ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΕΛΑΣΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Εργασία υποβληθείσα στο Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών ως μέρος των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Αθήνα {Ιούνιος, 2013}
Εγκρίνουμε την εργασία της [ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ] ΓΕΛΑΣΗ ΓΕΩΡΓΙΑΣ [ΟΝΟΜΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗ] [ΥΠΟΓΡΑΦΗ] ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ... [ΟΝΟΜΑ ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΤΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗ] [ΥΠΟΓΡΑΦΗ] ΓΚΙΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ... [ΟΝΟΜΑ ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΤΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗ] [ΥΠΟΓΡΑΦΗ] ΒΕΝΙΕΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ... 1
ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «Δηλώνω υπεύθυνα ότι η συγκεκριμένη πτυχιακή εργασία για τη λήψη του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στη Λογιστική και Χρηματοοικονομική έχει συγγραφεί από εμένα προσωπικά και δεν έχει υποβληθεί ούτε έχει εγκριθεί στο πλαίσιο κάποιου άλλου μεταπτυχιακού ή προπτυχιακού τίτλου σπουδών, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Η εργασία αυτή έχοντας εκπονηθεί από εμένα, αντιπροσωπεύει τις προσωπικές μου απόψεις επί του θέματος. Οι πηγές στις οποίες ανέτρεξα για την εκπόνηση της συγκεκριμένης διπλωματικής αναφέρονται στο σύνολό τους, δίνοντας πλήρεις αναφορές στους συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων και των πηγών που ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκαν από το διαδίκτυο». [ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ] [ΥΠΟΓΡΑΦΗ] ΓΕΛΑΣΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 5 1) ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 7 2) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ... 11 3) ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ... 23 3.1) Επενδυτική Αποδοτικότητα... 24 3.2) Ποιότητα λογιστικών πληροφοριών... 26 3.3) Σχέση μεταξύ επενδυτικής αποδοτικότητας και ποιότητας λογιστικών πληροφοριών 29 4) ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 37 4.1) Υπόδειγμα πολλαπλής παλινδρόμησης για την υπο-επένδυση (underinvestment)... 37 4.2) Υπόδειγμα πολλαπλής παλινδρόμησης για την υπερ-επένδυση (overinvestment)... 41 5) ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 45 6) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 49 7) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 51 3
4
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως αντικείμενο της τη σχέση μεταξύ της επενδυτικής αποδοτικότητας και της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών. Η εμφάνιση υψηλής ποιότητας λογιστικής πληροφόρησης, ουσιαστικά, σημαίνει ότι οι λογιστικές κατάστασεις παρουσιάζουν την πραγματική εικόνα της εταρείας, κυρίως την πραγματική οικονομική της κατάσταση. Πολλές φορές η επιλογή κατάλληλων λογιστικών επιλογών και τεχνικών σε συνδυασμό με τη χειραγώγηση κερδών μειώνουν την ποιότητα των λογιστικών καταστάσεων. Από την άλλη πλευρά, η επενδυτική αποδοτικότητα συνδέεται με σωστές επενδυτικές επιλογές που επηρεάζουν τον κύκλο εργασιών και άρα οδηγούν σε αύξηση των πωλήσεων και κατ επέκταση σε ανάπτυξη της εταρείας. Αρχικά, γίνεται βιβλιογραφική προσέγγιση καθώς γίνεται αναφορά σε πολυάριθμες έρευνες που έχουν γίνει γύρω από το θέμα. Έτσι, παρουσιάζονται οι έρευνες και τα συμπεράσματα τους, που ασχολούνται με τις επενδύσεις και την αποδοτικότητα αυτών, με την ποιότητα της λογιστικής πληροφόρησης καθώς και με τη σχέση που συνδέει τα δύο αυτά μεγέθη. Με βάση την προγενέστερη αρθρογραφία, η μη αποδοτικότητα των επενδύσεων δημιουργεί είτε υπερ-επενδύσεις, δηλαδή επενδύσεις παραπάνω από αυτές που θα έπρεπε είτε υπο-επενδύσεις, δηλαδή επενδύσεις λιγότερες απο αυτές που θα έπρεπε. Διαπιστώνεται αρνητική σχέση μεταξύ των υπερ-επενδύσεων και της ποιότητας λογιστικής πληροφόρησης αλλά και μεταξύ των υπο-επενδύσεων και της ποιότητας λογιστικής πληροφόρησης. Ουσιαστικά, διαπιστώνεται ότι η υψηλότερη ποιότητα στις λογιστικές καταστάσεις μειώνει την υπερ-επένδυση και την υπο-επένδυση, άρα βελτιώνει την επενδυτική αποτελεσματικότητα. Η αρνητική αυτή σχέση αποτελεί την υπόθεση για την οποία έγινε προσπάθεια επιβεβαίωσης μέσω έρευνας που πραγματοποιήθηκε. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από τη βιβλιογραφική προσέγγιση έγινε και μεθοδολογική προσέγγιση. Έτσι, δημιουργήθηκε δείγμα από 119 εταιρείες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών της Αθήνας, με δεδομένα από το 2005 έως το 2011. Με βάση τα οικονομικά δεδομένα των εταιρειών εξετάστηκαν υποδείγματα πολλαπλής παλινδρόμησης για την υπερεπένδυση και για την υπο-επένδυση. Ως ανεξάρτητες μεταβλητές τέθηκαν η ποιότητα λογιστικών πληροφοριών, το μέγεθος της εταιρείας, τα ενσώματα προς το σύνολο του 5
ενεργητικού, οι λειτουργικές ταμειακές ροές προς τις πωλήσεις καθώς και τα διαθέσιμα προς τα ενσώματα πάγια. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι οι υπο-επενδύσεις δεν επηρεάζονται από την ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών. Επίσης, διαπιστώθηκε αρνητική σχέση μεταξύ των υπο-επενδύσεων και του μεγέθους της εταιρείας. Επομένως, όσο μεγαλύτερη είναι μια εταιρεία τόσο λιγότερο υπο-επενδύει και άρα τόσο πιο αποδοτική είναι στις επενδυτικές της επιλογές. Για το υπόδειγμα των υπερ-επενδύσεων, η υπόθεση της αρνητικής σχέσης επαληθεύτηκε. Δηλαδή, η υψηλότερη ποιότητα λογιστικής πληροφόρησης οδηγεί σε μειωμένες υπερ-επενδύσεις άρα βελτιώνει την επενδυτική αποτελεσματικότητα της. Επιπλέον, παρατηρείται ότι οι υπερ-επενδύσεις επηρεάζονται θετικά από την αναλογία των διαθεσίμων προς τα ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία. Έτσι, τα υψηλά διαθέσιμα σε σχέση με τα ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία αυξάνουν τις υπερ-επενδύσεις και επομένως μειώνουν την επενδυτική αποδοτικότητα. 6
1) ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι λογιστικές καταστάσεις και κατ επέκταση οι πληροφορίες που αυτές φέρουν αντικατοπτρίζουν, εξ ορισμού, την οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Κατά συνέπεια αποτελούν τον πιο άμεσο τρόπο για να γίνει ευρέως γνωστή η πραγματική εικόνα της εταιρείας στα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορεί να είναι πρώτα απ όλα υποψήφιοι ή ήδη υφιστάμενοι επενδυτές, εργαζόμενοι ή υποφήφια μελλοντικά στελέχη, πελάτες, προμηθευτές κ.ο.κ. Παρ όλα αυτά, επειδή οι λογιστικές καταστάσεις καταρτίζονται από τα οικονομικά στελέχη της εταιρείας και αυτό σημαίνει ότι υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας, δημιουργούνται εναλλακτικές επιλογές για τον τρόπο παρουσίασης των λογιστικών πληροφοριών. Πιο συγκεκριμένα, τα οικονομικά στελέχη σε συνεργασία με τη διοίκηση της εταιρείας έχουν τη δυνατότητα, τηρώντας πάντα τα νομικά όρια, να λάβουν αποφάσεις σχετικά με τη χρήση λογιστικών επιλογών και μεθόδων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αποφάσεων αποτελεί η χειραγώγηση κερδών, η οποία αποτελεί συχνό φαινόμενο γι αυτό και έχει γίνει, πολλές φορές, αντικείμενο έρευνας. Με αφορμή τα παραπάνω γεννιέται εύλογα το ερώτημα του κατά πόσον οι λογιστικές καταστάσεις παρουσιάζουν πράγματι την αληθινή εικόνα της εταιρείας. Το πιο συχνό μέγεθος που χρησιμοποιείται για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό είναι η ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών, γνωστή ως financial reporting quality. Η ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών αποτελεί ένα πολύ σημαντικό στοιχείο καθώς οι λογιστικές καταστάσεις της εταιρείας δημιουργούν την εικόνα της στο εξωτερικό της περιβάλλον. Από την άλλη πλευρά, οι επενδύσεις που αναλαμβάνει η κάθε εταιρεία αποτελούν έναν από τους βασικότερους παράγοντες για την επιβίωση της αλλά και κατ επέκταση για την ανάπτυξη της. Έτσι, τα διοικητικά στελέχη των εταιρείων δίνουν ιδιαίτερα βάση στις επενδυτικές τους επιλογές και γι αυτό το λόγο εξετάζουν την επενδυτική αποδοτικότητα ώστε να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα των επιλογών τους. Καθώς οι λογιστικές καταστάσεις, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούν την εικόνα της εταιρείας και οι ευκαιρίες που θα έχει η εταιρεία για επενδύσεις σχετίζονται άμεσα με την εικόνα που χτίζει η εταιρεία στο εξωτερικό της περιβάλλον, 7
η σχέση μεταξύ της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών και της επενδυτικής αποδοτικότητας κρίνεται ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι να διερευνηθεί εάν υπάρχει κάποιου είδους σχέση μεταξύ της επενδυτικής αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων. Επιπλέον, γίνεται προσπάθεια να εντοπιστούν και άλλοι παράγοντες που δύναται να επηρεάζουν την επενδυτική αποδοτικότητα. Πρώτο μέρος της εργασίας αποτελεί η βιβλιογραφική προσέγγιση μέσω της οποίας παρουσιάζεται η υπάρχουσα αρθρογραφία. Για να εντοπιστούν οι διάφορες πτυχές του ζητήματος γίνεται αναδρομή σε επιστημονικά άρθρα στα οποία εκτίθενται προηγούμενες εμπειρικές μελέτες γύρω από το θέμα. Έτσι, παρουσιάζονται οι έρευνες που έχουν προηγηθεί, αναφέροντας τα αντικείμενα των ερευνών και τα συμπεράσματα αυτών. Πρόκειται για έρευνες που πραγματεύονται την ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών, για άλλες που ασχολούνται με την επενδυτική αποδοτικότητα αλλά τέλος και για έρευνες που έχουν ως αντικείμενο τη σχέση των δύο αυτών μεταβλητών. Έχοντας συλλέξει ένα σύνολο πληροφοριών από τη βιβλιογραφική προσέγγιση του ζητήματος, παρατίθεται η μεθοδολογική προσέγγιση του θέματος. Η τελευταία στηρίζεται σε εμπειρική μελέτη που πραγματοποιήθηκε. Αναλυτικότερα, κάνοντας χρήση της βάσης δεδομένων Datastream έγινε καταγραφή των απαραίτητων οικονομικών στοιχείων για εταιρείες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών από το έτος 2005 έως το 2011. Τα οικονομικά στοιχεία που επιλέχτηκαν είναι εκείνα που απαιτούνται για τα υποδείγματα παλινδρομήσεων που ακολουθούν. Έτσι, στην ενότητα της μεθοδολογικής προσέγγισης γίνεται παρουσίαση των δεδομένων και του τρόπου με τον οποίο έγινε η όλη έρευνα. Η μεθοδολογική προσέγγιση αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος (η υποενότητα 3.1) αφορά την επενδυτική αποδοτικότητα. Γίνεται ανάλυση της έννοιας αυτής και πως μπορεί να μετρηθεί. Γι αυτό το λόγο αναπτύσσεται και το υπόδειγμα των επενδύσεων, μέσω του οποίου και συγκεκριμένα μέσω των καταλοίπων θα δοθεί ένας δείκτης μέτρησης της επενδυτικής αποτελεσματικότητας. Στη συνέχεια γίνεται μία παρουσίαση των περιγραφικών στατιστικών μέτρων των μεταβλητών που απαρτίζουν το υπόδειγμα των επενδύσεων. 8
Το δεύτερο μέρος (υποενότητα 3.2) αφορά την ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών. Παρουσιάζεται η έννοια αυτή καθώς και το υπόδειγμα εκείνο μέσω του οποίου θα μετρηθεί. Επιπλέον, όπως και στην υποενότητα 3.1, γίνεται αναφορά στα περιγραφικά στατιστικά μέτρα, συγκεκριμένα των καταλοίπων του υποδείγματος τα οποία αποτελούν το μέγεθος μέσω του οποίου θα μετρηθεί η ποιότητα των λογιστικών καταστάσεων. Στο τρίτο μέρος (υποενότητα 3.3) γίνεται προσπάθεια σύνδεσης των δύο παραπάνω μεταβλητών. Έτσι, με σκοπό να εντοπιστεί η σχέση μεταξύ της επενδυτικής αποδοτικότητας και της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών, εφόσον αυτή υπάρχει, παρουσιάζεται το αντίστοιχο υπόδειγμα. Με βάση τα στοιχεία της υποενότητας 3.1 και του υποδείγματος των επενδύσεων το δείγμα έχει χωριστεί σε δύο ομάδες. Η μία αφορά τις υπο-επενδύσεις και η άλλη τις υπερ-επενδύσεις δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο δύο διαφορετικά υποδείγματα. Μέσω αυτών, διατυπώνονται οι δύο βασικές υποθέσεις (Η1 και Η2) για τις οποίες μέσω των παλινδρομήσεων γίνεται διερεύνηση της δυνατότητας επαλήθευσης τους ή όχι. Στη συνέχεια, για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των δεδομένων που διατίθενται για την έρευνα, γίνεται αναφορά στα περιγραφικά στατιστικά μέτρα των μεταβλητών που συνθέτουν τα δύο υποδείγματα τα οποία εξετάζουν τη σχέση μεταξύ της επενδυτικής αποδοτικότητας και της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων. Τέλος, υπολογίζονται οι συντελεστές Pearson οι οποίοι αποτελούν ένα μέγεθος συσχέτισης για τη σχέση ανάμεσα στις υπο-επενδύσεις και στις ανεξάρτητες μεταβλητές που υπάρχουν στο αντίστοιχο. Φυσικά, με ανάλογο τρόπο γίνεται αναφορά και στους συντελεστές συσχέτισης των υπερ-επενδύσεων με τις ανεξάρτητες μεταβλητές που πιθανόν να συσχετίζονται. Οι συντελεστές αυτές δίνουν μία ένδειξη για τα αποτελέσματα των παλινδρομήσεων που θα ακολουθήσουν και για την ορθότητα ή όχι των δύο βασικών υποθέσεων που τέθηκαν προς εξέταση. Κατόπιν, στην τέταρτη ενότητα γίνεται ανάλυση των αποτελεσμάτων και διατυπώνονται συμπεράσματα. Πιο συγκεκριμένα, στην υποενότητα 4.1 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του υποδείγματος πολλαπλής παλινδρόμησης για την υπο-επένδυση (under-investment). Με βάση αυτά, εξετάζεται η υπόθεση Η1 και η ορθότητα της. Επίσης διατυπώνονται συμπεράσματα και για τη σχέση της υποεπένδυσης με την ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών αλλά και για τις άλλες μεταβλητές που μπορεί να επηρεάζουν την υπο-επένδυση. Τέλος, γίνεται προσπάθεια 9
