατά το 2000, το 20% των συνολικών αρδευθεισών εκτάσεων αποτελούταν από εκμεταλλεύσεις μικρότερες από 2 στρέμματα η κάθε μια, ενώ το 50% από εκμεταλλεύσεις έκτασης από 2 έως 10 στρέμματα η κάθε μια. 50-69,9 στρ. 4,4% 40-49,9 στρ. 3,7% 30-39,9 στρ. 5,7% 100-149,9 στρ. 2,3% 70-99,9 στρ. 3,2% 150-199,9 στρ. 0,9% 200-299,9 στρ. 0,6% 300-399,9 στρ. 0,2% 400 στρ. και άνω 0,1% 0-1,9 στρ. 20,4% 20-29,9 στρ. 9,6% 2-4,9 στρ. 15,4% 10-19,9 στρ. 18,0% 5-9,9 στρ. 15,5% Σχήμα 5: Εκμεταλλεύσεις με αρδευθείσες εκτάσεις κατά τάξεις μεγέθους της αρδευθείσας έκτασης (Πηγή: ΕΣΥΕ Απογραφή Γεωργίας και Κτηνοτροφίας 2000) Σε ότι αφορά την πηγή υδροδότησης των αρδευτικών δικτύων, το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, λόγω των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά το παρελθόν, στηρίχθηκε αρχικά σε έργα αξιοποίησης υπόγειων υδάτων κυρίως με φρέατα και γεωτρήσεις, ενώ η κατασκευή έργων ταμίευσης επιφανειακών νερών με φράγματα και λιμνοδεξαμενές 3

αποτέλεσε μεταγενέστερη δραστηριότητα. Καθώς η εκμετάλλευση των υπόγειων νερών προηγήθηκε χρονικά, ήδη λειτουργούν αρκετά συλλογικά αρδευτικά δίκτυα υδροδοτούμενα από γεωτρήσεις. Το μεγαλύτερο από αυτά είναι της πεδιάδας Θεσσαλίας και περιλαμβάνει περίπου 1.500 παραγωγικές γεωτρήσεις (Υπουργείο Γεωργίας, 2003). Ωστόσο, η εκμετάλλευση των υπόγειων νερών γίνεται κατά κύριο λόγο από τα ιδιωτικά αρδευτικά έργα τα οποία σήμερα χαρακτηρίζονται ως υψηλού κόστους και λειτουργίας επενδυτικές δραστηριότητες απόληψης μεταφοράς και κατανομής των υδατικών πόρων με την υπάρχουσα νομοθεσία αδειών και επιδότησής τους. Σήμερα, εκτιμάται ότι συνολικά στη χώρα λειτουργούν περίπου 198.000 παραγωγικές γεωτρήσεις (βλ. ΠίνακαςIII Παραρτήματος). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι πέρα από αυτές λειτουργεί και σημαντικός αριθμός παράνομων αντλήσεων γεωτρήσεων στα όρια δικαιοδοσίας των συλλογικών έργων με αποτέλεσμα τη μη ορθολογική διαχείριση των υπόγειων νερών και άρα την ποσοτική και ποιοτική υποβάθμισή τους (ΥΠΑΝ, 2008). Αναφορικά με τα έργα ταμίευσης επιφανειακών υδάτων, το Υπουργείο Γεωργίας άρχισε να ενδιαφέρεται για την κατασκευή φραγμάτων στη χώρα μας από τα μέσα της δεκαετίας του 60 οπότε άρχισαν να μελετώνται μικρά και μεσαίου μεγέθους φράγματα. Από τα έργα που έχουν μελετηθεί, σήμερα έχουν κατασκευαστεί συνολικά 52 φράγματα και λιμνοδεξαμενές του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων εκ των οποίων μόνον 6 ανήκουν σε μη νησιωτικό χώρο (βλ. Πίνακα IV του Παραρτήματος). Συγκριτικά με άλλες Ευρωπαϊκές και Μεσογειακές χώρες, ο συνολικός αριθμός των κατασκευασμένων μικρών και μεγάλων φραγματών και των λιμνοδεξαμενών που φτάνει περίπου τα 80, γενικά υστερεί. Έτσι, η Ισπανία σήμερα διαθέτει περί τα 1200 φράγματα, η Ιταλία περί τα 570, η Γαλλία 550 ενώ η Πορτογαλία πάνω από 100 (EEA, 2009). Οι λόγοι αυτής της καθυστέρησης στην κατασκευή φραγμάτων θα πρέπει να αποδοθούν στην προτεραιότητα που δόθηκε κατά το παρελθόν στην ανάπτυξη έργων εκμετάλλευσης υπόγειων υδάτων αλλά και στα οικονομικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας. Σήμερα, που υπάρχουν μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες, η λήψη αποφάσεων για νέα έργα έχει γίνει ιδιαίτερα δυσχερής λόγω των κοινωνικών αντιδράσεων (ΥΠΑΝ, 2008). 3. Διαχείριση συλλογικών εγγειοβελτιωτικών έργων Τη διαχείριση των συλλογικών εγγειοβελτιωτικών έργων στην Ελλάδα έχουν 452 Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (10 Γενικοί ΟΕΒ και 412 Τοπικοί ΟΕΒ), 2 Ειδικοί Οργανισμοί (Αυτόνομος Οργανισμός Στυμφαλίας Ασωπού Κορινθίας και Οργανισμός Κωπαΐδας), 22 Προσωρινές Διοικούσες Επιτροπές και 6 Τοπικές Επιτροπές Άρδευσης (Υπ. Γεωργίας, 2003). Οι ΟΕΒ είναι οργανισμοί που αρχικά ήταν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και στη συνέχεια, το 1972, μετατράπηκαν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ώστε να εξασφαλισθεί αποτελεσματικότερη και περισσότερο ευέλικτη οικονομική διαχείριση. Οι οργανισμοί αυτοί συντάχθηκαν με το Ν.Δ. 3881/58, ενώ ο τρόπος ίδρυσης, οργάνωσης και λειτουργίας τους καθορίσθηκε από το Β.Δ. 13-9-59. Βάσει του διατάγματος αυτού οι ΟΕΒ είναι συνεταιρισμοί υποχρεωτικής μορφής, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζονται και ως οργανισμοί κοινής ωφέλειας. Έχουν πλήρη αυτοδιοίκηση και αυτοδιαχείριση εντός του πλαισίου του νόμου και εποπτεύονται από το Υπουργείο Γεωργίας (σημερινό Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων). Ο έλεγχος του κράτους ασκείται μέσω της Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων, η οποία ελέγχει 4

πιθανές παρανομίες, δεδομένου ότι τα έργα έχουν δημόσιο χαρακτήρα και οι ΟΕΒ εξασφαλίζουν μόνο τη διαχείρισή τους. Το έργο της ΥΕΒ συνίσταται στην τεχνική υποστήριξη των ΟΕΒ, με δυνατότητα ελέγχου του προϋπολογισμού του ΓΟΕΒ και των δραστηριοτήτων των ΤΟΕΒ. Το διοικητικό συμβούλιο του ΓΟΕΒ συστήνεται από το Υπουργείο Γεωργίας, αποτελείται από 5 τεχνοκράτες δημοσίους υπαλλήλους (2 γεωπόνους, 1 πολιτικό μηχανικό, 1 μηχανολόγο και 1 τεχνικό επιθεωρητή της ΑΤΕ). Επίσης, συμμετέχουν και 2 αιρετοί εκπρόσωποι των αγροτών-καταναλωτών. Ο ΓΟΕΒ είναι το υπεύθυνο και αρμόδιο όργανο για την κατανομή των δαπανών κατασκευής, συντηρήσεως, λειτουργίας και διοικήσεως των έργων Α τάξεως (κεντρικές διώρυγες, πρωτεύσουσες τάφρους αποστράγγισης, αγροτικό οδικό δίκτυο και αντλιοστάσια για την άρδευση και αποστράγγιση). Ο ΓΟΕΒ συντονίζει και καθοδηγοί τους ΤΟΕΒ που βρίσκονται στην περιοχή δικαιοδοσίας του και οι οποίοι διαχειρίζονται με τη σειρά τους τα έργα Β τάξης. Οι οικονομικοί πόροι του ΓΟΕΒ (ο οποίος συντηρεί και εκμεταλλεύεται τα κύρια έργα) προέρχονται από τις εισφορές των ΤΟΕΒ που συντονίζει και από μια δημόσια επιχορήγηση που τους παρέχεται κατά τα 5 πρώτα έτη της ζωής των δικτύων:0,6% της αρχικής επιχορήγησης ετησίως (Καραντούνιας.Γ. και Δρέκας.