Geoff A. Wilson. Σειρα Φυλλαδιων: A Aριθμος: 6



Σχετικά έγγραφα
Ερημοποιηση και Δεικτες

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

Πρέβεζα, 8 9 Οκτωβρίου Πέπη Θεοδώρου. S.M.R. Consultants

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

ΟΡΙΣΜΟΣ, ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΩΦΕΛΗ ΤΗΣ ΕΕΠΠ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

d-d be6f- 7e7a2c858b73&surveylanguage=EL&serverEnv=

Μέτρα, δράσεις του ΠΑΑ με προτεραιότητα στις Προστατευόμενες Περιοχές



Του Δημήτρη Λώλη, Γεωπόνου

Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διαχείριση περιοχών Δικτύου Natura Μαρίνα Ξενοφώντος Λειτουργός Περιβάλλοντος Τμήμα Περιβάλλοντος

Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών

Βασικά Σημεία της Διαμόρφωσης της Εθνικής Πρότασης για τη νέα ΚΑΠ

11346/16 ΓΕΧ/γπ 1 DG E 1A

Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών

Ι. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε.

ΔΙΚΤΥΟ ΝΑΤURA Ελενα Στυλιανοπούλου. Τμήμα Περιβάλλοντος Μάϊος 2014

Η πολιτική που αφορά τη δομή της παραγωγικής διαδικασίας και όχι το παραγόμενο γεωργικό προϊόν

ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟ Ο ( ) ΑΘΗΝΑ 14 ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006

ΕΙΔΙΚΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΕΙΝΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Δρ Παναγιώτης Μέρκος, Γενικός Επιθεωρητής

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

Τα γεωργοδασοκομικά (αγροδασικά) συστήματα αποτελούν μια παραδοσιακή μορφή χρήσης της γης στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές.

Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006

Διαμόρφωση προτύπων. 21 March Γιατί μελετάμε το πρότυπο τοπίου;

Προσυνεδριακή ημερίδα HELECO Ρύπανση εποφανειακών και υπογείων υδάτων. Ιωάννινα, 20 Μαρτίου 2010

μεταβολών χρήσεων - κάλυψης γης στη λεκάνη απορροής της Κάρλας

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ. Περιβαλλοντική ρβ Ευθύνη και

Κοινή Γεωργική Πολιτική και Αγροτική Ανάπτυξη ( )

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Ευκαιρίες χρηματοδότησης για την προστασία του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή

Ενημερωτικό δελτίο για το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης για την Ελλάδα

Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς

Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους

«Περιοχές NATURA 2000: Ευκαιρία ή εμπόδιο για την ανάπτυξη;»

ΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ


ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/0216(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης Bronis Ropė (PE629.

Κ.Α.Π. 1ος Πυλώνας (Ε.Γ.Τ.Ε.) 2 ος Πυλώνας (Ε.Γ.Τ.Α.Α.) Κοινές ρυθμίσεις για τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Πολιτική Αγροτικής Ανάπτυξης

Γ. Βλοντάκης. Γεωπόνος-Περιβ/λόγος-Βιοκαλλιεργητής

7672/19 ΣΠΚ/σα/ΜΙΠ 1 LIFE.1.B

Δεύτερος πυλώνας της ΚΓΠ: η πολιτική για την αγροτική ανάπτυξη

Αλλάζει τη. ζωή μας. Προστατεύει από τα Απόβλητα

Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα

ΣΚΟΠΟΣ της ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ του ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Οικονομική ανάλυση και τιμολογιακή πολιτική χρήσεων και υπηρεσιών νερού. Δ. Ασημακόπουλος Σχολή Χημικών Μηχανικών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

10642/16 ΜΜ/γπ/ΠΜ 1 DG E 1A

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΤΗΣΙΑΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2007 ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ( )

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 10 Ιουλίου (11.07) (OR. en)

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0239/13. Τροπολογία. Peter Liese εξ ονόματος της Ομάδας PPE

Κοινή Αγροτική Πολιτική και βιοποικιλότητα Αγροτική ανάπτυξη σε προστατευόμενες περιοχές

Πολυτεχνείο Κρήτης Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών Ινστιτούτο Αστικής & Αγροτικής Kοινωνιολογίας Ομάδα Περιβάλλοντος

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Προκλήσεις, προτάσεις και προοπτικές της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής. του Τάσου Χανιώτη 1

Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Περιοχών


ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2010/2113(INI) Σχέδιο έκθεσης Iliana Malinova Iotova (PE v01-00)

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

-Ερωτ.: Θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα και μετά το 2013 και σε τι ύψος; - Η απάντηση είναι ναι.

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

Νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική

ΘΕΜΑ : Προσδιορισμός του εισοδήματος που αποκτάται από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολόγηση αυτού

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

Τα αγροπεριβαλλοντικά µέτρα και η διαχείριση του νερού

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Μέρος III.12.β. Συµπληρωµατικό δελτίο πληροφοριών (Σ Π) για τη γεωργοπεριβαλλοντική ενίσχυση

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους

Ελλάδα Επιχειρησιακό πρόγραµµα : Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000

Εθνική Στρατηγική για τα Δάση/ Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Κωδικός Υπο- Άρθρο Καν. (ΕΕ) 1305/2013. Κωδικός. Τίτλος Υπο-Δράσης Επενδύσεις για την ίδρυση/ δημιουργία μη γεωργικών δραστηριοτήτων 19 Μ 6.

Questionnaire for past flood incidents data acquisition in Greece

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0280(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης. (PE v01-00)

Διαχείριση των εδαφικών πόρων στις ορεινές περιοχές υπό το πρίσμα της κλιματικής μεταβολής. Δημ. Αλιφραγκής Καθηγητής, ΑΠΘ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

Πορεία του Π.Α.Α., προτάσεις του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. για το σχεδιασμό της ΚΑΠ μετά το 2020

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΩ ΡΟΥ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές

«ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΠ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ»

Το Copernicus συμβάλλει στην παρακολούθηση του κινδύνου εδαφικής διάβρωσης στην Ευρώπη

«Η Οδηγία Πλαίσιο Κοινοτικής Δράσης στον τομέα πολιτικής υδάτων»

ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ το 2003 στην Ελλάδα. Εφαρμογή & Προοπτικές

Θέση της Εταιρείας Προώθησης Αειφορικών Καλλιεργητικών Συστημάτων (ΕΠΑΚΣ) για τον εκσυγχρονισμό και απλούστευση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ)

ρ. Νίκος ιαµαντίδης, Βιολόγος Περιβαλλοντολόγος

ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Πολιτικές και μέτρα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης για την κλιματική αλλαγή

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL B7-0079/124. Τροπολογία. James Nicholson εξ ονόματος της Ομάδας ECR

Transcript:

: Geoff A. Wilson Σειρα Φυλλαδιων: A Aριθμος: 6

Εισαγωγή: Σκοπός του εντύπου 1 Η πολιτική ως διαδικασία: πώς λειτουργεί 2 Εφαρμογή της πολιτικής στη Βόρεια Μεσόγειο: ζητήματα και υποθέσεις 3 Η πολιτική ως κίνητρο και λύση για τη ερημοποίηση στην Μεσόγειο 4 Πολιτικές και ερημοποίηση: η περίπτωση της κοιλάδας Guadalentin (Ισπανία) 6 Πολιτικές και ερημοποίηση: η περίπτωση του Alentejo (Πορτογαλία) 9 Πολιτικές και ερημοποίηση: η περίπτωση της λεκάνης Agri (Ιταλία) 11 Πολιτικές και ερημοποίηση: η περίπτωση της Λέσβου (Ελλάδα) 12 Προτάσεις για ένα ολοκληρωμένο πακέτο πολιτικών μέτρων κατά της ερημοποίησης 14 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ 16 Περιεχόμενα ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΝΤΥΠΟΥ Η πολιτική μας περιβάλει όλους και αποτελεί μια σημαντική πτυχή των διαδικασιών λήψης αποφάσεων του ανθρώπου στις δημοκρατικές κοινωνίες. Συνεπώς καθίσταται σημαντικό να κατανοηθεί η σημασία της πολιτικής και του ρόλου που διαδραματίζει στις διεργασίες του φαινομένου της ερημοποίησης. Ο σκοπός αυτού του εντύπου είναι να εστιάσει ειδικότερα στο ρόλο της πολιτικής στην τοπική κλίμακα λήψης αποφάσεων (βλπ τα Έντυπα Α5 και Α7 για μια γενική παρουσίαση της πολιτικής της ΕΕ για το περιβάλλον και την ερημοποίηση). Στο παρόν έντυπο θα εξεταστούν διάφορα ζητήματα τοπικής πολιτικής, ο συνδυασμός των οποίων θα οδηγήσει στην ενημέρωση του αναγνώστη για τα προβλήματα, τα ζητήματα και τις ευκαιρίες που συνδέονται με τη διαμόρφωση πολιτικής και την ερημοποίηση. Αρχικά θα εξετασθεί η πολιτική διαδικασία (δηλ. πώς λειτουργεί η πολιτική) και θα αναλυθούν μερικώς τα πολύπλοκα ζητήματα που ανακύπτουν με τη διαμόρφωση, τη θέσπιση και την εφαρμογή μιας πολιτικής. Στη συνέχεια θα εξετασθούν τα ζητήματα και τα προβλήματα που παρουσιάζονται από την εφαρμογή της πολιτικής στη Βόρεια Μεσόγειο, με έμφαση στο ότι οι Ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες έχουν συχνά μια δική τους πολιτική νοοτροπία, η οποία διαφέρει σημαντικά από την αντίστοιχη των βόρειων και δυτικών εταίρων τους. Στη συνέχεια το έντυπο αυτό θα επικεντρωθεί στο σημαντικό ζήτημα της πολιτικής ως αιτίας και παράλληλα ως λύσης του φαινομένου της ερημοποίησης στην Μεσόγειο. Προς τεκμηρίωση αυτής της συζήτησης θα παρουσιαστούν διάφορα παραδείγματα των αποτελεσμάτων της πολιτικής (θετικών και αρνητικών) σε τοπικό επίπεδο και συγκεκριμένα μέσω της εξέτασης της αγροτικής πολιτικής ως βασικής αιτίας της ερημοποίησης στην κοιλάδα Guadalentin (Ισπανία), στο Alentejo (Πορτογαλία), στη λεκάνη Agri (Ιταλία) και στη Λέσβο. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή καμία συζήτηση των πολιτικών επιδράσεων και της αποτελεσματικότητας σε τοπικό επίπεδο χωρίς προηγούμενη αναφορά του αλληλοσυσχετισμού μεταξύ πολιτικής τακτικής και πολιτικής. Ολοκληρώνοντας, το έντυπο θα παρουσιάσει μια σύντομη ανάλυση των μέχρι σήμερα διδαγμάτων που αφορούν την εφαρμογή της πολιτικής και την αποτελεσματικότητά της σε τοπική κλίμακα στη βόρεια Μεσόγειο, καθώς επίσης και τις μελλοντικές προοπτικές της αλληλεπίδρασης μεταξύ πολιτικής και ερημοποίησης. Από την ανάλυση αυτή θα προκύψουν ορισμένες συστάσεις για ένα ολιστικό και ολοκληρωμένο πακέτο πολιτικών μέτρων κατά της ερημοποίησης στη βόρεια Μεσόγειο, που ευελπιστούμε ότι θα βοηθήσουν στην καλύτερη αντιμετώπιση των υφιστάμενων προβλημάτων ερημοποίησης. 1

