ΕΚΤ:

Σχετικά έγγραφα
Ιστορία της Ιστοριογραφίας

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διδακτική της Λογοτεχνίας

Ιστορία της Ιστοριογραφίας

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (ΜΕ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ) Ενότητα 1: Επιστημολογικά Θέματα Ιστορίας I

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

3. Κριτική προσέγγιση

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Θεόδωρος Γ. Γιαννόπουλος. Ιστορική-κοινωνική θεωρία και δημόσιος λόγος στην Ελλάδα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΚΘΕΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. Κοινωνική Παθητικότητα

ΗΙΣΤΟΡΙΑΚΑΙΗΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ. Από τα πρώτα ιστορικά είδη στις ιστοριογραφίες του τέλους του 20 ου αιώνα

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική

Θεωρία&Μεθοδολογία των Κοιν.Επιστημών. Εβδομάδα 1

Το παραδοσιακό μοντέλο -ιδεολογία

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

III_Β.1 : Διδασκαλία με ΤΠΕ, Γιατί ;

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

Θέση της Φυσικής Αγωγής στο ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος)

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών στην Προσχολική Εκπαίδευση

Το κομμάτι που λείπει ή αλλιώς η εκπαιδευτική βιογραφία ως εργαλείο αναστοχασμού των εκπαιδευτικών συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

21 Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Δρ. Νάσια Δακοπούλου

ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ

Εισαγωγή στις Επιστήμες της Αγωγής

II29 Θεωρία της Ιστορίας

ΤΑ ANNALES ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 13 Εισαγωγή 17. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ταυτότητα και επαγγελµατική ταυτότητα του εκπαιδευτικού 31

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Η/Υ

ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιστημολογία κοινωνικής έρευνας ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ: Νικόλαος Ναγόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Τρεις προσανατολισμοί για τη διδασκαλία της ιστορίας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Επιμορφωτικό Σεμινάριο: ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ : ΠΕΔΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας

Παιδαγωγικές εφαρμογές Η/Υ. Μάθημα 1 ο

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΠΑΛ (ΟΜΑ Α Β ) 2010

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Κοινωνικοπολιτισμικές. Θεωρίες Μάθησης. & Εκπαιδευτικό Λογισμικό

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (ΜΕ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ)

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Σωφρόνης Χατζησαββίδης. Οι σύγχρονες κριτικές γλωσσοδιδακτικές προσεγγίσεις στη διδασκαλία της γλώσσας ως δεύτερης και ξένης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Να αναγνωρίζεται η ελευθερία του κάθε εκπαιδευτικού να σχεδιάσει το μάθημά του. Βέβαια στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος. αποτελεσμάτων.

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

II29 Θεωρία της Ιστορίας

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Ιστορίας της παιδείας από τα κάτω Α03 06

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Οργανωσιακή Κουλτούρα

Ιστορία Γυμνασίου. Γυμνάσιο Βεργίνα,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ. Και οι απαντήσεις τους

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

Διδακτική της Λογοτεχνίας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Ιστορία. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 16 Σεπτεμβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ιστορία & Εκπαίδευση]

356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα)

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ B1. δ.λάθος. ε.σωστό Β2.

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Οργανωσιακή μάθηση. Εισηγητής : Δρ. Γιάννης Χατζηκιάν

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Transcript:

Μαμούρα, Μ. (2011). «Η διδασκαλία της Ιστορίας από πηγές και η διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Μύθος ή Πραγματικότητα;» Διδακτορική Διατριβή ΕΚΤ: http://hdl.handle.net/10442/hedi/29384 1. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ 1.1 ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ Ο 19 ος αιώνας κληροδότησε δύο σημαντικές κατευθύνσεις στην επιστήμη της Ιστορίας: το γερμανικό ιστορισμό του Leopold von Ranke και το γαλλικό μεθοδισμό ή θετικισμό των Seignobos & Lavisse 1. Βασικές θέσεις των σχολών αυτών ήταν η απουσία θεωρητικού προβληματισμού, ο περιορισμός του έργου της Ιστορίας σε συλλογή ιστορικών γεγονότων και η παθητική στάση του ιστορικού στη διαπραγμάτευση του υλικού που έχει στη διάθεσή του. Κοινός στόχος και κοινό αξιακό υπόστρωμα και των δύο σχολών ήταν αναμφισβήτητα η σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης, στόχος κατεξοχήν φρονηματιστικός. Και το περιεχόμενο της ιστορικής έρευνας ήταν αποκλειστικά η πολιτική και στρατιωτική ιστορία, όπως διαφαινόταν μέσα από τις γραπτές πηγές, που δε θεωρούνταν άλλες από τα επίσημα κρατικά έγγραφα. Η ιστορία γινόταν κατανοητή και μπορούσε να ερμηνευθεί μέσα από την αφήγηση, που αποτελούσε και τη μοναδική μέθοδο διδασκαλίας. Η αντίληψη αυτή δεν ήταν άμοιρη των συνθηκών και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας εκείνης της εποχής, εποχής ανταγωνισμού και πολεμικής προετοιμασίας (χρονικό διάστημα από το γαλλογερμανικό πόλεμο, 1870, έως τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο), και συγκρότησης των εθνών-κρατών. Αυτή η επιστημονική «μεθοδική» και «ερμηνευτική» προσέγγιση της ιστορίας εξελίχθηκε στη «θετικιστική» ιστοριογραφία, η οποία εντάσσεται στο μοντέλο του θετικισμού, δηλαδή, τη θετική, λογική επιστημονική απάντηση στα ανακύπτοντα 1 Dosse F. (2000 2 ). Η Ιστορία σε ψίχουλα, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ.43. 1

προβλήματα με τη χρησιμοποίηση αυστηρά επιστημονικών μεθόδων 2. Ιδρυτής της θετικιστικής σχολής ήταν ο Auguste Comte (1798-1857) 3. Θεωρούσε ότι η ιστορία της ανθρωπότητας διέρχεται από τρεις διαδοχικές φάσεις, τη θεολογική και πολεμική, τη μεταφυσική και νομική και τη θετικιστική και επιστημονική, που είναι και η πιο σημαντική, δεδομένου ότι ο ορθός λόγος και η επιστήμη μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα του ανθρώπου 4. Βασική θέση του θετικισμού ήταν ότι οι φυσικές επιστήμες είχαν μεγαλύτερη αξία, γιατί παρέχουν τη δυνατότητα να γενικευτεί αυτό που συμβαίνει σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων και να διατυπωθούν νόμοι απεριόριστης ισχύος. Όσον αφορά την επιστήμη της ιστορίας, δεν είναι δυνατή η εξαγωγή νόμων, δεδομένου ότι το ιστορικό γεγονός είναι μοναδικό, ατομικό και ανεπανάληπτο (μια χημική αντίδραση μπορεί να επαναληφθεί σε συνθήκες εργαστηρίου, ενώ ένας πόλεμος, μία συνθήκη, μία διπλωματική επιτυχία είναι ανεπανάληπτα γεγονότα, με ιδιαίτερες και μοναδικές συνέπειες) 5. Δίδεται, επίσης, από τον θετικισμό μεγάλη σημασία στις αρχειακές πηγές και στην ανάγκη της κριτικής τους προκειμένου να εξασφαλιστεί η πιστή αφήγηση των γεγονότων. Η τελευταία φτάνει στο απόγειό της με τον γερμανικό ιστορισμό, που προάγει κυρίως την πολιτική, τη στρατιωτική και τη διπλωματική ιστορία. Η ιστορία που προάγει ο γερμανικός, κυρίως, ιστορισμός είναι περιγραφική, θεωρητικά ιδεαλιστική 6 και μεθοδολογικά θετικιστική. Η ιστορία είναι τέχνη (έντεχνος δηλαδή λόγος) ή ιδιογραφική επιστήμη (υπό την έννοια ότι ενδιαφέρεται για το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό, 2 Θετικισμός: φιλοσοφική θεωρία που ξεκίνησε από το γάλλο φιλόσοφο Auguste Compte (1798-1857) και πρεσβεύει ότι η γνώση των γεγονότων πρέπει να βασίζεται στα θετικά στοιχεία της εμπειρίας και στη λογική και μαθηματική τους επεξεργασία χωρίς μεταφυσικές προεκτάσεις και με ταυτόχρονη παραίτηση του ανθρώπινου πνεύματος από την προσπάθεια να κατανοήσει την ουσία των πραγμάτων. Ο όρος θετικισμός (που προέρχεται από το θετικό-positif) σημαίνει το χειροπιαστό, κάτι που είναι βασισμένο στα γεγονότα ή στην εμπειρία. Η εμπειρική μέθοδος αποτελεί τη μοναδική πηγή αλήθειας σύμφωνα με τους θετικιστές και τους νεοθετικιστές. Carr, W. - Kemmis, S. (2002). Για μια κριτική εκπαιδευτική θεωρία, μτφρ. Α. Λαμπράκη-Παγανού, Ε. Μηλίγκου, Κ. Ροδιάδου-Αλμπάνη, Αθήνα: Κώδικας, σ.89. 3 Carr, W. - Kemmis, S., ό.π., σ.89-90. 4 Σκουλάτος Β. (1987). «Ο άνθρωπος και η Ιστορία», Νέα Παιδεία, 44, Αθήνα, 137-146, σελ.142. 5 Ωστόσο, στην Ιστορία υπάρχει και ένας αριθμός σταθερών παραγόντων. Και ακριβώς η μελέτη της Ιστορίας συνίσταται και στην αποκατάσταση των εσωτερικών σχέσεων μεταξύ των γεγονότων, ώστε να καθίσταται φανερό τι παραμένει σταθερό και τι μεταβάλλεται, τι είναι τυχαίο, ποια γεγονότα συνιστούν ιδιόρρυθμες πράξεις και ποια εμπεριέχουν ένα συγκεκριμένο σκοπό. 6 Σύμφωνα με τον Immanuel Kant, τα εμπειρικά δεδομένα γίνονται κατανοητά με βάση αναγκαίες και οικουμενικές αρχές, οι οποίες αποτελούν a priori δοσμένες ιδιότητες της διάνοιάς μας. Είναι η θεωρία σύμφωνα με την οποία ο πραγματικός κόσμος υπερβαίνει τον αισθητό και τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε είναι μόνο ατελή αντίγραφα του κόσμου των ιδεών (υπεροχή του πνεύματος και της συνείδησης έναντι του αισθητού, υλικού κόσμου). 2

