1 ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ (Βιβλιοπαρουσίαση) Τζανάκης Μανόλης Το βιβλίο Μέσω της έκδοσης του συλλογικού τόμου που σήμερα παρουσιάζουμε, αλλά και του συνεδρίου στο οποίο βασίστηκε αυτός, επιδιώχθηκε μια πρώτη καταγραφή των διάφορων εκδοχών των εφαρμογών της καλλιτεχνικής δημιουργίας στις ψυχιατρικές ελληνικές υπηρεσίες των αρχών του 21 ου αιώνα. Στον τόμο περιλαμβάνονται 74 επιλεγμένες εργασίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σύνεδροι που συμμετείχαν με εργασίες τους, ατομικές ή συλλογικές έφτασαν τον αριθμό των 412 ατόμων, τα ονόματα των οποίων καταγράφονται στο τέλος του βιβλίου, σε παράρτημα. Ο στόχος δεν ήταν μόνο η καταγραφή και η παρουσίαση των ποικίλων εκδοχών της τέχνης στις ποικίλες μορφές ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων, που όπως αποδείχτηκε καλύπτει ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα, αλλά και η διάδοση ενός ευρύτερου προβληματισμού σχετικά με τις επιστημονικές, ιδεολογικές, θεσμικές και ευρύτερα πολιτικές συνέπειες που επιφέρει η αξιοποίηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο θεραπευτικό γίγνεσθαι. Η θεραπεία μέσω της τέχνης και η ψυχιατρική μεταρρύθμιση Κάθε παρέμβαση στο εσωτερικό ενός επιστημονικού πεδίου έχει αντικειμενικές συνέπειες και αποκτά το επιστημονικό, το κοινωνικό και το πολιτικό του περιεχόμενο ανάλογα με τα εκάστοτε συμφραζόμενα. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση αυτού του τόμου. Εάν θέλουμε να αναλογιστούμε τη συνεισφορά του στη συλλογική συνείδηση του πεδίου της ψυχιατρικής στην Ελλάδα, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τη συγκυρία, η οποία χαρακτηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε ψυχιατρική μεταρρύθμιση, δηλαδή τη σταδιακή, μερική κι αμφιλεγόμενη μετάβαση από το ασυλιακό στο κοινοτικό μοντέλο ψυχιατρικής περίθαλψης. Οι απαρχές της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα ανευρίσκονται στα τέλη της δεκαετίας του 1970, με τη δραστηριοποίηση ομάδων επαγγελματιών και «εναλλακτικά» κινούμενων ατόμων και συλλογικοτήτων. Καθώς αναπτύσσεται το
2 συλλογικό πρόταγμα της «υπέρβασης του ψυχιατρικού ασύλου», εμφανίζονται τρία αντιτιθέμενα παραδείγματα σκέψης και οργάνωσης της ψυχιατρικής, α) η κριτική, β) η παραδοσιακή και γ) η εκσυγχρονιστική ψυχιατρική. Κάθε παράδειγμα χαρακτηρίζεται από τη διαφορετική απάντηση που δίνει σε ερωτήματα όπως: α) Τι χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, και τι είναι αυτό που οι δυτικές κοινωνίες ορίζουν ως «ψυχική νόσο»; β) Τι είναι η επιστήμη, και ποια η θέση η ψυχιατρικής; γ) Πως θα πρέπει να οργανώσουμε ένα σύστημα ψυχιατρικής περίθαλψης, το οποίο να απαντά αποτελεσματικά στα αιτήματα που η κοινωνία του θέτει, διασώζοντας ταυτόχρονα ένα χειραφετητικό όραμα; Η παραδοσιακή ψυχιατρική Η παραδοσιακή ψυχιατρική είναι αυτή που πηγάζει απευθείας από το ασυλιακό παρελθόν που