NEWSLETTER Έκδοση Αυγούστου Σεπτεµβρίου 2011 ΤΕΥΧΟΣ 50 ΠΕΕΡΙΙΕΕΧΟΜΕΕΝΑ ΑΑππόό ττοονν εεκκδδόόττηη ΤΤαα άάρρθθρραα ττοουυ µµήήνναα ΑΑΣΣΚΚΗΗΣΣΗΗ Άσκηση µε ολόσωµη δόνηση Κωνσταντίνα Καρατράντου, MSc ιδάσκουσα στο ΤΕΦΑΑ-ΠΘ Βασίλης Γεροδήµος, PhD Επίκουρος καθηγητής ΤΕΦΑΑ-ΠΘ ΙΙΑΑΤΤΡΡΟΟΦΗΗ H Χρήση των διατροφικών συµπληρωµάτων κρεατινής στον αθλητισµό Αγαπητές οί φίλες-οι, Σας παρουσιάζουµε µε µεγάλη χαρά το 50 ο ηλεκτρονικό µας περιοδικό στις σελίδες του οποίου µπορείτε να περιηγηθείτε και να διαβάσετε τα ακόλουθα: Α) ύο άκρως ενδιαφέροντα άρθρα, το πρώτο του Επίκουρου καθηγητή ΤΕΦΑΑ-ΠΘ Βασίλη Γεροδήµου µε θέµα: «Άσκηση µε ολόσωµη δόνηση» και το δεύτερο ένα άρθρο της επιστηµονική οµάδας του Επίκουρου καθηγητή ΤΕΦΑΑ- ΠΘ Ιωάννη Φατούρου µε θέµα: «Η χρήση των διατροφικών συµπληρωµάτων κρεατίνης στον αθλητισµό». Β) Μια σειρά από δραστηριότητες (ουκ ολίγες!), Νέα, τόσο για τα τεκταινόµενα της εταιρείας µας όσο για τα τωρινά και µελλοντικά δρώµενα στη Ελληνική και Κυπριακή Επικράτεια στους χώρους της Υγείας-Άσκησης- ιατροφής-ευεξίας! Γ) Τα τελευταία νέα αναφορικά µε τα επιδοτούµενα προγράµµατα τόσο για τους νέους όσο και για τους ήδη υπάρχοντες επαγγελµατίες διαφόρων κλάδων! Φατούρος Γ. Ιωάννης, Ph.D., C.S.C.S. Επίκουρος Καθηγητής T.E.Φ.A.A..Π.Θ. Με εκτίµηση, Ο γυρολόγος ρραασσττηηρρι ιόόττηηττεεςς ΤΤαα ννέέαα µµααςς ΕΕππι ιδδοοττοούύµµεενναα ππρροογγρράάµµµµαατταα
Το άρθρο του µήνα ΑΣΚΗΣΗ Καρατράντου Κωνσταντίνα, Msc ιδάσκουσα στο ΤΕΦΑΑ-ΠΘ Γεροδήµος Βασίλειος Επίκουρος καθηγητής ΤΕΦΑΑ-ΠΘ ΑΣΚΗΣΗ ΜΕ ΟΛΟΣΩΜΗ ΟΝΗΣΗ Η δόνηση είναι µια σχετικά νέα πολύ δηµοφιλής µορφή άσκησης που χρησιµοποιείται για τη βελτίωση φυσικών ικανοτήτων τόσο σε αθλητές όσο και σε µαζικά ασκούµενα άτοµα διαφόρων ηλικιών (Jordan et al., 2005; Luo et al., 2005). Η δόνηση ως προπονητικό µέσο χρησιµοποιήθηκε αρχικά από Ρώσους επιστήµονες, µε σκοπό να διατηρήσουν την οστική µάζα αστροναυτών σε φυσιολογικά επίπεδα, ενώ βρίσκονταν σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας (Issurin et al., 1994). Επιπρόσθετα, πολύ συχνή είναι η χρήση της δόνησης για την αποκατάσταση διαφόρων παθήσεων όπως είναι η οσφυαλγία (Egwu et al., 2007), η οστεοπόρωση (Iwamoto et al., 2005) κ.α. Το γεγονός ότι η µελέτη της άσκησης µε δόνηση είναι ακόµη υπό εξέλιξη, οδήγησε τόσο τους κατασκευαστές όσο και τους ερευνητές (Delecluse et al., 2003; Torvinen et al., 2003), στον καθορισµό κάποιων αντενδείξεων. Η άσκηση µε δόνηση πρέπει να αποφεύγεται από άτοµα που παρουσιάζουν καρδιαγγειακά προβλήµατα και ιστορικό υπέρτασης, θρόµβωση, εγκυµοσύνη, επιληψία, ηµικρανίες, προβλήµατα στο ουροποιητικό σύστηµα, προχωρηµένη αρθροπάθεια, πρόσφατα ράµµατα, τεχνητό µέλος, προβλήµατα στην οσφυϊκή µοίρα και οξεία φλεγµονή ή λοίµωξη (Cardinale & Rittweger, 2006). Γενικά η δόνηση είναι ένας ασφαλής τρόπος άσκησης µε την προϋπόθεση τα προγράµµατα που εκτελούνται να είναι σχεδιασµένα και να εφαρµόζονται από εξειδικευµένο προσωπικό. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα σχετικών ερευνών που γίνονται σε όλο τον κόσµο φαίνεται ότι η άσκηση µε ολόσωµη δόνηση µπορεί υπό προϋποθέσεις να βοηθήσει τους ασκούµενους να βελτιώσουν τη φυσική τους κατάσταση και κατ επέκταση την υγεία τους. Επιπρόσθετα, σύµφωνα µε πολλούς ερευνητές η άσκηση µε ολόσωµη δόνηση είναι πιο αποτελεσµατική, για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης, σε απροπόνητα και ηλικιωµένα άτοµα, συγκριτικά µε νεαρά προπονηµένα άτοµα. Ενώ, η άσκηση µε δόνηση, σύµφωνα µε τις αναφορές πολλών επιστηµόνων, είναι πιο αποτελεσµατική για την υγεία, όταν συνδυάζεται µε δραστηριότητες, που βελτιώνουν τη λειτουργία του καρδιοαναπνευστικού συστήµατος (περπάτηµα, τρέξιµο, κολύµπι κ.α.) και αναπτύσσουν τη δύναµη (προπόνηση µε αντιστάσεις κ.α.). Τύπος και χαρακτηριστικά δόνησης (στοιχεία επιβάρυνσης) Η δόνηση αποτελεί ένα µηχανικό ερέθισµα το οποίο έχει χαρακτηριστικά ταλάντωσης και καθορίζεται από τον τύπο της δόνησης (τοπική vs. ολόσωµη), τη συχνότητα και το εύρος µετατόπισης. Τα πιο πάνω χαρακτηριστικά
είναι αυτά τα οποία µαζί µε το χρόνο τον οποίο διαρκεί η άσκηση αλλά και τη θέση τοποθέτησης του σώµατος στα µηχανήµατα καθορίζουν τη συνολική επιβάρυνση - δυσκολία της άσκησης (Cardinale & Wakeling, 2005). Ως συχνότητα ορίζεται ο αριθµός των ταλαντώσεων που ολοκληρώνονται στη µονάδα του χρόνου (µετριέται σε Hz). Εύρος µετατόπισης ονοµάζεται η απόσταση µεταξύ των δύο ακραίων θέσεων της ταλάντωσης, και µετριέται σε mm. Ως διάρκεια ορίζεται το χρονικό διάστηµα παραµονής πάνω στο µηχάνηµα δόνησης και µετριέται σε s ή min (Cardinale & Wakeling, 2005). Ο τύπος της δόνησης διακρίνεται µε βάση το σηµείο εφαρµογής της, στη δόνηση που εφαρµόζεται απευθείας στη µάζα ή τον τένοντα ενός µυ και ονοµάζεται τοπική και σε αυτή που εφαρµόζεται σε ολόκληρο το σώµα και ονοµάζεται ολόσωµη (Luo et al., 2005). Η ολόσωµη δόνηση, που είναι η πιο διαδεδοµένη µεταξύ των ασκούµενων, µεταφέρεται στο ανθρώπινο σώµα µέσω ειδικών συσκευών τις πλατφόρµες δόνησης, και ανάλογα µε τον τρόπο µεταφοράς της στο σώµα διακρίνεται σε αµφίπλευρη (Galileo κ.α.) και κατακόρυφη (Nemes, Powerplate κ.