Ν., 2000). Το διοικητικό συμβούλιο των ΤΟΕΒ εκλέγεται κάθε 4 χρόνια από τη Γενική Συνέλευση των Αντιπροσώπων Μελών. Οι Αντιπρόσωποι εκλέγονται από τις τοπικές συνελεύσεις των αγροτών-καταναλωτών με ψηφοφορία, όπου κάθε αγρότης έχει αριθμό ψήφων ανάλογο με την ιδιόκτητη έκταση που κατέχει μέσα στα όρια του εγγειοβελτιωτικού έργου (Υπ. Γεωργίας, 2002). Το Δ.Σ. αποτελείται από 5 αιρετούς εκπροσώπους οι οποίοι είναι υποχρεωτικά φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ιδιοκτήτες ή επικαρπωτές των αγροτικών ακινήτων που εμπίπτουν στην περιοχή δικαιοδοσίας του ΤΟΕΒ. Σε περίπτωση απροθυμίας των ενδιαφερομένων να εκλέξουν Δ.Σ. του ΤΟΕΒ, το Υπουργείο Γεωργίας καθορίζει Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή η οποία εξασκεί τις αρμοδιότητες του Δ.Σ. του ΤΟΕΒ μέχρι αυτός να συσταθεί. Σύμφωνα με το Ν.Δ. 608/48, για έργα που εκτελούνται ή έχουν εκτελεσθεί με δαπάνες (ολικές ή μερικές) του Κράτους, και εφόσον δεν υφίσταται ΤΟΕΒ, δύναται να συστηθούν με απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, τριμελείς ή πενταμελείς Τοπικές Επιτροπές Άρδευσης, αποτελούμενες από καλλιεργητές της υπό άρδευση περιοχής και Δημοσίους Υπαλλήλους που έχουν προταθεί από τον Διευθυντή της αρμόδιας Διευθύνσεως του ιδίου Υπουργείου. Οι Τοπικές Επιτροπές Άρδευσης αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ). Οι 2 Ειδικοί Οργανισμοί είναι επίσης Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Στο επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο του Αρδευτικού Οργανισμού Στυμφαλίας Ασωπού Κορινθίας που προβλέπεται από τις διατάξεις του Ν.3704/1957 και στο επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού Κωπαΐδας που προβλέπεται από τις διατάξεις του Ν.Δ.2488/1953, ως μέλη συμμετέχουν τρία μέλη αιρετά από τους παραγωγούς στην περιοχή δικαιοδοσίας των έργων και δύο εκπρόσωποι του Υπουργείου Γεωργίας που ορίζονται από τον οικείο Υπουργό. Οι ΟΕΒ κάθε χρόνο, καταρτίζουν ισοσκελισμένο ετήσιο προϋπολογισμό, συμπεριλαμβάνοντας όλες τις δαπάνες για τη διοίκηση, λειτουργία και συντήρηση των έργων καθώς και τυχόν άλλες δαπάνες όπως δάνεια, αποζημιώσεις κλπ. Τις δαπάνες αυτές τις κατανέμουν αναλογικά στους ωφελούμενους από τα έργα και τις εισπράττουν σαν στρεμματικές εισφορές, αρδευτικά τέλη ή αντίτιμο χρήσης νερού(υπ. Γεωργίας, 2002). 5

Το μοντέλο διαχείρισης αυτό παρουσιάζει σήμερα αρκετά προβλήματα και ελλείψεις. Για παράδειγμα, σημαντικό πρόβλημα δημιουργεί το γεγονός ότι οι όροι πώλησης του αρδευτικού νερού από τους ΤΟΕΒ στους αγρότες και η χρήση του από τους τελευταίους δεν υπόκεινται σε όρους συμβατικά καθορισμένους, με συνέπεια ο κάθε αγρότης να μπορεί καταναλώνει υπερβολικές ποσότητες νερού και να επεμβαίνει στο δίκτυο (αφαιρώντας ρυθμιστές πίεσης, περιοριστές παροχής κλπ) χωρίς καμία κύρωση. Αλλά και αντίστροφα, στους ΤΟΕΒ είναι επιτρεπτή κάθε αμέλεια αφού δεν υπάρχει καμία συμβατική υποχρέωση απέναντι στους καταναλωτές. Επίσης, καθώς οι αγρότες δεν ήταν, μέχρι προσφάτως, υποχρεωμένοι να να εξοφλούν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς τους ΤΟΕΒ, οι δεύτεροι περιήλθαν πολλές φορές στο παρελθόν σε δεινή οικονομική κατάσταση και δεν μπορούσαν να καλύψουν τις δαπάνες τους (π.χ. πληρωμή ηλεκτρικού ρεύματος). Έτσι το κράτος αναγκάστηκε σε αρκετές περιπτώσεις να καλύψει το ίδιο τα έξοδα των ΤΟΕΒ, δημιουργώντας την εσφαλμένη αντίληψη στους αγρότες ότι μπορούν να αρδεύουν χωρίς κόστος. Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι, καθώς τα μέλη των ΤΟΕΒ συχνά δεν διαθέτουν την κατάλληλη τεχνογνωσία για να αξιολογήσουν την ανάγκη εργασιών συντήρησης στα έργα άρδευσης, δεν τα συνυπολογίζουν στις αντίστοιχες δαπάνες στον προϋπολογισμό τους, παρά τις παροτρύνσεις των ΓΟΕΒ, οι οποίοι όμως δεν έχουν δικαίωμα να επιβληθούν στους ΤΟΕΒ, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται τελικά μια σωστή πολιτική συντήρησης των έργων. Ακόμα, συχνά παρατηρείται δυσπιστία των ΤΟΕΒ προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες από τους ΓΟΕΒ, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να αναθέτουν έργα στα δίκτυα σε εργολάβους αντί στον αρμόδιο ΓΟΕΒ, ενώ οι ΓΟΕΒ ιδρύθηκαν ακριβώς ως οργανισμοί προνομιακής συμπαράστασης προς τους ΤΟΕΒ. Τέλος, οι αγρότες δείχνουν αδιαφορία για τις τοπικές και γενικές συνελεύσεις, αδιαφορία που παρατηρείται και στα γενικά συμβούλια των ΟΕΒ, καθώς τα μέλη των οποίων δεν αμείβονται για τη συμμετοχή τους σε αυτά (Καραντούνιας.Γ. και Δρέκας.Ν., 2000). Είναι, λοιπόν, προφανές ότι το σημερινό μοντέλο διαχείρισης των εγγειοβελτιωτικών έργων με τους ΟΕΒ, παρόλη την αναμφισβήτητη ιστορική συμβολή του, δεν ανταποκρίνεται πλέον στις σημερινές ανάγκες και παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία του. 4. Κυριότερα προβλήματα και δυνατότητες επίλυσής τους 4.1. Κλιματικά χαρακτηριστικά Το συντριπτικά μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσης αρδευτικού νερού στην Ελλάδα - μεγαλύτερο σε σχέση με κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα - έχει θεωρηθεί από πολλούς ως δείκτης της κυριαρχίας της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα και εν τέλει ως δείκτης οικονομικής υπανάπτυξης. Ωστόσο, αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι το ποσοστό αυτό, καθώς και οι διαφοροποιήσεις σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επιβάλλονται από φυσικούς παράγοντες και κυρίως την κλιματολογία της χώρας. Η Ελλάδα ανήκει στη βόρεια εύκρατη ζώνη, σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος από 34 48' ως 41 45' κι έχει γενικά εύκρατο κλίμα που χαρακτηρίζεται από ήπιους και βροχερούς χειμώνες και ξηρά καλοκαίρια. Επειδή όμως βρίσκεται στη λεκάνη της Μεσογείου παρουσιάζει, όπως όλες οι παραμεσόγειες περιοχές, ορισμένες ιδιομορφίες. Σύμφωνα με την κλιματική κατάταξη κατά Koppen, που βασίζεται σε τιμές θερμοκρασίας και βροχόπτωσης, το κλίμα του συνόλου σχεδόν 6

