Χρηματοοικονομικό λεξικό Διασπορά επενδύσεων Μια επενδυτική τεχνική, η οποία κατανέμει ένα χαρτοφυλάκιο σε διαφορετικά στοιχεία ενεργητικού, όπως μετοχές, ομόλογα, ισοδύναμα μετρητών, πολύτιμα μέταλλα, ακίνητα και συλλεκτικά είδη. Όσον αφορά τον κίνδυνο και την απολαβή, οι διαφορετικές κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού συμπεριφέρονται πολύ διαφορετικά. Οι μετοχές, για παράδειγμα, προσφέρουν την υψηλότερη απόδοση, αλλά ενέχουν επίσης και τον υψηλότερο κίνδυνο απωλειών. Τα ομόλογα δεν είναι τόσο προσοδοφόρα, αλλά προσφέρουν πολύ μεγαλύτερη σταθερότητα από τις μετοχές. Οι αποδόσεις της χρηματαγοράς είναι ισχνές, αλλά είναι σχεδόν απίθανο να χάσει κανείς την αρχική του επένδυση. Μια στρατηγική διασποράς επενδύσεων σας επιτρέπει να επιτύχετε το βέλτιστο συνδυασμό κινδύνου και απολαβής. Μικτό αμοιβαίο κεφάλαιο Ένα αμοιβαίο κεφάλαιο, το οποίο επενδύει σε ένα συνδυασμό μετοχών, ομολόγων και μετρητών. Ένα μικτό αμοιβαίο κεφάλαιο προσπαθεί να συνδυάσει τις κατηγορίες ενεργητικού για να δημιουργήσει ένα χαρτοφυλάκιο συντηρητικής αύξησης και εσόδων. Είναι επίσης γνωστό ως «υβριδικό» αμοιβαίο κεφάλαιο ή αμοιβαίο κεφάλαιο «διασποράς επενδύσεων». Ομόλογο Ένας χρεωστικός τίτλος, ο οποίος καταβάλλει ένα καθορισμένο ποσό τόκου σε τακτική βάση. Το ποσό του χρέους είναι γνωστό ως αρχικό κεφάλαιο, και η αποζημίωση που δίνεται στους δανειστές, οι οποίοι διαθέτουν αυτά τα κεφάλαια έχει συνήθως τη μορφή τόκων. Υπάρχουν τρία κύρια είδη ομολόγων: τα εταιρικά, τα κρατικά και τα δημοτικά. Ένα εταιρικό ομόλογο με χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση ονομάζεται ομόλογο υψηλών αποδόσεων ή επισφαλές ομόλογο. Αμοιβαίο κεφάλαιο κλειστού τύπου Ένας τύπος αμοιβαίου κεφαλαίου που εκδίδει έναν καθορισμένο αριθμό μετοχών και διαπραγματεύεται συνήθως σε ένα χρηματιστήριο. Αντίθετα με τα περισσότερα παραδοσιακά αμοιβαία κεφάλαια ανοικτού τύπου, οι συναλλαγές στις μετοχές των αμοιβαίων κεφαλαίων κλειστού τύπου βασίζονται στην χρηματιστηριακή τους αξία, όπως διαμορφώνεται από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η χρηματιστηριακή τιμή ενός αμοιβαίου κεφαλαίου κλειστού τύπου μπορεί να είναι υψηλότερη (υπερτιμημένη) ή χαμηλότερη (υποτιμημένη) από την αξία του υποκείμενου χαρτοφυλακίου του (ή της καθαρής αξίας του ενεργητικού του). Οι επενδυτές των αμοιβαίων κεφαλαίων κλειστού τύπου θα προσπαθήσουν συνήθως να επωφεληθούν από τις μεγάλες εκπτώσεις, ελπίζοντας ότι στη συνέχεια αυτές θα μειωθούν. Λόγος χρέους προς ίδια κεφάλαια Ένας τρόπος μέτρησης της χρηματοοικονομικής μόχλευσης, ο λόγος του χρέους προς τα ίδια κεφάλαια υπολογίζεται διαιρώντας το μακροπρόθεσμο χρέος με τα ίδια κεφάλαια. (Τα ίδια κεφάλαια είναι το ίδιο με την καθαρή θέση) Όσο υψηλότερος είναι ο λόγος, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα η εταιρεία να μην είναι σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της στο μέλλον.