2 Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΩΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ: ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ Η πολιτική διαδικασία περιλαμβάνει τα στάδια της διατύπωσης, της θέσπισης, της μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη και της εφαρμογής. Η πολιτική διαμορφώνεται γενικά από δρώντες στα όργανα του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το τοπικό επίπεδο είναι το σημαντικότερο πολιτικό επίπεδο όπου η πολιτική βρίσκει την άμεση έκφρασή της «στη βάση» Η θέσπιση της πολιτικής δεν εγγυάται την επιτυχή εφαρμογή στη βάση (κενό εφαρμογής) Οι πολιτικές μπορούν να έχουν άμεσες και έμμεσες επιδράσεις στις διεργασίες της ερημοποίησης (πολιτικές με έμμεσα αποτελέσματα, όπως π.χ οι αγροτικές πολιτικές, συχνά επιδεινώνουν την ερημοποίηση) Η χάραξη πολιτικής είναι μια εγγενώς πολιτική διαδικασία, που σημαίνει ότι καθίσταται σημαντική η κατανόηση των στόχων, των φιλοδοξιών και των αναγκών των εμπλεκόμενων ομάδων συμφερόντων. Στις δημοκρατικές κοινωνίες οι πολιτικές διαμορφώνουν το βασικό πλαίσιο ρύθμισης της ανθρώπινης δράσης. Η πολιτική διαδικασία περιλαμβάνει το στάδιο της διατύπωσης (όπου μέσω διαρκών συζητήσεων οι εμπλεκόμενοι φορείς καταλήγουν σε μια πρόταση πολιτικής), το στάδιο της θέσπισης (όπου η πρόταση πολιτικής γίνεται πλέον επίσημο έγγραφο υπό την μορφή «νόμου»), το στάδιο της μεταφοράς (οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταφέρονται και ενσωματώνονται στην έννομη τάξη των κρατών μελών), και το στάδιο της εφαρμογής (όπου η πολιτική μεταφέρεται στο χαμηλότερο επίπεδο «επίπεδο βάσης» με στόχο την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης). Οι πολιτικές διατυπώνονται συνήθως από τους διαμορφωτές πολιτικής στα εθνικά όργανα των κρατών μελών (π.χ. υπουργεία περιβάλλοντος ή γεωργίας), παρόλο που όλο και περισσότερο μη κρατικοί φορείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική διαδικασία. Το επίπεδο βάσης (δηλ. το επίπεδο όπου τα άτομα ή οι κοινότητες επηρεάζονται περισσότερο από τις πολιτικές αποφάσεις) είναι το σημαντικότερο πολιτικό επίπεδο καθόσον οι ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές εφαρμόζονται σε τοπικό επίπεδο. Η θέσπιση μιας πολιτικής δεν εγγυάται ότι θα φθάσει και στο «επίπεδο βάσης». Συχνά η πολιτική υπάρχει αλλά για διάφορους λόγους δεν εφαρμόζεται (βλπ. τα επόμενα κεφάλαια). Αυτό αναφέρεται ως κενό εφαρμογής. Το κενό υπογραμμίζει ότι οι μελετητές θα πρέπει να διερευνήσουν την επίδραση και την αποτελεσματικότητα της πολιτικής στη βάση προκειμένου να εκτιμηθεί η «επιτυχία» της ή όχι. Επομένως, δεν είναι αρκετή η ανάλυση μόνο του μακρο θεσμικού επιπέδου διατύπωσης και θέσπισης μιας πολιτικής. Καθίσταται σημαντική η αναγνώριση δύο βασικών θεμάτων που αφορούν στην επίδραση των πολιτικών πάνω στις διεργασίες της ερημοποίησης σε τοπικό επίπεδο. Κατ' αρχάς, οι πολιτικές μπορούν να έχουν άμεση ή έμμεση επίδραση στη βάση. Μια άμεση επίδραση μπορεί, για παράδειγμα, να παρουσιαστεί όταν οι πολιτικές αφορούν άμεσα την ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία συνδέεται με τις διεργασίες ερημοποίησης (π.χ. περιβαλλοντική πολιτική που για την προστασία μιας περιοχής από την εντατική ανθρώπινη χρήση ενθαρρύνει την προστασία του εδάφους και της βλάστησης). Εντούτοις, οι περισσότερες πολιτικές που θα αναφερθούν σε αυτό το έντυπο ασκούν έμμεση επίδραση στις διεργασίες ερημοποίησης αλλάζοντας τις αποφάσεις χρήσης γης, οι οποίες ακολούθως έχουν έμμεσες επιπτώσεις στις διεργασίες της ερημοποίησης. Οι περισσότερες αγροτικές πολιτικές εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία των έμμεσων πολιτικών: δεν στοχεύουν ρητά στις διεργασίες που σχετίζονται με την ερημοποίηση, αλλά, μέσω της ενθάρρυνσης της αλλαγής της ανθρώπινης συμπεριφοράς (π.χ. με την παροχή επιχορηγήσεων, προτρέπουν τους αγρότες να εντείνουν τη γεωργική παραγωγή) συμβάλλουν στην επιδείνωση των διεργασιών ερημοποίησης (βλέπε τις μελέτες ανά περιοχή στη συνέχεια του εντύπου). Δεύτερον, η χάραξη πολιτικής είναι μια εγγενώς πολιτική διαδικασία που σημαίνει ότι καθίσταται σημαντική η κατανόηση του ποιος κατέχει την εξουσία μεταξύ των εμπλεκόμενων ομάδων πολιτικών συμφερόντων. Οι επικρατούντες δρώντες (π.χ. οι επικεφαλείς κοινοτήτων) μπορεί να κρατούν το κλειδί για την επιτυχή εφαρμογή της πολιτικής μέσω των συγκεκριμένων ρόλων τους στην κοινότητα, και μπορούν να επηρεάσουν τις αντιδράσεις κι άλλων φορέων.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΜΕΣΟΓΕΙΟ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Το «Μεσογειακό Σύνδρομο» χαρακτηρίζει συχνά τόσο τη χάραξη όσο και την εφαρμογή της πολιτικής στις Μεσογειακές χώρες (πελατειακές γραφειοκρατικές παραδόσεις, θεσμική ανεπάρκεια, διαφθορά, ανεπαρκής συνεργασία μεταξύ διοικητικών τομέων) Η αποκέντρωση των διοικητικών εξουσιών στις Μεσογειακές χώρες προκάλεσε μια ασυντόνιστη πολιτική δράση Οι ανίσχυρες δομές της κοινωνίας των πολιτών εμποδίζουν την εφαρμογή βιώσιμης περιβαλλοντικής διαχείρισης και, κατά συνέπεια, της άμβλυνσης των διεργασιών ερημοποίησης Η εκ των άνω προς τα κάτω φύση και η ελλιπής εκπροσώπηση των περιφερειακών προοπτικών ως χαρακτηριστικά της χάραξης πολιτικής στην ΕΕ εμποδίζουν περαιτέρω τον αποτελεσματικό έλεγχο της ερημοποίησης Οι μεσογειακές χώρες θεωρούν συχνά την πολιτική της ΕΕ ως «βoρειοκεντρική» κι όχι καλά προσαρμοσμένη στα μεσογειακά δεδομένα. Εξαιτίας της απειλής εγκατάλειψης του εδάφους πολλές περιφέρειες της Μεσογείου θα προτιμούσαν πολιτικές εντατικοποίησης της γεωργικής παραγωγής κι όχι εκτατικοποίησης. Στη Βόρεια Μεσόγειο, η θεσμική ανεπάρκεια σε εθνικό επίπεδο και η ιεραρχική φύση της διαμόρφωσης και εφαρμογής της πολιτικής στην ΕΕ, μαζί με τις επακόλουθες ελλείψεις εφαρμογής μεταξύ των ευρωπαικών οργάνων και των κρατών μελών, αποτελούν ιδιαίτερα δισεπίλυτα εμπόδια για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης. Τα προβλήματα αυτά χαρακτηρίζονται ως το Μεσογειακό Σύνδρομο. Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του συνδρόμου είναι οι πελατειακές γραφειοκρατικές παραδόσεις και η τυπική αυτόνομη συμπεριφορά. Το Μεσογειακό σύνδρομο χαρακτηρίζεται επίσης από θεσμική ανεπάρκεια, κοινή για τις περισσότερες Μεσογειακές χώρες, όπως η διαφθορά, η έλλειψη ολοκληρωμένων σχεδίων ή προγραμμάτων καταπολέμησης περιβαλλοντικών προβλημάτων και η ανεπαρκής συνεργασία μεταξύ των διαφόρων συναρμόδιων διοικητικών υπηρεσιών σε θέματα όπως η ερημοποίηση. Η Αποκέντρωση της διοικητικής εξουσίας και αρμοδιότητας τη δεκαετία του '70 και του '80 οδήγησε περεταίρω σε μια ασυντόνιστη πολιτική δράση και σε επιδείνωση της εγκυρότητας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ανίσχυρη κοινωνία των πολιτών καθιστά την προώθηση συμφερόντων, εκτός των οικονομικών, σπάνια ή,τουλάχιστον, δύσκολη σε τοπικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό αποδυναμώνει την κοινή γνώμη που ενεργοποιείται μέσω των μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) και της συμπεριφοράς ψήφου, η οποία μπορεί να αποτελέσει μια αποφασιστική δύναμη για την υιοθέτηση βιώσιμων πολιτικών. Αν και υφίσταται πρόοδος σε εθνικό επίπεδο όσο αφορά την υιοθέτηση περιβαλλοντικών στόχων, συχνά παραμένουν τα προβλήματα όπως ο κατακερματισμός των ευθυνών, η περιορισμένη δύναμη των περιβαλλοντικών οργάνων και η έλλειψη πολιτικών υποδομών, εγκαταστάσεων και εξειδικευμένης γνώσης. Ως εκ τούτου διαπιστώνεται έλλειψη πρωτοβουλίας εκ μέρους των μεσογειακών κρατών μελών της ΕΕ σε ζητήματα περιβαλλοντικής πολιτικής, στο βαθμό που ενεργούν μόνο ανταποκρινόμενα σε απαιτήσεις των Βρυξελλών ή και καθόλου. Ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι το Μεσογειακό Σύνδρομο αρχίζει να υποχωρεί και ότι τόσο οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ όσο και η κοινωνία των πολιτών αρχίζουν να κερδίζουν δύναμη παρεμβαίνοντας σε πολιτικά ζητήματα, εντούτοις η θεσμική ανεπάρκεια εξακολουθεί να επιβάλλει περιβαλλοντικά επιβλαβείς ερμηνείες των πολιτικών στόχων και πρακτικών. Επίσης πρέπει να αναγνωριστεί η ασυμβατότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής με το φυσικό περιβάλλον (καθιστώντας δύσκολη τη βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων), όπως επίσης και η εκ των άνω προς τα κάτω φύση χάραξης της πολιτικής στην ΕΕ. Η υπό εκπροσώπηση της περιφερειακής οπτικής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ΕΕ είναι ασαφής, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε υποεκπροσώπηση των νοτιοευρωπαικών συμφερόντων. Επομένως, όχι μόνο τα δομικά και ατομικά χαρακτηριστικά του μεσογειακού συνδρόμου λειτουργούν ως κίνητρο για τη μη βιώσιμη διαχείριση της γης και τα συνεπακόλουθα συμπτώματα ερημοποίησης αλλά επίσης και τα συγκρουόμενα θέματα από την Ευρώπη. Οι Μεσογειακές χώρες θεωρούν συχνά ότι οι πολιτικές πιέσεις από τις Βρυξέλλες ουσιαστικά επιβάλλονται από τη Βόρεια Ευρώπη. Πολλοί μεσογειακοί εταίροι επομένως υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές της ΕΕ (και η απορρέουσα εθνική νομοθεσία) συχνά δεν εναρμονίζονται με τα συμφέροντα χωρών της Βόρειας Μεσογείου. Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της Μεσογειακής 3