το ατομικό, το ανεπανάληπτο). Υπό το πρίσμα αυτό, και μια ολόκληρη εποχή μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα γεγονός ανεπανάληπτο και μοναδικό 7. Ως προς τη μέθοδο (θετικιστική), ο θετικισμός στρέφεται στην ανακάλυψη «νέων γεγονότων», ώστε με το πλήθος των γεγονότων και την «ιστορική κριτική» (απόρροια της φιλολογικής κριτικής), να περιορίσει τον κίνδυνο του λάθους. Ο ιστορικός που ανήκει στη σχολή αυτή της επιστήμης της ιστορίας α) ερευνά τα αρχεία και τις ιστορικές πηγές, β) συγκεντρώνει μέσα από τις τελευταίες τα γεγονότα, προκειμένου μέσα από κριτική μέθοδο να ελέγξει την αξιοπιστία τους, γ) τα εκθέτει και τα παρουσιάζει κατά χρονολογική σειρά, με σκοπό να φανεί η αιτιακή σχέση αιτίας (προηγούμενου γεγονότος) και αποτελέσματος (επομένου) & δ) αναλύει τις πολιτικές, κοινωνικές και ηθικές μεταβολές, όπως αυτές αποκαλύπτονται από τις πηγές. Έτσι, για το σκοπό παραγωγής νέων ερμηνευτικών προσεγγίσεων στα ιστορικά γεγονότα, δόθηκε μεγάλη έμφαση στην ερμηνευτική μέθοδο, την τέχνη δηλαδή της ορθής κατανόησης των κειμένων. Ως πρωτογενείς πηγές θεωρούνται τα απομνημονεύματα, τα ημερολόγια, οι επιστολές, οι αυθεντικές διηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων. Και οι ιστορικοί αυτής της σχολής χρησιμοποιούσαν τη μεγάλη παράδοση ερμηνείας που είχαν πίσω τους από τους μελετητές κλασικών και βιβλικών κειμένων. Η πηγή δεν γίνεται κατανοητή μόνο με όρους γλωσσικής ανάλυσης. Πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ιστορικό τεκμήριο που απεικάζει το πνεύμα ενός έθνους 8. Αυτός ο τρόπος εργασίας και η μεθοδολογία του θετικιστικού ιστορισμού οδηγούσε, όπως οι ιστορικοί της σχολής αυτής διατείνονταν, στη μία και αντικειμενική ιστορική αλήθεια. Ο κυριότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιστορισμού μάλιστα, ο Leopold von Ranke, διεκήρυσσε ότι τον ενδιέφερε «τι πραγματικά έγινε» 9, θεωρώντας το ιστορικό γεγονός ως ανεξάρτητο από τη συνείδηση και το χωρο-χρόνο της αναπαράστασής του και έχοντας την πεποίθηση ότι το υψηλότερο και πιο αξιόπιστο επίπεδο αφήγησης παρέχεται από την αφηγηματική περιγραφή 10. Γάλλοι και Αμερικανοί ιστορικοί αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ranke τον πατέρα μιας ιστορίας που περιοριζόταν μόνο στην αυστηρή παρατήρηση των γεγονότων, την απουσία 7 Γιαννόπουλος Γ., Οικονομοπούλου Ξ., Κατσουλάκος Θ. (1988). Εισαγωγή στις ιστορικές σπουδές, Αθήνα: ΟΕΔΒ, σελ.19-20. 8 Iggers G. (1995 2 ). Νέες κατευθύνσεις στην Ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, μτφρ. Βασ. Οικονομίδης, Αθήνα: Γνώση, σελ.26-29. 9 Γκοφ Λε Ζακ (1998). Ιστορία και Μνήμη, Αθήνα: Νεφέλη, σελ.227. 10 Κόκκινος Γ. (1998 2 ). Από την Ιστορία στις ιστορίες, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σελ.153. 3

ηθικοποίησης και ωραιοποιήσεων, στην καθαρή ιστορική αλήθεια 11. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ο ιστορικός απομακρύνεται από το αντικείμενό του. Μάλιστα, από τα μέσα του 19 ου αιώνα, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, κατανοώντας τη σημασία του μαθήματος της ιστορίας όσον αφορά τη συμβολή της στην καλλιέργεια εθνικής ταυτότητας, ευνόησαν την εισαγωγή της «θετικιστικής ιστοριογραφίας» στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, προωθώντας με αυτό τον τρόπο την εθνική ιστοριογραφία ως μηχανισμό εγχάραξης εθνικής ταυτότητας, μεταβίβασης συλλογικής εθνικής μνήμης και κοινωνικοποίησης και εδραίωσης της κοινωνικής συνοχής 12. Η τακτική αυτή φυσικά εξυπηρετούσε και τις πολιτικές σκοπιμότητες των κρατών της εποχής εκείνης, και ο ιστορικός λόγος αναλάμβανε να αντικειμενικοποιήσει τις διεκδικήσεις και τις αξίες των εθνικών κρατών. Συνοψίζοντας, ο W. H. Walsh, στον περιεκτικό ορισμό για τον ιστορικισμό, αναφέρει: «Ο ιστορικισμός είναι η άποψη ότι για κάθε πράγμα (πρόσωπο ή κοινωνική κατάσταση) η ιστορία του επαρκεί για την ερμηνεία του. Ότι η φύση κάθε πράγματος γίνεται κατανοητή μέσα από την εξέλιξή του. Ότι η ιστορία είναι δρόμος αναγκαίος και επαρκής για την κατανόηση των κοινωνικών πραγμάτων και την πρόβλεψη της εξέλιξής τους. Κάθε τι στη φύση και στην κοινωνία είναι αποτέλεσμα της ιστορίας του» 13. Ο ορισμός αυτός καθώς και όλα όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η θετικιστική επιστημολογία της ιστορίας έμεινε δέσμια του παρελθόντος και θεώρησε την ιστορία ως αυστηρή διαδοχή γεγονότων, αγνοώντας την κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική διάστασή των φαινομένων. Επίσης, αντιμετώπισε τον ιστορικό λόγο ως απλή αντανάκλαση του λόγου των πρωτογενών πηγών, δηλαδή ως γνήσια αναπαράσταση της ιστορικής πραγματικότητας και έδωσε έμφαση στη δυνατότητα, μέσα από τη μελέτη της ιστορίας, πιστής, τελεσίδικης και μονοδιάστατης αποκάλυψης της ιστορικής εξέλιξης. Με αυτή όμως την προσέγγιση, η ιστορική εξήγηση δεν νοείται ως δημιουργική και ενεργητική πράξη ανακατασκευής του παρελθόντος αλλά ως πράξη πιστής αναπαράστασής του, και ο ιστορικός βρίσκεται στο περιθώριο της ιστορίας και δεν δεσμεύεται από αξιακούς περιορισμούς. Ο Nietzsche θεωρεί ότι η θετικιστική εκδοχή του ιστορικού λόγου λειτούργησε ως μηχανισμός ομοιομορφοποίησης και αλλοτρίωσης του συλλογικού σώματος, καθώς 11 Γκοφ Λε Ζακ (1998), ό.π., σελ.227. 12 Κόκκινος Γ.( 1998 2 ), ό.π., σελ.375. 13 Walsh W. H. (1994 3 ). Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μτφρ. Φανούριος Βώρος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σελ.24. 4

