μπορεί να φέρει πλεονεκτήματα, είναι δύσκολο να ειπωθεί ότι αυτά είναι πλεονεκτήματα εγγενή στη φύση της εταιρείας. Η εκλεκτική προσέγγιση (OLI 1976) Η θεωρία OLI στοχεύει στην εξήγηση των πολυεθνικών διαδικασιών των εταιρειών, του επιπέδου επιτυχίας τους και του σχεδίου(της πατέντας) μέσω του οποίου προκύπτουν. Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις καθορίζονται από τα συγκεκριμένα περιφερειακά χαρακτηριστικά της πατρίδας και της χώρας υποδοχής, από το εύρος και τον τύπο των προϊόντων της δραστηριότητας ή της βιομηχανίας στην οποία ανήκει η εταιρεία και τη στρατηγική της διαχείρισης, οργάνωσης και δομής την οποία επιθυμεί να αποκτήσει η εταιρεία μέσω της επένδυσης. Τα πλεονεκτήματα ιδιοκτησίας είναι κεφάλαια ή δικαιώματα τα οποία η επιχείρηση κατέχει ή στα οποία μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σ αυτά, και τα οποία δεν είναι προσιτά για άλλες εγχώριες ή ξένες εταιρείες και η χρήση των οποίων δίνει ένα ορισμένο ποσό ανωτερότητας στη συγκεκριμένη εταιρεία απέναντι στον ανταγωνισμό. Αυτά τα κεφάλαια ή τα δικαιώματα είναι προϊόν ή διαδικασία τεχνολογικής έντασης, διαφοροποίησης προϊόντων, οικονομιών κλίμακας κ.λπ. Υπάρχουν τρεις τύποι συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων για μια εταιρεία: 1) τα πλεονεκτήματα κεφαλαίου (Oa) που είναι πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την κατοχή ή την πρόσβαση σε κεφάλαια που παράγουν κέρδη και 2) τα δομικά πλεονεκτήματα ή πλεονεκτήματα ελαχιστοποίησης κόστους συναλλαγής (Ot) που είναι πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τη δομή της επιχείρησης α) τα πλεονεκτήματα μιας επιχείρησης με πολλές εγκαταστάσεις και β) τα πλεονεκτήματα της γεωγραφικής διασποράς και της πολυεθνικότητας. Τα πλεονεκτήματα ιδιοκτησίας (Ο) μπορούν είτε να αποκτηθούν (όπως με την απόκτηση μιας ανταγωνιστικής εταιρείας) είτε να δημιουργηθούν μέσα στην ίδια την εταιρεία. (Παραδείγματα: δικαιώματα ιδιοκτησίας, καινοτομίες προϊόντων, διαχείριση, συστήματα μάρκετινγκ, οργάνωση της εργασίας, γνώση, ανθρώπινο δυναμικό, τεχνογνωσία (Oa), οικονομίες φάσματος, πρόσβαση σε δεδομένα πληροφοριών (access to input), οικονομίες συνέργειας, περιοχές με διαφορετικά νομίσματα, (Ot) κ.λπ.). Τα πλεονεκτήματα τοποθεσίας είναι τα κεφάλαια (φυσικά ή όχι) που είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη χώρα, όπως η διαθεσιμότητα και το κόστος των φυσικών πόρων, η διαθεσιμότητα το κόστος και η δυνατότητα του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και οι εμπορικοί περιορισμοί, οι κυβερνητικές πολιτικές, ή το μέγεθος αγοράς και η ανάπτυξή της κ.λπ. Η βέλτιστη εκμετάλλευση τέτοιων πλεονεκτημάτων (και συχνά ο μοναδικός τρόπος της εκμετάλλευσης) υπονοεί την τοποθέτηση των περιοχών παραγωγής ή άλλων εγκαταστάσεων στην περιοχή που διαθέτει εκείνα τα πλεονεκτήματα τοποθεσίας. Η φύση αυτών των πλεονεκτημάτων ποικίλλει ανάλογα με τις δραστηριότητες και τη φύση της εταιρείας και της περιβάλλουσας βιομηχανίας «...Όσο πιο άνιση η γεωγραφική διανομή συντελεστών παραγωγής, τόσο πιο πιθανό είναι να πραγματοποιηθεί η διεθνής παραγωγή.» [Dunning 1988, p11 (παραδείγματα: εμπορικοί περιορισμοί, χαμηλά έξοδα μεταφοράς, τελωνειακές ενώσεις ή περιφερειακό εμπόριο, κυβερνητική παρέμβαση (αρνητική ή θετική), χαμηλά συναλλαγματικά ρίσκα, συντελεστών παραγωγής (ποιότητα, τιμή, διαθεσιμότητα), κ.λπ.). Τα πλεονεκτήματα εσωτερικοποίησης είναι τα οριακά οφέλη που αποκομίζονται από την εσωτερική χρήση ειδικών εταιρικών κεφαλαίων παρά από την πώληση των δικαιωμάτων για τη χρήση τους στις εξωτερικές αγορές ή σε εξωτερικούς συνεργάτες, αποφεύγοντας κατ αυτό τον τρόπο το κόστος και την ανεπάρκεια αγοράς για την ανάληψη ορισμένων τύπων συναλλαγών. Αυτά τα 301
πλεονεκτήματα μπορούν να προέλθουν είτε από την αποδοτικότητα της εσωτερικής δομής και της ιεραρχίας της επιχείρησης που μπορούν καλύτερα να χρησιμοποιήσουν το κεφάλαιο, ή από τη μονοπωλιακή φύση των κεφαλαίων. «Όσο περισσότερο οι επιχειρήσεις μιας χώρας που σχετίζονται με εκείνες μιας άλλης κατέχουν τα πλεονεκτήματα ιδιοκτησίας (Ο), τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο που πρέπει να εσωτερικοποιήσουν παρά να εξωτερικεύσουν τη χρήση τους... [και]... μια χώρα είναι πιθανό να προσελκύσει την επένδυση από ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις [MNEs (Multinational Enterprises)] όταν ισχύουν οι αντίστροφοι όροι.» [Dunning 1993, p. 80] (παραδείγματα: μεταβιβαστική τιμολόγηση, αποφυγή του κόστους αναζήτησης και διαπραγμάτευσης της αβεβαιότητας, έλεγχος των πόρων κ.λπ.) Γενικά «... όσο υψηλότερες οι δαπάνες συναλλαγής από την χρησιμοποίηση της αγοράς ως ένα πρότυπο συναλλαγών, και όσο μεγαλύτερη η αποδοτικότητα πολυεθνικών επιχειρήσεων ως συντονιστών των γεωγραφικά διασκορπισμένων δραστηριοτήτων, τόσο πιο πιθανό είναι να πραγματοποιηθεί μια διεθνής παραγωγή.» [Dunning 1988, p. 11]. Τα πλεονεκτήματα ιδιοκτησίας και εσωτερικοποίησης μπορούν να αναλυθούν και από μια άλλη οπτική γωνία. Ως όργανα μιας επιχείρησης για να διευκολύνει τα διαφορετικά στοιχεία που επιδιώκει σε μια ξένη αγορά, τα πλεονεκτήματα ως προς την τοποθεσία μαζί με τις διαφορετικές εκδόσεις των άλλων δύο πλεονεκτημάτων, τα οποία παρέχουν με τη σειρά τους τα μέσα για τη μέγιστη χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων επιχειρησιακών πλεονεκτημάτων και των πλεονεκτημάτων εσωτερικοποίησης. Ο στόχος των επιχειρήσεων χαρακτηρίζεται από το πλεονέκτημα που επιδιώκει. Ο στόχος είναι σπάνια μοναδικός και συνδυάζεται συνήθως με έναν άλλο στόχο. Market seeking investment (Επένδυση που αναζητά την αγορά): Ο στόχος της είναι να εξυπηρετήσει την αγορά στην οποία γίνεται η επένδυση, υπό την έννοια ότι τα χαρακτηριστικά της εταιρείας και της χώρας υπονοούν ότι η αγορά εξυπηρετείται καλύτερα με την τοπική παραγωγή παρά με τις εξαγωγές από την χώρα εξαγωγής ή τη χορήγηση αδειών στους τοπικούς επιχειρηματίες. Είναι κοινή πεποίθηση ότι οι επενδύσεις που αναζητούν αγορά είναι απαντήσεις στους κυβερνητικούς περιορισμούς στο εμπόριο. Αυτό μπορεί να ισχύει σε πολλές περιπτώσεις, όμως ακόμα υπάρχουν περισσότεροι παράγοντες που υπογραμμίζουν το καθορισμό μιας τέτοιας απόφασης. Εφόσον η είσοδος των ξένων επενδυτών έχει επιπτώσεις στους μακροοικονομικούς στόχους της χώρας υποδοχής, όπως την ανεργία, το ΑΕΠ, τον πληθωρισμό και τα λοιπά, καθώς επίσης και στη μικροοικονομική κατάσταση κάθε τομέα, παραδείγματος χάριν στον ανταγωνισμό, την Ε&Α κ.λπ., οι χώρες υποδοχής επιβάλλουν κανονισμούς προκειμένου να διατηρηθεί κάποιος έλεγχος της κατάστασης. Efficiency seeking investment (Επένδυση που επιδιώκει απόδοση ή ορθολογική επένδυση): Αυτό το είδος επένδυσης αναλαμβάνεται κυρίως προκειμένου να επεκταθούν ή να αναδομηθούν οι δραστηριότητες μιας πολυεθνικής επιχείρησης στοχεύοντας στην αποδοτικότητα και την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης. Αυτό το είδος επένδυσης ακολουθεί συνήθως τις επενδύσεις που αναλαμβάνονται για έναν άλλο λόγο (αλληλουχία επενδύσεων). Το ενδιαφέρον για τέτοιες επενδύσεις παράγεται κυρίως από την απαιτητική φύση της τεχνολογικής ανάπτυξης καθώς επίσης και από την φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου. Οι επιχειρήσεις που ωφελούνται περισσότερο από τέτοιου είδους επένδυση (κατά συνέπεια, είναι συνήθως επενδυτές που επιδιώκουν την αποδοτικότητα), είναι εταιρείες που ανήκουν στους τομείς εντάσεως του κεφαλαίου ή τεχνολογίας. Αυτοί 302
