ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Βρυξέλλες, 21.02.2006 COM(2006) 72 τελικό ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ εύτερη έκθεση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 6 της απόφασης-πλαισίου του Συµβουλίου της 26ης Ιουνίου 2001 για το ξέπλυµα χρήµατος, τον προσδιορισµό, τον εντοπισµό, τη δέσµευση, την κατάσχεση και τη δήµευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήµατος {SEC(2006) 219} EL EL
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η δεύτερη αυτή αξιολόγηση αποτελεί επέκταση της έκθεσης της Επιτροπής της 5ης Απριλίου 2001 1, που είχε εκπονηθεί βάσει του άρθρου 6 της απόφασης-πλαισίου του Συµβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2001 2, για το ξέπλυµα χρήµατος, τον προσδιορισµό, τον εντοπισµό, τη δέσµευση, την κατάσχεση και τη δήµευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήµατος. Το Συµβούλιο κατά τη συνεδρίασή του της 25ης και 26ης Οκτωβρίου 2004, έλαβε υπό σηµείωση την έκθεση που εκπόνησε η Επιτροπή και κάλεσε τα κράτη µέλη που δεν είχαν ακόµα συµµορφωθεί πλήρως προς την απόφαση-πλαίσιο να το πράξουν το συντοµότερο δυνατό και να παράσχουν πληροφορίες σχετικά µε την επιτευχθείσα πρόοδο. ήλωσε ότι επιθυµούσε δεύτερη έκθεση αξιολόγησης και ζήτησε από τα νέα κράτη µέλη, που δεν είχαν φυσικά αποτελέσει αντικείµενο της πρώτης αξιολόγησης, να διαβιβάσουν τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά µε τη µεταφορά του κειµένου στα αντίστοιχα εθνικά τους δίκαια. Παρά την προθεσµία που είχε καθοριστεί στις 31 εκεµβρίου 2004 για την πρώτη διαβίβαση πληροφοριών, δεν ήταν σε θέση όλα τα κράτη µέλη να απαντήσουν εντός της αυτής προθεσµίας. Η Επιτροπή απέστειλε επιστολή υπενθύµισης µε ηµεροµηνία 4 Μαρτίου 2005, η οποία συµπληρώθηκε τον Ιούνιο από µία τελευταία παράινεση µε ηλεκτρονικό ταχυδροµείο, παρότι κατά τα τέλη Ιουλίου 2005, µόνον ένα νέο κράτος µέλος (ΜΤ) δεν είχε διαβιβάσει πληροφορίες στην Επιτροπή. Τα δύο µόνα κράτη µέλη (ΑΤ και ΡΤ) που δεν είχαν παράσχει εγκαίρως καµία πληροφορία για την πρώτη αξιολόγηση διαβίβασαν εν τω µεταξύ ουσιαστικές πληροφορίες. Ωστόσο, δυστυχώς λείπουν πληροφορίες από ορισµένα κράτη µέλη τα οποία κρίθηκε ότι είχαν µόνο εν µέρει συµµορφωθεί µε το κείµενο της απόφασης ή δεν είχαν παράσχει επαρκή πληροφοριακά στοιχεία που να επιτρέπουν στην Επιτροπή να προβεί στη σχετική ανάλυση. Οι πληροφορίες που παρέσχε η GR παρουσιάζουν ιδιαίτερα κενά. Μόνον οι DE, IT, SE και UK παρέσχον συµπληρωµατικές εξηγήσεις που στηρίζονταν σε παρατηρήσεις που περιλαµβάνονται στην πρώτη έκθεση. Η παρούσα έκθεση αφορά κατά µεγάλο µέρος τα κράτη µέλη που δεν καλύπτονταν από την πρώτη. Όσον αφορά τα κράτη µέλη που είχαν αποτελέσει αντικείµενο της πρώτης έκθεσης, αλλά είχαν προβεί