αφαιρεί από το νοητικό ορίζοντα των ανθρώπων το υπερβατικό, το υψηλό και το τραγικό και τους στερεί τη δυνατότητα οραματισμού ενός διαφορετικού μέλλοντος. Η κυριαρχία του ιστορικιστικού παραδείγματος δεν έχει, άρα, ως αποτέλεσμα τη συλλογική αυτογνωσία αλλά την καθήλωση των ανθρώπων σε προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν την εξελικτική διαδικασία ως νομοτέλεια που εγγράφεται στο παρελθόν και εγκλωβίζει παθητικά την ανθρώπινη βούληση στο ήδη υπάρχον και ισχύον 14. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μη δημιουργικής διαδικασίας είναι, συνεχίζει ο Nietzsche, η διόγκωση της συλλογικής μνήμης, που καθιστά άχρηστη την εκτονωτική λειτουργία της ιστορικής λήθης, στοιχείο απαραίτητο για τη δημιουργική μετεξέλιξη των κοινωνιών 15. Αλλά και ο Croce (φιλόσοφος, ιστορικός και πολιτικός, 1866-1952) ασκεί δριμεία κριτική στο θετικιστικό επιστημολογικό παράδειγμα. Θεωρεί ότι ο ιστορικός είναι δυναμικό στοιχείο της ιστορικής διαδικασίας, και το παρελθόν δεν υφίσταται αφ εαυτού, δεν έχει αυτοδύναμη ύπαρξη αλλά ανακατασκευάζεται αέναα, επηρεαζόμενο από τις εκάστοτε ιδεολογικές συντεταγμένες κάθε εποχής. Κατηγόρησε τον θετικισμό για την εμμονή του στην αξία της θετικής-επιστημονικής γνώσης, για τη «μουσειολογική» προσέγγιση του παρελθόντος και για τον περιορισμό της ερμηνείας του βάσει μόνο της συγκέντρωσης και αποκατάστασης των πηγών και της ηγεμονίας της πιστής ιστορικής αφήγησης των γεγονότων 16. Το θετικό στοιχείο, όμως, του θετικισμού, που έδωσε ώθηση στην εξέλιξη της επιστήμης της ιστορίας, ήταν το ότι η κριτική των πηγών και η κατά το δυνατόν πιστή και αντικειμενική εξιστόρηση των γεγονότων οδήγησε στη χειραφέτηση της ιστορίας, απομακρύνοντάς την από την, μέχρι τότε, κατά παραγγελία επίσημη ιστοριογραφία. Ως σημαντική συμβολή του θετικισμού στην ιστορία ο Hobsbaum αναγνωρίζει το γεγονός ότι έφερε έννοιες, μεθόδους και τα πρότυπα των φυσικών επιστημών στις κοινωνικές αναζητήσεις, εφαρμόζοντας τις ανακαλύψεις τους με ιδανικό τρόπο στην ιστορία 17. 14 Nietzsche F. (1993). Ιστορία και ζωή, εισαγωγή- μετάφραση- σημειώσεις Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα: Γνώση, σελ.49-55. 15 Nietzsche F., ό.π., σελ.20. 16 Croce B. (1968). Théorie et histoire de l historiographie, Γενεύη: Droz, (α έκδοση 1916). Κόκκινος Γ. (1998 2 ) ό.π., σελ.165-169. 17 Hobsbaum E. J. (1981). Η συμβολή του Καρόλου Μαρξ στην επιστήμη της Ιστορίας, Ε.Μ.Ν.Ε., Μνήμων, Αθήνα, σελ.10-11. 5

Ενώ μέχρι τις αρχές του 19 ου αιώνα το πεδίο των κοινωνικών επιστημών είναι ενιαίο και η ιστορία, μαζί με την κοινωνιολογία, αποτελεί τμήμα της πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας, στη συνέχεια παρατηρείται διάσπαση του διανοητικού πεδίου και η επιστήμη της ιστορίας και της κοινωνιολογίας συνιστούν αυστηρά περιχαρακωμένους και αυτόνομους επιστημονικούς κλάδους. Κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα, οι ιστορικές σπουδές υπέστησαν αλλεπάλληλους αναπροσανατολισμούς και διαφοροποιήσεις. Μετά το τέλος αυτής της εποχής, ο δυτικός κόσμος ενδιαφέρεται για τις οικονομικές και τις κοινωνικές συνιστώσες της ανάπτυξης. Αυτό εκφράζεται με τις νέες ερμηνευτικές σχολές, τον ιστορικό υλισμό του Μαρξισμού και το δομισμό-λειτουργισμό της γαλλικής σχολής των Annales. Η πρώτη έδωσε έμφαση στη σημασία της οικονομίας και των κοινωνικών αγώνων στη διαμόρφωση της ιστορικής εξέλιξης, ενώ η δεύτερη προσπάθησε να οικοδομήσει γέφυρες και συνεργασίες με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες (κοινωνιολογία, εθνολογία, ανθρωπολογία, οικονομία, δημογραφία, γεωγραφία, ψυχολογία) 18, όπως θα φανεί στη συνέχεια από την ανάλυση των νέων στοιχείων που πρέσβευαν. 1.2 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ- ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ Η επίδραση του μαρξισμού στην ιστορία και στον τρόπο σκέψης των ιστορικών συνέβαλε τα μέγιστα στην εξέλιξη και ανανέωση της επιστήμης της ιστορίας, κυρίως από το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου και εξής. Μάλιστα, η μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας ονομάζεται και «οικονομική ερμηνεία της ιστορίας» 19, λόγω της μεγάλης σημασίας που η σχολή αυτή απέδωσε στη συμβολή του οικονομικού παράγοντα στην εξέλιξη της ιστορίας, παράγοντα από τον οποίο εξαρτώνται όλοι οι υπόλοιποι. Η θεμελιώδης θέση της θεωρίας του ιστορικού υλισμού οικοδομείται πάνω στην ιδεατή σύλληψη ότι η εξέλιξη μιας κοινωνίας ερμηνεύεται από την οικονομική της 18 Κυρκίνη Α. (1999). «Η εξέλιξη της ιστοριογραφίας και η επίδρασή της», Νέα Παιδεία, 89, Αθήνα, 23-33, σελ.24. 19 Hobsbaum E. J. (1981), ό.π, σελ.13. 6