της χώρας εντάσσεται στη κατηγορία Csa. Η κατάταξη C αναφέρεται στο υγρό κλίμα με ήπιους χειμώνες, η πρώτη υποκατάταξη s αφορά στο ξηρό καλοκαίρι και η δεύτερη υποκατάταξη a στο μεγάλο και θερμό καλοκαίρι (Πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών - Ε.Α.Α.). Η κατακρήμνιση αποτελεί την κύρια συνιστώσα εμπλουτισμού τόσο των επιφανειακών όσο και των υπόγειων υδροφορέων. Η μέση ετήσια κατακρήμνιση στην Ελλάδα είναι περίπου 849 mm. Η δυτική Ελλάδα δέχεται το μεγαλύτερο μέρος των βροχοπτώσεων, ενώ η ανατολική Ελλάδα με τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη έχουν σημαντικά μικρότερες βροχοπτώσεις. Τα μικρότερα ποσά βροχής εμφανίζονται στην Αττική, περίπου 400 mm σε μέση υπερετήσια βάση, τις Κυκλάδες και τη Θεσσαλία (η τελευταία βρίσκεται στην ομβροσκιά της Πίνδου). Οι βόρειες περιοχές της χώρας, και ειδικότερα η δυτική Μακεδονία, χαρακτηρίζονται από ισοκατανομή των βροχοπτώσεων σε όλους τους μήνες, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιοχές που χαρακτηρίζονται από υγρό χειμώνα και ξηρό καλοκαίρι. Η εξατμισοδιαπνοή είναι μία σημαντική υδρολογική απώλεια η οποία πραγματοποιείται τόσο από τους επιφανειακούς φορείς όσο και από τις ανώτερες εδαφικές στρώσεις. Στην Ελλάδα, η πραγματική εξατμισοδιαπνοή ανέρχεται στα 447 mm/έτος και είναι ιδιαίτερα υψηλή στις ανατολικές περιοχές της χώρας. Η κατακρήμνιση και η εξατμισοδιαπνοή συνιστούν τις κύριες κλιματικές μεταβλητές που σε συνδυασμό με τα φυσικά χαρακτηριστικά των υπόγειων υδροφορέων καθορίζουν την ποσότητα των εσωτερικά παραγόμενων υδατικών πόρων μιας χώρας. Στοιχεία για τα εσωτερικά παραγόμενα νερά κάθε υδατικού διαμερίσματος της χώρας παρουσιάζονται στο Σχήμα 6 Σχήμα 6: Συνολικά εσωτερικά παραγόμενα νερά ανά υδατικό διαμέρισμα της Ελλάδας (Πηγή: Μιμίκου, 2005) Οι κλιματικοί δείκτες είναι εκφράσεις ή αριθμοί, που καθορίζουν συνήθως τα όρια μεταξύ διαφόρων κλιμάτων ή το βαθμό επικράτησης των κλιματικών τύπων που διαχωρίζουν. Ένας δείκτης ευρέως χρησιμοποιούμενος για τον κλιματικό χαρακτηρισμό μίας περιοχής είναι ο δείκτης ξηρότητας της UNESCO που ορίζεται ως ο λόγος της μέσης υπερετήσιας βροχόπτωσης προς την αντίστοιχη δυνητική εξατμισοδιαπνοή. Δείκτες ξηρότητας μικρότεροι του 0,20 χαρακτηρίζουν ξηρές περιοχές, μεταξύ 0,20 και 0,49 σχεδόν ξηρές, μεταξύ 0,50 και 0,74 σχεδόν υγρές και μεγαλύτεροι του 0,75 υγρές περιοχές. Ο χάρτης του δείκτη ξηρότητας της UNESCO (United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization) για τις Μεσογειακές χώρες (Cedex, 2000) δίνεται στο Σχήμα 7, από το 7

οποίο συμπεραίνεται η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας από πλευράς έντονης χωρικής διαφοροποίησης της υδραυλικότητάς της, όπως και την δριμύτητα της ξηρασίας που πλήττει την Νοτιοανατολική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου. Σχήμα 7 : Δείκτης ξηρότητας της UNESCO στις Μεσογειακές χώρες της Ε.Ε. Σχετικά με το γνωστό θέμα ύπαρξης μιας μονιμότερης κλιματικής αλλαγής στη χώρα, το περιορισμένο εύρος των αξιόπιστων υδρολογικών χρονοσειρών, αλλά και η εγγενής πολυπλοκότητα και μεγάλη μεταβλητότητα του κλίματος δεν επιτρέπει ασφαλή συμπεράσματα (Koutsoyiannis et al., 2007). Τα τελευταία χρόνια, σε κάποιες περιοχές παρατηρείται μια τάση μείωσης των βροχοπτώσεων, η οποία οδηγεί σε μείωση και των απορροών. Έτσι, έχει παρατηρηθεί πτωτική τάση των βροχοπτώσεων και απορροών κατά τα τελευταία 50 70 χρόνια σε διάφορες λεκάνες της χώρας. Οι ετήσιες απορροές των ποταμών Βοιωτικού Κηφισού, Σπερχειού, Ευήνου, Αχελώου, Άραχθου, Πηνειού και Αλιάκμονα εμφανίζουν ποσοστά ετήσιας μείωσης που κυμαίνονται από 0,3% μέχρι 2,4% (Κουτσογιάννης και Μαρίνος, 1995; Κουτσογιάννης, 1997; Κουτσογιάννης και Μαμάσης, 1998). Σχήμα 8: Κατανομή της απορροής στην Ελλάδα ( Πηγή: ΕΤΥΜΠ) 8

Η ελλειμματικότητα από πλευράς νερών των περιοχών αυτών της χώρας καθώς και η κατανομή της απορροής στην Ελλάδα, η οποία παρουσιάζει ανάλογη με την βροχόπτωση άνιση κατανομή, φαίνεται στο Σχήμα 8. Όλα αυτά θεμελιώνουν την άποψη ότι ιδιαίτερα σ αυτές τις περιοχές η έλλειψη νερού είναι μια μόνιμη κατάσταση, «ενδημική», η οποία ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες εμφανίζεται με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση και για την οποία γίνονται κινητοποιήσεις, δυστυχώς μόνο όταν τα φαινόμενα γίνονται ακραία και φθάνουν να θίγουν σημαντικά τον καταναλωτή. Η ξηρασία είναι ένα από τα ακραία καιρικά φαινόμενα με ιδιαίτερη επίπτωση στη διαβίωση και την οικονομία. Εξελίσσεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα (ιδιαίτερα δε εάν συγκριθεί με το χρονικό διάστημα εξέλιξης μιας πλημμύρας) και πολλές φορές χωρίς να παρατηρείται άμεσα. Η διάρκειά της μπορεί να φθάσει έως και μερικά χρόνια (σε μεγάλες χωρικές κλίμακες), με σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Έχει παρατηρηθεί ότι στην Ευρώπη, η ξηρασία είναι ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, τόσο σε περιοχές με υψηλή ετήσια βροχόπτωση όσο και σε περιοχές με λιγότερη ετήσια κατακρήμνιση, μπορεί δε να εμφανιστεί σε κάθε εποχή. Οι επιπτώσεις της ξηρασίας ποικίλουν ως προς τη σοβαρότητά τους, τη διάρκειά τους και τη χωρική τους έκταση. Αντίθετα με τις πλημμύρες, η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεών τους είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, καθόσον οι συνέπειες μιας ξηρασίας μπορούν να εμφανιστούν πολλά χρόνια μετά τον τερματισμό του φαινομένου. Στο Πίνακα V του Παραρτήματος παρουσιάζονται τα οικονομικά κόστη των κυριότερων ξηρασιών στην Ευρώπη. Παρόλο που είναι κοινά αποδεκτός ο κίνδυνος από τις ξηρασίες, δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Οδηγία μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης λόγω ξηρασιών (όπως αντίθετα υπάρχει οδηγία για την αντιμετώπιση των