εξήγησης αυτών των αποτελεσμάτων, αιτιολόγησης των συμπερασμάτων και σύγκρισης με τα συμπεράσματα της προγενεστέρης αρθρογραφίας. Με ανάλογο τρόπο στην υποενότητα 4.2 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του υποδείγματος πολλαπλής παλινδρόμησης για την υπερ-επένδυση (overinvestment). Εξετάζεται η υπόθεση Η2 και κατά πόσον επαληθεύεται και η σχέση της υπερ-επένδυσης με την ποιότητα των λογιστικών καταστάσεων. Φυσικά, αναλύεται και η σχέση της υπερ-επένδυσης με τις υπόλοιπες ανεξάρτητες μεταβλητές. Τέλος, όπως και στο υπόδειγμα της υπο-επενδύσης, αιτιολογούνται τα συμπεράσματα με βάση το δείγμα που χρησιμοποιήθηκε και συγκρίνονται με εκείνα προγενέστερων ερευνών. Για την σύνοψη όλων των παραπάνω αλλά και για τη δημιουργία μιας συνολικής εικόνας, στον επίλογο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η εργασία. Αμέσως μετά γίνεται αναφορά στη βιβλιογραφία και στο Παράρτημα, όπου παρατίθενται οι πίνακες με τα περιγραφικά στατιστικά μέτρα των μεταβλητών, οι πίνακες συσχέτισης καθώς και οι πίνακες με τα αποτελέσματα των υποδειγμάτων όπως αυτά παρουσιάζονται στο στατιστικό πακέτο E-Views. Μέσω της παρουσίασης του θέματος από δύο πλευρές, τη βιβλιογραφική και τη μεθοδολογική προσέγγιση, αλλά και μέσω της διενεργηθείσας εμπειρικής μελέτης, δηλαδή των υποδειγμάτων παλινδρόμησης, έγινε προσπάθεια ολοκληρωμένης ανάλυσης του ζητήματος της επενδυτικής αποτελεσματικότητας, της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών και της σχέσης που τα συνδέει. Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην ευχαριστήσω θερμά την επιβλέπουσα καθηγήτρια, κα Παπαδάκη Αφροδίτη. Με την καθοδήγησή της αλλά και με την εμπιστοσύνη που μου έδειξε, μου έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσω το θέμα από τη δική μου οπτική γωνία, αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω το σύζυγο μου Ηλία Κωνσταντινίδη για τη στήριξη και την κατανόησή του. 10
2) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Με σκοπό την προσέγγιση του εξεταζόμενου ζητήματος και την σωστότερη επιλογή των υποδειγμάτων εκτίμησης για την υλοποίηση της έρευνας αναζητήθηκαν προηγούμενες εμπειρικές μελέτες σχετικές με το θέμα της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών και των επενδύσεων, οι οποίες και παρουσιάζονται παρακάτω. Μετά από εκτενή αναζήτηση στη διεθνή επιστημονική αρθρογραφία, διαπιστώθηκε πλήθος ερευνών στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική, προσεγγίζοντας το θέμα από διαφορετικές σκοπιές και καταλήγοντας σε πολυάριθμα και ουσιαστικά συμπεράσματα. Παρουσιάζονται μελέτες που ασχολήθηκαν με την ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών (financial reporting quality), με την επενδυτική αποδοτικότητα αλλά και μελέτες που έχουν ως αντικείμενο τους τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Το μεγέθος της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών έχει εξεταστεί πολλές φορές και μάλιστα σε σχέση με άλλα μεγέθη, στη διεθνή βιβλιογραφία και αρθρογραφία λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος στον επιστημονικό κόσμο. Έχει συσχετιστεί με τον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης, κατά πόσον, δηλαδή, εταιρείες που εφαρμόζουν αρχές εταιρικής διακυβέρνησης επιδεικνύουν υψηλή ποιότητα στις λογιστικές τους καταστάσεις. Επιπλέον, έχει ερευνηθεί το θέμα της επιρροής της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών στο κόστος κεφαλαίου. Ακόμη, ένα σημαντικό κομμάτι της αρθρογραφίας ασχολείται με το πως η υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τις εταιρείες έχει επηρεάσει την ποιότητα της λογιστικής πληροφόρησης που παρέχουν. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών καθώς και οι οικονομικές συνέπειες που απορρέουν έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας που διενεργήθηκε με δείγμα 18.264 παρατηρήσεις (όπου η κάθε παρατήρηση αποτελεί συνδυασμό εταιρείας και έτους), οι οποίες αντιπροσώπευαν 2.857 εταιρείες με δεδομένα από το έτος 1987 έως το έτος 2003 (Cohen, 2006). Αρχικό εύρημα της έρευνας αυτής είναι η θετική σχέση μεταξύ της ζήτησης των επενδυτών για συγκεκριμένη πληροφόρηση ανά εταιρεία και της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι υψηλότερα κόστη ιδιοκτησίας (κόστη που σχετίζονται με την αγορά του ανταγωνισμού καθώς και με τις ευκαιρίες ανάπτυξης) εμφανίζονται όταν υπάρχει χαμηλή σχετικά ποιότητα λογιστικής πληροφόρησης. Ακόμη, φαίνεται ότι εταιρείες που παρουσιάζουν λογιστικές καταστάσεις υψηλής 11
ποιότητας αναλαμβάνουν, ως εταιρείες στις επιλογές τους, χαμηλότερο συνολικό κίνδυνο. Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει αυτή η έρευνα είναι ότι εταιρείες με υψηλή ποιότητα λογιστικών πληροφοριών δεν απολαμβάνουν απαραίτητα και χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου. Τέλος, χωρίζοντας το συνολικό κίνδυνο που διατρέχει μια εταιρεία στις δραστηριότητές της σε συστηματικό και μη συστηματικό αποδεικνύεται μια αρνητική σχέση μεταξύ της ποιότητας της λογιστικής πληροφόρησης και του μη συστηματικού κινδύνου. Άλλη μια έρευνα που εστιάζει στην ποιότητα των λογιστικών καταστάσεων και στα στοιχεία εκείνα από τα οποία μπορεί να εξαρτάται είναι αυτή που έλαβε χώρα σε εταιρείες από 26 χώρες με 7.854 παρατηρήσεις (συνδυασμός εταιρείας και έτους) κατά τις οικονομικές χρήσεις 2006 και 2007 (Isidro and Raonic, 2009). Αποτέλεσμα της έρευνας αυτής είναι η επιβεβαίωση του ισχυρισμού ότι η ποιότητα της λογιστικής πληροφόρησης αυξάνεται όταν υπάρχουν ισχυροί μηχανισμοί παρακολούθησης όπως για παράδειγμα η υψηλή συγκέντρωση ιδιοκτησίας (δηλαδή πολύ μικρή διασπορά), οι έλεγχοι των αναλυτών, ο αποτελεσματικός έλεγχος από τους ορκωτούς λογιστές, οι ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης και η χρήση τραπεζικών δανείων δηλαδή υψηλός δείκτης μόχλευσης. Επιπρόσθετα, η αστάθεια των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, η εμφάνιση ζημιών και η έλλειψη διαφάνειας στην αποκάλυψη λογιστικών πληροφοριών επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των λογιστικών καταστάσεων. Σε επίπεδο χώρας, παρατηρείται καλύτερη λογιστική ποιότητα σε εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται σε νομικά περιβάλλοντα με ισχυρότερους, σχετικά, θεσμούς, σε χώρες με υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και σε πιο παγκοσμιοποιημένες αγορές. Η ποιότητα της λογιστικής πληροφόρησης και πιο συγκεκριμένα οι γνωστοποιήσεις που καταγράφονται στις λογιστικές καταστάσεις (με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα) έχουν αποτελέσει το θέμα μελέτης που πραγματοποιήθηκε σε 500 εταιρείες στη Μεγάλη Βρετανία με δεδομένα από την οικονομική χρήση 2005 έως τη χρήση 2009 (Iatridis, 2011). Σε αυτήν την έρευνα εξετάζονται εισηγμένες εταιρείες και τα κίνητρα τους όταν παρουσιάζουν υψηλής και χαμηλής ποιότητας γνωστοποιήσεις στις λογιστικές τους καταστάσεις. Ακόμη, εξετάζεται η σχέση μεταξύ της ποιότητας των δημοσιευμένων λογιστικών καταστάσεων και των τεχνικών χειραγώγησης κερδών αλλά και η σχέση της προαναφερθείσας με την 12