οι τομείς προσφέρουν τις μεγάλες ευκαιρίες για οριακά αποτελέσματα εσωτερικοποίησης, καθώς επίσης και τη βέλτιστη εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας και του φάσματος, καθώς επίσης και της γεωγραφικής ειδίκευσης. Ένα άλλο πλεονέκτημα τέτοιων επιχειρήσεων, πάντα υπό τη θεώρηση της διασυνοριακής παραγωγής, είναι η αυξανόμενη δυνατότητά τους να χειριστούν τις δραστηριότητές τους για προστιθέμενη αξία, και κατά συνέπεια να κάνουν αποτελεσματική μεταβιβαστική τιμολόγηση. Strategic asset seeking investment (Επένδυση που αναζητά στρατηγικό πλεονέκτημα): Αυτή η επένδυση αναλαμβάνεται με σκοπό να διατηρήσει ή να μεγεθύνει η επιχείρηση τα πλεονεκτήματα της πολυεθνικότητας, όπως τη παγκόσμια ανταγωνιστικότητα. Αυτό το είδος επένδυσης συγκεντρώνεται κυρίως σε δυτικοευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές πολυεθνικές επιχειρήσεις ειδικά σε εκείνες που λειτουργούν σε παγκόσμια προσανατολισμένους τομείς. Η πρόθεση της εταιρείας είναι να αποκτήσει τα κεφάλαια που ωφελούν το διεθνές χαρτοφυλάκιο της επιχείρησης, καθώς επίσης και να βελτιώνει τα υπάρχοντα κεφάλαια και λειτουργίες. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας επένδυσης στη χώρα υποδοχής είναι αμφισβητούμενα και εξαρτώνται κυρίως από τα ειδικά χαρακτηριστικά της εν λόγω εταιρείας. Τα οφέλη είναι τα ίδια με τα οφέλη του ξένου κεφαλαίου, της τεχνολογίας κ.λπ.. Παρ όλα αυτά η αυξανόμενη οικονομική δύναμη μιας τέτοιας επιχείρησης μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στον έλεγχο της λειτουργίας της πολυεθνικής επιχείρησης. Rugman Ο Rugman έχει αναπτύξει μια γενική θεωρία που μελετά τις δραστηριότητες ΞΑΕ των πολυεθνικών επιχειρήσεων σχετικά με την έννοια της εσωτερικοποίησης ή διεθνοποίησης ως τον σύνδεσμο μεταξύ των διάφορων θεωριών που εξηγούν τα κίνητρα για τη ΞΑΕ. Βασισμένος στη θεωρία ατελειών της αγοράς του Coase και διάφορες αρχικές θεωρίες για την εσωτερικοποίηση του Coase (1937), του Hymer (1976), του Buckley-Casson (1976),του Dunning (1977) και άλλων, ο Rugman ενσωμάτωσε πολλές θεωρίες ΞΑΕ σε μια γενική θεωρία εσωτερικοποίησης. Το πρώτο βήμα προς την αποδοχή της απουσίας του ελεύθερου εμπορίου ήταν να συνειδητοποιηθούν οι ατέλειες σε όλες τις αγορές (αγορές προϊόντων και συντελεστών παραγωγής, αγορές κεφαλαίου κ.λπ.), οι οποίες έκαναν τις συναλλαγές σε άλλη χώρα μια ουτοπία. Μερικές ατέλειες της αγοράς είναι οι διαφορετικοί εμπορικοί περιορισμοί, η ασυμμετρία των πληροφοριών και της τεχνολογίας, οι δαπάνες συναλλαγών (πραγματικές και ονομαστικές) και άλλοι παράγοντες που προκύπτουν στην αγορά από το γεγονός ότι οι εμπορικές δραστηριότητες όχι μόνο στοχεύουν στο ομαλό και αποδοτικό εμπόριο αλλά και στην πραγματοποίηση κερδών για τις κυβερνήσεις και τα άτομα. Εκείνες οι ατέλειες της αγοράς δείχνουν ότι δεν υπάρχει πραγματικά απελευθέρωση των συναλλαγών αλλά αντ αυτού οι συναλλαγές επηρεάζονται από τους εξωτερικούς παράγοντες, καθώς επίσης και από το μέγιστο όφελος των ενδιαφερόμενων μερών. Αυτό που προτείνει ο Rugman, και οι προηγούμενοι συγγραφείς, είναι να στραφούν οι επιχειρήσεις στην εσωτερικοποίηση προκειμένου να παρακαμφθούν αυτές οι ατέλειες και να επιτευχθεί η μέγιστη αποδοτικότητα και τα μέγιστα κέρδη στις λειτουργίες τους. Όταν η εσωτερικοποίηση διεξάγεται έξω από τα εθνικά σύνορα τότε δημιουργείται μια πολυεθνική επιχείρηση. Η γενική θεωρία της εσωτερικοποίησης προτείνει ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εσωτερικοποιούνται προκειμένου είτε να αποφευχθούν είτε να χρησιμοποιηθούν οι διαφορετικές διεθνείς ατέλειες αγοράς με την ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς. Η εσωτερική αγορά κυριαρχείται από το όφελος της ίδιας της επιχείρησης, διανέμει τα 303
εταιρικά κεφάλαια όπως τη γνώση, με έναν τρόπο που μεγιστοποιεί την απόδοση, και μειώνει τις ατέλειες αγοράς και το κόστος που θα προέκυπταν εάν η ίδια η συναλλαγή πραγματοποιούνταν σε μια εξωτερική αγορά. Σύμφωνα με τον Rugman, εάν «... ο κόσμος χαρακτηριζόταν από ένα πρότυπο ελεύθερου εμπορίου, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις.» [Rugman 1980, p. 366]. Η θεωρία των ΞΑΕ μέχρι το 1980 (χρόνος της θεωρίας Rugman) πρότεινε ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις προκύπτουν από τις ατέλειες στις αγορές προϊόντων και συντελεστών παραγωγής και μετατρέπουν τα ως προς τη χώρα πλεονεκτήματα (που οδηγούν στο εμπόριο) σε εταιρικά (που οδηγούν στην ΞΑΕ). Η εσωτερικοποίηση υπαγορεύεται από την αναγνώριση των ατελειών αγοράς και του γεγονότος ότι αποτρέπουν την αποδοτική λειτουργία του διεθνούς εμπορίου. Ο Rugman έχει αναφέρει ότι «η εσωτερικοποίηση είναι μια εκλέπτυνση της προσέγγισης των ατελειών της αγοράς και ότι εξηγεί γιατί οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν εταιρικά αντί για πλεονεκτήματα που σχετίζονται με τη χώρα.» Parry (1985) Ο Rugman έχει δεχθεί κριτική από τον Parry (1985) με στόχο τη μη καθιέρωση της θεωρίας εσωτερικοποίησης ως «γενική» διότι δεν μπορεί να εξηγήσει όλες τις πτυχές της ΞΑΕ από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ο Parry προτείνει ότι η θεωρία εσωτερικοποίησης μπορεί να εξηγήσει μόνο μερικά είδη της ΞΑΕ, δηλαδή τη κάθετη ολοκλήρωση, τη μεταβιβαστική τιμολόγηση και τον ποιοτικό έλεγχο των εισροών. Η κάθετη ολοκλήρωση δημιουργείται από την ανάγκη να ελεγχθεί η παραγωγή πρώτης ύλης ή/και η διανομή τελικού αγαθού, διακόπτοντας τις μακροπρόθεσμες, μη κερδοφόρες και μη αποδοτικές συμβάσεις. Η μεταβιβαστική τιμολόγηση αποκρίνεται στους φορολογικούς κανονισμούς ή άλλες σχετικές ατέλειες και μπορεί να μειώσει τη παγκόσμια φορολογία της εταιρείας, και δεδομένου ότι μπορεί μόνο να πραγματοποιηθεί μεταξύ των υποκαταστημάτων της ίδιας εταιρείας αυτό οδηγεί στην ΞΑΕ. Η πολυεθνική επιχείρηση μπορεί επίσης να απαντήσει στην έλλειψη αξιόπιστων προμηθευτών πρώτων υλών ή των διανομέων των τελικών προϊόντων, και προκειμένου να ελεγχθεί η ποιότητα στις ξένες χώρες αναλαμβάνει την ΞΑΕ. Ο Parry υποστηρίζει ότι αυτοί είναι οι μόνοι τρόποι που τα οφέλη της εσωτερικοποίησης μπορούν να βοηθήσουν στο να αποφευχθούν οι ατέλειες της αγοράς. Ο