σε διευκρινίσεις αργότερα, η έκθεση παρουσιάζει µια παγιωµένη άποψη της κατάστασής τους. Λήφθηκαν υπόψη µόνον οι απαντήσεις που περιήλθαν στην Επιτροπή πριν από τις 30 Ιουλίου 2005. Για λόγους που αφορούν το µέγιστο µέγεθος των εγγράφων που επιλέγονται προς µετάφραση σε όλες τις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο παρόν έγγραφο παρουσιάζεται µόνο µια περίληψη των απαντήσεων των τίτλων των άρθρων 2, 3 και 4 3. 1 2 3 COM(2004)230, της 05.04.2004 ΕΕ L 182 της 05.07.2001, σ.1 Λεπτοµερέστερη παρουσίαση υπάρχει στο έγγραφο SEC, στο παράρτηµα. EL 2 EL
2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΠΡΟΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ 2.1. Άρθρο 1: Επιφυλάξεις ως προς τη Σύµβαση του 1990 2.1.1. Άρθρο 1 παρ. (a) : Επιφυλάξεις ως προς το άρθρο 2 της Σύµβασης του 1990 Στην πρώτη αξιολόγηση είχε επισηµανθεί ότι τρία κράτη (GR, LU και SE) δεν είχαν συµµορφωθεί προς το άρθρο 1 παρ. (α). Η SE είχε παράσχει συµπληρωµατικές πληροφορίες µε τις επιστολές της της 30ής Αυγούστου 2004 και 29ης Ιουνίου 2005. Ο νόµος της 19ης Μαΐου 2005, που άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου 2005, σχετικά µε την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα επεκτείνει και σε άλλα αδικήµατα που τιµωρούνται µε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους το πλεονέκτηµα της διαδικασίας δήµευσης. Η επιφύλαξη εξακολουθεί να ισχύει για τη δήµευση προϊόντος οικονοµικών αδικηµάτων, όµως η απόφασηπλαίσιο επιτρέπει την εξαίρεση αυτή. Όσον αφορά τα δέκα νέα κράτη µέλη, εννέα από αυτά έχουν συµµορφωθεί µε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. (α). Η ΜΤ έχει περιορίσει την εφαρµογή του άρθρου 2 στα αδικόιµατα που θεωρούνται κακουργήµατα σύµφωνα µε τη νοµοθεσία της χώρας αυτής µέσω δήλωσης που υπέβαλε στις 19 Νοεµβρίου 1999. 2.1.2. Άρθρο 1 παρ. (β): Επιφυλάξεις ως προς το άρθρο 6 της σύµβασης του 1990 Τέσσερα κράτη (AT, GR, LU και PT) είχε θεωρηθεί κατά την πρώτη αξιολόγηση ότι είχαν προβάλει επιφυλάξεις µη σύµφωνες προς το άρθρο 1 παρ. (β). Η ΡΤ είχε ανακοινώσει πληροφορίες σύµφωνα µε τις οποίες µια τροποποίηση του ποινικού της κώδικα προβλέπει ότι στα υποκείµενα αδικήµατα περιλαµβάνονται όλες οι αξιόποινες πράξεις που τιµωρούνται µε ποινή στερητική της ελευθερίας από έξι τουλάχιστον µήνες µέχρι το πολύ πέντε έτη. Η ΑΤ περιορίζει µέσω επιφύλαξης το πεδίο των υποκείµενων αδικηµάτων, για τα οποία σύµφωνα µε τον αυστριακό Ποινικό Κώδικα µπορεί να επιβληθεί ποινή φυλάκισης άνω των τριών ετών. Η ΑΤ κρίνει ότι είναι σύµφωνη µε το περιεχόµενο του άρθρου 1 παρ. (β), δεδοµένου ότι θεωρείται ως η χώρα που διαθέτει σύστηµα ελάχιστων ποινών. Οι ελάχιστες αυτές ποινές ισχύουν για αδικήµατα που τιµωρούνται µε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον πέντε ετών. Υπάρχουν όµως επίσης αδικήµατα που τιµωρούνται µε ποινές στερητικές της ελευθερίας τριών ετών και λιγότερο (και περισσότερο του ενός έτους) που δεν συνδυάζονται µε ελάχιστες ποινές. Τα αδικήµατα αυτά αποκλείονται σήµερα από το πεδίο εφαρµογής του άρθρου 6 της Σύµβασης του 1990 λόγω της επιφύλαξης της Αυστρίας, πράγµα που οδηγεί σε µη συµµόρφωσή της προς το κείµενο του άρθρου 1 παρ. (β). Η GR δήλωσε ότι ένα νοµοσχέδιο που έχει υποβληθεί προς εξέταση θα καταργήσει τις επιφυλάξεις στα άρθρα 2 και 6 που περιλαµβάνει ο νόµος αριθ. 2655/1998. Το εν λόγω νοµοσχέδιο θα δηµιουργήσει τρεις κατηγορίες αδικηµάτων που προηγούνται της νοµιµοποίηση παρανόµων προσόδων (ξεπλύµατος). Πέραν του ειδικού καταλόγου εγκληµάτων το νοµοσχέδιο θα συµπληρώσει τον ορισµό του υποκείµενου αδικήµατος συµπεριλαµβάνοντας τα εγκλήµατα που τιµωρούνται µε φυλάκιση (εκ των οποίων ένα µόνο παραµένει να προσδιοριστεί) και τις αξιόποινες πράξεις που τιµωρούνται µε φυλάκιση των οποίων το όριο θα πρέπει ακόµα να προσδιοριστεί και τα οποία έχουν οδηγήσει στο σχηµατισµό προϊόντων ποσού ανώτερου από ένα όριο που δεν έχει προς το παρόν EL 3 EL
καθοριστεί. εν είναι δυνατόν στο παρόν στάδιο να προσδιοριστεί κατά πόσον το νοµοσχέδιο επιτρέψει να αρθούν οριστικά οι αντιρρήσεις που περιελάµβανε η πρώτη έκθεση. Ελλείψει συµπληρωµατικών πληροφοριών, δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί κατά πόσον όσον αφορά το LU δεν εξακολουθούν να είναι βάσιµα τα δυσµενή σχόλια που διατυπώθηκαν µετά την πρώτη αξιολόγηση. Όσον αφορά τα δέκα νέα κράτη µέλη, φαίνεται ότι οκτώ από αυτά έχουν συµµορφωθεί µε το άρθρο 1 παρ. (β). Ωστόσο, η ΜΤ έχει περιορίσει την εφαρµογή του άρθρου 6 παρ. 1 στα αδικήµατα που θεωρεί κακουργήµατα σύµφωνα µε τη νοµοθεσία της χώρας αυτής, βάσει δήλωσης της 19ης Νοεµβρίου 1999. Η HU έχει περιορίσει την εφαρµογή του άρθρου 6 παρ. 1 στα υποκείµενα αδικήµατα στον Αστικό της Κώδικα µε δήλωση της 2ας Μαΐου 2000. 2.2. Άρθρο 2 : Κυρώσεις Στην πρώτη αξιολόγηση επισηµαίνετο ότι οι έντεκα χώρες που είχαν διαβιβάσει πληροφορίες είχαν συµµορφωθεί προς το άρθρο 2. Ωστόσο, οι νοµοθεσίες των DK, FI και SE προέβλεπαν ποινή σύµφωνη µε τις διατάξεις του άρθρου 2 µόνο στην περίπτωση σοβαρής ή επιβαρηµένης νοµιµοποίησης παρανόµων προσόδων. Το βασικό αδίκηµα εξακολουθεί να τιµωρείται µε ποινή κάτω του επιπέδου που προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο. Η SE θέλησε να προσδιορίσει ότι δεν υπήρχε καµία ουσιαστική διαφορά µεταξύ του εθνικού της συστήµατος και εκείνων που ίσχυαν στα περισσότερα υπόλοιπα κράτη µέλη, δεδοµένου ότι οι ποινές επιβάλλονται συστηµατικά λαµβανοµένης υπόψη της σοβαρότητας του αδικήµατος, είτε η σχέση µεταξύ σοβαρότητας και ποινής είναι σαφής, όπως