έγκαιρη αναγνώριση ζημιών. Η τελευταία καλείται, πολλές φορές, λογιστικός συντηρητισμός. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι εταιρείες που καταγράφουν υψηλής ποιότητας γνωστοποιήσεις είναι κυρίως εταιρείες με υψηλότερο μέγεθος, κερδοφορία και ικανοποιητική ρευστότητα. Επίσης, εταιρείες που έχουν βιώσει πρόσφατα αλλαγή στα πρόσωπα που ασκούν διοίκηση ή ελέγχονται από μεγάλη ελεγκτική εταιρεία (Big-4) τείνουν να εμφανίζουν γνωστοποιήσεις υψηλότερης ποιότητας. Η υψηλότερη ποιότητα λογιστικών γνωστοποιήσεων συνδυάζεται, συνήθως, από λιγότερη χρήση τεχνικών χειραγώγησης κερδών. Τέλος, σχετικά με το λογιστικό συντηρητισμό που προαναφέρθηκε, διαπιστώνεται ότι εταιρείες που βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης είναι λιγότερο συντηρητικές στις λογιστικές τους επιλογές με σκοπό να επηρεάσουν θετικά τις προοπτικές ανάπτυξης τους. Παράλληλα, έχει συσχετιστεί η ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών με τις επενδύσεις που κάνει μία εταιρεία και πιο συγκεκριμένα με την επενδυτική ικανότητα που έχει η εταιρεία. Παρά το γεγονός ότι το θέμα αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας, η σχετική αρθογραφία δεν είναι εκτενής, γεγονός που πιθανόν να προμηνύει περαιτέρω έρευνα στο μέλλον. Η εικόνα αυτή αποτελεί και ένα έναυσμα για την επιλογή του θέματος αυτού για την εκπόνηση αυτής της εργασίας. Με βάση το θέμα αυτό, διενεργήθηκε έρευνα με δείγμα 38.062 παρατηρήσεις (όπου η κάθε παρατήρηση αποτελεί συνδυασμό εταιρείας και έτους) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του 1980 και του 2003 (Verdi, 2006). Βασικό συμπέρασμα της έρευνας αυτής αποτελεί το γεγονός ότι η ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών βελτιώνει την επενδυτική ικανότητα της εταιρείας. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνεται η αρνητική σχέση μεταξύ της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών και της υπερεπένδυσης αλλά και της υπο-επένδυσης. Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να αποσαφηνιστούν οι όροι της υπερ-επένδυσης και υπο-επένδυσης. Οι επενδύσεις αποτελούν ένα μεγέθος που συσχετίζεται με την αύξηση των πωλήσεων. Το κομμάτι των επενδύσεων που έχει κάνει η εταιρεία αλλά δεν αντικατοπτρίζεται στην ανάπτυξη των πωλήσεων αποτελεί ένα μέτρο για την επενδυτική ικανότητα. Ουσιαστικά όσο μικρότερο αυτό το μέγεθος, τόσο μεγαλύτερη η επενδυτική ικανότητα και αποτελεσματικότητα της εταιρείας. Επομένως, όταν το μέγεθος αυτό είναι θετικό καλείται υπερ-επένδυση ενώ όταν είναι αρνητικό καλείται υπο-επένδυση. 13
Επιπρόσθετα, μέσω της παράπανω έρευνας διαπιστώνεται ότι η ποιότητα των λογιστικών καταστάσεων συσχετίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό με την υπερ-επένδυση σε εταιρείες που διαθέτουν υψηλά ταμειακά διαθέσιμα και χαρακτηρίζονται από μεγαλή διασπορά στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Έτσι, η υψηλή ποιότητα των λογιστικών καταστάσεων μετριάζει την ασυμμετρία της πληροφόρησης η οποία προκύπτει από τα γνωστά προβλήματα αντιπροσώπευσης (agency costs). Τέλος, ένα άλλο σημαντικό εύρημα αυτής της έρευνας είναι ότι όταν οι λογιστικές καταστάσεις μιας εταιρείας χαρακτηρίζονται από υψηλή ποιότητα, η υπο-επένδυση μειώνεται σημαντικά κυρίως σε εταιρείες με ορισμένους περιορισμούς και προβλήματα στις προσπάθειες που κάνουν για χρηματοδότηση των όποιων επενδύσεων τους. Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και η έρευνα που έγινε σε εταρείες στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία με 28.353 παρατηρήσεις (συνδυασμός εταιρείας και έτους) η οποία απαντάει στο ερώτημα πως η ποιότητα της λογιστικής πληροφόρησης σχετίζεται με τις επενδύσεις που κάνει μια εταιρεία και πιο συγκεκριμένα με την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων αυτών (Biddle and Hilary, 2006). Γίνονται συγκρίσεις στην ανάλυση αυτή και μεταξύ των εταιρειών μέσα στην ίδια χώρα αλλά και μεταξύ των διαφόρων χωρών. Διαπιστώνεται, λοιπόν ότι η υψηλή ποιότητα στις λογιστικές καταστάσεις ενισχύει την επενδυτική αποδοτικότητα, εφόσον μειώνει την ασύμμετρη πληροφόρηση η οποία υπάρχει μεταξύ των διοικητικών στελεχών της εταιρείας και των εξωτερικών πηγών κεφαλαίου (π.χ. τράπεζες, υποφήφιοι επενδυτές κτλ). Επιπλέον, η ενίσχυση αυτή αποκτά μεγαλύτερη σημασία σε οικονομίες στις οποίες κυριαρχούν οι κεφαλαιαγορές και η χρηματοδότηση των επενδυτικών σχεδίων γίνεται μέσω αυτών και της λειτουργίας των χρηματιστηρίων. Αντίθετα, σε οικονομίες που η άντληση κεφαλαίων γίνεται κυρίως μέσω πιστωτών (π.χ. τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα κτλ), η επιρροή της υψηλής ποιότητας λογιστικής πληροφόρησης στην επενδυτική αποτελεσματικότητα δεν είναι τόσο ισχυρή. Περαιτέρω ανάλυση στο θέμα πραγματοποιείται από έρευνα που έγινε με δείγμα 34.791 παρατηρήσεων (συνδυασμός εταιρείας και έτους) κατά το χρονικό διάστημα 1993-2005 (Biddle, Hilary and Verdi, 2009). Συμπεραίνεται, ότι υψηλότερη ποιότητα λογιστικών πληροφοριών συνδέεται με χαμηλότερες επενδύσεις σε εταιρείες με σημαντική ρευστότητα ενώ συνδέεται με υψηλότερες επενδύσεις σε εταιρείες με προβλήματα ρευστότητας και χρηματοδότησης. Στη συνέχεια, εταιρείες με υψηλότερη ποιότητα λογιστικών πληροφοριών επενδύουν λιγότερο όταν ήδη οι 14
συνολικές επενδύσεις είναι σε υψηλά επίπεδα ενώ επενδύουν περισσότερο όταν οι συνολικές επενδύσεις χαρακτηρίζονται σχετικά χαμηλές. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση λογιστικών πληροφοριών που αναδεικνύουν την πραγματική κατάσταση της εταιρείας διευκολύνει τις επενδύσεις με ταμεικά και γενικότερα προβλήματα χρηματοδότησης των επενδύσεων αυτών. Αντίθετα, περιορίζει τις επενδύσεις σε εταιρείες που είναι πιο πιθανό να οδηγηθούν σε υπερ-επένδυση. Επιπλέον, μέσω της συγκεκριμένης έρευνας διαπιστώνεται ότι εταιρείες με υψηλή ποιότητα λογιστικών πληροφοριών είναι λιγότερο πιθανό να αποκλίνουν από το προβλεπόμενο ύψος επενδύσεων που έχουν θέσει. Ουσιαστικά, η έρευνα αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών παίζει ένα ρόλο καλύτερης πληροφόρησης η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε μεγαλύτερο βαθμό επενδυτικής ικανότητας και αποτελεσματικότητας. Νεότερη έρευνα έχει πραγματοποιηθεί με θέμα τη σχέση μεταξύ της ποιότητας της λογιστικής πληροφόρησης και την απόδοση των επενδύσεων σε μικρές και μεσαίου μεγέθους εταιρείες σε αναδυόμενες αγορές. (Chen, Hope, Li and Wang, 2010). Πιο συγκεκριμένα, το δείγμα αυτής της έρευνας συνθέτουν εταιρείες που δεν είναι σε εισηγμένες σε κάποιο Χρηματιστήριο και προέρχονται από αναπτυσσόμενες χώρες. Το 63% του δείγματος είναι από χώρες όπως Ταϋλάνδη, Βραζιλία, Πακιστάν, Βιετνάμ και Ινδία. Πρόκειται για 6.727 εταιρείες οι οποίες εξετάζονται κατά την χρονική περίοδο 2002 έως 2005. Βασικό αποτέλεσμα της έρευνας αυτής είναι το γεγονός ότι η υψηλότερης ποιότητας λογιστική πληροφόρηση ενισχύει την επενδυτική αποτελεσματικότητα σε μικρομεσαίες, μη εισηγμένες εταιρείες χωρών με χαμηλότερο σχετικά βιοτικό επίπεδο. Επιπλέον, συμπεραίνεται η σημασία της ποιότητας της λογιστικής πληροφόρησης σε εταιρείες με τραπεζικό δανεισμό. Αναλυτικότερα, σε εταιρείες που το μεγαλύτερο μέρος της μόχλευσης αποτελεί ο τραπεζικός δανεισμός ο οποίος αποσκοπεί στη χρηματοδότηση των επενδυτικών σχεδίων της εταιρείας, οι λογιστικές καταστάσεις υψηλής ποιότητας παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο. Ο καθοριστικός αυτός ρόλος εύκολα αποδίδεται στην ανάλυση των λογιστικών κατάστασεων που γίνεται από τις ίδιες τις τράπεζες προκειμένου να προβούν στην απόφαση μιας χρηματοδότησης. Η εισαγωγή των φορολογικών κινήτρων και η σχέση τους με την ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών αποτελούν αντικείμενο αυτής της έρευνας, αντικείμενο το οποίο δεν συναντάται συχνά στη διεθνή αρθρογραφία. Διαφαίνεται ότι συνεχίζει 15