πλημμύρων). Οι ξηρασίες το 2001-2002 στην Ελλάδα, προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές στον αγροτικό τομέα, καταστρέφοντας σημαντικές εκτάσεις καλλιεργειών σε 29 νομούς. Μόνο στη Θεσσαλία, περισσότερα από 40 km 2 μπαμπακοκαλλιεργειών καταστράφηκαν, αφού το διαθέσιμο για άρδευση νερό δεν έφτανε για την κάλυψη των ελαχίστων αρδευτικών απαιτήσεων. Μέσα στο έτος 2001, οι καταστροφές στις καλλιέργειες στην Ελλάδα, εκτιμήθηκαν σε 3.500.000. Το ποσό αυτό δεν περιλαμβάνει τα κόστη έλλειψης νερού σε άλλες χρήσεις (πχ. ύδρευση, αναψυχή). Οι επιπτώσεις την ίδια χρονιά στα υδάτινα οικοσυστήματα ήταν εξαιρετικά οδυνηρές. Ολόκληρα οικοσυστήματα λιμνών και ποταμών απειλήθηκαν με εξαφάνιση, όταν οι ποταμοί σταμάτησαν να έχουν βασική ροή το καλοκαίρι και στις λίμνες παρατηρήθηκε μεγάλη πτώση στάθμης. Περιοχές στην Καρδίτσα και στη Θεσσαλία είχαν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα αυτά απαιτείται η εφαρμογή μίας μακροπρόθεσμης πολιτικής συνολικής ορθολογικής διαχείρισης τόσο των πόρων όσο και των χρήσεων του νερού. Είναι φανερό, ότι η λήψη πυροσβεστικών ή κατασταλτικών μέτρων δεν επαρκεί. Συνεπώς, από τα κλιματολογικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας γίνεται κατανοητό γιατί η κατανάλωση αρδευτικού νερού βρίσκεται σε τόσο υψηλά επίπεδα στη χώρα. Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στην αυξημένη ζήτηση αρδευτικού νερού, είναι η θέση και η υποστήριξη των γαιών στην Ελλάδα. Στο αγροτικό περιβάλλον της χώρας είναι συχνή η 9

εμφάνιση επικλινών περιοχών, οι οποίες ευνοούν τη διάβρωση και παρουσιάζουν μεγάλη ταχύτητα αποστράγγισης. Επιπλέον, είναι συχνό το φαινόμενο της κατάτμησης γαιών, δηλαδή της ύπαρξης μικρού εμβαδού εκτάσεων συχνά με ανάπτυξη κατά την κλίση του πρανούς. Από όλα τα παραπάνω, συμπεραίνεται ότι η οικονομία άρδευσης μπορεί να απελευθερώσει σημαντικές ποσότητες νερού για άλλες χρήσεις, π.χ. για τη διατήρηση του περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, 5% οικονομία στο αρδευτικό νερό αποτελεί οικονομία 4,2% στο νερό που συνολικά χρησιμοποιείται στη χώρα. Προκειμένου να επιτευχθεί, λοιπόν, εξοικονόμηση του αρδευτικού νερού, καθοριστικό ρόλο παίζει η επιλογή κατά περίπτωση της πιο αποδοτικής μεθόδου άρδευσης και η εφαρμογή της με ορθολογικό τρόπο έτσι ώστε να επιτυγχάνονται τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Υπάρχει πληθώρα μεθόδων άρδευσης οι οποίες όμως εντάσσονται τελικά σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: την επιφανειακή άρδευση, την άρδευση με τεχνητή βροχή και την άρδευση με σταγόνες που είναι και η πιο σύγχρονη. Αναλυτικότερα, η επιφανειακή άρδευση πραγματοποιείται με αυλάκια ή παράλληλες λωρίδες και δεν είναι προτεινόμενο σύστημα άρδευσης, γιατί οδηγεί σε μεγάλη κατανάλωση νερού και ειδικά στις περιπτώσεις που η κλίση του χωραφιού ξεπερνά το 2-3% λόγω επιφανειακής απορροής. Αναφορικά με τη μέθοδο της τεχνητής βροχής, προκειμένου αυτή να μην οδηγεί στην κατασπατάληση του αρδευτικού νερού θα πρέπει η διάταξη των εκτοξευτήρων να επιλεγεί σωστά ώστε η ένταση του καταιονισμού να είναι ίση με την βασική διηθητικότητα του εδάφους και το μέσο ωριαίο ύψος βροχής να είναι ανάλογο με το ύψος, το οποίο αντιστοιχεί στον εδαφικό τύπο του χωραφιού (Υπουργείο Γεωργίας, 2004). Η άρδευση κατά τις μεσημεριανές ώρες (11πμ-3μμ) δεν ενδύκνειται διότι υπάρχουν σημαντικές απώλειες λόγω εξάτμισης, ενώ ο χρόνος εφαρμογής της άρδευσης πρέπει να είναι τέτοιος ώστε, να αποφεύγεται η διήθηση του νερού σε βαθύτερα στρώματα. Τέλος, η άρδευση με σταγόνες εφαρμόζεται σε μέρος του εδάφους και συγκεκριμένα στην περιοχή του ριζικού συστήματος του φυτού. Η παροχή νερού από τους σταλακτήρες είναι πολύ μικρή, με αποτέλεσμα όλο το νερό να διηθείται από το έδαφος και να μην απορρέει επιφανειακά αλλά ούτε να υπάρχουν απώλειες νερού από βαθιά διήθηση (Υπουργείο Γεωργίας, 2004). Το σύστημα αυτό είναι το πιο σύγχρονο και θεωρείται το καταλληλότερο από άποψη εξοικονόμησης αρδευτικού νερού. Ανεξαρτήτως της μεθόδου άρδευσης, πάντως, είναι δυνατόν να εξοικονομηθεί νερό με τον συστηματικό έλεγχο και τη συντήρηση του αρδευτικού έργου. Η κακή λειτουργική κατάσταση πολλών έργων, δηλαδή προβλήματα τόσο στα έργα προσαγωγής, όπως π.χ. ρωγμές στα σκυροδέματα, ανεπιθύμητη βλάστηση κτλ, όσο και στα μηχανικά μέρη των δικτύων διανομής, π.χ. στις δικλείδες ρύθμισης, στους ρυθμιστές πίεσης, στους περιοριστές παροχής κτλ. οδηγεί σε απώλειες σημαντικών ποσοτήτων νερού, γεγονός που έχει επιπτώσεις τόσο στην ποσοτική κατάσταση των υδατικών πόρων όσο και στη ίδια τη γεωργική παραγωγή. Η εξοικονόμηση αρδευτικού νερού μπορεί επίσης να επιτευχθεί με εφαρμογή πιο αποδοτικής διαχείρισης του ισοζυγίου των αλάτων και των στραγγίσεων. Αναλυτικότερα, η προσαρμογή στους αγρούς υπερβολικών ποσοτήτων νερού οδηγεί στο πρόβλημα του υπερκορεσμού. Η περίσσεια του προσαγόμενου νερού προκαλεί άνοδο της υπόγειας στάθμης του νερού η οποία ενίοτε μπορεί σε ορισμένες ζώνες να φτάσει και μέχρι την επιφάνεια του 10