στην περίπτωση της Σουηδίας, ή δεν είναι, όπως στα άλλα ευρωπαϊκά νοµοθετικά συστήµατα, όπου ο δικαστής έχει µεγαλύτερη ευχέρεια να επιβάλει ποινή ανάλογη προς τα διαπραχθέντα αδικήµατα. Η απάντηση της SE παρέχει ως εκ τούτου συµπληρωµατικά ερµηνευτικά στοιχεία που στηρίζουν τη θέση σύµφωνα µε την οποία η SE έχει συµµορφωθεί προς τις διατάξεις του άρθρου 2. Πέραν από τη δηλούµενη κλίµακα ποινών στις διάφορες χώρες, µόνο η εµπεριστατωµένη ανάλυση της νοµολογίας µπορεί να παράσχει δυνατότητα σύγκρισης ουσιαστικά του βαθµού αυστηρότητας των διαφόρων ευρωπαϊκών νοµοθετικών συστηµάτων όσον αφορά τη νοµιµοποίηση παρανόµων προσόδων, πράγµα που δεν αποτελεί αντικείµενο της παρούσας αξιολόγησης. Η ΑΤ επίσης επικαλέστηκε την ανάγκη να ληφθεί υπόψη η συνοχή των νοµοθετικών συστηµάτων για να δικαιολογήσει την κλίµακα ποινών της βάσει εκείνης των άλλων χωρών. Ωστόσο, παρατηρείται ότι η κλιµάκωση των ποινών µπορεί να ασκήσει µη αναµενόµενα και ανεπιθύµητα αποτελέσµατα στην εφαρµογή της απόφασης-πλαισίου 2005/212/JAI. Στον τοµέα των αδικηµάτων που αφορούν νοµιµοποίηση παρανόµων προσόδων, οι ενισχυµένες εξουσίες δήµευσης που αναφέρονται στο άρθρο 3 ισχύουν εάν το αδίκηµα έχει διαπραχθεί στο πλαίσιο εγκληµατικής οργάνωσης και τιµωρείται µε µέγιστη ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων ετών. Θα ήταν, ως εκ τούτου, χρήσιµο να ελεγχθεί κατά πόσον η νοµιµοποίηση παρανόµων προσόδων από οργανωµένη συµµορία εξοµοιούται συστηµατικά µε νοµιµοποίηση παρανόµων προσόδων «ιδιαίτερα σοβαρή ή συνήθη» (DK) ή «µε προεκτάσεις και EL 4 EL
επαγγελµατική»(fi) 4. Γενικότερα, τίθεται θέµα του κατά πόσον το αδίκηµα της απλής νοµιµοποίησης παρανόµων προσόδων θεωρείται για την εφαρµογή των διατάξεων της απόφασης-πλαισίου 2005/212/JAI ως αδίκηµα διαφορετικό από την επιβαρηµένη νοµιµοποίηση παρανόµων προσόδων 5. 2. Η GR δεν παρέσχε γραπτές πληροφορίες για να αξιολογηθεί η εφαρµογή του άρθρου Από τα εννέα νέα κράτη µέλη που διαβίβασαν πληροφορίες προκύπτουν τα εξής: Η ουγγρική νοµοθεσία προβλέπει εξαίρεση αυτοδικαίως από κάθε δίωξη για τα άτοµα που αποκαλύπτουν ή έχουν αρχίσει να αποκαλύπτουν γεγονότα νοµιµοποίησης παρανόµων προσόδων άγνωστα στις αστυνοµικές αρχές. Η εξαίρεση αυτή κρίνεται υπερβολική δεδοµένου ότι µπορεί να την επικαλεσθεί κάποιος «θρασύς» νοµιµοποιών παράνοµες προσόδους, να αποκαλύψει δηλαδή τις δραστηριότητές του νοµιµοποίησης παρανόµων προσόδων στην αστυνοµία για να τύχει της εξαίρεσης αυτής. Αφετέρου, θα πρέπει να επισηµανθεί ότι ένα άτοµο σύµφωνα µε την ουγγρική νοµοθεσία διαπράττει αδίκηµα νοµιµοποίησης παρανόµων προσόδων µόνο στο πλαίσιο των επαγγελµατικών του δραστηριοτήτων, πράγµα που κρίνεται αδικαιολόγητα περιοριστικό. Το σχέδιο νόµου που εξέδωσε η ηµοκρατία της Τσεχίας, στις 9 