ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΜΣ «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ»



Σχετικά έγγραφα
Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

ΕΞΩΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

«ΘΑΛΗΣ» Λάρισα, TEI/Θ, Π. ΒΥΡΛΑΣ. Π. Βύρλας

Ποτάµια ράση ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ. Ποτάµια ιάβρωση. Ποτάµια Μεταφορά. Ποτάµια Απόθεση. Βασικό επίπεδο

ΠΠΣΠΑ ΜΑΘΗΜΑ:Γεωλογία & ΔΦΠ ΤΑΞΗ : Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ : 9/12/2013 Σχολικό έτος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ...

Συντήρηση φυτικού και ζωικού βασιλείου. Σύνολα ομοειδών αντικειμένων παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος

Τυπικό έδαφος (πηλώδες) μισοί πόροι αέρα άλλοι μισοί νερό. Νερό επηρεάζει χημική και φυσική συμπεριφορά Μέσο διάλυσης και μεταφοράς θρεπτικών

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου;

Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τους οικολογικούς παράγοντες:

ΑΙΟΛΙΚΗ ΡΑΣΗ. Πηγή: Natural Resources Canada - Terrain Sciences Division - Canadian Landscapes.

4. Η δράση του νερού Η ΠΟΤΑΜΙΑ ΡΑΣΗ. Ποτάµια διάβρωση

Έδαφος. Οι ιδιότητες και η σημασία του

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα

Ειδική Προστατευτική Διευθέτηση

Ο.Ε.Φ. / Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Διδακτέα ύλη μέχρι

ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΚΛΙΜΑ. ιαµόρφωση των κλιµατικών συνθηκών

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΔΑΦΟΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ

Υγρασία του Εδάφους. (βλέπε video Tensiometers_for_corn.webm)

4.7. Εδαφική υποβάθμιση - Διαβρώσεις Αρχές αξιολόγησης πόρων γης Μέθοδοι αξιολόγησης πόρων γης Καταλληλότητα πόρων γης

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΑΣ


ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

Αικ. Καρυώτη 1.2. & Ν. Γ. Δαναλάτος 1

ΥΠΟΓΕΙΑ ΣΤΑΓΔΗΝ ΑΡΔΕΥΣΗ

«γεωλογικοί σχηματισμοί» - «γεωϋλικά» όρια εδάφους και βράχου

Τι είναι άμεση ρύπανση?

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. 1. Ποια από τις παρακάτω ενώσεις αποτελεί πρωτογενή ρύπο; α. το DDT β. το νιτρικό υπεροξυακετύλιο γ. το όζον δ.

ΑΣΚΗΣΗ. Τι είναι η χιονολίσθηση (με δικά σας λόγια). Ποια είναι τα διακριτικά τμήματα μιας χιονολίσθηση; Περιέγραψε και ζωγράφισε τα.

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Τα αντιδιαβρωτικά και αντιπληµµυρικά έργα στην αρχαία Ολυµπία. µετά την πυρκαγιά της 26ης Αυγούστου 2007:

Διαχείριση Υδατικών Πόρων

Επιφανειακή άρδευση (τείνει να εκλείψει) Άρδευση με καταιονισμό ή τεχνητή βροχή (επικρατεί παγκόσμια)

1 m x 1 m x m = 0.01 m 3 ή 10. Χ= 300m 3

Σχέσεις εδάφους νερού Σχέσεις μάζας όγκου των συστατικών του εδάφους Εδαφική ή υγρασία, τρόποι έκφρασης

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ Ι Κεφάλαιο 6 ο

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΟΣ ΣΥΝ ΕΣΜΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

Αρδεύσεις Στραγγίσεις. Δρ Θρασύβουλος Μανιός Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΙ Κρήτης Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων

Εξάτμιση και Διαπνοή

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

Τύποι χωμάτινων φραγμάτων (α) Με διάφραγμα (β) Ομογενή (γ) Ετερογενή ή κατά ζώνες

Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ

ιάβρωση στις Παράκτιες Περιοχές

Υδρολογία - Υδρογραφία. Υδρολογικός Κύκλος. Κατείσδυση. Επιφανειακή Απορροή. Εξατµισιδιαπνοή. κύκλος. Κατανοµή του νερού του πλανήτη

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου

Διαχείριση των εδαφικών πόρων στις ορεινές περιοχές υπό το πρίσμα της κλιματικής μεταβολής. Δημ. Αλιφραγκής Καθηγητής, ΑΠΘ

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ. Κατολισθήσεις Ταξινόµηση κατολισθήσεων

Οι Ανάγκες των Καλλιεργειών σε Νερό

Το Copernicus συμβάλλει στην παρακολούθηση του κινδύνου εδαφικής διάβρωσης στην Ευρώπη

Διαθέσιμο νερό στα φυτά ASM = FC PWP

Μάθημα: ΥΔΡΟΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

Σε αντίθεση με τις θάλασσες, το νερό των ποταμών δεν περιέχει σχεδόν καθόλου αλάτι - γι' αυτό το λέμε γλυκό νερό.

Tαξινόμηση υδρορρεύματος

Υγρασία Θερμοκρασία Άνεμος Ηλιακή Ακτινοβολία. Κατακρημνίσματα

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

65 m3/km2/year ή 65mm per 1000 years.

Δασικά εδάφη και υδρολογικός κύκλος

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

4. ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ. Α /Β Διαχείριση Φυσικών Πόρων

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Γενικά περί ατµόσφαιρας

ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

Αναδάσωση. Εισαγωγή. Το δάσος. Η φωτιά. Αναδάσωση: φυσική ή τεχνητή;

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΣΤΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Δασική Εδαφολογία. Εδαφική υγρασία

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα.

Ατομικά Δίκτυα Αρδεύσεων

ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Ε ΑΦΙΚΗ ΥΓΡΑΣΙΑ ΚΑΙ ΙΗΘΗΣΗ

LIFE13 ENV/ES/ ΕΤΑΙΡΟΙ:

Έρευνα γης και εδάφους

Σημερινές και μελλοντικές υδατικές ανάγκες των καλλιεργειών της δελταϊκής πεδιάδας του Πηνειού

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΧΛΩΡΟΥ ΣΚΟΡΔΟΥ 1

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΗΣ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Η παραγωγή τροφής

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Έδαφος και Πετρώματα

Του Δρ. Θεόδωρου Καρυώτη, Τακτικού Ερευνητή ΕΘΙΑΓΕ

«ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ-ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗ»

Ο.Ε.Φ. / Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΛΙΠΑΝΣΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ (ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Π.Ε. ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ)

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΜΣ «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΙΝ ΥΝΟΥ ΙΑΒΡΩΣΗΣ Ε ΑΦΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ - ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΧΑΡΤΗ ΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΑΜ:145/200325 ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΟΥΛΑΚΕΛΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (Επίκουρος Καθηγητής Τµήµα Γεωγραφίας Πανεπιστήµιο Αιγαίου) Μυτιλήνη Σεπτέµβριος 2004

2 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Στο τέλος αυτής της διαδικασίας απόκτησης του διπλώµατος του Μεταπτυχιακού «Γεωργία και Περιβάλλοντος» του τµήµατος Περιβάλλοντος του Πανεπιστηµίου Αιγαίου, νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω τους ανθρώπους που εµπλάκηκαν άµεσα ή έµµεσα στην ολοκλήρωσή της. Αρχικά να ευχαριστήσω τον Επίκουρο καθηγητή κ. Σουλακέλλη Νικόλαο για το ενδιαφέρον θέµα της πτυχιακής που µου ανέθεσε, καθώς και για την συνεχή συνεργασία τόσο του ίδιου όσο και εκείνων που πλαισιώνουν το εργαστήριό του. Ευχαριστώ τον κ. αναλάτο Νικόλαο, µέλος της τριµελούς επιτροπής, για την προσφορά των γνώσεών και συµβουλών του. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Γεωπόνους του Ινστιτούτου Χαρτογράφησης και Ταξινόµησης Χαρτών Λάρισας, κ. Τούλιο Μαργαρίτη και κ. Τούλιο Λεωνίδα, για την βοήθειά τους στην επιλογή του εδαφολογικού χάρτη από την υπηρεσία τους. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω την συµφοιτήτριά µου κα. Αγοράκη Φωτεινή για την πολύτιµη συνεργασία της.

3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Β. 1. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ Ε ΑΦΟΣ Β. 1. 1. ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ Ε ΑΦΟΥΣ Β. 1. 2. Ε ΑΦΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ Β. 1. 3. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ Ε ΑΦΟΥΣ Β. 1. 4. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ Ε ΑΦΩΝ Β. 2. ΙΑΒΡΩΣΗ Ε ΑΦΩΝ Β. 2. 1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΙΑΒΡΩΣΗ ΤΩΝ Ε ΑΦΩΝ Β. 2. 2. ΤΥΠΟΙ ΙΑΒΡΩΣΗΣ Β. 2. 3. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΙΑΒΡΩΣΗΣ Β. 3. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Β. 3. 1. ΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΟΜΩΝ Β. 3. 2. ΟΜΗ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΧΑΡΤΗ Β. 4. ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ Β. 4. 1. ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΑΡΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ Β. 4. 2. ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΧΑΡΤΗ Γ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. ΜΕΘΟ ΟΙ. 1. Ε ΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ. 2. ΜΕΘΟ ΟΣ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗΣ. 3. ΜΕΘΟ ΟΣ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΙΑΒΡΩΣΗΣ Ε. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΤ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ζ. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

