ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ Ο ΗΓΙΑΣ 96/61/ΕΚ (IPPC) ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α.. ΧΑΤΖΗ ΑΚΗΣ, ρ Χηµικός Μηχανικός, µέλος της ΕΕΕ του ΤΕΕ για το Περιβάλλον και την Υγιεινή και την Ασφάλεια στις βιοµηχανικές εγκαταστάσεις. Η εισήγηση που ακολουθεί εστιάζεται στα πιθανά προβλήµατα που πρόκειται να παρεµβληθούν, αν δεν παρεµβάλλονται ήδη, στο δρόµο της προσαρµογής εγκαταστάσεων της χώρας µας στις διατάξεις της Οδηγίας 96/61/ΕΚ, της ευρύτερα γνωστής ως IPPC. Αναφορά γίνεται και σε αναµενόµενες εξελίξεις που ενδεχοµένως θα εντείνουν τον προβληµατισµό των επιχειρήσεων. ΘΕΜΑΤΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ Ο ΗΓΙΑΣ 96/61/ΕΚ Σύµφωνα µε τα υπάρχοντα στοιχεία, οι εγκαταστάσεις της χώρας µας οι οποίες εµπίπτουν στις διατάξεις της Οδηγίας 96/61/ΕΚ είναι περίπου 650, από τις οποίες περίπου 350 ανήκουν στον κλάδο των τροφίµων. Για το µέγεθος της ελληνικής πραγµατικότητας το πλήθος φαντάζει υπερβολικά µεγάλο, αν και πρέπει να είναι αναλογικό συγκριτικά µε τα αντίστοιχα δεδοµένα άλλων κοινοτικών χωρών (ενδεικτικά, περισσότερες από 10000 εγκαταστάσεις στη Γερµανία, 5-6000 στην Αγγλία, 10000 στην Ιταλία, 3000 στην Ισπανία και 500 στην Πορτογαλία). Είναι σαφές ότι στην περίπτωση των διυλιστηρίων ή των βιοµηχανιών παραγωγής τσιµέντου, η ένταξη στις διατάξεις της Οδηγίας πρέπει να θεωρείται δεδοµένη (αναπόφευκτη). Όµως γενικότερα, η µε ένα ευρύτερο πνεύµα θεώρηση των τυπικών κριτηρίων για ένταξη στις διατάξεις της Οδηγίας µπορεί να προσφέρει περιθώρια για ένα καθ όλα θεµιτό περιορισµό του πλήθους των εντασσοµένων εγκαταστάσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελούν ορισµένοι νησιωτικοί σταθµοί παραγωγής ηλεκτρικού ρεύµατος της ΕΗ, οι οποίοι τυπικά λόγω του µεγέθους τους εµπίπτουν στις διατάξεις της Οδηγίας. Ο προβληµατισµός γεννάται από το γεγονός ότι αυτού του τύπου σταθµοί αποτελούνται από πλήθος µικρών Μηχανών Εσωτερικής Καύσης (ΜΕΚ), για τις οποίες δεν είναι σαφές τι συνιστά µια Βέλτιστη ιαθέσιµη Τεχνική που έχει λάβει υπόψη το οικονοµικό στοιχείο και µάλιστα σε πολύ επιβαρηµένες συνθήκες κόστους παραγωγής (διπλάσιο (;) από το αντίστοιχο του διασυνδεδεµένου δικτύου της ηπειρωτικής χώρας). Η ιδιαιτερότητα των τεχνικών χαρακτηριστικών των σταθµών (πολλές µικρές ΜΕΚ, µη πλήρης λειτουργία σε ετήσια βάση) σε συνδυασµό µε τη γεωγραφική θέση τους (νησιά) και τις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες (γενικά καθαρή ατµόσφαιρα, ισχυροί πνέοντες άνεµοι) ίσως, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, να αξιοποιηθεί αποτελεσµατικά. Άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση συνιστά το κριτήριο της δυναµικότητας-ηµερήσιας παραγωγής των εγκαταστάσεων χύτευσης, τυπικά π.χ. 20 t, αλλά αντί να εκφράζει τη δυναµικότητα του παραγωγικού εξοπλισµού θα µπορούσε να εκφράζει τη µέση ηµερήσια παραγωγή. Τουλάχιστον σε θεωρητική βάση, αν η χύτευση δεν πραγµατοποιείται σε καθηµερινή βάση, τα αποτελέσµατα της διαφοροποίησης είναι προφανή. 1
ΘΕΜΑΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ Η µη έγκαιρη ενσωµάτωση της Οδηγίας 96/61/ΕΚ στο εθνικό ίκαιο της χώρας µας µάς υποχρέωσε να εκτελέσουµε το γνωστό δροµολόγιο µέχρι το Ευρωπαϊκό ικαστήριο. Το κρίµα µάλλον επιρρίπτεται στη ιοίκηση. Όµως, και αν ακόµη η ενσωµάτωση ήταν γεγονός, ουσιαστικά προβλήµατα θα υπήρχαν, µε ευθύνη πλέον της Κοινότητας δεδοµένου ότι ακόµη και σήµερα υπάρχουν εκκρεµότητες που δυσχεραίνουν την εφαρµογή της Οδηγίας (µη καθορισµός σε κοινοτικό επίπεδο των οριακών τιµών εκποµπών ρύπων για ορισµένες παραγωγικές δραστηριότητες). Για τις επιχειρήσεις η έλλειψη διαδικασιών σύµφωνα µε τις διατάξεις της Οδηγίας δεν µπορεί να θεωρηθεί ανασταλτικός παράγοντας στο βαθµό που για την όποια αδειοδότηση µπορεί να ακολουθηθούν οι υφιστάµενες διαδικασίες. Σε κάθε περίπτωση, αυτή την περίοδο δηµοσιεύονται τα υπολειπόµενα νοµοθετήµατα για την ολοκλήρωση του απαραίτητου θεσµικού πλαισίου για την εναρµόνιση του ικαίου της χώρας µας µε τις διατάξεις της Οδηγίας. Αρωγό για την εφαρµογή της Οδηγίας αποτελεί µια σειρά εξειδικευµένων Οδηγιών (Παράρτηµα ΙΙ της Οδηγίας), όπως για τα επικίνδυνα απόβλητα, τα χρησιµοποιηµένα ορυκτέλαια και τις Μεγάλες Εγκαταστάσεις Καύσης. Η τελευταία Οδηγία (88/609/ΕΟΚ), όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2001/80/ΕΚ, θέτει αρκετά σαφείς κανόνες για τις εκποµπές ατµοσφαιρικών ρύπων, όµως παραµένει εξαίρεση σε σχέση µε την επικρατούσα κατάσταση για άλλου είδους εγκαταστάσεις. Θεωρητικά, τα λεγόµενα BREFs (BAT References) µπορεί να αποτελούν ένα χρήσιµο εγχειρίδιο για την επιλογή τεχνικής αντιρρύπανσης, όµως το ενδιαφέρον εστιάζεται στον καθορισµό των οριακών τιµών εκποµπής διαφόρων κατά περίπτωση ρύπων. Για να χαρακτηρισθούν οι διάφορες τεχνικές ως Βέλτιστες ιαθέσιµες (Β Τ) προϋποθέτουν την επίτευξη χαµηλών επιπέδων εκποµπών, διατύπωση σχετικά απροσδιόριστη. Οι κλαδικές εργασίες σε επίπεδο Κοινότητας προσδιορίζουν, όχι µε εξαντλητικό τρόπο, τις Β Τ, χωρίς όµως να προτείνουν συγκεκριµένες κατά περίπτωση οριακές τιµές εκποµπών. Υποτίθεται ότι η συγκεκριµενοποίηση των οριακών τιµών εκποµπών θα ήταν το αντικείµενο των σχετικών εργασιών στις Βρυξέλλες, των οποίων τα αποτελέσµατα θα αποτελούσαν το κρισιµότερο στοιχείο