9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος Ι ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΥΦΑΛΟΥ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΗ ΣΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΜΑΚΡΟΠΑΝΙΔΙΚΩΝ ΒΙΟΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΣΚΛΗΡΟΥ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΣΤΕΝΟ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ Ζήρος Α. 1, Δημητριάδης Χ. 2, Μέμος Κ. 1, Δ. Κουτσούμπας 2, Δημητριάδης Ι. 2 1 Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, Εργαστήριο Λιμενικών Έργων,,memos@hydro.ntua.gr 2 Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας, Σχολή Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, drosos@aegean.gr Περίληψη Η κατασκευή ύφαλων τεχνικών έργων στην παράκτια ζώνη επιφέρει αλλαγές τόσο στη μορφολογία των ακτών όσο και στη δομή και δυναμική των μακροπανιδικών βιοκοινοτήτων. Η μελέτη των βιοκοινοτήτων σκληρού υποστρώματος που εξαπλώνονται στην προσήνεμη και την υπήνεμη πλευρά ενός ύφαλου κυματοθραύστη καθώς και η ποσοτικοποίηση της υδροδυναμικής φόρτισης επί των οργανισμών πραγματοποιήθηκε στο ύφαλο τμήμα του κύριου κυματοθραύστη του αλιευτικού καταφύγιου της Βαρειάς (Στενό Μυτιλήνης, Β.Α Αιγαίο). Τα αποτελέσματα της μελέτης ανέδειξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στη δομή και βιοποικιλότητα των μακροβενθικών βιοκοινοτήτων εκατέρωθεν του υφάλου κυματοθραύστη, οι οποίες φαίνεται να είναι περισσότερο αποτέλεσμα της ανθρωπογενούς επιβάρυνσης στην περιοχή παρά της διαφοροποίησης της υδροδυναμικής φόρτισης στην υπήνεμη και την προσήνεμη πλευρά του τεχνικού έργου. Λέξεις κλειδιά: σκληρό υπόστρωμα, μακροπανίδα, ύφαλοι κυματοθραύστες. IMPACT ASSESSMENT OF A LOW CRESTED DEFENCE STRUCTURE ON DIVERSITY AND ORGANIZATION PATTERNS OF HARD SUBSTRATE MACROFAUNA ASSEMBLAGES IN MYTILENE STRAIGHT Ziros A. 1, Dimitriadis C. 2, Memos C. 1, Koutsoubas D. 2 1 National Technical University of Athens, School of Civil Engineering, memos@hydro.ntua.gr 2 Department of Marine Sciences, University of the Aegean, drosos@aegean.gr Abstract Construction of low crested defence structures in the coastal zone provokes alterations in the morphology of the coastline as well as in structure and dynamics of macrobenthic assemblages. Investigation of hard substrate biocommunities which are proliferating at the windward and leeward side of a submerged breakwater as well as quantification of the hydrodynamic load on biocommunities took place at the submerged section of Varias harbor main breakwater (Mytilene Strait, N.E. Aegean Sea). The results of this study revealed important differences of fauna structure and diversity patterns of macrobenthic assemblages between the two sides of the submerged breakwater as a result of the human origin perturbation ruling the study area rather than as a consequence of hydrodynamic load alteration from landward to seaward part of the structure. Keywords: hard substrate, macrobenthos, submerged breakwater. 