Rugman απαντάει στην κριτική τονίζοντας το γεγονός ότι η θεωρία του δεν απορρίπτει πραγματικά τα συμπεράσματα του Parry, αλλά με το να συγκρίνει και να συνδυάζει τις διάφορες εξηγήσεις της ΞΑΕ η θεωρία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλα τα κίνητρα ή οι αρχικές θεωρήσεις για την ΞΑΕ έχουν τη βάση τους στις διάφορες ατέλειες της αγοράς και η εταιρεία τα υπερνικά ή τα εκμεταλλεύεται χρησιμοποιώντας την οικονομία εσωτερικών αγορών, κατά συνέπεια κατανέμοντας αποτελεσματικά τα εταιρικά πλεονεκτήματα. Τα ως προς την τοποθεσία πλεονεκτήματα έρχονται δεύτερα σε εκτίμηση και καθορίζονται σε σχέση με τα εταιρικά πλεονεκτήματα. Έχουν υπάρξει πολλά στοιχεία της αγοράς που έχουν θεωρηθεί ατέλειες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κίνητρα για την ΞΑΕ σε άλλες θεωρίες και οι προτεινόμενες «θεραπείες» εκμεταλλεύονται τα οφέλη της εσωτερικοποίησης. «Η διαδικασία της εσωτερικοποίησης εξηγεί τους περισσότερους (και πιθανώς όλους) από τους λόγους για την ΞΑΕ. Οι προηγούμενοι συγγραφείς στη βιβλιογραφία όσον αφορά τα κίνητρα για την ΞΑΕ είχαν ως σκοπό να προσδιορίσουν μία ή περισσότερες από τις ατέλειες στις αγορές συντελεστών παραγωγής ή προϊόντων, ή έχουν παρατηρήσει ότι μια απάντηση των πολυεθνικών προς στην κυβέρνηση προκάλεσε τους τύπους ατελειών αγοράς όπως τα δασμολόγια, οι φόροι, 304
και οι έλεγχοι κεφαλαίου. Όλοι αυτοί οι τύποι ατελειών αγοράς χρησιμεύουν στο να καθορίσουν μια μορφή πολυεθνικής ή κάποια άλλη. Η πολυεθνική επιχείρηση βρίσκεται στην υπηρεσία της εσωτερικοποίησης των εξωτερικοτήτων. Είναι τώρα καιρός να αναγνωρίσουμε ότι η εσωτερικοποίηση είναι μια γενική θεωρία της FDI και ένα ενοποιημένο παράδειγμα για τη θεωρία της πολυεθνικής επιχείρησης.» Buckley-Casson Οι Buckley και Casson έχουν συζητήσει τη διαδικασία εσωτερικοποίησης ως απάντηση στις ατέλειες αγοράς αλλά σε μια κάπως μικρότερη κλίμακα από τον Rugman. Σύμφωνα με τους ίδιους «η MNE... [είναι] μια ειδική περίπτωση μιας εταιρείας με πολλές εγκαταστάσεις, που φέρνει κάτω από την κοινή ιδιοκτησία και έλεγχο διάφορες αλληλοεξαρτώμενες δραστηριότητες που συνδέονται από τις ροές των ενδιάμεσων προϊόντων.» [1991, p. 36]. Η απάντηση στο γιατί οι εταιρείες επέλεξαν να εσωτερικοποιήσουν τις ανεξάρτητες δραστηριότητες βρίσκεται στην ατέλεια αγοράς επειδή δεν υπάρχει κανένας λόγος για την αντικατάσταση μιας τέλειας αγοράς με μια αγορά κεντρικά σχεδιασμένη. Οι πολυεθνικές δημιουργούν μια τέλεια «εσωτερική αγορά, προκειμένου να αποφευχθούν οι ατέλειες αγοράς. Οι συγγραφείς δίνουν πέντε είδη ατελειών (χωρίς να απορρίπτουν τη πιθανότητα ύπαρξης άλλων). Το πρώτο είδος είναι οι χρονικές καθυστερήσεις στις εξωτερικές συναλλαγές που δεν συντονίζονται κεντρικά, που, ανάλογα με την έντασή τους και τη φύση της βιομηχανίας, μπορεί να απαιτήσουν την εσωτερικοποίηση. Το δεύτερο είδος είναι η αγοραστική δύναμη που παράγεται από ένα μονοπώλιο σε ορισμένα ενδιάμεσα προϊόντα που μπορεί να απαιτήσουν τη μεροληπτική τιμολόγηση η οποία αξιοποιείται καλύτερα σε μια εσωτερική αγορά. Το τρίτο είδος είναι η συγκέντρωση της αγοραστικής δύναμης σε δύο ή περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη, η οποία δημιουργεί ένα απειλητικό περιβάλλον που διορθώνεται μόνο μέσα από τη συγχώνευση ή τη σύμπραξη (take over) των αντιτιθέμενων συμβαλλόμενων μερών. Το τέταρτο είδος είναι η πιθανή διαφορά μεταξύ του επιπέδου γνώσης για τη «φύση ή την αξία του προϊόντος... «, πράγμα το οποίο μπορεί να δημιουργήσει υποψίες για ανάρμοστη εκμετάλλευση από ένα συμβαλλόμενο μέρος. Η πέμπτη ατέλεια είναι η κυβερνητική παρέμβαση, η οποία επιβάλλει τους εμπορικούς περιορισμούς, τη δυσμενή φορολογία κ.λπ. και δημιουργεί τις δυσκολίες για τις εταιρείες με τη μορφή ενδιάμεσων τιμών αγαθών, ή τη βαριά φορολογία. Σε μια ενσωματωμένη (integrated) εταιρεία η κυβερνητική παρέμβαση μπορεί να ελαχιστοποιηθεί. Οι συγγραφείς χωρίζουν την ολοκλήρωση σε δύο είδη, σ αυτή που αντικαθιστά τη μακρινή, συμβατική σχέση με μια ενοποιημένη ιδιοκτησία και σ αυτή που ενσωματώνει μια εξωτερικότητα δημιουργώντας μια αγορά «που σαν αυτή δεν υπήρξε πριν». Εξηγούν τους λόγους για την εσωτερικοποίηση και την αυξανόμενη (εκείνη την περίοδο) τάση των πολυεθνικών επιχειρήσεων με την απαρίθμηση των οφελών στην εσωτερικοποίηση: 1. Αυξανόμενος έλεγχος και προγραμματισμός της παραγωγής, λόγω του καλύτερου συντονισμού των ροών των κρίσιμων πρώτων υλών. 2. Δημιουργία αγοραστικής δύναμης με τη μεροληπτική τιμολόγηση. 3. Μειωμένη επίδραση της αγοραστικής δύναμης κάποιας άλλης εταιρείας. 4. Εξασφαλισμένη μεταφορά της πολύτιμης γνώσης ή/και τεχνολογίας. 5. Μείωση της κυβερνητικής παρέμβασης (μέσω, παραδείγματος χάριν, της μεταβιβαστικής τιμολόγησης). Η εσωτερικοποιημένη αγορά παρέχει στην επιχείρηση πλεονεκτήματα αλλά επιφέρει επίσης και κάποιο κόστος όπως: το αρχικό κόστος της επένδυσης, το κόστος ελέγχου, της επικοινωνίας μεταξύ των υποκαταστημάτων κ.λπ. Προκειμένου να βρεθεί η ισορροπία, η επιχείρηση πρέπει να συγκρίνει το κόστος και τα πλεονεκτήματα της 305
περαιτέρω εσωτερικοποίησης σε σχέση με το κόστος και τα πλεονεκτήματα της ατελούς αγοράς. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαφορά μεταξύ τους έχουν επιπτώσεις επίσης στην απόφαση για την περαιτέρω εσωτερικοποίηση. Υπάρχουν τρεις σημαντικοί παράγοντες που έχουν επιπτώσεις επίσης στην απόφαση «... τα πλεονεκτήματα της κάθετης ολοκλήρωσης... η σημασία των καταστάσεων όπου το ενδιάμεσο προϊόν ρέει στις βιομηχανίες εντάσεως έρευνας και... η εσωτερικοποίηση των ανθρώπινων δεξιοτήτων, ιδιαίτερα στις περιοχές με τις υψηλές αποδόσεις με συνεργασία ομάδων... «. Στο άρθρο του 1988, δύο αξιώματα τέθηκαν από τον Buckley για την επέκταση των πολυεθνικών. Πρώτα επιλέγουν να εκτελέσουν κάθε δραστηριότητα στην πιο αποδοτική θέση για το κόστος και έπειτα εσωτερικοποιούν έως ότου το κόστος της επέκτασης γίνει μεγαλύτερο από τα οφέλη. Οι αλλαγές στους εξωγενείς παράγοντες όπως οι πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, η τεχνολογία και οι καταναλωτικές προτιμήσεις έχουν επιπτώσεις σε οποιοδήποτε οριακό ως προς την τοποθεσία πλεονέκτημα, όπως τις δαπάνες για συντελεστές παραγωγής ή το τμήμα της εργασίας. Στα πιο πρόσφατα άρθρα (κυρίως 1988, 1996) οι δύο συγγραφείς πρόσθεσαν διάφορες άλλες μεταβλητές στη θεωρία εσωτερικοποίησης. Η διοίκηση αποφάσεων έχει μια σημαντική επιρροή σε όλες τις ενέργειες της επιχείρησης. Το ίδιο εξωτερικό περιβάλλον μπορεί να οδηγήσει μάνατζερς διαφορετικών νοοτροπιών διαφορετικών εταιρειών σε διαφορετικές αποφάσεις. Η πολιτιστική επιρροή στις διοικητικές αποφάσεις αναγνωρίζεται και οι πολιτιστικές παράμετροι εξετάζονται και από τις οικονομικές αρχές και από τις ανθρωπολογικές ή οργανωτικές θεωρίες συμπεριφοράς. Η «... ανάπτυξη μιας επιχειρηματικής