Παράγωγο Το παράγωγο είναι ένας τίτλος, η αξία του οποίου "παράγεται" από την απόδοση ή την κίνηση κάποιου άλλου χρηματοοικονομικού τίτλου, δείκτη ή άλλης επένδυσης. Για παράδειγμα, τα παράγωγα ενδέχεται να είναι συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, δικαιώματα προαίρεσης ή χρεόγραφα διασφαλισμένα με υποθήκη. Τα παράγωγα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την ανοικτή πώληση ενός χρεογράφου ή για την αντιστάθμιση του κινδύνου πτώσης. Διαφοροποίηση Όταν διαφοροποιείτε τις επενδύσεις σας, κατανέμετε τα κεφάλαιά σας σε μια πληθώρα διαφορετικών χρεογράφων, αποφεύγοντας έτσι τον κίνδυνο ακατάσχετης αιμορραγίας του χαρτοφυλακίου σας σε περίπτωση που ένα και μόνο χρεόγραφο ή ένας και μόνο κλάδος κινηθεί έντονα πτωτικά. Εάν διαθέτετε τον χρόνο και την ενέργεια, μπορείτε να δημιουργήσετε το δικό σας διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο. Αλλά κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα πρέπει να παρακολουθείτε παράλληλα και συνεχώς τουλάχιστον 20 διαφορετικές μετοχές ή ομόλογα, κάτι που καθιστά τα αμοιβαία κεφάλαια κλειστού τύπου ένα τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολο έργο. Μια αρκετά ευκολότερη λύση είναι να αγοράσετε μια γκάμα αμοιβαίων κεφαλαίων και να αφήσετε τη διαφοροποίηση σε επαγγελματίες διαχειριστές. Μερισματική απόδοση Το ετήσιο μέρισμα μιας εταιρείας ως ποσοστό της τρέχουσας τιμής της μετοχής της. Καθώς πέφτει η τιμή μιας μετοχής, η μερισματική της απόδοση αυξάνει. Συνεπώς, μια μετοχή που πωλείται $20 και έχει ετήσιο μέρισμα ανά μετοχή $1, αποδίδει στον επενδυτή 5%. Αλλά εάν η ίδια μετοχή πέσει στα $10, το ετήσιο μέρισμά της $1 αποδίδει 10%. Οι επενδυτές που επενδύουν με βάση την αξία, θεωρούν συχνά την υψηλή μερισματική απόδοση μιας μετοχής ως ένδειξη φθηνής τιμής. Μια υψηλή απόδοση λειτουργεί επίσης και ως προστασία έναντι μιας πτωτικής αγοράς, και είναι ελκυστική για τους επενδυτές που αποστρέφονται τον κίνδυνο. Το μειονέκτημα είναι ότι τα μερίσματα φορολογούνται ως κανονικό εισόδημα. Όσο μεγαλύτερη είναι η απόδοση, τόσο μεγαλύτερο φόρο θα πρέπει να πληρώσετε. Μερίσματα Μέρος των καθαρών εσόδων μιας εταιρείας καταβάλλεται στους μετόχους ως ανταπόδοση της επένδυσής τους. Η μερισματική απόδοση μιας μετοχής υπολογίζεται διαιρώντας το ετήσιο μέρισμα μιας εταιρείας με την τρέχουσα τιμή της μετοχής της. Συνεπώς, μια μετοχή που πωλείται $20 και έχει ετήσιο μέρισμα $1, αποδίδει στον επενδυτή 5%. Τα μερίσματα διανέμονται ή αναστέλλονται κατά την κρίση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα των μερισμάτων είναι ότι αφού καταβληθούν, είναι χρήματα στην τράπεζα και παρέχουν το μόνο σας κέρδος όταν οι μετοχές είναι αδύναμες. Ένα μειονέκτημα είναι ότι τα μερίσματα φορολογούνται ως κανονικά εισοδήματα, τα οποία, εάν ανήκετε σε υψηλή φορολογική κλίμακα, μπορούν να αυξήσουν τον φόρο που θα πρέπει να καταβάλλετε Εταιρεία Αμοιβαίου Κεφαλαίου Οι εταιρίες αμοιβαίων κεφαλαίων είναι επιχειρηματικές οντότητες, οι οποίες διαχειρίζονται, πωλούν και διαθέτουν αμοιβαία κεφάλαια στο κοινό. Προσφέρουν συνήθως μια μεγάλη ποικιλία αμοιβαίων κεφαλαίων, επενδύοντας τόσο σε μετοχές, όσο και σε αγορές σταθερού εισοδήματος. Οι εταιρίες εκτελούν επίσης και διοικητικά καθήκοντα, όπως η λογιστική τήρηση των αμοιβαίων