α.). Στην αµφίπλευρη δόνηση ο τρόπος µεταφοράς της δόνησης, στο ανθρώπινο σώµα, προσοµοιάζει µε την κίνηση των µελών, κατά τη διάρκεια της βάδισης και του τρεξίµατος, στις οποίες τα µέλη του σώµατος κινούνται εναλλάξ και όχι ταυτόχρονα (ασύγχρονη κίνηση; Εικόνα 1). Αντίθετα, στην κατακόρυφη δόνηση παρατηρείται συµµετρική κίνηση των µελών του σώµατος ως προς τον κατακόρυφο άξονα (Abercromby et al., 2007). Η αµφίπλευρη δόνηση θεωρείται πιο ασφαλής για τους ασκούµενους καθώς κατά την εφαρµογή της, περιορίζεται η µετάδοση της δόνησης στο κεφάλι. Σύµφωνα µε τον Abercromby και τους συνεργάτες του (2007), κατά τη διάρκεια της κατακόρυφης δόνησης η µετάδοση της µηχανικής ενέργειας της δόνησης στον άνω κορµό και το κεφάλι είναι κατά 71-189% µεγαλύτερη, απ ότι στην αµφίπλευρη δόνηση. Η συνεχής εναλλαγή µικρής κάµψης και έκτασης των κάτω άκρων µε ταυτόχρονη στροφή της λεκάνης κατά τη διάρκεια της αµφίπλευρης δόνησης (Rittweger et al., 2001) πιθανόν να ευθύνεται για τη µειωµένη µετάδοση της µηχανικής ενέργειας της δόνησης στον άνω κορµό και το κεφάλι (Abercromby et al., 2007). Όσον αφορά στη δραστηριοποίηση των µυών, αυτή είναι µεγαλύτερη στο γαστροκνήµιο και στον έξω πλατύ µυ κατά τη διάρκεια της αµφίπλευρης δόνησης, σε αντίθεση µε την κατακόρυφη δόνηση όπου µεγαλύτερες επιβαρύνσεις δέχεται ο πρόσθιος κνηµιαίος µυς (Abercromby et al., 2007). Επιδράσεις της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση Οι έρευνες που έχουν γίνει µέχρι σήµερα έχουν επικεντρωθεί στις επιδράσεις της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση (WBV) σε διάφορα συστήµατα του ανθρωπίνου οργανισµού όπως είναι το σκελετικό, το µυϊκό, το ενδοκρινικό, το νευρικό και το αγγειακό σύστηµα (Prisby et al., 2008; Εικόνα 2) µε στόχο τόσο τη βελτίωση της απόδοσης όσο και την προαγωγή της υγείας. Οι επιδράσεις της άσκησης µε WBV, στον άνθρωπο, διαχωρίζονται σε άµεσες (αµέσως µετά την εφαρµογή µιας συνεδρίας άσκησης µε ολόσωµη δόνηση) και σε µακροχρόνιες (µικρής διάρκειας ή µεγάλης διάρκειας). Η µακροχρόνια επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση αναφέρεται στα αποτελέσµατα που προκαλούνται από την εφαρµογή ενός προγράµµατος ολόσωµης δόνησης µικρής διάρκειας (πχ. 6 ηµέρες έως 6 εβδοµάδες) ή µεγάλης διάρκειας (πχ. από 2 µήνες έως 24 µήνες).
Άµεση επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση Όσον αφορά στις άµεσες επιδράσεις της άσκησης µε WBV, έχει παρατηρηθεί αύξηση της κινητικότητας (Gerodimos et al., 2010; Jacobs & Burns, 2009; Καρατράντου και συν., 2010), αύξηση της καρδιακής συχνότητας (Jacobs & Burns, 2009; Γεροδήµος και συν., 2010) και της κυκλοφορίας του αίµατος (Lythgo et al., 2009) καθώς και ορµονικές µεταβολές (Bosco et al., 2000; Di Loreto et al., 2004; Fricke et al., 2009). Ενώ σε έρευνες που εξετάσθηκε η άµεση επίδραση της WBV στην ισορροπία νεαρών και ηλικιωµένων ατόµων, δεν παρατηρήθηκε καµία επίδραση (Torvinen et al., 2002a; Torvinen et al., 2002b; Carlucci et al., 2010). Αντικρουόµενα είναι τα αποτελέσµατα όσον αφορά στη δύναµη και την ισχύ: υπάρχουν µελέτες που αναφέρουν αύξηση (Adams et al., 2009; Jacobs & Burns, 2009), ή και καµία επίδραση (Gerodimos et al., 2010; Ronnestad, 2009; Πισπιρίκου και συν., 2009). Ενώ µείωση της δύναµης και της ισχύος παρατηρήθηκε µετά την εφαρµογή εξαντλητικών πρωτοκόλλων άσκησης µε ολόσωµη δόνηση (Erskine et al., 2007; Rittweger et al., 2000). Τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρον παρατηρείται στη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά µε τη χρήση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση σαν µια αποτελεσµατική και εναλλακτική µέθοδος προθέρµανσης πριν από κάποια αθλητική δραστηριότητα, η οποία φαίνεται να αυξάνει την κινητικότητα (Gerodimos et al., 2010), την κυκλοφορία του αίµατος (Lythgo et al., 2009) και την ενδοµυϊκή θερµοκρασία (Cochrane et al., 2008), χωρίς να µεταβάλλει την κατακόρυφη αλτικότητα (Gerodimos et al., 2010), τη δύναµη και την ισχύ των ασκουµένων, συγκριτικά µε πιο παραδοσιακές µεθόδους προθέρµανσης (πχ. διατάσεις) οι οποίες µπορεί να µειώσουν τη δύναµη (Siatras et al., 2008) και την ισχύ (Bradley et al., 2007). Πίνακας 1. Ενδεικτικά παρουσιάζονται κάποιες µελέτες σχετικές µε την άµεση επίδραση της WBV. Συγγραφείς είγµα Στοιχεία επιβάρυνσης/ Αποτελέσµατα Τύπος δόνησης Cardinale et al. (2003) Gerodimos et al. (2010) 15 άτοµα (2 & 13, 21±2 ετών) Ο 1 (n = 7) Ο 2 (n = 8) Μελέτη 1: 25 Φ (20.5±1.7ετών), 4Π: 3Π και 1 ΠΕ Μελέτη 2: 18 Φ (20.2±2.0ετών), 4Π: 3Π και 1 ΠΕ Κ (Nemes LC) ΠΡΟΘ. 10min Ο 1 Σ: 40Hz, Ε: 4mm, : 5σx1min (δ.1min/σ), Θ-Α: ηµικ. Ο 2 Σ: 20Hz, Ε: 4mm, : 5σx1min (δ.1min/σ), Θ-Α: ηµικ. Α (Galileo Fitness) Θ: όρθια (γόνατα λυγισµένα 10ο) : 6min Μελέτη 1: Π 1 Σ: 25Hz, Ε: 4mm Π 2 Σ: 25Hz, Ε: 6mm Π 3 Σ: 25Hz, Ε: 8mm ΠΕ: το ίδιο χωρίς δόνηση Μελέτη 2: Π 1 Σ: 15Hz, Ε: 6mm Π 2 Σ: 20Hz, Ε: 6mm ΚΙΝ: Ο 1:, Ο 2: (+13.5%) SJ: Ο 1, Ο 2 (+3.9%) CMJ: Ο 1 (-3.8%), Ο 2 ΚΙΝ: σε όλα τα Π (αµέσως µετά & µετά από 15min), ΠΕ SJ: Π & ΠΕ
Jacobs et al. (2009) Γεροδήµος και συν.(2010) Καρατράντου και συν.(2008) Πισπιρίκου και συν.(2009) 20 άτοµα Φ (10 & 10, 28.6±9.73ετών), 2Π (Π & ΠΟ ) Μελέτη 1: 20 Φ (20.6±1.6ετών), 4Π: 3Π και 1 ΠΕ Μελέτη 2: 20 Φ (20.3±2.0ετών), 5Π: 4Π και 1 ΠΕ 16 Φ (20.6±1.9ετών) 2Π (Π & ΠΕ) 16 Φ (20.6±1.9 ετών) 2Π (Π & ΠΕ) Π 3 Σ: 30Hz, Ε: 6mm ΠΕ: το ίδιο χωρίς δόνηση Α (Galileo 2000), Π Σ: 26Hz, Ε: mm, : 6min, Θ: όρθια (γόνατα λυγισµένα 5-10ο) ΠΟ ποδήλατο (6min, 50W) Α (Galileo Fitness) Θ: όρθια (γόνατα λυγισµένα 10ο) : 6min Μελέτη 1: Π 1 Σ: 25Hz, Ε: 4mm Π 2 Σ: 25Hz, Ε: 6mm Π 3 Σ: 25Hz, Ε: 8mm ΠΕ: το ίδιο χωρίς δόνηση Μελέτη 2: Π 1 Σ: 15Hz, Ε: 6mm Π 2 Σ: 20Hz, Ε: 6mm Π 3 Σ: 25Hz, Ε: 6mm Π 4 Σ: 30Hz, Ε: 6mm ΠΕ: το ίδιο χωρίς δόνηση Α (Galileo Fitness) Π Σ: 25Hz, Ε: 4mm, : 6min, Θ: γόνατα λυγισµένα 10ο ΠΕ το ίδιο χωρίς δόνηση Α (Galileo Fitness) Π Σ: 25Hz, Ε: 8mm, : 6min, Θ: γόνατα λυγισµένα (10ο) ΠΕ το ίδιο χωρίς δόνηση ΚΣ: Π 19.3%, ΠΟ 29.5% (ΠΟ >Π ) ΚΙΝ: Π 16.2%, ΠΟ 2.6% (Π >ΠΟ ) ΙΚΡΕΚ (peak): Π 7.7%, ΠΟ 0.7% ΙΚΡΕΚ (mean): Π 9.6%, ΠΟ -2.6% ΙΚΡΚ (peak): Π 5%, ΠΟ 0.03% ΙΚΡΚ (mean): Π 7.8%, ΠΟ 1.5% Μελέτη 1: ΚΣ: 32.9% (Π 1), 48.6% (Π 2), 64.6% (Π 3), 23.35% ΠΕ ΠΕ<Π 1,Π 2,Π 3 Π 1<Π 2,Π 3 Π 2<Π 3 Μελέτη 2: ΚΣ: 36.7% (Π 1), 41.6% (Π 2), 54.4% (Π 3), 53.7% (Π 4), 41.1% ΠΕ Π 3, Π 4<Π 1,Π 2,ΠΕ ΚΙΝ πριν-αµέσως µετά: Π 4.5%, ΠΕ ΚΙΝ πριν-µετά 15min: Π, ΠΕ SJ: Π & ΠΕ CMJ: Π & ΠΕ (Επεξήγηση συµβόλων ανά γραµµή) : γυναίκες, : άνδρες, Ο 1: οµάδα δόνησης 1, Ο 2: οµάδα δόνησης 2, Κ : κατακόρυφη δόνηση, ΠΡΟΘ.: προθέρµανση, Σ: συχνότητα, Ε: εύρος µετατόπισης, : διάρκεια, δ.: διάλειµµα, σ: σετ, Θ-Α: θέση-άσκηση, ηµικ: ηµικάθισµα, ΚΙΝ: κινητικότητα, : καµία µεταβολή, : αύξηση, SJ: άλµα από ηµικάθισµα, CMJ: άλµα µε αντίθετη κίνηση, : µείωση, Φ : άτοµα µε φυσική δραστηριότητα, Π: πρωτόκολλο, Π : πρωτόκολλο δόνησης, ΠΕ: πρωτόκολλο ελέγχου, Α : αµφίπλευρη δόνηση, ΠΟ : ποδήλατο, ΚΣ: καρδιακή συχνότητα, ΙΚΡΕΚ: ισοκινητική ροπή δύναµης εκτεινόντων µυών της άρθρωσης του γόνατος, ΙΚΡΚ: ισοκινητική ροπή δύναµης καµπτήρων µυών της άρθρωσης του γόνατος. Μακροχρόνια επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση Σύσταση µάζας σώµατος Θετικά είναι τα αποτελέσµατα όσον αφορά στη µακροχρόνια επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στη σύσταση µάζας σώµατος µεσήλικων και ηλικιωµένων ατόµων (Bogaerts et al., 2007; Verschueren et al., 2004). Σύµφωνα µε έρευνες έχει παρατηρηθεί αύξηση της άλιπης σωµατικής µάζας (Bogaerts et al., 2007), µείωση του ποσοστού λίπους (Verschueren et al., 2004), ενώ στη σωµατική µάζα δεν έχει παρατηρηθεί καµία µεταβολή (Bogaerts et al., 2007; Verschueren et al., 2004). Αντίθετα, στην έρευνα του Roelants et al. (2004) που εξετάσθηκε η µακροχρόνια επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στη σύσταση µάζας σώµατος νεαρών γυναικών δεν παρατηρήθηκε καµία µεταβολή (Roelants et al., 2004). Φαίνεται ότι η ηλικία αποτελεί έναν παράγοντα που επηρεάζει την αποτελεσµατικότητα της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στη σύσταση µάζας σώµατος.
Επιπρόσθετα, σε µακροχρόνια µελέτη (8 εβδοµάδων) που χρησιµοποιήθηκε ένα συνδυαστικό πρόγραµµα άσκησης µε ολόσωµη δόνηση και προπόνησης αντιστάσεων παρατηρήθηκε αύξηση της µυϊκής µάζας και µείωση του ποσοστού λίπους νεαρών φυσικά δραστήριων ενηλίκων (Artero et al., 2011). Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της ανωτέρω µελέτης η άσκηση µε ολόσωµη δόνηση φαίνεται να επιδρά θετικά προκαλώντας περαιτέρω µείωση του ποσοστού λίπους. Αντίθετα, σε µελέτη του Von Stengel et al. (2010) φάνηκε ότι η χρήση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση δεν επιφέρει επιπρόσθετα αποτελέσµατα στη µεταβολή της σύστασης µάζας σώµατος συγκριτικά µε την προπόνηση αντιστάσεων. Σύµφωνα µε τα παραπάνω φαίνεται ότι υπάρχουν µεταβολές στη σύσταση µάζας σώµατος µετά την εφαρµογή µακροχρόνιων προγραµµάτων άσκησης µε ολόσωµη δόνηση, παρόλα αυτά, ο µικρός αριθµός ερευνών δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συµπερασµάτων. Καρδιαναπνευστικό σύστηµα Η άσκηση µε ολόσωµη δόνηση αποτελεί µια εναλλακτική µορφή άσκησης που χρησιµοποιείται για τη βελτίωση της δύναµης, της ισχύος και της κινητικότητας τόσο σε αθλητές όσο και σε µαζικά ασκούµενα άτοµα, ενώ δε φαίνεται να επηρεάζει την αερόβια ικανότητα (Luo et al., 2005). Ωστόσο, οι Bogaerts και συν. (2009) µετά την εφαρµογή ενός µακροχρόνιου προγράµµατος (12 µήνες) άσκησης µε ολόσωµη δόνηση, σε πλατφόρµα κατακόρυφης δόνησης, παρατήρησαν αύξηση της µέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (18.2%) ηλικιωµένων ατόµων. Αντίθετα, σε έρευνα της Χάνου (2011) δεν παρατηρήθηκε καµία επίδραση στη µέγιστη και µέση καρδιακή συχνότητα µεσήλικων γυναικών µετά την εφαρµογή 8 εβδοµάδων άσκησης, σε πλατφόρµα αµφίπλευρης ολόσωµης δόνησης. Παρόλο που η έρευνα των Bogaerts και συν. (2009) αποτελεί ένδειξη της θετικής επίδρασης της άσκησης µε δόνηση στην καρδιαγγειακή λειτουργία ηλικιωµένων ατόµων, αυτή δεν µπορεί από µόνη της να αποδείξει ότι η άσκηση µε δόνηση αποτελεί µια αποτελεσµατική και εναλλακτική µορφή άσκησης για τη βελτίωση του καρδιοαναπνευστικού συστήµατος. Περαιτέρω έρευνα κρίνεται απαραίτητη, προκειµένου να διαπιστωθεί η πιθανή θετική επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στο καρδιοαναπνευστικό σύστηµα. Κινητικότητα Αν και τα αποτελέσµατα όσον αφορά στην άµεση επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στην κινητικότητα είναι ενθαρρυντικά (Gerodimos et al., 2010; Jacobs et al., 2009), αντικρουόµενα είναι τα αποτελέσµατα όσον αφορά στη µακροχρόνια επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση. Υπάρχουν µελέτες που αναφέρουν είτε αύξηση (Fagnani et al., 2006; Καρατράντου, 2010; Dastmenash et al., 2010) είτε καµία µεταβολή (Bautmans et al., 2005; Di Giminiani et al., 2010; Χάνου, 2011) της κινητικότητας µετά την εφαρµογή µακροχρόνιων προγραµµάτων άσκησης µε ολόσωµη δόνηση, σε πλατφόρµες τόσο αµφίπλευρης όσο και κατακόρυφης δόνησης. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις µελέτες, όπου χρησιµοποιήθηκε συνδυασµός δόνησης µε διατάσεις (Epperson, 2009; Feland et al., 2010; Tilaar et al., 2006), η βελτίωση στην κινητικότητα ήταν εµφανώς µεγαλύτερη σε σχέση µε την εφαρµογή δόνησης µόνο ή την εφαρµογή στατικών διατάσεων µόνο. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται προκειµένου να επιβεβαιωθούν οι παραπάνω παρατηρήσεις. ύναµη και Ισχύς Αντικρουόµενα είναι τα αποτελέσµατα, όσον αφορά στη µακροχρόνια επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στη δύναµη και την ισχύ, µε την ηλικία αλλά και το αρχικό επίπεδο φυσικής κατάστασης των ασκουµένων να διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στην αποτελεσµατικότητα της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι ο τύπος της δόνησης (αµφίπλευρη vs. κατακόρυφη) επηρεάζει την αποτελεσµατικότητα της προπόνησης στις φυσικές ικανότητες της δύναµης και της ισχύος. Οι περισσότεροι ερευνητές, οι οποίοι