για τον καθορισµό σε µεγάλο βαθµό του ύψους του λογαριασµού για την εφαρµογή της Οδηγίας. Τα µηνύµατα από τις Βρυξέλλες δείχνουν ότι, εκτός εξαιρέσεων, όπως η περίπτωση των Μεγάλων Εγκαταστάσεων Καύσης και των αποτεφρωτήρων, δεν πρόκειται τελικά να καθορισθούν κατά περίπτωση συγκεκριµένες οριακές τιµές εκποµπών, αλλά εύρος τιµών µε βάση το περιεχόµενο των BREFs. Με δεδοµένο ότι ο καθορισµός των οριακών τιµών εκποµπών θα εναπόκειται τελικά στις αρµόδιες Αρχές αυτή η εξέλιξη, φαινοµενικά ευνοϊκότερη, µπορεί να αποτελέσει σηµείο τριβής µεταξύ Αρχών και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ιδίως στην περίπτωση µη αποδοχής της Απόφασης της ιοίκησης από την τοπική κοινωνία. Χωρίς να είναι αυτονόητο για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο καθορισµός χαλαρότερων οριακών τιµών εκποµπής για τις υφιστάµενες εγκαταστάσεις σε σχέση µε αυτές για τις νέες θα πρέπει να αναµένεται ως απόρροια και της λογικής. Ενδεικτικά, οι οριακές τιµές εκποµπής 2
διοξειδίου του θείου και σωµατιδίων από τις υφιστάµενες Μεγάλες Εγκαταστάσεις Καύσης είναι γενικά διπλάσιες των αντίστοιχων τιµών για τις νέες Εγκαταστάσεις. Είναι θέµα διαπραγµατευτικής ικανότητας να πεισθούν οι τεχνοκράτες των εταίρων µας ότι όσο αποδεκτό είναι σε δύο νέους αεριοστροβίλους στην Ελλάδα και στη Γερµανία να επιβληθούν οι ίδιες οριακές τιµές εκποµπής, τόσο µη αποδεκτό είναι να επιβληθούν οι ίδιες οριακές τιµές εκποµπής σε ένα µεσαίου µεγέθους υφιστάµενο ελληνικό χυτήριο και σε ένα πολλαπλασίου µεγέθους γερµανικό. Για την περιβαλλοντική αδειοδότηση µιας δραστηριότητας η Οδηγία (άρθρο 3) απαιτεί τον εκ των προτέρων σχεδιασµό για την αντιµετώπιση κάθε κινδύνου ρύπανσης κατά την οριστική παύση της δραστηριότητας και για την ικανοποιητική αποκατάσταση του χώρου της εκµετάλλευσης. Τουλάχιστον για την ελληνική πραγµατικότητα, αυτή η υποχρέωση αποτελεί νεωτερισµό (εξαιρείται η περίπτωση των λατοµείων). Η σηµερινή εικόνα ερειπωµένων κτιρίων και εξοπλισµού τουλάχιστον στα πλαίσια της εφαρµογής της Οδηγίας δεν έχει θέση. Άντ αυτής, αποξήλωση εγκαταστάσεων, αποκατάσταση, ίσως και παρακολούθηση της ποιότητας, εδαφών και δαπάνη, όχι πάντοτε ευκαταφρόνητη. Πηγή προβληµατισµού θα αποτελέσει η απορρέουσα από διάφορες Κοινοτικές Οδηγίες κατάρτιση των λεγοµένων ισοδυνάµου αποτελέσµατος εθνικών σχεδίων για τον έλεγχο εκποµπών, που επιτρέπουν µια χαλαρότερη αντιµετώπιση ορισµένων εγκαταστάσεων µε αντιστάθµισµα µια αυστηρότερη αντιµετώπιση ορισµένων άλλων (πρβλ. ΚΥΑ 11641/1942/02 για τη χρήση διαλυτών και Οδηγία 2001/80/ΕΚ για τις Μεγάλες Εγκαταστάσεις Καύσης). Η χαλαρότερη αντιµετώπιση κάποιων