κεφαλαίων και οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης πελατών, αν και ορισμένες φορές τα καθήκοντα αυτά ανατίθενται σε τρίτους. Μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων είναι οι Fidelity, Vanguard, Franklin-Templeton και T. Rowe Price. Σε πολλές περιπτώσεις, οι επενδυτές ενδέχεται να μετακινήσουν τα κεφάλαιά τους από ένα αμοιβαίο κεφάλαιο σε ένα άλλο της ίδιας εταιρείας αμοιβαίων κεφαλαίων, με μικρό ή μηδενικό κόστος. Ονομάζεται επίσης οικογένεια αμοιβαίων κεφαλαίων. Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης Μια συμφωνία αγοράς ή πώλησης ενός καθορισμένου αριθμού εμπορευμάτων ή τίτλων σε έναν καθορισμένο μήνα στο μέλλον και σε μια τιμή, η οποία συμφωνείται από τον αγοραστή και τον πωλητή σήμερα. Το συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης διαφέρει από το δικαίωμα προαίρεσης, διότι το δικαίωμα προαίρεσης είναι το δικαίωμα αγοράς ή πώλησης, ενώ το συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης είναι η υπόσχεση πραγματοποίησης της συναλλαγής. Το συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης υπάγεται σε μια κατηγορία τίτλων που ονομάζονται παράγωγα, και που ονομάζονται έτσι επειδή η αξία τους παράγεται από την αξία της υποκείμενης επένδυσης. Αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου Μια ιδιωτική επενδυτική κοινοπραξία, η οποία ανήκει σε εύπορα άτομα και ιδρύματα, και στην οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει επιθετικές στρατηγικές, οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες στα αμοιβαία κεφάλαια, όπως η ανοικτή πώληση, η μόχλευση, η διενέργεια συναλλαγών σε πακέτα, οι συμφωνίες ανταλλαγής, η εξισορροπητική κερδοσκοπία και τα παράγωγα. Καθώς απαιτείται με βάση τη νομοθεσία να διαθέτουν λιγότερους από 100 επενδυτές, η ελάχιστη επένδυση σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου είναι συνήθως 1 εκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ. Αντιστάθμιση κινδύνου Μια στρατηγική, η οποία έχει σχεδιαστεί για την μείωση του επενδυτικού κινδύνου με τη χρήση δικαιωμάτων αγοράς και πώλησης, ανοικτής πώλησης ή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης. Η αντιστάθμιση κινδύνου μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση των υπαρχόντων κερδών. τα παραδείγματα περιλαμβάνονται μια θέση σε μια αγορά συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης για την εξισορρόπηση της υπάρχουσας θέσης στην αγορά τοις μετρητοίς, η διακράτηση ενός χρεογράφου και η ακάλυπτη πώλησή του και ένα δικαίωμα προαίρεσης αγοράς μιας ακάλυπτης μετοχής. Μια τέλεια αντιστάθμιση εξαλείφει τη δυνατότητα μελλοντικού κέρδους ή απώλειας. Μια ατελής αντιστάθμιση εξασφαλίζει έναντι μέρους των απωλειών. Πληθωρισμός Ο ρυθμός ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών για αγαθά και υπηρεσίες. Ο πληθωρισμός διαθέτει την ανεξήγητη δυνατότητα να διαβρώνει την αξία των χρεογράφων, που δεν ανέρχονται με αρκετά γρήγορο ρυθμό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η επένδυση σε ένα μόνο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο επικίνδυνη από όσο αρχικά φαίνεται. Εάν ο πληθωρισμός αυξάνει με 3% ανά έτος και η χρηματαγορά σας ανέρχεται με ρυθμό 5% ή 6%, δεν θα σας απομείνουν χρήματα για τη σύνταξή σας. Στους δείκτες μέτρησης του πληθωρισμού περιλαμβάνονται ο δείκτης τιμών καταναλωτή (consumer price index - CPI) και ο δείκτης τιμών παραγωγού (producer price index - PPI).