υποδομή 20. Κάθε μεταβολή, επομένως, στην οικονομική βάση μιας κοινωνίας, προκαλεί μετασχηματισμό, λιγότερο ή περισσότερο ριζικό, σε ολόκληρο το πολιτικό-ιδεολογικό εποικοδόμημά της, στη διαμόρφωση, δηλαδή, της κοινωνικής συνείδησης καθώς και στους θεσμούς και στην ιδεολογία, τα οποία με τη σειρά τους ασκούν επίδραση στην οικονομική βάση της κοινωνίας. Ο Μαρξ επιδιώκει να διατυπώσει τους «νόμους» της ανάπτυξης οι οποίοι συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο της ιστορικής διαδικασίας. Οι ιδέες του Μαρξ αφενός προσανατόλισαν τη σκέψη των ιστορικών προς την έρευνα σύνθετων κοινωνικών πραγματικοτήτων μακράς χρονικής διάρκειας. Αφετέρου, τους οδήγησαν στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για μελέτη των υλικών συνθηκών ζωής των ανθρώπων και της ανάπτυξης της τεχνικής και της οικονομίας, όχι ως μεμονωμένων φαινομένων αλλά σε σχέση αδιάσπαστη με τον τρόπο παραγωγής 21. Επίσης, ο μαρξισμός έστρεψε την προσοχή των ιστορικών στον καθοριστικό ρόλο των μαζών και της πάλης των κοινωνικών τάξεων μέσα στην ιστορία. Το τέλος της ιστορικής εξέλιξης θα ερχόταν, σύμφωνα με τον Μαρξ, με την εξαφάνιση της πάλης των τάξεων και την παράλληλη εγκαθίδρυση μιας «αταξικής κοινωνίας». Ο Μαρξ θεωρούσε ότι η αλλαγή των υλικών συνθηκών ζωής του ανθρώπου συνεπάγεται αλλαγή στη συνείδησή του και στον τρόπο θέασης και αντιμετώπισης των πραγμάτων. Αναμφίβολα, ο Marx και ο Engels θεωρούν ότι εκείνο που έχει αποφασιστική σημασία για την ιστορική μεταβολή είναι οι παραγωγικές σχέσεις. Η ιστορία είναι διαδοχή γενεών, που η καθεμιά εκμεταλλεύεται τα μέσα παραγωγής, τα υλικά και τα κεφάλαια που κληρονόμησε από τις προηγούμενες, έχοντας τη δυνατότητα να αλλάξει με τις δραστηριότητές της τις παλιές συνθήκες. Αυτή η αλλαγή σε μια κοινωνία καθίσταται δυνατή μόνο με την επανάσταση. Διότι μόνο με την επανάσταση μπορεί να ανατραπεί η κυρίαρχη τάξη και να θεμελιωθεί εξ αρχής η κοινωνία βάσει των ιδεών και των οραμάτων της τάξης που προκαλεί αυτή την ανατροπή 22. Η μαρξιστική θεώρηση της ιστορίας αποδέχεται την εγγενή διαμεσολάβηση των πρωτογενών ιστορικών πηγών και τεκμηρίων του παρελθόντος καθώς και του 20 Σκουλάτος Β. (1987), ό.π., σ.142. Σκουλάτος Β. (1991). «Ιστορική μνήμη και Εκπαίδευση», Νέα Παιδεία, 57, Αθήνα, σελ.158-169. 21 Γιαννόπουλος Γ., Οικονομοπούλου Ξ., Κατσουλάκος Θ. (1988), ό.π., σελ.21-22. 22 Μαρξ Κ., Έγκελς Φρ. (1997). Η γερμανική ιδεολογία (μτφρ. - επιμ. Κ. Φιλίνη), τ.1 ος, Αθήνα: Gutenberg, σελ.83-87. 7

ιστοριογραφικού λόγου, θεωρεί όμως ότι η αναπαράσταση και ανακατασκευή του παρελθόντος προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένων ερμηνευτικών πλαισίων και τη διήθηση των ιστορικών πληροφοριών μέσα από τα νοητικά, γλωσσικά, ιδεολογικά, επιστημολογικά φίλτρα του ιστορικού. Ο τελευταίος αντιμετωπίζει κάθε ιστορικό γεγονός και κοινωνικό φαινόμενο μέσα στο πλαίσιο ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων που υπόκειται σε σταθερές και συνεχείς αλλαγές. Οι αλλαγές, όμως, αυτές δεν είναι προκαθορισμένες αλλά εξαρτώνται τόσο από τη φύση και τους νόμους της όσο και από την ανθρώπινη βούληση, και ιδιαίτερα το βαθμό συνειδητότητας του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό, η ιστορία θεωρείται από τους μαρξιστές ως μία διαρκής πορεία χειραφέτησης του ανθρώπου, ως μία κριτική κοινωνική επιστήμη, που δεν αποβλέπει μόνο στην «αντικειμενική» εξήγηση του κόσμου αλλά και στη μεταβολή του 23. Η κύρια κατηγορία του μαρξισμού εναντίον του θετικισμού ήταν ότι ο δεύτερος προσπάθησε να εξομοιώσει τη μελέτη των κοινωνικών επιστημών μ εκείνη των θετικών και φυσικών, δηλαδή του ανθρώπινου με το μη ανθρώπινο. Αντίθετα, ο Μαρξ αναγνώρισε τις κοινωνίες ως συστήματα, μέσα στα οποία οι άνθρωποι δημιουργούν σχέσεις, που καθορίζονται κατά κύριο λόγο από την παραγωγή και την αναπαραγωγή. Και τα συστήματα αυτά εξετάζονται στη σχέση τους με άλλα, με το περιβάλλον τους καθώς και στις εσωτερικές τους σχέσεις, δηλαδή στο εσωτερικό τους δυναμικό για αλλαγή. Και η ιστορία είναι η επιστήμη που μπορεί να εξηγήσει το γιατί οι κοινωνίες αλλάζουν και πώς μεταμορφώνονται, δηλαδή τα φαινόμενα και τους όρους της κοινωνικής εξέλιξης 24. Αναπόφευκτα, η αντίληψη του μαρξισμού για την ιστορία οδήγησε την ιστορική έρευνα στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο ο ισχυρότατος οικονομικός παράγοντας επηρεάζει την πορεία της ανθρωπότητας. 1.3 Η «ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ» - Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ANNALES 23 Iggers G. (1995 2 ), ό.π., σελ.53-57. 24 Hobsbaum E. J. (1981), ό.π., σελ.13. 8

Το 1929 ξέσπασε στην Αμερική η γνωστή βαθιά οικονομική κρίση (το «οικονομικό κραχ» του 1929). Αυτή η κρίση της «ελεύθερης αγοράς» ξεπεράστηκε από τη νέα πολιτική, το new deal, που από το 1933 εφάρμοσε ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ και επρόκειτο για πολιτική μερικού κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομική ζωή, πολιτική αρκετά διαφοροποιημένη σε σύγκριση με τη μέχρι τότε κυριαρχία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ο γενικότερος προβληματισμός που αναδύθηκε μέσα από αυτή την κατάσταση είχε αντίκτυπο και στις ιστορικές σπουδές γενικότερα και στον τρόπο σκέψης των ιστορικών ειδικότερα, οι οποίοι οδηγήθηκαν στη διαπίστωση της συνθετότητας των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων και της ανάγκης αλληλεπίδρασής τους (σε μια διαλεκτική σχέση) με την εκάστοτε ιστορική πραγματικότητα. Την ίδια χρονιά, και το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο, στη Γαλλία αυτή τη φορά, εγκαινιάζεται μια νέα ιστορική σχολή «Η γαλλική σχολή των Annales», με την εμφάνιση του νέου ιστορικού περιοδικού με τίτλο «Annales de l histoire économique et sociale». Η σχολή αυτή αντιτάχθηκε στη θετικιστική αφηγηματική ιστοριογραφία και επεχείρησε να αποκαλύψει την πολυδιάστατη κάθε φορά πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από ένα ιστορικό γεγονός, πίσω από ένα συμβάν της πολιτικής ιστορίας 25. Τη διαφοροποίησή της την εξέφρασε ονομάζοντας όλη την προηγούμενη ιστορία των συμβάντων, των πολέμων και της αφήγησης αυτών, «συμβαντολογική ιστορία» (histoire événementielle). Η ιστορία αυτή είναι γεγονοτολογική, δήλωναν οι υποστηρικτές της νέας σχολής, αφηγηματική, αγνοεί την ανάλυση, το σύνολο της κοινωνίας και τις μάζες που την απαρτίζουν, και έχει σα στόχο μόνο το γεγονός, χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε σύγκριση, είναι ιδεαλιστική, αγνοώντας το υλικό, είναι μερική, προσκολλάται στο συνειδητό και δεν εξετάζει το ασυνείδητο, ασχολείται με το γεγονός της κάθε στιγμής και αγνοεί τη μακρά διάρκεια. Οι οπαδοί της σχολής των Annales απαξιωτικά χαρακτηρίζουν την προηγούμενη παραδοσιακή ιστοριογραφία «ιστορία-μάχη», η οποία απέτυχε, καθώς δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τη 25 Και στο σημείο αυτό σκόπιμο είναι να γίνει αναφορά στη διάκριση συμβάντος γεγονότος. Μία πράξη, χωρίς καμιά ιδιαίτερη επίπτωση, αποτελεί απλό συμβάν που δεν ενδιαφέρει την Ιστορία. Για παράδειγμα, εάν η επιχείρηση κάποιου αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες ή έκλεινε ακόμη, στην Αμερική του 1929, αυτό θα ήταν ένα απλό συμβάν. Αντίθετα, η οικονομική κρίση που ξέσπασε τότε είναι ιστορικό γεγονός, καθώς επηρέασε μια ολόκληρη εποχή, είχε κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές κ.ά. συνέπειες σε Αμερική και Ευρώπη, και οδήγησε βαθμιαία και με τη συνέργεια και άλλων παραγόντων, στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το ακατέργαστο υλικό των πηγών επομένως, από ένα μεγάλο αριθμό συμβάντων, ο ιστορικός επιλέγει αυτά που, σύμφωνα με τα κριτήριά του και την ιστορική σχολή στην οποία ανήκει, αξίζει να γίνουν Ιστορία. 9