4 πολιτικής τις περισσότερες φορές προτιμούν να εφαρμόζουν πολιτικές που επιτρέπουν την περαιτέρω εντατικοποίηση των γεωργικών πρακτικών και της χρήσης γης, σε αντίθεση με τις πολιτικές της ΕΕ οι οποίες ενθαρρύνουν την εκτατικοποίηση. Η τελευταία δεν συνδέεται πάντοτε με την προστασία του περιβάλλοντος (και τον μετριασμό της ερημοποίησης), αλλά με την εγκατάλειψη της γης, επιδεινώνοντας περαιτέρω τα φαινόμενα ερημοποίησης σε τοπικό επίπεδο (π.χ. μέσω της ελλιπούς συντήρησης των αναβαθμίδων η της απόσυρσης της περιβαλλοντικά βιώσιμης γεωργίας). Επομένως από οποιαδήποτε συζήτηση επιχειρείται για τα πολιτικά αποτελέσματα σε τοπικό επίπεδο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η συγκεκριμένη πολιτική και περιβαλλοντική κατάσταση στην περιφέρεια της Βόρειας Μεσογείου. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΩΣ ΚΙΝΗΤΡΟ ΚΑΙ ΛΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ Στη βόρεια Μεσόγειο οι πολιτικές της ΚΑΠ συχνά επιδεινώνουν τις διεργασίες ερημοποίησης, ενώ οι περιβαλλοντικές πολιτικές έχουν βοηθήσει σε ένα βαθμό στο μετριασμό της Οι σχετικές πολιτικές με την οργάνωση της Κοινής Αγοράς που αφορούν και θέματα όπως οι ετήσιες καλλιέργειες, το ελαιόλαδο, τα φρούτα και τα λαχανικά, την κτηνοτροφία, είναι πιθανότερο να επιταχύνουν τις διεργασίες της ερημοποίησης Οι επιχορηγήσεις της ΚΑΠ ενθάρρυναν τους αγρότες να εντείνουν την παραγωγή και να επεκτείνουν την καλλιεργούμενη έκταση, ενισχύοντας συχνά τις διεργασίες ερημοποίησης στις περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές Τα όρια για την πυκνότητα του ζωικού κεφαλαίου έχουν αποδειχθεί συχνά πάρα πολύ υψηλά για τα περιβαλλοντικά ευαίσθητα βοσκοτόπια, με συνέπεια την αύξηση των δεικτών πυκνότητας, με ενδεχόμενες δραματικές επιδράσεις στις διεργασίες της ερημοποίησης Τα γεωργο περιβαλλοντικά και τα γεωργο δασικά μέτρα της ΕΕ επικρίνονται συχνά ότι έχουν συμβιβαστικούς περιβαλλοντικούς στόχους και ότι λειτουργούν απλώς ως μια εναλλακτική πηγή εισοδήματος Η έρευνα κατέδειξε ότι η επιτυχία των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων στο μετριασμό της ερημοποίησης είναι συνδυαστική. Κάποια σχέδια είναι εν μέρει επιτυχή, ενώ άλλα γενικά δεν οδήγησαν σε ουσιαστικές βελτιώσεις στο περιβάλλον Οι περιβαλλοντικές πολιτικές είναι πιο επιτυχείς στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ερημοποίησης, με πιο χαρακτηριστικές την Οδηγία για τους Βιότοπους, τις Οδηγίες για την Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και τη Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και την Οδηγία Πλαίσιο για τους Υδατικούς Πόρους Μια σημαντική και συχνά παραμελημένη πτυχή των πολιτικών αποτελεσμάτων σε τοπική κλίμακα είναι ότι οι πολιτικές μπορούν να ενεργήσουν και ως κίνητρα (αιτίες) ερημοποίησης και παράλληλα ως λύσεις. Για τη Βόρεια Μεσόγειο, οι πολιτικές της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ (ΚΑΠ) συχνά επιδεινώνουν τις διεργασίες ερημοποίησης, ενώ οι περιβαλλοντικές πολιτικές έχουν βοηθήσει ως ένα βαθμό στο μετριασμό της. Παραδείγματα πολιτικών, οι οποίες παράλληλα επιδεινώνουν και ανακουφίζουν την ερημοποίηση στη Βόρεια Μεσόγειο (Πηγή: συγγραφέας, κατά Wilson and Juntti, 2005) (?) = αβέβαιος πολιτικός αντίκτυπος UΠολιτικές που τείνουν να επιδεινώσουν τις διεργασίες ερημοποίησης Αγροτική Πολιτική: 136/66/ΕΟΚ; 1638/98/ΕΟΚ; 2366/98/ΕΟΚ: Οργάνωση του τομέα του ελαιολάδου 120/67/ΕΟΚ; 1910/92/ΕΟΚ; 2309/97/ΕΟΚ: Οργάνωση της καλλιέργειας σκληρού σίτου 2727/75/ΕΟΚ; 1765/92/ΕΟΚ; 1251/99/ΕΟΚ; 1253/99/ΕΟΚ: Οργάνωση των τομέων των δημητριακών, του ελαιοκάρπου και των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών 1837/80/ΕΟΚ; 2467/98/ΕΟΚ; 2529/01/ΕΟΚ: Οργάνωση του τομέα των προβάτων και αιγών 797/85/ΕΟΚ; 2329/91/ΕΟΚ; 950/97/ΕΟΚ: Βελτίωση της αποδοτικότητας των γεωργικών δομών 3013/89/ΕΟΚ; 2069/92/ΕΟΚ: Οργάνωση του τομέα των προβάτων και αιγών 2019/93/ΕΟΚ: Βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των μικρών νησιών του Αιγαίου 2201/96/ΕΟΚ: Οργάνωση των τομέων των φρούτων και λαχανικών (συμ. τα αμύγδαλα)

951/97/ΕΟΚ: Επένδυση στη γεωργία. Βελτίωση της επεξεργασίας και του μάρκετινγκ των γεωργικών προϊόντων 1254/99/ΕΟΚ: Οργάνωση του τομέα του βοδινού και μοσχαρίσιου κρέατος Δασική πολιτική: 4256/88/ΕΟΚ: Ανάπτυξη και εκμετάλλευση των δασών (?) 867/90/ΕΟΚ: Επεξεργασία και εμπορευματοποίηση των δασικών προϊόντων (?) UΠολιτικές που τείνουν να ανακουφίσουν τις διεργασίες ερημοποίησης Πολιτική υδατικών πόρων: 2000/60/ΕΚ: για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων 80/68/ΕΟΚ: περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες 1975/82/ΕΟΚ: Εργασίες άρδευσης στις ορεινές και στις Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές (LFAs) Περιβαλλοντική πολιτική και πολιτική για τη διατήρηση της φύσης: 409/79/ΕΟΚ: Διατήρηση των άγριων πτηνών 337/85/ΕΟΚ: Εκτίμηση των περιβαλλοντικών Επιπτώσεων 479/86/ΕΟΚ: Προστασία του περιβάλλοντος στη λεκάνη της Μεσογείου 43/92/ΕΟΚ: Συντήρηση των φυσικών ενδιαιτημάτων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (Οδηγία για τους βιότοπους) 42/2001/ΕΟΚ: Εκτίμηση των περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Δασική Πολιτική: 3229/86/ΕΟΚ; 2158/92/ΕΟΚ; 308/97/ΕΟΚ: Προστασία από τις δασικές πυρκαγιές 2080/92/ΕΟΚ: Μέτρα δασονομίας στη γεωργία (?) 797/85/ΕΟΚ: Αναδάσωση και αγραναύπαση Αγροτική πολιτική: 1094/88/ΕΟΚ: Αγραναύπαση 2378/91/ΕΟΚ: Επέκταση της παραγωγής στις ευαίσθητες περιοχές 3072/95/ΕΟΚ: Πληρωμές αποζημιώσεων στους παραγωγούς καλλιέργειας δημητριακών 2078/92/ΕΟΚ: Γεωργο περιβαλλοντική ρύθμιση (?) 1257/99/ΕΚ: Κανονισμός αγροτικής ανάπτυξης (?) Αγροτικές πολιτικές ως βασικό κίνητρο των διεργασιών ερημοποίησης σε τοπικό επίπεδο Οι αγροτικές πολιτικές της ΚΑΠ παρέχουν επιχορηγήσεις για τα γεωργικά προϊόντα. Εφαρμόζονται και ελέγχονται από εθνικά όργανα που συχνά περιλαμβάνουν τοπικούς αξιωματούχους οι ενέργειες των οποίων δεν ελέγχονται πάντα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το ποσό των επιχορηγήσεων που λαμβάνει μια γεωργική εκμετάλλευση και κυρίως η επιλέξιμη γη του ή ο αριθμός των επιλέξιμων βοοειδών, εναπόκειται εν τέλει στη διακριτική ευχέρεια των ανώτερων διοικητικών στελεχών των υπουργείων. Οι πολιτικές για τις Οργανώσεις Κοινής Αγοράς (CMOs) που αφορούν τις αροτραίες καλλιέργειες, το ελαιόλαδο, τα φρούτα και τα λαχανικά, το αρνίσιο και κατσικίσιο κρέας, το βοδινό και το μοσχαρίσιο κρέας έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να επιταχύνουν τις διεργασίες της ερημοποίησης (βλπ. εικόνα). Μετά την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 όλες οι επιχορηγήσεις που καταβλήθηκαν στα καλλιεργήσιμα καθεστώτα στηρίχθηκαν στις εκτάσεις γης, γεγονός που ενθάρρυνε τους αγρότες να επεκτείνουν την καλλιεργήσιμη περιοχή τους, ενισχύοντας συχνά με αυτό τον τρόπο τις διεργασίες της ερημοποίησης. Οι Οργανώσεις Κοινής Αγοράς ζωικού κεφαλαίου περιέχουν τις προϋποθέσεις για το δείκτη πυκνότητας, και το Καθεστώς του Βοδινού κρέατος έχει μια τιμή προτίμησης, όπου η μέγιστη πυκνότητα ζωικού κεφαλαίου ποικίλλει από 1 έως 1,6 μονάδες ανά εκτάριο. Αυτά τα όρια έχουν αποδειχθεί πάρα πολύ υψηλά για τα περισσότερα περιβαλλοντικά ευπαθή βοσκοτόπια και συχνά έχουν ως συνέπεια την αύξηση (και όχι μείωση) των δεικτών πυκνότητας και τις ενδεχόμενες δραματικές επιδράσεις στις διεργασίες της ερημοποίησης (βλπ. το παράδειγμα της Ελλάδας στη συνέχεια). Στη βόρεια Μεσόγειο οι δείκτες πυκνότητας τείνουν να αυξηθούν, είτε λόγω των μεταβαλλόμενων πρακτικών καλλιέργειας (έλλειψη εναλλαγής βοσκοτόπων) είτε λόγω των επιχορηγήσεων που λαμβάνονται μέσω της ΚΑΠ. Τα ποσοστά συμμετοχής του ζωικού κεφαλαίου έχουν διευρυνθεί ιδιαίτερα στις αποκαλούμενες «Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές» της ΕΕ (αγροτικές απομακρυσμένες περιοχές σε λοφώδη ή ορεινά μέρη). Οι αλλαγές πολιτικής που επήλθαν με τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ το 2003 κι ιδιαίτερα η πολλαπλή συμμόρφωση βάση της οποίας οι 5

