ΠΕΡΙΛΗΨΗ κατά τη διαμόρφωση του δικαίου περιβάλλοντος δεν θα εκλαμβάνεται πια ο άνθρωπος μόνον ως σφετεριστής της φύσης και του περιβάλλοντος αλλά επίσης ως τμήμα και ως μέλος της και συνεπώς κατά τις αναμετρήσεις μεταξύ οικονομίας και οικολογίας δεν θα αποφασίζει για την έκβαση ένας μονομερώς εγωιστικός ανθρωποκεντρισμός... Albin Eser Καθηγητής Πανεπιστημίου Freiburg Γερμανίας Είναι πράγματι γεγονός ότι η μέχρι σήμερα αντίληψη για το «δικαίωμα πάνω στο νερό» ήταν τελείως ανθρωποκεντρική. Οι υδατικοί πόροι ήταν προορισμένοι να καλύψουν πριν από όλα τις ανάγκες ενός εξαιρετικά υδροβόρου παραγωγικού και καταναλωτικού συστήματος, με ελάχιστη ή καθόλου μέριμνα για το φυσικό περιβάλλον. Και καθώς η ζήτηση του νερού προχωρά με ρυθμούς τριπλάσιους από την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, είναι προφανές ότι τα φυσικά οικοσυστήματα θυσιάζονται στο βωμό μιας από πολλούς αμφισβητούμενης και κοινωνικά άδικης ανάπτυξης. Η προστασία και η ορθή διαχείριση των υδάτινων πόρων αποτελεί επιτακτική ανάγκη στη σύγχρονη πραγματικότητα, διότι διαφορετικά θα έλθουμε αντιμέτωποι με την εξάντληση των υδάτινων αποθεμάτων. Εντάσσεται δε στο πλαίσιο προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο έχει αναχθεί σε υπέρτατο έννομο αγαθό και το οποίο προστατεύεται τόσο με διεθνείς συμβάσεις όσο και με την εγχώρια νομοθεσία. Γι αυτό, το σύνθετο ζήτημα της προστασίας και της διαχείρισης των υδάτινων πόρων, ρυθμίζεται σήμερα στη χώρα μας από ένα πλέγμα εθνικής νομοθεσίας. Η εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας στοχεύει στην προστασία και αναβάθμιση τόσο των υδατικών οικοσυστημάτων όσο και των χερσαίων οικοσυστημάτων, σε σχέση - πάντα - με τις ανάγκες τους σε νερό, καθώς και στην προώθηση μιας βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων μέσα από μια μακροπρόθεσμη προστασία των διαθέσιμων πόρων.
Παράλληλα η παγκοσμιότητα της «κρίσης του νερού» δεν άφησε απέξω την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αντίδραση, αν και καθυστερημένη, είχε τα χαρακτηριστικά μιας θαρραλέας και πρωτοποριακής πράξης, πολύ μακριά από τις συντηρητικές/αμυντικές στάσεις πολλών κυβερνήσεων. Η Οδηγία-Πλαίσιο για το Νερό (2000/60) αποτελεί ένα πλήρες και συνεκτικό σχέδιο για την ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων. Δίνει στα κράτη-μέλη την ευκαιρία να εκσυγχρονίσουν το νομοθετικό και πολιτικό τους οπλοστάσιο, εισάγοντας την έννοια της αποκεντρωμένης διαχείρισης, με την ταυτόχρονη μέριμνα τόσο για την ποσότητα όσο και την ποιότητα του νερού που φτάνει στην κατανάλωση. Παράλληλα, προβλέπει μέτρα για την υγεία και τη βιωσιμότητα των υδατικών οικοσυστημάτων και των εξαρτώμενων από αυτά ειδών ή/και πληθυσμών (φυτικών και ζωϊκών) όχι μόνο για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας αλλά και για το ρόλο τους στη σταθερότητα του υδρολογικού κύκλου. Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο έχει γίνει συνείδηση ότι το καθαυτό κείμενο της Οδηγίας με τα Παραρτήματά του παρέχει ένα δεσμευτικό πλαίσιο ενεργειών, το οποίο θα πρέπει να ερμηνευθεί και να υποστεί επεξεργασία ώστε να μπορεί να προσαρμοσθεί στις εκάστοτε ειδικές συνθήκες. Για, την παρακολούθηση εφαρμογής της Οδηγίας και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των Προγραμμάτων Διαχείρισης είναι αναγκαίο ένα σύστημα καταγραφής και αναφοράς (reporting). Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) έχουν αναγνωρισθεί ως καίριο εργαλείο για το σκοπό αυτό. Οι αυξημένες δυνατότητες των υπολογιστικών συστημάτων και η αξιοπιστία τους ως εργαλεία ανάλυσης, επιτρέπουν αφενός την ορθολογιστικότερη περιγραφή και κατανόηση ενός μεγάλου αριθμού σχέσεων και αλληλεπιδράσεων που αποτελούν ένα χωρικό πρόβλημα και αφετέρου μειώνουν σημαντικά το χρόνο ανάλυσης και εκτίμησης πιθανών εναλλακτικών λύσεων. Ταυτόχρονα συντελούν στην υιοθέτηση των καλύτερων δυνατών σεναρίων λήψης μέτρων αντιμετώπισης του προβλήματος.