1. Εισαγωγή Οι μακροπανιδικές συνευρέσεις του σκληρού υποστρώματος χαρακτηρίζονται από μεγάλη μεταβλητότητα αφενός στο χώρο καθώς έχει παρατηρηθεί βαθμιαία τροποποίηση της δομής των βενθικών βιοκοινοτήτων όσο αυξάνεται το βάθος στη διαπαλιρροιακή και υποπαραλιακή ζώνη, και αφετέρου στο χρόνο, μιας και η εποχιακή διακύμανση των υδροδυναμικών συνθηκών έχει άμεσο αντίκτυπο στα πρότυπα δομής και δυναμικής των βιοκοινοτήτων (Chintiroglou et al., 2005). Η πληθυσμιακή οργάνωση των ειδών σκληρού υποστρώματος στα φυσικά ενδιαιτήματα καθορίζεται από τα ιδιαίτερα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, όπως η έκθεση στον κυματισμό, η θερμοκρασία, το κλίμα και η αλατότητα που χαρακτηρίζουν μια περιοχή, ενώ ανθρωπογενούς προέλευσης παρά- -651-
9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι γοντες όπως, ο ευτροφισμός, οι βιολογικοί εισβολείς, το καθεστώς ρύπανσης αλλά και τα τεχνικά παράκτια έργα μπορούν επίσης να τροποποιήσουν τις βιοκοινότητες του σκληρού υποστρώματος (π.χ. Baxevanis & Chintiroglou, 2000; Chintiroglou et al., 2005). Τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερα τεχνικά έργα (λιμενοβραχίονες, κυματοθραύστες, τεχνητοί ύφαλοι κτλ) τοποθετούνται στην παράκτια ζώνη τόσο για την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (π.χ. αλιεία, τουρισμός, αναψυχή) όσο και για την προστασία των ακτών από τη διάβρωση. Η τοποθέτηση των τεχνητών δομών στο παράκτιο περιβάλλον μεταβάλει το κυματικό καθεστώς της περιοχής που βρίσκεται το έργο και κατά επέκταση την γενικότερη υδροδυναμική και στερεοπαροχή στις ακτές. Οι μεταβολές αυτές έχουν άμεσες συνέπειες στα χαρακτηριστικά των βενθικών κοινοτήτων (Brazeiro, 2001) ενώ ο βαθμός και η ένταση των μεταβολών ποικίλει από περιοχή σε περιοχή (Martin et al., 2005). Ωστόσο, σχετικές μελέτες για την επίδραση των αμυντικών τεχνικών δομών και ιδιαίτερα των ύφαλων κυματοθραυστών στις βιοκοινότητες σκληρού υποστρώματος δηλαδή στις βιοκοινότητες που εξαπλώνονται επί του τεχνικού έργου, είναι σχετικά περιορισμένες. Ελάχιστες πληροφορίες είναι επίσης διαθέσιμες για την υδροδυναμική φόρτιση επί των βιοκοινοτήτων του σκληρού υποστρώματος εκατέρωθεν ενός τεχνητού (Airoldi et al., 2005) ή φυσικού (Μακρυκώστα κ.ά., 2006) ύφαλου κυματοθραύστη. Η παρούσα εργασία στοχεύει στη διερεύνηση της δομής και της βιοποικιλότητας των βιοκοινοτήτων του σκληρού υποστρώματος που εξαπλώνονται στο ύφαλο τμήμα του κυματοθραύστη στην είσοδο ενός αλιευτικού καταφύγιου στη θαλάσσια περιοχή του Στενού της Μυτιλήνης. Επιμέρους στόχοι της εργασίας επίσης αποτελούν η ποσοτικοποίηση της υδροδυναμικής φόρτισης στους οργανισμούς που εξαπλώνονται τόσο στην υπήνεμη όσο και στην προσήνεμη πλευρά του ύφαλου κυματοθραύστη καθώς και του βαθμού που η υδροδυναμική μεταβολή επηρεάζει τις βιοκοινότητες. 