όλοι είτε γνωρίζουμε είτε με σχετική ευκολία μπορούμε να φανταστούμε. Η «ψυχασθένεια» νοείται ως ασθένεια που, όπως όλες οι ασθένειες, μπορεί να χειραγωγηθεί φαρμακευτικά και να γίνει αντικείμενο θεσμικής διαχείρισης. Το άσυλο κυριαρχεί ως τόπος θεραπευτικής παρέμβασης και ο εγκλεισμός θεωρείται μονόδρομος, σε ορισμένα τουλάχιστον στάδια της ασθένειας, και για ορισμένες περιπτώσεις αυτής. Η εκσυγχρονιστική ψυχιατρική Η εκσυγχρονιστική ψυχιατρική αποτελεί ένα ρεύμα σκέψης και πρακτικής, η οποία κατά κάποιο τρόπο αποτελεί τη συνέχεια της παραδοσιακής ψυχιατρικής. Ευελπιστεί σε μια αποτελεσματική, τεχνικά άρτια και θεραπευτικά αποδοτική ιατρική παρέμβαση. Χώρος άρθρωσής της δεν είναι πια το «ξεπερασμένο», όπως κατανοείται, άσυλο, αλλά ένα σύνολο από διαφοροποιημένες δομές, με επίκεντρο το γενικό νοσοκομείο και το κέντρο ψυχικής υγείας. Οι ψυχοθεραπευτικές πρακτικές, που συμπληρώνουν τις βιολογικές θεραπείες, νοούνται ως απαραίτητα βοηθήματα, όπως και τα ποικίλα προγράμματα αποκατάστασης, μιας καθ όλα νόμιμης ιατροκεντρικής περίθαλψης. Ο γιατρός εξακολουθεί να κυριαρχεί, συνεπικουρούμενος από μια ομάδα επαγγελματιών, που όμως δεν αμφισβητούν την ιατρική αυθεντία και τη βιολογική, κατά βάση, προσέγγιση της «ψυχικής ασθένειας».
3 Η κριτική ψυχιατρική Η κριτική ψυχιατρική επιδιώκει μια διαφορετική θεώρηση. Στην οπτική της ο ασθενής νοείται ως ψυχικά πάσχον υποκείμενο, και τα αίτια της ψυχικής οδύνης, και της όποιας ψυχικής και νοητικής «δυσλειτουργίας», ανάγονται όχι μόνο σε βιολογικούς παράγοντες, αλλά εξίσου, ή πρωτίστως, σε κοινωνικές και ψυχικές διαδικασίες. Το υποκείμενο που πάσχει θεωρείται συχνά ως ένα είδος «μάρτυρας»: αφενός κοινοποιεί στο δημόσιο χώρο τις κρυμμένες αλήθειες της συλλογικότητας, τους ανταγωνισμούς, τις κοινωνικές ανισότητες, τη βία του στιγματισμού, και την ίδια στιγμή βασανίζεται εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών των κοινωνιών. Θα μπορούσαμε να πούμε, οπωσδήποτε μεταφορικά, ότι κατά κάποιο τρόπο το ψυχικά πάσχον υποκείμενο θυσιάζεται για τη συλλογικότητα, καθώς βιώνει με τον πιο τραγικό τρόπο τη συλλογική «δυσλειτουργία». Η βιολογική διάσταση της ψυχικής πάθησης δεν αμφισβητείται, ωστόσο η ιατροκεντρική θεώρηση ερμηνεύεται ως τυφλή, εφόσον θεωρείται ότι παραγνωρίζει θεμελιώδεις διαστάσεις της υποκειμενικότητας, αλλά και ως πολιτικά συντηρητική, εφόσον οδηγεί αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των φορέων της, στη χειραγώγηση και την κοινωνική καταστολή. Το πρόβλημα του υποκειμένου τίθεται από την κριτική ψυχιατρική ως ζήτημα καθοριστικής σημασίας, καθώς τίθεται το ερώτημα του εάν η ψυχιατρική μπορεί να αποτελέσει παράγοντα χειραφέτησης. Η παραδοσιακή ψυχιατρική δεν θέτει τέτοιου είδους ερωτήματα. Περιορίζεται στην ασυλιακή και στη φαρμακευτική διαχείριση. Από την άλλη, η εκσυγχρονιστική ψυχιατρική θέτει παρόμοιους προβληματισμούς, αλλά ταυτόχρονα υιοθετεί