ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΕΣ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΩΝ ΜΑΣ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΩΝ... σελ.



Σχετικά έγγραφα
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης

Κοινή Γεωργική Πολιτική και Αγροτική Ανάπτυξη ( )

Διαχρονική Εξέλιξη των Μεγεθών του Εξωτερικού Εμπορίου Αγροτικών Προϊόντων στην Ελλάδα την Περίοδο

Αυτάρκεια Αγροτικών ιατροφικών Προϊόντων

Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Ελληνικού Πρωτογενούς Τομέα

Ι. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε.

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

Πρόσφατες Εξελίξεις στην Αγροτική Οικονοµία. της Ελλάδος

Κτηνοτροφία Ορεινών Περιοχών & Κοινωνική Επιχειρηματικότητα ΚΑΝΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

Η Κτηνοτροφία σήμερα: προβλήματα & προοπτικές

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ ΣΤΟ ΝΈΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα: Γ (Αγροτικής Στατιστικής)

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη, 14 Μαρτίου 2017

Ελληνικό Αγρο-διατροφικό Σύστημα και Κ.Α.Π. Κλωνάρης Στάθης Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη Εξωτερικό εμπόριο Ισπανίας για το Γενικά χαρακτηριστικά

Η Μεταρρύθμιση της ΚΓΠ το Ενδιάμεση Αναθεώρηση (Midterm Review)

ΙΚΤΥΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

ECONOMIST CONFERENCES ΟΜΙΛΙΑ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

Ταμείου Αγροτικής Επιχειρηματικότητας,

ΘΕΜΑ : Προσδιορισμός του εισοδήματος που αποκτάται από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολόγηση αυτού

Του Δημήτρη Λώλη, Γεωπόνου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

«ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΓΡΟΤΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ » Ομιλητής: Ιωαννίδης Απόστολος Πρόεδρος Δ.Σ. EUROAGRO A.E

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟ ΤΟΜΕΑ KAI ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Perrotis College Dr. Konstantinos Rotsios Mr. Nikolaos Gizgis

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ

Ομιλία Προέδρου Συνεταιρισμού ΘΕΣγη, Παναγιώτη Καλφούντζου Συνέδριο Economist Λάρισα, 3 Μαϊόυ 2018

ΜΗΝΙΑΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Φύλλο 9 Αύγουστος Επιμέλεια και σύνταξη Τζανέτος Καραντζής Σύμβουλος Ο.Ε.Υ.

ΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ 1

Η νέα µεταρρύθµιση της ΚΑΠ:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους

Ζωγραφάκης Σταύρος. 6 Ιουνίου 2012

Η προοπτικές μεταρρύθμισης της ΚΑΠ :

INCOFRUIT - (HELLAS) ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΞΑΓΩΓΗΣ,ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΦΡΟΥΤΩΝ-ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΧΥΜΩΝ

Η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ το 2003 στην Ελλάδα. Εφαρμογή & Προοπτικές

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Προκλήσεις, προτάσεις και προοπτικές της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής. του Τάσου Χανιώτη 1

Εμπορικό Ισοζύγιο τροφίμων

Βασικά Σημεία της Διαμόρφωσης της Εθνικής Πρότασης για τη νέα ΚΑΠ

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ -ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Οι 14 βασικές αλλαγές που γίνονται στο γεωργοασφαλιστικό σύστημα με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου είναι οι ακόλουθες:

Ο ρόλος της βιομάζας για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας

Ηέννοιατωναγροτικών προϊόντων ΝΤΟΥΜΗΠ. Α.

ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΑ ΠΟΤΑ

Στρατηγική για την ελληνική γεωργία και την ύπαιθρο στο πλαίσιο της ΚΓΠ με ορίζοντα το 2020

Οι ΜμΕ στην Ελλάδα και ο διεθνής ανταγωνισμός

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. μήνα Νοέμβριο 2016, σε σύγκριση με τον δείκτη του

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Πρεσβεία της Ελλάδος στο Παρίσι Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων. Γαλλική Αγορά Κοτόπουλου

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

young people in agriculture remains stable. Brussels: Eurostat, Statistics in Focus, Theme 5-7/2002.

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ Τμήμα Χονδρικών Τιμών και Τιμαρίθμων

Ημερομηνία: Σεπτέμβριος 8, 2016

Η αλήθεια για το γάλα

Κοινή Αγροτική Πολιτική , εστιάζοντας στην ανάπτυξη ΥΠΑΑΤ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)

-Ερωτ.: Θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα και μετά το 2013 και σε τι ύψος; - Η απάντηση είναι ναι.

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

Ενημερωτικό δελτίο για το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης για την Ελλάδα

Ι. Οικονομικές εξελίξεις στην Βουλγαρία (Ιανουάριος Σεπτέμβριος 2010)

ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΙΜΩΝ ΕΙΣΡΟΩΝ ΚΑΙ ΕΚΡΟΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ-ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ: Δεκέμβριο

Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική και η βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη στην Ελλάδα

Ο κλάδος Μεταποίησης Τροφίμων και Ποτών στην Ελλάδα : προβλήματα και προοπτικές ανάπτυξης

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΞΑΓΩΓΕΩΝ ΚΡΑΤΙΝΟΥ ΑΘΗΝΑ FAX: site:

Έλλειµµα

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

Ε.Ε. Αποκλειστικό Πώς, πόσο και γιατί Χαµένοι από την ΚΑΠ του 2013;

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Η ενίσχυση της βιομηχανίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής ως προτεραιότητα για την ανάκαμψη της οικονομίας

Στοιχεία: EUROSTAT για το 2005

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

Θέμα: Ανάλυση διμερούς εμπορίου Ελλάδος- Ισπανίας για το 2008

Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. Εθνική Στρατηγική ΕΤΑΚ για την Έξυπνη Εξειδίκευση Αγροδιατροφή

Αειφορία και Αγροτική ανάπτυξη Δρ Ηλίας Ελευθεροχωρινός, Καθηγητής, Εργαστήριο Γεωργίας, Γεωπονική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

«ΟΡΘΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ» Γκουλιαδίτη Φρειδερίκη Γεωπόνος Κέντρο Μελισσοκομίας ΠΑΣΕΓΕΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΡΩΣΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

«Η επιχειρηματικότητα στις ορεινές περιοχές του Δήμου Πύλης»

Aσφάλεια και ποιότητα δύο βασικοί πυλώνες της στρατηγικής ανάπτυξης του αγροδιατροφικού τομέα

Πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις στη Βουλγαρία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΔΙΑΒΑΘΜΗΤΟ

Ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων ΤΙΤΛΟΣ ΜΕΤΡΟΥ. Ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

Οικονομικές επιπτώσεις από την αύξηση των συντελεστών ΕΦΚ στα προϊόντα καπνού και πετρελαίου

Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Συμβολή στην οικονομία, εξελίξεις και προκλήσεις

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ «Η

Transcript:

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΕΣ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΩΝ ΜΑΣ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΩΝ... σελ. 3 Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ: Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ... σελ. 24 ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ... σελ. 45 ΒΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ... σελ. 63 TPIMHNIAIA ΕΚΔΟΣΗ / ΙΟΥΝΙΟΣ 2009 / ΤΕΥΧΟΣ 109

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ 2009 ΤΕΥΧΟΣ 109 Το "Οικονομικό Δελτίο", πέραν του πληροφοριακού χαρακτήρος του, αποβλέπει στη συμβολή της Alpha Bank σε επίκαιρους οικονομικούς προβληματισμούς. Τα κείμενα του συντάσσονται κατά κανόνα από τα στελέχη της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Τραπέζης. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την παράκληση να αναφέρεται η πηγή και να στέλνονται στον εκδότη τα σχετικά δημοσιεύματα. Tριμηνιαία Έκδοση της Alpha Bank A.E. Υπεύθυνος σύμφωνα με το Νόμο: M. E. Μασουράκης Σταδίου 40, 102 52 AΘHNAI Επιμέλεια / Παραγωγή: 2 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Ο Αγροτικός Τομέας στην Ελλάδα: Επιδοτήσεις και Παροχές Αντί για Αξιοποίηση των Συγκριτικών μας Πλεονεκτημάτων Εισαγωγή Ο αγροτικός τομέας είναι ένας τομέας με μεγάλα περιθώρια αναπτύξεως στην Ελλαδα, αφού η χώρα μας κατέχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξή του. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, η ανάπτυξη του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα κατατρύχεται από τις αρνητικές επιπτώσεις της ακολουθούμενης αγροτικής πολιτικής. Ο αγροτικός τομέας συνιστά παραγωγική δραστηριότητα η οποία συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία, την περιφερειακή ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και τη διατροφή του πληθυσμού. Θα πρέπει δε να εξασφαλίζει την ποιότητα και την υγιεινή των τροφίμων και την προστασία του περιβάλλοντος σε κάθε χώρα. Στην Ελλάδα ειδικότερα, είναι ένας τομέας με μεγάλα περιθώρια αναπτύξεως, αφού η χώρα μας κατέχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξή του. Ανεξαρτήτως της συμβολής του στην παραγωγή και στην ανάπτυξη της οικονομίας, ο αγροτικός τομέας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για κάθε χώρα διότι η ανάπτυξή του συμβάλλει 1 : α) Στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας, η οποία, με τη σειρά της, εξασφαλίζει την ισόρροπη ανάπτυξη της υπαίθρου με τα αστικά κέντρα. β) Στη διατήρηση και ανάπτυξη του φυσικού περιβάλλοντος, δεδομένου ότι ο αγροτικός τομέας είναι ο κύριος χρήστης των εδαφικών πόρων κάθε χώρας. γ) Στην εξασφάλιση της διατροφικής (επισιτιστικής) ασφάλειας και της ασφάλειας των τροφίμων για κάθε χώρα μέσω της διατηρήσεως της δυνατότητας εγχώριας παραγωγής των βασικών αγροτικών προϊόντων. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, η ανάπτυξη του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα κατατρύχεται από τις αρνητικές επιπτώσεις της ακολουθούμενης αγροτικής πολιτικής, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι τα ακόλουθα: α) Η εμμονή στην οικογενειακή εκμετάλλευση (αντί της επιχειρηματικής αναπτύξεως) που διαιωνίζει τον κατακερματισμό και τη χαμηλή και μειούμενη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. β) Η επιδίωξη (από την κυβέρνηση και τα κόμματα) αφενός της αποφυγής του πολιτικού κόστους, με άμεση εξυπηρέτηση των εισοδηματικών και άλλων απαιτήσεων των αγροτών και μάλιστα συχνά υπό την πίεση σημαντικών αντικοινωνικών κινητοποιήσεων, και, αφετέρου, της αποσπάσεως πολιτικών ωφελειών μέσω παροχών στον αγροτικό τομέα, οι οποίες χρηματοδοτούνται όχι από την τρέχουσα φορολογία αλλά από τις μελλοντικές γενιές. Για παράδειγμα, οι πληρωμές για αγροτικές συντάξεις αυξήθηκαν το 2008 κατά 1,31 δισ., ή κατά 47%, έναντι του 2006. Στην ίδια περίοδο το έλλειμμα της γενικής κυβερνήσεως αυξήθηκε από 5,99 δισ. το 2006 σε 12,2 δισ. το 2008. Στο ανωτέρω πλαίσιο διαμορφώνεται και η επικέντρωση των επιδιώξεων των αγροτών και των Συνεταιριστικών τους Οργανώσεων στη μεγιστοποίηση των διαθεσίμων ευρωπαϊκών και εθνικών επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων και παροχών, αντί της εκμεταλλεύσεως των συγκριτικών πλεονεκτημάτων 1. Βλέπε Κ. Παχάκη (2006), «Η Ελληνική Γεωργία Ενώπιον των Νέων Συνθηκών και Θεσμικού Πλαισίου», Εκθέσεις 46, ΚΕΠΕ, σελ. 30-31. 3 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

της χώρας μας για παραγωγή αγροτικών προϊόντων σε ανταγωνιστικό κόστος και με ικανοποιητική ζήτηση στην εγχώρια και τις ξένες αγορές. Στη δημόσια συζήτηση φαίνεται να έχει αποκλεισθεί η δυνατότητα της χώρας μας να παράγει αγροτικά προϊόντα σε ανταγωνιστικό κόστος, δηλαδή προϊόντα που να μπορούν να πωληθούν στην εγχώρια και τις ξένες αγορές χωρίς υπέρμετρη προστασία και κρατικές επιχορηγήσεις. Ωστόσο, οι εγχώριοι καταναλωτές επιθυμούν γηγενή γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για να τα αγοράσουν. Ειδικότερα, το διεκδικητικό πλαίσιο των αγροτών (μέσω των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων) φαίνεται να εξαντλείται στις ακόλουθες επιδιώξεις: α) στην αύξηση των αγροτικών συντάξεων χωρίς καταβολή εισφορών, β) στην αύξηση των αποζημιώσεων από διαπιστωμένες (ή και ανύπαρκτες) καιρικές καταστροφές, γ) στην απαλλαγή από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές (αφορολόγητα αυτοκίνητα και καύσιμα, μεγαλύτερες επιστροφές ΦΠΑ, κ.ά.), δ) στην αύξηση των επιδοτήσεων των τόκων, ή/και την επίτευξη άτοκων δανείων και, τελικά, την πλήρη διαγραφή των χρεών, ε) στην εξασφάλιση αυξημένων επιδοτήσεων της ηλεκτρικής ενέργειας, των λιπασμάτων, του κόστους αποθηκεύσεως, της χρήσεως των υδάτων, κ.ά. Αντίθετα, στη δημόσια συζήτηση φαίνεται να έχει αποκλεισθεί η δυνατότητα της χώρας μας να παράγει αγροτικά προϊόντα σε ανταγωνιστικό κόστος, δηλαδή προϊόντα που να μπορούν να πωληθούν στην εγχώρια και τις ξένες αγορές χωρίς υπέρμετρη προστασία και κρατικές επιχορηγήσεις. Άλλωστε, η ύπαρξη συγκριτικών πλεονεκτημάτων στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα φαίνεται να υποβαθμίζεται, παρότι: α) Η ποιότητα και η θρεπτική αξία των ελληνικών γεωργικών προϊόντων έχει αναγνωρισθεί ευρέως τόσο στην εγχώρια όσο και τις ξένες αγορές. Οι εγχώριοι καταναλωτές επιθυμούν γηγενή γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για να τα αγοράσουν. β) Υπάρχουν σήμερα παραδείγματα πολλών ελληνικών γεωργικών επιχειρήσεων και συνεταιρισμών που λειτουργούν με εξαιρετική επιτυχία, προσφέρουν υψηλής ποιότητας προϊόντα μέσω εκτεταμένων δικτύων διανομής στην Ελλάδα και σε ξένες αγορές, εξασφαλίζοντας ικανοποιητικά κέρδη αλλά και αξιοποιώντας τις κρατικές ενισχύσεις. γ) Αναγνωρίζεται από εξειδικευμένους επιστήμονες ότι «το φυσικό περιβάλλον του ελληνικού αγροτικού χώρου παρέχει μεγάλες δυνατότητες για παραγωγή ποικιλίας γεωργικών προϊόντων ποιότητας» 2. Έως το 2005, βασική επιδίωξη των γεωργικών φορέων ήταν η μεγιστοποίηση της παραγωγής, αποσκοπώντας στη μεγιστοποίηση των επιδοτήσεων, οι οποίες έως τότε προσδιορίζονταν ανά τόνο ή ανά στρέμμα. Έτσι, η παραγωγή πολλών προϊόντων έφθασε σε υψηλά επίπεδα, χωρίς να δίδεται η δέουσα προσοχή στην εξασφάλιση σύγχρονης οργανωτικής δομής και στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Επίσης, δεν δόθηκε προσοχή στην εξασφάλιση της υψηλής ποιότητας της παραγωγής και στη δημιουργία δικτύων πωλήσεων στην Ελλάδα και σε ξένες αγορές, στη συνετή διαχείριση των φυσικών μας πόρων και της χρήσεως των λιπασμάτων, ούτε στην προστασία του περιβάλλοντος. Βέβαια, στη συνέχεια, με την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) το 2006, ο τρόπος καταβολής των επιδοτήσεων άλλαξε. Με την νέα ΚΑΠ, και για τη μεταβατική περίοδο έως το 2013, υιοθετήθηκε η Ενιαία Αποδεσμευμένη Ενίσχυση (ΕΑΕ), σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αγρότες λαμβάνουν ουσιαστικά το σύνολο της κοινοτικής επιδοτήσεως που ελάμβαναν στην περίοδο 2000-2002, ακόμη και εάν έχουν διακόψει πλήρως την παραγωγή των προϊόντων που παρή- 2. Φώτιος Βακάκης (2009), «Η Μελλοντική Εικόνα της Ελληνικής Γεωργίας». 4 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Η νέα ΚΑΠ δίδει τη δυνατότητα για μία εκ βάθρων αναδιάρθρωση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, δηλαδή για εκθεμελίωση του μη βιώσιμου υποδείγματος αγροτικής αναπτύξεώς της και την υιοθέτηση ενός άλλου υποδείγματος το οποίο θα έχει ανταγωνιστική βάση. Από πολλές πλευρές εκτιμάται ότι τα αναπτυξιακά προγράμματα με στόχο την διευκόλυνση της αναδιαρθρώσεως της ελληνικής παραγωγής θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερα και καλύτερα οργανωμένα και να χρηματοδοτούνται περισσότερο, αντί των σημερινών εισοδηματικών ενισχύσεων. γαγαν έως το 2005. Με αυτά ως βάση, έχουν τώρα τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τις μεγάλες εκτάσεις που απελευθερώνονται για παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων για πώληση στην εγχώρια ή τις ξένες αγορές ώστε να επιτυγχάνουν περαιτέρω αύξηση των εισοδημάτων τους. Μέρος μόνο της επιδοτήσεως για ορισμένα προϊόντα (π.χ. 35% για το βαμβάκι, 65% για τα εσπεριδοειδή) προσδιορίζεται ακόμη βάσει των καλλιεργούμενων στρεμμάτων και επομένως απαιτείται η παραγωγή τους. Η νέα ΚΑΠ δίδει τη δυνατότητα για μία εκ βάθρων αναδιάρθρωση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, δηλαδή για εκθεμελίωση του μη βιώσιμου υποδείγματος αγροτικής αναπτύξεώς της και την υιοθέτηση ενός άλλου υποδείγματος το οποίο θα έχει ανταγωνιστική βάση. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν την ανωτέρω αλλαγή στην ΚΑΠ ήταν ενδεικτικές της μη βιωσιμότητας της γεωργικής αναπτύξεως της Ελλάδας, όπως αυτή είχε εξελιχθεί έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Από το 2006 και μετά η παραγωγή των βασικών γεωργικών προϊόντων μειώθηκε κατακόρυφα. Ωστόσο, ακόμη και η αναθεώρηση της ΚΑΠ δεν εκλήφθηκε ως μοναδική ευκαιρία για αναδιάρθρωση της παραγωγής και ανάπτυξη του ελληνικού γεωργικού τομέα με στόχο την ανταγωνιστική του βιωσιμότητα. Προτάσεις για τη σταδιακή ανάπτυξη ανταγωνιστικής παραγωγής σε διάφορα προϊόντα υπάρχουν πολλές. Η υλοποίησή τους όμως υστερεί. Το Υπουργείο Ανάπτυξης και Τροφίμων από την πλευρά του, με τη συνεργασία Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών, δημιουργεί ένα σύστημα άνω των 800 εξειδικευμένων γεωργικών συμβούλων (γεωπόνων, κτηνιάτρων, γεωτεχνικών, κ.ά.) εγκατεστημένων σε όλη τη χώρα, τους οποίους θα μπορούν να συμβουλεύονται οι αγρότες και οι αγροτικές επιχειρήσεις, τόσο για την αποτελεσματική εφαρμογή της νέας ΚΑΠ όσο και για την παραγωγή ανταγωνιστικών και υψηλής ποιότητας προϊόντων. Το πρόγραμμα των Αγροτικών Συμβούλων θα λειτουργήσει παράλληλα με τα Κέντρα Αγροτικής Αναπτύξεως που ήδη λειτουργούν σε όλες τις περιοχές της χώρας. Εντάσσεται δε στον Άξονα 1 του Προγράμματος Αγροτικής Αναπτύξεως 2007-2013» με συνολική δαπάνη 35 εκατ. Βέβαια, από πολλές πλευρές εκτιμάται ότι τα αναπτυξιακά προγράμματα με στόχο την διευκόλυνση της αναδιαρθρώσεως της ελληνικής παραγωγής θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερα και καλύτερα οργανωμένα και να χρηματοδοτούνται περισσότερο, αντί των σημερινών εισοδηματικών ενισχύσεων. Υπάρχουν, επίσης σήμερα, παραδείγματα πλήθους επιτυχημένων επιχειρηματικών δράσεων στον ελληνικό αγροτικό τομέα, είτε από ιδιώτες επιχειρηματίες είτε από συνεταιριστικές οργανώσεις, όπως προαναφέρθηκε, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπα για την ανάπτυξη των ελληνικών αγροτικών επιχειρήσεων στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Οι επιτυχημένες αυτές δράσεις έχουν κατορθώσει να αξιοποιήσουν διάφορα ελληνικά προϊόντα, να εκμεταλλευθούν τις δυνατότητες που τους δίδει το διαδίκτυο ώστε να «κατακτήσουν» απομακρυσμένες αγορές (π.χ. εξάγονται ψάρια απευθείας από τον αλιέα της Καλύμνου στον τελικό καταναλωτή στην Γερμανία), να δημιουργήσουν και να προωθήσουν νέα προϊόντα (π.χ. παραδοσιακά γλυκά), να πωλούν παραδοσιακά γεωργικά προϊόντα (όπως το ελαιόλαδο) απευθείας στον τελικό καταναλωτή (μέσω διαδικτύου ή τηλεφώνου), να δημιουργούν επιτυχημένους 5 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Ως βασικός παράγων που εμποδίζει την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργικής παραγωγής τις τελευταίες δεκαετίες θεωρείται η παρατηρούμενη, πολλές φορές, μεγάλη διαφορά μεταξύ της τιμής που απολαμβάνει ο παραγωγός και της τιμής που πληρώνει ο τελικός καταναλωτής. Το ερώτημα είναι, εάν πράγματι υπάρχει αυτή η διαφορά, τότε γιατί οι αγροτικές επιχειρήσεις δεν οργανώνουν την παραγωγή και τη διάθεση των προϊόντων τους έτσι ώστε να απολαμβάνουν οι ίδιοι αυτό το κέρδος; συνεταιρισμούς για την εκμετάλλευση και προώθηση της ντόπιας παραγωγής, κ.ά. Υπάρχουν, τέλος, τα παραδείγματα επιτυχούς οργανώσεως των γεωργικών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που διαθέτουν λιγότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα αναπτύξεως του αγροτικού τομέα από ό,τι η Ελλάδα. Όλα αυτά αγνοούνται και διαβάλλονται ενώπιον των αγροτών από προβεβλημένους συνδικαλιστές στον αγροτικό τομέα. Γενικότερα, το κόστος παραγωγής και διανομής δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπ όψιν στην Ελλάδα κατά την επιχειρηματική επιλογή των προϊόντων που θα παραχθούν ή του τρόπου και της οργανώσεως της παραγωγής και της διανομής τους. Για παράδειγμα, ως βασικός παράγων που εμποδίζει την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργικής παραγωγής τις τελευταίες δεκαετίες θεωρείται η παρατηρούμενη, πολλές φορές, μεγάλη διαφορά μεταξύ της τιμής που απολαμβάνει ο παραγωγός και της τιμής που πληρώνει ο τελικός καταναλωτής. Το ερώτημα είναι, εάν πράγματι υπάρχει αυτή η διαφορά και αποτελεί σημαντικό κέρδος για τους «μεσάζοντες», τότε γιατί οι αγροτικές επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και συνεταιριστικές οργανώσεις δεν οργανώνουν την παραγωγή και τη διάθεση των προϊόντων τους έτσι ώστε να απολαμβάνουν οι ίδιοι αυτό το κέρδος; Εάν, για παράδειγμα, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και οι Ενώσεις τους επιδιώκουν κυρίως τη διανομή των αγροτικών επιδοτήσεων, ή άλλες μη επιχειρηματικές δραστηριότητες, τότε εκεί θα πρέπει να αναζητηθεί το πρόβλημα. Άλλωστε, κάποιος πρέπει να μεταφέρει τα προϊόντα στον καταναλωτή, σε ικανοποιητικές ποσότητες, στην κατάλληλη συσκευασία και με την ανάλογη ποιότητα. Εάν αυτό το κάνουν μόνο «οι μεσάζοντες», τότε οι τελευταίοι προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες και για αυτό αμείβονται. Στη συνέχεια της παρούσας εργασίας αναλύονται οι εξελίξεις στον τομέα της αγροτικής παραγωγής και απασχολήσεως στην Ελλάδα, η συμβολή του αγροτικού τομέα στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και οι πολιτικές που οδήγησαν στη σημερινή σημαντική υποβάθμιση του αγροτικού τομέα στη χώρα μας. Η συμβολή του αγροτικού τομέα στην εγχώρια παραγωγή μειώνεται ταχύτατα Μετά τις ανωτέρω διαπιστώσεις, δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η συμβολή του πρωτογενούς τομέα στη διαμόρφωση της εγχώριας ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της χώρας παρουσιάζει ταχεία μείωση τα τελευταία έτη, από 9,9% το 1995 στο 3,3% το 2008 (Πίνακας 1). Το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα στην εγχώρια παραγωγή μειώθηκε κατά 6,6 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) από το 1995 και κατά 3,3 π.μ. του ΑΕΠ από το 2000. Είναι εμφανές ότι η παραγωγή του γεωργικού τομέα φθίνει στην Ελλάδα με πολύ υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα του Πίνακα 1 και του Διαγράμματος 1. Η μείωση της συμβολής του αγροτικού τομέα σε πολλές χώρες οφείλεται ασφαλώς στη μεγέθυνση του τομέα των υπηρεσιών με ρυθμό υψηλότερο από τον αντίστοιχο του πρωτογενούς τομέα. Είναι μία εξέλιξη αναμενόμενη με βάση τη δυναμική των κλάδων στη σύγχρονη αναπτυξιακή διαδικασία. Ωστόσο, το υπόδειγμα της ανισομερούς αναπτύξεως των παραγωγικών κλάδων στις σύγχρονες οικονομίες δεν είναι αρκετό από μόνο του για να εξηγήσει την υπερβολική πτώση της παραγωγής του αγροτικού τομέα 6 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Τσεχία στην Ελλάδα. Η υπέρμετρη οπισθοχώρηση της αγροτικής προστιθέμενης αξίας θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν στην Ελλάδα είχε εφαρμοσθεί μία πιο αποτελεσματική αγροτική πολιτική. Πίνακας 1. Συνεισφορά του αγροτικού τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοκομία, αλιεία, θήρα) στη συνολική εγχώρια ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (%) 1995 2000 2005 2008 1995 2000 2005 2008 Aυστρία 2,5 2,0 1,6 1,9 Ην. Βασίλειο 1,8 1,0 0,7 0,8 Βέλγιο 1,5 1,4 0,8 0,8 Ιταλία 3,3 2,8 2,2 2,0 Γαλλία 3,3 2,8 2,3 2,2 Νορβηγία 3,1 2,1 1,5 1,2 Γερμανία 1,3 1,3 0,9 0,9 Ολλανδία 3,5 2,6 2,1 1,6 Δανία 3,5 2,6 1,4 1,2 Ουγγαρία 6,7 5,4 4,3 4,5 Ισπανία 4,5 4,4 3,2 2,8 Πολωνία 8,0 5,0 4,5 4,5 ΕΕ-15 2,7 2,2 1,7 1,7 Πορτογαλία 5,8 3,8 2,8 2,4 ΕΕ-25 2,9 2,3 1,8 1,8 Σουηδία 2,9 2,0 1,1 1,6 ΕΕ-27 2,8 2,4 1,9 1,9 Τσεχία 5,0 3,9 3,0 2,4 Ελλάδα 9,9 6,6 5,1 3,3 Φιλανδία 4,3 3,5 3,0 2,7 0,0-0,5-1,0-1,5-2,0-2,5 Πηγή: Eurostat Διάγραμμα 1. Πτώση του μεριδίου του πρωτογενούς τομέα στην ακαθάριστη αξία παραγωγής της χώρας, 2008/2000 (%) -1,6-1,5-1,4-1,4-1,8-1,0-0,2-0,1-0,6-0,6-0,5-0,5-0,5-0,5-0,4-0,4-0,8-0,9-0,9-0,8 Παρά την ανεξέλεγκτη πτώση του, ο αγροτικός τομέας εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, στον οποίο η Ελλάδα κατέχει αξιόλογα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η συμβολή του στην εγχώρια παραγωγή μειώθηκε στο 3,3% το 2008, εξακολουθεί όμως να είναι υψηλότερη από ό,τι στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ-27, στην οποία το μέσο μερίδιο του αγροτικού τομέα στην εγχώρια παραγωγή ανέρχεται στο 1,9%. -3,0-3,5-4,0-3,3 Ελλάδα Ιρλανδία Ισπανία Δανία Πορτογαλία Ολλανδία Νορβηγία Ουγγαρία Ιταλία Φιλανδία Εντούτοις, παρά την ανεξέλεγκτη πτώση του, ο αγροτικός τομέας εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, στον οποίο η Ελλάδα κατέχει αξιόλογα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η συμβολή του στην εγχώρια παραγωγή μειώθηκε στο 3,3% το 2008, εξακολουθεί όμως να είναι υψηλότερη από ό,τι στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ-27, στην οποία το μέσο μερίδιο του αγροτικού τομέα στην εγχώρια παραγωγή ανέρχεται στο 1,9%. Η αξία της παραγωγής το 2008 εκτιμάται (Eurostat) σε 11,1 δισ. (τρέχουσες τιμές) εκ των οποίων τα 8,2 δισ. (74,04%) προέρχονται από τη φυτική παραγωγή και τα 2,9 δισ. (25,96%) από τη ζωική παραγωγή. Έτσι, η αναλογία φυτικής και ζωικής παραγωγής μειώθηκε στο 2,85 το 2008, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Το 2007, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στη φυτική παραγωγή ανέρχονταν περίπου σε 3.280.600 Ha 3. Βασικές καλλιέργειες είναι: α) Οι αροτραίες καλλιέργειες (2.034.200 Ha, ή το 62% του συνόλου), που περιλαμβάνουν την παραγωγή σκληρού σιτα- Βέλγιο Πηγή: Eurostat Γαλλία ΕΕ-15 ΕΕ-25 ΕΕ-27 Πολωνία Γερµανία Σουηδία Ην. Βασίλειo Aυστρία 3. Το Ha συμβολίζει το εκτάριο και ισούται με 10 στρέμματα = 10.000 τετραγωνικά μέτρα. 7 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