2. Υλικά και Μέθοδοι Περιοχή μελέτης αποτέλεσε το αλιευτικό καταφύγιο της Βαρειάς που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού (θαλάσσια περιοχή Στενού Μυτιλήνης) και συνορεύει με τον οδικό άξονα Μυτιλήνης Αεροδρομίου (Εικ. 1). Το αλιευτικό καταφύγιο αποτελείται από έναν κύριο κυματοθραύστη και έναν δευτερεύοντα με τον κύριο κυματοθραύστη να προστατεύει την λιμενολεκάνη από κυματισμούς προερχόμενους από το βορειοανατολικό και τον ανατολικό τομέα (Εικ. 1). Συνολικά λήφθηκαν 3 επαναληπτικά δείγματα μακροπανίδας σκληρού υποστρώματος την άνοιξη του 2007 συνολικής επιφάνειας 0,75m 2 με τη χρήση μεταλλικού πλαισίου (50x50cm 2 ) από δύτη από την εξωτερική (MA-1,2,3) και εσωτερική (MI-1-2-3) πλευρά του υφάλου. Τα δείγματα βιολογικού υλικού αποθηκεύθηκαν σε πλαστικά δοχεία όπου προστέθηκε διάλυμα φορμόλης 10% και Rose Bengal. Στην παρούσα εργασία η ανάλυση των δεδομένων βασίστηκε στο ταξινομικό επίπεδο της οικογένειας των μακροπανιδικών οργανισμών (Πολύχαιτοι Δακτυλιοσκώληκες, Μαλάκια, Αρθρόποδα Καρκινοειδή και Εχινόδερμα) που βρέθηκαν στην περιοχή μελέτης. Για τον υπολογισμό της υδροδυναμικής φόρτισης στις βιοκοινότητες κατασκευάστηκε δισδιάστατο ομοίωμα του κυματοθραύστη υπό κλίμακα 1:5 στη διώρυγα μονοχρωματικών κυματισμών του Εργαστήριο Λιμενικών Έργων ΕΜΠ (Ζήρος κ.ά., 2008). Η πειραματική διατομή περιελάμβανε φυσικούς ογκολίθους σε ενιαία στρώση και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της ήταν: κλίση πρανών 1:2, λόγος ύψους προς βάθος θαλάσσης h/d 1 και h/d = 0,84 και λόγος ύψους προς πλάτος στέψης h/b = 0,83. Η στατιστική ανάλυση των μακροβενθικών δεδομένων περιελάμβανε τη χρήση τόσο μόνο- (αριθμός οικογενειών, δείκτες ποικιλότητας Pielou s J, Hill s N1 στα δεδομένα αφθονίας και βιομάζας των οργανισμών) όσο και πολύ-μεταβλητών μεθόδων με βάση τον δείκτη ομοιότητας Βray-Curtis στα μετασχηματισμένα με διπλή τετραγωνική ρίζα δεδομένα αφθονίας των οργανισμών, με τη χρήση του στατιστικού πακέτου PRIMER-6 (Clarke & Gorley, 2001). -652-
9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος Ι Εικ. 1: Περιοχή μελέτης και θέσεις δειγματοληψίας. 3. Αποτελέσματα Συνολικά στην περιοχή μελέτης βρέθηκαν 348 οργανισμοί από 32 οικογένειες που ανήκουν στις κύριες Ταξινομικές Ομάδες των Πολυχαίτων Δακτυλιοσκωλήκων, Μαλακίων, Αρθρόποδων Καρκινοειδών και Εχινοδέρμων. Όσον αφορά στη συνολική αφθονία των οργανισμών κυρίαρχη ήταν η ταξοκοινωνία των Καρκινοειδών (60%), ενώ ακολούθησαν με μικρότερα ποσοστά οι Πολύχαιτοι (21%), τα Μαλάκια (10%) και τα Εχινόδερμα (9%). Με βάση τησυνολική βιομάζα η κυρίαρχη ταξοκοινωνία ήταν τα Μαλάκια (95%) ενώ οι υπόλοιπες ταξινομικές ομάδες εκπροσωπούνταν σε πολύ μικρότερα ποσοστά (Καρκινοειδή 3%, Πολύχαιτοι 1,9% και Εχινόδερμα 0,1%). Σε επίπεδο οικογένειας τη μεγαλύτερη αφθονία παρουσίασαν οι οικογένειες Gammaridae και Corophidae των Καρκινοειδών, ενώ τις υψηλότερες τιμές βιομάζας εμφάνισαν οι οικογένειες Eunicidae των Πολυχαίτων, Leptochellidae των Ανισόποδων Καρκινοειδών και Cerithiidae των Γαστερόποδων Μαλακίων. O αριθμός των οικογενειών κυμάνθηκε από 5 οικογένειες στην εσωτερική πλευρά του υφάλου (ΜΙ3) έως και 23 οικογένειες στην εξωτερική πλευρά (ΜΑ3). Γενικότερα, σημαντικά υψηλότερος αριθμός οικογενειών καταγράφηκε στο εξωτερικό τμήμα του υφάλου συγκριτικά με το εσωτερικό τμήμα του (Mann Whitney, P<0.05). Σημαντικά μεγαλύτερη αφθονία οργανισμών (Mann Whitney, P<0.05) επίσης βρέθηκε στην εξωτερική πλευρά του υφάλου όπου η μέγιστη τιμή άγγιξε τα 90 άτομα/0,75m 2 συγκριτικά με την εσωτερική πλευρά όπου και καταγράφηκε η ελάχιστη τιμή της αφθονίας με 27 μόλις άτομα/0,75m 2. Η σύγκριση των τιμών του δείκτη ποικιλότητας Hill s N1 μεταξύ του εσωτερικού και εξωτερικού τμήματος του υφάλου φανέρωσε την στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση της ποικιλότητας που φάνηκε να είναι σημαντικά μεγαλύτερη στο εξωτερικό τμήμα του υφάλου (Mann Whitney, P<0.05). Η ελάχιστη τιμή της ισοδιανομής της αφθονίας (δείκτης Pielou s J ) καταγράφηκε στο εσωτερικό τμήμα του υφάλου στο δείγμα ΜΙ3 καθώς τα Αμφίποδα Καρκινοειδή της οικογένειας των Gammaridae καταλαμβάνουν το 69% του συνολικού πληθυσμού εντός του δείγματος ενώ στην επιφάνεια της εσωτερικής πλευράς του υφάλου εμφανίσθηκε η μέγιστη τιμή ισοδιανομής (0,86) στο δείγμα ΜΙ1 υποδηλώνοντας το γεγονός ότι στο δείγμα αυτό η αφθονία κατανέμεται ομοιόμορφα μεταξύ των οικογενειών. Παρόλα αυτά, δεν καταγράφηκε σημαντική διαφοροποίηση των τιμών ισοδιανομής της αφθονίας στις οικογένειες των μακροπανιδικών ασπόνδυλων μεταξύ της πλευράς του υφάλου προς την ανοικτή θάλασσα και της εσωτερικής πλευράς που βρίσκεται πλησιέστερα στη χέρσο (Mann Whitney, P>0.05). -653-
9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι Εικ. 2: Αριθμός οικογενειών (a), αφθονία/0,75m 2 (b), ισοδιανομή της αφθονίας J (c) και δείκτης ποικιλότητας N1 (d) στην εσωτερική και εξωτερική πλευρά του υφάλου. Εικ. 3: Μη παραμετρική ταξιθέτηση (a) και ιεραρχική ομαδοποίηση (b) των δειγμάτων εκατέρωθεν του ύφαλου κυματοθραύστη. Η δομή των βενθικών βιοκοινοτήτων φάνηκε να διαφέρει στις δυο πλευρές του ύφαλου κυματοθραύστη καθώς προέκυψαν δύο κύριες ομάδες δειγμάτων (Εικ. 3). Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει όλα τα δείγματα που συλλέχθηκαν από την εξωτερική πλευρά του υφάλου σε επίπεδο ομοιότητας της σύνθεσης των συνευρέσεων της τάξης του 60%. Αντίστοιχα, η δεύτερη ομάδα δειγμάτων αποτελείται από δύο δείγματα που πάρθηκαν από την εσωτερική πλευρά του τεχνητού έργου με αρκετά μεγάλη ομοιότητα της σύνθεσης των οικογενειών μεταξύ των δειγμάτων. Η διαφοροποίηση της δομής των βιοκοινοτήτων στο εσωτερικό και εξωτερικό τμήμα του κυματοθραύστη ήταν στατιστικώς σημαντική (ANOSIM, Global R = 0.74, P<0.1). Η σύγκριση της δομής των βιοκοινοτήτων