4 Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα εργασία ασχολείται µε την εκτίµηση του κινδύνου διάβρωσης των εδαφών µέσω της δηµιουργίας ενός χάρτη διάβρωσης. Η δηµιουργία αυτού του χάρτη γίνεται µε τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών (GIS). Η σηµαντικότητα της διάβρωσης φαίνεται παρακάτω: Η διάβρωση καταστρέφει τη δοµή του εδάφους, υποβαθµίζει την ποιότητα των παραγόµενων αγροτικών προϊόντων αφενός και αφετέρου µειώνει σηµαντικά τη γεωργική παραγωγή. Είναι πλέον αποδεκτό ότι η διάβρωση είναι η µάστιγα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η διάβρωση αποτελεί το σοβαρότερο παράγοντα που επιδρά αρνητικά στο φυσικό περιβάλλον, διαταράσσοντας τη βιολογική ισορροπία του οικοσυστήµατος (Μήτσιος Ι., 1995, Πασχαλίδης Χ., 1995, et al). Τα ελληνικά εδάφη είναι τα πιο ευαίσθητα στη διάβρωση εδάφη στον κόσµο, για τους εξής λόγους (Γρηγοράκης Χ., 1967, Πάνου.Α., 1982, et al). 1. Τα ελληνικά εδάφη περιέχουν οργανική ουσία σε χαµηλό ποσοστό. Το χαµηλό ποσοστό της οργανικής ουσίας στα εδάφη: α)δεν ευνοεί τη δηµιουργία ανθεκτικών συσσωµατωµάτων στην καταστρεπτική δύναµη των σταγόνων του νερού της βροχής και β) δε βελτιώνει τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους (υδατοδιηθητικότητα, υδατοχωρητικότητα κ.λ.π.). 2. Τα ψαθυρά γεωλογικά υλικά, που υπάρχουν στα περισσότερα ελληνικά εδάφη. 3. Το ανάγλυφο του ορεινού όγκου των ελληνικών εδαφών µε τις πυκνές και µεγάλες κλίσεις που υπάρχουν. 4. Η ξηρότητα του κλίµατος σε συνδυασµό µε τις ραγδαίες και καταρρακτώδεις βροχές. Εκτός από τους ανωτέρου λόγους υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επιταχύνουν τη διάβρωση του εδάφους στη χώρα µας, όπως η περιορισµένη χρήση κοπριάς και άλλων οργανικών λιπασµάτων (χλωρή λίπανση, χρήση διάφορων φυτικών υπολειµµάτων, αξιοποίηση των αστικών λυµάτων κ.λ.π.), η χρήση βαρέων µηχανηµάτων, η ανεπαρκής κάλυψη του εδάφους, η µονοκαλλιέργεια επί σειρά ετών, η σπορά σιτηρών στις ορεινές κλιτύες καθώς η υπερβόσκηση και οι συχνές πυρκαγιές που παρατηρούνται στους βοσκότοπους και τα δάση. Στην Ελλάδα το 26,5% της συνολικής επιφάνειας, δηλαδή έκταση 35 εκατοµµυρίων στρεµµάτων, παρουσιάζει επιφανειακή φυλλοειδή διάβρωση, αυλακοειδή επιφανειακή διάβρωση και χαραδρώδη διάβρωση. Σύµφωνα µε διάφορες εκτιµήσεις οι ετήσιες απώλειες είναι της τάξης των 150-300 εκατοµµυρίων τόνων γόνιµου εδάφους, µε το οποίο χάνονται 1,5 εκατοµµύρια τόνοι χούµου, 150.000 τόνοι ολικού αζώτου, 300.000 τόνοι

5 ολικού φωσφόρου και περίπου 540.000 τόνοι ολικού καλίου. Οι απώλειες των θρεπτικών είναι πολύ µεγάλες αν λάβουµε υπόψη ότι το έτος 1990 στη γεωργία χρησιµοποιήθηκαν περίπου 426.554 τόνοι Ν, 187.265 τόνοι P 2 O 5, 71.285 τόνοι K 2 O (συνολικά 685.105 τόνοι θρεπτικών στοιχείων) δηλαδή περίπου 2 εκατοµµύρια τόνοι λιπασµάτων. Από τα στοιχεία αυτά συµπεραίνεται ότι οι µισές ποσότητες από τα λιπάσµατα που χρησιµοποιούνται στη γεωργία χάνονται µε τη διάβρωση (Μήτσιος Ι., 1995, Πασχαλίδης Χ., 1995, et al). Τεράστιες ζηµιές προκαλεί η διάβρωση προσχώνοντας τις τεχνητές λίµνες, τις δεξαµενές, τα συστήµατα άρδευσης και απορροής, καταστρέφοντας γραµµές επικοινωνίας, γέφυρες, κατοικίες και εργοστάσια. Τα νερά της απορροής και έκπλυσης µεταφέρουν ιζήµατα, θρεπτικά στοιχεία, υπολείµµατα ζιζανιοκτόνων και φυτοφαρµάκων µε δυσµενείς επιδράσεις στην οικολογική ισορροπία των φυσικών αποδεκτών. Η διάβρωση, κύριος παράγοντας αύξησης της συγκέντρωσης νιτρικών στα επιφανειακά και υπόγεια νερά, προκαλεί γενικά ευτροφισµό και ρύπανση του νερού και του περιβάλλοντος και διαταράσσει την οικολογική ισορροπία του οικοσυστήµατος. Οι πυρκαγιές των δασικών εκτάσεων διευκολύνουν σηµαντικά τη διάβρωση των εδαφών. Σύµφωνα µε τα στοιχεία που παραθέτει, ο Αλεξανδρής Σ., (1981) υποστηρίζει ότι για χρονικά διαστήµατα οκτώ (8) µηνών µετά την πυρκαγιά, όταν τα εδάφη έχουν κλίση 15-24% υφίστανται διάβρωση και αποµακρύνονται 10-13m 3 εδάφους ανά εκτάριο. Σε εδάφη µε κλίση 40% αποµακρύνονται µε διάβρωση 300m 3 εδάφους ανά εκτάριο (Μήτσιος Ι., 1995, Πασχαλίδης Χ., 1995, et al). Ο Πάνου.Α., (1982) χαρακτηρίζει τη διάβρωση Λερναία Ύδρα για τη χώρα µας, η οποία αφανίζει την εθνική φυσική παραγωγικότητα, ελαττώνει τις αποδόσεις των καλλιεργειών µέχρι 75% και υποβαθµίζει περισσότερο την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων. Με βάση τα παραπάνω, η Ελλάδα µπορεί να χαρακτηριστεί ως χώρα που πλήττεται έντονα από τη διάβρωση και εποµένως η προστασία των εδαφών πρέπει να αποτελεί χρέος και ύψιστη εθνική επιταγή. Η προστασία των εδαφών αποσκοπεί στη διατήρηση και βελτίωση των χηµικών και φυσικών ιδιοτήτων του εδάφους. Στο σύνολο των µέτρων προστασίας των εδαφών την πρώτη θέση πρέπει να καταλαµβάνουν τα µέτρα πρόληψης της διάβρωσης. Θα είναι πολύ δύσκολο και σε µερικές περιπτώσεις σχεδόν αδύνατο να επαναφέρουµε το διαβρωµένο έδαφος στην κατάσταση γονιµότητας που υπήρχε πριν τη διάβρωση (Μήτσιος Ι., 1995, Πασχαλίδης Χ., 1995, et al). Αλλά πριν εφαρµόσουµε οποιοδήποτε µέτρο πρόληψης εναντίον της διάβρωσης θα πρέπει να γνωρίζουµε ποια εδάφη είναι επικίνδυνα να διαβρωθούν. Για αυτό λοιπόν είναι απαραίτητη η µελέτη της διάβρωσης των εδαφών. Βασικός σκοπός αυτής της εργασίας είναι να γίνει µια πρώτη προσέγγιση στην εκτίµηση του κινδύνου διάβρωσης των εδαφών µε την βοήθεια των Γεωγραφικών Συστηµάτων

6 Πληροφοριών (GIS). Με τα συστήµατα αυτά η χαρτογράφηση των διαβρωµένων εδαφών θα γίνεται µε ευκολία, ταχύτερα, µε µικρότερο κόστος και µε µεγαλύτερη ακρίβεια. Βέβαια δεν θα µπορούσαν να εξεταστούν σε αυτήν την εργασία όλοι οι παράγοντες εκείνοι οι οποίοι συντελούν στην διάβρωση των εδαφών. Ωστόσο, η συγκεκριµένη µεθοδολογία που χρησιµοποιείται, µπορεί να γίνει πιο σύνθετη και πιο ακριβής στον υπολογισµού του κινδύνου διάβρωσης των εδαφών, εφόσον προστεθούν όλοι οι παράγοντες διάβρωσης. Στα παρακάτω κεφάλαια θα αναφερθούν τα γενικά χαρακτηριστικά των εδαφών, όπως η εδαφογέννηση η οποία είναι η αντίθετη διαδικασία της διάβρωσης, οι κατηγορίες των εδαφών και κατά πόσο αυτές είναι επικίνδυνες ώστε να διαβρωθούν. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο τι είναι η εδαφική διάβρωση και τι ο κίνδυνος διάβρωσης, στους τύπους της διάβρωσης και τέλος στους παράγοντες της διάβρωσης. Στην παρούσα εργασία χρήσιµη είναι και η συµβολή των Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών, για αυτό θα αναφερθούν τι είναι αυτά τα συστήµατα και πως βοηθούν στη διαχείριση δεδοµένων του γεωγραφικού χώρου. Τέλος βασικό και απαραίτητο µέρος της εργασίας αποτελούν οι ψηφιακοί χάρτες και αναφέρεται πως γίνεται η µετατροπή αναλογικού σε ψηφιακό χάρτη. Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Β. 1. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ Ε ΑΦΟΣ Από το γεγονός ότι οι εδαφικές ιδιότητες που είναι σπουδαίες για τη διάβρωση συνήθως εξετάζονται κατά τη διάρκεια µιας εδαφολογικής έρευνας, προτείνεται όπως η εδαφολογική έρευνα αποτελέσει, µε τη µελέτη και άλλων χαρακτηριστικών, τη βάση της έρευνας για τη διάβρωση των εδαφών. Β. 1. 1. ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ Ε ΑΦΟΥΣ Έδαφος θεωρείται το στρώµα του φυσικού υλικού της επιφάνειας της γης, που περιέχει οργανικά και ανόργανα συστατικά και είναι δυνατόν να υποστηρίξει τη φυτική ζωή (William C., 1998, Thomas D., 1998). Σύµφωνα µε τον Σακελλαριάδη Σ. (1992) ο ορισµός του εδάφους δίδεται ως προϊόν της φυσικής και χηµικής αποσάθρωσης ανόργανων και αποσύνθεσης οργανικών συστατικών της επιφάνειας της γης που επηρεάζονται συνεχώς από τους παράγοντες του εκάστοτε περιβάλλοντος. Αποκτά καθορισµένη µορφολογία και δυναµικότητα και είναι τρισδιάστατο στερεό σύστηµα µε προβολή στο χρόνο σαν τέταρτη διάσταση.

7 Β. 1. 2. Ε ΑΦΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ Η διάταξη των συστατικών του εδάφους στο χώρο έχει σαν αποτέλεσµα την τρισδιάστατη ανάπτυξη του εδάφους σαν ξεχωριστής ολότητας. Όµοιες εδαφολογικές ολότητες που παρουσιάζουν και όµοια µορφολογικά χαρακτηριστικά, και γενικότερα όµοια φυσιογνωµία (εδαφική κατατοµή, soil profile) και συµπεριφορά (χηµική, φυσική, βιολογική) των οποίων η εγκάρσια τοµή είναι µεγαλύτερη του 1µ 2 καλούνται πέδον. Το βάθος της εδαφικής ολότητας συνήθως κυµαίνεται από 0,5-2µ. Ο βαθµός αναπτύξεως του βάθους και η µορφολογία της εδαφικής κατατοµής θα εξαρτηθούν από το είδος της πρώτης ύλης που αποτελεί τη στερεή φάση, δηλαδή από το πέτρωµα, από το κλίµα της περιοχής που αναπτύσσεται, από την τοπογραφία της θέσης, από τους ζωντανούς οργανισµούς που επικρατούν και φυσικά από τη διάρκεια του χρόνου που όλοι αυτοί οι παράγοντες ενεργούν. Οι παράγοντες αυτοί 1) µητρικό πέτρωµα, 2) κλίµα, 3) τοπογραφία, 4) βιολογικές επιδράσεις και 5) ο χρόνος, είναι οι ονοµαζόµενοι παράγοντες της εδαφογένεσης. Η πλήρης διαµόρφωση µιας εδαφικής κατατοµής (ενός πέδον) περιλαµβάνει την ανάπτυξη διακρινόµενων µεταξύ τους κατά την έννοια του βάθους οριζόντων. Οι Α ορίζοντες αντιπροσωπεύουν τη ζώνη έκπλυσης, οι Β ορίζοντες αντιπροσωπεύουν την ζώνη συσσώρευσης και οι C ορίζοντες αντιπροσωπεύουν τη ζώνη του αρχικού µητρικού υλικού από το οποίο προήλθαν οι Α και Β ορίζοντες (Σακελλαριάδης Σ., 1992). Ο ορίζοντας C εκτός των τυρφωδών και λιπασµατικών εδαφών, αποτελείται από διαβρωµένα πετρώµατα και ορυκτά. Συνήθως µοιάζει µε τα πετρώµατα από τα οποία προήλθε. Είναι αρκετά µαλακό ώστε να µπορεί να σκαφτεί και να θρυµµατιστεί. Πιθανόν να περιέχει µεγάλα τµήµατα πετρωµάτων, µερικά αποσαθρωµένα. Θα υπάρχουν ελάχιστες φυτικές ρίζες σε αυτό το τµήµα της εδαφικής τοµής. Ο ορίζοντας Β ή το υπέδαφος, παρουσιάζει µεγαλύτερη διάβρωση από ότι µητρικό υλικό. Συχνά έχει διαφορετικό χρώµα από το µητρικό υλικό ή το επιφανειακό έδαφος. Συνήθως περιέχει ελάχιστη οργανική ύλη. Μπορεί να είναι πιο λεπτό και πιο σκληρό από ότι στους ορίζοντες Α και C. Πολλές φυτικές ρίζες εµφανίζονται σε αυτό το µέρος του εδάφους. Ο ορίζοντας Α ή το ανώτερο στρώµα του εδάφους, βρίσκεται στην επιφάνεια. Χαρακτηρίζεται από περιεκτικότητα οργανικής ύλης υψηλότερης αυτής των άλλων οριζόντων. Το χρώµα της εδαφικής επιφάνειας προέρχεται από την ποσότητα του χούµου που περιέχει. Το άνω µέρος του εδάφους µε περισσότερο χούµο είναι συνήθως πιο σκούρο. Καθώς η περιεκτικότητα του εδάφους σε οργανική ύλη µειώνεται, το εδαφικό του χρώµα γίνεται πιο ανοιχτό. Το επιφανειακό έδαφος είναι συνήθως και το πιο παραγωγικό τµήµα του εδάφους. Εδώ διεξάγεται το µεγαλύτερο µέρος της βιολογικής δραστηριότητας. Επίσης, εδώ διατίθεται το µεγαλύτερο µέρος των

8 φυτικών θρεπτικών συστατικών στις φυτικές ρίζες. Επίσης ο ορίζοντας Α είναι περισσότερο πολύτιµος στην καλλιεργητική παραγωγή (William C., 1998, Thomas D., 1998). Β. 1. 3. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ Ε ΑΦΟΥΣ Το έδαφος σχηµατίζεται µε εξαιρετικά αργό ρυθµό. Προέρχεται από φυσικές διαδικασίες που επιδρούν στα ορυκτά και στα πετρώµατα της επιφάνειας της γης. Η διαδικασία του εδαφικού σχηµατισµού συνεχίζεται από τότε που πρωτοσχηµατίστηκε η γη. Όταν τα ορυκτά και τα πετρώµατα εκτίθενται στις καιρικές συνθήκες, αρχίζουν να διασπώνται σε µικρότερα σωµατίδια. Το φαινόµενο αυτό ονοµάζεται αποσάθρωση. Οι κυριότερες διαδικασίες αποσάθρωσης είναι οι ακόλουθες (William C., 1998, Thomas D., 1998): Αλλαγές στη θερµοκρασία Η επίδραση του νερού Οι φυτικές ρίζες Η διαστολή του πάγου Η µηχανική τριβή Τα χαλαρά συστατικά του εδάφους είναι προϊόντα της αποσάθρωσης των συµπαγών πετρωµάτων. Τα χαλαρά συστατικά είτε παρέµειναν στη θέση τους και το έδαφος που αναπτύχθηκε από αυτά προέρχεται από το πέτρωµα που βρίσκεται λίγο βαθύτερα, είτε αποµακρύνθηκαν µε τα νερά της βροχή ή άλλες φυσικές επιδράσεις (π.χ. παγετώνες) και εναποτέθηκαν σε άλλα σηµεία για να αναπτυχθεί στη συνέχεια από αυτά έδαφος. Και στις δύο περιπτώσεις τα ανόργανα συστατικά των εδαφών φέρουν κατά µεγάλο ποσοστό κοινά χαρακτηριστικά µε εκείνα του πετρώµατος της προέλευσής τους γι αυτό και το πέτρωµα που έδωσε γένεση στα αντίστοιχα εδάφη ονοµάζεται µητρικό πέτρωµα. Τα χαλαρά συστατικά που προήλθαν από τη φυσική αποσάθρωση του µητρικού πετρώµατος και που αποτέλεσαν τα υλικά από τα οποία σχηµατίστηκε το υπερκείµενο έδαφος ονοµάζονται µητρικά υλικά. Έτσι τα µητρικά υλικά µπορεί να πει κανείς ότι είναι µικροτεµάχια πετρωµάτων διαφόρων διαστάσεων. Φυσικά και αυτά αποτελούνται από τα ίδια ορυκτά που συνιστούν το µητρικό πέτρωµα. ιαφέρουν του µητρικού πετρώµατος κυρίως ως προς το µέγεθος της επιφάνειας που εκτίθεται στους παράγοντες της εδαφογένεσης. Τα εδάφη που προέρχονται από ένα πέτρωµα δεν είναι πάντα ίδια, διότι στην ανάπτυξη ενός είδους εδάφους δεν αρκεί µόνον το µητρικό πέτρωµα αλλά συµβάλλουν και οι άλλοι παράγοντες εδαφογενέσεως, όπως είναι το κλίµα, η έκθεση, οι βιολογικοί παράγοντες και άλλοι. Το µητρικό πέτρωµα όµως αποτελεί

9 την πρώτη ύλη, τη ζύµη, και σαν τέτοιο θα πρέπει να το γνωρίζουµε (Σακελλαριάδης Σ., 1992). Στα περισσότερα εδάφη, το ποσοστό της οργανική ύλης είναι σχετικά µικρό (2-5%). Η σπουδαιότητά του στο σχηµατισµό και στην παραγωγικότητα του εδάφους είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι θα υποδήλωνε ένα τόσο µικρό ποσοστό (William C., 1998, Thomas D., 1998). Β. 1. 4. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ Ε ΑΦΩΝ Οι κατηγορίες των εδαφών ταξινοµούν την παραγωγική τους δυναµική. Τα συστήµατα ταξινόµησης ξεκινούν µε το έδαφος κατηγορίας Ι, το οποίο είναι το καλύτερο έδαφος για γεωργική παραγωγή. Το λιγότερο χρήσιµο για γεωργική παραγωγή είναι το έδαφος που ανήκει στην VIII κατηγορία. Γενικά, οι τάξεις Ι IV µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε διαδοχικές καλλιέργειες. Οι τάξεις V VIII δεν είναι κατάλληλες για διαδοχικές καλλιέργειες για διάφορους λόγους (William C., 1998, Thomas D., 1998). Η κατηγορία Ι αναφέρεται σε πολύ καλό και παραγωγικό έδαφος. Μπορεί να καλλιεργηθεί µε ασφάλεια, λαµβάνοντας ελάχιστα µέτρα ελέγχου της διάβρωσης. Είναι σχεδόν επίπεδο, µε σωστή αποστράγγιση, βαθύ, µεσαίας υφής και δεν υπόκειται σε διάβρωση ή πληµµύρα, ενώ καλλιεργείται εύκολα. Ελάχιστη ποσότητα γης ανήκει στην κατηγορία Ι, ακόµη και στις πλέον αποδοτικές, καλλιεργητικές περιοχές. Σε λοφώδεις ή ορεινές περιοχές, τα εδάφη της κατηγορίας Ι είναι σπάνια. Η κατηγορία ΙΙ αποτελεί καλής ποιότητας έδαφος για όλα τα είδη καλλιέργειας. Παρουσιάζει όµως κάποιους περιορισµούς. Μπορεί να διαθέτει µία οµαλή κλίση και να υποφέρει από τις επιδράσεις παρελθοντικής διάβρωσης, ενώ θα έχει λιγότερο από το ιδανικό εδαφικό βάθος. Μπορεί να έχει κάποια προβλήµατα αποστράγγισης, τα οποία όµως να βελτιωθούν µε την εγκατάσταση αποστραγγιστικών συστηµάτων. Η κατηγορία αυτή απαιτεί προσεκτικό χειρισµό του εδάφους για να εµποδίσουµε και τις καταστροφές που θα προκαλέσει η διάβρωση. Η κατηγορία ΙΙΙ αφορά µέτριο έως καλό έδαφος, µπορεί να καλλιεργείται τακτικά αλλά παρουσιάζει κάποιους σοβαρούς περιορισµούς. Μπορεί να έχει µέτρια κλίση το έδαφος και συνεπώς, να είναι ιδιαίτερα επιρρεπές στη διάβρωση. Πιθανόν να υπέστη ήδη σοβαρή διαβρωτική βλάβη. Ίσως παρουσιάσει προβλήµατα αποστράγγισης ή να εµφανίζει ρηχή ριζική ζώνη που θα είναι ευαίσθητη στην ξηρασία. Κάποιο επίπεδο υγρής γης ίσως να ανήκει στην κατηγορία ΙΙΙ αν µπορεί να βελτιωθεί µε τα αποστραγγιστικά συστήµατα. Η κατηγορία ΙΙΙ πρέπει να καλλιεργείται µε µεγάλη προσοχή και έλεγχο της διάβρωσης.