εγκαταστάσεων, ως πρακτική, θα περιορισθεί από τις αυστηρότερες διατάξεις της Οδηγίας ή τελικά θα υπάρξει ευελιξία, δηλαδή η Οδηγία 96/61/ΕΚ θα περιορίσει το ενδιαφέρον της αυστηρά σε τοπικό επίπεδο; Είναι χρήσιµο στο σηµείο αυτό να αναφερθεί ότι η έννοια των Β Τ είναι σαφώς προσδιορισµένη στην Οδηγία και καλύπτει τις εγκαταστάσεις που εµπίπτουν στις διατάξεις της. Προβληµατισµός γεννάται για την περίπτωση µονάδων µέσης όχλησης της Περιφέρειας Αττικής που δεν εµπίπτουν στις διατάξεις της Οδηγίας και µε βάση το Νόµο 2965/01 (ΦΕΚ 270Α) για τη βιώσιµη ανάπτυξη Αττικής υποχρεούνται στην εφαρµογή µέτρων που συν τοις άλλοις ανταποκρίνονται σε Β Τ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Ο προβληµατισµός τόσο των Υπηρεσιών, όσο και των επιχειρήσεων είναι έντονος και στην περίπτωση των νέων εγκαταστάσεων, αλλά κυρίως στην περίπτωση του εκσυγχρονισµού εγκαταστάσεων µε την προοπτική της (πρόωρης) προσαρµογής στις διατάξεις της Οδηγίας. Στις περιπτώσεις όπου δεν έχουν καθορισθεί οριακές τιµές εκποµπής, δηλαδή δεν έχουν οριστικοποιηθεί τα αντίστοιχα BREFs, όπως στον κλάδο των τροφίµων, οι Υπηρεσίες πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη να εικάσουν και να διακινδυνέψουν την επιβολή µιας οριακής τιµής, είτε πιο χαλαρής από το εύρος τιµών που θα καθορισθεί σε Κοινοτικό επίπεδο, µε τελικό αποτέλεσµα την ανάγκη για µια εκ των υστέρων επιπρόσθετη δαπάνη, είτε πιο αυστηρής, µε τελικό αποτέλεσµα µια υψηλότερη δαπάνη, αχρείαστη µε καθαρά οικονοµικά κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση είναι η αγωνία της επιχείρησης, που µπορεί να έχει όλη την καλή προαίρεση, αλλά διστάζει, γιατί αν σε ένα βαθµό για τις νέες εγκαταστάσεις µπορεί να λεχθεί ότι οι κανόνες του παιχνιδιού, γνωστοί εκ των προτέρων, µπορούν να επηρεάσουν τις 3
όποιες επιχειρηµατικές επιλογές εν τη γενέσει τους, στην περίπτωση των υφισταµένων εγκαταστάσεων ο καθορισµός των οριακών τιµών εκποµπών µπορεί να επηρεάσει ακόµη και τη βιωσιµότητα µιας εγκατάστασης. Η υπαιτιότητα σε ποιον ανήκει; Πολύ κοµψά διατυπωµένο, κατά τα φαινόµενα, στην καθυστέρηση των εργασιών στις Βρυξέλλες. Το κρίµα δεν βαρύνει πάντα τη χώρα µας. Πιθανότατο σηµείο τριβών ιοίκησης, επιχειρήσεων και της τοπικής και µη τοπικής κοινωνίας, µε παρατηρητή στο βάθος την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα αποτελέσουν τα περί εκσυγχρονισµού ή/ και προσαρµογής υφισταµένων εγκαταστάσεων. Ενδεικτικά, εγκατάσταση, στην οποία έχουν επιβληθεί χαλαρές οριακές τιµές εκποµπής σύµφωνα µε την ελληνική νοµοθεσία, προσαρµόζεται στα της Οδηγίας µε την εφαρµογή αντιρρυπαντικής τεχνολογίας µε απόδοση, η οποία