που εξαπλώνονται στην υπήνεμη και την προσήνεμη πλευρά του ύφαλου κυματοθραύστη με την δοκιμασία SIMPER φανέρωσε ότι η μεταξύ τους διαφορά αγγίζει ανομοιότητα στη σύνθεση των οικογενειών της τάξης του 56%. Η διαφοροποίηση αυτή είναι τόσο ποσοτική, δηλαδή διέπεται από διακυμάνσεις της αφθονίας των οργανισμών μεταξύ των συνευρέσεων εκατέρωθεν του υφάλου, όσο και ποιοτική που αφορά στην αποκλειστική παρουσία ορισμένων οικογενειών μόνο σε μια πλευρά αντίστοιχα. Πιο συγκεκριμένα, ο σημαντικά μεγαλύτερος αριθμός ατόμων των οικογενειών Gammaridae, Nereidae, και Eunicidae στην προσήνεμη πλευρά του υφάλου ερμηνεύει το 42% της παρατηρούμενης ανομοιότητας (56%). Επίσης, η ποιοτική διαφοροποίηση των βιοκοινοτήτων στην -654-
9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος Ι εσωτερική και εξωτερική πλευρά του υφάλου συνίσταται στην αποκλειστική παρουσία των οικογενειών Hesionidae, Rissoidae, Mytilidae, Trochidae, Sabellidae και Phasianellidae στην προσήνεμη πλευρά. Αντίστοιχα, οι οικογένειες Echinidae και Buccinidae αποτελούν συστατικό της μακροπανίδας μόνο στην υπήνεμη πλευρά του υφάλου. Εικ. 4: Υπολογισμός του συντελεστή μετάδοσης κυματισμού (Κτ) του υπό μελέτη ύφαλου κυματοθραύστη. Τέλος, όπως φαίνεται στην εικόνα 4 για λόγο h/d 1 ο συντελεστής μετάδοσης του κυματισμού κυμαίνεται από 0,35 έως 0,50 και για λόγο h/d = 0.84 κυμαίνεται από 0,50 έως 0,65 για ένα εύρος κυματικών φορτίσεων 0,001<Η/gT 2 <0,008. Ο συντελεστής μετάδοσης εκφράζει εν γένει τη μεταδιδόμενη ενέργεια και έτσι μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίστοιχα ο υδροδυναμισμός και οι φορτίσεις επί των θαλασσίων οργανισμών αναμένεται να είναι σε τάξη μεγέθους διπλάσιες στην προσήνεμη πλευρά του ύφαλου κυματοθραύστη. 4. Συζήτηση - Συμπεράσματα Οι πληροφορίες για την ποικιλότητα των μακροπανιδικών συνευρέσεων σκληρού υποστρώματος της Ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα των Ελληνικών Θαλασσών είναι σχετικά περιορισμένες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες συνευρέσεις της Δυτικής Μεσογείου (Chintiroglou et al., 2004). Η παρούσα μελέτη έρχεται να συμπληρώσει με νέα δεδομένα τα αποτελέσματα παλαιοτέρων ερευνών (π.χ. Αντωνιάδου 2003; Chintiroglou et al., 2004; Πιπεράκη κ.ά., 2007) σχετικά με την καταγραφή των μακροζωοβενθικών οργανισμών σκληρού υποστρώματος στην περιοχή του Βορείου Αιγαίου. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των οικογενειών στην περιοχή μελέτης φανέρωσε υψηλά επίπεδα βιοποικιλότητας γεγονός που υποστηρίζει την άποψη ότι τα ενδιαιτήματα του σκληρού υποστρώματος αποτελούν ζωτικούς χώρους υψηλής οικολογικής αξίας και θώκους που μπορούν να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα βιολογικής ποικιλότητας (Αντωνιάδου 2003; Chintiroglou et al., 2005). Η παρουσία του τεχνικού έργου φάνηκε να διαμορφώνει σημαντικά τα πρότυπα δομής των βενθικών κοινοτήτων. Έτσι λοιπόν