Ατελή Συμβόλαια Η θεωρία ατελών συμβολαίων δεν έχει ένα σαφώς προσδιορισμένο περιεχόμενο. Αναλυτικά θα λέγαμε ότι τόσο ο Εντολέας όσο και ο Εντολοδόχος δεν έχουν πλήρη γνώση του συνόλου των εφικτών συμβολαίων που θα μπορούσαν να συνάψουν. Ειδικότερα, υπάρχουν ενδεχόμενα τα οποία δεν μπορούν να προβλέψουν και δυνητικά θα μπορούσαν να ενσωματώσουν στην συμφωνία τους. Το γεγονός ότι αγνοούν τα ενδεχόμενα αυτά τους κάνει να μην θεωρούν τα συμβόλαια αυτά ως πιθανές συμφωνίες και επομένως να θεωρούν ως εφικτές ένα μόνο μέρος από αυτές. Επομένως, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το πρόβλημα των ατελών συμβολαίων ουσιαστικά ανάγεται σε ένα περιορισμό των εφικτών συμβολαίων. Αδυνατότητα πρόβλεψης Τα αντισυμβαλλόμενα μέρη δεν είναι σε θέση να προβλέψουν όλα τα ενδεχόμενα (πχ. όλες τις καταστάσεις του κόσμου) που θα μπορούσαν να επηρρεάσουν το. αποτέλεσμα της συμφωνίας και κατ επέκταση την ολοκλήρωση του συμβολαίου τους. Ένας δεύτερος λόγος, διαφορετικός της άγνοιας των αντισυμβαλλόμενων μερών, είναι η ύπαρξη συναλλακτικού κόστους που λειτουργεί αποτρεπτικά στη σύναψη αυτών των συμβολαίων. Τα αντισυμβαλλόμενα μέρη μπορούν να προβλέψουν όλα τα ενδεχόμενα, 1
ωστόσο το κόστος πρόβλεψης και ενσωμάτωσης των διαφορετικών ρητρών στο συμβόλαιο καθίσταται υψηλό ή και μη λειτουργικό. Πολλές φορές η σύναψη πολύπλοκων συμβολαίων Κόστος σύναψης Τα αντισυμβαλλόμενα μέρη δεν είναι σε θέση να συμπεριλάβουν όλα τα ενδεχόμενα (πχ. όλες τις καταστάσεις του κόσμου) που θα μπορούσαν να επηρρεάσουν το αποτέλεσμα της συμφωνίας και κατ επέκταση. την ολοκλήρωση του συμβολαίου τους είτε λόγω ότι ο αριθμός τους είναι υπερβολικός ή ακόμη και γιατί το κόστος σύναψής ενός τέτοιου συμβολαίου καθίσταται ασύμφορο. Τέλος, ακόμη και αν η πρόβλεψη των ενδεχομένων που επηρρεάζουν το συμβόλαιο είναι εφικτή και το κόστος ενσωμάτωσής τους στο συμβόλαιο είναι επιτρεπτό δεν είμαστε σίγουροι ότι η επιβολή του συμβολαίου είναι εφικτή. Για παράδειγμα, θεωρείστε τη σύναψη ενός συμβολαίου για την πώληση ενός μηχανήματος. Το συμβόλαιο περιγράφει με επάρκεια όλες τις τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να ικανοποιεί το μηχάνημα. Αν για κάποιο λόγο ο αγοραστής του μηχανήματος ανακαλύψει ότι το μηχάνημα δεν ικανοποιεί τις τεχνικές προδιαγραφές, όπως όφειλε από τους όρους του συμβολαίου, θα ανατρέξει στην δικαιοσύνη για αθέτηση των όρων του συμβολαίου. Ωστόσο, αν το δικαστήριο δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τις τεχνικές προδιαγραφές του μηχανήματος, τότε το συμβόλαιο καθίσταται μη αποτελεσματικό. Κόστος επιβολής Ένα τρίτο μέρος (πχ. ένα δικαστήριο) δεν. είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ότι οι όροι του συμβολαίου ικανοποιούνται. Δ. Βολιώτης 2