ριού (65.780 Ha), αραβοσίτου (23.630 Ha), καπνού (18.500 Ha), βαμβακιού (342.000 Ha), ζαχαροτεύτλων (15.800 Ha), κ.ά. β) Οι δενδρώδεις καλλιέργειες (1.011.200 Ha ή, 30,8% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων) που περιλαμβάνουν τους ελαιώνες (780.000 Ha), τους αμπελώνες (126.300 Ha), κ.ά. γ) Οι κηπευτικές καλλιέργειες (108.800 Ha). Πίνακας 2. Παραγωγή των κυριότερων αγροτικών προϊόντων (χιλ. τόνοι) Η αρνητική εξέλιξη της παραγωγής πολλών αγροτικών προϊόντων σημειώνεται παράλληλα με την πολύ υψηλή μέση ετήσια αύξηση των εισαγωγών στην περίοδο 2000-2008. 2000 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 Σιτάρι μαλακό 518 428 322 350 342 377 433 525 Σιτάρι σκληρό 1.665 1.648 1.403 1.712 1.677 1.402 1.218 1.414 Αραβόσιτος 2.038 2.163 2.314 2.451 2.547 2.351 2.396 2.472 Καπνός 137 127 127 127 124 37 31 28 Βαμβάκι 1.260 1.282 1.091 1.173 1.241 1.040 1.053 886 Ντομάτες 2.057 1.574 1.701 1.932 1.705 1.568 1.461 744 Ζαχαρότευτλα 3.033 2.713 2.204 2.208 2.603 1.917 851 856 Ελαιόλαδο 426 371 504 334 417 396 331 370 Λεμόνια 173 151 111 84 84 88 92 31 Πορτοκάλια 1.068 1.164 968 772 936 896 778 802 Μήλα 285 269 199 277 250 287 260 234 Ροδάκινα 920 740 249 791 864 768 784 734 Πατάτες 883 882 804 836 892 896 930 742 Κρέας 474 466 454 447 498 412 461 479 Γάλα 1.959 1.991 1.986 1.966 2.054 2.077 2.020 1.892 Πηγή: ΕΣΥΕ Από τον Πίνακα 2 προκύπτει η στασιμότητα ή η πτωτική πορεία της παραγωγής των βασικών αγροτικών προϊόντων της χώρας. Η αρνητική αυτή εξέλιξη σημειώνεται παράλληλα με την πολύ υψηλή μέση ετήσια αύξηση των εισαγωγών πολλών αγροτικών προϊόντων στην περίοδο 2000-2008 (Πίνακας 3), ενώ, όπως προκύπτει από τον Πίνακα 4, η μέση ετήσια αύξηση των εξαγωγών των βασικών αγροτικών προϊόντων της χώρας στην ίδια περίοδο δεν ξεπέρασε το 9,0%. Το εξωτερικό εμπόριο αγροτικών προϊόντων Ειδικότερα, οι πιο αξιοσημείωτες εξελίξεις που προκύπτουν από τους Πίνακες 3 και 4 για την περίοδο 2000-2008, είναι οι ακόλουθες: α) Στην κατηγορία των φρούτων και των λαχανικών, που αποτελεί ένα από τους πιο σημαντικούς εξαγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, κατά την περίοδο 2000-2008 σημειώνεται μεγάλη αύξηση των εισαγωγών, με μέσο ετήσιο ρυθμό 24,4%, έναντι της αυξήσεως των εξαγωγών με ρυθμό 5,2%. Η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών οφείλεται και στην πλήρη απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς από διάχυτους περιορισμούς στις εισαγωγές που υπήρχαν έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, αλλά και στην ταχεία αύξηση της εγχώριας ζητήσεως τα τελευταία έτη. Ωστόσο, η εγχώρια παραγωγή εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τους παράγοντες που επιβάρυναν και κατά το παρελθόν την ανταγωνιστικότητά της και οι οποίοι αναλύονται σε επόμενο κεφά- 8 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