μια τεχνοκρατική στάση, τεχνικοποιώντας τα όποια χειραφετητικά προτάγματα, υποβιβάζοντάς τα σε ψυχοθεραπευτικές τεχνικές ατομικής βελτίωσης και αναζήτησης ενός υποτιθέμενου «αληθινού» εαυτού. Η κριτική ψυχιατρική θέτει το ζήτημα της χειραφέτησης στο επίκεντρο της θεραπευτικής πρακτικής. Σκοπός της θεραπευτικής παρέμβασης είναι η συνεισφορά στην πάλη κατά της ατομικής και της συλλογικής οδύνης, η οποία καταδυναστεύει την υποκειμενικότητα των ατόμων, που κατανοούνται ως μέλη μιας συλλογικότητας. Το υποκείμενο που πάσχει νοείται πρώτα απ όλα ως υποκείμενο ικανό για συνομιλία κι επικοινωνία, δυνάμενο να αποτελέσει τον ένα πόλο μιας σχέσης διαλόγου με το θεραπευτή, συμμαχώντας κατά κάποιο τρόπο μαζί του ενάντια στην ψυχική οδύνη. Η χρησιμοποίηση της τέχνης στις ψυχιατρικές θεραπείες τείνει να συνταυτιστεί με την κριτική ψυχιατρική, εφόσον η καλλιτεχνική δημιουργία
4 αναδεικνύει την υποκειμενικότητα, τόσο του θεραπευόμενου όσο και του θεραπευτή, και λειτουργεί, αντικειμενικά, προς την κατεύθυνση του μετασχηματισμού της θεραπευτικής σχέσης σε τόπο διαλόγου κι επικοινωνίας. Είναι σαφές, λοιπόν, προς ποια κατεύθυνση επιδιώκει να παρέμβει ο παρών τόμος, αναδεικνύοντας και υπογραμμίζοντας το κριτικό δυναμικό που εμπεριέχουν οι εφαρμογές της τέχνης στις ψυχιατρικές θεραπείες. Μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας το ψυχικά πάσχον υποκείμενο ανακτά ένα βασικό μέσον έκφρασης αλλά και ανακατασκευής του εαυτού, μια δυνατότητα επεξεργασίας της έντασης των συγκινήσεών του. Κι αν δεν μπορεί να θεραπευτεί, τουλάχιστον μπορεί να κατανοήσει τι του έχει συμβεί, να επανοικειοποιηθεί την οδύνη του, και γιατί όχι, να ασκήσει κριτική σε ότι το καταδυναστεύει. Ένα παράδειγμα Θα μου επιτρέψετε να δώσω ένα παράδειγμα, έξω από το συλλογικό τόμο που εδώ παρουσιάζουμε, παρμένο από την ποίηση του πρόωρα χαμένου Γιώργου Φαλελάκη. Γράφει σε ένα ποίημά του: Φεύγω κυνηγημένος απ τη μορφή σου Φαντάζεις σαν όραμα μιας νύχτας δανεικιάς Ελεύθερη κατεύθυνση στα παγερά ανώγεια του μυαλού μου Λίγο πριν ξημερώσει Σε περιμένω λίγο πριν αντικρίσω το θάνατο Να παίζει ρουλέτα ρώσικη την αγωνία μου, Λίγο πριν ξεριζώσω την τρέλα από τα μάτια μου. Σε περιμένω στους διαδρόμους μιας κλινικής Λίγο πριν τα ηλεκτροσόκ με τινάξουν Λίγο μετά σε περιμένω την ώρα που μαζεύω Λίγα θρύψαλα συνείδησης απ το πάτωμα. Σε περιμένω στις γνωματεύσεις των γιατρών: μανιοκαταθλιπτική ψύχωση. Στις συνταγές: Στεντόν 1 πρωί 1 βράδυ. Υπνοστεντόν 1 πρωί 1 μεσημέρι 1 βράδυ. Σε περιμένω λίγο πριν τη σκοπιά 2-4 Φλερτάροντας με τη σκανδάλη του Μ-1. Σε περιμένω