εδάφους δημιουργώντας εστίες λιμναζόντων εδαφών. Το νερό με την εξάτμιση και τη διαπνοή καταλήγει στην ατμόσφαιρα και η συγκέντρωση των αλάτων στο έδαφος γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη προκαλώντας την αλάτωση των ριζικών συστημάτων των φυτών. Τα εδάφη αυτά, αν δεν υποστούν την διαδικασία της έκπλυσης προς απομάκρυνση των ανεπιθύμητων αλάτων, θα καταστούν αργά ή γρήγορα άγονα (Μιμίδης και Καρακατσούλης, 2005). Είναι, λοιπόν, σημαντικό να πραγματοποιείται ο έλεγχος της στάθμης του φρεατίου ορίζοντα, ώστε να λαμβάνονται έγκαιρα τα ενδεδειγμένα μέτρα προς αποφυγήν του φαινομένου του υπερκορεσμού και της ανάγκης για έκπλυση. Επίσης, θα πρέπει να γίνεται έλεγχος της επάρκειας ή όχι του στραγγιστικού δικτύου και τον προσδιορισμό των συγκεκριμένων διαστάσεων αυτού, ώστε η απομάκρυνση των πλεοναζόντων υδάτων να είναι έγκαιρη και αποτελεσματική. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να αποφευχθούν τα προβλήματα αλάτωσης των εδαφών και να μην καταναλώνεται νερό για εκπλύσεις (Μιμίδης και Καρακατσούλης, 2005). Εκτός όμως από την εφαρμογή αποδοτικότερων μεθόδων άρδευσης και ορθότερων γεωργικών πρακτικών, εξοικονόμηση αρδευτικού νερού μπορεί να επιτευχθεί και με την αξιοποίηση μη συμβατικών υδατικών πόρων. Μια ελκυστική τέτοια επιλογή είναι η επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων λυμάτων. Πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη πρακτική, με πολλά σημαντικά πλεονεκτήματα, πέραν της διατήρησης των αποθεμάτων του νερού, όπως η αξιοπιστία της τροφοδοσίας και ο περιορισμός της χρήσης λιπασμάτων λόγω των θρεπτικών στοιχείων που περιέχει το ανακτημένο νερό. Σε κάθε περίπτωση βέβαια η εφαρμογή στη γεωργία δεν θα πρέπει να γίνεται ανεξέλεγκτα αλλά πρέπει να πληρεί συγκεκριμένες προδιαγραφές και απαιτήσεις έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανοί κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον. Άρα, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η παρουσία κατάλληλου θεσμικού πλαισίου. Στην Ελλάδα αν και έχουν γίνει προτάσεις προς το αρμόδιο Υπουργείο, η πολιτεία δεν έχει προχωρήσει μέχρι σήμερα στη σύνταξη θεσμικού πλαισίου που θα προωθεί και θα εξασφαλίζει την ασφαλή επαναχρησιμοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων (ΥΠΑΝ, 2008). Η χρήση ανακτημένου νερού ως εναλλακτικού υδατικού πόρου έχει αρχίσει να εφαρμόζεται ήδη σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αν και ακόμα η συνολική ποσότητα επαναχρησιμοποιούμενου νερού φτάνει μόλις τα 964 10 3 m 3 /έτος, δηλαδή μόλις το 2,4% του συνόλου των επεξεργασμένων λυμάτων. Το μεγαλύτερο ποσοστό επαναχρησιμοποίησης παρουσιάζει η Ισπανία με συνολική ποσότητα 347 10 3 m 3 /έτος και ακολουθεί η Ιταλία με233 10 3 m 3 /έτος. Και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν το επεξεργασμένο νερό κατά κύριο λόγο για άρδευση καλλιεργειών. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της, δηλαδή το 75% του ανακτημένου νερού που επαναχρησιμοποιείται προορίζεται για αγροτική χρήση. Στην Ελλάδα, η χρήση ανακτημένου νερού βρίσκεται σε ερευνητικό επίπεδο με πιλοτικά έργα να λειτουργούν ή να βρίσκονται σε φάση κατασκευής. Από τις πλέον συστηματικές εργασίες επαναχρησιμοποίησης είναι αυτές του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. στη περιοχή Θεσσαλονίκης οι οποίες αφορούν άρδευση ζαχαρότευτλων, βάμβακος, ρυζιού καθώς και ντομάτας και ζέρμπερας σε θερμοκήπιο με ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., 1998; Ντάνος κ.ά, 2001). 11

Βέβαια, για την εξοικονόμηση νερού, σημαντικό ρόλο παίζει η κατάλληλη επιλογή καλλιεργειών, οι οποίες θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις υφιστάμενες υδρολογικές συνθήκες. Έτσι, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εφαρμόζονται υδροβόρες καλλιέργειες όπως βαμβάκι, αραβόσιτο, ζαχαρότευτλα κ.λπ σε περιοχές ελλειμματικές σε νερό, ενώ αντίθετα θα πρέπει να προτιμούνται οι ξηρικές καλλιέργειες. Είναι προφανές ότι προκειμένου να εφαρμοσθούν οι προαναφερθείσες μέθοδοι εξοικονόμησης αρδευτικού νερού δεν αρκεί η καλή διάθεση από πλευράς παραγωγών, για παράδειγμα δεν αρκεί η προθυμία των αγροτών να χρησιμοποιήσουν ανακτημένο νερό για άρδευση, αλλά προφανώς απαιτούνται οι κατάλληλες υποδομές και η θέσπιση κανονισμών για τον τρόπο εφαρμογής της μεθόδου. Αλλά και αντίστροφα δεν αρκεί η κατασκευή έργων και η τακτική τους συντήρηση από τους κρατικούς φορείς αν παράλληλα δεν εφαρμόζονται και οι κανόνες ορθολογικής γεωργικής πρακτικής από τους παραγωγούς. Επομένως, προκειμένου να υπάρξουν ουσιαστικά αποτελέσματα στο θέμα της εξοικονόμησης του νερού, απαιτείται η συνεργασία των παραγωγών και των κρατικών φορέων έτσι ώστε να επιτευχθεί μια ολοκληρωμένη ορθολογική διαχείριση του αρδευτικού ύδατος. 4.2. Τιμολόγηση αρδευτικού νερού Ο συνδυασμός της αύξησης του πληθυσμού, της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, της μείωσης των υδατικών αποθεμάτων και της έλλειψης οικονομικών πόρων για την κατασκευή των απαιτούμενων έργων υποδομής εντείνουν διαρκώς τον ανταγωνισμό γύρω από το νερό. Έτσι, η οικονομική εκτίμηση των διάφορων σχετικών δράσεων παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στις κυβερνητικές αποφάσεις που αφορούν τη διάθεση του νερού, αφού είναι πλέον σαφές ότι αυξάνει η σημασία της πιο αποδοτικής διαχείρισής του (Dinar et al., 1997). Για τους λόγους αυτούς η Agenda 21 (1992), η διακήρυξη του Δουβλίνου της Διεθνούς Διάσκεψης για το νερό (1992), καθώς και το 20 Παγκόσμιο Φόρουμ για το νερό (2000) έχουν ήδη αποδεχθεί την έννοια της αντιμετώπισής του ως οικονομικού αγαθού. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των νερών εξέδωσαν Οδηγία (Directive 2000/60/EU) με την οποία προτείνεται η χρήση οικονομικών αρχών και εργαλείων για την επίτευξη συγκεκριμένων περιβαλλοντικών στόχων. Η Οδηγία θεωρεί το νερό ταυτόχρονα ως περιβαλλοντικό, κοινωνικό και οικονομικό αγαθό. Έτσι λοιπόν ένα επιπρόσθετο σημαντικό εργαλείο που εισάγει η Οδηγία είναι η ανάκτηση των υπηρεσιών νερού, ορίζοντας ως συνιστώσες αυτού, όχι μόνο το οικονομικό κόστος, αλλά και το περιβαλλοντικό κόστος και το κόστος των φυσικών πόρων. Η χώρα μας ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εναρμόνισε την εθνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, θεσπίζοντας το Νόμο 3199/2003 για την προστασία και διαχείριση των νερών με παράλληλη κατάργηση του Νόμου 1739/87. Σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν γίνει ή προωθούνται μεταρρυθμίσεις ώστε να εισαχθεί ένας καλύτερος τρόπος κάλυψης των δαπανών, αλλά προς το παρόν οι τιμές δεν καλύπτουν όλες τις δαπάνες παροχής υπηρεσιών. Στην πραγματικότητα, η ευρεία εικόνα για τη γεωργική και αστική χρήση του νερού, κυμαίνεται από την πλήρη κάλυψη των οικονομικών δαπανών (π.χ. στην Αγγλία κάθε πελάτης τιμολογείται), ως τη μηδενική κάλυψη των δαπανών (π.χ. στην 12