λαιο, παρότι οι δυνατότητες υποκαταστάσεως εισαγωγών και μεγαλύτερης αυξήσεως των εξαγωγών είναι πολύ σημαντικές. Πίνακας 3. Εισαγωγές αγροτικών προϊόντων (εκατ. Ευρώ) 2000 2005 2007 2008 Μέση ετήσια % μεταβολή, 2008/2000 01 Κρέατα και παρασκευάσματα 807,4 961,2 1.020,5 1.116,8 11,4 05 Φρούτα και λαχανικά 406,0 623,5 764,1 782,2 24,4 02 Γαλακτοκομικά και αυγά 548,3 633,7 780,3 807,7 13,8 04 Δημητριακά και παρασκευάσματα 388,1 449,1 700,1 680,6 20,6 11 Ποτά 313,7 396,8 414,8 435,7 11,6 03 Ψάρια, οστρακοειδή, μαλάκια 298,9 354,9 435,3 427,7 12,7 08 Κτηνοτροφές 234,7 252,5 369,6 406,1 20,0 07 Καφές, τσάι, κακάο, μπαχαρικά 215,9 260,0 323,8 365,1 19,1 09 Διάφορα προϊόντα διατροφής 199,9 251,9 299,8 343,8 19,8 12 Καπνός ακατ. και κατεργασμένος 285,8 296,1 330,1 334,7 5,4 42 Λάδια και λίπη φυτικής προελεύσεως 46,6 99,1 179,0 237,2 72,1 06 Ζάχαρη, παρασκευάσματα 94,1 119,7 219,4 221,0 32,9 00 Ζώα ζώντα 87,6 88,7 95,5 89,8 0,9 41 Λάδια και λίπη ζωικής προελεύσεως 3,9 12,3 18,5 32,5 103,0 43 Λάδια και λίπη επεξεργασμένα 11,7 16,8 16,1 20,6 20,7 26.3 Βαμβάκι 13,1 7,8 9,5 8,0-15,2 26.8 Μαλλιά κ.ά. ζωικές τρίχες 13,2 5,7 4,3 3,2-37,6 ΣΥΝΟΛΟ 3.942,5 4.816,3 5.967,0 6.301,6 16,9 Πηγή: ΕΣΥΕ Στην κατηγορία του ελαιολάδου και λιπών φυτικής προελεύσεως σημειώνεται επίσης εντυπωσιακή αύξηση των εισαγωγών κατά την περίοδο 2000-2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό 72,1% έναντι πτώσεως των εξαγωγών κατά -0,5% ετησίως. Παρότι στον κλάδο λειτουργούν σήμερα ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις, η αναγκαία οργάνωση της παραγωγής και των εξαγωγών του τομέα αυτού δεν έχει ακόμη επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Πίνακας 4. Εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (εκατ. Ευρώ) 2000 2005 2007 2008 Μέση ετήσια % μεταβολή, 2008/2000 05 Φρούτα και λαχανικά 1.149,8 1.082,5 1.305,8 1.340,3 5,2 42 Λάδια και λίπη φυτικής προελεύσεως 303,8 388,6 330,9 299,4-0,5 03 Ψάρια, οστρακοειδή, μαλάκια 319,4 365,6 449,2 446,4 11,8 12 Καπνός ακατ. και κατεργασμένος 450,2 427,1 354,3 415,3-2,7 04 Δημητριακά και παρασκευάσματα 137,5 231,3 249,5 315,1 31,8 02 Γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά 126,0 177,1 258,6 274,5 29,6 11 Ποτά 143,4 132,0 148,1 163,1 4,4 06 Ζάχαρη, παρασκευάσματα από ζάχαρη 22,3 49,0 37,0 52,5 33,1 09 Διάφορα προϊόντα διατροφής 49,9 78,4 108,8 124,4 35,6 01 Κρέατα και παρασκευάσματα 28,4 32,2 47,6 69,6 34,8 08 Κτηνοτροφές 28,5 30,1 35,8 51,3 21,6 07 Καφές, τσάι, κακάο, μπαχαρικά 30,8 24,7 25,1 30,1-0,8 43 Λάδια και λίπη επεξεργασμένα 4,1 8,1 19,1 27,2 87,8 00 Ζώα ζώντα 1,3 3,3 4,6 5,8 64,1 41 Λάδια και λίπη ζωικής προελεύσεως 0,3 1,7 1,2 2,4 109,8 ΣΥΝΟΛΟ 2.795,7 3.031,8 3.375,4 3.617,4 9,0 Πηγή: ΕΣΥΕ 9 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Αξιοσημείωτη ήταν η αύξηση των εξαγωγών δημητριακών και παρασκευασμάτων κατά 31,8%, ενώ η αύξηση των εισαγωγών ήταν επίσης σημαντική (20,6%). Στα προϊόντα αυτά σημειώθηκε μεγάλη αύξηση των τιμών σε παγκόσμιο επίπεδο, πράγμα που δικαιολογεί τη μεγάλη αύξηση των εισπράξεων από εξαγωγές και των πληρωμών για εισαγωγές. β) Στην κατηγορία του ελαιολάδου και λιπών φυτικής προελεύσεως σημειώνεται επίσης εντυπωσιακή αύξηση των εισαγωγών κατά την περίοδο 2000-2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό 72,1%, έναντι πτώσεως των εξαγωγών κατά -0,5% ετησίως. Επίσης, στον Πίνακα 5 φαίνεται η εξέλιξη της παραγωγής και των εξαγωγών ελαιολάδου από την Ελλάδα, με κύριο χαρακτηριστικό τη στασιμότητα ή τη φθίνουσα τάση των εξαγόμενων ποσοτήτων παρά την υψηλή και παγκοσμίως αναγνωρισμένη ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου. Παρότι στον κλάδο λειτουργούν σήμερα ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις, η αναγκαία οργάνωση της παραγωγής και των εξαγωγών του τομέα αυτού δεν έχει ακόμη επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. γ) Στον κλάδο των ποτών η μέση ετήσια αύξηση των εισαγωγών ήταν 11,6% και των εξαγωγών 4,4%. Και σε αυτόν τον κλάδο η εγχώρια παραγωγή δεν έχει επωφεληθεί σε ικανοποιητικό βαθμό από την ταχεία αύξηση της εγχώριας ζητήσεως, με συνέπεια την επικράτηση των εισαγωγών. Οι μεγάλες και οι μικρές επιχειρήσεις του κλάδου αντιμετωπίζουν επίσης θέματα ανταγωνιστικής προσφοράς των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων λόγω υψηλού κόστους εργασίας και μη ικανοποιητικής οργανωτικής δομής και επιχειρηματικότητας. δ) Οι εξαγωγές καπνού, βαμβακιού και ζαχαροτεύτλων ευρίσκονται σε πτωτική πορεία, ενώ οι εισαγωγές σημειώνουν μεγάλη αύξηση. ε) Αξιοσημείωτη ήταν η αύξηση των εξαγωγών δημητριακών και παρασκευασμάτων κατά 31,8%, ενώ η αύξηση των εισαγωγών ήταν επίσης σημαντική (20,6%). Στα προϊόντα αυτά σημειώθηκε μεγάλη αύξηση των τιμών σε παγκόσμιο επίπεδο (που επηρέασε και τα γαλακτοκομικά προϊόντα και την κτηνοτροφία γενικότερα, όπως αναλύεται στη συνέχεια), πράγμα που δικαιολογεί τη μεγάλη αύξηση των εισπράξεων από εξαγωγές και των πληρωμών για εισαγωγές. Στον Πίνακα 2 φαίνεται ότι η ανταπόκριση της ελληνικής παραγωγής αραβοσίτου και σκληρού και μαλακού σιταριού στην ταχεία αύξηση των τιμών τους παγκοσμίως δεν ήταν ικανοποιητική το 2007 και το 2008, ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις για μεγάλη αύξηση της παραγωγής αυτών των προϊόντων το 2009, έτος κατά το οποίο οι διεθνείς τιμές τους διαμορφώνονται σε χαμηλά επίπεδα. Πάντως, τα δημητριακά και τα παρασκευάσματά τους έχουν μεγαλύτερη σημασία για την Ελλάδα μετά τη μεγάλη μείωση της παραγωγής καπνού, βαμβακιού και ζαχαροτεύτλων, εξαιτίας της καταργήσεως των κοινοτικών επιδοτήσεων. Πίνακας 5. Ελαιόλαδο: Παραγωγή και εξαγωγές (χιλ. τόνοι) Η ανταπόκριση της ελληνικής παραγωγής αραβοσίτου και σκληρού και μαλακού σιταριού στην ταχεία αύξηση των τιμών τους παγκοσμίως δεν ήταν ικανοποιητική το 2007 και το 2008. 1998 1999 2000 2001 2003 2004 2005 2007 Παραγωγή 437,0 508,0 420,0 432,0 372,1 304,3 422,6 367,9 Εξαγωγές 133,0 255,0 150,0 187,0 134,6 62,5 150,0 131,1 Εξαγώγιμο μέρος (%) 30,4 50,2 35,7 43,3 36,2 20,5 35,5 35,6 Πηγή: Eurostat στ) Αύξηση των εξαγωγών της ιχθυοτροφίας, με μέσο ετήσιο ρυθμό 11,8%, ενώ οι εισαγωγές, κυρίως προϊόντων αλιείας, αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό 12,7%. 10 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Είδος κρέατος Παραγωγή Κατανάλωση ζ) Στον Πίνακα 6 παρουσιάζεται η παραγωγή κρέατος καθώς και ο βαθμός αυτάρκειας της χώρας (εγχώρια παραγωγή προς κατανάλωση) στα βασικά κτηνοτροφικά προϊόντα. Πίνακας 6. Παραγωγή και κατανάλωση κρέατος στην Ελλάδα (τόνοι) 1997 2005 2007 Βαθμός Βαθμός Αυτάρκειας (%) Παραγωγή Κατανάλωση Αυτάρκειας (%) Παραγωγή Κατανάλωση Ωστόσο, από τους Πίνακες 3 και 4 φαίνονται οι υψηλοί ρυθμοί αυξήσεως των εισαγωγών κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων με μέσο ετήσιο ρυθμό 11,4% και 13,8% αντιστοίχως, αλλά και ο υψηλός ρυθμός αυξήσεως κατά 29,6% των εξαγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων (κυρίως φέτας). Επίσης, οι εξαγωγές κρέατος και παρασκευασμάτων αυξήθηκαν με υψηλό ρυθμό, 34,8% ετησίως, αλλά η συνολική τους αξία ήταν μόλις 70 εκατ. το 2008, έναντι αξίας των εισαγωγών άνω των 1,1 δισ. Αντιθέτως, η φέτα είναι ένα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας μας, παρότι μεγάλο μέρος της παραγωγής της καταναλώνεται εγχωρίως. Γενικά, η γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία, η πτηνοτροφία και η χοιροτροφία είναι σχετικά ανεπτυγμένες στην Ελλάδα, συνδέονται με τη μεταποιητική βιομηχανία και καλύπτουν σημαντικό μέρος της εγχώριας καταναλώσεως (Πίνακας 6). Επίσης, η αιγοπροβατοτροφία καλύπτει σημαντικό μέρος της εγχώριας ζητήσεως κρέατος (87%-91%) και συμβάλλει κυρίως στην παραγωγή της φέτας. Ωστόσο, ο κλάδος χαρακτηρίζεται από οργανωτικές αδυναμίες και από σχετικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια εντείνεται ο ανταγωνισμός από τις γειτονικές χώρες στην εγχώρια αγορά, λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής των αμνοεριφίων σε αυτές τις χώρες. Δεδομένου δε ότι οι Έλληνες καταναλωτές προτιμούν το ντόπιο κρέας και το ντόπιο γάλα και τυρί, παρατηρείται επίσης και το φαινόμενο των (παράνομων) «ελληνοποιήσεων». Πίνακας 7. Εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων (εκατ. Ευρώ) Βαθμός Αυτάρκειας (%) Βόειο 70.076 199.376 35,15 58.800 169.800 34,63 57.200 170.250 33,60 Χοιρινό 144.646 259.946 55,64 128.700 318.600 40,40 119.700 294.650 40,62 Αιγοπρόβειο 131.036 145.336 90,16 114.600 131.900 86,88 112.600 124.150 90,70 Πουλερικά 172.536 206.236 83,66 176.400 231.599 76,17 175.800 216.970 81,03 Λοιπά 4.258 8.258 51,56 4.400 25.000 17,60 4.100 28.190 14,54 Σύνολο 571.799 878.699 65,07 526.000 923.300 56,97 510.950 884.230 57,78 Ο κλάδος της κτηνοτροφίας χαρακτηρίζεται από οργανωτικές αδυναμίες και από σχετικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια εντείνεται ο ανταγωνισμός από τις γειτονικές χώρες λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής των αμνοεριφίων σε αυτές τις χώρες. Πηγή: Eurostat 1998 1999 2000 2002 2004 2005 2007 2008 Ισοζύγιο Αγρoτικών Προϊόντων -1.169-840 -1.231-1.914-2.472-1.984-3.022-3.296 Συνολικές Εισαγωγές (Μ) 4.093 4.106 4.460 5.218 5.298 5.403 6.703 7.184 -Κρεάτων & Γαλακτοκομικών 1.419 1.339 1.491 1.650 1.615 1.757 1.975 2.109 Εισαγωγές Κρεάτων & Γαλακτοκομικών/Μ (%) 34,65 32,62 33,42 31,62 30,49 32,52 29,47 29,36 Συνολικές Εξαγωγές (Χ) 2.925 3.266 3.229 3.304 2.826 3.419 3.681 3.887 -Φρούτων και λαχανικών (Φ&Λ) 1.147 1.048 1.150 1.239 920 1.083 1.306 1.340 Εξαγωγές Φ&Λ/Χ (%) 39,22 32,09 35,60 37,51 32,57 31,66 35,47 34,48 Σημ.: Η ισοτιμία του Ευρώ ως προς την Δραχμή που λαμβάνεται για τα έτη 1998-2001 είναι: 1998: 331,498 Δρχ./Ευρώ, 1999: 325,757 Δρχ./Ευρώ, 2000: 336,64 Δρχ./Ευρώ, 2001: 340,75 Δρχ./Ευρώ. Πηγή: Eurostat, EΣΥΕ 11 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Στη δεκαετία του 2000, όπως και στην προηγούμενη δεκαετία, παρατηρείται το φαινόμενο της περιορισμένης αυξήσεως των εξαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων, ενώ στην ίδια περίοδο παρατηρούνται υψηλοί ρυθμοί αυξήσεως των εισαγωγών γεωργικών προϊόντων ακόμη και στους κλάδους στους οποίους η Ελλάδα κατέχει ουσιαστικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Επίσης, τα τελευταία έτη αυξάνεται με ταχύ ρυθμό και το εύρος των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων, που περιλαμβάνουν τώρα και εισαγωγές προϊόντων τα οποία παράγονται ευρέως και στην Ελλάδα (π.