κουλτούρας και οι γεωγραφικοί παράγοντες παρέχουν δυνατότητες που μπορεί μέχρι ενός σημείου να εξηγήσουν το σχέδιο της διαφορετικής αύξησης ιδιοκτησίας στην παγκόσμια οικονομία. Οι πολιτιστικές διαφορές και η φυσική απόσταση μεταξύ της χώρας καταγωγής και της χώρας υποδοχής, οι οποίες φυσικά συσχετίζονται, μπορούν να προκαλέσουν δυσκολίες από την άποψη της γλώσσας ή της νοοτροπίας να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες (doing business) (πολιτιστικός κλονισμός), εάν πρόκειται για μια πρώτη εμπειρία. Οι πολιτιστικές διαφορές μπορούν να παρατηρηθούν στις διαφορετικές περιοχές του ίδιου έθνους, αλλά όταν είναι διεθνείς είναι συνήθως περισσότερο έντονες. Μια διαφορετική άποψη παρουσιάζεται από τον Morosini, τον Shane και τον Singh (1998). Υποστηρίζουν ότι η πολιτιστική απόσταση μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική για την απόδοση της επενδύουσας επιχείρησης, δεδομένου ότι παρέχει μια διαφορετική οπτική στις διάφορες μεθόδους που μπορούν να είναι χρήσιμες στην επιχείρηση, και εφιστούν την προσοχή των ντόπιων στο διαφορετικό πολιτισμό που παρουσιάζουν. Εν πάση περιπτώσει οι πολιτιστικές διαφορές μπορούν να υπερνικηθούν από μια οργανωμένη πολυεθνική αλλά μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά μια νέα επιχείρηση. Η πολυεθνικότητα είναι ένα μεγάλο προτέρημα για μια επιχείρηση, δεδομένου ότι οι πολυεθνικές έχουν ευκολότερη και φτηνότερη πρόσβαση στις πληροφορίες και την τεχνολογία και μπορούν να τις διανείμουν στις θυγατρικές τους στο ελάχιστο κόστος. Καινοτομία και κερδοσκοπία (Casson το 1985 p. 175) είναι δύο ειδικές περιπτώσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο επιχειρηματίας «πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις που είναι δύσκολο να πάρει κανείς» [p. 171-172]. Ο επιχειρηματίας μπορεί να είναι ο ιδιοκτήτης μιας εταιρείας ή ένας διευθυντής που προσλαμβάνεται από τους ιδιοκτήτες. Οποιαδήποτε λανθασμένη απόφαση, οποιοδήποτε λάθος θα είναι πολύ δαπανηρό για την εταιρεία. Το επιτυχές επιχειρηματικό πνεύμα απαιτεί να 306
συνθέσει τα διαφορετικά είδη πληροφοριών από τις διαφορετικές πηγές. Η καινοτομία πρέπει να είναι χρήσιμη προκειμένου να συνδυαστούν η τεχνολογία, οι εισροές πρώτων υλών, ο νόμος της ζήτησης και της τιμής και οι θεσμοί στους οποίους βασίζονται οι συναλλαγές στις αγορές. Ένας «arbitrager» (μεγαλοεπιχειρηματίας που ποντάρει στην κερδοσκοπία) πρέπει να συνδυάσει τις πληροφορίες για την τεχνολογία, τις διαφορές τιμών και τους νόμους και τους θεσμούς που βοηθούν τις συναλλαγές στις αγορές. «Η κερδοσκοπία συνίσταται στο να αγοράζεις «φτηνά» σε έναν τομέα μιας αγοράς και να πουλάς «ακριβά» σε άλλον. Η κερδοσκοπία είναι ο θεμελιώδης οικονομικός μηχανισμός από τον οποίο επιτυγχάνεται η ομοιομορφία τιμών. Ο «arbitrager» οργανώνει τις συναλλαγές σε μία προσπάθεια να καταστήσει κατάλληλη την απόκλιση μεταξύ της χαμηλότερης τιμής πώλησης και της υψηλότερης τιμής αγοράς [p. 177, Casson 1985]. Η καινοτομία και η κερδοσκοπία είναι, ως ένα βαθμό, απλά διαφορετικές απόψεις του ίδιου φαινομένου: τα ξεχειλίσματα από την καινοτομία ενός επιχειρηματία αλλάζουν το περιβάλλον άλλων επιχειρηματιών και με αυτόν τον τρόπο δημιουργούν τις ευκαιρίες για στις συναλλαγές για αυτούς.» [p. 176, Casson 1985]. Τα παραπάνω στοιχεία δεν μπορούν να μετρηθούν αλλά δίνουν μια πληρέστερη άποψη της διαδικασίας λήψης απόφασης. Ο Buckley (1995) έδωσε μεγάλη σημασία στο ρόλο του διευθυντή στην εταιρεία, δικαιολογημένα, δεδομένου ότι οι διευθυντές συμμετέχουν πραγματικά στη λήψη αποφάσεων. Ο διευθυντής συντονίζει όλες τις λειτουργίες της επιχείρησης, από τις επικοινωνίες μέχρι τη λειτουργία των διαφορετικών γραμμών παραγωγής, των εισροών πρώτων υλών και των προϊόντων, και από τις δαπάνες συναλλαγής μέχρι τη διάκριση των λειτουργιών όπως η χρηματοδότηση προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο αποτέλεσμα για την εταιρεία. Μια αποτελεσματική διαχείριση μπορεί να επιτύχει τις οικονομίες κλίμακας και τις οικονομίες του φάσματος, οι οποίες είναι αρχικοί στόχοι μιας πολυεθνικής. Ο διοικητικός ρόλος είναι επίσης ζωτικής σημασίας στη μείωση των δαπανών συναλλαγής που προκύπτουν από τις επιχειρήσεις πολλαπλών εγκαταστάσεων. Η ποιότητα της διαχείρισης είναι πολύ σημαντικότερη σε μια πολυεθνική επιχείρηση απ ό,τι σε μια τοπική εταιρεία παρ όλα αυτά, η διοικητική «..λήψη. απόφασης...[το πλαίσιο των περιορισμένων πληροφοριών]... μολύνεται κατ ανάγκην από τα λάθη... και τις απρομελέτητες συνέπειες.» [Buckley, p. 49]. Casson (1985) Ο Casson έχει προσθέσει το στοιχείο του επιχειρηματικού πνεύματος (επιχειρηματικότητας) στη θεωρία εσωτερικοποίησης. «Ένας διευθυντής είναι αρμόδιος για την απόφαση και την εφαρμογή του σχεδίου παραγωγής, δηλαδή για την επιλογή της τεχνικής, τον καθορισμό της κλίμακας της παραγωγής και την εξασφάλιση ότι κάθε εισροή είναι διαθέσιμη στη σωστή ποσότητα στο σωστό χρόνο και τόπο... [Ο διευθυντής] είναι επίσης αρμόδιος για την επιλογή των θεσμικών ρυθμίσεων και με αυτόν τον τρόπο για τον καθορισμό των ορίων της εταιρείας. Η ουσία του ρόλου του διευθυντή δεν είναι η ιδιοκτησία αλλά η διαπραγμάτευση και ο έλεγχος [p. 173]. Ο Casson (1990) έχει προτείνει ότι η θεωρία της ΞΑΕ είναι μια «λογική διασταύρωση» τριών ευδιάκριτων θεωριών: της θεωρίας των διεθνών αγορών κεφαλαίου, η οποία εξηγεί τις ρυθμίσεις χρηματοδότησης και τις ρυθμίσεις επιμερισμού του κινδύνου, της θεωρίας της εταιρείας, η οποία περιγράφει τη θέση της έδρας, της διαχείρισης, της χρήσης των εισροών και της εμπορικής θεωρίας, η οποία περιγράφει τη θέση της παραγωγής και του προορισμού των πωλήσεων. Αν και κάθε θεωρία παρέχει κάποια διορατικότητα για την πολυπλοκότητα των ροών 307
ΞΑΕ, μια ολοκληρωμένη θεωρία που συνδυάζει αυτά τα στοιχεία με έναν αναλυτικά πειστικό τρόπο δεν έχει αναπτυχθεί. Οι περιορισμοί του Buckley για τις μικρές πολυεθνικές επιχειρήσεις (SME) Η «μικρή εταιρεία» έχει οριστεί με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως μέσα από τα οικονομικά στοιχεία της. Ο Buckley εξετάζει τη «μικρή εταιρεία» δεχόμενος τον καθορισμό της «έκθεσης Μπόλτον» («Bolton Report») [Buckley p. 91]: Από την άποψη του μεριδίου αγοράς, η μικρή επιχείρηση δεν έχει ικανοποιητικό μερίδιο αγοράς για να επηρεάσει με οποιονδήποτε σημαντικό τρόπο τις τιμές ή τις ποσότητες αγαθών που πωλούνται. Ο έλεγχος της επιχείρησης βρίσκεται απλώς στον ιδιοκτήτη (ανεξαρτησία), και η επιχείρηση στερείται εξουσιοδοτημένης διαχείρισης (εξατομικευμένη διαχείριση) δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης συμμετέχει σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Η ΞΑΕ των μικρών εταιρειών εξουσιάζεται από διάφορους περιορισμούς, το ίδιο και η αύξηση της επιχείρησης σε σύγκριση