να υφίσταται η συσχέτιση της ποιότητας της λογιστικής πληροφόρησης με την επενδυτική απόδοση. Παρ όλα αυτά, η σημασία και η επιρροή της σχέσης αυτής μειώνεται στις εταιρείες εκείνες που επιλέγουν λογιστικές πολιτικές και χρησιμοποιούν λογιστικές τεχνικές αλλά και λογιστικούς χειρισμούς με σκοπό την εμφάνιση μειωμένων κερδών για φορολογικούς λόγους. Στη διεθνή αρθρογραφία, το θέμα εξετάζεται και από μία διαφορετική σκοπιά και συγκεκριμένα από τη σκοπιά μιας πιθανής εξαγοράς. Πιο συγκεκριμένα, μελετάται η αντίδραση των εταιρειών ενός κλάδου όταν επίκειται ή έστω προβλέπεται η επιθετική εξαγορά από μια ανταγωνίστρια εταιρεία. Η έρευνα διεξάγεται σε 2.443 εταιρείες που σχετίζονται με 218 εταιρείες-στόχους επιθετικής εξαγοράς στις ΗΠΑ κατά το χρονικό διάστημα από το 1983 έως το 1997 (Servaes and Tamayo, 2009). Εξάγεται το συμπέρασμα ότι όταν διενεργείται προσπάθεια επιθετικής εξαγοράς, οι άλλες εταιρείες του κλάδου βελτιώνουν την ποιότητα των λογιστικών τους καταστάσεων καθώς υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν μειωμένη χειραγώγηση κερδών, αναγνώριση ζημιών. Βέβαια, μέσω αυτής της έρευνας ενισχύεται η θέση ότι η ποιότητα της λογιστικής πληροφόρησης σχετίζεται με τις επενδυτικές επιλογές της εταιρείας αλλά και με τις επιλογές που κάνει σχετικά με την άντληση κεφαλαίων τα οποία θα χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά αυτά σχέδια. Πρόσφατη έρευνα έχει ασχοληθεί με την επίδραση που έχει είτε η επιλογή τραπεζικού δανεισμού είτε η επιλογή ιδίων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση επενδυτικών αναγκών στη σχέση μεταξύ της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων και των επενδύσεων που πραγματοποιεί μια εταιρεία. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν εταιρείες από όλους τους κλάδους και από 27 χώρες με δεδομένα δεκαετίας. (Sun, 2012). Αποδεικνύεται ότι η διαφάνεια των λογιστικών καταστάσεων, τα στοιχεία που αποφασίζει να δημοσιοποιήσει μια εταιρεία αλλά και η ποιότητα του ελέγχου, που ουσιαστικά οδηγούν σε ποιότητα λογιστικής πληροφόρησης υψηλότερου επιπέδου αυξάνουν την ευαισθησία της εταιρείας σχετικά με τις επενδυτικές της επιλογές όταν υπάρχουν αλλαγές στις ευκαιρίες ανάπτυξης. Αυτή η αύξηση είναι πιο έντονη σε κλάδους που στηρίζονται περισσότερο σε χρηματοδότηση των επενδυτικών τους σχεδίων μέσω ιδίων κεφαλαίων και λιγότερο εμφανής σε κλάδους που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στον τραπεζικό δανεισμό. Επισημαίνεται ότι οι κλάδοι που βασίζονται στα ίδια κεφάλαια αποκαλύπτουν περισσότερες πληροφορίες στις λογιστικές τους καταστάσεις, όχι όμως σε εθελοντική βάση αλλά λόγω υποχρεωτικών λογιστικών κανονισμών που οδηγούν σε οικονομικά οφέλη. 16
Στην έρευνα αυτή εξηγείται το γεγονός ότι στους κλάδους με προσανατολισμό στα ίδια κεφάλαια, ζητείται πληροφόρηση ανώτερου επίπεδου καθώς οι υποψήφιοι επενδυτές (είτε μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα που θέλουν να επενδύσουν τα κεφάλαια τους είτε άλλες εταιρείες που θέλουν να εισέλθουν στον κλάδο) δεν είναι δυνατόν να έχουν πρόσβαση σε στοιχεία που δεν εμφανίζονται στις λογιστικές καταστάσεις. Επομένως, σε αυτούς τους κλάδους η καλύτερη πληροφόρηση επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό την πορεία των επενδύσεων. Αντίθετα, σε κλάδους με προσανατολισμό τον τραπεζικό δανεισμό, η ζήτηση για υψηλή ποιότητα λογιστικής πληροφόρησης είναι σχετικά μειωμένη καθώς οι τράπεζες, με βάση την έρευνα, έχουν την ευκαιρία να λάβουν εσωτερική πληροφόρηση έπειτα από ιδιωτική και απευθείας επικοινωνία με τα διοικητικά στελέχη της εταιρείας. Μέσω αυτού του ισχυρισμού διαπιστώνεται και γιατί χώρες όπως η Ιαπωνία οι οποίες στηρίζονται στον τραπεζικό δανεισμό χαρακτηρίζονται από σημαντική οικονομική ανάπτυξη παρά το γεγονός ότι εμφανίζουν χαμηλή ποιότητα στις λογιστικές πληροφορίες των εταιρειών τους. Τέλος, καθώς η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 27 χώρες μπορούν να εξαχθούν και κάποια συμπεράσματα που αφορούν συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Έτσι αποδεικνύεται ότι σε χώρες με χαμηλή ποιότητα στις λογιστικές καταστάσεις των εταιρειών τους, οι κλάδοι που βασίζονται στον τραπεζικό τομέα για την άντληση των απαιτούμενων κεφαλαίων έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στις επενδυτικές τους αποφάσεις σε σχέση με τους κλάδους που βασίζονται στα ίδια κεφάλαια. Αντίθετα, σε χώρες που χαρακτηρίζονται από υψηλή ποιότητα στις λογιστικές πληροφορίες, οι κλάδοι που εμφανίζουν συγκριτικό πλεονέκτημα στις επενδυτικές τους κινήσεις είναι εκείνοι που έχουν ως κύρια πηγή χρηματοδότησης των αναγκών τους τα μετοχικά τους κεφάλαια και όχι εκείνοι που διεκδικούν την άντληση κεφαλαίων μέσω τραπεζικών δανείων. Με θέμα τη σχέση της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών με τη μερισματική πολιτική και τις επενδυτικές αποφάσεις ασχολήθηκε πολύ πρόσφατη έρευνα με δείγμα 41.475 παρατηρήσεων (συνδυασμός εταιρείας και έτους) από το 1994 έως και το 2010 (Ramalingegowda, Wang and Yu, 2012). Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο, η ασύμμετρη πληροφόρηση (συμπεριλαμβανομένου του ηθικού κινδύνου) μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια στην εξωτερική χρηματοδότηση των εταιρειών που τις περισσότερες φορές έχει σαν σκοπό τις επενδυτικές επιλογές. Με 17