Ιρλανδία δεν υπάρχει καμία άμεση δαπάνη για το νερό). Επίσης μετά βίας εξετάζονται οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές δαπάνες καθώς και το κόστος αποκατάστασης των υδατικών πόρων (Taylor, 2003). Στην Ευρώπη υπάρχει ένα ευρύ φάσμα των δομών τιμολόγησης του νερού. Η πιο κοινή προσέγγιση στην τιμολόγηση συνδυάζει ένα σταθερό στοιχείο, σχετικό με τη σύνδεση στο δίκτυο και ένα μεταβλητό συστατικό, βασισμένο στην ογκομετρική κατανάλωση. Η ογκομετρική τιμολόγηση χρησιμοποιείται κυρίως για τους αστικούς και τους βιομηχανικούς χρήστες, ενώ η τιμολόγηση βασισμένη στην αρδευόμενη επιφάνεια, είναι κυρίαρχη στη γεωργία. Η τελευταία μέθοδος κυριαρχεί και στην Ελλάδα εκτός από λίγες περιπτώσεις που η τιμολόγηση βασίζεται στην κατανάλωση του αρδευτικού νερού (Panoras and Mavroudis, 1995). Ο παραδοσιακός τρόπος τιμολόγησης του αρδευτικού νερού στη χώρα μας δεν είναι σύμφωνος με το νόμο 3199/2003, αφού δεν λαμβάνει υπόψη του την πραγματική κατανάλωση του νερού από κάθε γεωργό, αλλά μόνο την καλλιεργούμενη έκταση που αρδεύεται, με αποτέλεσμα να σπαταλώνται πολύ μεγάλες ποσότητες νερού και να προκαλούνται μεγάλα προβλήματα, όπως: α) η μη ικανοποίηση των αυξανόμενων αναγκών σε νερό των οικισμών, β)η μη επέκταση των αρδεύσεων, γ) η έλλειψη υδατικών πόρων κατά τη θερινή περίοδο στα κατάντη των ποταμών, γεγονός που επηρεάζει δυσμενώς την πανίδα και χλωρίδα των δέλτα των ποταμών, δ) η άνοδος της φρεάτιας γραμμής που προκαλεί δευτερογενή αλάτωση των εδαφών (Mavroudis et al., 1999), ε) η μη αποτελεσματική λειτουργία των στραγγιστικών δικτύων με πολλές παρενέργειες σε εδάφη και φυτά και στ) η έκπλυση των αγροχημικών και η ρύπανση επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Η χρέωση του αρδευτικού νερού στα συλλογικά δίκτυα με βάση τον καταναλισκόμενο όγκο νερού συμβάλλει τα μέγιστα στον περιορισμό των απωλειών και αποτελεί και την τελική επιδίωξη των φορέων διαχείρισης του αρδευτικού νερού. Υπάρχουν όμως αντικειμενικές δυσκολίες για την άμεση εφαρμογή του τρόπου αυτού. Συνεπώς, ένα ενδιάμεσο στάδιο που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα χωρίς να απαιτείται καμία απολύτως επένδυση σε υποδομές, είναι η χρέωση του αρδευτικού νερού βάσει της υδατοκατανάλωσης κάθε καλλιέργειας. Ο προτεινόμενος αυτός τρόπος χρέωσης, δεν μπορεί να εξασφαλίσει την απόλυτα δίκαιη κατανομή της δαπάνης χρήσης του νερού, γιατί προϋποθέτει ότι ο γεωργός κάνει λογική χρήση του νερού στο χωράφι του. Συνήθως, σε περιοχές με στενότητα υδατικών πόρων, η διαχείριση του αρδευτικού νερού από τους φορείς και τα μέλη τους είναι καλή και η προαναφερθείσα προϋπόθεση ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Αντίθετα, σε περιοχές με αφθονία υδατικών πόρων, υπάρχουν περιπτώσεις που οι φορείς και τα μέλη τους δεν διαχειρίζονται όπως πρέπει το αρδευτικό νερό με αποτέλεσμα να γίνεται όχι μόνο σπατάλη των υδατικών πόρων αλλά και να δημιουργούνται δυσάρεστες επιπτώσεις σε έδαφος και φυτό. Παρ όλα αυτά, η εφαρμογή του τρόπου αυτού κρίνεται απαραίτητη γιατί αφενός μεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της αρδευτικής συνείδησης του γεωργού, αφού πληρώνει με βάση τις ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό και αφετέρου δίνει τη δυνατότητα στους φορείς διαχείρισης του αρδευτικού νερού να παροχετεύουν τις αναγκαίες ποσότητες με πολλαπλά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Επίσης, η υλοποίηση αυτού του τρόπου χρέωσης θα προετοιμάσει τον Έλληνα γεωργό να αποδεχθεί την χρέωση του νερού με βάση των καταναλισκόμενο όγκο, 13

πρακτική που επιβάλλει η Εθνική και Ευρωπαϊκή νομοθεσία, όταν θα δημιουργηθεί η απαραίτητη τεχνολογική υποδομή σε ελεύθερης ροής και υπό πίεση αρδευτικά δίκτυα. 4.3. Ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση υδατικών πόρων Οι προσπάθειες της Ελλάδας για να ενταχθεί στον χώρο των αναπτυγμένων κρατών συνδέθηκαν με μία αναπτυξιακή πολιτική που απαίτησε ευρεία χρήση των υδατικών πόρων, οι οποίοι αξιοποιήθηκαν χωρίς την απαιτούμενη πληρότητα επιστημονικής τεκμηρίωσης με δυσμενή ποσοτικά και ποιοτικά αποτελέσματα στο υδατικό ισοζύγιο. Στο πλαίσιο αυτής της αναπτυξιακής πολιτικής ήταν και η ώθηση του αγροτικού τομέα προς την εντατικοποίηση των καλλιεργειών που είχε ως αποτέλεσμα αφενός την αλόγιστη χρήση των υδατικών πόρων με συνέπεια να δημιουργηθούν προβλήματα στο υδατικό ισοζύγιο και αφετέρου την αλόγιστη χρήση λιπασμάτων με συνέπεια την εμφάνιση νιτρωδών, νιτρικών αλάτων και άλλων ρυπαντών στα υπόγεια και επιφανειακά νερά. Όσον αφορά στην ποσοτική υποβάθμιση των υδάτων, η υπερεκμετάλλευση των υπόγειων υδροφορέων, δηλαδή η εκμετάλλευση των μόνιμων αποθεμάτων έχει σαν αποτέλεσμα την εγκατάσταση αρνητικού ισοζυγίου με τεχνικές και κοινωνικοοικονομικές συνέπειες, όπως π.χ. μείωση απόδοσης ή αχρήστευση υδροληπτικών έργων, αύξηση του κόστους άντλησης και κατασκευής νέων έργων, επιδράσεις στην άρδευση και μείωση της παραγωγής, καθιζήσεις εδάφους, πτώση στάθμης λιμνών, προβληματική ύδρευση λόγω ανεπάρκειας κάλυψης των απαιτήσεων που οδηγεί σε αναζήτηση νέων υδατικών πόρων, επιδράσεις στους επιφανειακούς αποδέκτες, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα καθώς και ποιοτική υποβάθμιση (διείσδυση της θάλασσας στους παραλιακούς υδροφορείς και υφαλμύρωση). Χαρακτηριστικά παραδείγματα ποσοτικής υποβάθμισης από υπερεκμετάλλευση υπόγειων υδροφορέων, είναι τα ακόλουθα: α) Στην Καλιφόρνια παρατηρήθηκε πτώση στάθμης 100 m με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία ζώνη μήκους 113 Km με καθιζήσεις. Η μέγιστη καθίζηση που παραγματοποιήθηκε ήταν 8,5 m, β) Στο Phoenix της Αριζόνα αντλήσεις μεγαλύτερες των ετήσιων επαναπληρώσεων κατά 3,1x10 9 m 3 οδήγησαν σε πτώση στάθμης >120 m και καθιζήσεις >3 m, γ) Στην Σαγκάη οι αντλήσεις το 1962 έφτασαν μέχρι 3 m 3 /sec με αποτέλεσμα η στάθμη των υπόγειων υδάτων να κατέβει περίπου 20-30 m και να προκληθούν καθιζήσεις 2,5-3 m. Στην Ελλάδα, προβλήματα καθιζήσεων έχουν παρουσιαστεί στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, στη Νότια Θεσσαλία, στο Λεκανοπέδιο Αθηνών (Φάληρο-Καλλιθέα), στη Μεγαλόπολη (αντλήσεις προστασίας ορυχείων), στη λεκάνη Ξυνιάδας, στην κοιλάδα του Σπερχειού κ.