Ιουνίου 2004, αυξάνει τη µέγιστη ποινή για το βασικό αδίκηµα από δύο έως τέσσερα έτη, αλλά εισάγει διάταξη που προβλέπει ότι σε περίπτωση σωρευτικής ποινής, η ποινή που αφορά τα υποκείµενα αδικήµατα υπερτερεί εάν η επιβαλλόµενη ποινή για το προηγούµενο αδίκηµα είναι κατώτερη από την ποινή που επιβάλλεται για το αδίκηµα της νοµιµοποίησης παρανόµων προσόδων. Παρότι είναι δυσχερές να αξιολογηθεί το ουσιαστικό πεδίο εφαρµογής του µέτρου αυτού, φαίνεται ότι η Τσεχική ηµοκρατία θα πρέπει να τροποποιήσει τη λεπτοµέρεια αυτή του νοµοσχεδίου της ώστε η µελλοντική της νοµοθεσία να συµµορφούται πλήρως. 2.3. Άρθρο 3 : ήµευση αντίστοιχης αξίας Η πρώτη αξιολόγηση είχε καθορίσει ότι η δήµευση αντίστοιχης αξίας ήταν δυνατή σε διάφορους βαθµούς, αλλά τουλάχιστον ως εναλλακτικό µέτρο (ακόµα και εάν µερικές φορές περιορίζεται σε ειδικές περιπτώσεις ή σε ορισµένα είδη αδικηµάτων ή αγαθών), στις εσωτερικές διαδικασίες των έντεκα κρατών µελών (BE, DK, DE, FR, IE, IT, LU, NL, FI, SE και UK) και τουλάχιστον εννέα κρατών µελών (BE, DK, FR, IE, IT, NL, FI, SE και UK και ενδεχοµένως DE) όσον αφορά τις αιτήσεις από το εξωτερικό. Το LU και η ES ανέφεραν κατά την πρώτη αξιολόγηση ότι προετοίµαζαν νόµους που συµπλήρωναν τις αντίστοιχες εθνικές τους διατάξεις για να συµµορφωθούν προς το άρθρο 3, αλλά δεν είχε ανακοινωθεί η εξέλιξη των αντίστοιχων νοµοθετικών τους εργασιών. Η GR δήλωσε ότι είχε συµµορφωθεί µε το άρθρο 3, χωρίς όµως να παράσχει τα αντίστοιχα κείµενα. 4 5 Παραδείγµατος χάρη. Καθώς και, στην περίπτωση της Αυστρίας, της ανακύκλωσης από τρίτους στοιχείων του ενεργητικού εγκληµατικών ή τροµοκρατικών οργανώσεων. EL 5 EL
2.3.1. Εθνικές διαδικασίες Από τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν κατά τη δεύτερη περίοδο συγκέντρωσης στοιχείων προκύπτει ότι η διαδικασία δήµευσης αντίστοιχης αξίας είναι ιδιαίτερα διαδεδοµένη, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που καθίσταται αδύνατο να πραγµατοποιηθεί δήµευση των προϊόντων του εγκλήµατος. Οι IT, PT, LT, PL, CY, CZ, SK, SI και HU φαίνεται, ως εκ τούτου, ότι συµµορφούνται µε το άρθρο 3 από πλευράς εθνικών διαδικασιών. Στην Αυστρία, το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει πρόστιµο για αδιακιλόγητο πλουτισµό που µπορεί να επιβληθεί σε πρόσωπα που έχουν διαπράξει αδικήµατα µέχρι το ποσό των κερδών που έχουν προκύψει από τη διάπραξη του αδικήµατος ή µέχρι το ποσό που έχει εισπραχθεί για τη διάπραξη αυτού του ιδίου αδικήµατος. Το εν λόγω πρόστιµο δεν µπορεί να επιβληθεί εάν το ποσό από αδιακιλόγητο πλουτισµό δεν υπερβαίνει τα 21.802 ευρώ, πράγµα που είναι πολύ ανώτερο από το όριο που προβλέπει το άρθρο 3. Από τις πληροφορίες που διαβίβασε η LV δεν φαίνεται να προβλέπεται η δυνατότητα δήµευσης αντίστοιχης αξίας. 