χρησιµοποίησαν πλατφόρµα κατακόρυφης ολόσωµης δόνησης, ανέφεραν αύξηση της δύναµης και της ισχύος (Delecluse et al., 2003; Roelants et al., 2004; Silva-Grigoleto et al., 2009; Torvinen et al. 2003; Vershueren et al., 2004). Η βιβλιογραφία σε ότι αφορά στη δύναµη και την ισχύ, χρησιµοποιώντας αµφίπλευρη δόνηση, είναι σχετικά περιορισµένη και παρουσιάζει αντικρουόµενα αποτελέσµατα. Υπάρχουν µελέτες που αναφέρουν αύξηση (Raimundo et al., 2009; Καρατράντου, 2010) ή καµία επίδραση (de Ruiter et al., 2003; Kvorning et al., 2006; Raimundo et al., 2009; Καρατράντου, 2010; Χάνου, 2011). Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η άσκηση σε πλατφόρµα κατακόρυφης δόνησης είναι πιο αποτελεσµατική από την αµφίπλευρη, όσον αφορά στη βελτίωση της δύναµης και της ισχύος. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις µελέτες, όπου χρησιµοποιήθηκε συνδυασµός δόνησης µε προπόνηση αντιστάσεων (Artero et al., 2011; Kvorning et al., 2006), η βελτίωση στη δύναµη και την ισχύ ήταν εµφανώς µεγαλύτερη σε σχέση µε την εφαρµογή ενός προγράµµατος που περιλάµβανε άσκηση µε δόνηση µόνο. Ενώ ασαφή είναι τα συµπεράσµατα όσον αφορά στην αποτελεσµατικότητα ενός συνδυαστικού προγράµµατος άσκησης µε ολόσωµη δόνηση και αντιστάσεων συγκριτικά µε προγράµµατα που περιλαµβάνουν προπόνηση αντιστάσεων µόνο. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται προκειµένου να επιβεβαιωθούν οι παραπάνω παρατηρήσεις. Ισορροπία Η ισορροπία είναι µια λειτουργική ικανότητα, η οποία έχει µελετηθεί ως επί το πλείστον σε ηλικιωµένα άτοµα, προκειµένου να εξεταστεί αν η άσκηση µε δόνηση βελτιώνει την ισορροπία των ατόµων και, εποµένως, συµβάλλει στη µείωση του κινδύνου εµφάνισης πτώσεων (Bautmans et al., 2005; Bogaerts et al., 2007; Verschueren et al., 2004). Στην πλειοψηφία των µελετών που χρησιµοποιήθηκε αµφίπλευρη δόνηση, η ισορροπία βελτιώθηκε ανεξάρτητα από το πρωτόκολλο άσκησης και τη διάρκεια του προγράµµατος που εφαρµόστηκαν, συγκριτικά µε µελέτες στις οποίες χρησιµοποιήθηκε πλατφόρµα κατακόρυφης δόνησης όπου τα αποτελέσµατα δεν είναι τόσο σταθερά. Επιπλέον, φαίνεται ότι η ηλικία διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στην επίδραση της άσκησης µε δόνηση στην ισορροπία. Στις περισσότερες έρευνες που χρησιµοποιήθηκε δείγµα ηλικιωµένων ατόµων παρατηρήθηκε βελτίωση της ισορροπίας (Bogaerts et al., 2007; Furness et al., 2009; Gusi et al., 2006; Kawanabe et al., 2007), σε σχέση µε εκείνες που χρησιµοποιήθηκαν νεαρά άτοµα (Torvinen et al., 2002; Torvinen et al., 2003). Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις µελέτες, όπου χρησιµοποιήθηκε συνδυασµός δόνησης µε προπόνηση ενδυνάµωσης, η βελτίωση στην ισορροπία ήταν εµφανώς µεγαλύτερη σε σχέση µε την εφαρµογή προγραµµάτων που περιλάµβαναν ασκήσεις ενδυνάµωσης µόνο (Spiliopoulou et al., 2010). Ενδοκρινικό σύστηµα Ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσµατα όσον αφορά στην επίδραση της µακροχρόνιας άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στη συγκέντρωση παραθορµόνης. Μετά την εφαρµογή ενός προγράµµατος άσκησης µε ολόσωµη δόνηση (24 ΠΜ) παρατηρήθηκε σηµαντική αύξηση (+44.3%) της συγκέντρωσης της παραθορµόνης στο αίµα σε ηλικιωµένες γυναίκες (Martin et al., 2009). Η παραθορµόνη εκκρίνεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες και διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στη διατήρηση των επιπέδων ασβεστίου και φωσφόρου στο αίµα. Η παραθορµόνη δρα στα κύτταρα του οστίτη ιστού αυξάνοντας τον αριθµό των οστεοκλαστών, προάγοντας µ αυτό τον τρόπο την απορρόφηση της ασβεστοποιηµένης οστικής, ουσίας και την απελευθέρωση ασβεστίου προς το αίµα (Μπαλτόπουλος, 2003; Fleck & Kraemer, 2006). Φαίνεται λοιπόν ότι η µακροχρόνια προπόνηση ολόσωµης δόνησης θα µπορούσε να οδηγήσει σε θετικές προσαρµογές σχετικά µε τα επίπεδα παραθορµόνης στο αίµα, συµβάλλοντας θετικά στη διαδικασία ανακατασκευής του οστίτη ιστού ηλικιωµένων ατόµων (Martin et al., 2009). Ενώ, η µόνη µελέτη που εξέτασε τη µακροχρόνια επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στα επίπεδα τεστοστερόνης, αυξητικής ορµόνης και κορτιζόλης δεν ανέφερε κάποια σηµαντική επίδραση (Kvorning et al.,
2006) συγκριτικά µε ένα συνδυαστικό πρόγραµµα δόνησης και αντιστάσεων µετά την εφαρµογή του οποίου, παρατηρήθηκε µεταβολή στα επίπεδα των ανωτέρω ορµονών. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα ώστε να µπορούν να εξαχθούν ασφαλή συµπεράσµατα όσον αφορά στη µακροχρόνια επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στο ενδοκρινικό σύστηµα. Ερειστικό σύστηµα Το γεγονός ότι, για να αυξηθεί η αντοχή ενός οστού, απαιτούνται δυνάµεις συµπίεσης (Carlsoo, 1982), σε συνδυασµό µε το ότι κατά την ηµιτονοειδή δόνηση ο ρυθµός της µέγιστης συµπίεσης αυξάνεται γραµµικά µε τη συχνότητα (Cardinale & Rittweger, 2006), µπορεί να αποτελέσει ισχυρή ένδειξη της θετικής επίδρασης της άσκησης µε δόνηση στον οστίτη ιστό. Η άποψη αυτή ενισχύεται από έρευνες στις οποίες παρατηρήθηκε αύξηση της οστικής πυκνότητας µεσήλικων ή ηλικιωµένων ατόµων µετά την εφαρµογή µακροχρόνιας άσκησης µε ολόσωµη δόνηση. Συγκεκριµένα, οι Gusi et al. (2006) παρατήρησαν αύξηση της οστικής πυκνότητας του αυχένα του µηριαίου οστού (4.3%) σε ηλικιωµένες γυναίκες, µετά την εφαρµογή ενός µακροχρόνιου προγράµµατος σε πλατφόρµα αµφίπλευρης δόνησης. Παρόµοια οι Stengel et al. (2011) παρατήρησαν µικρή αλλά σηµαντική αύξηση της οστικής πυκνότητας στην οσφυϊκή µοίρα µετά την εφαρµογή µακροχρόνιας προπόνησης (12 µήνες) σε πλατφόρµα τόσο αµφίπλευρης όσο και κατακόρυφης δόνησης. Ενώ δεν παρατηρήθηκε καµία επίδραση στην οστική πυκνότητα στην περιοχή του ισχίου. Επιπρόσθετα, επιβράδυνση του ρυθµού απώλειας οστικής πυκνότητας έχει παρατηρηθεί µετά την εφαρµογή µακροχρόνιων προγραµµάτων άσκησης µε ολόσωµη δόνηση (Beck et al., 2010; Rubin et al., 2004). Αντίθετα, οι Torvinen et al. (2003), δε βρήκαν καµία στατιστικά σηµαντική διαφορά στη µάζα, τη δοµή και τη µηχανική αντοχή του µηριαίου οστού σε νεαρά άτοµα µετά από ένα πρόγραµµα άσκησης µε ολόσωµη δόνηση 32 εβδοµάδων. Η ηλικία των εξεταζόµενων πιθανόν αποτελεί έναν παράγοντα που επηρεάζει σηµαντικά τα αποτελέσµατα των ερευνών, όµως χρειάζεται περισσότερη έρευνα προκειµένου να προκύψει κάποιο ασφαλές συµπέρασµα. Πίνακας 2. Ενδεικτικά παρουσιάζονται κάποιες έρευνες σχετικές µε τη µακροχρόνια επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση. Συγγραφείς είγµα Πρόγραµµα Παρέµβασης Αποτελέσµατα ιάρκει Στοιχεία Επιβάρυνσης-Τύπος α όνησης Delecluse et al. (2003) De Ruiter et (2003) al. Καρατράντου (2010) 67 ΑΠ (21.4±1.8ε τών) Ο (n=18) ΟΠΛ (n=19) ΟΑ (n=18) ΟΕ (n =12) 19 Φ & Ο (n=9, 20.7±0.5ετ ών) ΟΕ (n =10, 19.9±0.6ετ ών) 26 Φ (18-24 ετών) Ο (n=13) ΟΕ (n=13) 36ΠΜ (12 εβ, 3φ/εβ) 33ΠΜ (11 εβ, 3φ/εβ) 16ΠΜ (σε 23 ηµέρες ) Κ (Powerplate) Ο Σ: 35-40Hz, Ε: 2.5-5mm, : 3-20min (2-6 ασκ x 1-3σ x 30-60s, δ. 60-5s), Θ-Α: στατικές & δυναµικές ασκήσεις ΟΠΛ το ίδιο µε Ο χωρίς δόνηση ΟΑ εκτάσεις γόνατος (leg press & leg extension), 20RM-10RM OE - Α (Galileo 2000 ) Ο Σ: 30Hz, Ε: 8mm, : 5-8 σ x 60s, δ. 60s/σ), Θ-Α: στατ.ηµικ. (110ο) ΟΕ το ίδιο µε Ο χωρίς δόνηση Α (Galileo Fitness) Ο Σ: 25Hz, Ε: 6mm, : 10min (2σx5min, δ. 2min/σ), Θ: όρθια θέση (10ο) ΟΕ - ΙΜΡΕ-Γ: 14.4% ΟΑ, 16.6% Ο, ΟΠΛ & ΟΕ ΙΚΡΕ-Γ: 7% ΟΑ, 9% Ο, ΟΠΛ & ΟΕ Βαλ τεστ: Ο,ΟΠΛ, ΟΑ & ΟΕ CMJ: 7.6% Ο ΟΑ, ΟΠΛ & ΟΕ CMJ: Ο & ΟΕ ΙΜ Ε: Ο & ΟΕ RFD: Ο & ΟΕ ΚΙΝ: Ο, ΟE (αµέσως µετά) ΟΜΡΚ-Γ, ΕΚΡΚ-Γ, ΙΜΡΚ- Γ: Ο, ΟE (αµέσως µετά) ΟΜΡΕ-Γ, ΕΚΡΕ-Γ, ΙΜΡΕ- Γ: Ο & ΟE SJ, CMJ, ΑΙ, ΑΙ/kg: Ο & ΟE
Kvorning et al. (2006) Torvinen et al. (2003) Χάνου (2011) 28 ΠΡ Ο (n = 9; 23±0.7 ετών) Ο +Α (n = 10; 23±0.6 ετών) ΟΑ (n = 9; 24±1.7 ετών) 53 & (19-38 ετών) Ο (n=27) ΟΕ (n=26) 30 ΑΠ (37-50 ετών) Ο (n=16) ΟΕ (n=14) 20ΠΜ (9εβ, 1-3φ/εβ) 32εβ (3-5φ/εβ) 24ΠΜ (8εβ, 3φ/εβ) Α (Galileo 2000 ) Ο Σ: 20-25HZ, Ε: 4mm, : 6σx30s (δ. 2 min/σ), Θ-Α: 6 σ x 8 επαν. ηµικ. (90ο) Ο +Α Σ: 20-25HZ, Ε: 4mm, : 6σx30s (δ. 2 min/σ), Θ-Α: 6 σ x 8 επαν. ηµικ. (90ο) µε επιβάρυνση 10-8RM ΟA 6 σx 8 επαν. (δ. 2 min/σ) ηµικ. (90ο) µε επιβάρυνση 10-8RM Κ (Kuntotary) Ο Σ: 25-45HZ, Ε: 2mm, : 2-4min, Θ-Α: 6 ασκήσεις ΟΕ - Α (Galileo Fitness) Ο Σ: 20-25Hz, Ε: 6mm, : 6-8min, Θ: όρθια θέση (γόνατα λυγισµένα 10ο) ΟΕ - ΙΜ : ΟΑ & Ο +Α (όχι διαφορές µεταξύ ΟΑ & Ο +Α), Ο CMJ: ΟΑ, Ο +Α & Ο GH, T & C: ΟΑ, Ο +Α,Ο ΟΠ: Ο & ΟΕ CMJ: 7.8% Ο, ΟΕ ΙΜ Ε : Ο & ΟΕ Χ: Ο & ΟΕ ΙΣ (στατική) : Ο & ΟΕ ΙΣ (δυν): Ο & ΟΕ ΚΙΝ & ΙΣ: Ο & ΟE ΚΣ (max), ΚΣ (min): Ο & ΟΕ ΙΚΡΕΚ-Γ, ΙΜΡΕΚ-Γ: Ο & ΟE SJ, CMJ: Ο & ΟE (Επεξήγηση συµβόλων ανά γραµµή) ΑΠ: απροπόνητα άτοµα, : γυναίκες, Ο : οµάδα δόνησης, ΟΠΛ: οµάδα εικονικής δόνησης (placebo), ΟΑ: οµάδα άσκησης, ΟΕ: οµάδα ελέγχου, ΠΜ: προπονητική µονάδα, εβ: εβδοµάδα, φ/εβ: φορές/εβδοµάδα, Κ : κατακόρυφη δόνηση, Σ: συχνότητα, Ε: εύρος µετατόπισης, : διάρκεια, σ: σετ, δ.: διάλειµµα, Θ-Α: θέση-άσκηση, -: δεν ακολούθησε κάποιο πρόγραµµα παρέµβασης, ΙΜΡΕΚ-Γ: ισοµετρική ροπή δύναµης εκτεινόντων µυών της άρθρωσης του γόνατος, : αύξηση, ΙΚΡΕΚ-Γ: ισοκινητική ροπή δύναµης εκτεινόντων µυών της άρθρωσης του γόνατος, : καµία µεταβολή, CMJ: άλµα µε αντίθετη κίνηση, : άνδρες, Φ : άτοµα µε φυσική δραστηριότητα, Α : αµφίπλευρη δόνηση, ΙΜ ΕΚ-Γ: µέγιστη ισοµετρική δύναµη εκτεινόντων µυών του γόνατος, RFD: ρυθµός ανάπτυξης της δύναµης, ΚΙΝ: κινητικότητα, ΟΜΡΚ-Γ: οµόκεντρη ροπή δύναµης καµπτήρων µυών της άρθρωσης του γόνατος, ΕΚΡΚ-Γ: έκκεντρη ροπή δύναµης καµπτήρων µυών της άρθρωσης του γόνατος, ΙΜΡΚ-Γ: ισοµετρική ροπή δύναµης καµπτήρων µυών της άρθρωσης του γόνατος, ΟΜΡΕ-Γ: οµόκεντρη ροπή δύναµης εκτεινόντων µυών της άρθρωσης του γόνατος, ΕΚΡΕ-Γ: έκκεντρη ροπή δύναµης εκτεινόντων µυών της άρθρωσης του γόνατος, ΙΜΡΕ-Γ: ισοµετρική ροπή δύναµης εκτεινόντων µυών της άρθρωσης του γόνατος, SJ: άλµα από ηµικάθισµα, ΑΙ: αναερόβια ισχύς, ΑΙ/kg: αναερόβια ισχύς/σωµατική µάζα, ΠΡ: προπονηµένοι, ΙΜ : ισοµετρκή δύναµη, GH: αυξητική ορµόνη, Τ: τεστοστερόνη, C: κορτιζόλη, ΟΠ: οστική πυκνότητα, Χ: δύναµη χειρολαβής, ΙΣ: ισορροπία, δυν: δυναµική. Παράγοντες που επηρεάζουν τη µετάδοση της δόνησης Η αποτελεσµατικότητα της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση, στον ανθρώπινο οργανισµό, πιθανόν επηρεάζεται από τα χαρακτηριστικά της δόνησης (συχνότητα και εύρος µετατόπισης), αλλά και από τον τρόπο µεταφοράς της στο ανθρώπινο σώµα (αµφίπλευρη vs. κατακόρυφη δόνηση; Jordan et al., 2005; Marin & Rhea, 2010). Σύµφωνα µε πρόσφατη έρευνα µετα-ανάλυσης των Marin & Rhea (2010), η µακροχρόνια άσκηση σε πλατφόρµα κατακόρυφης δόνησης φαίνεται ότι είναι πιο αποτελεσµατική, σε σχέση µε την πλατφόρµα αµφίπλευρης δόνησης, στη δηµιουργία προσαρµογών στις φυσικές ικανότητες της δύναµης και της ισχύος. Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, η παραπάνω διαπίστωση είναι πιθανόν να οφείλεται στις υψηλότερες συχνότητες που χρησιµοποιούνται γενικά στις πλατφόρµες κατακόρυφης (έως 45Hz), συγκριτικά µε τις πλατφόρµες αµφίπλευρης (έως 34Hz) ολόσωµης δόνησης. Έχει παρατηρηθεί επίσης ότι σηµαντικό ρόλο διαδραµατίζει η διάρκεια έκθεσης του σώµατος στο ερέθισµα της δόνησης, καθώς επίσης και ο χρόνος ανάληψης µεταξύ των σετ (Silva-Grogoleto et al., 2009; Stweart et al., 2009).