10 Η κατηγορία IV, παρουσιάζει σοβαρούς περιορισµούς αλλά µπορεί να καλλιεργηθεί κατόπιν προσεκτικών χειρισµών του εδάφους. Αυτή η κατηγορία εδάφους µπορεί να έχει µεγάλη κλίση και να υπόκειται σε σηµαντική διάβρωση. Πιθανόν, στο παρελθόν να υπέστη σοβαρή διάβρωση. Ίσως να πρόκειται για πολύ ξηρό, πολύ ρηχό ή πολύ υγρό έδαφος. Αν είναι υγρό, ακόµη και τα εκτενή αποστραγγιστικά συστήµατα δε θα εµποδίσουν απόλυτα τις πληµµύρες. Η κατηγορία V είναι σχεδόν επίπεδη αλλά έχει κάποια εδαφικά χαρακτηριστικά που τη καθιστούν ακατάλληλη για καλλιέργεια. Παρουσιάζει ελάχιστη διαβρωτική βλάβη, αλλά θα γίνονται συχνά θύµα πληµµύρων. Πιθανόν να είναι πολύ υγρά, πολύ ξηρά ή πολύ βραχώδη. Οι βαλτώδεις εκτάσεις συχνά ανήκουν στην κατηγορία V. Το έδαφος αυτού του τύπου µπορεί να αποδειχθεί κατάλληλο για δηµιουργία βοσκοτόπων, ενδιαιτήµατος άγριας ζωής ή για δασική παραγωγή. Η κατηγορία VI παρουσιάζει σοβαρού περιορισµούς καθώς το έδαφος συχνά είναι πετρώδες ή διαθέτει πολύ µικρό πάχος εδάφους για χρήση. Οι εκτάσεις αυτής της κατηγορίας χρησιµοποιούνται για δεντροφύτευση, βοσκότοπους ή ως ενδιαίτηµα άγριων ζώων. Η κατηγορία VII αναφέρεται σε εδάφη µε εξαιρετικά περιορισµένες ιδιότητες. Μπορεί να παρουσιάζουν απότοµη κλίση ή να είναι ιδιαίτερα διαβρωµένα µε µεγάλους ξηροπόταµους. Το πολύ τραχύ έδαφος σε συνδυασµό µε απότοµες κατωφέρειες µπορεί να υποβιβάσει το έδαφος στην κατηγορία VII. Το έδαφος αυτό δεν ενδείκνυται για δηµιουργία βοσκότοπων, αλλά η γηγενής βλάστηση µπορεί να χρησιµοποιηθεί για περιορισµένη βοσκή. Επίσης, αυτή η έκταση µπορεί να χρησιµοποιηθεί για δασική παραγωγή, ενδιαίτηµα άγριων ζώων και ως χώρος ψυχαγωγίας. Η κατηγορία VIII παρουσιάζει τους πλέον σοβαρού περιορισµούς χρήσης. Αυτοί οι περιορισµοί µπορεί να οφείλονται σε βραχώδη έκταση ή σε µία περιοχή µε σχεδόν συµπαγή επιφανειακά πετρώµατα. Οι περιοχές διέλευσης των ποταµών, οι πυθµένες των ποταµών, οι αµµόλοφοι και άλλες σχεδόν άγονες περιοχές ανήκουν στην κατηγορία VIII. Αυτό το είδος γης µπορεί να διατηρηθεί στη φυσική του κατάσταση ως τόπος ψυχαγωγίας ως ενδιαίτηµα άγριας ζωής, ενώ έχει ελάχιστη αγροκαλλιεργητική αξία. Β. 2. ΙΑΒΡΩΣΗ Ε ΑΦΩΝ Β. 2. 1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΙΑΒΡΩΣΗ ΤΩΝ Ε ΑΦΩΝ Η διάβρωση ορίζεται ως η διεργασία απόσπασης και αποµάκρυνσης υλικού από τον επιφανειακό ορίζοντα των εδαφών και η απόθεσή του σε άλλα σηµεία της γήινης επιφάνειας ή στη θάλασσα.

11 Τα αίτια που προκαλούν τη διάβρωση είναι το νερό, ο άνεµος, ο πάγος και η βαρύτητα, ανεξάρτητα ή σε συνδυασµό. Η διάβρωση δεν πρέπει να συγχέεται µε την αποσάθρωση, η οποία είναι ο πολυτεµαχισµός, η διάλυση, ή η αλλαγή της σύστασης της δοµής των πετρωµάτων και ορυκτών που έχει σαν αποτέλεσµα το σχηµατισµό εδάφους (Lueder, 1959). Η διάβρωση µπορεί να είναι δηµιουργική (constructive) ή καταστρεπτική (destructive). Για παράδειγµα, η αποµάκρυνση του επιφανειακού εδαφικού υλικού ή η δηµιουργία χαραδρών, είναι αποτελέσµατα της καταστρεπτικής διάβρωσης, ενώ η απόθεση του υλικού σε κάποια θέση του τοπίου, είναι το αποτέλεσµα της δηµιουργικής διάβρωσης. Η φυσική ή γεωλογική διάβρωση θεωρείται ως η γεωλογική πορεία της τοπογραφικής διαµόρφωσης της γης (geological erosion), µε τη συνεχή µείωση του ύψους των υψηλότερων σηµείων και την ανύψωση, λόγω απόθεσης, των χαµηλότερων. Τα εδάφη που σχηµατίστηκαν από τις αποθέσεις αυτές στις προσχωµατικές κοιλάδες και αλλουβιακές πεδιάδες, θεωρούνται ως πολύ γόνιµα και όπως αναφέρεται (Soil Survey, 1951), το 1/3 του πληθυσµού της γης συντηρείται από γεωργικά προϊόντα που παράγονται στα εδάφη αυτά (Συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). Στα τροπικά κλίµατα η διάβρωση συντηρεί µια ικανοποιητική γονιµότητα στα εδάφη µε την αποµάκρυνση του άγονου, λόγου έκπλυσης των θρεπτικών στοιχείων, επιφανειακού ορίζοντα και την αποκάλυψη του περισσότερου γόνιµου υπεδάφους. Αντίθετα σε απότοµες κλίσεις, ιδιαίτερα όταν υπάρχει αδιαπέραστος ορίζοντας, ή η βλάστηση είναι αραιή, η αποµάκρυνση του επιφανειακού υλικού είναι τόσο γρήγορη, ώστε πολλές φορές η κλίση µειώνεται µέχρι το επίπεδο της γωνίας απόθεσης (Bergsma, 1971-Part I). Σε σχεδόν επίπεδα, ή µε µικρή κλίση εδάφη, η φυσική διάβρωση είναι τόσο αργή, ώστε τα παλαιά και εκπλυθέντα υλικά του εδάφους συγκεντρώνονται στην επιφάνεια και σχηµατίζουν αδιαπέραστα επίπεδα, καθιστώντας έτσι το έδαφος άγονο. Η φυσική διάβρωση µπορεί να δρα µε αργό ρυθµό, ή να είναι έντονα καταστρεπτική. Μια αργή διεργασία διάβρωσης µπορεί να επιταχυνθεί όταν συµβούν διάφορες αλλαγές, όπως ανύψωση γήινων τµηµάτων λόγω τεκτονικών αιτιών, αλλαγή του κλίµατος ή καταστροφή της φυσικής βλάστησης. Στην περίπτωση αυτή οµιλούµε για ένα νέο κύκλο διάβρωσης, που έχει ως αποτέλεσµα τη µερική ή ολική αποµάκρυνση του εδάφους. Η καταστρεπτική αυτή δράση θα συνεχιστεί έως ότου να αποκατασταθούν και πάλι οι συνθήκες ισορροπίας. Σε ορισµένες περιοχές βρίσκονται θαµµένα εδάφη που οι συνθήκες εδαφογένεσής τους ήταν διαφορετικές από αυτές των νεώτερων υπερκείµενων εδαφών. Σε πολλές περιπτώσεις τα παλαιά αυτά εδάφη βρίσκονται σε πολύ περιορισµένη έκταση και

12 κατά θέσεις, γεγονός που σηµαίνει καταστροφική αποµάκρυνση των εδαφών αυτών, πριν καλυφθούν από νεώτερα υλικά. Συνήθως οι όροι διάβρωση και διάβρωση εδάφους χρησιµοποιούνται για την επιταχυνόµενη ή ανθρωπογενή διάβρωση (accelerated erosion), που προκαλεί από την επέµβαση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Αντίθετα η φυσική ή γεωλογική διάβρωση δρα σε επιφάνειες του τοπίου που δεν έχουν διαταραχθεί από τον άνθρωπο. Επιταχυνόµενη διάβρωση µπορεί να προκληθεί λόγω καταστροφής της φυσικής βλάστησης από φωτιά, υπερβολική βόσκηση, καταστροφή δάσους, διάνοιξη δρόµων, καλλιεργητικές εργασίες, κ.λ.π. Από τη στιγµή όµως που λαµβάνονται µέτρα προστασίας ή βελτίωσης, τότε η επιταχυνόµενη διάβρωση µπορεί να µειωθεί στο επίπεδο της φυσικής. Η διάκριση µεταξύ επιταχυνόµενης και φυσικής διάβρωσης είναι πολλές φορές δύσκολη, π.χ. όταν αιώνες πριν το δάσος µιας περιοχής κόπηκε ή κάηκε και το ύψος βροχόπτωσης δεν ήταν επαρκές για την αναγέννησή του. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η επιταχυνόµενη διάβρωση είναι πιο καταστρεπτική από τη φυσική ή γεωλογική διάβρωση. Πολλές φορές όµως λόγω µεγάλου ύψους βροχοπτώσεων και µεγάλης απώλειας εδάφους, η γεωλογική διάβρωση φθάνει στο επίπεδο της επιταχυνόµενης και τότε ονοµάζεται ταχεία γεωλογική διάβρωση (fast geological erosion). Ο κίνδυνος διάβρωσης (erosion hazard), µπορεί να περιγραφεί ως η πιθανότητα ότι επιταχυνόµενη διάβρωση θα αρχίσει να δρα µελλοντικά σε κάποια περιοχή. Στην περίπτωση που ήδη έχει αρχίσει η δράση της επιταχυνόµενης διάβρωσης, τότε ως κίνδυνος ορίζεται ο πιθανός βαθµός διάβρωσης που αναµένεται στο κοντινό µέλλον. Είναι ευνόητο ότι εάν ληφθούν µέτρα βελτίωσης ο κίνδυνος διάβρωσης µειώνεται σηµαντικά. (Συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). Β. 2. 2. ΤΥΠΟΙ ΙΑΒΡΩΣΗΣ ύο είναι οι κύριοι τύποι διάβρωσης που είναι οι πιο καταστρεπτικοί, η διάβρωση από νερό και η διάβρωση από τον άνεµο. Επειδή όµως στη χώρα µας η κύρια αιτία της καταστροφής της γεωργικής γης είναι η διάβρωση από νερό, δίνεται µεγαλύτερη έµφαση στον τύπο αυτό. ιάβρωση από νερό (water erosion): Ο τύπος αυτός της διάβρωσης παρουσιάζεται σε τρεις µορφές, (1) την επιφανειακή διάβρωση, (2) την αυλακωτή διάβρωση και (3) τη χαραδρωτική διάβρωση. Εκτός από τα εδαφικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά, οι παρακάτω παράγοντες καθορίζουν κύρια την παρουσία µιας από τις τρεις µορφές της διάβρωσης από νερό. 1. Η πρόσκρουση των σταγόνων της βροχής στην επιφάνεια του εδάφους 2. Η συγκέντρωση του νερού