καταγράφηκε σημαντική διαφοροποίηση της τάξης του 60% στην οργάνωση των βιοκοινοτήτων μεταξύ των ενδιαιτημάτων που εντοπίζονται στην προσήνεμη και στην υπήνεμη πλευρά του υφάλου κυματοθραύστη. Αντίστοιχα επίπεδα διαφοροποίησης καταγράφηκαν και στα επίπεδα ποικιλότητας όπου η προσήνεμη πλευρά παρουσιάζει περίπου 61% μεγαλύτερη βιοποικιλότητα από ότι η υπήνεμη πλευρά. Με βάση τα παραπάνω φαίνεται ότι η αύξηση του υδροδυναμικού φορτίου κατά έναν παράγοντα της τάξης του 2 οδηγεί στην διαφοροποίηση των βιοκοινοτήτων κατά 60% και στην αύξηση της ποικιλότητας των οργανισμών κατά 60%. Το γεγονός της διαφοροποίησης των βιολογικών κοινοτήτων μεταξύ της υπήνεμης και της προσήνεμης πλευράς του υφάλου έχει καταγραφεί και σε άλλες περιπτώσεις τεχνικών παράκτιων έργων (Μartin et al., 2005) ή ακόμη και σε φυσικούς ύφαλους κυματοθραύστες (Μακρυκώστα κ.ά., 2006). Ωστόσο, στις μελέτες αυτές η βιολογική ποικιλότητα ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στην προφυλαγμένη περιοχή του υφάλου σε σχέση με την εξωτερική πλευρά κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής. Η διαφοροποίηση της δομής των πανιδικών συνευρέσεων εκατέρωθεν του υφάλου αλλά και -655-
9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι η υψηλότερη βιοποικιλότητα στην εξωτερική πλευρά του υφάλου που καταγράφηκε στα πλαίσια της παρούσης μελέτης θα πρέπει να αποδοθεί σε διαφορετικούς παράγοντες. Αρχικά η σύνθεση των συνευρέσεων (παρουσία οικογενειών π.χ. Corophidae που περιλαμβάνουν είδη που θεωρούνται δείκτες αστάθειας των βιοκοινοτήτων) αλλά και οι κατανομές αφθονίας και βιομάζας στην εσωτερική πλευρά του υφάλου φανέρωσαν συνθήκες ανθρωπογενούς πίεσης (Pearson & Rosenberg 1978; Gray 1981, 1989) που μπορεί να προέρχεται τόσο από το αλιευτικό καταφύγιο (απόβλητα, πετρελαιοειδή, βαφές υφάλων των πλοίων κτλ) όσο και από την γειτονική αστική περιοχή από την οποία απουσιάζει αποχετευτικό δίκτυο. Ένας δεύτερος παράγοντας φαίνεται να αποτελεί η γειτνίαση της εξωτερικής πλευράς του υφάλου με πυκνούς λειμώνες του φανερόγαμου Posidonia oceanica από τους οποίους μετακινούνται πρόσκαιρα - μέσω της ρευματικής και κυματικής δράσης - αρκετά από τα είδη που καταγράφηκαν στον ύφαλο (εξωτερική πλευρά) και τα οποία αποτελούν τυπικούς κάτοικους των βιοκοινοτήτων της Posidonia. Τέλος, η συχνή διέλευση των σκαφών από και προς το αλιευτικό καταφύγιο φαίνεται να δημιουργεί συνθήκες επιπλέον όχλησης στις πανιδικές συνευρέσεις της εσωτερικής πλευράς του υφάλου. Έτσι, στη περιοχή μελέτης φαίνεται ότι και άλλοι φυσικοί και τεχνητοί παράγοντες εκτός του υδροδυναμισμού συμμετέχουν στην διαμόρφωση της δομής των βιοκοινοτήτων. 5. Βιβλιογραφικές Αναφορές Airoldi, L., Abbiati, M., Beck, M.W., Hawkins, S.J., Jonsson, P.R., Martin, D., Moschella, P.S. & Sundelöf, A., Thompson, R.C. & Åberg, P., 2005. An ecological perspective on the deployment and design of low-crested and other hard coastal defence structures. Coastal Engineering, 52: 1073 1087. Αντωνιάδου Χ., 2003. Δομή των Συνευρέσεων του σκληρού υποστρώματος της κατώτερης υποπαραλιακής ζώνης στο Βόρειο Αιγαίο. Α.