Άλλοι παράγοντες που πιθανόν να επηρεάζουν την αποτελεσµατικότητα του ερεθίσµατος της δόνησης είναι: η ηλικία, το φύλο και η φυσική κατάσταση των ασκουµένων (Bressel et al., 2009; Bazet-Jones et al., 2008; Ronnestad et al., 2009). Πιθανός Μηχανισµός δράσης Οι έρευνες που αναφέρουν βελτίωση της δύναµης και της ισχύος µετά την εφαρµογή προγραµµάτων άσκησης µε ολόσωµη δόνηση, πιθανολογούν ότι αυτή σχετίζεται µε την ενεργοποίηση του τονικού αντανακλαστικού της δόνησης (ΤΑ ), µέσω της διέγερσης των Ια ινών της µυϊκής ατράκτου (Cardinale & Bosco, 2003). Το ΤΑ προκαλεί αυξηµένη επιστράτευση κινητικών µονάδων και πολυσυναπτική ενεργοποίηση (Cardinale & Bosco, 2003). Επιπλέον, οι µηχανοϋποδοχείς που υπάρχουν στις αρθρώσεις και στο δέρµα αλλά και οι δευτερεύουσες απολήξεις της µυϊκής ατράκτου αντιλαµβάνονται το ερέθισµα της δόνησης και ενισχύουν τη νευρική διέγερση της πρωτεύουσας απόληξης της µυϊκής ατράκτου µέσω της δραστηριοποίησης των γ-κινητικών νευρώνων (Ribot- Ciscar et al., 1996). Τέλος, τα τενόντια όργανα του Golgi «αντιλαµβάνονται» την αλλαγή στην τάση ολόκληρου του µυός στέλνοντας εντολή στον αγωνιστή µυ να χαλαρώσει, ενώ στον ανταγωνιστή να συσπαστεί (Cardinale & Bosco, 2003). Ως αποτέλεσµα της ενεργοποίησης αυτού του µηχανισµού κατά τη διάρκεια της άσκησης µε δόνηση πραγµατοποιούνται και κάποιες άλλες προσαρµογές, όπως είναι η αύξηση της ροής αίµατος µε ταυτόχρονη αύξηση της ενδοµυϊκής θερµοκρασίας (Kerschan-Schindl et al., 2001), καθώς και µια µείωση στο αίσθηµα του πόνου, αυξάνοντας το κατώφλι του (Zoppi et al., 1991; Pantaleo et al., 1986), προσαρµογές που σχετίζονται περισσότερο µε τη βελτίωση της κινητικότητας µετά την εφαρµογή προγραµµάτων άσκησης µε ολόσωµη δόνηση. Συµπεράσµατα Είναι εύκολο να συµπεράνει κανείς πως η έρευνα στον τοµέα της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση βρίσκεται ακόµη σε αρχικά στάδια. Παρόλο που έχουν γίνει κάποια βήµατα, απαιτείται ακόµη πολλή έρευνα προκειµένου να αποσαφηνιστούν οι παράγοντες από τους οποίους επηρεάζεται η µεταφορά της δόνησης στο ανθρώπινο σώµα, αλλά και o αποτελεσµατικότερος συνδυασµός των στοιχείων της επιβάρυνσης (εύρος µετατόπισης, συχνότητα, διάρκεια, σετ, διάλειµµα, άσκηση-θέση) µε στόχο τόσο τη βελτίωση της απόδοσης όσο και την προαγωγή της υγείας. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα ερευνών φαίνεται ότι η άσκηση µε ολόσωµη δόνηση µπορεί υπό προϋποθέσεις να βοηθήσει τους ασκούµενους να βελτιώσουν τη φυσική τους κατάσταση και κατ επέκταση την υγεία τους. Η άσκηση µε ολόσωµη δόνηση είναι πιο αποτελεσµατική, σε απροπόνητα άτοµα και σε άτοµα τρίτης ηλικίας, συγκριτικά µε νεαρά προπονηµένα άτοµα. Ιδιαίτερα για ηλικιωµένα άτοµα η ολόσωµη δόνηση αποτελεί µια αποτελεσµατική µορφή άσκησης, που φαίνεται ότι αυξάνει τη δύναµη και βελτιώνει την ισορροπία, συµβάλλοντας έτσι στη µείωση του κινδύνου εµφάνισης πτώσεων και κατ επέκταση στη βελτίωση της ποιότητας
ζωής των ατόµων αυτών. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι η µακρόχρονη άσκηση σε πλατφόρµες κατακόρυφης ολόσωµης δόνησης είναι πιο αποτελεσµατική στη δηµιουργία προσαρµογών στις φυσικές ικανότητες της δύναµης και της ισχύος. Αντίθετα η αµφίπλευρη δόνηση θεωρείται πιο ασφαλής για τους ασκούµενους καθώς, κατά την εφαρµογή της, περιορίζεται η µετάδοση της δόνησης στα άνω άκρα και στο κεφάλι. Τέλος, η άσκηση µε δόνηση, σύµφωνα µε τις αναφορές πολλών επιστηµόνων, είναι πιο αποτελεσµατική για την υγεία, όταν συνδυάζεται µε δραστηριότητες, που βελτιώνουν τη λειτουργία του καρδιοαναπνευστικού συστήµατος (περπάτηµα, τρέξιµο, κολύµπι κ.α.) και αναπτύσσουν τη δύναµη (προπόνηση µε αντιστάσεις κ.α.). Βιβλιογραφία Abercromby, A.F.J., Amonette, W.E., Layne, C.S., McFarlin, B.K., Hinman, M.R., & Paloski, W.H. (2007). Vibration exposure and biodynamic responses during whole-body vibration training. Medicine and Science in Sports and Exercise, 39, 1794-1800. Adams, J. B., Edwards, D., Serviette, D., Bedient, A.M., Huntsman, E., Jacobs, K.A., et al., (2009). Optimal frequency, displacement, duration, and recovery patterns to maximize power output following acute wholebody vibration. Journal of Strength and Conditioning Research, 23, 237-245. Artero, E. G., J. C. Espada-Fuentes, et al. (2011). Effects of whole-body vibration and resistance training on knee extensors muscular performance. European Journal of Applied Physiology (in press). Bautmans, I., Van Hees, E., Lemper, J.C., & Mets, T. (2005). The feasibility of whole body vibration in institutionalised elderly persons and its influence on muscle performance, balance and mobility: a randomised controlled trial. BMC Geriatrics, 5, 17-20. Bazett-Jones, D.M., Finch, H.W., & Dugan, E.L. (2008). Comparing the effects of various whole-body vibration accelerations on counter-movement jump performance. Journal of Sports Science and Medicine, 7, 144-150. Beck, B. R. and T. L. Norling (2010). The effect of 8 mos of twice-weekly low- or higher intensity whole body vibration on risk factors for postmenopausal hip fracture. American Journal of Physical Medicine & Rehabilitation, 89, 997-1009. Bogaerts, A., Delecluse, C., Claessens, A., Troosters, T., Boonen, S., & Vershueren, S. (2009). Effects of whole body vibration training on cardiorespiratory fitness and muscle strength in older individuals (a 1-year randomised controlled trial). Age and Ageing 1-7. Bogaerts, A., Verschueren, S., Delecluse, C., Claessens, A.L., & Boonen, S. (2007). Effects of whole body vibration training on postural control in older individuals: A 1 year randomized controlled trial. Gait and Posture, 26, 309-316. Bosco, C., Lacovelli, M., Tsarpela, O., Cardinale, M., Bonifazi, M., Tihanyi, J., et al., (2000). Hormonal responses to whole-body vibration in men. European Journal of Applied Physiology, 81, 449-454. Bradley, P., Olsen, P., & Portas, M. (2007). The effect of static, ballistic, and proprioceptive neuromuscular facilitation stretching on vertical jump performance. Journal of Strength and Conditioning Research, 21(1), 223-226. Bressel, Ε., Smith, G. & Branscomb, J. (2010). Transmission of whole body vibration in children while standing. Clinical Biomechanics, 25, 181-186. Cardinale, M. & Rittweger, J. (2006). Vibration exercise makes your muscles and bones stronger: fact of fiction? Journal of British Menopause Society, 12(1), 12-18. Cardinale, M., & Bosco, C. (2003). The use of vibration as an exercise intervention. Exercise and Sport Sciences Reviews, 31, 3-7. Cardinale, M., & Lim, J. (2003). The acute effects of two different whole body vibration frequencies on vertical jump performance. Medicina dello Sport, 56, 287-292. Cardinale, M., & Wakeling, J. (2005). Whole-body vibration exercise: are vibrations good for you? British Journal of Sports Medicine, 39, 585-589. Carlsoo, S. (1982). The effect of vibration on the skeleton, joints and muscles. Applied Ergonomics, 14(4), 251-