χ. όσπρια, εσπεριδοειδή, πατάτες, ντομάτες, φρούτα, κ.ά.). Στον Πίνακα 7 παρουσιάζεται το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδος στο σύνολο των αγροτικών προϊόντων. Το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων παρουσιάζει έλλειμμα που αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,9% την περίοδο 1998-2008. H μέση ετήσια αύξηση των εισαγωγών (5,8%), ήταν υψηλότερη από εκείνη των εξαγωγών (2,9%). Ειδικότερα στην περιοδο 2001-2008, η αύξηση των εξαγωγών ήταν μόλις 1,1% ετησίως, ενώ η αύξηση των εισαγωγών ήταν 6% ετησίως. Γενικά, από τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος προκύπτει ότι το 2007 οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αποτέλεσαν το 18,6% περίπου της αξίας των συνολικών εξαγωγών αγαθών της χώρας, ενώ αντιστοίχως οι εισαγωγές σε αγροτικά προϊόντα ήταν το 13,6% των συνολικών εισαγωγών αγαθών. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα: Στη δεκαετία του 2000, όπως και στην προηγούμενη δεκαετία, παρατηρείται το φαινόμενο της περιορισμένης αυξήσεως των εξαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων, ενώ στην ίδια περίοδο παρατηρούνται υψηλοί ρυθμοί αυξήσεως των εισαγωγών γεωργικών προϊόντων ακόμη και στους κλάδους στους οποίους η Ελλάδα κατέχει ουσιαστικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Επίσης, τα τελευταία έτη αυξάνεται με ταχύ ρυθμό και το εύρος των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων, που περιλαμβάνουν τώρα και εισαγωγές προϊόντων τα οποία παράγονται ευρέως και στην Ελλάδα (π.χ. όσπρια, εσπεριδοειδή, πατάτες, ντομάτες, φρούτα, κ.ά.). Είναι προφανές ότι τα ξένα προϊόντα έχουν αξιοποιήσει τις ευκαιρίες από την ταχεία αύξηση της εγχώριας ζητήσεως, τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και της παγκοσμιοποιήσεως και έχουν διεισδύσει με επιτυχία στην ελληνική αγορά, κάτι που δεν ισχύει για τα ελληνικά προϊόντα, τα οποία χάνουν μερίδιο τόσο στην εγχώρια όσο και στις ξένες αγορές παρά την αναμφισβήτητη φυσική ποιότητά τους και την γενικότερη προτίμησή τους από τους καταναλωτές. Οι αιτίες αυτών των δυσμενών εξελίξεων θα πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην ακολουθούμενη αγροτική πολιτική, όπως προαναφέρθηκε, όσο και στη γενικότερη μακροοικονομική πολιτική της χώρας που ευνοεί την ταχεία αύξηση των εγχώριων εισοδημάτων (δηλαδή του κόστους εργασίας) και της εγχώριας ζητήσεως εις βάρος πάντοτε της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Όσον αφορά την αγροτική πολιτική σημειώνεται ότι η οικογενειακή εκμετάλλευση, με μόνη δραστηριότητα την κατακερματισμένη παραγωγή στο χωράφι, χωρίς κατάλληλους αποθηκευτικούς χώρους, χώρους διαλογής και διαχωρισμού ποιοτήτων, χώρους συσκευασίας και δυνατότητα επιλογής δικτύων διανομής, και με απουσία ουσιαστικής διαπραγματευτικής δυνατότητας, δεν έχει προοπτικές ανταγωνιστικής λειτουργίας στην εγχώρια ή τις ξένες αγορές. Οι εξαγωγές αυξάνουν για τα φρούτα, τα λαχανικά και άλλες κατηγορίες προϊόντων, μόνον όταν αναπτύσσονται σταδιακά αξιόλογες επιχειρηματικές μονάδες, συνεταιριστικές, εταιρικές ή ατομικές, που πραγματοποιούν εξαγωγές με αποτελεσματικό τρόπο. Γενικά, οι προοπτικές αναπτύξεως των ελληνικών εξαγωγών είναι πολύ σημαντικές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα ενισχυθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα στην ελληνική γεωργία και η αποτελεσματικότερη διασύνδεσή της με τη βιομηχανία και το εμπόριο, π.χ., με τη δημιουργία αξιόλογων εξαγωγικών-εισαγωγικών επιχειρήσεων για την οργάνωση της εγχώριας παραγωγής και την αποτελεσματική προώθηση των γεωργικών προϊόντων. 12 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Η οικογενειακή εκμετάλλευση, με μόνη δραστηριότητα την κατακερματισμένη παραγωγή στο χωράφι, χωρίς κατάλληλους αποθηκευτικούς χώρους, χώρους διαλογής και διαχωρισμού ποιοτήτων, χώρους συσκευασίας και δυνατότητα επιλογής δικτύων διανομής, και με απουσία ουσιαστικής διαπραγματευτικής δυνατότητας, δεν έχει προοπτικές ανταγωνιστικής λειτουργίας στην εγχώρια ή τις ξένες αγορές. Στον τομέα της μακροοικονομικής πολιτικής, η περιορισμένη αύξηση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και η σχετικά υψηλή αύξηση των αντίστοιχων εισαγωγών, οφείλονται στην ταχεία αύξηση της εγχώριας ζητήσεως καθώς και στην ταχεία επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ειδικότερα, αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα μεγάλη στον αγροτικό τομέα για τους ακόλουθους λόγους: α) Η αυτοαπασχόληση των μελών της οικογένειας στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις έχει αντικατασταθεί σήμερα σε μεγάλο βαθμό με μισθωτή εργασία, κυρίως μεταναστών. β) Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι σχετικά χαμηλή, λόγω της υπάρχουσας αδυναμίας εκμεταλλεύσεως των οικονομιών κλίμακας που υπάρχουν στην παραγωγή και στη διανομή. Σε αυτό συντείνουν ο κατακερματισμός της παραγωγής και η μη ικανοποιητική δομή των γεωργικών επιχειρήσεων, και ιδιαιτέρως των συνεταιριστικών οργανώσεων και η διάχυτη έλλειψη επιχειρηματικότητας. Τα ανωτέρω διατηρούν το κόστος παραγωγής και διαθέσεως πολλών αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα πολύ υψηλότερο από ό,τι σε άλλες γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής και αντισταθμίζουν τα πλεονεκτήματα των εγχώριων γεωργικών εκμεταλλεύσεων που προκύπτουν από την επιδότηση της χρήσεως καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας, το σχεδόν μηδενικό κόστος του νερού και το χαμηλό κόστος χρηματοδοτήσεως. Γεωργική απασχόληση και εισόδημα Οι απασχολούμενοι στον αγροτικό τομέα το 2008 ήταν 496,7 χιλ. ή το 11,2% της συνολικής απασχολήσεως στη χώρα (4.539 χιλ. άτομα). Εκτός από αυτούς υπάρχουν οι απασχολούμενοι μερικής απασχολήσεως. Η μεγάλη πτώση του μεριδίου του αγροτικού τομέα στην παραγωγή συνοδεύθηκε και από την πτώση του μεριδίου του στην απασχόληση, από 30,3% το 1980 σε 17% το 1998, σε 12,6% το 2004 και σε 11,3% το 2008 4. Το ποσοστό αυτό εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο στην ΕΕ-15 που ήταν 3,8% το 2004. Tο ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων αγροτών στην Ελλάδα έχει μειωθεί στο 80,7% το 2008, έναντι 63,8% στην Ιταλία. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στη νομιμοποίηση των εργαζόμενων μεταναστών στον αγροτικό τομέα τα τελευταία έτη, ενώ οι βασικές γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες στις ελληνικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις πραγματοποιούνται σήμερα από μετανάστες. Η απασχόληση των μελών της οικογένειας των αγροτών έχει μειωθεί σημαντικά. (βλέπε, επίσης, Φ. Βακάκης, 2009). Σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ, οι απασχολούμενοι στον αγροτικό τομέα το 2008 ήταν 496,7 χιλ. ή το 11,2% της συνολικής απασχολήσεως στη χώρα (4.539 χιλ. άτομα). Εκτός από αυτούς υπάρχουν και οι απασχολούμενοι μερικής απασχολήσεως. Ειδικότερα, εκτιμάται (Φ. Βακάκης, 2009) ότι μόνο το 10% των αρχηγών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα απασχολούνται πλήρως σε αυτές, το 30% απασχολούνται σε ποσοστό άνω του 50%, και το 60% σε ποσοστό κάτω του 50%. Ο συνδυασμός των ανωτέρω εξελίξεων, δηλαδή της πολύ μεγάλης πτώσεως της αγροτικής παραγωγής με ταυτόχρονη διατήρηση της απασχολήσεως στον αγροτικό τομέα σε σχετικά υψηλό επίπεδο, συνεπάγεται σημαντική πτώση της καθαρής πραγματικής προστιθέμενης αξίας σε τιμές συντελεστών παραγωγής του αγροτικού τομέα ανά μονάδα εργασίας σε ετήσια βάση (Δείκτης Α). Ο δείκτης αυτός ήταν μειωμένος στην Ελλάδα το 2008, κατά -20,4% έναντι του 2000 και κατά -24,1% έναντι του 1997 (Πίνα- 4. «Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδος 2007-1013», σελ. 7-8. 13 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