13 3. Η ταχύτητα ροής Ο πρώτος παράγοντας είναι µεγάλης σηµασίας για την επιφανειακή διάβρωση, που είναι και το πρώτο στάδιο κάθε είδους διάβρωσης(συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). Τι συµβαίνει όµως όταν η βροχή προσκρούει στην επιφάνεια του εδάφους; Αν χτυπήσει ένα φύλλο, η έντασή της ανακόπτεται. ιασπάται σε µικρότερες σταγόνες οι οποίες, όταν πέφτουν απλά βρέχουν χωρίς να βλάπτουν το έδαφος. Όταν πέφτουν σε γυµνό έδαφος, σε άγονη γη, αυτή η δύναµη απορροφάται από τα εδαφικά σωµατίδια. Το αποτέλεσµα είναι η διάρρηξη της επιφάνειας του εδάφους. Τα σωµατίδια διαχωρίζονται και διασπώνται. Μερικά σωµατίδια αιωρούνται στο νερό και παρασύρονται από την απορροή. Άλλα µικρότερα σωµατίδια διηθούνται στον επιφανειακό ορίζοντα του εδάφους, γεµίζοντας τα κενά εδαφικών πόρων. Αυτό καθιστά την επιφάνεια λιγότερο διαπερατή και αναγκάζει το νερό της βροχής να απορρέει. Η δεύτερη και περισσότερο καταστροφική επίπτωση του νερού στο έδαφος προκαλείται από τις απορροές. Καθώς η επιφάνεια του νερού κινείται, παρασύρει και µεταφέρει εδαφικούς κόκκους. Αυτά τα σωµατίδια µπορεί να ξεφύγουν από την πορεία του νερού ή να αποπλυθούν. Όπως και να έχει όσο γρηγορότερα τρέχει το νερό, τόσο πιο καταστροφικό γίνεται. Οι καταστροφές που προξενούνται από τη διάβρωση των απορροών είναι τριών ειδών. Πρώτον, καταστρέφεται η υπάρχουσα δοµή του εδάφους και γίνεται λιγότερο παραγωγικό. εύτερον, η επιφάνεια του εδάφους µπορεί να παρουσιάσει αυλακώσεις και συνεπώς να γίνει λιγότερο αρόσιµο. Τρίτον, το έδαφος που µεταφέρεται µε τις απορροές τελικά εναποτίθεται κάπου αλλού. Κάποιες φορές οι αποθέσεις ιλύος είναι ευεργετικές. Η κοιλάδα του Νείλου και το έλτα του Μισισιπή είναι παραδείγµατα των πλεονεκτηµάτων που παρέχουν οι αποθέσεις ιλύος. Τα αποτελέσµατα όµως δεν είναι πάντοτε έτσι. Οι περισσότερες αποθέσεις ιλύος είναι καταστροφικές. Ο φραγµός της διέλευσης των υδάτων, η καταστροφή των αλιευµάτων, η πλήρωση των λιµνών µε ιζήµατα, η λάσπη στα ρεύµατα των ποταµών είναι τα συνήθη αποτελέσµατα τέτοιων αποθέσεων (William C., 1998, Thomas D., 1998). ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΙΑΒΡΩΣΗ Η πορεία διάβρωσης αρχίζει µε την πρόσκρουση των σταγόνων της βροχής στην επιφάνεια του εδάφους, µε ταχύτητα που φθάνει τα 30 χλµ./ώρα. Η ενέργεια των σταγόνων της βροχής έχει σαν αποτέλεσµα, (1) την εκτίναξη των λεπτών εδαφικών τεµαχιδίων προς όλες τις κατευθύνσεις, (2) το σπάσιµο των συσσωµατωµάτων και (3) την απόσπαση από αυτά µικρών τεµαχιδίων εδάφους. Το αποτέλεσµα της διάβρωσης που προκαλείται από την πρόσκρουση των σταγόνων της βροχής µπορεί να έχει σηµαντική επίδραση στο έδαφος. Τα

14 µικρά εδαφικά τεµαχίδια που αποσπούνται, αποµακρύνονται από την επιφάνεια του εδάφους ή αποτίθενται σε κάποιο άλλο σηµείο και µπορεί να σφραγίσουν τους επιφανειακούς πόρους. Το κλείσιµο των επιφανειακών πόρων συµβαίνει κυρίως σε ιλυώδη ή ασβεστούχα εδάφη, λόγω του µεγάλου αριθµού και του κατάλληλου µεγέθους των ελευθερουµένων τεµαχιδίων της ιλύος και αυτών του ανθρακικού ασβεστίου. ιύγρανση από το νερό της βροχής ξερών εδαφικών συσσωµατωµάτων µπορεί να προκαλέσει σπάσιµο του συσσωµατώµατος λόγω βίαιης εξόδου του εγκλωβισµένου σε αυτό αέρα. Το φαινόµενο αυτό συµβαίνει κυρίως σε ιλυώδη και αµµώδη εδάφη στα οποία οι εξωτερικές δυνάµεις συνοχής είναι πολύ µικρότερες από τα αργιλώδη (Συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). Φωτογραφία πρόσκρουσης σταγόνας βροχής στο έδαφος (Πηγή: http://www.netc.net.au/enviro/fguide/soil1.html ) Μετά την έναρξη της βροχής και σε κάποια χρονική στιγµή, το έδαφος δεν έχει τη δυνατότητα απορρόφησης άλλου νερού, ιδιαίτερα µε το κλείσιµο των επιφανειακών πόρων, οπότε αρχίζει η επιφανειακή απορροή σε µορφή υδάτινης στιβάδας. Στο στάδιο αυτό διάβρωση προκαλείται και από τις δίνες που σχηµατίζονται κατά τη διάρκεια της επιφανειακής απορροής του νερού από την πρόσκρουση των σταγόνων της βροχής. Οι δίνες αυτές σχηµατίζονται συνήθως 10 εκ. µακρύτερα από το σηµείο πρόσκρουσης της σταγόνας και µε διεύθυνση το χαµηλότερο σηµείο της κλίσης. Το νερό απορροής παρασύρει συνήθως σε αιώρηση τα τεµαχίδια της αργίλου, ενώ τα τεµαχίδια της άµµου, ιλύος και τους χάλικες τα παρασύρει µε διεργασίες αναπήδησης, κύλισης και ολίσθησης. Στην περίπτωση οµοιόµορφης βροχόπτωσης η απορροή σε µορφή λεπτής στιβάδας είναι ταχύτερη σε µια απότοµη κλίση από ότι σε µια άλλη πιο οµαλή. Ένας δεδοµένος όγκος νερού σχηµατίζει µια ταχύτερη αλλά

15 πιο λεπτή στιβάδα σε απότοµες κλίσεις. Η ικανότητα όµως µεταφοράς υλικού από µια λεπτή στιβάδα είναι µικρότερη από την ικανότητα µιας παχύτερης στιβάδας. Το γεγονός αυτό έχει σαν συνέπεια τα χονδρόκοκκα υλικά να παραµένουν στην πλαγιά ενός λόφου µε απότοµη κλίση, ενώ αποµακρύνονται σε ένα λόφο µε µικρότερο βαθµό κλίσης. Παρόλο που οι δυνάµεις βαρύτητας είναι µεγαλύτερες σε µια απότοµη κλίση, από ότι σε µια οµαλότερη, η διαφορά αυτή είναι ασήµαντη σε κλίσεις µικρότερες από 40 ο. Από τα παραπάνω βγαίνει το συµπέρασµα ότι µεγαλύτερο ύψος βροχόπτωσης χρειάζεται για να αποµακρύνει εδαφικό υλικό µιας ορισµένης διαµέτρου σε µια απότοµη κλίση. Το γεγονός αυτό σηµαίνει ότι σε απότοµες κλίσεις η ύπαρξη χονδρόκοκκου υλικού εξηγείται µε το πάχος της υδάτινης στιβάδας απορροής και όχι µε την εκλεκτική αποµάκρυνση των λεπτότερων υλικών. Φωτογραφία επιφανειακής απορροής (Πηγή: http://www.netc.net.au/enviro/fguide/soil1.html ) Τα αµµώδη και αργιλλώδη εδάφη είναι γενικά πιο ανθεκτικά στη διάβρωση από νερό. Τα πρώτα γιατί τα εδαφικά τεµαχίδια έχουν µεγάλο µέγεθος και µετακινούνται δύσκολα, ενώ συγχρόνως παρουσιάζουν µεγάλη διηθητικότητα και µικρή απορροή και τα δεύτερα λόγω των µεγάλων δυνάµεων συνοχής και συνάφειας που αναπτύσσονται µεταξύ των τεµαχιδίων της αργίλλου. Η αποµάκρυνση του εδαφικού υλικού από το νερό απορροής είναι εκλεκτική και κλασµατική. Το χονδρόκοκκο υλικό του εδάφους παραµένει επί τόπου στην επιφάνεια και σχηµατίζει ένα κάλυµµα που προστατεύει το έδαφος της επιφάνειας, γιατί η ελασµατοειδής επιφανειακή ροή του νερού ποτέ δεν αποκτά µεγάλη ταχύτητα στις συνθήκες αυτές (Συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). Η επιφανειακή διάβρωση είναι µια αργή και αφανής διεργασία. ρα συνεχώς στις µεγάλες επιφάνειες γης και γενικά είναι υπεύθυνη για το µεγαλύτερο ποσοστό απώλειας εδάφους. Η απογύµνωση που προκαλεί ο τύπος αυτός της διάβρωσης είναι µεγαλύτερη αυτής