λπ. Πιο συγκεκριμένα, στη Θεσσαλία αρδεύονται 2,5εκατομ. στρέμματα (19% του συνόλου των αρδευόμενων εκτάσεων της Ελλάδας). Το 70% των εκτάσεων αυτών της Θεσσαλίας αρδεύονται από υπόγεια νερά. Αποτέλεσμα τούτου είναι η πτώση της υδροστατικής στάθμης πολλές δεκάδες μέτρα, η μείωση των μόνιμων αποθεμάτων, η διείσδυση της θάλασσας στα ΝΑ της πεδιάδας και η εκδήλωση καθιζήσεων. Όσον αφορά στην ποιοτική υποβάθμιση των υδάτων, η έντονη γεωργική χρήση έχει ως συνέπειες: α) την υφαλμύριση παράκτιων ζωνών κυρίως λόγω υπεραντλήσεων και β)τη νιτρορύπανση κυρίως λόγω υπερλιπάνσεων. 14

Οι υπεραντλήσεις των παράκτιων υδροφορέων έχουν ως αποτέλεσμα την μείωση του υδραυλικού φορτίου των γλυκών νερών προκαλώντας έτσι τη διήθηση του θαλασσινού νερού διαμέσου του πυθμένα και των πλευρών της θάλασσας στο υπέδαφος της παραλιακής χερσαίας ζώνης υπό μορφή σφήνας κάτω από το γλυκό νερό απωθώντας το προς το εσωτερικό. Το φαινόμενο της υφαλμύρινσης ήταν το πρώτο είδος ρύπανσης των υπόγειων νερών στον ελληνικό χώρο και έχει επιστημονικά διαγνωστεί εδώ και πολλά χρόνια. Σε αυτό έχει συμβάλλει η μεγάλη ακτογραμμή της χώρας καθώς και η γεωλογική της δομή που προκαλούν εξαιρετική ευαισθησία στη θαλάσσια διείσδυση. Η ρύπανση που προέρχεται από τις αγροτικές δραστηριότητες είναι κυρίως νιτρικά ιόντα NΟ3 τα οποία είναι και η ανόργανη μορφή του αζώτου. Τα νιτρικά στο νερό προέρχονται τόσο από φυσικές πηγές όσο και από ανθρωπογενείς. Οι φυσικές πηγές περιλαμβάνουν την αποσύνθεση των αζωτούχων ιστών των φυτών, τις γεωλογικές αποθέσεις νιτρικών αλάτων όπως το νιτρικό νάτριο, καθώς και τη διάπλυση των νιτρικών από την ατμόσφαιρα με κατακρήμνιση. Όσον αφορά στις ανθρωπογενείς πηγές οι κυριότερες εξ αυτών είναι η ακατάλληλη διάθεση υγρών αποβλήτων (απορροφητικοί βόθροι), διάφορες βιομηχανικές λειτουργίες και πολλές αγροτικές δραστηριότητες. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι το άζωτο από συνθετικά λιπάσματα είναι η κυριότερη πηγή νιτρικών σε ρυπασμένα υπόγεια νερά. Οι τύποι της καλλιέργειας και το σύστημα της καλλιέργειας είναι σημαντικά για τον προσδιορισμό της δυνατότητας εισόδου των νιτρικών στο υπόγειο νερό. Αρδευόμενες καλλιέργειες σε αμμώδη εδάφη, καλλιέργειες με λαχανικά χωρίς μεγάλες ρίζες και πολλή λίπανση, καθώς και άλλες καλλιέργειες κηπευτικών με μεγάλη λίπανση ευνοούν την εμφάνιση ρύπανσης με νιτρικά. Επίσης στις καλλιέργειες καλαμποκιού χρησιμοποιείται μεγαλύτερη ποσότητα αζώτου σε λιπάσματα σε σχέση με άλλες καλλιέργειες. Ένα σημαντικό στοιχείο που έχει εξαχθεί από διάφορες μελέτες είναι ότι το περισσότερο άζωτο που εισάγεται (πάνω από το 50%) παραμένει στο χωράφι παρά χρησιμοποιείται από την καλλιέργεια. Άμεσο επακόλουθο είναι η μεταφορά του στο έδαφος και ιδίως στα υπόγεια νερά ως νιτρικά (Αργυρόπουλος κ.ά., 2003). Προκειμένου να μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις από την αλόγιστη χρήση των υπόγειων υδάτων θα πρέπει κατά περίπτωση να μειωθεί σημαντικά ή ακόμα και να διακοπεί αν κρίνεται απαραίτητο η άντληση του υπόγειου νερού. Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλλει η μετατροπή των αρδευόμενων εκτάσεων σε βελτιωμένες ποικιλίες ξηρικών καλλιεργειών, ανεκτικών σε ξηρασίες και ασθένειες. Ένας μηχανισμός διατήρησης του νερού αλλά και αντιμετώπισης της υπεράντλησης είναι ο τεχνητός εμπλουτισμός (Brown Signor 1974, Davis 1964), με τον οποίο επιτυγχάνεται αύξηση της φυσικής ροής του επιφανειακού νερού προς τους υδροφόρους με την κατασκευή κατάλληλων έργων, την κατάκλιση με νερό ή τη μεταβολή των φυσικών συνθηκών (Todd, 1980). Προϋπόθεση για την εφαρμογή του τεχνητού εμπλουτισμού είναι η ύπαρξη αρκετής ποσότητας νερού καλής ποιότητας. Στην Ελλάδα βρίσκονται σε εξέλιξη πιλοτικά ερευνητικά προγράμματα τεχνητού εμπλουτισμού, όπως π.χ. στη βόρεια παραλιακή και ημιλοφώδη Κορινθία, όπου εκπονούνται από το Ε.Μ.Π. διάφορα πειράματα από τα οποία προκύπτει η σημαντική αξία του τεχνητού 15

εμπλουτισμού μέσω πηγαδιών και χειμερινών αρδεύσεων. Άλλα ερευνητικά προγράμματα τεχνητού εμπλουτισμού πραγματοποιούνται στο Αργολικό πεδίο, στην πεδιάδα της Ξάνθης, της Βέροιας και της νότιας Θεσσαλίας. Είναι προφανές, ότι ο περιορισμός των αντλήσεων σε σημαντικό βαθμό επιβάλλει την υποκατάσταση των υπόγειων νερών με επιφανειακά, το οποίο για να επιτευχθεί προϋποθέτει την κατασκευή νέων έργων συλλογής και ταμίευσης επιφανειακών απορροών. Όπως έχει προαναφερθεί, ο συνολικός αριθμός των κατασκευασμένων φραγμάτων και λιμνοδεξαμενών στην χώρα γενικά υστερεί κατά πολύ από άλλες ευρωπαϊκές και μεσογειακές χώρες, επομένως υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω ανάπτυξη των έργων αξιοποίησης επιφανειακών υδάτων που θα μπορούσαν να αποσβήσουν σταδιακά τις έντονες πιέσεις που ασκούνται σήμερα στους υπόγειους υδροφορείς. Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινιστεί ότι η κατασκευή νέων έργων ταμίευσης δεν αντιτίθεται στην Οδηγία Πλαίσο για τα Νερά 2000/60. Η βαρύτητα στην περιβαλλοντική διάσταση του νερού που είναι διάχυτη στο σύνολο της Οδηγίας είναι δυνατόν να οδηγήσει σε παρερμηνείες και υπεραπλουστεύσεις προκαλώντας έτσι ένα πρόσθετο εμπόδιο στην ανάπτυξη έργων εκμετάλλευσης επιφανειακών νερών. Αντίθετα, είναι σαφές ότι η Οδηγία επιτρέπει το να λάβουν χώρα νέες τροποποιήσεις των υδατικών συστημάτων αν και εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, όπως π.