6 ευρωπαίοι αγρότες πρέπει να προσχωρήσουν σε ελάχιστα περιβαλλοντικά πρότυπα (καθορισμένα σε εθνικό επίπεδο κι επομένως πολύ διαφορετικά στην ΕΕ), προκάλεσαν σταδιακή μείωση των επιχορηγήσεων και παράλληλα έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στην προστασία του περιβάλλοντος. Σήμερα όμως (2008) είναι ακόμη πολύ νωρίς να πούμε ποια αποτελέσματα θα έχουν αυτές οι σταδιακές αλλαγές της πολιτικής κατεύθυνσης της ΚΑΠ πάνω στις διεργασίες της ερημοποίησης στην Βόρεια Μεσόγειο. Γεωργο περιβαλλοντική, γεωργο δασική και περιβαλλοντική πολιτική ως πιθανές λύσεις της ερημοποίησης; Τα γεωργο περιβαλλοντικά και γεωργο δασικά μέτρα της ΕΕ που στοχεύουν άμεσα στην αντιμετώπιση της ερημοποίησης (όπως αναφέρθηκε παραπάνω), έχουν να παρουσιάσουν μικτά αποτελέσματα. Αυτές οι πολιτικές επικρίνονται συχνά ότι έχουν συμβιβαστικούς περιβαλλοντικούς στόχους και ότι λειτουργούν απλώς ως μια εναλλακτική πηγή εισοδήματος. Ιδιαίτερα τα γεωργο περιβαλλοντικά μέτρα της ΕΕ είναι ευρέως γνωστό ότι είναι ανοικτά σε ερμηνεία κατά τη φάση της εφαρμογής τους. Τα γραφειοκρατικά όργανα που είναι αρμόδια για την εφαρμογή αυτών των μέτρων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο βρίσκονται σε κρίσιμη θέση, καθώς πρέπει να προσδιορίσουν την ερμηνεία του στόχου που έχουν αυτές οι πολιτικές στην πράξη. Ορισμένα μέτρα (π.χ. αναδάσωση) θεωρούνται εν μέρει επιτυχή για την αναστολή φαινομένων ερημοποίησης, ενώ άλλα (ειδικά εκείνα που στηρίζονται στην εθελοντική συμμετοχή των αγροτών) δεν έχουν προβεί σε σημαντική ανακούφιση από τα προβλήματα της ερημοποίησης. Ένας άλλος λόγος ανησυχίας είναι η έλλειψη οικονομικής βαρύτητας αυτών των πολιτικών, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις επιχορηγήσεις παραγωγής της ΚΑΠ. Αν και η ισορροπία σταδιακά αλλάζει υπέρ των γεωργοπεριβαλλοντικών προϋπολογισμών, το 2008 πάνω από το 70% των πόρων της ΚΑΠ διατίθεται για τις καταβολές επιχορηγήσεων. Συχνά τα πιθανά ευεργετικά αποτελέσματα που προέρχονται από τα γεωργό περιβαλλοντικά και τα γεωργο δασικά μέτρα και αφορούν την αντιμετώπιση της ερημοποίησης αντισταθμίζονται από άλλες πολιτικές, οι οποίες ενθαρρύνουν την εντατικοποίηση και τις ακατάλληλες διαχειριστικές πρακτικές. Οι περιβαλλοντικές πολιτικές έχουν μια πιο άμεση επίδραση στις διεργασίες της ερημοποίησης σε τοπικό επίπεδο, αν και ο βαθμός στον οποίο η ερημοποίηση αντιμετωπίζεται από τις πολιτικές για το περιβάλλον γενικά υπήρξε αντικείμενο κριτικής. Η περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ έχει προκαλέσει μια σημαντική αύξηση στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, αλλά ένα σημαντικό και εντελώς διαφορετικό θέμα είναι το πώς, ή μάλλον το εάν, η προκύπτουσα νομοθεσία εφαρμόζεται στην πράξη. Οι πιο σχετικές περιβαλλοντικές πολιτικές για την ερημοποίηση στη Βόρεια Μεσόγειο είναι: η Οδηγία για τους Βιότοπους, η οποία υποδεικνύει τις προστατευμένες ζώνες όπου οποίες υφίστανται περιορισμένες επιλογές διαχείρισης, οι Οδηγίες για τη Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και τη Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση, που καθορίζουν τις διαδικασίες εκτίμησης της περιβαλλοντικής επίδρασης που θα έχουν τα μελλοντικά έργα, σχέδια και προγράμματα, καθώς και η Οδηγία Πλαίσιο στον Τομέα των Υδάτων, που εξασφαλίζει την προστασία των υδάτων από τους ρύπους και θέτει τις προϋποθέσεις των συστημάτων διαχείρισης της λεκάνης απορροής των ποταμών. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ Guadalentin (ΙΣΠΑΝΙΑ) Η κοιλάδα Guadalentin είναι μια από τις περιοχές της Ευρώπης που έχει υποστεί σημαντική ερημοποίηση Τα βασικά αίτια της ερημοποίησης είναι η υπερεκμετάλλευση και η αλάτωση των υπόγειων υδάτων και με τη διαβρωτική δυναμική στις λοφώδεις ξηρές περιοχές που οφείλονται στην επέκταση των εντατικών καλλιεργειών Αδιαμφισβήτητα,τόσο οι πολιτικές όσο και το θεσμικό πλαίσιο προκάλεσαν την αύξηση της καταστρεπτικής για το περιβάλλον αρδευτικής καλλιέργειας Οι επιχορηγήσεις της ΚΑΠ ενθάρρυναν την επέκταση των εντατικών καλλιεργειών στις ξηρές περιοχές προκαλώντας διάβρωση Ορισμένα θετικά αποτελέσματα της πολιτικής της ΚΑΠ όσον αφορά την αντιμετώπιση της ερημοποίησης εντοπίζονται κατά την εφαρμογή των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων και συγκεκριμένα μέσω της των επιχορηγήσεων που αποσκοπούν στη διατήρηση των εναπομεινάντων παραδοσιακών πρακτικών καλλιέργειας, οι οποίες αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την οικονομική επιβίωση των αγροτών

Η κοιλάδα Guadalentin στην περιοχή της Murcia αντιπροσωπεύει μια από της πιο σοβαρές περιπτώσεις ερημοποίησης στη Νότια Ευρώπη. Η υπερεκμετάλλευση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, η εδαφική αλάτωση και η φυσική καταστροφή των βιότοπων μαζί με τη μεγάλη αύξηση της αρδευτικής καλλιέργειας στα πεδινά, ενίσχυσαν τα προβλήματα της ερημοποίησης. Η επέκταση της αρδευτικής καλλιέργειας αποτελεί τη βασική αιτία της εν μέρει φυσικής καταστροφής των βιότοπων και της μείωσης των υδροφορέων σε ένα ημιξηρο κλίμα, που τελικά οδηγεί στη ξήρανση των πηγαδιών και την υφαλμύρωση των υδροφόρων. Η περιοχή υφίσταται επίσης έντονη διάβρωση στις λοφώδεις ξηρές περιοχές, η οποία προέκυψε από τις χρήσεις της γης κατά το παρελθόν και τις σημερινές αλλαγές ως προς την διαχείριση και που συντελέστηκε κάτω από ένα συνδυασμό ημίξηρου κλίματος και ευαίσθητων εδαφών. N 1822 1103 1501 Madrid Castilla La Mancha Andalucía Guadalentín River 494 1100 Lorca 331 Comunidad Valenciana Región de Murcia 1585 Alhama 176 Totana 255 879 489 42 0 20 km Εικόνα 1. Τοποθεσία της κοιλάδας Guadalentín στην Ισπανία (πηγή: Oñate and Peco, 2005) Irrigated surface (thousand ha) 250 200 150 100 50 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 Εικόνα 2: Μεταβολή στην αρδευόμενη γη στη περιοχή της Murcia 1960 2000 (πηγή: Oñate and Peco, 2005) Σε λιγότερο από δύο γενεές, οι γεωργοί επέστρεψαν από την αναγκαστική μετανάστευση, για να ζήσουν σε μια περιοχή που έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αύξησης της γεωργικής παραγωγής στην Ισπανία. Η εξάπλωση της αρδευόμενης γης αποτελεί μέρος μιας περιφερειακής τάσης, που αυτή τη στιγμή καλύπτει το ένα τρίτο της γεωργικής περιοχής στην περιφέρεια, πάνω από το διπλάσιο σε εθνικό επίπεδο. Η ανάπτυξη της παραγωγής κηπευτικών και των συναφών δραστηριοτήτων προκάλεσε μια αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Το βασικό ζήτημα όσον αφορά την άρδευση και την ερημοποίηση (πχ. αλάτωση και κακοδιαχείριση των υδατικών πόρων) είναι ότι η οικονομική σημασία προσέδωσε στην αρδευτική καλλιέργεια ομόφωνη υποστήριξη από ολόκληρο το θεσμικό και πολιτικό φάσμα. scrub forest other 4,40% olives citrus fruits 4,64% 0,56% cereals 1,63% 0,98% 13,52% almonds espartizal 8,10% 5,86% other other arable 2,72% vineyards broccoli 36,59% permanent 22,00% fallow 0,45% 4,36% fallow olives 6,33% 7,06% almonds bell pepper 46,96% barley 19,16% vineyards artichokes 0,36% 9,48% 4,85% Dryland farms (n = 77; total area 2,509 ha) Irrigation farms (n = 27; total area 277 ha) Εικόνα 3: Χρήσεις γης στις ξηρές και αρδευόμενες περιοχές της Guadalentin (πηγή: Oñate and Peco, 2005) Το κανάλι μεταφοράς ύδατος Tajo Segura ήταν η βασική εξέλιξη που προκάλεσε την επέκταση της αρδευόμενης γεωργίας μετά το 1980, χρονικό διάστημα κατά το οποίο δόθηκαν οι περισσότερες άδειες για τρεχούμενο νερό. Αν και ο Ισπανικός Νόμος περί Υδάτων του 1985 νομιμοποίησε τις περισσότερες γεωτρήσεις και εφάρμοσε ένα σύστημα αδειών γεώτρησης, ωστόσο δεν κατάφερε να αποτρέψει την εξάπλωση των παράνομων δραστηριοτήτων άντλησης υπόγειων νερών. Καθώς η άρδευση αυξανόταν στα τέλη της δεκαετίας του '80, πρόεκυψε μια ανεξέλεγκτη αγορά νερού, κατά την οποία οι δικαιούχοι αδειών πουλούσαν παράνομα το νερό που διέθεταν και δεν το χρησιμοποιούσαν. Το ζήτημα της άρδευσης επιδεινώθηκε τη δεκαετία του '80 από τις ενισχύσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων για τον αγροτικό εκσυγχρονισμό, μετά την είσοδο της Ισπανίας στην ΕΟΚ. Παρόλο που αυτό βοήθησε στην αύξηση της αγροτικής παραγωγικότητας, ωστόσο προήγαγε έμμεσα την επέκταση της αρδευόμενης 7