με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Αυτοί οι περιορισμοί μπορούν να αποθαρρύνουν την ΞΑΕ, ή να είναι ο λόγος για την αποτυχία της ΞΑΕ. Οι θεωρίες της ΞΑΕ χρειάζονται λίγη τροποποίηση όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά των μικρών επιχειρήσεων. Ο ρόλος των κατάλληλων διευθυντικών διαδικασιών υποτιμάται συχνά σε μια μικρή εταιρεία (συνήθως από τον ιδιοκτήτη), κατά συνέπεια πολλές δεξιότητες της διαχείρισης παραμένουν αχρησιμοποίητες. Αν και οι μικρές επιχειρήσεις εκτελούν εσπευσμένες κινήσεις που συχνά δεν σχεδιάζονται καλά, οι προσωπικές δεξιότητες του διευθυντή μπορούν να οδηγήσουν την επιχείρηση στην επιτυχία. Άλλοι περιορισμοί, εκτός από τη διαθεσιμότητα των διευθυντικών δεξιοτήτων, είναι αρχικά η βέλτιστη κλίμακα εγκαταστάσεων παραγωγής και αφετέρου οι τεχνολογικοί και συμβατικοί παράγοντες, οι δυσκολίες οι οποίες συμβάλλουν στη μείωση των συμβατικών δαπανών (ελαχιστοποίηση των δαπανών συναλλαγής) και τη διαφοροποίηση, συμβαδίζοντας με την τεχνολογία. Οι μικρές εταιρείες είναι τρωτές στις διακυμάνσεις του τεχνολογικού, πολιτικού και γενικά του εξωτερικού περιβάλλοντος, όμως η ευελιξία του μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι κεφάλαιο. Η οργάνωση, ο συντονισμός, και ο έλεγχος μιας θυγατρικής μιας μικρής επιχείρησης είναι επίσης ένας σημαντικός περιορισμός, λόγω έλλειψης της πείρας σε τέτοιες οργανωτικές δομές. Κάθε επιχείρηση πρέπει να βρει την ισορροπία στο επίπεδο ελέγχου σύμφωνα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εταιρείας. Μια μικρή εταιρεία έχει επίσης δυσκολίες στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων επέκτασής της, δεδομένου ότι η αυτοχρηματοδότηση δεν είναι συνήθως δυνατή, και είναι αυτό που πρέπει να εμπιστευτεί η κεφάλαιο-αγορά προκειμένου να χρηματοδοτηθεί. Ο σημαντικότερος περιορισμός, μετά τη διευθυντική ανεπάρκεια, είναι η περιορισμένη πρόσβαση στις πληροφορίες, και το κόστος της απόκτησης πληροφοριών. Η μικρή εταιρεία είναι πιο ευαίσθητη στον παράγοντα αβεβαιότητα-κίνδυνο λόγω όλων των ανωτέρω παραγόντων, και είναι πιθανότερο να επιλέξει έναν διαφορετικό τρόπο ξένης συμμετοχής όπως τη χορήγηση αδειών, ή τις κοινοπραξίες παρά ένα υποκατάστημα πλήρους κυριότητας. Τέλος, ο Buckley (1993) υπέδειξε ότι η ψυχική απόσταση και η φυσική απόσταση είναι παράγοντες που αποθάρρυναν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Υπάρχουν μερικά πρόσθετα κίνητρα για την ΞΑΕ από τις μικρές επιχειρήσεις, εκτός από αυτά που μελετήθηκαν στη θεωρία ΞΑΕ των πολυεθνικών επιχειρήσεων, τα οποία συσχετίζονται με τους περιορισμούς που αναφερθήκανε παραπάνω. 308
Οι μικρές πολυεθνικές επιχειρήσεις [Buckley p. 100]. 1. Ακολουθούν τυπικά κίνητρα ΞΑΕ (παράγοντες κόστους ή αγοράς συντελεστών παραγωγής, μείωση κόστους κ.λπ.). 2. «Βγαίνουν» από αρνητικές παρεμβάσεις στο εμπόριο από τις κυβερνήσεις ή τις μεγαλύτερες εταιρείες(δασμολόγια). 3. Διώχνονται από τις δυσμενείς τοπικές (εγχώριες) συνθήκες όπως η πτώση του μεριδίου εγχώριας αγοράς. 4. Ακολουθούν την πορεία ενός άλλου συμβαλλόμενου μέρους ή τις ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες. 5. Ακολουθούν μια επιχειρηματική διαίσθηση. 6. Κάνουν μία εξαγωγική βάση μέσω των παράκτιων δραστηριοτήτων. 7. Βρίσκονται στους τομείς που αφήνουν μεγάλο κενό οι πολυεθνικές επιχειρήσεις (μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν συχνά διαδρομές επέκτασης σε ιδιαίτερα καθορισμένους τομείς). 8. Βρίσκονται κοντά ή πολύ κοντά σε μεγάλες εταιρικές βιομηχανίες. 9. Τέλος, σημαντική επιλογή είναι η εύρεση τοποθεσίας για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις που εξετάζουν όλους τους παράγοντες, επιλέγοντας για τις δραστηριότητές τους τοποθεσίες χωρίς κυβερνητική παρέμβαση, με χαμηλές δαπάνες επικοινωνίας, κ.λπ. Γενικά οι μικρές εταιρείες ακολουθούν τις πολιτικές επέκτασης που μοιάζουν με μικρογραφία των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων εκτίμησης της πολυεθνικής επιχείρησης. Για να αναπτυχθεί ικανοποιητικά μια μικρή εταιρεία πρέπει η νοοτροπία της διοικητικής ομάδας και, ακόμη περισσότερο, της ιδιοκτησίας να είναι αυτή μίας πολυεθνικής επιχείρησης, που προσαρμόζεται στο μέγεθος και τις ικανότητες της μικρής επιχείρησης. Robert Aliber (1970, 1983) Η θεωρία της οικονομικής κερδοσκοπίας του κεφαλαίου προϋποθέτει ότι υπάρχει μια κίνηση ίσου κεφαλαίου από τις χώρες όπου οι αποδόσεις είναι χαμηλές στις χώρες όπου είναι υψηλότερες, έτσι ώστε το κέρδος να παράγεται από τη διαφορά (arbitrage) μεταξύ των αποδόσεων. Ο Aliber έχει εκσυγχρονίσει αυτή τη θεωρία και ανέφερε ότι «... υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των χωρών στα ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια. Επειδή οι διαφορές των ονομαστικών επιτοκίων είναι φτωχές προβλέψεις των μελλοντικών αλλαγών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, μια σφήνα εισάγεται μεταξύ των αποδόσεων στους παρόμοιους τίτλους που εκφράζονται στα διαφορετικά νομίσματα» [David J. Teece, 1985, p. 233]. Στην ουσία, ο Aliber μεταχειρίζεται τις συναλλαγματικές ισοτιμίες ως κίνητρο για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις εάν είναι ευνοϊκό και ως εμπόδιο εάν είναι δυσμενές όσον αφορά πατρίδα της πολυεθνικής επιχείρησης και τη χώρα υποδοχής. [Dunning 1973, p. 316] «Δεδομένου ότι η αξία οποιουδήποτε νομίσματος κυμαίνεται με τον χρόνο αμέσως συνάγεται ότι εκτός από τις μεταβλητές που επηρεάζουν την αξία αναμονής μιας επένδυσης στο τοπικό νόμισμα, η αξία της σε σχέση με άλλα νομίσματα πρέπει να εξεταστεί. Ένα ποσοστό απόδοσης 10 τοις εκατό σε ένα νόμισμα που υποτιμάται κατά 5 τοις εκατό αξίζει 5 τοις εκατό λιγότερο από την υποτιμημένη αξία των κεφαλαίων σε άλλα νομίσματα.» [Grosse και λοιποί το 1992] Ο «Robert Aliber 309
(1970) έδειξε ότι μια εύλογη εξήγηση για ένα τουλάχιστον μέρος της υπερπόντιας επέκτασης με βάση την ΗΠΑ ήταν το χαμηλό πραγματικό κόστος δανεισμού σε δολάρια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50 και της δεκαετίας του 60 σχετικά με άλλα νομίσματα. Αυτή η εξήγηση μπορεί επίσης να εξηγήσει την αύξηση στις άμεσες επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, από την Ιαπωνία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80, καθώς οι πραγματικές δαπάνες δανεισμού έπεσαν σε εκείνες τις χώρες. «Ένα από τα πράγματα που απέτυχε να εξηγήσει ο Aliber είναι γιατί υπάρχει μια ταυτόχρονα αλληλοεπένδυση μεταξύ δύο χωρών με διαφορετικό νόμισμα και συναλλαγματικές ισοτιμίες, στον ίδιο τομέα της οικονομίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Aliber, οι εταιρείες στοχεύουν στην οικονομική κερδοσκοπία εκμεταλλευόμενοι τις διαφορές των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Επιπλέον, η θεωρία του απέτυχε να αναφέρει γιατί υπάρχουν οι επενδύσεις μεταξύ των χωρών από την ίδια περιοχή νομίσματος. Ο Aliber επίσης επισήμανε ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις από την ισχυρή περιοχή νομίσματος μπορούν κερδοφόρα να δανειστούν φτηνά σε σχέση με τις εγχώριες εταιρείες, με έναν τρόπο εισαγωγής ροών χρηματικού κεφαλαίου χαμηλού κόστους. Επιπλέον, ο Aliber υποστήριξε ότι οι επενδυτές χαρτοφυλακίων είναι «μυωπικοί», επειδή θεωρούν ότι οι ξένες επενδύσεις και οι διαδικασίες μίας πολυεθνικής επιχείρησης είναι στην ίδια περιοχή νομίσματος καθώς η μητρική εταιρεία και ο επενδυτής δεν λαμβάνουν υπόψη τον συναλλαγματικό κίνδυνο που περιλαμβάνεται στον επαναπατρισμό των κερδών στην μητρική εταιρεία. Αυτή η θεωρία ισχύει μόνο κατά ένα μέρος, δεδομένου ότι αποτυγχάνει να λάβει υπόψη ποικίλους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις για την ΞΑΕ. Εν πάση περιπτώσει πρέπει να συνδυαστεί με άλλα είδη ανάλυσης. Εντούτοις [Dunning, 1993, p. 282] «είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί στην εξήγηση της επένδυσης της πολυεθνικής επιχείρησης σε τομείς εντάσεως κεφαλαίου...» Ο Aliber έκανε επίσης μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τη συνέχεια που συνήθως ακολουθείται από μια εταιρεία προκειμένου να εκμεταλλευτεί μια ξένη αγορά: Αδειοδότηση Εξαγωγή ΞΑΕ. Εδραίωσε την ανάλυσή του στη σύγκριση των μεταβλητών δαπανών της εξαγωγής ενός προϊόντος (δασμολόγια, δαπάνες μεταφορών κ.λπ.) και το κόστος του προϊόντος στη χώρα-έδρα με το σταθερό κόστος παραγωγής στη χώρα υποδοχής. Μετά από έναν ορισμένο χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου το προϊόν εξάγεται από την εταιρεία, η ξένη αγορά μπορεί να αναπτυχθεί ουσιαστικά. Σ αυτό το σημείο το μέγεθος της αγοράς υπονοεί ότι είναι αποδοτικότερο να παραγάγει μέσα στην ξένη αγορά από το να εξαγάγει σ αυτή, αλλά ακόμα δεν δικαιολογεί μια άμεση επένδυση. Αυτό οδηγεί την εταιρεία στο να χορηγήσει άδεια για το προϊόν στους τοπικούς παραγωγούς. Όταν η τοπική αγορά επεκτείνεται περαιτέρω τότε η χορήγηση αδειών δεν είναι κερδοφόρα για καθεμία πλευρά, έτσι η εταιρεία επιλέγει να εγκαθιδρύσει ένα πρόγραμμα ΞΑΕ. Ακολούθα τον ηγέτη ή η αντίδραση στις επενδύσεις του ανταγωνιστή (Kickerbocker) Ο Kickerbocker υποστηρίζει ότι στις ολιγοπωλιακές βιομηχανίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή συγκέντρωση πωλητών, ένας λόγος για Άμεσες Ξένες Επενδύσεις είναι η τάση των εταιρειών «να έρχονται κοντά με τους αντιπάλους βήμα βήμα». Η εταιρεία που κάνει το πρώτο βήμα σε μια καινούργια αγορά εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες για εργασία τραβά την προσοχή παρόμοιων εταιρειών που μπορούν να εκμεταλλευτούν τις ίδιες ευκαιρίες. Αν η ηγέτιδα εταιρεία αντιμετωπίζει δυσκολίες τότε οι εταιρείες που ακολουθούν μαθαίνουν από τα 310
προηγούμενα λάθη της. Αν, από την άλλη μεριά, η ποιότητα της ευκαιρίας δεν εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά, τότε οι ανταγωνιστές, ξανά εκμεταλλευόμενοι το πλεονέκτημα της εμπειρίας του ηγέτη μπορεί να διαφοροποιηθούν εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία με έναν καλύτερο τρόπο. Ακόμη και αν «οι ακόλουθοι» δεν έχουν πραγματικό κέρδος επενδύοντας στη νέα αγορά τείνουν να το κάνουν ούτως η άλλως για να εμποδίσουν τον «ηγέτη» να κυριαρχήσει στη νέα αγορά κάνοντας πολύ δύσκολο για τους «ακολούθους» να εισέλθουν σε μετέπειτα στιγμές. Οι εταιρείες προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους σ έναν κόσμο όπου οι πληροφορίες για τις συνθήκες αγοράς διανέμονται άνισα. Αργά ή γρήγορα θα αποφασίσουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για επένδυση και έτσι όλες οι εταιρείες παρακολουθούν την αγορά του μυστικού συστήματος της εταιρείας. Αυτή η θεωρία και η «υπόθεση ανταλλαγής απειλών» ισχύουν για βιομηχανίες όπως αυτές της ενοικίασης αυτοκινήτου, ασφάλειας ζωής, των τραπεζών, της διαφήμισης, της προσφοράς συμβουλών κ.τ.λ. Κρατώντας τους εγχώριους πελάτες: Ακολούθα τους πελάτες (Shapiro, Alan) Στις βιομηχανίες υπηρεσιών όπως οι τράπεζες, τα πρακτορεία διαφήμισης ή οι εταιρείες συμβουλών που έχουν πελάτες οι οποίοι λειτουργούν διεθνώς μπορεί να αποδειχθεί ζωτικό για μια εταιρεία να ακολουθήσει τη διεθνή εξάπλωση των πελατών της. Αν οι πελάτες τους πρέπει να συνεργαστούν με μια διαφορετική εταιρεία στο εξωτερικό υπάρχει επίσης πάντα το ρίσκο της αλλαγής της συνεργασίας και στην εγχώρια αγορά, αν η δεδομένη εταιρεία έχει θυγατρικές στην εγχώρια αγορά. Το ίδιο ισχύει για τους προμηθευτές αγαθών με πολυεθνικούς πελάτες. Οι πελάτες τους μπορεί να έβρισκαν φθηνότερο να αγοράσουν από τοπικούς προμηθευτές ή ακόμη καλύτερα αν τα ρίσκα μεταφοράς, όπως οι απεργίες στο τελωνείο ή στο λιμάνι ή τα ατυχήματα μεταφοράς, μπορεί να αποφευχθούν. Μπορεί πάλι να συνεχίσουν τη συνεργασία τους αν ο ξένος προμηθευτής είναι διαθέσιμος στην τοπική αγορά. Krugman-Άμεσες Ξένες Επενδύσεις και γεωγραφική συγκέντρωση Ο Krugman προτείνει ότι εταιρείες συγκεκριμένων βιομηχανιών τείνουν να συγκεντρωθούν σε περιοχές που έχουν ήδη μια υψηλή τομεακή δραστηριότητα. Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τον Krugman για λόγους που αφορούν το συγκεκριμένο τομέα παρά τη συγκεκριμένη περιοχή. Οι βιομηχανίες που συσσωρεύονται σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία μοιράζονται τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Χαμηλό κόστος μεταφοράς των προϊόντων Αυξημένη ικανότητα σε οικονομίες κλίμακας Υψηλή αξία των τεχνολογικών γνώσεων και επιτευγμάτων Αυξημένη ανάγκη για εξειδικευμένο προσωπικό Εξάρτηση από προμηθευτές προϊόντων εισαγωγής (πρώτες ύλες ή ενδιάμεσα προϊόντα) Όταν πολλές εταιρείες του ίδιου τομέα συγκεντρώνονται στην ίδια τοποθεσία, επακολούθως, αυτή συγκεντρώνει εξειδικευμένη εργασία, τεχνολογία και προμηθευτές. Για αυτό το λόγο η τοποθεσία προσελκύει άλλες εταιρείες, δεδομένου ότι μπορούν να ξεπεράσουν το κόστος μεταφοράς και τους εμπορικούς φραγμούς των εξαγωγών. Η εταιρεία μπορεί να ιδρύσει μια θυγατρική στη συγκεκριμένη τοποθεσία για να είναι κοντά στη ροή της τεχνολογικής πληροφορίας, υποστηρίζοντας την ίδια στιγμή το στάδιο παραγωγής που δεν περιπλέκεται από την 311
εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων συγκεκριμένης τοποθεσίας (όπως φθηνή ανειδίκευτη εργασία) σε άλλη τοποθεσία. Ένα τυπικό παράδειγμα συσσώρευσης είναι η Silicon Valley στις ΗΠΑ, η οποία είναι το κέντρο της δραστηριότητας της έρευνας και της ανάπτυξης που αφορά τους υπολογιστές. Η επιλογή τοποθεσίας αρχικά βασίζεται στα πλεονεκτήματα συγκεκριμένης-τοποθεσίας όπως η ζήτηση ή το (σταθερό) εργατικό δυναμικό αλλά η συγκέντρωση των εταιρειών οδηγεί στην περαιτέρω ανάπτυξη εκείνων των πλεονεκτημάτων προς όφελος του συγκεκριμένου τομέα, για παράδειγμα τα άτομα στο εργατικό δυναμικό εκπαιδεύονται συνειδητά στο θέμα και η κυβέρνηση προσαρμόζει τους νόμους. Το πρότυπο μπορεί να αλλάξει όταν η περιοχή κορεστεί και τότε η ίδια διαδικασία εγκαινιάζεται σε άλλη περιοχή, και μπορεί τελικά, να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο για τον τομέα. Αυτή η θεωρία μπορεί να εξηγήσει ορισμένα παράδοξα στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, όπως ο λόγος για το οποίο ορισμένες εταιρείες αγνοούν τοποθεσίες που παρέχουν πολύ φθηνή εργασία, ή άλλα πλεονεκτήματα. Η θεωρία ενισχύεται από τη δραστηριότητα των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων των προμηθευτών εισαγόμενων προϊόντων ή εταιρειών παροχής υπηρεσιών που ακολουθούν τους πελάτες τους. Συμπερασματικά ένας άλλος λόγος για Άμεσες Ξένες Επενδύσεις είναι η «παράδοση» ότι μια τοποθεσία επιδρά σε ορισμένους τομείς (Meyer Klaus). Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις ως ζήτημα επιβίωσης στις ανταγωνιστικές αγορές Σε ορισμένες βιομηχανίες όπου η ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή του προϊόντος είναι υψηλή και ο ανταγωνισμός είναι πιεστικός, καμιά εταιρεία δεν αντέχει να μείνει πίσω στις εξελίξεις του τομέα της έχοντας υπόψη τη μείωση κερδών. Όλες οι εταιρείες πρέπει να παρακολουθούν τον ανταγωνισμό και τις στρατηγικές μείωσης κόστους που ακολουθούν. Μείωση Κόστους (Shapiro, Alan) Μια εταιρεία που λειτουργεί σε μια υψηλά ανταγωνιστική αγορά, όπου η τιμή του προϊόντος είναι το κλειδί για να κερδίσει την προτίμηση των καταναλωτών, δεν μπορεί να επιτρέψει στους ανταγωνιστές της να την ξεπεράσουν σε όρους μείωσης του κόστους παραγωγής, γιατί θα έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση της εταιρείας στην υπάρχουσα αγορά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μια εταιρεία θα πρέπει πάντα να ψάχνει ευκαιρίες μείωσης του κόστους όπως χαμηλότερο κόστος εργασίας, φθηνότερους φυσικούς πόρους, ή τεχνολογίες που μειώνουν το κόστος. Αυτές οι ευκαιρίες είναι συχνά διαθέσιμες στο εξωτερικό και οδηγούν την εταιρεία στην ανάληψη έργων Άμεσων Ξένων Επενδύσεων για να τα ολοκληρώσουν αποδοτικά στην τοπική αγορά. Η εταιρεία μπορεί ακόμη και να σταματήσει να εισάγει στη χώρα προέλευσης, αν αυτό έχει πιο αποδοτικό κόστος. Αλλαγές στο σχετικό κόστος (Daniels et al.) Το κόστος των συντελεστών παραγωγής ή άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων στη χώρα προέλευσης μπορεί να αλλάξει δυσμενώς για τον παραγωγό, σε όρους αυξανόμενου κόστους εργασίας, αυξανόμενης φορολογίας, αυξανόμενου ενοικίου ή αύξησης στο κόστος των πόρων εξαιτίας της σπανιότητάς τους κ.τ.λ. Σ αυτή την περίπτωση η εταιρεία μπορεί να βιώσει αξιοσημείωτες απώλειες στο κέρδος και, συνεπώς, να ψάξει για εναλλακτικές θέσεις παραγωγής που προσφέρουν λιγότερο δαπανηρή παραγωγή (χαμηλό κόστος από τους κυνηγούς φυσικών πόρων) για να μετακυλήσει σταδιακά το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής της στη νέα εγκατάσταση. 312
Οικονομίες Κλίμακας (Alan Shapiro) Σε περιπτώσεις αγορών υψηλού ανταγωνισμού, οι τιμές δεσμεύονται, τελικά, να μειωθούν σε ποσά κοντά στο κόστος παραγωγής, μειώνοντας δραστικά έτσι τα οριακά κέρδη. Μια εταιρεία που λειτουργεί σε μια βιομηχανία όπου το σταθερό κόστος είναι υψηλό, μπορεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση, μπορεί να πετύχει οικονομίες κλίμακας επαρκώς αυξάνοντας την παραγωγή, μειώνοντας έτσι τα σταθερά κόστη ανά μονάδα και συνεπώς τη μονάδα κόστους. Το κίνητρο της αυξημένης παραγωγής εγείρει το ερώτημα της κατεύθυνσης της υπερβάλλουσας ποσότητας. Στην περίπτωση που η τοπική αγορά δεν επαρκεί για να την απορροφήσει, οι εταιρείες στρέφονται σε διεθνείς αγορές. Αν το σταθερό κόστος που βρίσκεται υπό αμφισβήτηση είναι μεταφερόμενο, για παράδειγμα το κόστος για την έρευνα και ανάπτυξη, ή αν η εταιρεία αποφασίσει ότι η παρουσία στην ξένη αγορά είναι απαραίτητη, μπορεί να αποφασίσει να αντικαταστήσει τις εξαγωγές με Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (κυνηγοί αποδοτικότητας). Brainard (1997) - υπόθεση εγγύτητας-συγκέντρωσης Η υπόθεση εγγύτητας-συγκέντρωσης προβλέπει ότι «οι εταιρείες είναι πιο πιθανό να εξαπλώσουν την παραγωγή οριζόντια εκτός των συνόρων όσο υψηλότερα είναι τα κόστη μεταφοράς και οι φραγμοί εμπορίου και όσο χαμηλότεροι είναι οι φραγμοί επενδύσεων και το μέγεθος των οικονομιών κλίμακας στο εργοστασιακό επίπεδο σε σχέση με το εταιρικό επίπεδο.»o Brainard χρησιμοποιώντας ένα οικονομετρικό μοντέλο κατέληξε στο ότι [σελ. 521] «η συνδεδεμένη παραγωγή αυξάνεται ως ποσοστό των συνολικών ξένων πωλήσεων, όσο μεγαλύτερα είναι τα κόστη μεταφοράς και οι φραγμοί ξένου εμπορίου και χαμηλότεροι είναι οι φραγμοί ξένων επενδύσεων και οι οικονομίες κλίμακας στο εργοστασιακό επίπεδο σε σχέση με το εταιρικό επίπεδο.» Εξορθολογισμένη παραγωγή (Daniels et al.) Αν το τελικό προϊόν περιλαμβάνει πολλά ενδιάμεσα προϊόντα ή απαιτεί πολλά στάδια παραγωγής (η ίδια εταιρεία τα αναλαμβάνει όλα) τότε τα διαφορετικά ενδιάμεσα προϊόντα μπορεί να παράγονται σε διαφορετικές χώρες με την εκμετάλλευση όλων των ευνοϊκών συντελεστών σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του κάθε ενδιάμεσου προϊόντος. Για παράδειγμα εάν ένα ενδιάμεσο προϊόν είναι εντάσεως εργασίας παράγεται σε μια χώρα με φθηνή εργασία (η περίπτωση της Volkswagen στη Δημοκρατία της Τσεχίας, στη Σλοβενία και στην Ισπανία). Το μειονέκτημα της μεθόδου είναι η πιθανότητα ανεπαρκειών στο συντονισμό και στον έλεγχο των διάφορων δραστηριοτήτων και τα πιθανά ρίσκα των δυσκολιών στη μεταφορά όπως είναι οι απεργίες που θα καθυστερούσαν όλες τις λειτουργίες ακόμη και αν συνέβαιναν μόνο σε μια περίπτωση. Μεταβιβαστική τιμολόγηση (Transfer pricing) Οι εταιρείες που λειτουργούν διεθνώς, ειδικά εκείνες που είναι κάθετα ενσωματωμένες στην αγορά (vertical integration), μπορεί να κερδίσουν από τη μεταβιβαστική τιμολόγηση των ενδιάμεσων προϊόντων. Όταν συζητά κάποιος για μεταβιβαστική τιμολόγηση αναφέρεται στην αξία που ορίζεται για ένα ενδιάμεσο προϊόν ή πρώτη ύλη που μεταφέρεται μέσα στην επιχείρηση, ή στην περίπτωση διαφορετικών τοποθεσιών μεταξύ δύο θέσεων παραγωγής της ίδιας εταιρείας, για λογιστικούς λόγους. Στην περίπτωση της διεθνούς μεταφοράς των ενδιάμεσων αγαθών η τιμή μεταφοράς υπόκειται σε φορολόγηση, δασμούς, ποσοστώσεις, και 313