βάση αυτό και με δεδομένο ότι τα διοικητικά στελέχη διστάζουν να μειώσουν τα μερίσματα που διανέμουν δημιουργείται πολλές φορές κάποιου είδους «ανταγωνισμός» μεταξύ των μερισμάτων και των επενδυτικών επιλογών. Η ασύμμετρη πληροφόρηση καθώς και τα προβλήματα που δημιουργούνται από τον ηθικό κίνδυνο μπορούν, αν όχι να αντιμετωπιστούν, να μετριαστούν μέσω λογιστικών καταστάσεων υψηλότερης ποιότητας. Έτσι, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υψηλής ποιότητας λογιστική πληροφόρηση είναι ικανή να αντιμετωπίσει και να μειώσει τα εμπόδια που δημιουργεί η διανομή μερισμάτων στην επενδυτική πολιτική της εταιρείας. Επιπλέον, αποτέλεσμα της έρευνας αποτελεί το γεγονός ότι ο ρόλος της υψηλής ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών, που προαναφέρθηκε, είναι πιο δυνατός όταν πρόκειται για επενδύσεις στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης παρά όταν πρόκειται για επενδύσεις σε κεφάλαια. Επίσης, είναι πιο έντονος σε εταιρείες που χαρακτηρίζονται από περισσότερες επιλογές ανάπτυξης καθώς και σε εταιρείες που έχουν μειώσει τα μερίσματα που διανέμουν σε σχέση με τις εταιρείες που έχουν αυξήσει τα διανεμόμενα μερίσματα. Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, η έρευνα αναδεικνύει το σημαντικό ρόλο που παίζει η ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών στην αλληλεπίδραση που δημιουργείται μεταξύ της μερισματικής πολιτικής και της επενδυτικής πολιτικής. Ουσιαστικά, μέσω λογιστικών καταστάσεων υψηλής ποιότητας αμβλύνονται τα τυχόν εμπόδια που δημιουργεί η διανομή μερισμάτων στην άσκηση της επενδυτικής πολιτικής της εκάστοτε εταιρείας. Σημαντικό μέρος της σχετικής αρθρογραφίας λαμβάνει η εξέταση της επενδυτικής αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας καθώς αποτελεί ένα πολύ σημαντικό δεδομένο για τη βιωσιμότητα και την περαιτέρω ανάπτυξη της κάθε εταιρείας. Έτσι, θέμα έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 41.851 παρατηρήσεων (συνδυασμός εταιρείας και έτους) στις ΗΠΑ με δεδομένα από το 1990 έως το 2007 αποτέλεσε η σχέση που μπορεί να έχει η επενδυτική αποδοτικότητα με τον λεγόμενο συντηρητισμό στις λογιστικές επιλογές (Lara, Osma and Penalva, 2010). Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι ο συντηρητισμός σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αναγνώριση ζημιών και πότε αυτή γίνεται. Βασικό συμπέρασμα αυτής της έρευνας αποτέλεσε η αρνητική σχέση μεταξύ του λογιστικού συντηρητισμού και των μεγεθών της υπο-επένδυσης και της υπερεπένδυσης. Συγκεκριμένα, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, η χρήση πιο συντηρητικών λογιστικών επιλογών βελτιώνει την επενδυτική αποδοτικότητα. Αυτό 18
γίνεται στις εταρείες που αντιμετωπίζουν περιορισμούς και προβλήματα στις προσπάθειες που καταβάλλουν για χρηματοδότηση των επενδύσεων τους, μέσω της μείωσης των υπο-επενδύσεων. Αντίθετα, στις εταιρείες με υψηλές ταμειακές ροές (ελεύθερες προς χρήση για επενδύσεις) και χαμηλό δείκτη δανεισμού, η βελτίωση της επενδυτικής αποδοτικότητας γίνεται μέσω της μείωσης των υπερ-επενδύσεων. Επίσης, συμπεραίνεται ότι εταιρείες με πιο συντηρητική λογιστική χρήση τείνουν να ξεπερνούν άλλες εταρείες όσον αφορά τη μελλοντική απόδοση των επενδύσεων τους. Με παρόμοιο θέμα αλλά από τη σκοπιά της ελεγκτικής διαδιακασίας ασχολήθηκε και άρθρο που βασίστηκε σε μελέτη της προγενέστερης αρθρογραφίας (Lu and Sapra, 2009). Στο άρθρο αυτό εξετάστηκε η ελεγκτική διαδικασία που γίνεται με συντηρητικό τρόπο σε σχέση με την επενδυτική αποδοτικότητα και απ αυτό προκύπτουν τρία συμπεράσματα. Πρώτον, εταιρείες που αναλαμβάνουν ή βρίσκονται γενικά σε υψηλό επιχειρηματικό κίνδυνο ενισχύουν την διενέργεια πιο συντηρητικού ελέγχου από την εκάστοτε ελεγκτική εταιρεία. Αντίθετα, σε εταιρείες με χαμηλό επιχειρηματικό κίνδυνο παρατηρείται ότι οι ελεγκτικές εταιρείες ασκούν πιο επιθετικές επιλογές για τη διεξαγωγή των εργασιών τους. Δεύτερο συμπέρασμα το οποίο παρουσιάζεται είναι ότι στις περιπτώσεις εκείνες που ασκείται πιο συντηρητικός έλεγχος, οι εταιρείες ασκώντας μεγαλύτερη πίεση στους ελεγκτές βελτιώνουν την ποιότητα του ελέγχου ενώ αντίθετα στις περιπτώσεις του πιο επιθετικού ελέγχου, η πίεση που ασκούν οι εταιρείες στους ελεγκτές υποβαθμίζει την ποιότητα του ελέγχου. Κατόπιν, διαπιστώνεται ότι ο έλεγχος υψηλής ποιότητας επηρεάζει θετικά την επενδυτική αποδοτικότητα, καθώς αποφεύγονται ανακρίβειες ή ασάφειες στις λογιστικές κατάστασεις οπότε οι τελευταίες γίνονται πιο αντιπροσωπευτικές για την εταιρεία και άρα και οι επενδύσεις πιο αποτελεσματικές. Τέλος, παρατηρείται ότι η μη αποδοτικότητα στο επενδυτικό επίπεδο δηλαδή η ύπαρξη είτε υπο-επενδύσεων είτε υπερ-επενδύσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ο έλεγχος της εταιρείας, είτε επιθετικός είτε συντηρητικός τρόπος αντίστοιχα. Με το θέμα των υπο-επενδύσεων και των υπερ-επενδύσεων ασχολήθηκε και έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία σε 135 εταιρείες με δεδομένα για τα έτη από το 1990 έως το 1999 (Morgado and Pindado, 2001). Έτσι, συμπεραίνεται ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της αξίας της εταιρείας και των επενδύσεων και συγκεκριμένα συμπεραίνεται ότι υφίσταται ένα βέλτιστο επίπεδο επενδύσεων. Εταιρείες που πραγματοποιούν επενδύσεις πέραν του βέλτιστου αυτού επιπέδου αντιμετωπίζουν το 19
πρόβλημα των υπερ-επενδύσεων ενώ εταρείες που πραγματοποιούν επενδύσεις κάτω του βέλτιστου επιπέδου αντιμετωπίζουν το πρόβλημα των υπο-επενδύσεων. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, το πρόβλημα των υπερ-επενδύσεων προέρχεται από τη διάσταση συμφερόντων που υπάρχει μεταξύ των μετόχων και των διοικητικών στελεχών καθώς και από την ύπαρξη της ασύμμετρης πληροφόρησης. Το πρόβλημα των υπο-επενδύσεων σχετίζεται και αυτό άμεσα με την ύπαρξη της ασύμμετρης πληροφόρησης αλλά και με την αύξηση του κόστους εξωτερικής χρηματοδότησης που αυτή συνεπάγεται. Η ασύμμετρη πληροφόρηση σε αυτήν την περίπτωση προέρχεται από τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μετόχων και των ομολογιούχων αλλά και μεταξύ των σημερινών και των μελλοντικών μετόχων. Επιπλέον, ένα τελευταίο συμπέρασμα της έρευνας αυτής αποτελεί το γεγονός ότι εταιρείες με πολύτιμες επενδυτικές ευκαιρίες καταφέρνουν να διατηρήσουν ένα βέλτιστο επίπεδο επενδύσεων υψηλό, και μάλιστα υψηλότερο από το αντίστοιχο βέλτιστο επίπεδο εκείνων των εταιρειών που οι επενδυτικές τους ευκαιρίες είναι χαμηλής ποιότητας. Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει και άρθρο με θέμα την αναποτελεσματικότητα των επενδύσεων και τους τρόπους αποφυγής της (Pindado, 2004). Διαπιστώνονται δύο είδη αναποτελεσματικών επενδυτικών επιλογών, η υπερεπένδυση και η υπο-επένδυση. Η υπερ-επένδυση προέρχεται από τη διάσταση συμφερόντων που υπάρχει μεταξύ των μετόχων και των διοικητικών στελεχών. Η διάσταση αυτή εντείνεται και οι συνέπειες της γίνονται πιο σοβαρές με την ύπαρξη ελεύθερων ταμειακών ροών αλλά και με τις πράξεις και τις συμπεριφορές των διοικητικών στελεχών που έχουν ως στόχο τη δημιουργία φήμης. Η υπο-επένδυση προέρχεται από τη διάσταση συμφερόντων μεταξύ των μετόχων και των ομολογιούχων. Στο άρθρο αυτό προτείνονται τρόποι μείωσης και των υπερ-επενδύσεων και των υπο-επενδύσεων. Έτσι, οι υπερ-επενδύσεις μπορούν να περιοριστούν με τη δημιουργία χρεών, με αυξημένα μερίσματα αλλά και με πολιτικές αντιστάθμισης των διαφορετικών συμφερόντων των διοικητικών στελεχών. Αντίθετα, η αποφυγή υψηλού κινδύνου καθώς και η καλή οργάνωση του οποιουδήποτε επενδυτικού σχεδίου μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές συνέπειες των υπο-επενδύσεων και να μειώσουν τις τελευταίες. Η επιρροή της ιδιοκτησιακής δομής της εταιρείας στις περιπτώσεις της υποεπένδυσης και της υπερ-επένδυσης αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας που διενεργήθηκε 20
