ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΙΑΤΡΟΥΣ
Γυναικεία Ορµονικά Προφίλ (για την αναπαραγωγική και περιεµµηνοπαυσιακή ηλικία) Το Βασικό Ορµονικό Προφίλ των γυναικών (FHP), είναι µια δυναµική «χαρτογράφηση» των βιοδραστικών επιπέδων Οιστραδιόλης και Προγεστερόνης, καθώς και της µέσης ελεύθερης Τεστοστερόνης και DHEA στη διάρκεια του γεννητικού κύκλου. Το πλήρες ορµονικό προφίλ περιλαµβάνει 4-5 µετρήσεις της FSH και LH. Χρησιµοποιούνται 11 δείγµατα σιέλου τα οποία λαµβάνονται σε συγκεκριµένα χρονικά στάδια * του κύκλου [1,2,3]. ( * το κάθε χρονικό στάδιο αφορά σε 2-3ηµέρες ) Πρακτικά Πλεονεκτήµατα Μεθόδου Α. Ευκολία Το ορµονικό προφίλ απαιτεί 11 δείγµατα σιέλου τα οποία λαµβάνονται µε ευκολία από την ασθενή. Τα δείγµατα συλλέγονται και αποστέλλονται στο εργαστήριο, χωρίς την µεσολάβηση εξειδικευµένου νοσηλευτικού προσωπικού, τελείως ακίνδυνα, χωρίς αιµοληψίες και ταλαιπωρίες. Οι γυναίκες αποφεύγουν επίσης την συλλογή ούρων 24ώρου σε µεγάλα δύσχρηστα δοχεία. Β. Οικονιµία Το Βασικό Ορµονικό Προφίλ των 11 δειγµάτων στα οποία µετρώνται 4 ορµόνες, κοστίζει λιγότερο από 2 µετρήσεις Οιστραδιόλης και Προγεστερόνης στο αίµα, ή µια ανάλυση των στεροειδών των ούρων. 2
Επιστηµονικά Πλεονεκτήµατα Μεθόδου Α. Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΒΙΟΔΡΑΣΤΙΚΑ ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΑΙΜΑ Η γενική άποψη, είναι ότι το µη δεσµευµένο η ελεύθερο κλάσµα των στεροειδών ορµονών, ασκεί την βιολογική του επιρροή στους ιστούς. Το βίο-ενεργό κλάσµα, υπολογίζεται για τις περισσότερες εξωαγγειακές ορµόνες στο ιστικό διαµέρισµα [4]. Πρόσφατες εργασίες δείχνουν ότι τα επίπεδα Οιστραδιόλης, Προγεστερόνης, DHEA και Τεστοστερόνης στη Σίελο, είναι ανάλογα µε τα αντίστοιχα επίπεδα των ελευθέρων ορµονών στον ορό του αίµατος [5,6,16,17]. Β. ΑΝΩΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΠΡΟΓΕΣΤΕΡΟΝΗΣ ΟΡΟΥ & ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΣΩΜΑΤΟΣ. Σε µελέτη που συγκρίνει τις τιµές Προγεστερόνης Σιέλου µε τις µεταβολές της βασικής θερµοκρασίας σώµατος και την µέτρηση της Προγεστερόνης του Ορού για 3 συνεχείς κύκλους σε 41 γυναίκες, και το συµπέρασµα ήταν «η µέτρηση της βασικής θερµοκρασίας σώµατος ή οι µετρήσεις Προγεστερόνης ορού κατά το µέσο της ωχρινικής φάσης, ήταν λιγότερο ικανοποιητικοί δείκτες της ωχρινικής λειτουργίας από ένα Προγεσταγονικό Προφίλ που µετράται στη Σίελο» [Finn,MM et al. Gynecol. Endocrinology 3:297-308 (1989)] Γ. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΩΟΘΗΚΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ & ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ Η έκκριση, τόσο της Προγεστερόνης όσο και των Οιστρογόνων, ποικίλει µε την ηµέρα του κύκλου. Μία µεµονωµένη µέτρηση των ορµονών στον ορό ή στα ούρα, αποκλείει την δυνατότητα της εκτίµησης του γεννητικού κύκλου και των ωοθηκικών αποθεµάτων. Το Βασικό Ορµονικό Προφίλ(FHP) καλύπτει τόσο την αξιολόγηση της ωοθηκικής έκκρισης όσο και την εκτίµηση των αποθεµάτων. Κλινικές Εφαρµογές Το Βασικό Ορµονικό Προφίλ (FHP) της γυναίκας έχει ποικίλες εφαρµογές: Α. Luteal Phase Defects (LPD) Διαταραχές Ωχρινικής Φάσεως & PMS (προ εµµηνορρυσιακό σύνδροµο) Ο όρος Διαταραχές Ωχρινικής Φάσεως (LPD) αφορά ανωµαλίες της ωχρινικής φάσης του γεννητικού κύκλου της γυναίκας, οι οποίες περιλαµβάνουν διαταραχές στην παραγωγή και στην ισορροπία των ορµονών. Είναι αρκετά συχνό πρόβληµα και αφορά ποσοστό ασθενών µεταξύ 8-35%, ανάλογα µε τον συγκεκριµένο µελετώµενο υπο-πληθυσµό. Πρόκειται για διαταραχή της Προγεστερόνης και ταξινοµείται σε 3 υποκατηγορίες: 3
1. LPD-I: Πρόβληµα στην ωχρινοποίηση. Σχετίζεται µε βράχυνση ή επιµήκυνση της ωχρινικής φάσεως. Η φυσιολογική ωχρινική φάση διαρκεί 12-18 ηµέρες. Κλινικά, το LPD-I συσχετίζεται µε: 1) Αδυναµία σύλληψης 2) Μικρή /µεγάλη ροή αίµατος κατά την έµµηνο ρύση, 3) Αυξηµένος κίνδυνος δυσπλασιών 4) Αϋπνία και διάφορες συναισθηµατικές διαταραχές. 2. LPD-II: Η διαταραχή αυτή σχετίζεται µε µείωση της συνολικής έκκρισης Προγεστερόνης, από ένα µη αναπτυγµένο ωχρό σωµάτιο ή από ελλιπή υποφυσιακή διέγερση (µέσω LH). Κλινικά, το LPD-II, συσχετίζεται: 1) Με κατακράτηση υγρών 2) Ευαισθησία στους µαστούς, 3) Μεσοκυκλική σταγονοειδή αιµορραγία (spotting), 4) Ευερεθιστότητα 5) Κεφαλαλγίες, αϋπνία 6) Συµπλέγµατα νοητικών και συναισθηµατικών προβληµάτων. 3. LPD-III: Το πρόβληµα στην περίπτωση αυτή, έγκειται σε διαταραχή της ισορροπίας της προγεστερόνης κατά την ωχρινική φάση. Οι γυναίκες µε αυτή τη διαταραχή εµφανίζουν χαµηλά επίπεδα προγεστερόνης κατά τις τελευταίες 5-7 ηµέρες του κύκλου. Κλινικά, τα συµπτώµατα τα οποία είναι όµοια µε αυτά του LPD-II, εντοπίζονται συνήθως 5-7 ηµέρες πριν την εµµηνορρυσία. Τα αποτελέσµατα από το βασικό γυναικείο ορµονικό προφίλ (FHP) σιέλου, κάνουν ευχερή το διαχωρισµό αυτών των κλινικών καταστάσεων, προτείνοντας βασικές αρχές θεραπείας σε όλες τις υποκατηγορίες των LPD. Η συγκέντρωση των ορµονών στον ορό και στα ούρα, στο µέσο της ωχρινικής φάσης, είναι πρακτικά άχρηστη στην ανίχνευση LPD. Αυτή η ανεπάρκεια έχει καταγραφεί ως ακολούθως: «Εµείς απορρίπτουµε την ιδέα ότι µία µέτρηση προγεστερόνης στο µέσο της ωχρινικής φάσης είναι αρκετή να θέση τη διάγνωση ανωµαλίας της ωχρινικής φάσης [7]». Η µέτρηση της προγεστερόνης στο µέσο της ωχρινικής φάσης «συνδράµει λίγο ή καθόλου στην εδραίωση της διάγνωσης» ανεπαρκείας της ωχρινικής φάσης. [ Wentz, A.C. Clinical Obstet. Gynecol. 