Διαχείριση Επιχειρηματικού Κεφαλαίου Στο παράδειγμα που αναπτύσσουμε υπάρχει μια Τράπεζα η οποία αναπτύσσει ένα επιχειρηματικό κεφάλαιο (venture capital) και μια start-up Επιχείρηση η οποία λαμβάνει χρηματοδότηση από το κεφάλαιο αυτό. Το venture capital αναλαμβάνει να χρηματοδοτήσει τα αρχικά στάδια ανάπτυξης ενός καινοτόμου προϊόντος με αντάλλαγμα ενός μέρους της αξίας της Επιχείρησης. Εφόσον, το προϊον είναι εμπορεύσιμο και η Επιχείρηση αποκτά αξία, το venture capital πουλάει το μερίδιο του ώστε να πραγματοποιήσει κέρδη. Πολλές φορές το αποτέλεσμα της έρευνας δεν είναι αποτελεσματικό και το κεφάλαιο σταματά την χρηματοδότηση. Αν πάλι κρίνει ότι ότι έχει εμπορευματική αξία συνεχίζει τη χρηματοδότηση και συμμετέχει στη χρηματοδότηση με αντάλλαγμα μέρος της ιδιοκτησίας των δικαιωμάτων. Η ιδιοκτησία λογίζεται ως η δέσμη δικαιωμάτων απόφασης για τον έλεγχο του τελικού προϊόντος, άρα και για τν εμπορευματική του εκμετάλλευση. Υποθέτουμε αρχικά το πλαίσιο για ένα πλήρες συμβόλαιο και κατόπιν προεκτείνουμε το παράδειγμα μας για την περίπτωση του ατελούς συμβολαίου. Έστω η start-up επιχείρηση Ε μπορεί να αναπτύξει ένα τελικό προϊόν (πχ. ένα καινούργιο φάρμακο ή ένα καινούργιο λογισμικό) το οποίο αν πετύχει θα έχει καθορισμένη εμπορευματική αξία A για την Τράπεζα, ιδιοκτήτη του venture capital. Στην αντίθετη περίπτωση θα έχει μηδενική αξία για την Τράπεζα. Η συνεργασία λαμβάνει μέρος σε δύο στάδια. Σταδιο 1 Η ανάπτυξη του νέου προϊόντος κατά το ερευνητικό στάδιο επιβάλλει ένα επίπεδο προσπάθειας e από την Ε, το οποίο της επιφέρει κόστος c(e) με c, c > 0. Κανονικοποιούμε το e να λαμβάνει τιμές στο διάστημα [0, 1]. Έτσι, ουσιαστικά μπορούμε να ερμηνεύσουμε το επίπεδο προσπάθειας ως την πιθανότητα επιτυχίας του ερευνητικού έργου.. Στάδιο 2 Τα αποτελέσματα της έρευνας αποκαλύπτονται. Μπορεί να επιβεβαιωθεί από Δ. Βολιώτης 3
τα αντισυμβαλλόμενα μέρη και από τα δικαστήρια ότι το νέο προϊόν έχει αξία A ή 0. Αν αξίζει το καινούργιο προϊόν αξία A η Τ αποφασίζει να προχωρήσει στη παραγωγή του και καθορίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της καινοτομίας. η Τράπεζα θα κρατήσει το A και η Ε θα λάβει α < A, ήτοι ποσοστό ψ = α. A To βέλτιστο συμβόλαιο (, α ) μεγιστοποιεί το πλεόνασμα της Τράπεζας Πλήρες συμβόλαιο max (e,α) e[v α] ώστε. c (e) = α Στο παραπάνω πρόβλημα υπήρχαν δύο καταστάσεις για το τελικό προϊόν. Στο Στάδιο 2 θα αξίζει είτε A ή 0. Οι δύο καταστάσεις είναι σαφώς προσδιορισμένες στο Στάδιο 1. Μπορούμε να γενικεύσουμε αυτό το το πλαίσιο και το αποτέλεσμα της ερευνητικής προσπάθειας να οδηγεί σε περισσότερες της μιας καταστάσεις, οι οποίες είναι ex ante απροσδιόριστες. Τα αντισυμβαλλόμενα μέρη δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν το πιθανό αποτέλεσμα της ερευνητικής διαδικασίας εξ αρχής. Για παράδειγμα, το αποτέλεσμα μπορεί να ανήκει σε μια από τις n καταστάσεις, S = {s 1, s 2,..., s n }. Έστω ένα υποσύνολο απ αυτές S g θα επιφέρει το όφελος A, ενώ οι υπόλοιπες S b δεν θα έχουν καμία εμπορευματική αξία. Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε ex ante ποια κατάσταση θα προκύψει, ωστόσο αν ex post όλα τα μέρη είναι σε θέση να επιβεβαιώσουν την εμπορευματική αξία της καινοτομίας, δεν υπάρχει ουσιαστική αλλαγή στο πρόβλημά μας. Ένα δημόσιο (πλήρες) συμβόλαιο το οποίο θα μπορούσε να εφαρμόσει οποιοδήποτε σχήμα κινήτρων για την Ε είναι το εξής: Στο Στάδιο 2 η Ε αποκαλύπτει στην Τ Δ. Βολιώτης 4