258. Carlucci, F., C. Mazza, et al. (2010). Does whole-body vibration training have acute residual effects on postural control ability of elderly women? Journal of Strength and Conditioning Research, 24, 3363 3368. Cochrane, D.J., Stannard, S.R., Sargeant, A.J., & Rittweger, J. (2008). The rate of muscle temperature increase during acute whole-body vibration exercise. European Journal of Applied Physiology, 103, 441-448. Dastmenash, S., Van den Tillaar, R., Jacobs, P., Shafiee, G.H., Shojaedi, S.S. (2010). The effect of whole body vibration, pnf training or a combination of bothbon hamstrings range of motion. World Applied Sciences Journal, 11, 744-751. De Ruiter, C. J., Van Raak, S. M., Schilperoort, J. V., Hollander, A. P., & De Haan A. (2003). The effects of 11 weeks whole body vibration training on jump height, contractile properties and activation of human knee extensors. European Journal in Applied Physiology, 90, 595-600. Delecluse, C., Roelants, M. & Verschueren, S. (2003). Strength Increase after Whole-Body Vibration Compared with Resistance Training. Medicine & Science in Sports & Exercise, 35, 1033-1041. Di Giminiani R, Manno R, Scrimaglio R, Sementilli G, Tihanyi J (2010). Effects of individualized whole-body vibration on muscle flexibility and mechanical power. Journal of Sports Medicine and Physical Fitness, 50, 139-151. Di Loreto, C., Ranchelli, A., Lucidi, P., Murdolo, G., Parlanti, N., De Cicco, A., et al., (2004). Effects of wholebody vibration exercise on the endocrine system of healthy men. Journal of endocrinological investigation,27, 323-327. Egwu, M.O., Ojeyinka, A.A., & Olaogun, M.O. (2007). The effect of vertical oscillatory pressure on youths and elderly adult low back pain intensity and lumbo-sacral mobility. Journal of the Japanese Physical Therapy Association, 10, 17-26. Epperson, Τ.A. (2009). The effect of whole-body vibration platform training on hamstring flexibility. Αδηµοσίευτη ιδακτωρική ιατριβή, Brigham Young University. Brigham, UK. Erskine, J., Smillie, I., Leiper, J., Ball, D., & Cardinale, M. (2007). Neuromuscular and hormonal responses to a single session of whole-body vibration exercise in health young men. Clinical Physiology and Functional Imaging, 27, 242-248. Fagnani, F., Giombini, A., Di Cesare, A., Pigozzi, F., & Di Salvo, V. (2006). The effects of a whole-body vibration program on muscle performance and flexibility in female athletes. American Journal of Physical Medicine & Rehabilitation, 85, 956-962. Feland, J.B., Hawks, M., Hopkins, J.T., Hunter, I., Johnson, A.W. & Eggett, D.L. (2010). Whole body vibration as an adjunct to static stretching. International Journal of Sports Medicine, 31, 584-589. Fleck, S.J., & Kraemer, W.J. Σχεδιασµός προγραµµάτων άσκησης µε αντίσταση. Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, Αθήνα, 2006. Fricke, O., Semler, O., Land, C., Beccard, R., Thoma, P., & Schoenau, E. (2009). Hormonal and metabolic responses to whole body vibration in healthy adults. The Endocrinologist, 19, 24-30. Furness, T. and W. Maschette (2009). Influence of whole body vibration platform frequency on neuromuscular performance of community-dwelling older adults. Journal of Strength and Conditioning Research (in press). Gerodimos, V., Zafeiridis, A., Karatrantou, K., Vasilopoulou, T., Chanou, K. & Pispirikou, E. (2010). The acute effects of different whole-body vibration amplitudes and frequencies on flexibility and vertical jumping performance. Journal of Science and Medicine in Sport, 13(4), 438-443. Gusi, N., Raimundo, A. & Leal, A. (2006). Low-frequency vibratory exercise reduces the risk of bone fracture more than walking: a randomized controlled trial. BMC Musculoskeletal Disorders, 7, 92-80. Issurin, V.B., Liebermann, D.G., & Tenenbaum, G. (1994). Effect of vibratory stimulation training on maximal force and flexibility. Journal of Sports and Sciences, 12, 561-566. Iwamoto, J., Takeda, T., Sato, Y., & Uzawa, M. (2005). Effect of whole-body vibration exercise on lumbar bone mineral density, bone turnover and chronic back pain in post-menopausal osteoporotic women treated with alendronate. Aging Clinical and Experimental Research, 17, 157-163.
Jacobs, P.L., & Burns, P. (2009). Acute enhancement of lower-extremity dynamic strength and flexibility with whole-body vibration. Journal of Strength and Conditioning Research, 23, 51-57. Jordan, M.J., Norris, S.R., Smith, D.J., & Herzog, W. (2005). Vibration training: an overview of the area, training consequences and future considerations. Journal of Strength and Conditioning Research, 19, 459-466. Kanawabe, K., Kawashima, A., Sashimoto, I., Takeda, T., Sato, Y., & Iwamoto, J. (2007). Effect of whole-body vibration exercise and muscle strengthening, balance and walking exercises on walking ability in the elderly. Keio Journal of Medicine,56, 28-33. Kerschan-Schindl, K., Grampp, S., Henk, C., Resch, H., Preisinger, E., Fialka-Moser, V., et al., (2001). Wholebody vibration exercise leads to alterations in muscle blood volume. Clinical Physiology, 21, 377-382. Kvorning, T., Bagger, M., Caserotti, P., & Madsen, K. (2006). Effects of vibration and resistance training on neuromuscular and hormonal measures. European Journal of Applied Physiology, 96, 615-625. Luo, J., McNamara, B., & Moran, K. (2005). The use of vibration training to enhance muscle strength and power. Sports Medicine, 35(1), 23-41. Lythgo, N., Eser, P., de Groot, P., & Galea, M. (2009). Whole-body vibration dosage alters leg blood flow. Clinical Physiology & Functional Imaging,29, 53-59. Marın, P., & Rhea, M. (2010). Effects of vibration training on muscle strength: A meta-analysis. Journal of strength and conditioning research. Martin, Y., de Saa, M.E., Da Silva-Grigoletto, D., Vaamonde, S., Sarmiento, and. Garcia-Manso, J.M. (2009). Effect of whole body vibration (WBV) on PTH in elderly subjects Revista Andaluza de Medicina del Deporte, 2, 1-6. Pantaleo, T., Duranti, R., & Bellini, F. (1986). Effects of vibratory stimulation on muscular pain threshold and blink response in human subjects. Pain, 24, 239-50. Prisby, R.D., Lafage-Proust, M.H., Malaval, L., Belli, A., & Vico, L. (2008). Effects of whole body vibration on the skeleton and other organ systems in man and animal models: What we know and what we need to know. Ageing Research Reviews, 7, 319-329. Raimundo, A., Gusi, N., & Tomas-Carus, P. (2009). Fitness efficacy of vibratory exercise compared to walking in postmenopausal women (in press). European Journal of Applied Physiology. Ribot - Ciscar, E., Rooll, J.P., & Gilhodes, J.C. (1996). Human motor unit activity during post - vibratory and imitative voluntary muscle contractions. Brain Research, 716, 84-90. Rittweger, J. (2010). Vibration as an exercise modality: how it may work, and what its potential might be. European Journal of Applied Physiology, 108(5), 877-904. Rittweger, J., Beller, G., & Felsenberg, D. (2000). Acute physiological effects of exhaustive whole-body vibration exercise in man. Clinical Physiology, 20, 134-142. Rittweger, J., Schiessl, H., & Felsenberg, D. (2001). Oxygen uptake during whole- body vibration exercise: comparison with squatting as a slow voluntary movement. European Journal of Applied Physiology, 86, 169-173. Roelants, M., Delecluse, C., & Verschueren, S. (2004). Whole-Body-Vibration Training Increases Knee- Extension Strength and Speed of Movement in Older Women. JAGS, 52, 901 908. Roelants, M., Delecluse, C., Goris, M., & Verschueren, S. (2004). Effects of 24 weeks of whole body vibration training on body composition and muscle strength in untrained females. International Journal of Sports Medicine, 25, 1-5. Ronnestad, B. (2009). Acute effects of various whole body vibration frequencies on 1rm in trained and untrained subjects. Journal of Strength and Conditioning Research, 23, 2068-2072. Siatras, T.A., Mittas, V.P., Mameletzi, D.N., et al. (2008). The duration of the inhibitory effects with static stretching on quadriceps peak torque production. Journal of Strength and Conditioning Research, 22, 40-46. Silva-Grigoletto, M. D., Vaamonde, D., Castillo, E., Poblador, M., Garcı a-manso, J., & Lancho, J. (2009). Acute and cumulative effects of different times of recovery from whole body vibration exposure on muscle performance. Journal of Strength and Conditioning Research,23, 2073-2082. Spiliopoulou, S.I., Amiridis, I.G., Tsigganos, G., Economides, D. & Kellis, E. (2010). Vibration effects on static balance and strength. International Journal of Sports Medicine, 31, 610-616.