σε 135 ισπανικές εταιρείες με χρονικό διάστημα ανάλυσης από το 1990 έως και το 1999 (Pindado and Tore, 2004). Μέσω της έρευνας, επιβεβαιώνεται η υπόθεση ότι η επένδυση επηρεάζεται θετικά από τις ταμειακές ροές, επιρροή που σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ιδιοκτησιακή δομή της εταιρείας. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η ιδιοκτησιακή δομή της εταιρείας και ο ρόλος που ασκεί στις επενδυτικές επιλογές δε διαφέρει είτε αφορά εταιρείες που υπο-επενδύουν είτε εταιρείες που υπερ-επενδύουν. Η εναρμόνιση των στόχων των μετόχων και των διοικητικών στελεχών αλλά και ο έλεγχος που ασκείται από μία ιδιοκτησιακή δομή υψηλής συγκέντρωσης και μικρής διασποράς μετοχών αποτελούν δύο ενέργειες που μειώνουν την «ευαισθησία» των επενδύσεων στις ταμειακές ροές, γενικότερα σε όλο το φάσμα των εταιρειών.** Από τη σκοπιά της προστασίας των επενδυτών εξετάζεται το θέμα της επενδυτικής αποτελεσματικότητας σε έρευνα που διενεργήθηκε σε εταιρείες διαφόρων χωρών με χρονικό διάστημα 1960 έως 2000 (Albuquerque and Wang, 2007). Έτσι, παρατηρείται ότι σε περιβάλλοντα όπου η προστασία του επενδυτή είναι σχετικά αδύναμη εμφανίζονται υψηλότερα επίπεδα προσωπικών ωφελειών, τα οποία με τη σειρά τους δημιουργούν μεγαλύτερα κίνητρα για υπερ-επενδύσεις. Επίσης, σε αυτού του είδους τα περιβάλλοντα οι εταιρείες αντιμετωπίζουν υψηλότερα επιτόκια, υψηλότερη μεταβλητότητα των αποδόσεων τους καθώς και υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου. Τέλος, συμπεραίνεται ότι η αύξηση της προστασίας του επενδυτή οδηγεί σε μια αναδιανομή του πλούτου από τους μετόχους που ασχολούνται, γνωρίζουν καλά και ελέγχουν την εταιρεία (controlling shareholders) στους μετόχους που είναι πιο αποστασιοποιημένοι από αυτήν (outside shareholders). Η υπερ-επένδυση σε σχέση με το διαχωρισμό της ιδιοκτησίας της εταιρείας από τον έλεγχο αυτής αποτελεί θέμα έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 1.086 εταιρείες στην Κίνα, με δεδομένα από το 2004 έως το 2007 (Chen, Xu and Yu, 2009). Βασικό συμπέρασμα της έρευνας αυτής είναι ότι εταιρείες στις οποίες υπάρχει μεγαλύτερος διαχωρισμός μεταξύ των μετόχων και των ανθρώπων που ασκούν τον έλεγχο (που πιθανότατα δεν είναι μέτοχοι) είναι πιο πιθανό να υπερ-επενδύσουν, δηλαδή να επενδύσουν παραπάνω από ότι θα ήταν συμφέρον. Επίσης, διαπιστώνεται ότι εταρείες με μεγαλύτερες ελεύθερες ταμειακές ροές οδηγούνται πιο συχνά σε υπερ-επενδύσεις. 21
22
3) ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι ο εντοπισμός της σχέσης που υπάρχει, εάν υπάρχει, ανάμεσα στην ποιότητα της λογιστικής πληροφόρησης και στην επενδυτική αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα. Για την επίτευξη του σκοπού διεξάχθηκε δειγματοληπτική έρευνα ώστε να επαληθευτούν συμπεράσματα προγενέστερων ερευνών στο συγκεκριμένο ζήτημα αλλά και να εξαχθούν νέα για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας τα οικονομικά στοιχεία ελληνικών εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών της Αθήνας. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τη βάση δεδομένων Datastream. Η χρονική περίοδος της οποίας λήφθησαν στοιχεία είναι από το 2005 έως και το 2011. Το 2005 αποτελεί το πρώτο έτος της ανάλυσης μας καθώς από εκείνο το έτος και έπειτα καθίσταται υποχρεωτική, στη χώρα μας, η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων για τις εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Το 2011 είναι το τελευταίο έτος για το οποίο υπήρχαν δημοσιευμένα στοιχεία καθώς η άντληση των στοιχείων από τη βάση δεδομένων έγινε τους πρώτους μήνες του 2013 οπότε και οι εταιρείες δεν είχαν δημοσιεύσει ακόμα τις οικονομικές καταστάσεις της χρήσης 2012. Τα στοιχεία προέρχονται από 119 εταιρείες οι οποίες είναι εκείνες που είχαν διαθέσιμα όλα τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για την μέτρηση των μεταβλητών και την εξαγωγή των συμπερασμάτων. Το μέγεθος του δείγματος συνθέτουν 595 παρατηρήσεις εφόσον η κάθε παρατήρηση αποτελεί συνδυασμό εταιρείας και έτους (αντίστοιχος τρόπος ανάλυσης των δεδομένων χρησιμοποιείται και σε όλες τις, σχετικές με το θέμα, έρευνες που έχουν προηγηθεί). Η ανάλυση που απαιτείται έχει τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά την επενδυτική αποδοτικότητα και πως αυτή θα μετρηθεί. Το δεύτερο μέρος αφορά την ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών και τις μεταβλητές που θα χρησιμοποιηθούν. Το τρίτο και τελευταίο μέρος είναι η εύρεση σχέσης μεταξύ των δύο, δηλαδή μεταξύ της επενδυτικής αποδοτικότητας και της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών, εάν φυσικά αποδειχθεί ότι υφίσταται, καθώς και ο προσδιορισμός της φύσης της (θετική ή αρνητική). 23
3.1) Επενδυτική Αποδοτικότητα Αρχικά, πρέπει να εξεταστεί το μέγεθος της επενδυτικής αποδοτικότητας, το οποίο μπορεί να οριστεί και ως επενδυτική αποτελεσματικότητα ή και επενδυτική ικανότητα. Για να επιτευχθεί αυτό, πρώτα πρέπει να υπολογιστούν οι συνολικές επενδύσεις. Οι συνολικές επενδύσεις ενός έτους είναι το άθροισμα των κεφαλαιουχικών δαπανών του έτους, των εξόδων έρευνας και ανάπτυξης του έτους, τα περιουσιακά στοιχεία από συγχωνεύσεις και εξαγορές που έγιναν στο έτος αφαιρώντας τις τυχόν πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων που έγιναν, πολλαπλασιάζοντας με το 100 και διαιρώντας με το συνολικό ενεργητικό, για λόγους συγκρισιμότητας (Verdi, 2006). Επομένως, πρόκειται για την παρακάτω εξίσωση: Total investment t = [Capital expenditures t + R&D expenditures t + Acquisitions t Sales of PPE t (plant, property, equipment)] * 100 / Total assets t (1) Στη συνέχεια, ορίζεται ως επένδυση ο μέσος όρος των συνολικών επενδύσεων μεταξύ των δύο τελευταίων ετών, ως εξής: Investment t, t+1 = (Total investment t +Total investment t+1 ) / 2 (2) Εκτιμάται ότι η επένδυση αποτελεί μια εξαρτημένη μεταβλητή η οποία συσχετίζεται με την ποσοστιαία αύξηση των πωλήσεων (Verdi, 2006). Η ποσοστιαία μεταβολή των πωλήσεων ορίζεται ως ακολούθως: Growth t-1 = [(Sales t-1 - Sales t-2 ) / Sales t-2 ] * 100 (3) Επομένως, το υπόδειγμα για τις επενδύσεις είναι το εξής (όπου i η κάθε εταιρεία και t το δεδομένο έτος): Investment i, t, t+1 = c 0 i, t + c 1 i, t * Growth i, t-1 + e i, t (4) Με βάση το υπόδειγμα αυτό οι επενδύσεις που κάνει μια εταρεία απεικονίζονται ή αλλιώς έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των πωλήσεων (Verdi, 2006). Το τμήμα εκείνο των επενδύσεων το οποίο δεν αιτιολογείται μέσω των 24