22:169 (1979)] Περιληπτικά, η εξέταση στο µέσο της ωχρινικής φάσης, είναι µια τεχνική που έχει δείξει φτωχή ή ελάχιστη συσχέτιση µε την Ωχρινική ανεπάρκεια, κυµαινοµένη από άρρωστο σε άρρωστο. 4
Β. Ανωοθυλακιορρηξία Το FHP της Σιέλου µπορεί να ανιχνεύσει ανωοθυλακιορρηκτικούς κύκλους [6], κάτι το οποίο µπορεί να συµβαίνει στο 22% των νέων γυναικών, ηλικίας 20-31 ετών [12]. Πρόκειται για µια κοινή αιτία στειρότητας, που µπορεί να είναι αποτέλεσµα έντονου και χρόνιου stress. Έχουµε επιβεβαιώσει αυτή την οντότητα εδώ και χρόνια µέσω του «Δείκτη Stress των Επινεφριδίων» της Σιέλου, που καταρτίσθηκε από το εργαστήριό µας. Γ. Άλλες εφαρµογές Το FHP µπορεί να χρησιµοποιηθεί µε επιτυχία στη διερεύνηση διαφόρων καταστάσεων όπως: προβλήµατα Ωοθυλακιορρηξίας, προβλήµατα σεξουαλικής διαφοροποίησης, διαταραχές ισορροπίας µεταξύ Οιστρογόνων-Προγεστερόνης, δυσλειτουργίες του άξονα Υπόφυσης-Ωοθηκών, λειτουργικές περιπτώσεις στειρότητας και αποβολών κυήσεων, σύνδροµο Πολυκυστικών Ωοθηκών, υποτροπιάζουσες ηµικρανίες και εξάψεις, προβλήµατα libido και Δασυτριχισµός. Δ. Εξατοµίκευση Θεραπείας Η ορµονοθεραπεία σήµερα είναι εµπειρική και στις περισσότερες γυναίκες -ανεξάρτητα από την νοσολογία- χορηγούνται όµοιες θεραπευτικές ορµόνες σε όµοιες δοσεις. Η ανοµοιογένεια των διαταραχών που πρέπει να αντιµετωπισθούν όµως, κάνει απαραίτητη µία πιο επιστηµονική και εξατοµικευµένη προσέγγιση. Τα αποτελέσµατα του (FHP), αναλύουν τις οδούς ορµονικής παραγωγής και τις λειτουργικές συσχετίσεις µεταξύ των διαφόρων ορµονών, ώστε να είναι εφικτή η κατάρτιση συγκεκριµένου θεραπευτικού πλάνου για την κάθε γυναίκα. Έτσι η θεραπεία ορµονικής υποκατάστασης, µπορεί να προσπεράσει τα «πακέτα» των εσωτερικών πρωτοκόλλων. Για παράδειγµα, η ιδανική θεραπεία για µια 25χρονη δεν είναι ίδια µε την επιλεγόµενη θεραπεία µιας γυναίκας 48 ετών, η οποία πλησιάζει την εµµηνόπαυση. Ε. Αξιολόγηση κινδύνου για παθήσεις των µαστών ή της µήτρας Η σηµασία των Οιστρογόνων στον κίνδυνο ανάπτυξης παθήσεων του µαστού και της µήτρας, είναι σήµερα παγκοσµίως αναγνωρισµένη. Τα αποτελέσµατα FHP & efhp περιλαµβάνουν το Follicular Estrogen Priming Index (Επ) (Δείκτης πρωτογενούς επίδρασης από τα Θυλακιώδη οιστρογόνα), στον οποίον καταγράφεται η επίδραση του πλεονάσµατος Οιστραδιόλης στις γυναίκες παραγωγικής ηλικίας. Ειδικές συστάσεις για την κάθε ασθενή, ακολουθούν πάντα τα εργαστηριακά αποτελέσµατα. Παρακαλώ σηµειώστε, ότι ορισµένοι οιστρογονικοί µεταβολίτες συχνά και λανθασµένα, προωθούνται σαν δείκτες κινδύνου για τον καρκίνο του µαστού. Μια πρόσφατη µελέτη στην οποία συγκρίθηκε η αναλογία της 2 υδρόξυ-οιστρόνης µε την 16 υδρόξυ-οιστρόνη σε γυναίκες µε καρκίνο του µαστού και µία οµάδα ελέγχου µε γυναίκες χωρίς κακοήθεια, κατέληξε στο συµπέρασµα ότι δεν υποστηρίζεται η θεωρία ότι η αναλογία της 2/16 υδρόξυ-οιστρόνης αποτελεί σηµαντικό προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη καρκίνου του µαστού. [J Nat l Cancer Inst 1999 Jun 16:91(12):1067-72]. 5
Το Βασικό ορµονικό προφίλ (FHP) επιτρέπει µια εις βάθος λειτουργική ανάλυση της σχέσης της επίδρασης των ορµονών στην µακροπρόθεσµη καλή υγειά. FSH & LH Το Εκτεταµένο Ορµονικό Προφίλ (efhp) περιλαµβάνει 4-5 µετρήσεις FSH & LH. Η περιεκτικότητα FSH & LH στη σίελο, αντιπροσωπεύει τη βίο-ενεργή ποσότητα των ορµονών στους ιστούς. Η παραγωγή Οιστρογόνων από τις ωοθήκες εξαρτάται από την παρουσία και τον ρυθµό έκκρισης της FSH. Η ωοθυλακιορρηξία και η παραγωγή Προγεστερόνης, καθορίζεται από τη µεσοκυκλική αιχµή της LH. Η σύζευξη της FSH µε τα Οιστρογόνα και της LH µε την Προγεστερόνη (εικόνες 2 και 3), µας δίνει ένα ισχυρό διαγνωστικό εργαλείο, για να διαφοροδιαγνώσουµε τις ωοθηκικές από τις υποφυσιακές (εγκεφαλικές) διαταραχές του κύκλου. Αυτή η σύζευξη, είναι πάρα πολύ σχετική στις περιπτώσεις που έχουµε προ-εµµηνορισιακό σύνδροµο, στειρότητα και συµπτώµατα πρώιµης εµµηνόπαυσης. Αύξηση της FSH, δεν υπονοεί απαραίτητα µειωµένα Οιστρογόνα, µπορεί όµως να σηµαίνει έναν απευαισθητοποιηµένο άξονα από προηγούµενη χρήση αντισυλληπτικών σκευασµάτων. Οι FSH & LH µπορούν να ζητηθούν και ως ξεχωριστές εξετάσεις. 6
Τεστοστερόνη και DHEA στις γυναίκες Τα αποτελέσµατα της δράσης της Τεστοστερόνης σε συγκεκριµένους ιστούς στόχους στις γυναίκες, υπερβαίνουν την δράση των Οιστρογόνων. Αυξηµένες τιµές Τεστοστερόνης στις γυναίκες, συνδέονται µε αυξηµένες ικανότητες, επιδόσεις στα µαθηµατικά και καλλιτεχνικές και µουσικές ασχολίες. Τα αυξηµένα επίπεδα Τεστοστερόνης έχουν µη γραµµική συσχέτιση µε την επίδοση. [18,19,20] Υπερβολική αύξηση της παραγωγής Τεστοστερόνης σε γυναίκες, είναι ένας καλός δείκτης για κύστεις ωοθήκης. Πολλές από τις γυναίκες αυτές παρουσιάζουν ανώµαλα ταχείς ρυθµούς στην µετατροπή Ανδροστενδιόνης σε Τεστοστερόνη [21]. Η αποτελεσµατικότητα της αντιανδρογονικής θεραπείας, µπορεί να µετρηθεί αποτελεσµατικά από την Τεστοστερόνη της σιέλου [22]. Αντίθετα, γυναίκες µε χαµηλά επίπεδα Τεστοστερόνης έχουν τάσεις καταβολισµού, µειωµένη libido, και µπορεί να χρειάζονται ανακούφιση