κας 8). Αντιθέτως, ο δείκτης ήταν αυξημένος το 2008 έναντι του 2000 κατά 15,6% στην ΕΕ-27, κατά 20,1% στη Βουλγαρία, 30,8% στη Γερμανία, κατά 42,4% στη Ρουμανία, κατά 90,6% στην Πολωνία, κατά 100,1% στην Ουγγαρία, και ήταν ελαφρά μειωμένος (-1%) στην Ισπανία. Ο συνδυασμός της πολύ μεγάλης πτώσεως της αγροτικής παραγωγής με ταυτόχρονη διατήρηση της απασχολήσεως στον αγροτικό τομέα σε σχετικά υψηλό επίπεδο, συνεπάγεται σημαντική πτώση της καθαρής πραγματικής προστιθέμενης αξίας σε τιμές συντελεστών παραγωγής του αγροτικού τομέα ανά μονάδα εργασίας σε ετήσια βάση. Κοινοτικές επιδοτήσεις και κρατικές ενισχύσεις Πίνακας 8. Εξέλιξη του πραγματικού αγροτικού εισοδήματος ανά εργαζόμενο πλήρους απασχολήσεως στην ΕΕ-27 (Δείκτης A, 2000=100) 1997 2000 2001 2004 2005 2007 2008 ΕΕ-27 : 100 109,35 116,38 106,01 121,26 115,20 Αυστρία 92,48 100 117,22 112,61 109,76 133,87 125,50 Βέλγιο 0,00 100 77,36 93,90 96,85 114,60 80,10 Βουλγαρία : 100 111,77 91,88 97,88 96,44 124,40 Γαλλία 101,42 100 100,84 94,43 89,72 109,64 98,20 Γερμανία 87,50 100 124,47 122,74 111,14 139,73 129,60 Δανία 112,15 100 120,70 94,24 93,60 108,39 81,60 Ελλάδα 104,89 100 99,76 84,14 85,66 87,00 80,10 Ην. Βασίλειο 122,38 100 105,40 125,37 122,57 138,38 157,90 Ιρλανδία 85,06 100 94,69 83,92 104,85 102,39 93,40 Ισπανία 106,51 100 107,86 108,65 95,94 102,50 94,00 Ιταλία 102,38 100 98,11 97,35 85,06 79,76 81,10 Ουγγαρία 169,93 100 107,12 144,63 145,54 174,68 207,20 Ολλανδία 119,26 100 93,37 79,54 78,75 92,12 81,50 Πολωνία : 100 115,02 180,83 164,06 226,53 182,50 Πορτογαλία 105,56 100 107,34 114,29 104,97 105,07 108,90 Ρουμανία : 100 171,26 261,14 148,95 117,32 150,70 Τσεχία : 100 127,20 137,48 152,22 197,00 201,80 Φιλανδία 80,62 100 96,96 101,47 114,73 123,52 94,40 Ο δείκτης που χρησιμοποιείται ευρέως για την σύγκριση της εξελίξεως του γεωργικού εισοδήματος μεταξύ των κρατώνμελών είναι ο Δείκτης Α. Ο δείκτης αυτός μετράει τη μεταβολή του πραγματικού γεωργικού εισοδήματος (της καθαρής προστιθέμενης αξίας παραγωγής σε τιμές συντελεστών παραγωγής) σε σχέση με τη μεταβολή του συνολικού εργατικού δυναμικού που απασχολείται στον πρωτογενή τομέα εκφρασμένο σε μονάδες ανθρώπινης εργασίας πλήρους απασχoλήσεως. Πηγή: Eurostat Η σταδιακή απώλεια εισοδήματος των Ελλήνων αγροτών στην παραγωγή υπερ-αντισταθμίζεται από την απολαβή αυξημένων επιδοτήσεων και άλλων παροχών από την ΕΕ-27 και το ελληνικό κράτος. Οι επιδοτήσεις από την ΕΕ, μέσω του ΕΛΕΓΕΠ (Ειδικού Λογαριασμού Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων), παρουσιάζεται στον Πίνακα 9. Συνολικά, οι κρατικές ενισχύσεις προς τον αγροτικό τομέα (συμπεριλαμβανομένων και των κοινοτικών επιδοτήσεων) εκτιμώνται στα 9,5 δισ. το 2009, από 8,5 δισ. το 2008 και 5,05 δισ. το 2000, εξέλιξη που ισοδυναμεί με μέση ετήσια αύξηση κατά 7,3% στην περίοδο 2000-2009. Στις ενισχύσεις του 2009 συμπεριλαμβάνονται: 4,35 δισ. για συντάξεις ΟΓΑ, 610 εκατ. για κρατικές επενδύσεις και περίπου 1 δισ. για πληρωμές μέσω του Οργανισμού Ελληνικές Γεωργικές Ασφαλίσεις (ΕΛΓΑ). Στο τελευταίο ποσό συμπεριλαμβάνονται και τα 500 εκατ. που δόθηκαν επιπλέον μετά τις κινητοποιήσεις των αγροτών τον Ιανουάριο του 2009. Έτσι, οι συνολικές κρατικές δαπάνες στον αγροτικό τομέα ανήλθαν το 2008 στο 81% της ακαθάριστης αξίας της συνολικής παραγωγής του αγροτικού τομέα (2008: 11,1 δισ., 2007: 11,7 δισ.). 14 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Η σταδιακή απώλεια εισοδήματος των Ελλήνων αγροτών στην παραγωγή υπεραντισταθμίζεται από την απολαβή αυξημένων επιδοτήσεων και άλλων παροχών από την ΕΕ-27 και το ελληνικό κράτος. Έτσι, οι συνολικές κρατικές δαπάνες στον αγροτικό τομέα ανήλθαν το 2008 στο 81% της ακαθάριστης αξίας της συνολικής παραγωγής του αγροτικού τομέα. Σε πολλές περιοχές, η υπερ-εντατική χρήση της γεωργικής γης για αύξηση της παραγωγής πολλών προϊόντων με στόχο τη μεγιστοποίηση των επιδοτήσεων, είχε ως αποτέλεσμα την κατάχρηση λιπασμάτων και φαρμάκων, τη σπατάλη υδατίνων πόρων και τελικά την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αντί της προστασίας του. Πίνακας 9. Απολήψεις ΕΛΕΓΕΠ (εκατ. Ευρώ σε τιμές 2008) 1990 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 3.472 3.548 4.165 4.868 3.462 3.955 3.469 3.290 3.850 2000 2001 2003 2004 2005 2007 2008 2009 Σύνολο 3.762 3.450 3.104 3.031 3.185 2.384 2.731 2.723 68.308 Σημ.: Μέσω του προϋπολογισμού ΕΛΕΓΕΠ χρηματοδοτούνται κυρίως άμεσες εισοδηματικές ενσχύσεις στον αγροτικό πληθυσμό. Πηγή: Εισηγητικές Εκθέσεις Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών Γενικά, ο αγροτικός τομέας επιτείνει την επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών της χώρας για τους ακόλουθους λόγους: α) Συμβάλλει ελάχιστα ή καθόλου στα έσοδα του Προϋπολογισμού. Αντιθέτως, ο Προϋπολογισμός επιβαρύνεται από τη μειωμένη φορολογία των καυσίμων για τα αγροτικά αυτοκίνητα και μηχανήματα, καθώς και από τον μειωμένο φόρο ταξινομήσεως των γεωργικών οχημάτων και από την ουσιαστικά δωρεάν χρήση του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας. β) Οι συντάξεις του ΟΓΑ παρέχονται σε μεγάλο βαθμό χωρίς να έχει προηγηθεί η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Έτσι, οι συντάξεις αυτές επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό με 4,35 δισ. (1,7% του ΑΕΠ) το 2009, και παρέχονται σε 920 χιλ. άτομα περίπου. γ) Επίσης, οι αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ για καταστροφές της γεωργικής παραγωγής λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων επιβαρύνουν κατά κύριο λόγο τον κρατικό προϋπολογισμό με ποσά άνω των 500 εκατ. ετησίως. Γενικά, ο ΕΛΓΑ καλύπτει τώρα πολύ περισσότερες ζημίες από ό,τι οι αντίστοιχοι Οργανισμοί στις άλλες χώρες της ΕΕ-27, ενώ οι καλύψεις αυτές πραγματοποιούνται σε μεγάλο βαθμό χωρίς πληρωμή των αναλογούντων ασφαλίστρων από τους ενδιαφερόμενους. δ) Για τη χρηματοδότηση του αγροτικού τομέα, ο κρατικός προϋπολογισμός καλύπτει, εκτός των επιχορηγήσεων επιτοκίων ( 40 εκατ. το 2009), και τα χρέη των αγροτών που διαγράφονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η τελευταία διαγραφή χρεών για τους αγρότες έγινε το 2006 και ήταν ύψους 1,1 δισ. Βέβαια, εάν οι προαναφερθείσες ενισχύσεις στον ελληνικό αγροτικό τομέα είχαν σκοπό ο τομέας αυτός να επιτελέσει τους ευεργετικούς για τη χώρα ρόλους που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή, τότε τα αποτελέσματά τους ήταν μάλλον απογοητευτικά. Ο αγροτικός τομέας δεν αναπτύχθηκε όπως θα έπρεπε, παρά τα σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που κατέχει η χώρα μας σε αυτόν. Η περιφέρεια ερήμωσε, εκτός των περιοχών στις οποίες ο τουρισμός κατόρθωσε να αναδειχθεί σε κυρίαρχη δραστηριότητα. Ο αγροτικός πληθυσμός είναι σήμερα μεγάλης ηλικίας και ο πληθυσμός της χώρας συγκεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στις μεγάλες πόλεις. Επίσης, σε πολλές περιοχές, η υπερ-εντατική χρήση της γεωργικής γης για αύξηση της παραγωγής πολλών προϊόντων (βαμβάκι, καπνός, κ.ά.) με στόχο τη μεγιστοποίηση των επιδοτήσεων, είχε ως αποτέλεσμα την κατάχρηση λιπασμάτων και φαρμάκων, τη σπατάλη υδατίνων πόρων και τελικά την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αντί της προστασίας του. Η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και επιπτώσεις στην Ελλάδα Η πτώση της παραγωγής σε βασικά γεωργικά προϊόντα της χώρας μας (όπως του καπνού, του βαμβακιού, των ζαχαροτεύτλων και άλλων προϊόντων) επιταχύνθηκε κατά την τελευταία πενταετία, κυρίως ως αποτέλεσμα της αναθεωρήσεως της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ που εφαρμό- 15 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Η ΚΑΠ έπρεπε να προσαρμοσθεί για να λειτουργήσει ομαλά στη διευρυμένη ΕΕ-27 και να συμμορφωθεί στις συμφωνίες που είχαν επιτευχθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμό Εμπορίου. Σύμφωνα με το νέο σύστημα ενισχύσεων, η καταβολή των επιδοτήσεων είναι αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή. Δεν συνδέεται πλέον ούτε με το είδος της καλλιέργειας ούτε με την ποσότητα παραγωγής και περιλαμβάνει το σύνολο των άμεσων ενισχύσεων που εισέπραξε κατά μέσο όρο ο παραγωγός κάθε εκμεταλλεύσεως στην τριετία 2000-2002. ζεται και στην Ελλάδα από την 1.1.2006. Έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η ΚΑΠ εστίασε στην οργάνωση των γεωργικών αγορών και στη στήριξη των τιμών των γεωργικών προϊόντων. Στη συνέχεια, από το 1993, εξελίχθηκε σε ένα πιο γενικευμένο σύστημα άμεσων ενισχύσεων (ανά στρέμμα, ανά τόνο παραγωγής ή ανά κεφαλή παραγωγικού ζώου, αναλόγως του προϊόντος), με στόχο την αμεσότερη στήριξη του γεωργικού εισοδήματος. Όταν λειτουργούσε σε αυτή τη βάση προκάλεσε: α) σημαντικές ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως με συνέπεια αυξανόμενα πλεονάσματα στην ΕΕ σε πολλά προϊόντα, β) ταχεία αύξηση των δαπανών της ΚΑΠ για εγγυήσεις τιμών και επιδοτήσεις, γ) τάσεις ενισχύσεως της εντατικοποιήσεως της παραγωγής σε πλεονασματικά προϊόντα, δ) άνιση κατανομή ενισχύσεων, σε επίπεδο χωρών ή παραγωγών, ε) μεροληπτική λειτουργία υπέρ των πλουσιότερων χωρών και των μεγαλύτερων παραγωγών, κ.ά. Παράλληλα, η ΚΑΠ έπρεπε να προσαρμοσθεί για να λειτουργήσει ομαλά στη διευρυμένη ΕΕ-27 και να συμμορφωθεί στις συμφωνίες που είχαν επιτευχθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΑ). Τέλος, η ΚΑΠ όφειλε να προσαρμοσθεί στις αυξημένες απαιτήσεις για διαφάνεια και έλεγχο των δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ, στις απαιτήσεις των καταναλωτών για ασφαλή τρόφιμα και στην ευαισθητοποίηση των πολιτών σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Έτσι, η Agenda 2000 έβαλε τα θεμέλια της μεταρρυθμίσεως της ΚΑΠ για την περίοδο 2000-2006 και ανέδειξε την «Αγροτική Ανάπτυξη» ως το δεύτερο πεδίο διαρθρωτικών παρεμβάσεών της. Η πρώτη φάση της μεταρρυθμίσεως (Ιούνιος 2003) συνεπαγόταν ριζική μεταβολή του τρόπου στηρίξεως της ευρωπαϊκής γεωργίας. Η βασικότερη μεταβολή ήταν η καθιέρωση του συστήματος των Ενιαίων Αποδεσμευμένων Ενισχύσεων (ΕΑΕ), στη θέση των προηγούμενων, επιμέρους και κατά προϊόν, άμεσων ή έμμεσων, ενισχύσεων στον παραγωγό. Οι ΕΑΕ τέθηκαν σε εφαρμογή από 1.1.2005 έως 1.1.2007 από τα κράτη-μέλη της ΕΕ και στην Ελλάδα από 1.1.2006. Σύμφωνα με το νέο σύστημα ενισχύσεων, η καταβολή των ΕΑΕ είναι αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή. Δεν συνδέεται πλέον ούτε με το είδος της καλλιέργειας ούτε με την ποσότητα παραγωγής και περιλαμβάνει το σύνολο των άμεσων ενισχύσεων που εισέπραξε κατά μέσο όρο ο παραγωγός κάθε εκμεταλλεύσεως στην τριετία 2000-2002. Ειδικότερα, η περίοδος αναφοράς είναι η τετραετία 1999-2002 για το ελαιόλαδο, τα έτη 2000, 2001, 2002 και 2005 στα ζαχαρότευτλα και η τριετία 2003-2005 για τα οπωροκηπευτικά. Η ΕΑΕ καταβάλλεται σε κάθε επιλέξιμο παραγωγό βάσει του αριθμού των Ατομικών Δικαιωμάτων Πληρωμής (ΑΔΠ) που κατέχει, δηλαδή βάσει του αριθμού των στρεμμάτων που καλλιέργησε στην περίοδο αναφοράς. Η αξία του κάθε ΑΔΠ προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού ποσού της επιδοτήσεως που έλαβε ο παραγωγός στην περίοδο αναφοράς διά του μέσου αριθμού των στεμμάτων που καλλιέργησε στην ίδια περίοδο. Έτσι, για τα περισσότερα προϊόντα, μέχρι το 2013 κάθε αγρότης θα λαμβάνει ως ετήσια επιδότηση το ποσό που έλαβε, κατά μέσο όρο, την περίοδο αναφοράς, ανεξαρτήτως από το εάν θα καλλιεργεί και ποιο προϊόν 5. 5. Για το σκληρό σιτάρι, τα ιστορικά στοιχεία θα μειωθούν κατά ένα μικρό ποσοστό ενώ στον ρύζι σχεδόν θα διπλασιασθούν. Για το βόειο και αιγοπρόβειο κρέας οι ενισχύσεις που θα συνυπολογισθούν δεν θα είναι ο μέσος όρος των περιόδων 2000-2002 αλλά οι υψηλότερες πριμοδοτήσεις του 2002. Το ίδιο θα ισχύσει και για τα σιτηρά. 