πωλήσεων είναι τα κατάλοιπα της παραπάνω παλινδρόμησης e i, t. Ουσιαστικά, τα κατάλοιπα αποτελούν ό,τι επένδυση δεν φαίνεται στις πωλήσεις οπότε μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπο-επένδυση ή υπερ-επένδυση. Πιο συγκεκριμένα, τα θετικά κατάλοιπα του υποδείγματος των επενδύσεων αποτελούν την υπερ-επένδυση (overinvestment) και τα αρνητικά κατάλοιπα αποτελούν την υπο-επένδυση (underinvestment). Όσο μικρότερο το «ανεξήγητο» μέσω των πωλήσεων τμήμα των επενδύσεων τόσο υψηλότερη η επενδυτική αποδοτικότητα δηλαδή τόσο μεγαλύτερη η επενδυτική αποτελεσματικότητα γιατί το υπόλοιπο τμήμα των επενδύσεων δημιουργεί αξία στην εταιρεία μέσω της ανάπτυξης του κύκλου εργασιών. Επομένως, η υπερ-επένδυση και η υπο-επένδυση αποτελούν το μέγεθος για την επενδυτική αποδοτικότητα. Ο Πίνακας 7.1 απεικονίζει τα περιγραφικά στατιστικά μέτρα για τις μεταβλητές που χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα (4). Για τη μεταβλητή της επένδυσης (Investment i, t, t+1 ) παρατηρείται μέσος όρος στο 3.83 ενώ χαρακτηρίζεται από μεγάλο εύρος καθώς οι τιμές ξεκινούν από -22.79 και καταλήγουν με μέγιστη τιμή 30.71. Η διάμεσος είναι 2.93 και η τυπική απόκλιση είναι 5.30 γεγονός που δείχνει μικρή σχετικά διασπορά των παρατηρήσεων από το μέσο όρο, καθιστώντας το μέσο όρο αντιπροσωπευτικό μέτρο παρά το μεγάλο εύρος των παρατηρήσεων. Η ανεξάρτητη μεταβλητή των πωλήσεων (Growth i, t-1 ) ουσιαστικά αποτελεί την ποσοστιαία μεταβολή των πωλήσεων δηλαδή μας δείχνει αύξηση ή μείωση των πωλήσεων ενός έτους σε σχέση με το προηγούμενο έτος, εκφρασμένη σε ποσοστό. Ο μέσος όρος είναι 7.17% και η διάμεσος 4.33%. Λόγω του μεγάλου αριθμού παρατηρήσεων (595) που προκύπτουν από συνδυασμό δεδομένων 119 εταιρειών σε πέντε έτη (2006 έως 2010), η ελάχιστη τιμή είναι -99% και η μέγιστη τιμή 995%. Το γεγονός αυτό οφείλεται και στη δυναμική που παρουσιάζουν οι πωλήσεις μιας εταιρείας αφού μια εξαγορά ή μία συγχώνευση μπορεί να αυξήσει τις πωλήσεις της σημαντικά ενώ η διακοπή μίας εκ των δραστηριοτήτων της εταιρείας μπορεί αντίστοιχα να τις μειώσει δραματικά. Αντίστοιχα η τυπική απόκλιση κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα της τάξης του 53%. Τέλος, στον Πίνακα 7.1 συμπεριλαμβάνονται και τα περιγραφικά στατιστικά μέτρα για τα κατάλοιπα της παλινδρόμησης που αφορά το υπόδειγμα (4) και τα οποία αποτελούν την υπο-επένδυση και την υπερ-επένδυση. Όπως είναι αναμενόμενο, ο μέσος όρος των καταλοίπων προσεγγίζει το μηδέν. Επιπλέον, από τη διάμεσο διαπιστώνεται ότι το 50% των καταλοίπων είναι μικρότερο του -0.89 και το 50% 25
είναι μεγαλύτερο αυτού. Η ελάχιστη τιμή είναι -27.1 ενώ η μέγιστη τιμή είναι 26.8 ενώ η τυπική απόκλιση είναι 5.20, παρουσιάζοντας έτσι όχι ιδιαίτερα μεγάλη διασπορά. Από το σύνολο των 595 καταλοίπων, το 58.41% και συγκεκριμένα 348 κατάλοιπα είναι αρνητικά οπότε αποτελούν υπο-επένδυση ενώ προφανώς το 41.51% και τα 247 κατάλοιπα είναι θετικά και διαμορφώνουν έτσι τη μεταβλητή της υπερεπένδυσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι στον Πίνακα 7.2 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του υποδείγματος παλινδρόμησης της εξίσωσης (4). Από τα αποτελέσματα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, θα γίνει χρήση μόνο των καταλοίπων. 3.2) Ποιότητα λογιστικών πληροφοριών Το δεύτερο μέρος αφορά την μέτρηση της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών, μέγεθος το οποίο έχει εξεταστεί με ποικίλους τρόπους στη διεθνή αρθογραφία. Πρώτα απ όλα, πρέπει να οριστούν τα δεδουλευμένα ανά έτος (accruals) τα οποία υπολογίζονται ως εξής (Jones 1991, Dechow and Dichev 2002, McNichols 2002): Accruals i, t = [(ΔCA t ΔCash t ) (ΔCL t ΔSTD t ) Dep t ] / Total assets t (5) Όπου ΔCA = Μεταβολή στο κυκλοφορούν ενεργητικό ΔCash = Μεταβολή στα διαθέσιμα ΔCL = Μεταβολή στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις ΔSTD = Μεταβολή στο βραχυπρόθεσμο χρέος Dep = Αποσβέσεις Total assets = Συνολικό ενεργητικό Κατόπιν, χρησιμοποιείται το παρακάτω μοντέλο μέσω του οποίου θα διαμορφωθεί και το μέγεθος για να μετρηθεί η ποιότητα της λογιστικής πληροφόρησης (Jones 1991, Dechow and Dichev 2002, McNichols 2002): Accruals i, t = d 0 + d 1 * CashFlow i, t-1 + d 2 * CashFlow i, t + d 3 * CashFlow i, t+1 + d 4 * ΔRevenue i, t + d 5 * PPE i, t + e i, t (6) Όπου i η κάθε εταιρεία και t το δεδομένο έτος 26
CashFlow = Εισόδημα πριν από έκτακτα κονδύλια Δεδουλευμένα (Net income before extraordinary items Accruals) ΔRevenue = μεταβολή στις πωλήσεις PPE = Ακαθάριστα ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία (Gross property, plant and equipment) Όλες οι μεταβλητές του δεξιού μέρους του υποδείγματος διαιρούνται με το σύνολο του ενεργητικού (Total assets). Λόγω του περιορισμένου χρονικού διαστήματος για το οποίο είναι διαθέσιμα όλα τα στοιχεία, ως μέγεθος για την ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών (financial reporting quality) υπάρχει η δυνατότητα να γίνει χρήση των κατάλοιπων του υποδείγματος (6) και πιο συγκεκριμένα των απόλυτων τιμών των κατάλοιπων, μιας και υπάρχουν και θετικές και αρνητικές τιμές (Srinidhi and Gul, 2007). Καθώς τα κατάλοιπα του υποδείγματος (6) εκφράζουν τα ποσά εκείνα που εμφανίζονται με κάποιο τρόπο στις λογιστικές καταστάσεις αλλά δεν εξηγούνται μέσω των δεδουλευμένων όσο μεγαλύτερα είναι, τόσο χαμηλότερη η ποιότητα της λογιστικής πληροφόρησης. Επομένως, για λόγους πιο εύλογης παρουσίασης, πολλαπλασιάζονται οι απόλυτες τιμές των κατάλοιπων με -1 ώστε όσο υψηλότερες οι τιμές αυτές τόσο υψηλότερη η ποιότητα των λογιστικών καταστάσεων (Chen et.al, 2011). Στον Πίνακα 7.3 παρουσιάζονται τα περιγραφικά στατιστικά μέτρα για τα κατάλοιπα που προκύπτουν από την παλινδρόμηση του υποδείγματος (6). Όπως είναι φυσικό, τα κατάλοιπα παρουσιάζουν μέση τιμή που προσεγγίζει το μηδέν ενώ η διάμεσος έχει τιμή -0.002, πολύ κοντά στο μηδέν. Το εύρος των καταλοίπων θεωρείται σχετικά μικρό αφού η ελάχιστη τιμή είναι -3.93 και η μέγιστη τιμή είναι 2.31. Η τυπική απόκλιση είναι αρκετά χαμηλή με τιμή 0.22, γεγονός που δείχνει ότι δεν υπάρχει μεγάλη διασπορά από το μέσο όρο. Πρέπει να σημειωθεί ότι στον Πίνακα 7.4 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του υποδείγματος παλινδρόμησης της εξίσωσης (6). Από τα αποτελέσματα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, θα γίνει χρήση μόνο των καταλοίπων τα οποία αποτελούν το μέγεθος μέτρησης της ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών. Σε αυτό το σημείο, λόγω του βασικού ρόλου που θεωρείται ότι κατέχει η ποιότητα των λογιστικών πληροφοριών (financial reporting quality, frq), κρίνεται ενδιαφέρον να παρουσιαστούν τα δεδομένα του δείγματος σε ένα ιστόγραμμα. Έτσι θα υπάρξει μια πιο σαφής εικόνα για το μέγεθος αυτό (frq) στις εταιρείες που 27