µε χαµηλές δόσεις Τεστοστερόνης. Η µέτρηση Τεστοστερόνης της σιέλου, είναι κατάλληλη για αρχική διάγνωση καθώς και για την αξιολόγηση της θεραπείας. Επίσης είναι δυνατή και η µέτρηση του µέσου όρου του ελεύθερου κλάσµατος της DHEA του κύκλου. Η DHEA είναι η πρόδροµη ορµόνη για το σχηµατισµό ανδρογόνων και οιστρογόνων και συχνά η µείωσή της DHEA είναι αιτία ανεπαρκούς σχηµατισµού τους. 7
ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ 1) Έχετε την δυνατότητα της ταυτόχρονης χαρτογράφησης της FSH-οιστρογόνα και LH Προγεστερόνης. 2) Διαφοροποιείτε τα ωοθηκικά προβλήµατα από αυτά που προέρχονται από την υπόφυση. 3) Έχετε στη διάθεσή σας τη δοµηµένη έκθεση µε συστάσεις για εξατοµίκευση της ορµονοθεραπείας αντικατάστασης Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνίστε µαζι µας: Medical ID Ltd., Βασιλίσσης Σοφίας 117, Αθήνα 11521 τηλ: 210-6454201 email:info@medicalid.gr ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Chatterton, R.T. et al. Cancer Epidemiol Biomarkers, Prev 2001 Jan; 10 (1):59-64 2. Ishikawa, M. et al. Gynecol Obstet Invest 2002; 53(1):32-7 3. Gann, P.H et al. Fertil Steril 1999 May ; 71(5): 951-2 4. From Physiology, 2nd Ed 1988 C.V Mosby Co. St. Lousi, P 832 5. Wong, Y.F., et al. European J. Obst & Gynecol & Reproductive Biol. 34:129-135 (1990) 6. Vuorento, T. et al. Scand J. Clin. Lab. Invest. 49:395 (1989) 7. Rosenberg, S.Luciano, A., Riddick, D. Fertility & Sterility. 34:17 (1980) 8. Seegar-Jones, G. Fertility & Sterility.28: 1033 (1977) 9. Soules, M.R., et al. Fertility & Sterility. 28:1033 (1977) 10. Abraham, G.E et al. Obstet. Gynecol. 44:522 (1974) 11. Sortel, G. Obstet, Gynecol. 47:125 (1976) 12. Vuorento, T., et al. Scand. Clin. Invest. 49:395 (1989) 13. Metcalf, M.G., et al. J. Endocor. 97:213 (1983) 14. Testart, J., et al. Endocinal. Metab. 55:374 (1982) 15. Leppalvoto, J. Nordic Council Arct. Med. Res. Rep. 36:10 (1983) 16. Vittek, J. Et al. Life Sciences 37:711 (1985) 17. Khan-Dawood, F.S., et al. Am. J. Obstet. Gynecol. 148:441 (1984) 18. Persky, H. Et al. Arch Sexual Behavior 7:157 (1978) 19. Gouchie, C. Kimura, D., Phychoneuroendocrinology 16:323 (1991) 20. Hassler, M., Int. J. Neuro Science 56:25 (1991) 21. Swinkeis, L.M., et al. Clin Chem. 38:1819 (1992) 22. Gomez, J.M., et al. Recent Prog. Med. 83:672 (1992) 23. Landman, A.D et al. Experimentia 32:940 (1976) 24. Dabbs, J.M. Jr. Physiol & Behav. 48.83 (1990) 25. Walker, R.F et al. Int. J.Androl. 3:105 (1980) 26. Bernstein, I.S et al. J. Hum. Evol. 3:517 (1974) 27. Meikle, A.W. et al. J.Clin. Endocrinol. Metab. 67:104(1988) 8