16 που προκαλείται από τη χαραδρωτική διάβρωση. Το µικροανάγλυφο, η φυτική κάλυψη και η τραχύτητα της επιφάνειας που προϋπήρχαν ή σχηµατιστήκανε από την εκλεκτική διάβρωση, σύντοµα µπορεί να δηµιουργήσουν συνθήκες συγκέντρωσης του νερού απορροής, γεγονός που σηµαίνει ότι περισσότερο νερό θα περάσει από τα σηµεία που είναι περισσότερο απροστάτευτα. Στα σηµεία αυτά το βάθος κατά συνέπεια η ταχύτητα ροής, γίνονται µεγαλύτερα και έτσι αρχίζει το στάδιο µιας µικρής αυλακωτής διάβρωσης. Το στάδιο αυτό µπορεί να γίνει µόνιµη κατάσταση εάν το βάθος της αυλάκωσης και η ταχύτητα του νερού δεν αυξηθούν. Η δύναµη διάβρωσης του κινούµενου νερού εξαρτάται από το βάθος και την ταχύτητα. Το µέγεθος, το σχήµα κι η πυκνότητα των τεµαχιδίων επηρεάζουν το ποσό του φορτίου που µεταφέρεται από το νερό (Συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). Η επιφανειακή διάβρωση έχει ως αποτέλεσµα την µείωση της παραγωγικότητας του εδάφους. Χρειάζονται περισσότερα λιπάσµατα για να έχουµε όµοια αποτελέσµατα. Αλλά ούτε και αυτά θα µπορούν να βοηθήσουν και το αγρόκτηµα δεν έχει πια την ίδια ποσότητα παραγωγής. Καθώς η επιφανειακή διάβρωση προχωρά, παρατηρούνται χρωµατιστές περιοχές που εµφανίζονται στα οργωµένα χωράφια. Αυτή η αλλαγή των χρωµάτων παρουσιάζεται, όταν το έδαφος της επιφάνειας γίνεται ιδιαίτερα λεπτό. Το άροτρο διασχίζει το επιφανειακό έδαφος και αναστρέφει µέρος του υπεδάφους. Έτσι, οι αποχρωµατισµένες περιοχές σε ένα χωράφι δείχνουν προφανώς την πρόοδο της επιφανειακής διάβρωσης. Η ζηµιά έχει ήδη γίνει (William C., 1998, Thomas D., 1998). Η υπηρεσία προστασίας εδαφών των Η.Π.Α. µε τα αποτελέσµατα δεκαετιών από πολυάριθµα πειραµατικά αγροτεµάχια προσδιόρισε εµπειρική εξίσωση που χαρακτηρίζεται, εξίσωση Wischmier, µε την οποία µπορούν να εκτιµηθούν οι απώλειες εδάφους, που πραγµατοποιούνται µε την επιφανειακή διάβρωση. Η διεθνής αυτή εξίσωση απωλειών έχει τη µορφή (Βάλµης Σ., 1990).: A=R.(K.L.S.C.P.) A: Απώλειες εδάφους R: είκτης βροχής K: είκτης εδάφους ή διαβρωσιµότητα εδάφους L.S: είκτης πλαγιάς P: είκτης έργων προστασίας C: είκτης καλλιέργειας

17 Φωτογραφίες Επιφανειακής ιάβρωσης (Πηγή: http://www.netc.net.au/enviro/fguide/soil1.html) ΑΥΛΑΚΩΤΗ ΙΑΒΡΩΣΗ Είναι η πλέον ταχεία και εµφανής µορφή διάβρωσης. Τα αυλάκια είναι µικρά ρυάκια που διακόπτουν την επιφάνεια του εδάφους µε το τρεχούµενο νερό. Όταν η ταχύτητα της βροχόπτωσης ή το λιωµένο χιόνι ξεπερνά τη δυνατότητα του εδάφους να συγκρατήσει το νερό, αρχίζει η απορροή των όµβριων υδάτων. Καθώς το νερό κινείται καθοδικά, παρασύρει τα εδαφικά σωµατίδια. Αν η απορροή είναι πολύ γρήγορη, θα δηµιουργήσει µικροσκοπικές σχισµές ή αυλάκια. Αυτά τα αυλάκια µπορεί να είναι πολύ µικρά όσο ένα µολύβι, ή µπορεί να είναι πολύ µεγαλύτερα και πιο εµφανή. Στη διάρκεια της άροσης, τα αυλάκια είναι πιο οµαλά και η διαβρωτική βλάβη δεν είναι εµφανής. Ανεξάρτητα όµως από αυτό, όποτε εµφανίζονται τα αυλάκια, η διάβρωση έχει ήδη διεξαχθεί και το έδαφος έχει καταστραφεί. Αυτά τα αυλάκια θα συνεχίσουν να προκαλούν έκπλυση και επιπλέον βλάβη. Εάν η κλίση του εδάφους είναι απότοµη ή εκτείνεται σε µεγάλο µήκος, τα αυλάκια µπορεί να γίνουν ιδιαίτερα µεγάλα. Όταν το αυλάκι γίνεται ιδιαίτερα µεγάλο, δηµιουργεί ρέµατα (William C., 1998, Thomas D., 1998). Η επιφανειακή διάβρωση µπορεί να µεταβληθεί σε αυλακωτή λόγω µικρών διαφορών στην ταχύτητα ροής και κατά συνέπεια στην αύξηση της δύναµης διάβρωσης. Η αύξηση της ταχύτητας στις διαδροµές εύκολης ροής του νερού, οδηγεί σε µια αυξανόµενη ταχύτητα διάβρωσης των διαδρόµων αυτών, που έχει σαν αποτέλεσµα την ολοένα και περισσότερο αύξηση της διερχόµενης ποσότητας νερού. Η πορεία αυτή ονοµάζεται µικρο-αυλάκωση και παίζει ένα ρόλο στην επιφανειακή διάβρωση. Η ανάπτυξη των µικροχειµάρρων προχωρεί µε την πλευρική διάνοιξη των τοιχωµάτων και τη συνένωση πλευρικών αυλακώσεων µε την εξαφάνιση της µεταξύ τους διαχωριστικής λωρίδας εδάφους. Η αυλάκωση που είναι πιο χαµηλά θα απορροφήσει την άλλη και µε την συνένωση αυτή η διάβρωση θα συνεχίσει τη

18 δράση της µε πιο έντονο ρυθµό. Η πορεία αυτή θα οδηγήσει στην αύξηση του µεγέθους των αυλακώσεων και στη µείωση του αριθµού τους. Οι καλλιεργητικές εργασίες θα διακόπτουν την εξέλιξη αυτή και το όργωµα θα εξαφανίζει τις αυλακώσεις για ένα διάστηµα. Εάν όµως οι συνθήκες παραµένουν οι ίδιες, η αυλακωτή διάβρωση θα αρχίσει και πάλι τη δράση της. Στην αυλακωτή διάβρωση και οι δύο διεργασίες της απογύµνωσης και της αυλάκωσης παίζουν ένα ρόλο. Οι αυλακώσεις έχουν βάθος που µπορεί να φθάσει µέχρι 32 εκ. περίπου και τα τοιχώµατά τους είναι κάθετα για ένα διάστηµα µετά από µια µέσου ύψους βροχόπτωση, οπότε αλλάζουν λόγω κατακρήµνισης του υλικού των τοιχωµάτων. Συνήθως ακόµη και σε ήπιες βροχές τα τοιχώµατα των αυλακώσεων διαβρώνονται και µε τον τρόπο αυτό κάθε βροχή προκαλεί διάνοιξή τους σε βάθος και πλάτος. Φωτογραφίες Αυλακωτής ιάβρωσης (Πηγή: http://www.netc.net.au/enviro/fguide/soil1.html ) Η αυλακωτή διάβρωση µπορεί να είναι ο πρόδροµος της χαραδρωτικής διάβρωσης ή να είναι µια µόνιµη κατάσταση. Αυτό εξαρτάται από (1) την κατανοµή του νερού απορροής, (2) το σχήµα της κλίσης (κυρτή ή κοίλη), (3) τη βλάστηση, (4) το διαθέσιµο φορτίο (υλικό που µπορεί να µεταφερθεί από το νερό) και (5) τη διηθητικότητα του εδάφους. Όταν το σχήµα της κλίσης οδηγεί σε µεγαλύτερη συγκέντρωση του νερού (π.χ. κοίλες κλίσεις), τότε οι γειτονικές αυλακώσεις θα συνδεθούν πλευρικά και θα αρχίσει το πρώτο στάδιο της χαραδρωτικής διάβρωσης. Εάν η κλίση είναι οµαλή (κυρτή ή ευθεία), τότε αναµένεται κανονική κατανοµή της βροχής στις αυλακώσεις και δηµιουργία ισορροπίας µεταξύ του µεγέθους των αυλακώσεων και του συνήθους στην περιοχή ύψους βροχόπτωσης (Συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). Η αντίσταση του επιφανειακού υλικού στη διάβρωση (λόγω συνοχής του υλικού, καλύµµατος από χονδρόκκο υλικό, βλάστησης ή τραχύτητας της επιφάνειας), µπορεί να περιορίσει την ένταση της διάβρωσης σε µεγάλο βαθµό και σε οποιοδήποτε σηµείο της κλίσης. Επίσης η ύπαρξη µεγάλου όγκου διαθέσιµου φορτίου, σε σχέση µε τον όγκο του