βαρβαρότητα 26. Στην ιστορία αυτή κυριαρχούν οι ιστορικές πηγές, με την παράλληλη μετατόπιση του ιστορικού σε δεύτερη μοίρα. Ο ρόλος του είναι παθητικός και περιορίζεται στην αποκατάσταση του κύρους των πηγών και στην προβολή του μοναδικού και μη αναπαραγόμενου γεγονότος, (ιστορία ιδιογραφική επιστήμη), χωρίς να καταβάλλεται καμία προσπάθεια ανεύρεσης των αιτιακών σχέσεων μεταξύ των γεγονότων. «Ο επιστήμονας, ο ιστορικός, καλείται να παραμερίσει μπροστά στα γεγονότα» 27. Η ιστορία, προβάλλεται αποκλειστικά ως αφήγηση πολεμικών και διπλωματικών γεγονότων, παρουσίαση βιογραφιών σημαντικών προσωπικοτήτων, που σκοπό έχει να τονώσει το εθνικό εγώ και την εθνική συνείδηση. Ήδη από το 1903, ο François Simiand με τις μελέτες του συνετέλεσε στο πέρασμα από το στάδιο της περιγραφής της ιστορίας σ αυτό της στενής σχέσης που υπάρχει μεταξύ της οικονομίας, της κοινωνιολογίας και της ιστορίας. Ο Ernest Labrousse, από το 1932, χρησιμοποίησε την οικονομική ανάλυση, προκειμένου να εξετάσει το τρίπτυχο: οικονομία-κοινωνικές τάξεις νοοτροπίες. Με την εμφάνιση, λοιπόν, αυτής της σχολής, τα παραδοσιακά θέματα υποχωρούν σε μια ιστορία πιο ανοιχτή στην οικονομία, στην κοινωνία και στις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες. Υποχωρεί η γεγονοτολογία προς όφελος μιας ιστορίας μακράς διάρκειας, με απώτατο στόχο την επαναδημιουργία του ανθρώπινου πολιτισμού. Η νέα σκοπιμότητα διαφαίνεται μέσα από το ότι ο ιστορικός λόγος πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο ειρήνης, απομακρυνόμενος από τα πεδία των μαχών και επιλέγοντας τη συμφιλίωση των αντιπάλων. Η παγκόσμια διαπλοκή των προβλημάτων επηρεάζει τον ιστορικό λόγο και οδηγεί στη συνειδητοποίηση της ύπαρξης πολλαπλών πολιτισμών, στην πολλαπλότητα των πεπρωμένων. Βασικός σκοπός της σχολής αυτής είναι να κατανοήσει κάθε εποχή όπως υπήρξε στην πραγματικότητα, είναι η «κατανόηση» του παρελθόντος, με αφετηρία την κριτική εξέταση των ιστορικών πηγών. Η «κατανόηση» (comprendre), όμως, των κοινωνικών φαινομένων δεν περιορίζεται στην απλή και άμεση γνώση, αλλά, επιπρόσθετα, εμπεριέχει την προσπάθεια του 26 Dosse F. (2000 2 ), ό.π., σελ.21. 27 Bloch M. (1994). Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, μτφρ. Κ. Γαγανάκης, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις (α γαλλική έκδοση 1949). Βλ. και Bloch M. (1941). Apologie pour l histoire, Paris: A. Colin. 10

παρατηρητή-ιστορικού να εξηγήσει τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των φαινομένων. Η εμφάνιση της γαλλικής σχολής των Annales επηρεάζεται και από την ίδια την πρόοδο του επιστημονικού πνεύματος: η κινητική θεωρία των αερίων, η θεωρία των κβάντα, η θεωρία της σχετικότητας του χώρου και του χρόνου του Αϊνστάιν δίνει τη δυνατότητα και στην ιστορία να διεκδικήσει την επιστημονική της υπόσταση όπως ακριβώς και οι θετικές επιστήμες, προκειμένου να κρίνει μαρτυρίες του παρελθόντος, βρίσκοντας νέους τρόπους ανάγνωσης των μαρτυριών, ελέγχοντας υποθέσεις, αναζητώντας αιτιακές σχέσεις. Ο ρόλος του ιστορικού καθίσταται, υπό το νέο πρίσμα, ενεργητικός, με την έννοια μιας διαρκούς και ενεργούς παρέμβασης στα αρχεία και στις ιστορικές πηγές. Έτσι, δεν καθορίζει το παρελθόν τον ιστορικό αλλά ο ιστορικός είναι αυτός που γεννά την ιστορία. Τα στάδια από τα οποία πέρασε η γαλλική σχολή των Annales και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την ιστορία, οδηγούν στη διάκριση δύο περιόδων της δικής της ιστορίας. Στην πρώτη περίοδο (1929-1945), των Lucien Febvre & Marc Bloch, τα Annales εμπνέονται και επηρεάζονται από τη σύγχρονη κοινωνία. Διαπιστώνεται απομάκρυνση από μια παρελθοντολογική αντίληψη και δίδεται έμφαση στο συσχετισμό παρελθόντος και παρόντος. Η ιστορία πια θα έχει προσανατολισμό όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και στο παρόν με τα προβλήματά του. Και καλεί τον ιστορικό να εμπνευστεί από τα προβλήματα και τις αξίες της κοινωνίας στην οποία ζει, σκέφτεται και δημιουργεί. Και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Febvre, «η ιστορία είναι μια απάντηση στα προβλήματα που, έτσι κι αλλιώς, απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο» 28 και «η ιστορία είναι η επιστήμη της αέναης μεταβολής των ανθρώπινων κοινωνιών» 29. Αναφέρεται λοιπόν η ιστορία στο παρόν. Τη διάσταση αυτή την είχε τονίσει και ο Goethe, όταν έγραφε ότι «η ιστορία είναι τα μάτια με τα οποία η κάθε εποχή βλέπει το παρελθόν της» 30. Η κάθε εποχή δηλαδή κατασκευάζει μια δική της εικόνα του παρελθόντος ανάλογα με τα προβλήματα που την απασχολούν σε δεδομένο τόπο και χρόνο και ανάλογα με τις απαντήσεις που η ίδια παίρνει από την αποκρυπτογράφηση των 28 Febvre L. (1953). Combats pour l histoire, Paris: A. Colin, σελ.42. 29 Febvre L. (1953), ό.π., σελ.31. 30 Κυρκίνη Α. (1999), ό.π. σελ.27. Σκληράκη Ε. (1997). «Διδακτική της Ιστορίας στο Λύκειο», Νέα Παιδεία, 82, Αθήνα, σελ.88-97. 11