κρίνεται επαρκής από τη ιοίκηση, ανεπαρκής από τους περίοικους. Τα περί τεχνικών χαρακτηριστικών µιας συγκεκριµένης εγκατάστασης, της γεωγραφικής θέσης και των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη για τον καθορισµό των οριακών τιµών εκποµπής (άρθρο 9) επιδέχονται ποικίλων ερµηνειών από όλους τους ενδιαφεροµένους. ΥΣΧΕΡΕΙΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ Σε πλήθος περιπτώσεων η απλή σύγκριση προτεινόµενων από τα BREFs οριακών τιµών εκποµπών µε τις αντίστοιχες ελληνικές τιµές, αν υφίστανται, είναι καταλυτική. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των σωµατιδίων, όπου για τις εγκαταστάσεις χύτευσης και παραγωγής γυαλιού οι τιµές είναι 1-5 mg/nm 3 και 100 ή 150 mg/m 3 αντίστοιχα. Αν δεχθούµε ότι σήµερα στις προαναφερόµενες εγκαταστάσεις τηρείται οριακά η εθνική οριακή τιµή, γίνονται εύκολα αντιληπτές οι (και οικονοµικές) δυσχέρειες για την προσαρµογή µε τις προτεινόµενες από το σχετικό BREF τιµές. Σε ορισµένους κλάδους, όπως αυτός των κεραµοποιείων, που σήµερα αντιµετωπίζουν δυσχέρειες ακόµη και µε την απλή τήρηση των περιβαλλοντικών όρων, βασισµένων στο ελληνικό νοµοθετικό πλαίσιο, οι δυσχέρειες αναµένεται να ενταθούν και µόνο µε την ιδέα εφαρµογής Βέλτιστων ιαθέσιµων Τεχνικών. Ο θόρυβος, µια µάλλον περιθωριοποιηµένη περιβαλλοντική παράµετρος, υπό το πρίσµα της Οδηγίας µπορεί να παρουσιάσει ανυπέρβλητες δυσχέρειες, ιδίως στην περίπτωση θορυβωδών δραστηριοτήτων εγκατεστηµένων σε µικρά γήπεδα. Χαρακτηριστικό παράδειγµα συνιστά ένας τυπικός σταθµός της ΕΗ σε νησί. Συχνά, αν όχι δίπλα, οπωσδήποτε στη γειτονία κατοικιών (συχνά µεταγενέστερων του σταθµού) και σε απόσταση λίγων δεκάδων µέτρων. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ Με βάση το άρθρο 15 της Οδηγίας οι εγκαταστάσεις που εµπίπτουν στις διατάξεις της υποχρεούνται στην καταγραφή των εκποµπών στην ατµόσφαιρα και στα νερά µιας σειράς ρύπων (επί του παρόντος, 50), όταν υπερβαίνονται συγκεκριµένες κατά περίπτωση οριακές τιµές, εκφρασµένες σε kg/y. Οι οριακές τιµές κρίνονται αρκετά χαµηλές µε αποτέλεσµα η καταγραφή να αφορά σηµαντικό πλήθος εγκαταστάσεων. Ενδεικτικά, οι εγκαταστάσεις µε ηµερήσια κατανάλωση µαζούτ περίπου 70 t και 10 t υποχρεούνται στην καταγραφή των εκποµπών NOx και SO2, αντίστοιχα. 4