16 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Όλες οι ενισχύσεις μειώθηκαν κατά 3% το 2005, 4% το 2006 και μειώνονται κατά 5% από το 2007 και μετά. Ειδικότερα, οι ΕΑΕ θα αντικαταστήσουν: Το 58% των ενισχύσεων για τα σιτηρά, τα ελαιούχα και πρωτεϊνούχα φυτά, τα όσπρια και το ρύζι, το 50% των ενισχύσεων στις αποξηραμένες ζωοτροφές και το 65% των ενισχύσεων στο βαμβάκι. Το υπόλοιπο μέρος των ενισχύσεων θα παραμείνει συνδεδεμένο με την παραγωγή (ειδικά καθεστώτα). Για το ελαιόλαδο, τον καπνό, το βόειο κρέας, το αιγοπρόβειο κρέας, το γάλα και τα ζαχαρότευτλα οι ΕΑΕ θα αντικαταστήσουν πλήρως τις προηγούμενες ενισχύσεις. Η ρύθμιση αυτή δεν περιλαμβάνει τα νωπά και μεταποιημένα οπωροκηπευτικά, τα αμπελοοινικά προϊόντα και τα μέτρα υπέρ της αγροτικής αναπτύξεως. Τα κράτη-μέλη μπορούν επίσης να παρακρατούν έως 10% των ΕΑΕ κάθε δικαιούχου και το ποσό να αναδιανέμεται και να επιστρέφεται σε νέους παραγωγούς για δράσεις υπέρ της ποιότητας, της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, ή του περιβάλλοντος. Το ποσοστό παρακρατήματος στη χώρα μας είναι 10% για τις αροτραίες καλλιέργειες και το βόειο κρέας, 5% για το κρέας αιγοπροβάτων, 4% για το ελαιόλαδο και 2% για τον καπνό. Χρησιμοποιείται δε ως πρόσθετη στρεμματική ενίσχυση του σκληρού σιταριού και του καλαμποκιού, στον καπνό υπέρ ποικιλιών ανωτέρας ποιότητας, για βιολογική ελαιοκαλλιέργεια, και στον κλάδο του βόειου κρέατος και της αιγοπροβατοτροφίας για την εκτροφή βελτιωμένων ζώων. Στην κορυφή πλέον των προτεραιοτήτων της ΕΕ ευρίσκεται η αειφόρος αγροτική ανάπτυξη με σκοπό την αντιστροφή της εγκαταλείψεως του αγροτικού τομέα, την καταπολέμηση της φτώχειας, την ενίσχυση της απασχολήσεως, την ισότητα ευκαιριών και την ανταπόκριση στις απαιτήσεις για ποιοτικά και ασφαλή για την υγεία προϊόντα. Παράλληλα, στην κορυφή πλέον των προτεραιοτήτων της ΕΕ ευρίσκεται η αειφόρος αγροτική ανάπτυξη με σκοπό την αντιστροφή της εγκαταλείψεως του αγροτικού τομέα, την καταπολέμηση της φτώχειας, την ενίσχυση της απασχολήσεως, την ισότητα ευκαιριών και την ανταπόκριση στις απαιτήσεις για ποιοτικά και ασφαλή για την υγεία προϊόντα. Για το λόγο αυτό, για τη χορήγηση στο ακέραιο της ΕΑΕ αλλά και των υπόλοιπων άμεσων ενισχύσεων, ο δικαιούχος αγρότης υποχρεούται αφενός να τηρεί συγκεκριμένα κανονιστικά πρότυπα σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, την ασφάλεια τροφίμων, την φυτοπροστασία, καθώς και την υγεία και τις καλές συνθήκες εκτροφής και μεταφοράς των ζώων και αφετέρου, να εξασφαλίζει ότι το σύνολο της γεωργικής εκτάσεως υπόκειται σε καλή διαχείριση (ότι «διατηρείται σε καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες»). Πέραν των εισοδηματικών ενισχύσεων η ΚΑΠ προβλέπει μέτρα και κονδύλια για την Κοινοτική Αγροτική Ανάπτυξη (ΚΑΑ). Το γενικό πλαίσιο της ΚΑΑ επικεντρώνεται γύρω από τους ακόλουθους τέσσερις στόχους (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2001): α) Την πολυλειτουργικότητα της γεωργίας, δηλαδή τον ρόλο της πέραν της παραγωγής τροφίμων. β) Την πολυτομεακή και ολοκληρωμένη προσέγγιση στην αγροτική οικονομία, η οποία θα οδηγήσει στη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων, στη δημιουργία νέων πηγών εισοδήματος και απασχολήσεως και στην προστασία της αγροτικής κληρονομιάς. γ) Τις ευέλικτες ενισχύσεις για την αγροτική ανάπτυξη με βάση την αρχή της επικουρικότητας, που προωθούν την αποκέντρωση και τη συμμετοχή σε περιφερειακό, τοπικό και εταιρικό επίπεδο. δ) Τη διαφάνεια στον σχεδιασμό και τη διαχείριση των προγραμμάτων βάσει απλουστευμένης νομοθεσίας. Τα μέτρα του Κανονισμού Αγροτικής Αναπτύξεως αφορούν: (α) Εισοδηματικές ενισχύσεις, που αποσκοπούν σε αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών μέσω του εκσυγχρονισμού του αγροτικού 17 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Στην περίπτωση του καπνού, με την εφαρμογή του νέου καθεστώτος (από 1.1.2006), οι έως τότε 54.000 παραγωγοί έλαβαν την επιδότηση που τους αναλογούσε με βάση τον μέσο αριθμό στρεμμάτων που καλλιεργούσαν και τη μέση ετήσια επιδότηση που έλαβαν κατά την περίοδο 2000-2002.Οι εκτάσεις καπνού που καλλιεργήθηκαν καθώς και η παραγόμενη ποσότητα σημείωσαν κατακόρυφη πτώση το 2008, τόσο έναντι του 2003, όσο και έναντι του 2006. Επίσης, ο αριθμός των παραγωγών μειώθηκε από 53,9 χιλ. την περίοδο 2000-2005 σε 17,7 χιλ. το 2006. τομέα. Αυτές περιλαμβάνουν ενισχύσεις για νέους γεωργούς, πρόωρη συνταξιοδότηση, αγρο-περιβαλλοντικά μέτρα, αναδάσωση αγροτικής γης και μέτρα στηρίξεως των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. (β) Κεφαλαιουχικές ενισχύσεις, για αύξηση της ανταγωνιστικότητας του τομέα και αφορούν επενδυτικές ενισχύσεις για εκπαίδευση των γεωργών, για την ανάπτυξη της εμπορίας και της μεταποιήσεως των αγροτικών προϊόντων, κ.ά. Μέρος της τελικής συμφωνίας του 2003 για την τελευταία μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, ήταν και η διαδικασία «ελέγχου υγείας» της ΚΑΠ, η οποία βασίζεται σε τρεις άξονες: α) Βελτίωση του συστήματος των ΕΑΕ ώστε να γίνει περισσότερο αποτελεσματικό, αποδοτικό και απλό. β) Ενίσχυση του προσανατολισμού των αγροτικών προϊόντων προς την αγορά. γ) Αντιμετώπιση των νέων μεγάλων προκλήσεων που προκύπτουν από τις κλιματικές αλλαγές (ασφάλιση από φυσικές καταστροφές, παραγωγή βιοκαυσίμων, διαχείριση υδάτινων πόρων κ.ά.). Ο «έλεγχος υγείας» ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2008 και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τη μελλοντική χρηματοδότηση, και γενικά για τον προσανατολισμό της ΚΑΠ μετά το 2013, στο πλαίσιο των μελλοντικών δημοσιονομικών προοπτικών που προσδιορίζονται για το διάστημα 2013-2020. Οι επιπτώσεις της αναθεωρήσεως της ΚΑΠ στην παραγωγή τριών βασικών γεωργικών προϊόντων παρουσιάζονται στον Πίνακα 10. Στην περίπτωση του καπνού, με την εφαρμογή του νέου καθεστώτος (από 1.1.2006), οι έως τότε 54.000 παραγωγοί έλαβαν την ΕΑΕ που τους αναλογούσε με βάση τον μέσο αριθμό στρεμμάτων που καλλιεργούσαν και τη μέση ετήσια επιδότηση που έλαβαν κατά την περίοδο 2000-2002. Εάν, για παράδειγμα, ένας παραγωγός καλλιεργούσε κατά μέσο όρο 20 στρέμματα μόνο καπνό τότε έχει κατοχυρώσει 20 ΑΔΠ και εάν από αυτά εισέπραξε επιδότηση 10.000, τότε η αξία κάθε ΑΔΠ ανέρχεται σε 500. Η αξία αυτή μειώνεται κατά 3% για να τροφοδοτηθεί το εθνικό απόθεμα δικαιωμάτων το οποίο θα ενισχύει τους νέους αγρότες και μειώνεται επιπλέον κατά 2% για να χρηματοδοτηθούν δράσεις που θα οδηγήσουν σε βελτίωση της ποιότητας των αγροτικών προϊόντων. Έτσι, από 1.1.2006, ο αγρότης δηλώνει τον αριθμό στρεμμάτων που έχει διαθέσιμα και πληρούν τα περιβαλλοντικά και άλλα κριτήρια (όχι μεγαλύτερο από τα 20 ΑΔΠ που έχει κατοχυρώσει) και μπορεί να λάβει ενισχύσεις ύψους 475 ανά στρέμμα. Εάν δηλώσει (στον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, ή ΟΠΕΚΕΠΕ) και πάλι 20 στρέμματα τότε θα λάβει ενίσχυση ύψους 9.500. Από εκεί και πέρα είναι ελεύθερος να καλλιεργήσει ό,τι θέλει (καπνό ή άλλα προϊόντα, εκτός οπωροκηπευτικών), στην έκταση που έχει δηλώσει, αρκεί να μπορεί να το κάνει αυτό με ανταγωνιστικό τρόπο. Ωστόσο, οι εκτάσεις καπνού που καλλιεργήθηκαν καθώς και η παραγόμενη ποσότητα σημείωσαν κατακόρυφη πτώση το 2008, τόσο έναντι του 2003, όσο και έναντι του 2006. Επίσης, ο αριθμός των παραγωγών μειώθηκε από 53,9 χιλ. την περίοδο 2000-2005 σε 17,7 χιλ. το 2006. Τέλος, από τις δέκα ποικιλίες καπνού που παρήγοντο στην Ελλάδα έως το 2005, από το 2006 μόνο οι δύο ανώτερες ποικιλίες (Μπασμά και Κατερίνη) παρέμειναν στην παραγωγή γιατί μόνον αυτών των ποικιλιών η ποιότητα είναι αρκετά υψηλή ώστε να συνεχισθεί η παραγωγή τους με ανταγωνιστικό τρόπο ή με σχετικά μικρή επιχορήγηση 6. 6. Κ. Λατίφης (2007), «Η Ελληνική Καπνοκαλλιέργεια μετά το 2006», Αγροτικός Συνεταιρισμός. 18 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Πίνακας 10. Επιπτώσεις από την αναθεώρηση της ΚΑΠ στην παραγωγή βασικών γεωργικών προϊόντων Καπνός Βαμβάκι Ζαχαρότευτλα Εκτάρια Χιλ. Τόνοι Εκτάρια Χιλ. Τόνοι Εκτάρια Χιλ. Τόνοι 1995 68.911 148,5 420.164 1.326,6 41.892 2.544 2003 57.300 136,0 374.500 1.094,0 40.900 2.207 2007 18.500 31,0 363.700 1.052,5 15.800 851 2008 15.993 27,8 289.000 886,4 13.400 856 Πηγή: ΕΣΥΕ, Υπουργείο Γεωργικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Σημειώνεται ότι, η μέση ετήσια εμπορική αξία της παραγωγής καπνού την περίοδο 2000-2005 ανερχόταν σε 150,73 εκατ. Αυτή η αξία μειώθηκε κατακόρυφα μετά το 2006. Βέβαια, το κόστος παραγωγής αυτής της αξίας (για λιπάσματα, ενοικίαση γεωργικής γης, μηχανήματα, ενέργεια, νερό, χρηματοδότηση, εργασία) ήταν πολύ υψηλότερο, αφού για να καλυφθεί αυτό το κόστος και να εξασφαλισθεί και εισόδημα για τους αγρότες, το ύψος των κοινοτικών επιδοτήσεων έφθασε τα 354 εκατ. ετησίως στην περίοδο αναφοράς. Επιπλέον αυτών, θα πρέπει να ληφθούν υπ όψιν και οι εθνικές επιδοτήσεις και παροχές. Επομένως, η πραγματική εμπορική αξία του προϊόντος κάλυπτε ποσοστό χαμηλότερο του 20% του συνολικού κόστους και κέρδους των αγροτών. Το υπόλοιπο ήταν κοινοτικές και εθνικές επιδοτήσεις. Όσον αφορά το ελληνικό βαμβάκι, η ανάπτυξή του, εφόσον στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις, κλονίσθηκε με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ από το 2006. Εκτιμάται ότι η κοινοτική ενίσχυση καλύπτει τώρα το κόστος παραγωγής και επιτρέπει τη διατήρηση της παραγωγής βάμβακος στα 2,9 εκατ. στρέμματα, όση δηλαδή καλλιεργήθηκε το 2008. Όσον αφορά το ελληνικό βαμβάκι, το 2005 αποτελούσε περίπου το 76% της συνολικής παραγωγής της ΕΕ (παραγωγή: 1,45 εκατ. τόνοι ακατέργαστου βαμβακιού) και το 9,1% της συνολικής ελληνικής γεωργικής παραγωγής (Ισπανία: 1,3%). Εντούτοις, η ανάπτυξή του, εφόσον στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις, κλονίσθηκε με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ από το 2006. Με τις νέες ρυθμίσεις, το 35% των ενισχύσεων έως το 2006 παρέμεινε συνδεδεμένο με την παραγωγή (βάσει των καλλιεργούμενων στρεμμάτων), ενώ το 65% της παλαιάς ενισχύσεως συνεχίζει να αποδίδεται ως ΕΑΕ, που προσδιορίσθηκε στα 96,6 ανά στρέμμα. Με συνολική επιλέξιμη έκταση 3,7 εκατ. στρέμματα, το 35% της προηγούμενης ενισχύσεως, που θα δίδεται τώρα με βάση την τρέχουσα παραγωγή, είχε αρχικώς εκτιμηθεί κατά μέσο όρο στα 54,6 ανά στρέμμα. Στη συνέχεια, όμως, με νέο Κανονισμό η επιλέξιμη έκταση μειώθηκε στα 2,5 εκατ. στρέμματα, οπότε η δεσμευμένη ενίσχυση αυξάνεται στα 80,56 ανά στρέμμα. Εκτιμάται ότι η κοινοτική ενίσχυση καλύπτει τώρα το κόστος παραγωγής και επιτρέπει τη διατήρηση της παραγωγής βάμβακος στα 2,9 εκατ. στρέμματα, όση δηλαδή καλλιεργήθηκε το 2008. Επίσης, διασφαλίζεται και η απορρόφηση του 100% των διαθεσίμων δεσμευμένων κοινοτικών επιδοτήσεων ειδικά για το βαμβάκι που ανέρχονται στα 202 εκατ. Από τους παραγωγούς παρακρατήθηκε ποσό ύψους 18 εκατ. το οποίο μεταφέρθηκε στα ποσά για την αγροτική ανάπτυξη (β πυλώνας της ΚΑΠ) αντί να διοχετευθούν σε άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις προς τους αγρότες. Όσον αφορά τα ζαχαρότευτλα, με τον Κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 318/2006, θεσπίσθηκε η μείωση της θεσμικής τιμής της ζαχάρεως στην Κοινή Οργάνωση Αγοράς της ΕΕ, από 631,9 ανά τόνο το 2007/2008, σε 541,5 ανά τόνο το 2008/2009 (-14,3%) και σε 404,4 ανά τόνο για το 2009/2010 (-36% σε σχέση με το 2007/2008). Επίσης, θεσπίσθηκε η μείωση της θεσμικής τιμής των ζαχαροτεύτλων από 46,72 ανά τόνο σε 32,86, 19 OIKONOMIKO ΔEΛTIO