ιστορικών πηγών παρελθοντικών εποχών. Η κάθε ιστορία, λοιπόν, είναι μία επιλογή. Με έναν λοιπόν αντίστροφο τρόπο θέασης των πραγμάτων, και μια ελλιπή και ατελή γνώση του παρελθόντος δεν είναι δυνατή η ορθή κατανόηση των θεμάτων που απασχολούν τους ανθρώπους της σύγχρονης εποχής. Μάλιστα, ο Bloch προτείνει στον ιστορικό μια παλινδρομική διαδικασία προσέγγισης παρελθόντος παρόντος. Ο ιστορικός, υποστηρίζει ο Bloch, ξεκινά έχοντας ως αφετηρία του το παρόν, προκειμένου να το ενώσει με τις κοινωνίες του παρελθόντος. Κι αυτό, διότι η φυσική πορεία κάθε έρευνας είναι να ξεκινά από το περισσότερο γνωστό και να οδεύει προς το λιγότερο γνωστό, το πιο σκοτεινό και το δύσκολα εξιχνιάσιμο 31. Οικοδομείται λοιπόν μια ιστορία η οποία θα έχει πεδίο μελέτης και το παρόν και το παρελθόν, και μάλιστα η κοινωνία δημιουργεί το παρελθόν που αυτή χρειάζεται, προβάλλοντας στο παρελθόν γεγονότα, πράξεις, τάσεις που προετοιμάζουν τη σύγχρονη εποχή 32. Μια ακόμη καινοτομία κατά την πρώτη περίοδο της σχολής των Annales αποτελεί η διεύρυνση των πηγών τις οποίες ερευνά ο ιστορικός. Το σύνολο πια των πηγών δεν απαρτίζεται μόνο από άμεσες-παραδοσιακές πηγές αλλά και από έμμεσες πηγές. Παράλληλα, χαρακτηριστικό στοιχείο του Παραδείγματος των Annales είναι η ανάδειξη της «ιστορίας-πρόβλημα». Αυτό σημαίνει ότι ο ιστορικός δεν αρκείται πια μόνο στην ανάγνωση των πηγών. Αντίθετα και επιπροσθέτως οφείλει να τους υποβάλει ερωτήματα, να προβαίνει σε υποθέσεις, να τις εντάσσει σε μια προβληματική. Ταυτόχρονα, κατά την πρώτη περίοδο, τα Annales δείχνουν ενδιαφέρον για την ποσοτική οικονομική ιστορία και για τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της κοινωνικοοικονομικής ιστορίας και της ιστορίας των νοοτροπιών. Η ιστορία των νοοτροπιών προέρχεται από τη σχέση της ιστορίας με την εθνολογία, την κοινωνιολογία και την ψυχολογία. Εμπεριέχει την εσωτερική λογική της καθημερινότητας, τις ασύνειδες συλλογικές παραστάσεις, τις συνθήκες πολιτισμικής παραγωγής των διανοητικών φαινομένων στη διάρθρωσή τους με την κοινωνική ζωή και τις κοινωνικές ομάδες 33. Ένας άλλος σημαντικός προσανατολισμός τους είναι η συγκριτική ιστορία. Ο Bloch θεωρεί ότι είναι δυνατή και αποφέρει αποτελέσματα η σύγκριση κοινωνιών με μια 31 Dosse F. (2000 2 ), ό.π., σελ.70. 32 Και αυτό το γεγονός συνιστά μια καινοτομία σε σχέση με την παραδοσιακή ιστορικιστική σχολή, σύμφωνα με την οποία η ιστορική πρακτική παρουσιάζεται αποκομμένη από το παρόν και ο ιστορικός είναι τελείως αποκομμένος από την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει. 33 Dosse F. (2000 2 ), ό.π. σελ.73-98. 12

αφετηριακή ομοιότητα και μια γειτνίαση στο χώρο και το χρόνο. Έτσι, ο ιστορικός έχει μπροστά του έναν απέραντο ορίζοντα προκειμένου να ελέγξει τις υποθέσεις του. Βασική καινοτομία, επίσης, της πρώτης περιόδου είναι η ανθρωποκεντρική γραφή. Ο κοινωνικός άνθρωπος αποτελεί την ουσία της ενασχόλησης του ιστορικού. Η ιστορία είναι η ιστορία του ανθρώπου και των γεγονότων, στο μέτρο, βέβαια, που τα τελευταία αποτελούν ανθρώπινες πράξεις. Μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο (δεύτερη περίοδος των Annales), ο ιστορικός λόγος, που ως τότε θεμελιωνόταν πάνω στην ύπαρξη του κράτους-έθνους, ακολουθεί τις γενικότερες εξελίξεις και γίνεται σταδιακά όλο και πιο έντονη η προσδοκία μιας άλλης ιστορίας. Οι συνέπειες και οι απώλειες του πολέμου κλονίζουν το μέχρι τότε ισχύον νόημα της ιστορίας ως διαρκούς πορείας της ανθρωπότητας προς ένα υψηλότερο επίπεδο πολιτισμού και προόδου. Ταυτόχρονα, παρατηρείται έκρηξη στο πεδίο της τεχνολογίας. Η παγκοσμιότητα της οικονομίας, της τεχνολογίας, του πληροφόρησης, του πολιτισμού, της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων και κοινωνιών οδηγεί σε αναπροσανατολισμό του ιστορικού λόγου, που με άξονα μια νέα συνείδηση του ιστορικού χρόνου, απομακρύνεται από την αντίληψη μιας στενά εθνικής ιστορίας 34. Στη δεύτερη αυτή περίοδο κυριαρχεί ένας οικονομισμός, δίδεται έμφαση στη μελέτη της οικονομικής ανάπτυξης και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η ιστορία επηρεάζεται από τη δημογραφία, η αξιοποίηση της οποίας επιτρέπει να ποσοτικοποιούνται τα δεδομένα και τα μελετώμενα στοιχεία. Μια ουσιαστική διαφοροποίηση, σε σύγκριση με την πρώτη περίοδο των Annales, είναι η υποβάθμιση του ρόλου του ανθρώπου, ως προς την ικανότητά του να δημιουργεί ιστορία, να είναι το ενεργό και το συνειδητό υποκείμενό της. Η θέση του επομένως είναι έκκεντρη. 1.4 Η «ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ» - ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ANNALES Ο ιστορικός που συνεχίζει το έργο των Bloch & Febvre είναι ο Braudel, ο οποίος μετέτρεψε την ιστορία στην επιστήμη εκείνη, γύρω από την οποία συσπειρώνονται όλες οι άλλες επιστήμες του ανθρώπου. Η ιστορία του Braudel είναι παγκόσμια, με ευρεία οπτική και προϋποθέτει την κυριαρχία της συγκριτικής μεθόδου μέσω του 34 Dosse F. (2000 2 ), ό.π. σελ.107-108. 13