8 γεωργίας, με αποτέλεσμα να ασκηθούν πιέσεις στους υδάτινους πόρους. Ο νέος Νόμος περί Υδάτων του 1999 απαγόρευσε την κατασκευή νέων δεξαμενών αλλά δεν μπόρεσε να αντιστρέψει την τάση αυτή. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής συνέχισαν να εξουσιάζονται από ηθικές αξίες υπό τις οποίες η αγροτική πολιτική και η πολιτική των υδατικών πόρων ενώθηκαν για να εκσυγχρονίσουν και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της άρδευσης. Κατά συνέπεια, εντατικοποιήθηκε η υπερεκμετάλλευση των πόρων των υπόγειων υδάτων, με επιπτώσεις για το έδαφος εξαιτίας της αλάτωσης, και για τα υπόλοιπα άγρια ενδιαιτήματα εξαιτίας της ξηρότητας των φυσικών φρεατίων και των υγροβιότοπων και της καταστροφής των βιότοπων. Τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα που στόχευαν στις αρδευτικές περιοχές δεν επηρέασαν την ερημοποίηση εκτός από την υποχρεωτική μείωση της χρήσης χημικών στο πλαίσιο ολοκληρωμένων μέτρων ελέγχου των παρασίτων. Εν τω μεταξύ, σε περιοχές με ξηρικές καλλιέργειες στην Guadalentin τα πολιτικά μέτρα (κυρίως τα σχετικά με την ΚΑΠ) στόχευαν σε προϊόντα όπως δημητριακά, αμύγδαλα και ελιές. Αλλά και οι πιο λοφώδεις ξηρές περιοχές υπέστησαν έμμεσο πολιτικό αντίκτυπο υπό την μορφή της ανεξέλεγκτης χρήσης των ξηρών περιοχών για αρδευόμενες φυτείες εσπεριδοειδών και της μικρής κοινωνικής σημασίας που δίνεται στις ξηρές περιοχές καθώς η κυβέρνηση στρέφει την προσοχή της περισσότερο στην αρδευόμενη καλλιέργεια. Η αρχή των σύγχρονων αλλαγών στις ξηρές περιοχές ανάγεται στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν το ενδεχόμενο κοινοτικών αγροτικών ενισχύσεων ενθάρρυνε την επέκταση των καλλιεργειών δημητριακών και αμυγδάλων στις μέχρι πρότινος εγκαταλειμμένες περιοχές, εις βάρος της ανακάμπτουσας γης με χαμηλή βλάστηση, που βοήθησε στην αναχαίτιση της ερημοποίησης. Η δημιουργία νέων καλλιεργειών πάνω στις περιοχές αυτές και η εγκατάλειψη των τεχνικών προστασίας του εδάφους, που καλλιεργείτο ακόμη με παραδοσιακούς τρόπους, αποτέλεσαν τις βασικές αιτίες της διάβρωσης. Οι νέες φυτείες αμυγδάλων ήταν ιδιαίτερα επιβλαβείς, διότι οι περιοχές προς φύτευση ισοπεδώθηκαν με βαριά μηχανήματα που κατέστρεψαν έτσι τις παραδοσιακές αναβαθμίδες οι οποίες εμπόδιζαν τη διάβρωση. Με την προσχώρηση της Ισπανίας στην ΕΕ το 1986 οι αλλαγές στη δομή των καλλιεργειών επιδεινώθηκαν στις ξηρές περιοχές, με τα περιθωριοποιημένα για οικονομικούς λόγους δημητριακά να μειώνονται περαιτέρω προς όφελος των πολυετών καλλιεργειών όπως των αμυγδάλων, των ελιών και των αμπελώνων. Εντούτοις, ορισμένα μέτρα της ΚΑΠ μετά το 1988 (π.χ. αγρανάπαυση) επέδρασαν ευεργετικά στην ερημοποίηση, καθώς η αγρανάπαυση επέτρεψε τη φυσική αποκατάσταση της προστατευτικής βλάστησης μειώνοντας με αυτό τον τρόπο τη διάβρωση. Ωστόσο τα μεταρρυθμιστικά μέτρα της ΚΑΠ το 1992 απέτυχαν σε ένα μεγάλο βαθμό να βοηθήσουν στην καταπολέμηση της ερημοποίησης, εξαιτίας του συγκεκριμένου σχεδιασμού τους και των μακροχρόνιων καθυστερήσεων στην εφαρμογή τους. Η εκτατικοποίηση των δημητριακών ήταν η πιο επιτυχής, ενώ το όργωμα κατά μήκος των ισοϋψών καμπύλων είχε τα πιο αισθητά αποτελέσματα στην πρόληψη της διάβρωσης. Όμως ακόμη κι έπειτα από τις μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ το 2003 το πνεύμα των επιχορηγήσεων συνεχίζει να αποτελεί απειλή για την ερημοποίηση. Οι πολιτικές έχουν διαδραματίσει έναν αντιφατικό ρόλο στις ξηρικές καλλιέργειες προωθώντας από τη μια μεριά την αγρανάπαυση και την εντατικοποίηση της χρήσης της γης, ενώ από την άλλη ο περιορισμός της διάβρωσης δεν υπήρξε ποτέ στόχος της πολιτικής των γεωργικών ενισχύσεων. Παρόλα ταύτα, οι επιχορηγήσεις της ΚΑΠ, συμπεριλαμβανομένων των γεωργο περιβαλλοντικών μέτρων, συνέβαλαν στη διατήρηση των οριακών δραστηριοτήτων καλλιέργειας στις ξηρές περιοχές, που απειλούνται σοβαρά από την εγκατάλειψη του εδάφους λόγω του παραδοσιακά χαμηλού γεωργικού εισοδήματος. Από αυτή την άποψη οι άμεσες πληρωμές για τα δημητριακά και τις ελιές, καθώς επίσης και οι επιχορηγήσεις για την αύξηση των καλλιεργειών αμυγδάλων διαδραμάτισαν ένα κρίσιμο ρόλο, μαζί με τις πιο πρόσφατες γεωργο περιβαλλοντικές πληρωμές. Αυτό συνέβαλε, τουλάχιστον εν μέρει, στη διατήρηση των πρακτικών καλλιέργειας για τον περιορισμό της ερημοποίησης,όπως είναι οι αναβαθμίδες ή το όργωμα κατά μήκος ισοϋψών περιγραμμάτων κρίσιμες τεχνικές διαχείρισης τους εδάφους από άποψη πρόληψης της διάβρωσης.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Alentejo (ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ) NORTE N Στο Alentejo, η χρήση της γης προκάλεσε πολλές φορές υποβάθμιση του εδάφους και των υδάτινων πόρων Παραδοσιακά, τα βιώσιμα αγρο δασοκτηνοτροφικά συστήματα, όπως τα montados, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ελαχιστοποίηση των διεργασιών της ερημοποίησης Οι πολιτικές επιπτώσεις ποικίλλουν, οι αγροτικές πολιτικές μετά την προσχώρηση της Πορτογαλίας στην ΕΟΚ το 1986 γενικά συνέβαλαν στην αλλαγή χρήσης της γης με αρνητικά αποτελέσματα για την ερημοποίηση, ενώ κάποιες περιβαλλοντικές πολιτικές (σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο ΕΕ) είχαν θετικές επιπτώσεις για την ερημοποίηση Τα αποτελέσματα της γεωργο περιβαλλοντικής πολιτικής στο μετριασμό της ερημοποίησης είναι απογοητευτικά μέχρι τώρα, διαπίστωση που κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στην ανεπαρκή εφαρμογή των μέτρων και στη χαμηλή αντίληψη των αγροτών E VALE DO TEJO PORTUGAL ALENTEJO ALGARVE CENTRO S P A I N 0 miles 0 km 100 Εικόνα 4: Η περιοχή Alentejo (πηγή: Vieira and Eden, 2005) 100 Desertification risk High Moderate Low Στην περιφέρεια Alentejo της νότιας Πορτογαλίας οι περιβαλλοντικές αλλαγές που προκαλούνται από τον ανθρώπινο παράγοντα δημιούργησαν μια σχέση αιτίας αποτελέσματος η οποία έχει οδηγήσει πολλές φορές στην υποβάθμιση του εδάφους και των υδάτινων πόρων. Η υποβάθμιση αυτή προκάλεσε τη μείωση των καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας, καθώς και τη μείωση της παραγωγικότητας και ανθεκτικότητας των τοπικών οικοσυστημάτων. Τα φτωχότερα εδάφη υποστηρίζουν συνήθως λιβάδια, montados (βιώσιμα κτηνοτροφικά/αροτραία συστήματα με μια προστατευτική κάλυψη από βελανιδιές και φελλόδεντρα), δηλ. περιοχές βόσκησης, δασικές και χαμηλής βλάστησης, οι οποίες αναμφισβήτητα αποτελούν τα πιο τρωτά εδάφη όσον αφορά τις αλλαγές χρήσης της γης και τις διεργασίες της ερημοποίησης. Κατά συνέπεια, το Alentejo έχει διαμορφώσει μια ιδανική περιπτωσιολογική μελέτη για την ανάλυση των πολιτικών επιπτώσεων στις διεργασίες ερημοποίησης στην Πορτογαλία, μέσω του χρηματοδοτούμενου από την ΕΕ προγράμματος MEDACTION. PORTUGAL PORTUGAL S P A I N 0 miles 0 km 100 Εικόνα 5: Κίνδυνος ερημοποίησης στη Πορτογαλία (πηγή: Vieira and Eden, 2005) Οι πολιτικές επιπτώσεις ποικίλλουν και είναι σύνθετες, μερικές από αυτές είχαν ξεκάθαρα μετρήσιμα και απτά αποτελέσματα, ενώ άλλες υπήρξαν δυσδιάκριτες. Ενώ η είσοδος της Πορτογαλίας στην ΕΟΚ το 1986 και η εφαρμογή της ΚΑΠ ενθάρρυναν αρχικά τη γεωργική εντατικοποίηση, η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ το 1992 ενθάρρυνε την εκτατικοποίηση. Αυτές οι ξαφνικές πολιτικές αλλαγές βρήκαν τους αγρότες του Alentejo απροετοίμαστους, δεδομένου ότι βρισκόταν ακόμα στα μέσα της διαδικασίας του αγροτικού εκσυγχρονισμού. Μετά το 1995 η αποτυχία της Πορτογαλικής κυβέρνησης να παρέχει επαρκείς ενισχύσεις για τα Συνοδευτικά Μέτρα της Μεταρρύθμισης της ΚΑΠ (Κανονισμοί ΕΕ 2078/92, 2079/92 και 2080/92) οδήγησε στη μείωση του αγροτικού εισοδήματος στο Alentejo, με επιπρόσθετα αρνητικά αποτελέσματα για τις παραδοσιακές γεωργικές πρακτικές και τη N 100 9