χ. να λαμβάνονται όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα για το μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων στην κατάσταση του υδατικού συστήματος, να εκτίθεται στο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού η αιτιολογία των τροποποιήσεων ή των μεταβολών, οι λόγοι για τις τροποποιήσεις ή τις μεταβολές αυτές να υπαγορεύονται επιτακτικά από το δημόσιο συμφέρον και να υπάρχουν σοβαρά οφέλη για την υγεία των ανθρώπων, για τη διαφύλαξη της ασφάλειάς τους ή για τη βιώσιμη ανάπτυξη και οι ευεργετικοί στόχοι των μεταβολών των υδατικών συστημάτων να μη μπορούν για τεχνικούς λόγους ή λόγω υπέρμετρου κόστους, να επιτευχθούν με άλλα μέσα που συνιστούν πολύ καλύτερη περιβαλλοντική επιλογή. (Κουτσογιάννης και Τσελέντης, 2002). Άρα, είναι ευνόητο ότι για κάθε νέο αναπτυξιακό έργο για το νερό που προγραμματίζεται, θα πρέπει να αποδεικνύεται με σοβαρές μελέτες ότι συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Αναμφισβήτητα, στον περιορισμό της ρύπανσης των υδάτων, σημαντικό ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει και η στροφή προς τη βιολογική γεωργία. Συγκεκριμένα, η βιολογική γεωργία είναι ένα σύστημα ολοκληρωμένης παραγωγής, με μειωμένους βαθμούς ελευθερίας όσον αφορά τις εισροές θρεπτικών στοιχείων (λιπάνσεων) και των φυτοπροστατευτικών ουσιών, σε σύγκριση με τα κλασικά συστήματα παραγωγής. Τα προϊόντα βιολογικής γεωργίας παράγονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού Ε.Ο.Κ. 2092/91. Αποτέλεσμα των βιολογικών καλλιεργειών είναι όχι μόνο η παραγωγή προϊόντων υψηλότερης ποιότητας και διατροφικής ασφάλειας, αλλά και η προστασία του εδάφους και των υδάτων από τη ρύπανση που προκαλεί η χρήση συνθετικών λιπασμάτων. Βέβαια, η μέθοδος καλλιέργειας αυτή δεν μπορεί προφανώς να είναι όσο αποδοτική είναι η συμβατική μέθοδος, οπότε απαιτούνται συγκριτικά μεγαλύτερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και περισσότερο ανθρώπινο δυναμικό με συνέπεια να αυξάνει το κόστος παραγωγής. Η Ελλάδα αρχικά κατείχε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά βιολογικά καλλιεργούμενης έκτασης συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα το έτος 1999 οι 16

βιολογικές καλλιέργειες ως ποσοστό της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης έφταναν μόλις το 0,6%. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια εξελίχθηκε σημαντικά με αποτέλεσμα το 2005 το ποσοστό αυτό να διαμορφωθεί στο 7,2% περίπου, δηλαδή σε ποσοστό συγκρίσιμο με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2007 σε ολόκληρη τη χώρα, οι βιολογικά καλλιεργούμενες εκτάσεις ανήλθαν σε 1.747 χιλ. στρέμματα. Η περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό σε βιολογικά καλλιεργούμενες εκτάσεις (μερίδιο 18,9% μαζί με τους βοσκότοπους), ενώ όσον αφορά τα είδη καλλιέργειας, την πρώτη θέση κατείχαν τα δημητριακά με ποσοστό 31,3% επί του συνόλου των βιοκαλλιεργούμενων εκτάσεων ακολούθησαν τα σανοδοτικά φυτά με ποσοστό 28,6% και η ελιά με μερίδιο 27,8%. Αξιόλογο ποσοστό επίσης κατέλαβαν και οι αμπελοκαλλιέργειες (3,9%)(Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, 2007). Η αξία της εγχώριας αγοράς εκτιμάται για το 1999 σε 7,6 εκατ. με τις εισαγωγές να αντιπροσωπεύουν το 25% αυτής, ενώ το 2006 η εκτίμηση φτάνει τα 51,8 εκατ. με τις εισαγωγές να καλύπτουν το 65% αυτής.(βλ. Πίνακας VI Παραρτήματος). Από τα παραπάνω στοιχεία, παρατηρείται ότι το μέγεθος της εγχώριας αγορά των βιολογικών προϊόντων αυξάνει με ταχύτατους ρυθμούς ενώ αντίστοιχα αυξάνονται και οι εισαγωγές βιολογικών τροφίμων, δηλαδή ενώ το ελληνικό καταναλωτικό κοινό στρέφεται προς την αγορά βιολογικών προϊόντων, η εγχώρια παραγωγή τους δεν ανταποκρίνεται ακόμα στην αύξηση αυτή της ζήτησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές των βιολογικών προϊόντων εκτιμάται ότι είναι κατά 30% ανώτερες από αυτές των συμβατικών προϊόντων (ICAP GROUP, 2009), γεγονός που οφείλεται και στο αυξημένο κόστος παραγωγής των βιολογικών προϊόντων όπως προαναφέρθηκε. Παρόλα αυτά όμως, αυτό δεν φαίνεται να ανακόπτει την αυξανόμενη ζήτηση τους, δηλαδή το ελληνικό κοινό φαίνεται πρόθυμο να καταβάλει το αυξημένο αντίτιμο. Συμπερασματικά, οι προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς βιολογικών προϊόντων διαφαίνονται αρκετά ευοίωνες, επομένως θα είναι σκόπιμο οι έλληνες παραγωγοί να στραφούν προς αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλοντας έτσι, συν τοις άλλοις, και στην προστασία του περιβάλλοντος και ειδικότερα των υδατικών πόρων από τη ρύπανση. 4.4. Κατανάλωση ενέργειας από τον γεωργικό τομέα Ένα σημαντικό πρόβλημα που παρουσιάζει ο γεωργικός τομέας στην Ελλάδα όπως και σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες του δυτικού πολιτισμού είναι η υπερκατανάλωση ενέργειας. Aπό το 1950 περίπου, που άρχισε η βιομηχανοποίηση της γεωργίας, οι ενεργειακές απαιτήσεις για γεωργική παραγωγή αυξήθηκαν κατά 50 φορές σε σύγκριση με την παραδοσιακή γεωργία. Συγκεκριμένα, η αύξηση της απαιτούμενης ενέργειας, η οποία παρέχεται από ορυκτά καύσιμα, οφείλεται (Pfeiffer, 2004): 1)στην παραγωγή ανόργανων λιπασμάτων (για την παραγωγή ενός κιλού αζωτούχου λιπάσματος απαιτείται 1,4 με 1,8 λίτρα ορυκτού καυσίμου), 2) στη λειτουργία και κίνηση των αγροτικών μηχανημάτων, 3) στη μεταφορά των προϊόντων, 4) στην άντληση νερού και την τεχνητή άρδευση με πετρελαιοκίνητες μηχανές, 5)στην παραγωγή φυτοφαρμάκων κ.α. Η βιομηχανοποίηση αυτή της γεωργίας είχε φυσικά σαν στόχο την αύξηση της γεωργικής παραγωγής, η οποία πράγματι επιτεύχθηκε αρχικά σε εντυπωσιακό βαθμό. Ωστόσο, η αύξηση αυτή δεν ήταν ανάλογη της αύξησης της κατανάλωσης ενέργειας. Μέχρι το 1994, ο τετραπλασιασμός της καταναλώμενης ενέργειας οδήγησε σε τριπλασιασμό της γεωργικής παραγωγής. Από τότε μέχρι σήμερα, η υποβάθμιση του εδάφους (λόγω 17