Κατερέλος - 2.3. ΟΙ ΕΡΩΤΗΣΕ1Σ III: ΟΙ ΚΛΙΜΑΚΕΣ] Η χρήση των κλιμάκων στην ψυχολογία είναι εξαιρετικά ευρεία: δοκιμασίες ικανοτήτων, μέτρηση απόψεων και στάσεων ή και κλινικές παρατηρήσεις. Ειδικότερα στην κοινωνική ψυχολογία η μέτρηση στάσεων και η αλλαγή τους αποτελεί ίσως το πιο διαδεδομένο ερευνητικό θέμα. Αν και η θεωρητική ανάλυση της αλλαγής στάσεων δεν εμπίπτει στους στόχους αυτού του κεφαλαίου, είναι γενικά παραδεκτό ότι μια κοινωνική στάση δεν μπορεί να μετρηθεί από μία μόνο ερώτηση, καθώς σχεδόν πάντοτε εννοείται ότι μια στάση είναι ένας γενικός δείκτης που εμπεριέχει πολλές ενδείξεις. Ως ενδείξεις νοούνται οι ερωτήσεις οι οποίες είναι σχετικές με το δείκτη, αλλά καμία δεν είναι επαρκής από μόνη της. Σε αυτή την κατεύθυνση έχουν αναπτυχθεί διάφορα είδη κλιμάκων, οι πλέον δημοφιλείς από τις οποίες αναφέρονται στη συνέχεια. Οι αθροιστικές κλίμακες (τύπου Likert) Αυτού του είδους οι κλίμακες είναι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες και χαρακτηρίζονται ως οι πιο εύκολες για τους συμμετέχοντες, ίσως επειδή συναντώνται συχνά σε έντυπα καθημερινής κυκλοφορίας και οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τη συμπλήρωση τους (Για παράδειγμα, όλα τα τεστ τύπου «Who am I?» που παρουσιάζονται σε διάφορα περιοδικά.). Οι κλίμακες αυτές πήραν το όνομα τους από τον Likert (1932), τον θεωρητικό που τις εισήγαγε. Τα βασικά σημεία για την κατασκευή τους είναι τα εξής: 1. Συλλογή πολλών ενδείξεων που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη στάση. Σε αυτή την αρχική φάση ο ερευνητής είτε μπορεί να πάρει ενδείξεις από άλλους συγγραφείς είτε να επινοήσει κάποιες ο ίδιος. 2. Επιλογή τρόπου απάντησης. Πρόκειται συνήθως για μια ποσοτική πεντάβαθμη ή επτάβαθμη κλίμακα συμφωνίας, η οποία εν συνεχεία θα κωδικοποιηθεί με αριθμούς από το 1 έως το 5 ή το 7. 3. Συμπλήρωση του ερωτηματολογίου ενδείξεων από ένα ικανό δείγμα. Οι ενδείξεις θα πρέπει να τοποθετηθούν σε τυχαία σειρά και να αναμειχθούν αυτές που είναι θετικά προσκείμενες με τη στάση και αυτές που είναι αρνητικά προσκείμενες. 4. Υπολογισμός ενός δείκτη για κάθε συμμετέχοντα. Ακολουθεί ο υπολογισμός για κάθε συμμετέχοντα του αθροίσματος των απαντήσεων του με την αντιστροφή των ερωτήσεων που πρόσκεινται αρνητικά στη στάση. Κατ' αυτό τον τρόπο θα προκύψει ένας αριθμός για κάθε συμμετέχοντα: όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός αυτός, τόσο μεγαλύτερη συμφωνία θα υπάρχει με αυτή τη στάση. Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες κατατάσσονται σε αύξουσα σειρά, ανάλογα με το συγκεκριμένο δείκτη. 5. Τελική επιλογή ενδείξεων. Κάθε ένδειξη υποβάλλεται σε μέτρηση της διαφοροποιητικής της δύναμης (Item analysis: Differential power). Το κριτήριο που χρησιμοποιείται γι' αυτό είναι το κατά πόσο η συγκεκριμένη ένδειξη διαφοροποιεί το άνω τεταρτημόριο (25%) από το κάτω (25%). Στο τέλος, ο ερευνητής κρατά τις σαφέστερες διαφοροποιητικές ενδείξεις και αφήνει τις υπόλοιπες. Ακόμα, μπορεί να βασιστεί σε συνάφειες ένδειξης-δείκτη, όπου κρατά τις ενδείξεις με τις υψηλότερες θετικές συνάφειες ή μπορεί να εφαρμόσει την ανάλυση αξιοπιστίας (Reliability analysis).