10 διατήρηση της προστατευτικής χαμηλής βλάστησης. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την Ατζέντα 2000 και οι πρώτες ενδείξεις υποδεικνύουν ότι η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ το 2003 δεν μετέβαλε την οικονομική κατάσταση των φτωχότερων αγροτών. Πολλά αγροκτήματα στο Alentejo έχουν εξαφανιστεί, ενώ παρατηρείται μια συγκέντρωση σε λιγότερα αγροκτήματα, με αποτέλεσμα την αύξηση προς τα πάνω του μέσου μεγέθους και την εγκατάλειψη περιοχών, με σημαντικό φυσικά αντίκτυπο για την ερημοποίηση. Η προσχώρηση της Πορτογαλίας στην ΕΟΚ το 1986 απετέλεσε την βασική αιτία για την αλλαγή χρήσης της γης. Η ΚΑΠ δημιούργησε αρχικά ένα θετικό κλίμα για γεωργικές επενδύσεις και σταθερότητα και επικεντρώθηκε στην παραγωγή δημητριακών στο Alentejo, ενθαρρύνοντας την ολοένα και μεγαλύτερη χρήση λιπασμάτων, αγρο χημικών ουσιών και της άρδευσης. Οι παλαιοί ελαιώνες, οι οπωρώνες και τα πολλά montados καταστράφηκαν, για να επεκταθούν οι αρδευτικές καλλιέργειες δημητριακών και άλλων καλά επιδοτούμενων ετήσιων καλλιεργειών όπως ο ηλίανθος. Συνεπώς η περίοδος μετά την προσχώρηση στην ΕΕ ήταν αρνητική από άποψη διάβρωσης και ερημοποίησης. Οι μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ το 1992 εστίασαν στην εκτατικοποίηση και οδήγησαν σε πρόσθετες αλλαγές στη χρήση της γης, σε βαθμό που τα δημητριακά απώλεσαν την πολιτική θέση τους ως πρωταρχική καλλιέργεια. Επιπλέον, νέοι προσανατολισμοί της χρήσης γης, όπως η φιλική προς το περιβάλλον καλλιέργεια μέσω των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων ή η αναδάσωση, παρεμποδίστηκαν, όχι μόνο από την απροθυμία των αγροτών να αλλάξουν τα παραδοσιακά συστήματα διαχείρισης αλλά και από την πολυπλοκότητα του πακέτου της προτεινόμενης γεωργοπεριβαλλοντικής πολιτικής. Το Alentejo έχει βιώσει μεγάλες διαφοροποιήσεις στη διαχείριση των καλλιεργειών από το μαλακό στο σκληρό σίτο διαδικασία που καθοδηγείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το υψηλό επίπεδο ενισχύσεων ανά περιοχή. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δύο δεκαετιών οι επιχορηγήσεις ήταν το ισχυρότερο κίνητρο στις αποφάσεις των γεωργών για αλλαγή χρήσης της γης, περισσότερο κι από ο,τι ήταν η ίδια η αξία των αγροτικών προϊόντων. Ως εκ τούτου δημιουργήθηκε μία μη βιώσιμη αγροτική νοοτροπία σύμφωνα με την οποία οι αγρότες αναγκαζόντουσαν να υιοθετούν αποφάσεις,που συχνά δεν ήταν και οι καλύτερες για το περιβάλλον. Εν τούτοις οι πρόσφατες αλλαγές στον πολιτικό προσανατολισμό της ΚΑΠ (ιδιαίτερα η εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης με την μεταρρύθμιση της ΚΑΠ το 2003) έχουν παρουσιάσει ορισμένες θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως την αύξηση της βιοποικιλότητας, η μείωση της διάβρωσης και της ρύπανσης του ύδατος και του εδάφους καθώς επίσης και την εκτατικοποίηση της ζωικής παραγωγής. Οι νέες αυτές πολιτικές έχουν μειώσει επίσης τα κίνητρα των αγροτών για περαιτέρω καταστροφή των δρυόδεντρων στα montados. Παρόλα αυτά, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των αγροτών του Alentejo και των τοπικών κοινοτήτων έχει επηρεαστεί δυσμενώς, εξαιτίας της μείωσης των ενισχύσεων. Αυτό σημαίνει ότι, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η οικονομική κατάσταση θα παραγάγει αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις διότι ένα ορισμένο επίπεδο ανθρώπινης διαχείρισης είναι σημαντικό για να διατηρηθούν και να αποκατασταθούν τα τοπία και να αποτραπεί κάθε προσπάθεια σφετερισμού από την ερημοποίηση. Οι τωρινές λύσεις διαχείρισης της γης δεν φαίνεται να επιτρέπουν την ικανοποιητική εφαρμογή των νέων αποσυνδεμένων μέτρων της ΚΑΠ στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την ερημοποίηση. Οι προαναφερόμενες αρνητικές τάσεις, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, έχουν αντισταθμιστεί από την πολιτική αγρανάπαυσης και από τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα για το ελάχιστο όργωμα, την άμεση τοποθέτηση σπόρου σε οπές και την εκτατική καλλιέργεια δημητριακών, επιφέροντας θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τον περιορισμό της ερημοποίησης. Εντούτοις η εφαρμογή των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων είναι πρόσφατη (2004). Τα εν λόγω μέτρα είναι περίπλοκα όσον αφορά τις προϋποθέσεις, την εφαρμογή και τον έλεγχο τους, με αποτέλεσμα οι αγρότες να μην τα έχουν ακόμη πλήρως κατανοήσει. Οι δύο βασικοί αποτρεπτικοί παράγοντες της επιτυχούς εφαρμογής των γεωργοπεριβαλλοντικών πολιτικών είναι ότι οι ενισχύσεις είναι πάρα πολύ χαμηλές ενώ είναι υψηλό το κόστος της επένδυσης που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων τους. Οι πρωτοβουλίες της ΕΕ, όπως τα προγράμματα Leader και Life, οι οδηγίες της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα, τα πτηνά, τη νιτρορρύπανση και τα ύδατα, καθώς επίσης και η επιρροή των Εθνικών Προστατευόμενων Ζωνών και των περιοχών που περιλαμβάνονται στο δίκτυο NATURA 2000 είχαν τα αμεσότερα αποτελέσματα. Αν και είναι πρόσφατη η εφαρμογή των περισσότερων, η προστατευόμενη ζώνη (18% του Alentejo) είναι σημαντική. Ειδικότερα, η νομοθεσία NATURA 2000 έχει βοηθήσει στον έλεγχο της καταστροφής διαφόρων σημαντικών Μεσογειακών ενδιαιτημάτων. Τα εθνικά και περιφερειακά περιβαλλοντικά προγράμματα περιλαμβάνουν επίσης μέτρα χρήσιμα για την αποκατάσταση της βλάστησης γύρω από τα φράγματα και τις κοίτες των ποταμών και την εισαγωγή συστημάτων διαχείρισης υπόγειων υδάτων. Άλλες πολιτικές που εφαρμόζονται αυτή την περίοδο και που μπορούν να βοηθήσουν στον έλεγχο του φαινομένου της ερημοποίησης περιλαμβάνουν τα υδρολογικά

σχέδια των λεκανών των ποταμών και το Οικολογικό και Γεωργικό Εθνικό Απόθεμα Πηγών, ένα γενικό σχέδιο ταξινόμησης της χρήσης γης, που στοχεύει στο να βοηθήσει να αποτραπούν οι δραματικές αλλαγές διαχείρισης στις καταγεγραμμένες περιοχές. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ Agri (ΙΤΑΛΙΑ) Η λεκάνη Agri είναι μια από τις περιοχές της Ιταλίας που έχει επηρεαστεί περισσότερο από την ερημοποίηση Η περιοχή έχει υποστεί για μεγάλη χρονική περίοδο την μετανάστευση, η οποία έχει επιδεινώσει τα προβλήματα ερημοποίησης, λόγω της μη διατήρησης των παραδοσιακών περιβαλλοντικά βιώσιμων τύπων καλλιέργειας Οι επιχορηγήσεις της ΚΑΠ, που συνδέονται ειδικότερα με την παραγωγή σκληρού σίτου, προκάλεσαν σημαντική επέκταση και εντατικοποίηση της αροτραίας καλλιέργειας και ταυτόχρονα προβλήματα υποβάθμισης του εδάφους Οι εθνικές και περιφερειακές πολιτικές για τη διαχείριση των φυσικών πόρων δεν έχουν ακόμα ανακουφίσει ουσιαστικά την ερημοποίηση στην Agri, καθώς λειτουργούν σε ασαφή πλαίσια ως προς τη λήψη αποφάσεων και την εφαρμογή τους Η λεκάνη Agri που βρίσκεται στην περιοχή Βασιλικάτα της νότιας Ιταλίας (Εικόνα 6) είναι μια από τις πιο επηρεασμένες από την ερημοποίηση περιοχές στην Ιταλία και, ως εκ τούτου, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της διεθνούς έρευνας από τις αρχές της δεκαετίας του '90. Ιδιαίτερα στη μέση λεκάνη Agri, είναι έκδηλη η διάβρωση του ύδατος που έχει προκαλέσει τη διαμόρφωση χαραδρώσεων και την ανάπτυξη «προβληματικών εδαφών». Σε όλη την λεκάνη η μετανάστευση προκάλεσε μια διαρκή απώλεια πληθυσμού, πρόβλημα σημαντικό όχι μόνο για τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτιστικές προεκτάσεις του, αλλά κι από άποψη διατήρησης των παραδοσιακών πρακτικών διαχείρισης της γης που βοηθούσαν στον περιορισμό των διεργασιών της ερημοποίησης. Υπάρχει μια σαφής σχέση μεταξύ των δημογραφικών δυναμικών και των διεργασιών ερημοποίησης στην Agri. Η μείωση του πληθυσμού οφείλεται στην έλλειψη μιας κατάλληλης κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής και, μαζί με την έλλειψη ενός ολοκληρωμένου πολιτικού πλαισίου χρήσης της γης, συνιστά μια σημαντική εξήγηση για τις διεργασίες ερημοποίησης στην Ιταλία. Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 οι πολιτικές αλλαγές και στην ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο επέτρεψαν στην περιφερειακή κυβέρνηση της Βασιλικάτα να εφαρμόσει νέες πολιτικές στο γεωργικό τομέα. Ειδικότερα, η περιφερειακή κυβέρνηση ενθάρρυνε τους νέους αγρότες να αυξήσουν τη συνεργασία μεταξύ των γαιοκτημόνων μέσω της καθιέρωσης οπωρώνων φρούτων, της προώθησης παραδοσιακών μεγάλων καλλιεργειών, της επέκτασης της άρδευσης και της μηχανοποίησης και της εκτροφής προβάτων και αιγών, στοχεύοντας σε γαλακτοκομικά παραδοσιακά προϊόντα της περιοχής. Συνεπώς, οι ουσιαστικές αλλαγές στη χρήση της γης στη λεκάνη Agri παρουσιάστηκαν την τελευταία δεκαετία. Αν και ευεργετικές από άποψη βραχυπρόθεσμης κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, μερικές από τις αλλαγές έχουν άμεσα και έμμεσα επιδεινώσει την υποβάθμιση του εδάφους. Επιπλέον, οι αγροτικές πολιτικές που στηρίζονται στην καταβολή επιχορηγήσεων στο πλαίσιο της ΚΑΠ αποθάρρυναν τους αγρότες να διαχειρίζονται με βιώσιμο τρόπο τους φυσικούς πόρους. Έτσι ξεκίνησε μια αμετάκλητη διαδικασία η οποία αποτρέπει τους αγρότες από το να υιοθετήσουν «ορθές καλλιεργητικές πρακτικές», ευεργετικές για τη βιώσιμη διαχείριση του εδάφους. Εικόνα 6: Τοποθεσία της λεκάνης Agri στην Ιταλία (πηγή: Povellato and Ferraretto, 2005) Ένα από τα βασικά πολιτικά κίνητρα για την αλλαγή χρήσης γης στη νότια Ιταλία υπήρξε η εφαρμογή της πολιτικής ενίσχυσης του σκληρού σίτου (Εικόνα 7). Η πολιτική αυτή προκάλεσε μια ανεξέλεγκτη αύξηση της καλλιέργειας σκληρού σίτου με παράλληλες καταστρεπτικές συνέπειες για το φυσικό οικοσύστημα. Η αιτία για την μεγάλης κλίμακας υποβάθμιση του εδάφους και την οικολογική ζημία που προκαλείται από αυτή την «διαστρεβλωμένη» εφαρμογή των κανονισμών της ΕΕ συνδέεται κυρίως με τους τύπους εδάφους που είναι επιρρεπείς στη διάβρωση, οι οποίοι κυριαρχούν σε πολλές περιοχές της νότιας Ιταλίας και δεν αντιδρούν επαρκώς στην εντατικότερη καλλιέργεια. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν η υποβολή αιτήσεων για επιχορηγήσεις σκληρού σίτου οργανώθηκε σχεδόν αποκλειστικά από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς. 11

12 Επειδή οι συνεταιρισμοί ενισχύονται οικονομικά από τους ίδιους τους αγρότες για τις υπηρεσίες τους, οδηγήθηκαν σε αύξηση του αριθμού των υποψηφίων που λαμβάνει τέτοιου είδους επιχορηγήσεις. Η καλλιέργεια του σκληρού σίτου γίνεται κατά ένα μεγάλο μέρος προκειμένου να «εισπραχθεί η επιδότηση», ακόμη και στις περιοχές όπου είναι φανερά αδύνατο να καλλιεργηθεί αυτός επιτυχώς. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ατυχή τάση όσον αφορά τον περιορισμό της ερημοποίησης, δεδομένου ότι πρόσφατα πολλοί αγρότες,που ανησύχησαν για τις συνεχείς μειώσεις στην απόδοση της παραγωγής, είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν περισσότερο φιλικές περιβαλλοντικά τεχνικές καλλιέργειας, όπως το πιο ρηχό όργωμα, τη σπορά χωρίς όργωμα ή τις ελάχιστες πρακτικές οργώματος (που ενθαρρύνονται συχνά από τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα). Εικόνα 7: Ενισχύσεις σκληρού σίτου, παράγοντες και διεργασίες ερημοποίησης στη Λεκάνη Agri (πηγή: Wilson and Juntti, 2005) Οι πολιτικές της ΚΑΠ υπήρξαν από τα βασικά πολιτικά κίνητρα των διεργασιών της ερημοποίησης στη λεκάνη Agri, ειδικά αφού το καθεστώς επιχορηγήσεων της ΚΑΠ οδηγούσε συχνά στην μη βιώσιμη περιβαλλοντικά εντατικοποίηση της γεωργίας σε ευπαθείς καλλιεργήσιμες περιοχές. Οι εθνικές και περιφερειακές πολιτικές για τη διαχείριση των φυσικών πόρων δεν έχουν ακόμα ανακουφίσει ουσιαστικά την ερημοποίηση στην Agri, κυρίως επειδή λειτουργούν σε ένα ασαφές πλαίσιο εξουσιών όσον αφορά την λήψη αποφάσεων και την εφαρμογή τους και με ένα μεγάλο αριθμό ασυντόνιστων αρχών. Οι πολιτικές αλλαγές που εισήχθησαν το 2003 με τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ θα μπορούσαν να ήταν ιδιαίτερα επωφελείς για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης στην Agri, αλλά μόνον εφόσον η πολλαπλή συμμόρφωση είναι καθόλα εφαρμοστέα και ελεγχόμενη. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (ΕΛΛΑΔΑ) Η ΒΔ Λέσβος είναι μια περιοχή της Ελλάδας ιδιαίτερα ερημοποιημένη, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο μιας πρόσφατης έρευνας σχετικά με τα αποτελέσματα της πολιτικής της ΕΕ σε τοπικό επίπεδο Οι πολιτικές της ΚΑΠ αποτελούν τα κύρια αίτια των μη βιώσιμων αυξήσεων του αριθμού των προβάτων Οι επιχορηγήσεις της ΚΑΠ, οι ενισχύσεις για τον αγροτικό εκσυγχρονισμό και οι ειδικές πολιτικές για την ανάπτυξη των απομακρυσμένων Ελληνικών νησιών προκάλεσαν την εντατικοποίηση της γεωργίας στη Λέσβο επιδεινώνοντας ταυτόχρονα τις διεργασίες της ερημοποίησης Μόλις πρόσφατα αναγνωρίστηκε από τους τοπικούς παράγοντες του νησιού η έλλειψη περιβαλλοντικής συμβατότητας των πολιτικών της ΚΑΠ με τα μέτρα ανακούφισης της ερημοποίησης Το νησί της Λέσβου είναι το βορειότερο από τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Στα βορειοανατολικά υπάρχουν γυμνές ακαλλιέργητες εκτάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι. Στο βορειοδυτικό μέρος υπάρχουν εκτενή βοσκοτόπια και στο υπόλοιπο νησί πυκνές περιοχές με ελαιώνες. Εξαιτίας της φυσικής ευαισθησίας της βορειοδυτικής περιοχής στη διάβρωση, η χρήση της γης συνιστά αποφασιστικό παράγοντα για την επιδείνωση των διεργασιών της ερημοποίησης και η πιο υποβαθμισμένη γεωργική περιοχή ολόκληρου του νησιού αυτή την περίοδο είναι τα βοσκοτόπια προβάτων. Ο κίνδυνος της ερημοποίησης επιδεινώθηκε με την αύξηση του πληθυσμού των προβάτων, εξέλιξη που αποδίδεται στις πολιτικές της ΚΑΠ της ΕΕ, οι οποίες προκάλεσαν την