5 Στις κρύες νύκτες της ψυχής μου Σ ένα ερωτικό διάλογο Σε μια γυμνή συνάντηση των κορμιών μας Σ ένα αργό παραλήρημα της ηδονής Σε περιμένω. Δεν είναι του παρόντος να σχολιάσουμε εκτενώς αυτό το λόγο, κριτικό κι αυτοκριτικό ταυτόχρονα. Ας αναρωτηθούμε όμως, πόσες σελίδες ψυχιατρικών συγγραμμάτων επιχειρούν να περιγράψουν με ακρίβεια τις παρενέργειες της απώλειας μνήμης εξαιτίας της ηλεκτροσπασμοθεραπείας, του κοινώς λεγόμενου ηλεκτροσόκ. Ο ίδιος ο πάσχων, αγωνιζόμενος να συνδυάσει τις λέξεις εκείνες μέσω των οποίων θα καταστεί δυνατό να φανερωθεί το ανείπωτο, καταφεύγει στην μεταφορά της ποιητικής γλώσσας, κι έτσι οικειοποιείται εκ νέου το κλεμμένο βίωμα, και, αρπάζοντάς το από το ιατρικό λεξιλόγιο, το κάνει ξανά κομμάτι του εαυτού. Και καθώς μαζεύει τα θρύψαλα της συνείδησης από το διάδρομο της κλινικής, μετατρέπει την ιατρική ρητορική σε μελαγχολική ραψωδία, και, σαν σε σαρκαστικό παραλήρημα, στα όρια της ειρωνείας, μας δίνει ένα τεκμήριο ζωής, δια μέσου της ποιητικής γλώσσας, καλά στερεωμένο στο βίωμα του «πως είναι να είσαι ψυχικά ασθενής». Συμπερασματικά Είναι αλήθεια ότι η ανάδειξη της σημασίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο θεραπευτικό γίγνεσθαι δεν εξασφαλίζει από μόνη της τον εκδημοκρατισμό της θεραπευτικής σχέσης. Είναι σαφές ότι η τεχνικοποίηση των ψυχοθεραπευτικών τεχνικών που βασίζονται στις ποικίλες μορφές τέχνης, μας διδάσκει ότι ο θετικιστικός ψυχιατρικός λόγος διαθέτει μεγάλα περιθώρια αφομοίωσης των αμφισβητήσεών του. Εξάλλου, δεν έχουν όλες οι μορφές τέχνης τον ίδιο χαρακτήρα, ειδικά σε σχέση με τις ευκαιρίες που δίνουν στα άτομα να συγκροτήσουν και να εκθέσουν μια κατά το δυνατόν λιγότερο εξουσιαστικά διαμεσολαβημένη υποκειμενικότητα. Ωστόσο, οι τέχνες έχουν κοινό σημείο την αναγνώριση των εκφραστικών δυνατοτήτων του ατόμου. Η καλλιτεχνική δημιουργία αποτελεί εκ των πραγμάτων ένα εγχείρημα έκφρασης, αλλά και, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μια ιδιότυπη διακήρυξη ελευθερίας, καθώς το πάσχον υποκείμενο επικοινωνεί εντός και δια μέσου
6 μιας συλλογικότητας, η οποία του αναγνωρίζει τη δυνατότητα να εκφράσει τους φόβους της και τις ευαισθησίες της. Υπάρχουν βέβαια και κίνδυνοι. Μέσω της τέχνης ο ψυχιατρικός λόγος διαχέεται στον κοινωνικό χώρο και αντί να αποτελέσει ένα μηχανισμό ατομικής και δυνάμει συλλογικής χειραφέτησης, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να λειτουργήσει ως παραπέτασμα για την επέκταση μιας ιδιότυπης μικροφυσικής της εξουσίας. Η συχνή «τεχνικοποίηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας» και η ένταξή της στα διάφορα κινήματα εσωτερισμού και παραψυχολογικών εφαρμογών καταδεικνύει αυτόν τον κίνδυνο. Από την άλλη, όμως, η διάχυση της τέχνης στο εσωτερικό της θεραπευτικής σχέσης, ακόμα και στις πιο τεχνικές της εκδοχές, παρέχει δυνατότητες μετασχηματισμού της ίδιας της δομής της θεραπευτικής σχέσης, καθώς κατατείνει σε πιο διαλογικές, συνεπώς πιο δημοκρατικές μορφές θεραπευτικής παρέμβασης. Ας θεωρήσουμε ότι το συλλογικό αυτό έργο αποτελεί μια συνεισφορά στην κατανόηση και τον αναστοχασμό των συμμετεχόντων σ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, πολύ γενικά, ως κοινωνικό κόσμο της ψυχοθεραπείας στην Ελλάδα.