είναι επίσης πληροφορία όσον αφορά το ισοζύγιο εμπορίου των χωρών και του ΑΕΠ της χώρας προέλευσης. Μια και το ενδιαφέρον για κέρδος είναι το ίδιο και στις δυο τοποθεσίες παραγωγής, όντας κομμάτι της ίδιας εταιρείας, η τιμή μεταφοράς μπορεί να χρησιμοποιηθεί έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσει την παρέμβαση της κυβέρνησης (ΦΠΑ, φόροι, φόροι εισαγωγής, δασμοί, κ.τ.λ.) ή για να κατανείμει διακριτά τους πόρους μεταξύ της μητρικής εταιρείας και της θυγατρικής. Αυτού του είδους η συμφωνία δεν είναι εφικτή μεταξύ προμηθευτών και αγοραστών που δεν αποτελούν κομμάτι της ίδιας εταιρείας. Μπορεί να εφαρμοστεί αλλά πάντα θα ακολουθείται από καχυποψία και συνήθως από παράνομες διευθετήσεις. Οι πολιτικές μεταβιβαστικής τιμολόγησης είναι πολύ πολύπλοκες και μορφοποιούνται σύμφωνα με τις ανάγκες των εταιρειών, και αυτό μετατρέπεται σε πρόβλημα εάν η πολιτική των εταιρειών γίνει θέμα συζήτησης γιατί οι κυβερνήσεις ψάχνουν επίσης το συμφέρον των χωρών τους. Εταιρείες και κυβερνήσεις συχνά διαφωνούν για την κατάλληλη πολιτική που θα χρησιμοποιηθεί διότι τα συμφέροντά τους είναι συνήθως εκ διαμέτρου αντίθετα γιατί όπως έχει αναφερθεί παραπάνω η τιμή μεταφοράς επηρεάζει τόσο το κράτος όσο και την εταιρεία. Πολλαπλή συγκέντρωση πόρων (Multiple sourcing) Βασιζόμενη στις πιθανότητες η εταιρεία μπορεί να σκεφτεί την «πολλαπλή συγκέντρωση πόρων», επενδύοντας σε αρκετές μικρότερες εγκαταστάσεις σε διαφορετικές χώρες, σαν μέτρο ασφάλειας εναντίον κινδύνων όπως απεργίες ή κυβερνητικές πιέσεις. Τα πλεονεκτήματα της προσέγγισης είναι προφανώς η ελαχιστοποίηση του κόστους και η αποδοτικότητα, αλλά υποβάλλει την εταιρεία στις δυσκολίες που όλες οι τοπικές εταιρείες αντιμετωπίζουν. Από την άλλη πλευρά η πολλαπλή συγκέντρωση πόρων μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη σαν μηχανισμός αποκόμισης πλεονεκτήματος σε περιπτώσεις όπως είναι οι απεργίες, ή οι κυβερνητικές πιέσεις και επίσης μπορεί να εκμεταλλευτεί παράγοντες όπως οι μεταβαλλόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες, αλλάζοντας την παραγωγή από την μια εγκατάσταση στη άλλη. Κυβερνητικός παρεμβατισμός: Περιορισμοί εμπορίου (Daniels et al.) Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι χώρες επιβάλλουν περιορισμούς στα εισαγόμενα αγαθά είτε για να προστατέψουν τους τοπικούς παραγωγούς είτε για να ενθαρρύνουν έργα Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στη χώρα. Οι θεωρητικοί αμφισβητούν το κατά πόσο οι εταιρείες θα αναλάμβαναν Άμεσες Ξένες Επενδύσεις βασισμένες σε τέτοιους περιορισμούς αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου εταιρείες έχουν πάρει την απόφαση να παράγουν σε μια χώρα μετά την επιβολή τέτοιων περιορισμών. Κυβερνητικά κίνητρα για Άμεσες Ξένες Επενδύσεις Μια κυβέρνηση μπορεί να δώσει άμεσα κίνητρα για να ενθαρρύνει την εισροή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων. Αυτά τα κίνητρα μπορεί να είναι επιδοτήσεις, προνόμια φόρων, χαμηλά επιτόκια δανείων κ.τ.λ. Οι κυβερνήσεις μπορεί να ενθαρρύνουν εισροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων από μια συγκεκριμένη χώρα για να μεταφέρει τις θετικές επιχειρηματικές σχέσεις της στο πολιτικό επίπεδο. Η κυβέρνηση της χώρας υποδοχής μπορεί να ενθαρρύνει επίσης εκροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων προς μια ορισμένη χώρα μιας και αν η οικονομική εξάρτηση μιας χώρας από τις πολυεθνικές μιας συγκεκριμένης χώρας μπορεί να οδηγήσει τη χώρα που κάνει την επένδυση να αποκτήσει ένα βασικό έρεισμα πολιτικού ελέγχου πάνω στη χώρα υποδοχής (ή για σκοπούς των μειονοτήτων, ύπαρξη μεγάλου αριθμού σπουδαστών, εργατών κ.τ.λ.). Ο Boddewyn εργάστηκε πάνω στο λιγότερο ερευνημένο θέμα της 314
πολιτικής συμπεριφοράς των πολυεθνικών εταιρειών. Οι πολιτικές και οικονομικές ιδέες είναι δύσκολο να διαχωριστούν γιατί οι δύο όροι αλληλεπιδρούν συνεχώς μεταξύ τους σε όλες τις κοινωνικές εκφάνσεις. Ο Dunning επίσης έχει παράγει έργο πάνω στην πολιτική συμπεριφορά των πολυεθνικών εταιρειών. «Αρχικά, το εκλεκτικό παράδειγμα του Dunning μπορεί εύκολα να επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει πολιτικά στοιχειά στο συλλογισμό του για εταιρείες ειδικά, για διεθνοποίηση, και πλεονεκτήματα τοποθεσίας καθώς οι ατέλειες της αγοράς φυσικές και επίκτητες εξηγούν τη διεθνοποίηση όπως επίσης τα πλεονεκτήματα ιδιοκτησίας και τοποθεσίας, απαραίτητα για άμεση ξένη επένδυση. Τέτοιες ατέλειες της αγοράς μπορούν επίσης να θεσμοθετηθούν μέσω της πολιτικής συμπεριφοράς για να αυξήσει το κόστος συναλλαγών των ανταγωνιστών και να εκμεταλλευτεί διάφορα κέρδη που αναδεύονται από αυτές τις ατέλειες» [Boddewyn 1988, σελ. 357]. Ανταπόκριση στις ανάγκες των ξένων καταναλωτών (Daniels et al.) Αν το προϊόν (αγαθό ή υπηρεσία) μιας εταιρείας είναι κάποιο που χρειάζεται να τροποποιηθεί από χώρα σε χώρα για να ικανοποιεί τις ανάγκες των ξένων καταναλωτών, τότε είναι πιο αποδοτικό ως προς το κόστος για αυτήν την εταιρεία να παράγει στην ξένη αγορά παρά στην εγχώρια μιας και με όλες τις διαφοροποιήσεις των προϊόντων στις διάφορες χώρες θα ήταν δύσκολο να πετύχει οικονομίες κλίμακας. Διεθνής κάθετη ενσωμάτωση ή ολοκλήρωση (Vertical integration) Διεθνής κάθετη ενσωμάτωση είναι η απόκτηση ελέγχου σε άλλα στάδια του περάσματος του προϊόντος από την κατάσταση των πρώτων υλών στην κατάσταση της διάθεσης για λιανική πώληση. Για παράδειγμα ένας παραγωγός ενός συγκεκριμένου προϊόντος επεκτείνεται στο λιανεμπόριο(ενσωμάτωση προς τα εμπρός) ή το αντίστροφο (ενσωμάτωση προς τα πίσω). Αυτό μπορεί να γίνει είτε μέσα στην εταιρεία είτε διεθνώς. Όπως στην περίπτωση της οριζόντιας επέκτασης η εταιρεία θα ψάξει για την περισσότερο αποδοτική θέση ως προς το κόστος που ταυτόχρονα θα πληροί τις προδιαγραφές ποιότητας. Η νέα τοποθεσία μπορεί να προσφέρει ευκολότερη πρόσβαση σε συντελεστές παραγωγής όπως οι φυσικοί πόροι ή ειδικευμένη εργασία. Αν η ενσωμάτωση είναι προς τα πίσω ή περιορισμένη ο ανταγωνισμός είναι πρόσφορος για μια νέα εταιρεία για ενσωμάτωση και προς τα εμπρός και προς τα πίσω. Η κάθετη ενσωμάτωση είναι ένας κοινός σκοπός των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων μιας και η λειτουργία των διαφορετικών σταδίων παραγωγής, η οποία χρειάζεται διαφορετικές εισροές και διαδικασίες, διευκολύνει μια διαφοροποιημένη τοπική διασπορά σε σχέση με τα διαφορετικά πλεονεκτήματα τοποθεσίας κατάλληλα για κάθε στάδιο. Μεταφορά τεχνολογίας-γνώσης ως μονοπωλιακό περιουσιακό στοιχείο Εκτός από το χρηματικό κεφάλαιο, ο ξένος επενδυτής μεταφέρει επίσης στη χώρα υποδοχής γνώση και τεχνολογία. Ο πιο σημαντικός «κάτοχος» των άυλων πόρων όπως η γνώση, η τεχνολογία και η διοίκηση και οι ικανότητες στο μάρκετινγκ είναι οι πολυεθνικές εταιρείες. Τα γεγονός ότι οι πολυεθνικές εταιρείες μπορούν να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα της έρευνας και ανάπτυξης σε περισσότερες από μια αγορές (έτσι το κόστος είναι δικαιολογημένο) και ότι κρατούν τεχνολογική γνώση και πόρους, οδηγεί στην ανάπτυξη νέων προϊόντων και διαδικασιών. Οι πολυεθνικές εταιρείες πάλι, μέσω της πρόσβασής τους στην τεχνολογία, έχουν την ικανότητα να διαφοροποιούν τα προϊόντα τους είτε για να ξεχωρίζουν από παρόμοια προϊόντα είτε για να ταιριάζουν στις τοπικές ανάγκες. Η ικανότητα να εντοπίζουν την ανάγκη για 315