Οι κλίμακες ίσων διαστημάτων (τύπου Thurnstone) Σε αυτή την κλίμακα ο ερευνητής δεν προσπαθεί μόνο να βρει τις πιο διαφοροποιητικές ενδείξεις, αλλά και να «σταθμίσει» την κάθε ένδειξη ανάλογα με το πόσο θετικά ή αρνητικά πρόσκειται στη στάση. Έτσι, ενώ στην κλίμακα τύπου Likert θεωρείται ότι όλες οι ενδείξεις είναι ή αρνητικές ή θετικές ως προς τη στάση, στην κλίμακα τύπου Thurnstone υπάρχει μια διαβάθμιση αυτής της ιδιότητας. Αυτές οι
κλίμακες επινοήθηκαν από τους Thurnstone και Chave (1929) και τα βασικά στάδια που ακολουθούνται για την κατασκευή τους είναι τα εξής: 1. Συλλογή πολλών ενδείξεων που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη στάση. Και σε αυτή την περίπτωση ο ερευνητής ακολουθεί το πρώτο στάδιο όπως στην κλίμακα τύπου Likert, με τη διαφορά ότι εδώ επιμένει στην εύρεση κάποιων θετικών ή αρνητικών ακραίων ενδείξεων. 2. Διαβάθμιση των ενδείξεων από ικανό αριθμό κριτών. Εν συνεχεία ο ερευνητής θα πρέπει να βρει 50-100 συμμετέχοντες, οι οποίοι θα δεχθούν να βαθμολογήσουν την κάθε ένδειξη σε μια κλίμακα από το 1 έως το 11 (1 =απολύτως αρνητική ως προς τη στάση, 11=απολύτως θετική ως προς τη στάση). Αυτό που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα εδώ είναι ότι οι κριτές δεν βαθμολογούν τη συμφωνία τους ως προς τη στάση αλλά τη συμφωνία της ένδειξης ως προς τη στάση! Πρόκειται για ένα δύσκολο και επίπονο στάδιο, δεδομένου ότι αφενός προϋποθέτει την ύπαρξη διαθέσιμων συμμετεχόντων σε μια αρκετά δύσκολη διαδικασία και αφετέρου το δείγμα των κριτών θα πρέπει να επιλεγεί προσεκτικά ώστε να μην προκύψουν σφάλματα. 3. Υπολογισμός της «αξίας» της κάθε ένδειξης. Κατόπιν υπολογίζεται ο μέσος όρος των βαθμολογιών σε κάθε ένδειξη. 4. Τελική επιλογή ενδείξεων. Σε αυτό το στάδιο επιλέγεται ένα υποσύνολο από ενδείξεις που έχουν περίπου την ίδια αξία στην κλίμακα για όλους τους κριτές (για παράδειγμα, χαμηλή τυπική απόκλιση). Συνήθως, σε αυτή τη φάση το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο χορηγείται σε ένα μικρό δείγμα και πραγματοποιούνται δοκιμασίες τύπου διαφοροποιητικής δύναμης όπως στις αθροιστικές κλίμακες. Στο τέλος ο ερευνητής κρατά μόνον τις ενδείξεις που πληρούν και τα δύο κριτήρια. Οι συσσωρευτικές κλίμακες (τύπου Guttman) Οι συσσωρευτικές ([cumulative] σε αντίθεση με τις «αθροιστικές» [summative], διότι το κύριο χαρακτηριστικό κατασκευής τους είναι η διαδοχική συσσώρευση ομοειδών απαντήσεων] κλίμακες εισήχθησαν από τον Guttman (1944) προκειμένου να αντιμετωπίσουν ένα σημαντικό μειονέκτημα που παρουσίαζαν τόσο οι αθροιστικές όσο και οι κλίμακες ίσων διαστημάτων: ότι, δηλαδή, αν και μπορεί να εμπεριέχουν πολλές όψεις της στάσης (π.χ. ηθική, τεχνολογική κ.τ.λ.), η ιδέα της άθροισης δεν ανταποκρίνεται και τόσο καλά στο πολυδιάστατο των στάσεων. Στις συσσωρευτικές κλίμακες οι ενδείξεις είναι έτσι διατεταγμένες ώστε, όταν ο συμμετέχων απαντήσει θετικά σε μία, θα πρέπει να έχει απαντήσει θετικά και στις προηγούμενες. Κατ' αυτό τον τρόπο κατασκευάζονται μονοδιάστατες κλίμακες. Τα βήματα που ακολουθούνται για την κατασκευή τους είναι τα ακόλουθα: 1. Συλλογή πολλών ενδείξεων που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη στάση. Και σε αυτή την περίπτωση ακολουθείται το ίδιο στάδιο όπως και στις δύο προηγούμενες κλίμακες. 2. Συμπλήρωση του ερωτηματολογίου ενδείξεων από ένα δείγμα στάθμισης. Οι συμμετέχοντες θα πρέπει να απαντήσουν με μονοδιάστατο τρόπο, έτσι ώστε η μία απάντηση να αποκλείει την εναλλακτική (π.χ. Ναι-Όχι ή Συμφωνώ-Διαφωνώ). 3. Εκτέλεση του κλιμακογράμματος. Πρόκειται για μια κατάταξη τόσο των συμμετεχόντων όσο και των ενδείξεων σε αύξουσα σειρά, ανάλογα με το πόσες θετικές απαντήσεις έχουν δώσει. Αναπόφευκτα δημιουργείται μια τριγωνική μορφή στα δεδομένα. Στο τέλος αφαιρούνται οι ενδείξεις που «αλλοιώνουν» το τέλειο τρίγωνο (Αν και η διαδικασία αυτή είναι σχεδόν οπτική, ο Guttman προτείνει ένα κριτήριο που ονομάζει «συντελεστή δυνατότητας αναπαραγωγής».
Αυτός ο συντελεστής δεν πρέπει να είναι χαμηλότερος του 0,90). Όπως προαναφέρθηκε, αυτοί που έχουν απαντήσει θετικά σε μία ερώτηση, θα πρέπει να έχουν απαντήσει θετικά και στις προηγούμενες... 4. Επαναχορήγηση του ερωτηματολογίου σε μικρό δείγμα. Αυτό είναι το τελευταίο στάδιο και εκείνο που παραλείπεται συνήθως...επιβάλλεται μια δεύτερη δοκιμασία προκειμένου να σιγουρευτεί ο ερευνητής με την επανάληψη του κλιμακογράμματος. Οι σημασιολογικά διαφοροποιημένες κλίμακες (τύπου Osgood) Στις σημασιολογικά διαφοροποιημένες κλίμακες (semantic differential scales) ο στόχος είναι περισσότερο η μέτρηση της υποκειμενικής σημασίας που αποδίδεται σε μια στάση παρά το πόσο υιοθετείται από τους συμμετέχοντες. Οι κλίμακες αυτές προτάθηκαν από τους Osgood, Suci και Τannenbaum (1957). Περιλαμβάνουν μια σειρά διπολικών ερωτήσεων με σημασιολογικά αντίθετα επίθετα τα οποία καταλαμβάνουν τις δύο άκρες μιας πεντάβαθμης ή επτάβαθμης κλίμακας (π.χ. Καλός-Κακός, Τίμιος-Άτιμος κ.τ.λ.). Έτσι, όταν ο συμμετέχων κλίνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά της κλίμακας, αποδίδει περισσότερο το ένα νόημα από το άλλο (βλ. παράδειγμα ερωτηματολογίου μέτρησης της εικόνας της πηγής, Παπαστάμου, 1989β).
Αυτές οι κλίμακες είναι αθροιστικές εάν οι ερωτήσεις είναι διατεταγμένες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν όλες μία φορά-κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι καλές ιδιότητες θα πρέπει να έχουν τοποθετηθεί στη μία πλευρά, διαφορετικά χρειάζεται να αντιστραφούν. Οι κλίμακες τύπου Osgood, τέλος, αποτελούν τις καλύτερες εφαρμογές της παραγοντικής ανάλυσης σε κύριες συνιστώσες όταν θέλουμε να εμβαθύνουμε στη δομή των απαντήσεων και να βρούμε τη σχέση μεταξύ των διαφόρων χαρακτηρισμών. Οι κλίμακες ταξινόμησης σύμφωνα με περιγραφικές δηλώσεις (τεχνικές Q- sort)
Στις τεχνικές αυτές η κατάταξη των ενδείξεων γίνεται σύμφωνα με κάποιο κριτήριο. Ο ερευνητής μπορεί να ζητήσει από τους συμμετέχοντες να κατατάξουν κάποιες εικόνες ανάλογα με το ποια τους φαίνεται πιο ωραία ή να κατατάξουν κάποια θέματα ανάλογα με το ποιο θεωρούν πιο χαρακτηριστικό για το υπό διερεύνηση θέμα. Οι τεχνικές αυτές είναι πολλές και έχουν το πλεονέκτημα ότι προσαρμόζονται σε κάποιες «ειδικές» καταστάσεις (όπως όταν οι συμμετέχοντες είναι παιδιά). Επιπλέον, κυκλοφορούν αρκετά «υβρίδια», όπως είναι η κλίμακα CxK block (Abric, 1994). Οι κοινωνιομετρικές κλίμακες Οι κλίμακες αυτού του τύπου χρησιμοποιούνται μόνο για να περιγράψουν και να αναλύσουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας ομάδας. Συνήθως, και στην απλούστερη μορφή τους, το κάθε μέλος καλείται να επιλέξει κάποια άλλα μέλη της ομάδας του σύμφωνα με ένα κριτήριο. Οι κοινωνιομετρικές κλίμακες καταλήγουν συνήθως σε ένα κοινωνιόγραμμα στο οποίο φαίνονται οι σχέσεις μεταξύ των μελών.