Π.Θ., Σχολή Θετικών Επιστημών, Τμήμα Βιολογίας, 446 σελ. Baxevanis, A. & Chintiroglou Ch., 2000. Peracarida crustacean populations of the artificial hard substratum in N. Michaniona (N. Aegean). Belgian Journal of Zoology, 130: 9-14 Brazeiro, A., 2001. Relationship between species richness and morphodynamics in sandy beaches: what are the underlying factors? Marine Ecology Progress Series, 224: 35 44. Chintiriglou, Ch., Antoniadou, C., Vafidis, D. & Koutsoubas, D., 2005. A review on the biodiversity of hard substrate invertebrate communities in the Aegean Sea. Mediterranean Marine Science, 6: 51-60. Chintiroglou, Ch., Diamanidis, P., Antoniadou, C., Lantzouni, M. & Vafidis, D., 2004. Macrofauna biodiversity of mussel bed assemblages in Thermaikos Gulf (Northern Aegean Sea). Helgoland Marine Research, 58: 62-70. Clarke, K.R. & Gorley, R.N., 2001. Primer v5: User Manual/Tutorial. PRIMER-E: Plymouth UK Gray, J.S., 1981. The ecology of marine sediments. An introduction to the structure and function of benthic communities. Cambridge studies in modern Biology: 1. Cambridge University Press, 185 pp. Gray, J.S., 1989. Effects of environmental stress on species rich assemblages. Biological Journal of Linnean Society, 37: 19-32. Martin, D., Bertasi, F., Colangelo, M.A., Vries M., Frost, M., Hawkins, S.J., Macpherson, E., Moschella, P.S., Satta, M.P., Thompson, R.C.& Ceccherelli V.U., 2005. Ecological impact of coastal defence structures on sediment and mobile fauna: Evaluating and forecasting consequences of unavoidable modifications of native habitats. Coastal Engineering, 52: 1027 1051. Μακρυκώστα, Ε.Ν., Βουσδούκας, Μ., Βελεγράκης, Α.Φ. & Κουτσούμπας, Δ., 2006. Δομή και δυναμική των βενθικών βιοκοινοτήτων της επιφάνειας των παραλιακών ψαμμιτών στον κόλπο Βατερών (Λέσβος, ΒΑ Αιγαίο). Πρακτικά συνεδρίου Ελληνικής Οικολογικής Εταιρίας & Ελληνικής Ζωολογικής εταιρίας, 9-12 Νοεμβρίου 2006, Ιωάννινα. Pearson, T.H. & Rosenberg, R., 1978. Macrobenthic succession in relation to organic enrichment and pollution of the marine environment. Oceanography and Marine Biology Annual Review, 16: 229-311. Πιπεράκη, Α., Βασιλειάδου, Α., Δημητριάδης, Χ. & Κουτσούμπας, Δ.., 2007. Καταγραφή και μελέτη της βιοποικιλότητας και των μακροπανιδικών βιοκοινοτήτων σκληρού υποστρώματος του Στενού Μυτιλήνης (Λέσβος, ΒΑ Αιγαίο). Πρακτικά 13 ου Συνεδρίου Ελλήνων Ιχθυολόγων, 27-30 Σεπτεμβρίου 2007, Μυτιλήνη. Ζήρος, Α., Μέμος, Κ. & Κουτσούμπας, Δ.., 2008. Αλληλοσυσχέτιση τεχνικών και βιολογικών παραμέτρων σε παράκτια έργα. Πρακτικά 4 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Διαχείριση και Βελτίωση Παράκτιων Ζωνών, 23 27 Σεπτεμβρίου 2008, Μυτιλήνη. -656-