την κατάσταση s και αν ανήκει στο υποσύνολο S g η Τ προσφέρει στην Ε ποσοστό ιδιοκτησίας ψ και κρατάει για τον εαυτό της 1 ψ. Οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων δεν επιτρέπεται. Παρατηρούμε ότι στο καθορισμό του συμβολαίου θεωρούμε ότι υπάρχει συμμετρική πληροφόρηση των αντισυμβαλλόμενων. Συμμετρία Πληροφόρησης Η θεωρία ατελών συμβολαίων θεωρεί ότι η πληροφορία των Εντολέα και Εντολοδόχου είναι συμμετρική. Ο Εντολοδόχος. έχει την ίδια πληροφορία με τον Εντολέα. Είναι προφανές ότι η Τράπεζα θα δίνει μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκτησίας στην Επιχείρηση αν θέλει να αυξήσει την πιθανότητα επιτυχίας, καθώς όπως ήδη περιγράψαμε, το επίπεδο προσπάθειας e εκφράζει την πιθανότητα επιτυχίας, ενώ στο βέλτιστο πρέπει να ικανοποιείται c (e) = α. Στη δεύτερη καλύτερη λύση, θα μπορούσε να είναι c (e) α με την προϋπόθεση ότι α < A. Ενώ το πρώτο βέλτιστο επίπεδο προσπάθειας καθορίζεται στο σημείο όπου c (e) = α, πως καθορίζεται το α; Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το α είναι προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ της Τράπεζας και της Επιχείρησης. Μια διαδικασία που θα μπορούσε να προσδιορίσει το α είναι η διαπραγματευτική λύση του Nash. Η συμμετρική λύση προβλέπει ψ = 1/2 ή α = A/2. Ατελή συμβόλαια Στο βασικό πλαίσιο αναφοράς μας, υποθέσαμε ότι η αξία της καινοτομίας A ήταν σαφώς προσδιορισμένη για τις διαφορετικές καταστάσεις της ερευνητικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, υποθέσαμε ότι όλες οι καταστάσεις στο υποσύνολο S g έχουν αξία A ενώ οι υπόλοιπες έχουν μηδενική αξία. Ακόμη και αν οι καταστάσεις δεν ήταν προσδιορισμένες στο ex ante επίπεδο (Στάδιο 1), εφόσον το συμβόλαιο είναι επιβαλλόμενο από την Δ. Βολιώτης 5
δικαιοσύνη και το δικαστήριο μπορεί να επιβεβαιώσει ex post την αξία της καινοτομίας, το συμβόλαιο είναι εφαρμόσιμο. Μια διαφορετική περίπτωση είναι η υπόθεση ότι οι καταστάσεις είναι σαφώς προσδιορισμένες στο Στάδιο 1 και περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο. Δηλαδή υπάρχουν σαφώς καθορισμένες ρήτρες S {0, A}. Εκ προοιμίου, οι αντισυμβαλλόμενοι ξέρουν όλες τις καταστάσεις S και καθορίζουν την αξία της καινοτομίας σε κάθε περίπτωση. Ακόμη και αν το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την αξία της καινοτομίας αλλά μπορεί να επιβεβαιώσει στο Στάδιο 2 την κατάσταση που προέκυψε, το συμβόλαιο παραμένει εφαρμόσιμο. Τι συμβαίνει όταν είτε το κόστος σύναψης ενός τέτοιου συμβολαίου είναι απαγορευτικό ή