Αρχική δημόσια εγγραφή Η πρώτη φορά κατά την οποία μια εταιρεία διαθέτει μετοχές στο κοινό. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται συνήθως «είσοδος στο Χρηματιστήριο». Οι μετοχές, οι οποίες προσφέρονται σε μια Αρχική δημόσια εγγραφή είναι συνήθως, αν και όχι πάντοτε, μετοχές νέων, μικρών εταιρειών, οι οποίες επιζητούν εξωτερικό μετοχικό κεφάλαιο και μια δημόσια αγορά για τις μετοχές τους. Οι επενδυτές, οι οποίοι αγοράζουν μετοχές σε μια Αρχική δημόσια εγγραφή, θα πρέπει συνήθως να είναι έτοιμοι να αναλάβουν εξαιρετικά μεγάλους κινδύνους για την πιθανότητα μεγάλων κερδών. Επιτόκιο Το επιτόκιο που χρεώνεται για την χρήση των χρημάτων και εκφράζεται συνήθως σε ετήσια βάση. Το επιτόκιο υπολογίζεται διαιρώντας το ποσό του τόκου με το ποσό του αρχικού δανειζόμενου κεφαλαίου. Για παράδειγμα, εάν μια τράπεζα χρεώνει $50 τον χρόνο για δάνειο $1.000, το επιτόκιο θα είναι 5%. Τα επιτόκια αναφέρονται σε λογαριασμούς, μετρητά, ομόλογα, πιστωτικές κάρτες και σε πολλούς τύπους καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων. Οι τιμές των επιτοκίων τείνουν να αυξάνονται μαζί με τον πληθωρισμό και σε απάντηση της αύξησης των βασικών βραχυπρόθεσμων επιτοκίων της Federal Reserve, της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. Μια αύξηση στα επιτόκια έχει αρνητική επίπτωση στο χρηματιστήριο, διότι οι επενδυτές μπορούν να έχουν ανταγωνιστικότερες αποδόσεις αγοράζοντας αντί για μετοχές νέες εκδόσεις ομολόγων. Πλήττει επίσης τη δευτερογενή αγορά ομολόγων, διότι τα επιτόκια φαίνονται λιγότερο ελκυστικά σε σύγκριση με αυτά των νέων εκδόσεων. Επενδυτικός ορίζοντας Ο επενδυτικός ορίζοντας αντιπροσωπεύει την επιλεγμένη περίοδο επένδυσης του πελάτη. Η περίοδος αυτή υπολογίζεται εκ των προτέρων από τον πελάτη, πριν από την πραγματοποίηση της επένδυσης και αντιπροσωπεύει την περίοδο κατά την οποία τα χρήματά του θα δεσμεύονται στην επένδυση. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι ο πελάτης δεν μπορεί να κάνει ανάληψη της τρέχουσας επενδυτικής του αξίας σε περίπτωση ανάγκης. ροτού τελικά προχωρήσετε στην επένδυση είναι σημαντικό να γνωρίζετε τον επενδυτικό σας ορίζοντα. Πρέπει να ορίσετε τον ορίζοντα αυτό με πραγματικά αποτελεσματικό τρόπο, καθώς η υπερβολική επιφυλακτικότητα ενδέχεται να οδηγήσει σε άσκοπα συντηρητική απόδοση, ενώ από την άλλη, οι υπερβολικές προσδοκίες για μικρή περίοδο ενδέχεται να οδηγήσουν σε απώλειες. Επενδυτικό χαρτοφυλάκιο Το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο είναι ένα σύνολο επενδύσεων, στις οποίες επενδύει ο πελάτης ή το αμοιβαίο κεφάλαιο. Ο διαχειριστής του αμοιβαίου κεφαλαίου, ή πιθανότατα ο επενδυτής, προσπαθεί να περιλάβει στις επενδύσεις του διαφορετικά επενδυτικά προϊόντα, έτσι