υπερβόσκηση, την εξαφάνιση της βλάστησης και την επακόλουθη διάβρωση. Greek case study area 0 miles 0 km 10 10 LESBOS Kalonnis ALBANIA MACEDONIA GREECE Geras BULGARIA Mytilini TURKEY Εικόνα 8: Το νησί της Λέσβου και η περιοχή μελέτης διαφόρων ερευνητικών προγραμμάτων για την ερημοποίηση (πηγή: Μπεόπουλος και Βλάχος, 2005) Τέσσερις πολιτικές της ΚΑΠ ξεχωρίζουν όσον αφορά την επίδρασή τους στην αλλαγή χρήσης γης στην ΒΔ Λέσβο. Αυτές περιλαμβάνουν τις επιχορηγήσεις αρνίσιου και κατσικίσιου κρέατος, τα μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής όπως τις ενισχύσεις στις Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές, ειδικές πολιτικές για τη βοήθεια των μικρών νησιών του Αιγαίου και πολιτικά μέτρα για τον εκσυγχρονισμό των εκμεταλλεύσεων. Μετά το 1980 εισήχθησαν οι επιχορηγήσεις της ΚΑΠ για το αρνίσιο και το κατσικίσιο κρέας. Οι επιχορηγήσεις έλαβαν τη μορφή μιας ετήσιας εισφοράς, όπου το καταβαλλόμενο ποσό υπολογιζόταν βάσει του αριθμού προβάτων και αιγών που έχει στην κυριότητα του ο αιτών. Αρχικά δεν υπήρχε κανένας μέγιστος αριθμητικός περιορισμός, αλλά μετά το 1989 ο μέγιστος αριθμός ζώων που δικαιούταν επιχορήγηση ορίστηκε στα 1.000 κεφάλια/ανά αγρόκτημα. Προς το τέλος της δεκαετίας του '90 και ξανά το 2003 η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ θέσπισε βασικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος ορίζοντας την ελάχιστη έκταση βόσκησης μίας μονάδας /ανά εκτάριο στα Ελληνικά νησιά. Εντούτοις, ο επακόλουθος φόρτος βόσκησης, αν και μέσα στα όρια του Ελληνικού «κώδικα ορθής γεωργικής πρακτικής», υπερέβη σημαντικά την φέρουσα ικανότητα βόσκησης των άγονων βοσκοτόπων και οδήγησε στην ορατή και μετρήσιμη επιδείνωση των διεργασιών της ερημοποίησης. Επιπλέον, η «αναγκαστική» εξειδίκευση για την εκτροφή προβάτων, που στηρίχθηκε στις γενναιόδωρες επιχορηγήσεις της ΚΑΠ, προκάλεσε την εγκατάλειψη της παραδοσιακής καλλιέργειας και κυρίως την υποβάθμιση των προστατευτικών αναβαθμίδων. Οι πολιτικές για τις Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές είναι το βασικό συστατικό των διαρθρωτικών παρεμβάσεων της ΚΑΠ που εφαρμόζονται στην περιοχή. Τα κράτη μέλη καλούνται να παρέχουν ειδικές επιχορηγήσεις στους αγρότες, έτσι ώστε να παρακινηθούν οι καλλιεργητικές δραστηριότητες στις μειονεκτικές περιοχές και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των αγροτικών κοινοτήτων. Όλες οι αγροτικές κοινότητες στα βορειοδυτικά της Λέσβου εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Οι αντισταθμιστικές αποζημιώσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές επειδή στοχεύουν στην παροχή οικονομικής βοήθειας προς τους αγρότες, που χάνουν εισόδημα λόγω του επιπρόσθετου κόστους παραγωγής που συνδέεται και με την αγροτική θέση στις μειονεκτικές περιοχές και με τη μειωμένη παραγωγή των ευαίσθητων εδαφών. Το ύψος της επιχορήγησης προσδιορίζεται βάσει αριθμού επιλέξιμων ζώων. Το γεγονός ότι το πλήθος του ζωικού κεφαλαίου καθόριζε και το αγροτικό εισόδημα στις Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές αποτέλεσε μια ατυχή πολιτική συνταγή, δεδομένου ότι συχνά ενθάρρυνε τους αγρότες να υπερβούν τη φέρουσα ικανότητα βόσκησης των λιβαδιών τους, επιδεινώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις διεργασίες ερημοποίησης. Αναγνωρίζοντας τα ειδικά προβλήματα προσβασιμότητας των απομακρυσμένων νησιωτικών περιοχών των κρατών μελών της η Κοινότητα παρέχει ειδική ενίσχυση στα μικρά νησιά του Αιγαίου. Η βοήθεια λαμβάνει τη μορφή επιχορήγησης για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων και προκαλεί χαμηλότερες τιμές αγοράς των ζωοτροφών. Αυτό αποτέλεσε μια περαιτέρω παρότρυνση για τους αγρότες ώστε να αυξήσουν τον αριθμό των προβάτων, αλλά με αρνητικά αποτελέσματα για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα την ίδια στιγμή. Επιπλέον, οι πολιτικές της ΕΕ για τον εκσυγχρονισμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων επηρεάζουν επίσης την ανάπτυξη της εκτροφής των προβάτων στο νησί της Λέσβου, στοχεύοντας κυρίως στη βελτίωση του εισοδήματος των αγροτών μέσω του εκσυγχρονισμού των μονάδων παραγωγής επιπλέον λόγοι για την εντατικοποίηση της καλλιέργειας σε μια περιβαλλοντικά ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή. Οι μελλοντικές προοπτικές περιορισμού της ερημοποίησης μέσω διαφοροποιημένων πρακτικών διαχείρισης της γης κι ενός αλλαγμένου πολιτικού 13

14 πλαισίου φαίνονται σχετικά δυσοίωνες για τις περισσότερες ερημοποιημένες περιοχές της Λέσβου. Ακόμα κι αν η προστασία του περιβάλλοντος ήταν ένας από τους στόχους των διαρθρωτικών κανονισμών της ΕΕ, ακόμα κι αν οι φιλικές προς το περιβάλλον επενδύσεις ενθαρρύνονταν από πολλές ευρωπαϊκές πολιτικές, μόλις πρόσφατα έγινε αναφορά στην περιβαλλοντική συμβατότητα των εφαρμοσμένων πολιτικών. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν ενδείξεις για το αν οι αυστηρότερες ρυθμίσεις πολλαπλής συμμόρφωσης θα οδηγήσουν σε σημαντική μείωση των μη βιώσιμων πρακτικών εκτροφής προβάτων στην περιοχή. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΠΑΚΕΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ Οι πολιτικές απέτυχαν σε ένα μεγάλο βαθμό να αντιμετωπίσουν την ερημοποίηση στη νότια Ευρώπη Οι τοπικοί παράγοντες δεν συμπεριλαμβάνονται επαρκώς στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής και στην εφαρμογή της Οι γεωργικοί φορείς εστιάζουν περισσότερο στη λήψη επιχορηγήσεων και λιγότερο στη βιώσιμη περιβαλλοντική διαχείριση Η γεωργο περιβαλλοντική πολιτική απέτυχε ιδιαίτερα να αντιμετωπίσει τις διεργασίες της ερημοποίησης, αν και υπάρχουν ορισμένες ευοίωνες πολιτικές εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ Τα πολιτικά πλαίσια πρέπει να αλλάξουν ουσιαστικά. Τα αρνητικά αποτελέσματα υπάρχουν εξαιτίας της έλλειψης μιας ενοποιημένης και συνεκτικής πολιτικής προσέγγισης της ΕΕ για την ερημοποίηση Καθίσταται επείγουσα ανάγκη θέσπισης ενός ενοποιημένου και ολιστικού πολιτικού πλαισίου αντιμετώπισης της ερημοποίησης βασισμένου στην ΕΕ Το παρόν έντυπο εξηγεί τις αιτίες για τις οποίες οι πολιτικές απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπίσουν επαρκώς τα ζητήματα ερημοποίησης σε τοπικό επίπεδο στις επηρεασμένες περιοχές της Βόρειας Μεσογείου και μάλιστα, γιατί σε μερικές περιπτώσεις οι πολιτικές επιδείνωσαν τα προβλήματα της ερημοποίησης. Το αυστηρό εκ των άνω προς τα κάτω πολιτικό μοντέλο της ΕΕ και η έλλειψη καταλογισμού και διαβούλευσης σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο αποτελούν βασικούς παράγοντες δημιουργίας μη αποδεκτών περιβαλλοντικά πολιτικών αποτελεσμάτων. Η αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων πολιτικών μέτρων έχει επιπλέον παρεμποδιστεί από τις διαφορετικές πολιτικές ημερήσιες διατάξεις και τις ερμηνείες της ερημοποίησης από διάφορους στη Νότια Ευρώπη. Οποιαδήποτε σχεδίαση νέας πολιτικής, που έχει επίδραση σε τοπικές κοινότητες στη νότια Ευρώπη με προβλήματα ερημοποίησης, θα πρέπει να εμπλέξει τους τοπικούς παράγοντες σε όλα τα στάδια της πολιτικής διαδικασίας από την διατύπωση, το σχεδιασμό, την εφαρμογή έως και τον έλεγχο της επιτυχίας ή αποτυχίας της εφαρμοσθείσας πολιτικής. Οι συνέπειες της ερημοποίησης δεν είναι πάντα ορατές σε πολλές γεωργικές περιοχές της βόρειας Μεσογείου και είναι συχνά δύσκολο για τους αγρότες να συνδέσουν τις συγκεκριμένες αλλαγές στη χρήση γης με τη πιθανή αύξηση των κινδύνων ερημοποίησης. Αυτή η κατάσταση έχει γίνει πιο δυσχερής εξαιτίας των διαφορετικών ερμηνειών που προσδίδουν στην έννοια της «ερημοποίησης» διάφοροι αρμόδιοι φορείς για την χάραξη της πολιτικής, αλλά και οι ίδιο οι αγρότες. Η διαφορετική αυτή προσέγγιση έχει οδηγήσει σε σοβαρές δυσκολίες όσο αφορά την επιτυχή εφαρμογή δράσεων και πολιτικών για την καταπολέμηση και τον περιορισμό της ερημοποίησης κατά μήκος της Μεσογείου. Υπάρχουν πέντε λόγοι που εξηγούν γιατί έχουν υπερισχύσει οι καταστρεπτικές και αναποτελεσματικές επιπτώσεις πολιτικών στη Βόρεια Μεσόγειο: Οι γεωργικοί παράγοντες τείνουν να εξουσιάζουν τη λήψη αποφάσεων για τη χρήση (και την κατάχρηση) πολιτικών σε επίπεδο γεωργικής εκμετάλλευσης (ειδικά τις επιχορηγήσεις). Επίσης σε ένα μεγάλο ποσοστό εκλείπει η περιβαλλοντική εξειδίκευση και το ενδιαφέρον από τους βασικούς τοπικούς δρώντες. Κατά συνέπεια, φυσικοί πόροι όπως το έδαφος και το νερό θεωρούνται περισσότερο παραγωγικοί παράγοντες και πηγές τοπικού οικονομικού οφέλους παρά φυσικοί πόροι που πρέπει να τους διαχειριστούν με βιώσιμο τρόπο, ώστε να περιορίσουν τα φαινόμενα ερημοποίησης. Οι προσπάθειες μεγιστοποίησης του εισοδήματος που προήρθαν από τις επιχορηγήσεις της ΕΕ στην τοπική κοινότητα, η χρήση ευρωπαϊκών και εθνικών ενισχύσεων για επενδύσεις με σκοπό την προώθηση της εντατικής και τεχνολογικά προηγμένης παραγωγής και η κυριαρχία των γεωργικών συμφερόντων στα πολιτικά δίκτυα ενισχύουν την υποβάθμιση του εδάφους και των υδατικών πόρων.