Συνέπεια των μεταβολών της ΚΑΠ, ήταν η κατακόρυφη πτώση των καλλιεργούμενων εκτάσεων ζαχαροτεύτλων στα 13,4 χιλ. εκτάρια το 2008, από 40,9 χιλ. εκτάρια το 2003, ενώ η παραγόμενη ποσότητα μειώθηκε στους 856,2 χιλ. τόνους το 2008, από 2.207 χιλ. τόνους το 2003. το 2006/2007, 29,78 ανά τόνο το 2007/2008, 27,83 ανά τόνο την περίοδο 2008/2009 και σε 26,29 ανά τόνο το 2009/2010. Τέλος, αποφασίσθηκε σημαντική μείωση της ποσοστώσεως στην παραγωγή ζαχάρεως για κάθε χώρα, η οποία για την Ελλάδα ορίσθηκε αρχικά σε 317,5 χιλ. τόνους και στη συνέχεια υποδιπλασιάσθηκε, σε 158,7 χιλ. τόνους. Για την αποζημίωση των παραγωγών για τις ανωτέρω σημαντικές μεταβολές, αποφασίσθηκε κοινοτική αντιστάθμιση μέσω ΕΑΕ ανά εκμετάλλευση, η οποία εκτιμάται ότι κάλυψε τελικά το 64,2% των απωλειών που θα έχουν οι παραγωγοί από τη μείωση της τιμής. Στις χώρες δε στις οποίες, εξαιτίας των ανωτέρω μέτρων, θα υπήρχε μείωση της παραγωγής μεγαλύτερη του 50%, δόθηκε η δυνατότητα πρόσθετης καταβολής ενός ποσού στους παραγωγούς που θα ισοδυναμούσε με το 30% της απώλειας εισοδήματος για μία περίοδο πέντε ετών. Στο ποσό αυτό ήταν δυνατόν να προστεθούν και κάποιοι εθνικοί πόροι. Συνέπεια αυτών των μεταβολών, ήταν η κατακόρυφη πτώση των καλλιεργούμενων εκτάσεων ζαχαροτεύτλων στα 13,4 χιλ. εκτάρια το 2008, από 40,9 χιλ. εκτάρια το 2003, ενώ η παραγόμενη ποσότητα μειώθηκε στους 856,2 χιλ. τόνους το 2008, από 2.207 χιλ. τόνους το 2003. Έτσι, η ποσότητα της ζάχαρης που παρήχθη το 2007 και το 2008 δεν ξεπέρασε τους 100 χιλ. τόνους, που ήταν κατά πολύ χαμηλότερη της μειωμένης εθνικής ποσοστώσεως. Οι λόγοι που δεν παράγουμε αγροτικά προϊόντα σε ανταγωνιστικές συνθήκες Στην πραγματικότητα, το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδος παρέχει μεγάλες δυνατότητες για παραγωγή ποικιλίας αγροτικών προϊόντων υψηλής ποιότητας, όπως έχουν αποδείξει με τη λειτουργία τους πολλές πρότυπες αγροτικές επιχειρήσεις. Στις μελέτες και τα προγράμματα για τον ελληνικό αγροτικό τομέα παρουσιάζονται διάφορα αντικειμενικά χαρακτηριστικά του τομέα αλλά και ειδικά χαρακτηριστικά των γεωργικών εκμεταλλεύσεων ως δεδομένα και επιχειρείται να στοιχειοθετηθεί η ουσιαστική αδυναμία πραγματοποιήσεως της γεωργικής ή κτηνοτροφικής παραγωγής σε ανταγωνιστικές συνθήκες. Τα κυριότερα από αυτά είναι τα ακόλουθα: Πρώτον, η ελληνική γη είναι κυρίως ορεινή με ποικιλία κλιμάτων. Μόνο το 49% αυτής καλύπτεται από γεωργικές εκτάσεις, το 16% είναι αροτραίες εκτάσεις και το 6% μόνιμες καλλιέργειες. Επίσης, εκτιμάται ότι το 82,7% των γεωργικών περιοχών θεωρούνται μειονεκτικές, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται η ακριβής έννοια της μειονεκτικότητας. Στην πραγματικότητα, το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδος παρέχει μεγάλες δυνατότητες για παραγωγή ποικιλίας αγροτικών προϊόντων υψηλής ποιότητας, όπως έχουν αποδείξει με τη λειτουργία τους πολλές πρότυπες αγροτικές επιχειρήσεις. Δεύτερον, σημειώνεται το μικρό μέγεθος και η οικογενειακή μορφή των γεωργικών εκμεταλλεύσεων: Το 2005 το μέσο μέγεθος της ελληνικής γεωργικής εκμεταλλεύσεως ήταν 5,8 Ha/εκμετάλλευση (ΕΕ-27: 20,7 Ha/ εκμετάλλευση) (Διάγραμμα 2). Το χαρακτηριστικό αυτό διαιωνίζεται έως σήμερα αφού λαμβάνεται ως δεδομένο και ουσιαστικά υποστηρίζεται από την ακολουθούμενη αγροτική πολιτική. Ο αναδασμός έχει προχωρήσει ελάχιστα, ενώ οι θεσμικές ρυθμίσεις (κτηματολόγιο, δασολόγιο, κ.λπ.) που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και σε επιχειρηματική οργάνωση της αγροτικής παραγωγής δεν προωθήθηκαν. Ηλικιακή διάρθρωση και μορφωτικό επίπεδο των αγροτών: Το 2003 το 29,1% των αρχηγών των εκμεταλλεύσεων ήταν άνω των 65 ετών, 57% ήταν 20 OIKONOMIKO ΔEΛTIO