2.3.2. Εξωτερικές διαδικασίες Υπενθυµίζεται ότι όλα τα κράτη µέλη έχουν κυρώσει τη σύµβαση αριθ. 141 του Συµβουλίου της Ευρώπης, που υποχρεώνει τα συµβαλλόµενα µέρη να λάβουν τα απαιτούµενα µέτρα ώστε να συµµορφωθούν µε τις αιτήσεις δήµευσης χρηµατικών ποσών από την αλλοδαπή που αντιστοιχούν στην αξία του προϊόντος εγκλήµατος. Στην πρώτη έκθεση αξιολόγησης είχε επισηµανθεί ο σχετικά ασαφής χαρακτήρας ορισµένων εξηγήσεων που είχαν παράσχει µερικά κράτη µέλη. Τα ενηµερωτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν µετά τη δεύτερη περίοδο συγκέντρωσης, παρότι είναι πολύτιµα, οδηγούν σε ανάλογη διαπίστωση. ιαφοροποιείται η πρόταση τροποποίησης που πρότεινε η DE, η οποία µπορεί να διασαφηνίσει την κατάστασή της σε σχέση µε το άρθρο 3. 2.4. Άρθρο 4 : Αντιµετώπιση των αιτήσεων αµοιβαίας συνδροµής Σύµφωνα µε το άρθρο αυτό, οι αιτήσεις αµοιβαίας συνδροµής που υποβάλλουν τα άλλα κράτη µέλη όσον αφορά τον προσδιορισµό, τον εντοπισµό, τη δέσµευση ή την κατάσχεση και τη δήµευση των προϊόντων του εγκλήµατος πρέπει να αντιµετωπίζονται µε τον ίδιο βαθµό προτεραιότητας που ισχύει για τα µέτρα αυτά στις εσωτερικές διαδικασίες. Στην πρώτη αξιολόγηση επισηµαίνετο ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει επαρκείς πληροφορίες από τα κράτη µέλη ώστε να θεωρήσει ότι η διάταξη αυτή είχε ειδικά µεταφερθεί στο εθνικό τους δίκαιο. Τα ενηµερωτικά στοιχεία που έχουν ληφθεί από τότε αναφέρονται γενικά στην εφαρµογή της Σύµβασης του 1990 του Συµβουλίου της Ευρώπης (CY, CZ, SI), σε νοµοθετικά κείµενα που διέπουν τους όρους αποδοχής αλλοδαπών ερευνών (AT, CY, SE, EE και HU) ή σε κείµενα παραγώγου δικαίου που οδηγούν τις δικαστικές αρχές σχετικά µε την αποδοχή αυτών των ιδίων ερευνών (DE, PT). Χωρίς να τίθεται υπό αµφισβήτηση το περιεχόµενο των παρεχοµένων πληροφοριών, η Επιτροπή περιορίζεται στο να διατυπώσει το ίδιο σχόλιο, διότι φαίνεται ότι για µια αποτελεσµατική αξιολόγηση της εφαρµογής του άρθρου 4 θα έπρεπε να χρησιµοποιηθούν διαφορετικές µέθοδοι αξιολόγησης. Οι νέες διατάξεις που περιλαµβάνονται στην απόφαση-πλαίσιο 2003/577/JAI του Συµβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, µε την οποία πρέπει να συµµορφωθούν τα κράτη µέλη EL 6 EL
πριν από τις 2 Αυγούστου 2005, εντάσσονται έµµεσα στην προοπτική µιας καλύτερης εφαρµογής του άρθρου 4 6. Οι διεξαγόµενες εργασίες σχετικά µε την αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων δήµευσης εντάσσονται στην ίδια αυτή λογική. Μια ταχεία έκδοση της τελευταίας αυτής απόφασης-πλαισίου θα αποτελούσε αναµφισβήτητα σηµαντική πρόοδο. 