19 νερού, µπορεί να προκαλέσει απορρόφηση της διαβρωτικής δύναµης του νερού απορροής. Σε µια τέτοια περίπτωση η κλίση µπορεί να µειώνεται συνεχώς λόγω αυλακωτής διάβρωσης, χωρίς να υπάρξει µεταβολή σε χαραδρωτική διάβρωση. Οι συνθήκες για µια µόνιµη ή ηµι- µόνιµη κατάσταση αυλακωτής διάβρωσης είναι, (1) επαρκής απορροή, η οποία δεν δηµιουργεί προϋποθέσεις συγκέντρωσης, (2) µικρή ικανότητα διάβρωσης που περιορίζεται από την ύπαρξη µεγάλου όγκου διαθέσιµου φορτίου στην επιφάνεια της κλίσης, (3) σχήµα κλίσης κυρτό ή επίπεδο (δηµιουργεί οµοιόµορφη κατανοµή του νερού σε όλη την επιφάνεια της κλίσης), (4) βλάστηση, τραχύτητα επιφάνειας (µειώνουν την ταχύτητα του νερού), και (5) µεγάλη διηθητικότητα (µειώνει τον όγκο του νερού απορροής). Παρά το γεγονός ότι οι αυλακώσεις έχουν γενικά 30 εκ βάθος και 45 εκ. πλάτος, υπάρχουν κι µεγαλυτέρων διαστάσεων όµοια στοιχεία του τοπίου που συνήθως αποκαλούνται αυλακώσεις, παρά το γεγονός ότι µερικές από αυτές θα µπορούσαν να ταξινοµηθούν στις χαράδρες (Συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). ΧΑΡΑ ΡΩΤΙΚΗ ΙΑΒΡΩΣΗ Ο τύπος αυτός της διάβρωσης δηµιουργείται µε τη συγκέντρωση, σε κάποιο µεγάλο ποσοστό, του νερού απορροής. Η χαραδρωτική διάβρωση είναι ποσοτικά λιγότερο σηµαντική από την επιφανειακή, αλλά είναι περισσότερο εµφανής και τοπικά πιο καταστρεπτική. Ο τύπος αυτός της διάβρωσης είναι βασικά µια διεργασία αυλάκωσης, που ο µελλοντικός της ρυθµός ανάπτυξης είναι θέµα χρόνου. Βλέποντας την όλη εξέλιξη σε µια ορισµένη χρονική περίοδο, η αυλάκωση ακολουθείται από τη διαπλάτυνση και την ωρίµανση της χαράδρας, µέχρι ένα στάδιο ισορροπίας. Η µεγάλη ικανότητα της χαράδρας να προσαρµόζεται στις βροχές και η σταδιακή µείωση της λεκάνης απορροής (catchment area) περιορίζουν την αναγέννηση της χαραδρωτικής διάβρωσης µετά από κάθε βροχή µόνο στην κεφαλή της χαράδρας ή στους πλευρικούς κλάδους. Η ωρίµανση της χαράδρας παίζει κάποιο ρόλο στην απογύµνωση της γης, µε την κατάρρευση και υποχώρηση των πλευρικών τοιχωµάτων. εν είναι πάντα εύκολο, ούτε είναι πάντα σηµαντικό να διαχωρίζουµε µια χαράδρα από µια αυλάκωση. Σε µερικές περιπτώσεις η διάκριση είναι χρήσιµη για την εφαρµογή µέτρων προστασίας ή βελτίωσης. Οι βασικές διαφορές µεταξύ µιας χαράδρας και µιας αυλάκωσης είναι: (1) οι µικρότερες διαστάσεις της αυλάκωσης (µέγιστο 30 εκ. πλάτος και 40-45 εκ. βάθος), (2) η αναγέννηση που παρατηρείται µετά από κάθε βροχή στις αυλακώσεις και η µικρή επίδραση στο σχήµα των χαραδρών και (3) τα πλάγια τοιχώµατα µιας αυλάκωσης είναι κάθετα, ενώ µιας χαράδρας κεκλιµένα. Το πλάτος και το βάθος µιας χαράδρας, σε κατά πλάτος τοµή, έχουν σχέση 1:1. Στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης συµβαίνει το αντίθετο. Το πλάτος µιας αυλάκωσης είναι συνήθως µεγαλύτερο του βάθους, παρά το γεγονός ότι

20 υπάρχουν κι περιπτώσεις που η διαφορά αυτή είναι µικρή. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν το στάδιο έναρξης της χαραδρωτικής διάβρωσης. Μακρές περίοδοι ισχυρής χαραδρωτικής διάβρωσης οδηγούν στη δηµιουργία γαιοµορφών που ονοµάζονται λαγκάδια ή φαράγγια. Οι σχηµατισµοί αυτοί έχουν πολύ βάθος και σχετικά απότοµα τοιχώµατα, αλλά το µέγεθός τους είναι µικρότερο από αυτό των κοιλάδων. Άλλο είδος διάβρωσης από νερό παρατηρείται σε επιφάνειες µε µικρή κλίση, µε τύπο αυλακώσεων µαιανδρικής µορφής (Συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). Φωτογραφίες Χαραδρωτικής ιάβρωσης (Πηγή:http://www.netc.net.au/enviro/fguide/soil1.html) Αιολική ιάβρωση: Ο άνεµος, προκαλεί τη διάβρωση µέσα από δύο βασικούς τρόπους δράσης. Πρώτον, ο κινούµενος αέρας έχει την τάση να στεγνώνει, να ξηραίνει το έδαφος και να αποµακρύνει εδαφικά σωµατίδια. εύτερον, ο άνεµος κινεί αυτά τα σωµατίδια µακριά από την αρχική τους θέση. Ιδιαίτερα στις ξηρές περιοχές και σε περιοχές όπου η γη είναι σχετικά επίπεδη µε ελάχιστα δέντρα που καθυστερούν τους επιφανειακούς ανέµους, η διάβρωση από τον άνεµο µπορεί να αποτελέσει σοβαρό πρόβληµα. Ο πρώτος τρόπος δράσης είναι αυτός του ίδιου του ανέµου. Καθώς ο άνεµος κινείται κατά µήκος της επιφάνειας της γης, η εξάτµιση της υγρασίας του εδάφους επιταχύνεται. Εάν δεν υπάρχουν δέντρα ή κάποια άλλη βλάστηση για να ελαττώσει την ορµή του ανέµου επιφανείας, αυτή η διαδικασία διεξάγεται ακόµη ταχύτερα. Μόλις η επιφάνεια του εδάφους στεγνώσει, τα µεµονωµένα εδαφικά σωµατίδια, εκτός των βαρέων αργιλικών εδαφών, δεν µπορούν να συγκολληθούν µεταξύ τους. Σε ένα γυµνό έδαφος, αυτά τα σωµατίδια µεταφέρονται εύκολα από τους ισχυρούς ανέµους επιφανείας. Το αποτέλεσµα είναι η λεπτή άµµος και τα σωµατίδια ιλύος που είναι πολύ σηµαντικά για ένα παραγωγικό και υγιές έδαφος, να µεταφέρονται σε απόσταση µέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Έτσι, την παραγωγική

21 δυνατότητα ενός αγροκτήµατος µπορεί απλά να την πάρει ο άνεµος. Επίσης, ένα καλλιεργηµένο αγρόκτηµα είναι πολύ πιο επιρρεπές από το γυµνό έδαφος στην ξηρασία και τον άνεµο. Φωτογραφία Αιολικής ιάβρωσης (Πηγή: http://www.netc.net.au/enviro/fguide/soil1.html) Ο δεύτερος τρόπος δράσης του ανέµου είναι µε την επίδραση που ασκούν τα κινούµενα εδαφικά σωµατίδια. Μόλις σηκωθούν από τον αέρα, τα µικρότερου όγκου σωµατίδια µπορούν να διανύσουν µεγαλύτερες αποστάσεις. Οι καταιγίδες σκόνης στις Κοιλάδες και στις Νοτιοδυτικές Πολιτείες είναι ακραία παραδείγµατα της διάβρωσης του ανέµου. Τέτοιες καταιγίδες εναποθέτουν τη σκόνη στα αυτοκίνητα και στις µηχανές των οχηµάτων, στα σπίτια και στα εργοστάσια ενώ προκαλούν φλεγµονές στους πνεύµονες και στα µάτια στον άνθρωπο και στα ζώα. Η βλάβη που προξενείται από τις καταιγίδες σκόνης είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Τα µεγάλα σωµατίδια άµµου και ορισµένοι κόκκοι αργίλου µπορεί να µη µεταφέρονται καθόλου. Όταν συµβαίνει κάτι τέτοιο, η επιφάνεια του εδάφους γίνεται αµµώδης ή καλύπτεται από ένα στρώµα αργίλου. Σε κάθε περίπτωση αυτό αποτελεί καταστροφή για την αγροτική παραγωγή. Αν αυτά τα µεγάλα σωµατίδια σηκωθούν από τον άνεµο, θα εναποτεθούν προφανώς εκεί όπου θα βρουν κάποιο εµπόδιο. Τα σηµεία διέλευσης των ποταµών στις παραλίες ή οι έρηµοι, είναι τα κυριότερα παραδείγµατα αυτής της επίδρασης (William C., 1998, Thomas D., 1998). Β. 2. 3. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΙΑΒΡΩΣΗΣ Οι παράγοντες που επιδρούν στη διάβρωση των εδαφών είναι σχεδόν όµοιοι µε τους εδαφογενετικούς παράγοντες, ενώ η σχέση τους είναι καθαρά ανταγωνιστική. Οι δύο ανταγωνιστικές διεργασίες της διάβρωσης και της εδαφογένεσης δρουν συγχρόνως και το αποτέλεσµα της δράσης αντανακλάται στα χαρακτηριστικά της εδαφοκατατοµής. Σε