ώστε να μειώσει τον κίνδυνο και την εξάρτηση από την πορεία ενός και μόνου επενδυτικού προϊόντος, και συνεπώς να επιτύχει μια σταθερότερη απόδοση με τον χαμηλότερο δυνατό επενδυτικό κίνδυνο. Διασπορά επενδυτικού κινδύνου Ο επενδυτικός κίνδυνος μπορεί να μειωθεί με πολλούς τρόπους: με ένα κατάλληλο επενδυτικό προϊόν συνδυασμό αμοιβαίων κεφαλαίων με έναν επαρκή επενδυτικό ορίζοντα περίοδο επένδυσης με συνδυασμό πολλών διαχειριστών ενεργητικού, ή με έναν κατάλληλο συνδυασμό επενδυτικών
στρατηγικών με συνδυασμό επενδύσεων σε πολλά νομίσματα συναλλαγματική διαφοροποίηση Μόχλευση Ο βαθμός στον οποίον ένας επενδυτής ή μια επιχείρηση χρησιμοποιεί δανειακά κεφάλαια. Στις εταιρείες, η μόχλευση εκτιμάται με τον λόγο τους χρέους προς τα ίδια κεφάλαια, ο οποίος υπολογίζεται διαιρώντας το μακροπρόθεσμο χρέος με τα ίδια κεφάλαια. Όσο περισσότερο μακροπρόθεσμο είναι το χρέος, τόσο μεγαλύτερη είναι η χρηματοοικονομική μόχλευση και τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος πτώχευσης της εταιρείας. Στους επενδυτές, μόχλευση είναι η αγορά με περιθώριο ασφαλείας ή η χρήση παραγώγων, όπως τα δικαιώματα προαίρεσης, για την αύξηση της απόδοσης της επένδυσής τους χωρίς να χρειαστεί να την αυξήσουν. Η επένδυση μέσω μόχλευσης μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη διότι μπορεί να χάσει κανείς όχι μόνο τα χρήματά σας αλλά και τα χρήματα που δανείστηκε. Έξοδα Μια προμήθεια για την αγορά ή την πώληση ενός αμοιβαίου κεφαλαίου. Στα αρχικά, ή τα έξοδα διαθέσεως, ο αριθμός αυτός εκφράζεται ως ποσοστό της αρχικής επένδυσης και εισπράττεται κατά την αγορά των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου. Στα έξοδα εξαγοράς, το ποσό που χρεώνεται βασίζεται είτε στην αρχική είτε στην τελική αξία των πωληθέντων μεριδίων (όποια είναι χαμηλότερη). Περιθώριο ασφάλειας Αγορά με περιθώριο ασφάλειας είναι ο δανεισμός χρημάτων από έναν χρηματιστή για την αγορά χρεογράφων. Το περιθώριο ασφάλειας είναι το ποσό που θα πρέπει να δώσετε στον χρηματιστή για να δανειστείτε. Το ελάχιστο είναι το 50% της αγοράς, ή της τιμής της ακάλυπτης πώλησης, σε μετρητά. Συνεπώς, εάν θέλετε να αγοράσετε μετοχές αξίας $10,000 με περιθώριο ασφάλειας, θα πρέπει να καταβάλλετε τουλάχιστον $5,000 για να πραγματοποιήσετε την αγορά. Η αγορά με περιθώριο ασφάλειας, δεν ενέχει μόνο το ρίσκο απώλειας των χρημάτων σας, αλλά και των χρημάτων που δανειστήκατε. Αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων Ένας τύπος αμοιβαίου κεφαλαίου, ο οποίος επενδύει σε σταθερά, βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα. Τα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων μετατρέπονται εύκολα σε μετρητά και έχουν συνήθως μια σταθερή αξία 1 δολάριο ΗΠΑ ανά μερίδιο, αλλά