μακρότερου δυνατού χρόνου και του ευρύτερου δυνατού χώρου 35. Συγκεκριμένα, η μακρά διάρκεια έχει προνομιακή θέση έναντι των άλλων διαρκειών. Καθορίζει το γεγονοτολογικό και το συγκυριακό ρυθμό. Το γεγονός εξοβελίζεται στο περιθώριο, η συγκυρία ακολουθεί μια κυκλική κίνηση και μόνον οι δομές της μακράς διάρκειας μένουν αμετάκλητες, προσφέροντας το πλεονέκτημα ότι μπορεί να αποδομείται σε σειρές επαναλαμβανόμενων φαινομένων, που αφήνουν να διαφανούν ισορροπίες πίσω από την επιφανειακή αταξία των φαινομένων. Ταυτόχρονα, είναι υπέρμαχος της ελεύθερης ανταλλαγής ιδεών μεταξύ των διαφόρων ανθρωπιστικών επιστημών. Συμπερασματικά, η σχολή των Annales καθορίζεται ως μια σχολή μακράς διάρκειας. Δεν είναι μια ακίνητη ιστορία, καθώς προσπαθεί να προσαρμοστεί με μια αξιοθαύμαστη ικανότητα προσαρμογής- στις κοινωνικές εξελίξεις και μεταβολές στη διάρκεια του 20 ου αιώνα. Στις αρχές του αιώνα αποστασιοποιείται από τη βιογραφική, πολιτική και γεγονοτολογική ιστορία και επηρεάζεται από τη γεωγραφική σχολή της δεκαετίας του 30. Στη δεκαετία του 50 προβάλλει τη μακρά διάρκεια, ως γλώσσα ικανή να συνενώσει τις κοινωνικές επιστήμες. Επηρεάζεται από την κοινωνιολογία της σχολής του Durkheim, από τη στατιστική και τη δημογραφία και στις δεκαετίες 60 και 70 από την εθνολογία και την ανθρωπολογία. Και τα σύγχρονα Annales εκφράζουν την επικυριαρχία των Μ.Μ.Ε. και παρουσιάζουν μια ιστορία πολιτισμική και εθνογραφική. Κατακτά, λοιπόν, με τα ανοίγματα αυτά ένα ευρύτατο σε ιστορική παραγωγή πεδίο. Τα Annales παρέμειναν απαλλαγμένα από το μεθοδολογικό δογματισμό, αποτελώντας ένα πεδίο μίας διεθνούς και διεπιστημονικής συζήτησης. Διεύρυναν επίσης την οπτική γωνία των ιστορικών (με το να συμπεριλάβουν όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής) και έσπασαν τα στεγανά του δυτικού πολιτισμού, ερευνώντας όχι μόνο δυτικές αλλά και «πρωτόγονες» κουλτούρες και λογικές. Συνένωσαν την ιστορική επιστήμη με τις άλλες επιστήμες του ανθρώπου (τέχνη, λογοτεχνία, γλωσσολογία, στρουκτουραλιστική ανθρωπολογία, συμπεριφοριστικές επιστήμες, ψυχανάλυση 36 ). Ωστόσο, αν και αμφισβήτησαν θεωρητικά την ύπαρξη ιστορικής αντικειμενικότητας, στην πράξη, και ως ένα βαθμό, την εφάρμοσαν. Υπέθεσαν, δηλαδή, ότι υπάρχουν αντικειμενικές κοινωνικές διαδικασίες, ανεξάρτητες από την ανθρώπινη 35 Dosse F. (2000 2 ), ό.π. σελ.119-121. 36 Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο Febvre, η λογοτεχνία συνιστά ένα εργαλείο για την ανασύνθεση της ευαισθησίας του άλλοτε. Απαραίτητη βέβαια στο εγχείρημα αυτό είναι και η επιστήμη της γλωσσολογίας. Αν μάλιστα η Ιστορία μπορέσει να συνδυάσει λογοτεχνία, γλωσσολογία και εικονογραφία, θα μπορέσει να διεκδικήσει λαμπρό μέλλον στον τομέα της γνώσης του πολιτισμού. 14

βούληση, κατανοητές μόνον με αυστηρές επιστημονικές μεθόδους και ανεξάρτητα από ιδεολογικούς διαχωρισμούς. Όπως, όμως, παρατήρησαν και μαρξιστές επικριτές των Annales, αυτή η προσπάθεια απο-πολιτικοποίησης της ιστορίας εμπεριέχει a priori πολιτικές εκτιμήσεις 37. Και αυτό, διότι καμία ενέργεια, ακόμη και η έκφραση μιας ουδετερότητας, δεν είναι άμοιρη μιας πολιτικής απόφασης, μιας προσωπικής υποκειμενικής στάσης, μιας εκ των προτέρων εκτίμησης για τα πράγματα. Το σίγουρο είναι πως η γαλλική σχολή των Annales απομακρύνθηκε από το πλαστό δίλημμα μεταξύ της ανούσιας γεγονοτολογικής αφήγησης και της παντελούς υπαγωγής του ιστορικού γεγονότος σε οικονομικές παραμέτρους. Η γνώση και αποκατάσταση του γεγονότος αποτελεί στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για την οικοδόμηση της νέας ιστορίας, εφόσον όμως συνδέεται πάντα με τις συνθήκες που το δημιούργησαν. Έτσι μόνο θα καταστεί δυνατή μία οργανική σχέση παρελθόντος και παρόντος, προκειμένου το παρελθόν να χρησιμεύσει στη βαθύτερη και πιο ολοκληρωμένη κατανόηση της σύγχρονης κοινωνίας. 1.5 Η ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ (LINGUISTIC TURN) Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ιστοριογραφικό παράδειγμα των Annales άρχισε να υποχωρεί. Μερικοί σημαντικοί λόγοι αυτής της υποχώρησης είναι η διάσπαση της έννοιας της συνέχειας, που είχε ως αποτέλεσμα την μονοδιάστατη αναγωγή του παρόντος στο παρελθόν, η αμφισβήτηση της ποσοτικοποίησης των ιστορικών ενδείξεων, ο πολλαπλασιασμός των ιστορικών γνώσεων, που οδήγησε στη θεσμοποίηση νέων γνωστικών περιοχών και η θεώρηση της κειμενικής διάστασης της ιστορίας 38. Ιδίως ως προς τον τελευταίο λόγο, οι ιστορικές πηγές θεωρήθηκαν κείμενα που συνιστούν αφηγηματική αναπαράσταση του ιστορικού παρελθόντος, συνεπώς, υπάρχει πάντα η γλωσσική διαμεσολάβηση μεταξύ του ιστορικού και των πηγών, καθώς και των ιστορικών πηγών και του παρελθόντος. Παράλληλα, αμφισβητήθηκε ο ορισμός της ιστορίας ως αναπαράστασης του παρελθόντος, όπως την προέβαλαν οι νεωτερικές αρχές, και όπου το ζητούμενο ήταν η ακρίβεια και η αντικειμενικότητα της αναπαράστασης. Στο μετανεωτερικό πλαίσιο 37 Iggers G. (1995 2 ), ό.π., σελ.108-109. 38 Κόκκινος, Γ. (1998 2 ), ό.π., σελ.255-258. 15

στοχασμού και δράσης εμφανίστηκαν νέες προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες δεν υπάρχει μία προνομιούχος οπτική, με βάση την οποία το παρελθόν μπορεί να εξεταστεί, να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί. Έτσι η ιστοριογραφία, από τη δεκαετία του 1970 και εξής, έρχεται σε επαφή με άλλες επιστήμες, τη γλωσσολογία, τη σημειολογία, τη θεωρία της λογοτεχνίας, τις πολιτισμικές σπουδές, και εγκαινιάζει τη γλωσσολογική στροφή (linguistic turn). Η γλωσσολογική στροφή, που αποτελεί σημαντικό ρεύμα στη σύγχρονη ιστοριογραφία, αποτέλεσε την απάντηση στους αναλυτικούς φιλοσόφους της δεκαετίας του 30, οι οποίοι αμφισβήτησαν την επιστήμη της ιστορίας. Ένας από τους θεμελιωτές του ρεύματος αυτού, ο φιλόσοφος Rorty, διαπίστωσε ότι η γλώσσα βρίσκεται στο κέντρο των συζητήσεων για τις κοινωνικές επιστήμες, άρα και για την επιστήμη της ιστορίας. Άλλος βασικός εκπρόσωπός της είναι ο White 39, ο οποίος ενέταξε την ιστοριογραφία στα ζητούμενα και τους προβληματισμούς της εποχής της μετανεωτερικότητας. Οι Rorty και White εργάστηκαν μαζί για την καθιέρωση της φιλοσοφικής αυτής κίνησης. Θεωρούν ότι η ιστορία αποτελεί μια αφήγηση για το παρελθόν, αλλά είναι εγγεγραμμένη στο παρόν, και δεν αποτελεί αντανάκλαση του παρελθόντος 40. Ο White 41 υποστήριξε την αυτονομία της συνείδησης του ιστορικού απέναντι στην εξωτερική πραγματικότητα. Η θέαση κάθε ιστορικού είναι υποκειμενική, δεδομένου ότι διαμορφώνει τα δικά του ερωτήματα προς το παρελθόν, πάντοτε σε συνάρτηση με την εποχή που ζει, και τα ερωτήματά του διαμορφώνονται μέσα από τα εκάστοτε ιδεολογικά, κοσμοθεωρητικά, και φιλοσοφικά ρεύματα. Έτσι, το ερμηνεύει μέσα από αυτά τα ερωτήματα. Η γλώσσα και ο κόσμος, λοιπόν, αποτελούν το διανοητικό πλαίσιο του ιστορικού, το οποίο διασταυρώνεται με την ιστορική πραγματικότητα και με τον τρόπο αυτό παράγεται η ιστορική γνώση. Η ιστορία, επομένως, συνιστά μια μορφή συνείδησης, άρα απαιτεί τη βαθιά μας γνώση και την ερμηνευτική μας συμμετοχή. Στο πλαίσιο αυτό, και εφόσον οι ιστορικές σπουδές και ο ιστορικός βασίζονται κυρίως στις γραπτές ιστορικές πηγές, που συνιστούν το προϊόν της ανθρώπινης επικοινωνίας, οι τελευταίες θεωρούνται γλωσσολογικά τεκμήρια (linguistic documents) 39 Ricoeur, P. (1984). The reality of the Historical Past, Milwaukee: Marquette University Press. 40 Munslow, A. (2001). History in Focus, What is History? Ανάκτηση από: www.history.ac.uk/ihr/focus/whatishistory/munslow6.html. 41 White, H. (1978). The historical Text as Literary Artifact, Tropics of Discourse, Baltimore: Johns Hopkins University Press, σελ.81-100. 16