2.5. Άρθρο 7 : Εδαφική εφαρµογή Το άρθρο 7 προβλέπει ότι η απόφαση-πλαίσιο αρχίζει να ισχύει στο Γιβραλτάρ µόλις αρχίσει να εφαρµόζεται η Σύµβαση του 1990 του Συµβουλίου της Ευρώπης. Το UK επεσήµανε ότι ο όρος αυτός δεν πληρούται και ότι δεν υπάρχει κανένα µέτρο υπό προετοιµασία για να καλύψει το κενό αυτό. 3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η κατάσταση σχετικά µε τη µεταφορά των ειδικών διατάξεων έχει πλέον ως ακολούθως: Άρθρο 1(a): Η Ελλάδα, το Λουξεµβούργο και η Μάλτα πρέπει προφανώς να αναδιατυπώσουν τις επιφυλάξεις τους στο άρθρο 2 της Σύµβασης του 1990. Άρθρο 1(β): Η Αυστρία, η Ελλάδα και το Λουξεµβούργο φαίνεται ότι εξακολουθούν να µην πληρούν τους αναγκαίους όρους. Μεταξύ των νέων κρατών µελών, οι επιφυλάξεις της Μάλτας και της Ουγγαρίας φαίνεται επίσης ότι αποτελούν στοιχεία µη συµµόρφωσης. Άρθρο 2: Όλα τα κράτη µέλη που απάντησαν έχουν συµµορφωθεί µε το άρθρο αυτό. Ωστόσο υπάρχουν τρεις παρατηρήσεις: Η Τσεχική ηµοκρατία θα µπορούσε να τροποποιήσει τη διάταξη του σχετικού νοµοσχεδίου ώστε αυτό να συµµορφούται πλήρως. Η Ουγγαρία θα µπορούσε να αναδιατυπώσει τη διάταξη µε την οποία εξαιρούνται αυτοδικαίως όλοι όσοι αποκαλύπτουν δραστηριότητες νοµιµοποίησης παρανόµων προσόδων, καθώς και τον ορισµό του αδικήµατος της νοµιµοποίησης αυτής. Η µέγιστη ποινή σύµφωνα µε το άρθρο 2 προβλέπεται µόνο εάν ο δικαστής προβεί στο χαρακτηρισµό της νοµιµοποίησης παρανόµων προσόδων ως επιβαρηµένης (Αυστρία, ανία, Φινλανδία, Σουηδία, Τσεχική ηµοκρατία, Σλοβακία). Άρθρο 3: Η δήµευση αντίστοιχης αξίας φαίνεται ότι είναι δυνατή σε διάφορους βαθµούς, αλλά τουλάχιστον ως εναλλακτικό µέτρο -ακόµα και αν µερικές φορές περιορίζεται σε ειδικές περιπτώσεις ή σε ορισµένα είδη αδικηµάτων ή αγαθών- στις εθνικές διαδικασίες των περισσοτέρων κρατών µελών. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η Λετονία η οποία φαίνεται ότι δεν προβλέπει τέτοια διαδικασία. Η διαδικασία της δήµευσης στην Αυστρία ισχύει από ένα επίπεδο ανώτερο από εκείνο που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 3. Όσον αφορά τις αιτήσεις της αλλοδαπής, λίγα επιπλέον στοιχεία ήρθαν να συµπληρώσουν τις διαπιστώσεις 6 Έγγραφο 14622/04 COPEN 135, της 17ης εκεµβρίου 2004 και 14622/04 COR 1 COPEN 135, της 17ης Ιανουαρίου 2005. EL 7 EL
της πρώτης αξιολόγησης. Τα νέα κράτη µέλη που παρέσχον σχετικές πληροφορίες γενικά φαίνεται να τηρούν τα διεθνή κείµενα σχετικά µε το θέµα. Άρθρο 4 : Η Επιτροπή θεωρεί πάντα ότι δεν έχει λάβει επαρκείς πληροφορίες για να προβεί στη διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή έχει ειδικά µεταφερθεί στα εθνικά δίκαια. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εφαρµογή του άρθρου αυτού θα διευκολυνθεί εάν οι αναληφθείσες πρωτοβουλίες σχετικά µε την αµοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δήµευσης φέρουν αποτελέσµατα το συντοµότερο δυνατό. Άρθρο 7: Η διάταξη αυτή εξακολουθεί να µην έχει µεταφερθεί στο Ηνωµένο Βασίλειο. EL 8 EL