Τα στοιχεία, αρχής γενοµένης από αυτά του έτους 2001, θα εντάσσονται στο λεγόµενο Ευρωπαϊκό Μητρώο Ρυπογόνων Εκποµπών (EPER), προσπελάσιµο από το κοινό µέσω του ιαδικτύου, µε την προοπτική να ενσωµατώνονται υπό επεξεργασµένη µορφή σε σχετική κοινοτική έκθεση. Οι πρώτοι προβληµατισµοί αφορούν την πιθανή σύνδεση του EPER µε άλλες απαιτήσεις στα πλαίσια άλλων Μητρώων, καθώς και το ενδεχόµενο (µάλλον τη βεβαιότητα) µεταβολών στον κατάλογο των ρύπων. εδοµένης της έκφρασης των οριακών τιµών σε kg/y, θα πρέπει να τονισθεί ότι αυτές αφορούν: - αθροιστικά, το σύνολο των µονάδων που εντάσσονται στις διατάξεις της Οδηγίας και βρίσκονται στον ίδιο χώρο - τις εκποµπές µετά την ενδεχόµενη κατεργασία των αποβλήτων. Πώς πραγµατοποιείται η καταγραφή; Χωρίς να είναι σαφές, συνάγεται ότι είναι αποδεκτές και οι υπολογιστικές µέθοδοι και οι µετρήσεις. εδοµένου όµως ότι ο στόχος είναι η συγκρισιµότητα των στοιχείων είναι αναµενόµενο ότι, όπου είναι δυνατόν, θα προβλεφθεί/ επιβληθεί η διενέργεια µετρήσεων και µάλιστα σε συνεχή βάση, τουλάχιστον για τους κλασσικούς ρύπους, ενώ θα πρέπει να υπάρχει και ένα αξιόπιστο σύστηµα συλλογής, επεξεργασίας και ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων. Προβληµατισµός γεννάται για τον συνολικό έλεγχο της ποιότητας των µετρήσεων και γενικότερα των στοιχείων των εκποµπών, ώστε η λειτουργία του όλου συστήµατος στη χώρα µας να είναι ουσιαστική και εν τέλει αξιόπιστη. ΚΑΤΑΚΛΕΙ Α Η Οδηγία 96/61/ΕΚ αποτελεί νοµοθέτηµα που καλύπτει ευρύ φάσµα δραστηριοτήτων και στην πλήρη εφαρµογή της πρόκειται να επηρεάσει σηµαντικά τόσο το κύκλωµα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης της χώρας µας, όσο και τον τρόπο σκέψης και δράσης της ιοίκησης και των επιχειρήσεων. Είναι βέβαιο ότι οι εγκαταστάσεις που εµπίπτουν στις διατάξεις της Οδηγίας θα υποχρεωθούν να προσαρµοσθούν σε ένα σαφώς πιο περιοριστικό και οικονοµικά δαπανηρότερο πλαίσιο, όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιδόσεις τους. Τουλάχιστον σε ορισµένες περιπτώσεις το πλαίσιο δεν είναι απολύτως σαφές και τα αποτελέσµατα της όποιας ευελιξίας διαθέτουν οι αρµόδιες Αρχές για την επιλογή οριακών τιµών εκποµπών ή άλλων περιβαλλοντικού χαρακτήρα µέτρων ουσιαστικά θα απαιτούν την αποδοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να ενσωµατώσουν στην πολιτική τους και την έννοια της περιβαλλοντικού χαρακτήρα δαπάνης, µε καθαρά οικονοµικά κριτήρια µη ανταποδοτικής για αυτές. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι το όλο περιεχόµενο της Οδηγίας δεν είναι στατικό, αλλά δυναµικό και κατά συνέπεια ότι δεν πρέπει να ενεργούν ως απαθείς παρατηρητές και παθητικοί δέκτες αποφάσεων. Είτε σε συνεργασία µε τη ιοίκηση, είτε 5
συµµετέχοντας σε κλαδικά Όργανα, οι επιχειρήσεις έχουν περιθώρια σε κοινοτικό επίπεδο να επηρεάζουν τις εξελίξεις ενδεχοµένως αναδεικνύοντας έπ ωφελεία τους και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής παραγωγικής εγκατάστασης. Προσωπικα/ΤΕΕ-IPPCεισηγ10.02 6