42. Η θεωρία της αντανάκλασης απορρίπτεται και υποστηρίζονται οι πολλαπλές ερμηνευτικές εκδοχές για ένα ιστορικό γεγονός, χωρίς, ωστόσο, να διεκδικούν στον ίδιο βαθμό την επιστημονική εγκυρότητα. Στο κέντρο της γλωσσολογικής στροφής βρίσκεται η σημειωτική της παραγωγής κειμένων, ο τρόπος που παράγεται νόημα σ ένα κείμενο και ο τρόπος που οι αναγνώστες αντλούν και προσλαμβάνουν αυτό το νόημα. Για τον White η ιστορία συνιστά μια αφήγηση. Οι ιστορικοί κοινωνούν τις ιδέες τους για την ιστορία υιοθετώντας συγκεκριμένα αφηγηματικά στυλ. Κάθε αφήγηση χρειάζεται ερμηνεία, η οποία και μορφοποιεί τις ιστορικές μας γνώσεις. Πρέπει, επομένως, να ερευνήσουμε τις γλωσσικές δομές, που αποτελούν αντανάκλαση των ερμηνευτικών εκδοχών. Τα ατομικά και τα συλλογικά υποκείμενα νοηματοδοτούν τον κόσμο και τον εαυτό τους μέσω των σημειακών/γλωσσικών κωδίκων που διαθέτουν και τροποποιούν διαρκώς τη νοηματοδότησή τους, ανάλογα με το πλαίσιο αναφοράς. Πρόκειται για μια κονστρουκτιβιστική αντίληψη της ιστορίας, που βασίζεται στην κειμενική αντίληψη της σχέσης μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας 43. Η αφετηρία αυτή, που έχει ως βάση το ιστορικό κείμενο, προϋποθέτει πως, οτιδήποτε λαμβάνεται ως πραγματικό, συνιστά μια αναπαράσταση. Η γλώσσα μορφοποιεί ή κατασκευάζει την πραγματικότητα, αλλά δεν αναφέρεται σ αυτήν 44. Όταν αναφερόμαστε στην ιστορία, η εφαρμογή αυτών των επιστημολογικών παραδοχών συνίσταται στο ότι η ιδέα της αντικειμενικότητας στην ιστορική έρευνα θεωρείται αδύνατη. Ο ιστορικός αντιμετωπίζεται ως δέσμιος των αντιλήψεών του, οι οποίες προβάλλονται αναπόφευκτα μέσα από τις κατηγορίες της γλώσσας που χρησιμοποιεί 45. Αυτή η σχετικότητα της ιστορικής αναπαράστασης προκύπτει από τη λειτουργία της γλώσσας, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει και να συνθέσει τα γεγονότα του παρελθόντος σαν πιθανά αντικείμενα εξήγησης και κατανόησης 46. Έτσι, τα γλωσσικά συστήματα μετατρέπονται στη βασική μονάδα της ιστορικής έρευνας και είναι αυτά ακριβώς που αφορούν και απασχολούν τον ιστορικό. Ο ιστορικός, επομένως, δεν μελετά την πραγματικότητα καθεαυτή, αλλά τους τρόπους που τα ιστορικά υποκείμενα αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τους και την 42 White, H. (1978), ό.π. 43 White, H. (1987). The Content of the Form: Narrative Discourse and Historical Representation, Baltimore, MA: The John Hopkins University. 44 Iggers, G. G. (1997). Historiography in the Twentieth Century. From Scientific Objectivity to the Postmodern Challenge, London: Wesleyan University Press. 45 Iggers, G. G. (1997), ό.π., σελ.9. 46 White, H. (1987, ό.π., σελ.392. 17

πραγματικότητα που ζουν 47. Και αυτό ακριβώς το εύρος των αναπαραστάσεων ερμηνεύει, με βασική ερμηνευτική παράμετρο την κοινωνία που ζει, με τους γλωσσικούς και τους συμβολικούς της κώδικες, με τη βοήθεια των οποίων αναπαριστά τον κόσμο και την εποχή του. Η γλωσσολογική στροφή, επομένως, έθεσε δύο πολύ σημαντικά ζητήματα: α) ο ιστορικός μελετά και ερμηνεύει τους κανόνες της εποχής του προκειμένου να ερμηνεύσει την ιστορία και β) σε κάθε ιστορικό έργο υπάρχει οπωσδήποτε η φιλοσοφική και ιδεολογική ενατένιση του ιστορικού, η στάση του απέναντι στην ανθρώπινη μοίρα. Με βάση αυτά ο ιστορικός επιλέγει και την ερμηνευτική του στρατηγική. Επίσης, η γλωσσολογική στροφή έδωσε έμφαση στο ρόλο της ρητορικής, στα θέματα της αφήγησης και στην ποιητική της ιστορίας 48. Όπως και στις προηγούμενες ιστορικές σχολές, έτσι και στην περίπτωση της γλωσσολογικής στροφής, ασκήθηκε κριτική. Περισσότερο επικρίθηκε η έμφαση στην αυτονομία της γλώσσας και στον οντολογικό χαρακτήρα που έχουν οι ερμηνευτικές προβολές του γνωστικού υποκειμένου, πράγμα που οδηγεί την ιστοριογραφία στον απόλυτο σχετικισμό, άρα και στην άρνηση κάθε δυνατότητας για την ύπαρξη έγκυρης ιστορικής επιστημονικής γνώσης. Οι απαντήσεις που δόθηκαν σ αυτές τις κριτικές, ωστόσο, είναι αρκετά πειστικές και αναιρούν, σ ένα βαθμό, την ύπαρξη απόλυτου σχετικισμού στο πεδίο της ιστοριογραφίας: η επιστήμη της ιστορίας είναι αυτοτελής και δυναμική, και βασίζεται στη δυναμική σχέση που αναπτύσσεται κάθε εποχή μεταξύ των ιστορικών πηγών/καταλοίπων και του ερευνητή. Σκοπός της, ειδικά σε περιόδους που το παρόν αμφισβητείται έντονα και το μέλλον προξενεί φόβο 49, δεν είναι να συσκοτίσει, αλλά να λειτουργήσει ως μηχανισμός χειραφέτησης ατόμων και κοινωνιών, ώστε να εξασφαλιστεί η κριτική εγρήγορση, ο ορθός λόγος, η δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη 50. 47 Φουντανόπουλος Κ. (1995). «Η γλωσσολογική στροφή στην ιστορία. Ορισμένες επισημάνσεις», Μνήμων, 17, σελ.152. 48 Fay, B., Pomper, P. and Vann, R. T. (1998). History and Theory: Contemporary Readings. Malden, MA: Blackwell. 49 FÜredi, F. (2004), Therapy Culture: Cultivating Vulnerability in an Uncertain Age. London: Routledge. 50 Καστοριάδης, Κ. (1996). «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως πολίτευμα», Δημοκρατία και Φύση, 1, 31-32. 18