δεν φέρουν την εγγύηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Υπάρχουν αρκετοί τύποι αμοιβαίων κεφαλαίων διαχείρισης διαθεσίμων με βάση τον τύπο χρεογράφων που αγοράζουν, αλλά η σημαντικότερη διαφορά τους είναι το εάν τα μερίσματά σας είναι φορολογητέα ή αφορολόγητα Χρεόγραφα διασφαλισμένα με υποθήκη Χρεωστικοί τίτλοι που διασφαλίζονται από μια σειρά ενυπόθηκων δανείων. Οι επενδυτές λαμβάνουν χρήματα από τους τόκους και τα χρεολύσια που καταβάλλονται για τις υποκείμενες υποθήκες. Τα ομόλογα αυτά επηρεάζονται ιδιαίτερα από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων, διότι οι ιδιοκτήτες σπιτιών τείνουν να προεξοφλούν και να αναχρηματοδοτούν τις υποθήκες τους όταν τα επιτόκια πέφτουν.
Αμοιβαίο κεφάλαιο Μια επενδυτική εταιρεία, η οποία συγκεντρώνει τα χρήματα πολλών μεμονωμένων επενδυτών για την αγορά μετοχών, ομολόγων και άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Τα δύο κύρια πλεονεκτήματα της επένδυσης στα αμοιβαία κεφάλαια είναι η επαγγελματική διαχείριση και η διαφοροποίηση των επενδύσεων. ια την παροχή των υπηρεσιών αυτών, καταβάλλεται μια προμήθεια διαχείρισης, συνήθως 1% ή 2% ανά έτος (ή και περισσότερο!). Τα αμοιβαία κεφάλαια ενέχουν επίσης και άλλες αμοιβές και χρεώνουν μια προμήθεια πώλησης (ή αρχική προμήθεια/έξοδο) εάν αγοραστούν από έναν χρηματοοικονομικό σύμβουλο. Τα αμοιβαία κεφάλαια μπορεί να είναι ανοικτού ή κλειστού τύπου. Ένα αμοιβαίο κεφάλαιο ανοικτού τύπου εκδίδει νέα μερίδια, όταν οι επενδυτές τοποθετούν κεφάλαια και εξαγοράζουν τα μερίδια όταν οι επενδυτές αποσύρουν κεφάλαια. Η τιμή του μεριδίου καθορίζεται διαιρώντας το σύνολο του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου με τον αριθμό των υπαρχόντων υπαρχόντων μεριδίων. Τα αμοιβαία κεφάλαια κλειστού τύπου εκδίδουν έναν συγκεκριμένο αριθμό μετοχών κατά την αρχική δημόσια εγγραφή, και στη συνέχεια διαπραγματεύονται στην ανοικτή αγορά. Τα αμοιβαία κεφάλαια ανοικτού τύπου είναι ο συνηθέστερος τύπος αμοιβαίου κεφαλαίου. Καθαρή αξία μεριδίου Η καθαρή αξία μεριδίου, είναι επίσης γνωστή ως τιμή ανά μερίδιο. Είναι η αξία του ενεργητικού ενός αμοιβαίου κεφαλαίου δια τον αριθμό των υπαρχόντων μεριδίων του. Η καθαρή αξία μεριδίου υπολογίζεται καθημερινά κατά το κλείσιμο των αγορών. Τα αμοιβαία κεφάλαια ανοικτού τύπου συναλλάσσονται πάντοτε στην καθαρή αξία μεριδίου, αλλά τα αμοιβαία κεφάλαια κλειστού τύπου διαπραγματεύονται συχνά με πριμ ή με έκπτωση στην αξία του ενεργητικού τους. Αμοιβαίο κεφάλαιο ανοικτού τύπου Ένας τύπος αμοιβαίου κεφαλαίου, το οποίο εκδίδει όσα μερίδια ζητούν οι επενδυτές. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το αμοιβαίο κεφάλαιο κλειστού τύπου, το οποίο διαθέτει συγκεκριμένο αριθμό μετοχών, οι οποίες διαπραγματεύονται εξωχρηματιστηριακά ή ενδοχρηματιστηριακά. Η τιμή των μεριδίων ενός αμοιβαίου κεφαλαίου ανοικτού τύπου υπολογίζεται διαιρώντας το σύνολο του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου με τον αριθμό των υπαρχόντων μεριδίων. Ο αριθμός αυτός ονομάζεται καθαρή αξία μεριδίου του αμοιβαίου κεφαλαίου. Η καθαρή αξία μεριδίου ενός αμοιβαίου κεφαλαίου ανοικτού τύπου υπολογίζεται στο κλείσιμο κάθε χρηματιστηριακής συνεδρίας. Τα περισσότερα αμοιβαία κεφάλαια είναι ανοικτού τύπου. Δικαίωμα προαίρεσης Μια συμφωνία, η οποία παρέχει στον επενδυτή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αγοράσει ή να πουλήσει μια μετοχή, ένα ομόλογο ή ένα εμπόρευμα σε μια συγκεκριμένη τιμή μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ένα δικαίωμα προαίρεσης αγοράς είναι ένα δικαίωμα αγοράς του χρεογράφου, ενώ ένα δικαίωμα προαίρεσης πώλησης είναι ένα δικαίωμα πώλησης του χρεογράφου. Εάν το δικαίωμα προαίρεσης δεν ασκηθεί πριν την ημερομηνία λήξης του, όλα τα χρήματα που καταβλήθηκαν για το δικαίωμα προαίρεσης χάνονται. Τα δικαιώματα προαίρεσης διαπραγματεύονται σε πολλά χρηματιστήρια, όπως τα Chicago Board of Options Exchange, American Stock Exchange, Philadelphia Stock Exchange, Pacific Stock Exchange και New York Stock Exchange.
Χαρτοφυλάκιο Μια συλλογή χρεογράφων που κατέχονται από έναν επενδυτή. Τα χαρτοφυλάκια τείνουν να αποτελούνται από μια ποικιλία χρεογράφων για τη μείωση του επενδυτικού κινδύνου. Λόγος τιμής προς κέρδη (Ρ/Ε) Ένας λόγος για την εκτίμηση της αξίας μιας μετοχής. Υπολογίζεται διαιρώντας την τιμή της μετοχής με τον αριθμό των κερδών ανά μετοχή. Εάν έχει υπολογιστεί με βάση τα κέρδη του περασμένου έτους, ονομάζεται ιστορικό P/E. Εάν έχει υπολογιστεί με βάση την πρόβλεψη ενός αναλυτή για τα κέρδη του επομένου έτους, ονομάζεται εκτιμώμενο P/E. Η μεγαλύτερη αδυναμία και των δύο τύπων P/E είναι ότι κάποιες φορές οι εταιρείες «μαγειρεύουν» τα κέρδη τους με λογιστικά τεχνάσματα προκειμένου να τα κάνουν να δείχνουν καλύτερα από ότι στην πραγματικότητα είναι. Αυτός είναι και ο λόγος που μερικοί αναλυτές προτιμούν να εστιάζουν περισσότερο στο δείκτη τιμής προς ταμειακή ροή. Δικαίωμα προαίρεσης πώλησης Μια συμφωνία, η οποία παρέχει στον επενδυτή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να πουλήσει μια μετοχή, ένα ομόλογο ή ένα εμπόρευμα σε μια συγκεκριμένη τιμή μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Χρεόγραφο Γενικότερα, μια μετοχή ή ένα ομόλογο. Ειδικότερα, ένα χαρτί, το οποίο δείχνει ότι ο κομιστής του κατέχει μια μετοχή ή μετοχές μιας εταιρείας ή ότι έχει δανείσει χρήματα σε μια εταιρεία ή σε έναν κρατικό οργανισμό (ομόλογο) Μετοχή Μια μετοχή αντιπροσωπεύει το συμφέρον του κατόχου της σε μια