Το θέμα της διπλωματικής εργασίας "Παράκτια νερά και η αντιμετώπισή τους στα πλαίσια της οδηγίας 2000/6. Εφαρμογή στο Θερμαικό κόλπο" που μου ανατέθηκε από τον τομέα υδατικών πόρων υδραυλικών και θαλασσίων έργων της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π. υπό την επίβλεψη της κα Μιμίκου, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, τόσο από την στενή τοπογραφική επιστημονική άποψη, όσον και από πλευράς των σημαντικών περιβαλλοντικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών διαστάσεων που μπορεί να προσλάβει. Στα πλαίσια της ανά χείρας μελέτης, γίνεται μια εκτεταμένη αναφορά : Στη συνειδητοποίηση ανάγκης ύπαρξης περιβαλλοντικής πολιτικής και ειδικότερα στη περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο νομικό πλαίσιο προστασίας των θαλάσσιων και παράκτιων περιοχών, με ιδιαίτερη έμφαση στο Εθνικό και Ευρωπαϊκό δίκαιο περιβάλλοντος. Στη περιβαλλοντική πολιτική που διαμορφώνεται μέσω της οδηγίας πλαίσιο 2000/60 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον προσδιορισμό της έννοιας της διαχείρισης και προστασίας των υδάτινων πόρων και ειδικότερα των παράκτιων περιοχών. Στα προβλήματα που παρατηρήθηκαν στις παράκτιες ζώνες κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε ολόκληρο τον πλανήτη, απόρροια των, εν αγνοία, δυσμενών επεμβάσεων του ανθρώπου στη φύση. Η εργασία αυτή, μέσα στα στενά, χρονικά και θεματικά, όρια που κινείται μια διπλωματική εργασία, επιχείρησε παράλληλα να αποκαλύψει τη χρησιμότητα και τη ανάγκη αξιοποίησης των Γ.Σ.Π. ως εργαλεία ανάλυσης, διαχείρισης και αντιμετώπισης συμβάντων που αφορούν τα παράκτια ύδατα από τους αρμόδιους φορείς της πολιτείας. Κάτι τέτοιο πιστεύεται ότι θα οδηγήσει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Αξιολογώντας τα προαναφερθέντα, επιχειρήθηκε μια αναγωγή τους στα προβλήματα διάβρωσης που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι παράκτιες περιοχές της Πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας υπ όψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες της Μεσογείου και της αυτής περιοχής. Για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης, χρησιμοποιήθηκε χαρτογραφικό, φωτογραφικό και άλλο υλικό από διάφορες πηγές, ενημερωμένο με επί τόπου παρατηρήσεις, προσαρμοσμένο για τις ανάγκες της
μελέτης και επεξεργασμένο με κατάλληλο λογισμικό. Θα συμπληρώναμε δηλαδή ότι η παρούσα διπλωματική εργασία ασχολήθηκε με : Τον ορισμό της παράκτιας διάβρωσης, τα φυσικά φαινόμενα και τις ανθρώπινες παρεμβάσεις που μεταβάλλουν και διαμορφώνουν τις ακτογραμμές. Γενική περιγραφή των χαρακτηριστικών της περιοχής του Θερμαϊκού κόλπου. Η περιγραφή αυτή περιλαμβάνει αναφορά σε γεωγραφικά, γεωμορφολογικά, γεωλογικά, υδρογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής Αναφορά στη παράκτια δυναμική της περιοχής δηλαδή στο κυματικό καθεστώς της περιοχής (παλιρροϊκό φάσμα, παράκτια κυκλοφορία, ανεμολογικό καθεστώς, ύπαρξη ακραίων καιρικών φαινομένων), στα μετεωρολογικά φαινόμενα (θερμοκρασία, βροχόπτωση) και στα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά του ύδατος (κοκομετρία ιζήματος, αλατότητα, πυκνότητα, διαφάνεια, μέση θερμοκρασία νερού). Περίληψη των σημαντικών πιέσεων και επιπτώσεων από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, την κατάσταση των παράκτιων υδάτων. Περιλαμβάνονται περίληψη των χρήσεων γης και ανάλυση των επιπτώσεων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στην κατάσταση του νερού. Χαρτογράφηση των προστατευόμενων περιοχών (πχ Ramsar, Παράκτιων Υγροβιότοπων κλπ). Μελέτη των μεταβολών της ακτογραμμής στις εκβολές των ποταμών Αλιάκμονα και Αξιού καθώς και στη ζώνη μεταξύ τους κατά την περίοδο 1945-1995. Θα μελετηθούν τυχών φαινόμενα πρόσχωσης ή διάβρωσης εξαιτίας ανθρωπωγενών επιπτώσεων στη ροή του ποταμού αλλά και εξαιτίας της παράκτιας δυναμικής του Θερμαϊκού Κόλπου. Αναφορά στη ιστορική εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής και σε ανθρώπινες παρεμβάσεις που επηρέασαν σημαντικά την ακτογραμμή. Προσέγγισης του προβλήματος της διαχείρισης παράκτιων περιοχών μέσω χρήσης των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS).
Οι προοπτικές διεύρυνσης των συμπερασμάτων της συγκεκριμένης εργασίας είναι πολύ σημαντικές. Η Βάση Δεδομένων που δημιουργήθηκε είναι κατάλληλα σχεδιασμένη ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθεί άμεσα από τις αρμόδιες υπηρεσίες της πολιτείας. Τα δεδομένα που θα μπορούσαν να τις εμπλουτίσουν εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα που αφορά τύπους και ποιότητες υδάτινων σωμάτων, κατανομή και είδος πιέσεων κλ.π. Όσο καλύτερα οργανωμένη είναι η Βάση Δεδομένων που δημιουργείται, τόσο πιο πολλές είναι οι δυνατότητες ανάλυσης που μας παρέχουν τα Γ.Σ.Π. και τα αποτελέσματα που προκύπτουν έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία. Τα συμπεράσματα είναι, κατά την άποψή μου, άκρως ενδιαφέροντα και θα ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής αν η εργασία μου συνέβαλε, έστω και κατ ελάχιστο, στην επιτυχή αντιμετώπιση των προβλημάτων που αναμένεται να γνωρίσει η περιοχή.