το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την κατάσταση s; Τότε το συμβόλαιο καθίσταται ατελές. Υποθέτουμε ότι ενώ το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την αξία της καινοτομίας τα δύο μέρη την γνωρίζουν. Επίσης υποθέτουμε διαφορετικές περιπτώσεις για το α. Ας υποθέσουμε ότι α > A/2. Στη περίπτωση αυτή η Τράπεζα θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι η αξία της καινοτομίας δεν είναι A αλλά 0 και να αρνηθεί την εκτέλεση του συμβολαίου. Η Επιχείρηση γνωρίζει ότι η αξία είναι A, όπως επίσης γνωρίζει ότι η Τράπεζα γνωρίζει ότι η αξία είναι αυτή. Είναι αμοιβαίως ωφέλιμο να επαναδιαπραγματευτούν το συμβόλαιο ώστε να φτάσουν σε μια πιο δίκαιη μοιρασιά, αυτή που προτείνει η διαπραγματευτική λύση Nash. Η Τράπεζα επιβάλλει επαναδιαπραγμάτευση. Ας υποθέσουμε ότι α < A/2. Στη περίπτωση αυτή είναι η Επιχείρηση που επιβάλλει επαναδιαπραγμάτευση. δεν θα προσφέρει την καινοτομία στην Τράπεζα, καθώς το αντίτιμο κρίνεται μικρό. Η Επιχείρηση μπορεί να επιδιώξει την επαναδιαπραγμάτευση προς όφελός της. Δ. Βολιώτης 6
Μη επιβεβαιώση κατάστασης Το σημείο το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει. επαναδιαπραγμάτευση είναι όταν α = A/2 Ένα διαφορετικό σημείο από αυτό που προκύπτει από την διαπραγματευτική λύση του Nash είναι το κόστος ευκαιρίας της Επιχείρησης. Υποθέστε ότι η καινοτομία θα μπορούσε να είναι διαθέσιμη σε εναλλακτικούς επενδυτές από τη Τράπεζα για α > A/2. Υπάρχουν πολλοί χρηματοδότες και λίγες πραγματικά αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες, ώστε η Επιχείρηση να έχει υψηλότερη διαπραγματευτική δύναμη (Ουσιαστικά υποθέτουμε ότι το σημείο διαφωνίας για την Επιχείρηση στο διαπραγματευτικό πρόβλημα είναι υψηλότερο από αυτό της Τράπεζας. Σε αυτή τη περίπτωση το σημείο μη επαναδιαπραγματευσης θα ήταν για κάποιο α > A/2. Το πρόβλημα της επαναδιαπραγμάτευσης είναι ευαίσθητο στις αρχικές συνθήκες του διαπραγματευτικού προβλήματος και καθιστά όμηρο το μέρος εκείνο που δεν μπορεί να εξασφαλίσει εξωγενώς την τήρηση του συμβολαίου. Για αυτό το πρόβλημα είναι γνωστό και ως το «πρόβλημα της ομηρίας» (hold up problem). Ατελή συμβόλαια και ιδιοκτησία Η απόδοση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων είναι καθοριστική για τον καθορισμό του επιπέδου α. Θεωρείστε ότι η αρχική χρηματοδότηση της έρευνας γίνεται με χρήματα της Τράπεζας ως υπεργολαβία. Στη περίπτωση αυτή η Επιχείρηση προσφέρει μισθωτή εργασία στην Τράπεζα και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα που της αναλογούν είναι μηδενικά α = 0. Η αρχική χρηματοδότηση είναι ουσιαστικά μισθός για την παρεχόμενη υπηρεσία της Επιχείρησης. Αν πάλι η ανάπτυξη της καινοτομίας γίνεται και κατοχυρώνεται στο όνομα της Επιχείρησης, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα καθορίζονται μέσω της διαπραγματευτικής διαδικασίας και οδηγούμαστε σε ένα αποτέλεσμα όπως το α = A/2. Δ. Βολιώτης 7