συγκεκριμένη εταιρεία, ή επιχείρηση. Συνδέεται με τα δικαιώματα του μετόχου να συμμετέχει ως εταίρος στη διαχείριση του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρείας, στα κέρδη της και στο υπόλοιπο εκκαθάρισής της κατά τη διάλυσή της. Ο μέτοχος δικαιούται να συμμετέχει στα κέρδη της εταιρείας (μέρισμα), όπως αυτά καθορίζονται από τη γενική συνέλευση, σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί. Δεν εγγυάται οποιοδήποτε εισόδημα στον κομιστή της, και στην περίπτωση χρεοκοπίας της συγκεκριμένης εταιρείας, ο κομιστής μπορεί να χάσει ολόκληρη την επένδυσή του. Από μακροπρόθεσμη ωστόσο σκοπιά, η μέση ιστορική απόδοση των μετοχών είναι υψηλότερη από αυτή των ομολόγων ή των προϊόντων της κεφαλαιαγοράς. Ανοικτή πώληση Μια χρηματιστηριακή στρατηγική, η οποία αναμένει μια πτώση της τιμής μιας μετοχής. Μια μετοχή ή κάποιο άλλο χρηματοοικονομικό προϊόν δανείζεται από έναν χρηματιστή και στη συνέχεια πωλείται, δημιουργώντας μια ακάλυπτη θέση. Η θέση αυτή αντιστρέφεται ή καλύπτεται, όταν η μετοχή επαναγοραστεί για την αποπληρωμή του δανείου. Εάν η τιμή της μετοχής πέσει, ο ακάλυπτος πωλητής θα επωφεληθεί από την αντικατάσταση των δανειζόμενων μετοχών με χαμηλότερο κόστος.
Μετοχή Μια επένδυση, η οποία αντιπροσωπεύει την μερική ιδιοκτησία του ενεργητικού και των κερδών μιας εταιρείας. Υπάρχουν δυο διαφορετικά είδη μετοχών:κοινές και οι προνομιούχες. Οι κοινές μετοχές παρέχουν το δικαίωμα ψήφου αλλά δεν εγγυώνται την καταβολή μερίσματος. Οι προνομιούχες μετοχές δεν παρέχουν δικαίωμα ψήφου, αλλά διαθέτουν μια καθορισμένη, εγγυημένη καταβολή μερίσματος. Οι προνομιούχες μετοχές έχουν επίσης προτεραιότητα στο ενεργητικό της εταιρείας έναντι των κοινών μετοχών, σε περίπτωση χρεοκοπίας. Σε αντίθεση με τα ομόλογα. Μεταβλητότητα Το χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός χρεογράφου ή μιας αγοράς, κατά το οποίο η τιμή τους ανεβαίνει ή πέφτει κατακόρυφα σε μια βραχυπρόθεσμη περίοδο. Ένα μέτρο της σχετικής μεταβλητότητας ενός χρεογράφου ή ενός αμοιβαίου κεφαλαίου έναντι του συνόλου της αγοράς είναι ο συντελεστής βήτα. Μια μετοχή ενδέχεται να είναι ευμετάβλητη λόγω του ότι οι προβλέψεις για την εταιρεία είναι ιδιαίτερα αβέβαιες, λόγω του ότι υπάρχουν ελάχιστες μόνον υπάρχουσες μετοχές (δηλ. παρουσιάζει έλλειψη ρευστότητας) ή για διάφορους άλλους λόγους, ενώ ο συντελεστής βήτα μπορεί να εφαρμοστεί τόσο σε μετοχές, όσο και σε αμοιβαία κεφάλαια, με την τυπική απόκλιση να χρησιμοποιείται περισσότερο ευρέως για τη μέτρηση της μεταβλητότητας των αμοιβαίων κεφαλαίων. Η τυπική απόκλιση εξετάζει το εύρος των ιστορικών αποδόσεων ενός αμοιβαίου κεφαλαίου, καθορίζοντας έτσι την προοπτική ενός χαρτοφυλακίου να κινηθεί μεταξύ υψηλών και χαμηλών αποδόσεων.