Η ζημιά από τη διάβρωση θα μπορούσε να έχει αποτραπεί σε κάποιο βαθμό, εάν οι ήδη υφιστάμενες προστατευόμενες περιοχές και τα μέτρα που είχαν επιβληθεί ήταν αυστηρότερα. Αυτό σημαίνει ότι όσον αφορά τον έλεγχο των προσπαθειών διατήρησης του περιβάλλοντος, οι φορείς που συμμετέχουν στην εφαρμογή των πολιτικών πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στους στόχους και στα συμφέροντα που επιβάλλουν. Χρήματα υπάρχουν όπου προκύπτουν αλλαγές προς μια βιώσιμη περιβαλλοντικά εφαρμογή των επιχορηγήσεων και των ενισχύσεων για επενδύσεις, αλλά αυτές οι αλλαγές έρχονται ως απάντηση σε ένα ήδη αρκετά υποβαθμισμένο περιβάλλον και δεν δημιουργούνται από τις ενδημικές δυνάμεις των τοπικών περιοχών. Ο τρόπος με τον οποίο κατά κανόνα γίνεται κατανοητή και εξετάζεται η ερημοποίηση είναι πολιτικά φορτισμένος και συνδέεται με την επικρατούσα γενική αποδοχή για «καλύτερη» και «πιο δικαιολογημένη» χρήση των τοπικών φυσικών πόρων. Αυτό συνήθως φαίνεται και από την κατανομή της χρηματοδότησης,που γίνεται κυρίως προς τα μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής, για παράδειγμα, μεταφορές ύδατος για άρδευση από τις γειτονικές επιφάνειες απορροής. Μερικές συστάσεις που προκύπτουν από τα παραπάνω: 1. Στο έντυπο αυτό υπογραμμίζεται η πολυπλοκότητα της ισχύουσας περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ και της εθνικής πολιτικής,που επηρεάζει την αλλαγή χρήσης γης στη Νότια Ευρώπη και προκαλεί διάφορα, άμεσα και έμμεσα, αποτελέσματα στις διεργασίες της ερημοποίησης. Η εφαρμογή της πολιτικής πρέπει να είναι πιο ευαίσθητη όσον αφορά το πολιτιστικό και περιβαλλοντικό πλαίσιο διαχείρισης των εδαφικών πόρων. Ειδικότερα, πρέπει να θεσπιστούν κανάλια στα οποία θα εκπροσωπούνται τα δημόσια συμφέροντα σύμφωνα με τις απαιτήσεις που τίθενται από τα Εθνικά Προγράμματα Δράσης (βλέπε έντυπο X) και σύμφωνα με τις αρχές για μια δικαιότερη πολιτική και διανομή ιδιοκτησίας. 2. Όσοι διαχειρίζονται τα εδάφη πρέπει να ενημερωθούν καλύτερα για την έκταση και τα συμπτώματα της ερημοποίησης στη δική τους περιοχή. 3. Υπάρχουν ορισμένες φιλόδοξες πολιτικές εξελίξεις. Παραδείγματος χάριν, η Στρατηγική της ΕΕ για την Προστασία του Εδάφους περιέχει εκτενείς προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση της εδαφικής διάστασης που λαμβάνει η ερημοποίηση, αν και η εφαρμογή τους σε τοπικό επίπεδο πρέπει να βελτιωθεί και να γίνει αυστηρότερη. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Χωροταξική Προοπτική Ανάπτυξης θα μπορούσε να ενεργήσει ως κίνητρο ανάπτυξης μιας διαφανέστερης και ολοκληρωμένης τοπικής διαδικασίας προγραμματισμού της διαχείρισης των εδαφικών πόρων. Επίσης η συμπερίληψη της υποχρεωτικής συμμόρφωσης με τους ορθούς γεωργικούς και περιβαλλοντικούς όρους (GAEC) υπό την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ ανοίγει νέες ευκαιρίες για την καταπολέμηση των προβλημάτων της ερημοποίησης. 4. Το πολιτικό πλαίσιο ως βασικό κίνητρο για την αλλαγή χρήσης της γης στη Νότια Ευρώπη πρέπει να τροποποιηθεί ουσιαστικά. Τα αρνητικά αποτελέσματα των ανόμοιων πολιτικών οφείλονται κατά ένα μεγάλο μέρος στην έλλειψη μιας ενοποιημένης και συνεκτικής πολιτικής της ΕΕ για την ερημοποίηση, καθώς επίσης και στην έλλειψη μιας Αρχής περιβαλλοντικών εμπειρογνωμόνων και διοικητών. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε αποσπασματικές πολιτικές προσεγγίσεις, όπου οι πολιτικές προσπάθειες περιορισμού της ερημοποίησης είναι διεσπαρμένες σε ένα ευρύ φάσμα, συχνά ασυντόνιστων, ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών τομέων. Θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα ενοποιημένο και ολιστικό ευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο για την ερημοποίηση, το οποίο θα εξετάζει άμεσα τα προβλήματα της ερημοποίησης και θα συγκεντρώνει τις διάφορες, αυτή την περίοδο μάλλον ανόμοιες και ασυνάρτητες, πολιτικές, που συχνά επηρεάζουν αρνητικά τις διεργασίες της ερημοποίησης. 15

16 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ Arianoutsou Faraggitaki, M. 1985: Desertification by overgrazing in Greece: the case of Lesvos island. Journal of Arid Environments 9: 237 242. Beopoulos N., 1997: L'intensification de l'agriculture grecque et les problèmes de l'environnement. Options Méditerranéennes B 12: 217 224. Beopoulos, N. and G. Vlahos 2005: Desertification and policies in Greece: implementing policy in an environmentally sensitive livestock area. In: Wilson, G.A. and M. Juntti (eds): Unravelling desertification: policies and actor networks in Southern Europe. Wageningen (NL): Wageningen Academic Publishers, pp. 157 178. Brandt, C.J. and J.B. Thornes 1996: Mediterranean desertification and land use. Chichester: Wiley. Briassoulis H., in collaboration with M. Juntti and G. Wilson 2003: Mediterranean desertification: framing the policy context. Brussels: European Commission (Report EUR 20731). Briassoulis, H. 2005: Policy integration for complex environmental problems: the example of Mediterranean desertification. Aldershot: Ashgate. Buller, H., Wilson, G.A. and A. Höll (eds) 2000: Agrienvironmental policy in the European Union. Aldershot: Ashgate. Cerdá, A. 1997: Soil erosion after land abandonment in a semiarid environment of southeastern Spain. Arid Soil Research and Rehabilitation 11: 163 176. Cornet, A. 2002: Desertification and its relationship to the environment and development: a problem that affects us all. In: Barbault, R., Cornet, A., Jouzel, J., Mégie, G., Sachs, I. and J. Weber (eds): Johannesburg World Summit on Sustainable Development 2002: what is at stake? The contribution of scientists to the debate. Paris: Ministère des Affaires étrangères, pp. 91 125. European Commission 2000: Addressing desertification and land degradation: the activities of the European Community in the context of the United Nations Convention to Combat Desertification. Brussels: European Commission. Juntti, M. and G.A. Wilson 2005: Conceptualising desertification in Southern Europe: stakeholder interpretations and multiple policy agendas. European Environment 15: 228 249. La Spina, A. and G. Sciortino 1993: Common agenda, southern rules: European integration and environmental change in the Mediterranean states. In: Liefferink, J.D., Lowe. P. and A.P. Mol (eds): European integration and environmental policy. London: Belhaven, pp. 217 236. Mairota, P., Thornes, J.B. and N. Geeson 1998: Atlas of Mediterranean environments in Europe: the desertification context. Chichester: Wiley. Marathianou, M., Kosmas, C., Gerontidis, S. and V. Detsis 2000: Land use evolution and degradation in Lesvos (Greece): a historical approach. Land Degradation and Development 11: 63 73. Oñate J.J. and B. Peco 2005: Policy impact on desertification: stakeholders perceptions in southeast Spain. Land Use Policy 22 (2): 103 114. Oñate, J.J. and B. Peco 2005: Desertification and policies in Spain: from land abandonment to intensive irrigated areas. In: Wilson, G.A. and M. Juntti (eds): Unravelling desertification: policies and actor networks in Southern Europe. Wageningen (NL): Wageningen Academic Publishers, pp. 73 100. Povellato, A. and D. Ferraretto 2005: Desertification policies in Italy: new pressures on land and desertification as rural urban migration. In: Wilson, G.A. and M. Juntti (eds): Unravelling desertification: policies and actor networks in Southern Europe. Wageningen (NL): Wageningen Academic Publishers, pp. 101 130. Pridham, G. 2002: National environmental policymaking in the European framework: Spain, Greece and Italy in comparison. In: Jordan, A. (ed): Environmental policy in the European Union: actors, institutions and processes. London: Earthscan, pp. 81 99. Primdahl, J., Peco, B., Schramek, J. Andersen, E. and J.J. Oñate 2003: Environmental effects and effects measurement of agri environmental policies. Journal of Environmental Management 67: 129 138. Roxo, M.J. and J.M. Mourão 1994: Land degradation in the south interior Alentejo Mértola region: historical overview of agricultural impacts on the environment. Lisbon: Universidade Nova de Lisboa. Thornes, J.B. 1998: Mediterranean desertification and DiCastri s 5 th dimension. Mediterraneo 12/13: 149 166. Vieira, M. and P. Eden 2005: Desertification and policies in Portugal: landuse changes and pressures on local biodiversity. In: Wilson, G.A. and M. Juntti (eds): Unravelling desertification: policies and actor networks in Southern Europe. Wageningen (NL): Wageningen Academic Publishers, pp. 131 156. Wilson, G.A. and K. Hart 2000: Financial imperative or conservation concern? EU farmers motivations for participation in voluntary agri environmental schemes. Environment and Planning A 32 (12): 2161 2185. Wilson, G.A. and M. Juntti (eds) 2005: Unravelling desertification: policies and actor networks in Southern Europe. Wageningen (NL): Wageningen Academic Publishers.