22 ορισµένες περιπτώσεις η διάβρωση υπερισχύει της εδαφογένεσης, ενώ άλλες φορές συµβαίνει το αντίθετο. Οι παράγοντες που επιδρούν στη διάβρωση αναλύονται παρακάτω: Κλίµα: Για τη µελέτη της διάβρωσης το κλίµα πρέπει να χαρακτηριστεί µε λεπτοµέρεια. Από τις πολλές παραµέτρους που χρησιµοποιούνται, οι παρακάτω φαίνονται να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες για τη µελέτη της διάβρωσης (Wischmeier, 1962). 1. Το ετήσιο ύψος βροχόπτωσης 2. Η µέση ένταση (συµπεριλαµβανόµενων και των περιόδων ανοµβρίας) 3. Η µέση ένταση (της πραγµατικής περιόδου βροχοπτώσεων) 4. Η µέση ένταση των ραγδαίων βροχοπτώσεων. 5. Η συνολική ένταση των ραγδαίων βροχοπτώσεων Η σηµασία της έντασης των ραγδαίων βροχοπτώσεων που χαρακτηρίζονται από µεγάλο όγκο νερού σε µικρό χρονικό διάστηµα φαίνεται από το παρακάτω παράδειγµα. Η συνολική απώλεια εδάφους από χωράφια µε βαµβάκι ήταν π.χ. 21 τόνοι σε διάστηµα ενός έτους, από αυτούς 12 τόνοι απωλέστηκαν µέσα σε δυο µέρες. Στην περίπτωση των ραγδαίων βροχοπτώσεων η βροχή πέφτει σε σταγόνες µεγάλου βάρους και κινητικής ενέργειας. Τα συσσωµατώµατα του εδάφους διαλύονται σε µικρά τεµαχίδια και η δοµή του επιφανειακού ορίζοντα καταστρέφεται. Τα τεµαχίδια του εδάφους αποµακρύνονται από το νερό απορροής ή σφραγίζουν τους επιφανειακούς πόρους, µε αποτέλεσµα τη µείωση της διηθητικότητας και την αύξηση της απορροής. Οι πιο καταστρεπτικές βροχές είναι αυτές που χαρακτηρίζονται από µεγάλη ένταση και µεγάλο χρονικό διάστηµα. Μια βροχόπτωση έντασης 0,7 χλσ/ώρα και διάρκειας 30 ωρών µπορεί να προκαλέσει απώλεια 0,4 τόννους/10 στρέµµατα, ενώ µια βροχόπτωση έντασης 7,1 χλσ/ώρα και διάρκειας µόνο 2 ωρών µπορεί να προκαλέσει απώλεια εδάφους 51 τόννους/10 στρέµµατα (Baver, 1948). Ο παράγοντας της βροχόπτωσης και της επιφανειακής απορροής αναφέρεται στη δύναµη διάβρωσης των βροχοπτώσεων και των νερών της επιφανειακής απορροής. Το συνολικό βροχοµετρικό ύψος και η ένταση των βροχοπτώσεων είναι παράµετροι που επηρεάζουν τη διάβρωση των εδαφών. Υψηλό ετήσιο βροχοµετρικό ύψος προερχόµενο από βροχοπτώσεις µικρής έντασης προκαλεί µικρή διάβρωση στα εδάφη, ενώ αντίθετα χαµηλότερο ετήσιο βροχοµετρικό ύψος προερχόµενο από βροχοπτώσεις υψηλής έντασης προκαλεί σοβαρές ζηµιές στα εδάφη εξαιτίας της διάβρωσης. Επίσης η εποχιακή κατανοµή των βροχοπτώσεων, επηρεάζει τις απώλειες του εδάφους από τη διάβρωση. Το έδαφος είναι ευπρόσβλητο στη διάβρωση, όταν η κλίνη των σπόρων προετοιµάζεται µε την παραδοσιακή κατεργασία του εδάφους, όπως συµβαίνει µε τις καλλιέργειες του αραβοσίτου, βαµβακιού, ζαχαρότευτλων και γεωµήλων (Μήτσιος Ι., 1995, Πασχαλίδης Χ., 1995, et al).

23 Το συµπέρασµα είναι ότι η ένταση της βροχής έχει µεγαλύτερη σηµασία για τη διάβρωση από ότι το συνολικό ύψος βροχόπτωσης. Με την αύξηση όµως του όγκου του νερού µιας βροχόπτωσης, η ένταση µειώνεται λόγω εξάντλησης του διαθέσιµου νερού σε µικρό χρονικό διάστηµα. Η κατάσταση υγρασίας του εδάφους κατά τη διάρκεια της βροχόπτωσης επιδρά στο ποσοστό απορροής. Η απορροή είναι µεγαλύτερη όταν το έδαφος είναι υγρό γιατί η υδατοϊκανότητά του είναι περιορισµένη. Η κατανοµή των βροχοπτώσεων σε σχέση µε την κάλυψη του εδάφους που παρέχουν οι καλλιέργειες στις διάφορες εποχές, είναι επίσης άλλος ένας σηµαντικός για τη διάβρωση του εδάφους παράγοντας. Π.χ. µια χειµωνιάτικη καλλιέργεια µπορεί να χρησιµεύσει για την προστασία του εδάφους από τις ραγδαίες βροχές (Συλλαίος Ν., ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ Ε ΑΦΩΝ ΚΑΙ ΓΑΙΩΝ). Από τη διεθνή εµπειρία έχει αποδειχτεί, ότι το ύψος βροχής ή των βροχών, εάν εξεταστεί µόνο του, δεν αποτελεί παράγοντα της επιφανειακής διάβρωσης. Η διερεύνηση επίσης της επίδρασης του ύψους βροχών στη διάβρωση, όχι σε ετήσια βάση, έδωσε αντίστοιχα αποτελέσµατα. Χαρακτηριστικό είναι το πείραµα του R. Gabert που έγινε στην Ιταλία. Σύµφωνα µε τα δεδοµένα του πειράµατος στο χρονικό διάστηµα 25-28 Οκτωβρίου 1962 έπεσαν δύο βροχές µε συνολικό ύψος 40mm και προκάλεσαν διάβρωση της τάξης των 55 kg σε κάθε πειραµατικό αγροτεµάχιο που ήταν ακάλυπτο από βλάστηση. Στο χρονικό διάστηµα από 27 Αυγούστου έως 28 Σεπτεµβρίου έπεσαν δώδεκα βροχές µε συνολικό ύψος περίπου 238mm και προκάλεσαν διάβρωση σε κάθε ακάλυπτο αγροτεµάχιο της τάξης των 25 kg, δηλαδή η διάβρωση ήταν µικρότερης έντασης από αυτήν της προαναφερόµενης περιόδου. Η εξήγηση που µπορεί να δοθεί, είναι ότι οι βροχές που έπεσαν από την 25 η Οκτωβρίου 1962, έφεραν το έδαφος στον κορεσµό, οπότε οι δύο βροχοπτώσεις που σηµειώθηκαν µετά τις 25 Οκτωβρίου προκάλεσαν έντονη απορροή και συνεπώς έντονη διάβρωση (Βάλµης Σ., 1990). Όπως προαναφέρθηκε η ένταση της βροχής επηρεάζει και συσχετίζεται µε την ένταση της διάβρωσης. Η ένταση της βροχής εκφράζεται σε χιλιοστά ύψους νερού που πέφτουν σε χρονική διάρκεια µιας ώρας (mm/h). Η ένταση της βροχής δεν επηρεάζει µόνο την ποσότητα των λεπτόκοκκων υλικών που αποσπώνται από τα εδαφικά συσσωµατώµατα, αλλά επηρεάζει και την ένταση της απορροής. Σε δεδοµένο έδαφος η ταχύτητα διήθησης νερού µεταβάλλεται από µία άπειρη τιµή µέχρι µία ελάχιστη τιµή που αποκτάται όταν το εδαφικό στρώµα έχει κορεστεί. Όταν η ένταση βροχής είναι µεγαλύτερη από την ταχύτητα διήθησης, τότε εµφανίζεται στην επιφάνεια του εδάφους ποσότητα νερού η οποία απορρέει, και προκαλεί µεταφορά υλικού, συνεπώς διάβρωση εδάφους (Βάλµης Σ., 1990).

24 Η επιφανειακή ροή (απορροή) πραγµατοποιεί τη δεύτερη φάση της επιφανειακής διάβρωσης που είναι, όπως προαναφέρθηκε, η φάση µεταφοράς συστατικών του εδάφους. Είναι λοιπόν προφανές ότι για την ένταση της διάβρωσης µεγάλη σηµασία έχουν και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη δηµιουργία επιφανειακής ροής. Ένας από τους παράγοντες αυτούς είναι και η δηµιουργία επιφανειακής κρούστας. Η κρούστα είναι µία λεπτή επιφανειακή εδαφική στρώση µε πυκνότητα µεγαλύτερη από αυτή του υποκειµένου στρώµατος. Ο σχηµατισµός κρούστας, που µπορεί να οφείλεται στην απόθεση υλικών ή στην αποδιοργάνωση της δοµής του εδάφους, παίζει κυρίαρχο ρόλο στην εµφάνιση απορροής σε υγρές και ύφυγρες περιοχές. Στις ξηρές περιοχές δεν παίζει µεγάλο ρόλο, γιατί οι σταγόνες της βροχής διηθούνται ταχύτατα στο έδαφος. Ο σχηµατισµός κρούστας επηρεάζεται από το ποσοστό και το είδος των αργίλων. Τα άργιλο-χουµικά σύµπλοκα του µοντµοριλλονίτη είναι επιρρεπή στη δηµιουργία κρούστας. Στην Ελλάδα τα βαριά εδάφη µε διαστελλόµενες αργίλους παρουσιάζουν µεγαλύτερη πιθανότητα δηµιουργίας κρούστας από ότι τα ελαφρά εδάφη (Βάλµης Σ., 1990). Κλίση: Η κλίση είναι ένας σοβαρός παράγοντας της διάβρωσης του εδάφους που επιδρά όχι τόσο στην έναρξη της διάβρωσης όσον στην ταχύτητά της. Όταν η κλίση είναι κάτω από 10% τότε ο διπλασιασµός της (π.χ. από 4% σε 8% ) σηµαίνει σχεδόν διπλασιασµός της απώλειας εδάφους. Η αύξηση αυτή εξαρτάται βέβαια και από την ένταση της βροχής. Σε πιο απότοµες κλίσεις η διαφοροποίηση του βαθµού κλίσης έχει σχετικά µικρότερη επίδραση στο ποσοστό απώλειας εδάφους από ότι στην προηγούµενη περίπτωση. Η σχέση µεταξύ απώλειας εδάφους και βαθµού κλίσης έχει σχήµα S. Αυτό σηµαίνει ότι υπάρχει αύξηση του ποσοστού απώλειας εδάφους µέχρι κλίση 30-40%, ενώ στη συνέχεια η απώλεια εδάφους µειώνεται. Η κλίση και οι κλάσεις κλίσης δεν έχουν τόσο µεγάλη σηµασία για την έναρξη της διάβρωσης, γιατί διάβρωση µπορεί να αρχίσει σε οποιαδήποτε κλίση όταν η επιφάνεια του εδάφους δεν είναι προστατευµένη. Αυτό σηµαίνει ότι η µελέτη της κάλυψης του εδάφους έχει µεγάλη σηµασία. Ο βαθµός κλίσης έχει µεγάλη σηµασία στην ταχύτητα διάβρωσης και τα αποτελέσµατα είναι περισσότερο καταστρεπτικά στις απότοµες κλίσεις. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της κλίσης, το µήκος της, είναι επίσης σηµαντικός παράγοντας της διάβρωσης του εδάφους. Μια τριπλάσια σε µήκος κλίση δέχεται τριπλάσιο όγκο νερού. Ακόµη και όταν η % απορροή παραµένει η ίδια, το ποσό του νερού που κυλά στην επιφάνεια είναι τρεις φορές περισσότερο. Η ταχύτητα επίσης του νερού θα είναι µεγαλύτερη σε µια µεγάλου µήκους κλίση από ότι σε µια µικρότερη και κατά συνέπεια η διαβρωτική ενέργεια του νερού θα είναι µεγαλύτερη. Από την άλλη πλευρά το υλικό που διαβρώνεται από το επάνω τµήµα της κλίσης προστατεύει από τη διάβρωση το κατώτερο τµήµα. Το γεγονός αυτό