Stewart, J. A., Cochrane, D. J., & Morton, R. H. (2009). Differential effects of whole body vibration durations on knee extensor strength. Journal of Science and Medicine in Sport, 12, 50-53. Torvinen, S., Kannus, P., Sievanen, H., Jarvinen, T.A.H., Pasanen, M., Kontulainen, S., et al., (2002). Effect of four-month vertical whole-body vibration on performance and balance. Medicine and Science of Sports and Exercise, 34, 1523-1528. Torvinen, S., Kannus, P., Sievanen, H., Jarvinen, T.A.H., Pasanen, M., Kontulainen, S., et al., (2003). Effect of 8-month vertical whole-body vibration on bone, muscle performance and body balance: a randomized controlled study. Journal of Bone and Mineral Research, 18, 876-884. Torvinen, S., Kannus, P., Sievanen, H., Jarvinen, T.A.H., Pasanen, M., Kontulainen, S., et al., (2002). Effect of a vibration exposure on muscular performance and body balance. Randomized cross-over study. Clinical Physiology & Functional Imaging, 22, 145-152. Torvinen, S., Sievanen, H., Jarvinen, T.A.H., Pasanen, M., Kontulainen, S., & Kannus, P. (2002). Effect of a 4- min Vertical Whole Body Vibration on Mucle Performance and Body Balance. International journal of sports medicine, 23, 374-379. Van den Tillaar, R. (2006). Will whole-body vibration training help increase the range of motion of the hamstrings? Journal of Strength and Conditioning Research, 20, 192-196. Verschueren, S.M.P., Roelants, M., Delecluse, C., Swinnen, S., Vanderschueren, D. & Boonen, S. (2004). Effect of 6-month whole-body vibration training on hip density, muscle strength and postural control in postmenopausal women: a randomized controlled pilot study. Journal of Bone and Mineral Research, 19(3), 352-359. Von Stengel, S., Kemmler, W., Engelke, K. & Kalender, W. A. (2010). Effect of whole-body vibration on neuromuscular performance and body composition for females 65 years and older: a randomized-controlled trial. Scandinavian Journal of Medicine and Science in Sports, (υπό δηµοσίευση). Von Stengel, S., W. Kemmler, et al. (2011). Effects of whole-body vibration training on different devices on bone mineral density. Medicine & Science in Sports & Exercise (in press). Zoppi, M., Voegelin, M.R., Signorini, M., & Zamponi, A. (1991). Pain threshold changes by skin vibratory stimulation in healthy subjects. Acta physiologica Scandinavica, 143, 439-43. Γεροδήµος, Β., Καρατράντου, Κ., Ρούσσος, Α., Τραπότσης, Σ., Βασιλοπούλου, Θ., & Χριστόπουλος, Ι. (2010). Η άµεση επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση διαφορετικών συχνοτήτων και διαφορετικού εύρους µετατόπισης στην καρδιακή συχνότητα. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισµό (Υπό δηµοσίευση). Καρατράντου, K. (2010). Η επίδραση ενός βραχυχρόνιου προγράµµατος άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στην κινητικότητα, τη δύναµη και την ισχύ νεαρών γυναικών. Αδηµοσίευτη Μεταπτυχιακή ιατριβή, Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας, Τρίκαλα, Ελλάδα. Καρατράντου, Ν., Γεροδήµος, Β., Σωτηριάδης, Σ., Χάνου, Κ., & Παπαϊωάννου, Ε. (2008). Η άµεση επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στην κινητικότητα του ισχίου και της οσφυϊκής µοίρας. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισµό, 6, 340-347. Μπαλτόπουλος, Π. Ανατοµική του ανθρώπου: οµή και λειτουργία ΙΙ. Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, Αθήνα, 2003. Πισπιρίκου, Ε., Γεροδήµο, Β., Καρατράντου, Ν., Χάνου, Κ., Παπαϊωάννου, Ε., & Κρίκη, Θ. (2009). Η άµεση επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στην κατακόρυφη αλτική ικανότητα νεαρών γυναικών. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισµό, 7, 161-170. Χάνου, Κ (2011). Η επίδραση της άσκησης µε ολόσωµη δόνηση στη φυσική κατάσταση µεσήλικων γυναικών. Αδηµοσίευτη Μεταπτυχιακή ιατριβή, Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας, Τρίκαλα, Ελλάδα. Χάνου, Κ., Γεροδήµος, Β., Καρατράντου, Ν., Ζήση, Β., Τζιαµούρτας, Α., Τσιόκανος, Α. & Κρίκη, Θ. (2009). Ολόσωµη δόνηση και άσκηση. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισµό, 7, 39-56.
Το άρθρο του µήνα ΙΑΤΡΟΦΗ Φατούρος Γ. Ιωάννης, Ph.D., C.S.C.S., Επίκουρος Καθηγητής T.E.Φ.A.A..Π.Θ. H ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΩΝ ΚΡΕΑΤΙΝΗΣ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ Σταµπουλής Θεόδωρος., Χατζηνικολάου Αθανάσιος, Αυλωνίτη Αλεξάνδρα, Φατούρος Ιωάννης Εισαγωγή Η χορήγηση/ κατανάλωση συµπληρωµάτων κρεατίνης είναι ευρέως διαδεδοµένη µεταξύ των επαγγελµατιών του αθλητισµού και των αθλητών οποιουδήποτε επιπέδου, µε απώτερο σκοπό τη βελτίωση της αθλητικής απόδοσης. Ο βασικός µηχανισµός µε τον οποίο η χορήγηση κρεατίνης µπορεί να συµβάλει στη βελτίωση της απόδοσης είναι η αύξηση της συγκέντρωσης της Φωσφοκρεατίνης ένωση η οποία συµβάλει µε υψηλό ρυθµό στην αναπλήρωση της Τριφωσφορικής Αδενοσίνης (ATP) - στα µυϊκά κύτταρα. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να αποσαφηνίσει µύθους και αλήθειες γύρω από την χορήγηση της κρεατίνης σε αθλητές. Τι είναι η κρεατίνη και που απαντάται στον ανθρώπινο οργανισµό; Η κρεατίνη είναι µια αζωτούχα οργανική ένωση και απαρτίζεται από τα αµινοξέα γλυκίνη, αργινίνη και µεθειονίνη. Η παραγωγή της πραγαµτοποιείται στο ήπαρ, τους νεφρούς, το πάγκρεας και το 95% αυτής βρίσκεται αποθηκευµένο στους σκελετικούς µύες κυρίως µε τη µορφή της φωσφοκρεατίνης (ένωσης της κρεατίνης µε το φώσφορο) και δευτερευόντως σε ελεύθερη µορφή (Balsom et al, 1998). Μικρές ποσότητες απαντώνται στον εγκέφαλο και στους όρχεις (Buford et al, 2007;Tarnopolsky, 2010). Η πρόσληψη της κρεατίνης µπορεί να πραγµατοποιηθεί τόσο µέσω της διατροφής όσο και µε την πρόσληψη συµπληρωµάτων διατροφής σε µορφή σκόνης, κάψουλας ή µασόµενων δισκίων. Στο σηµείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να σηµειωθεί πως η κρεατίνη δεν συµπεριλαµβάνεται στη λίστα των απαγορευµένων σκευασµάτων, ωστόσο, θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη οι συµβουλές της WADA για την κατανάλωση των συµπληρωµάτων διατροφής. Κύριες πηγές πρόσληψης κρεατίνης αποτελούν το κόκκινο κρέας και τα ψάρια, µε µια ποσότητα 1kg κρέατος να αντιστοιχεί σε περίπου 5 g κρεατίνης. Στα συµπληρώµατα διατροφής, η κρεατίνη, απαντάται σε πολλές χηµικές µορφές µε πιο αποτελεσµατική την µονοϋδρική κρεατίνη (Tarnopolsky, 2010). Τα τελευταία χρόνια στη σχετική, µε την κρεατίνη, βιβλιογραφία λόγος γίνεται για την αποτελεσµατικότητα του συνδυασµού της κρεατίνης µε υδατάνθρακες ή πρωτεΐνη ή συνδυασµού αυτών. Τα αποτελέσµατα των µελετών είναι
αντικρουόµενα µε ορισµένες µελέτες να επιδεικνύουν βελτίωση της απόδοσης και αύξηση της συγκέντρωσης κρεατίνης- φωσφοκρεατίνης στα µυϊκά κύτταρα (Beck et al, 2007; Gribb et al, 2007), σε αντίθεση µε αριθµό µελετών που απέτυχαν να επιβεβαιώσουν τα παραπάνω αποτελέσµατα (Chromiak et al, 2004; Theodorou et al, 2005). Τα Πρωτόκολλα Χορήγησης της Κρεατίνης και η Αποτελεσµατικότητα τους Στην επιστηµονική βιβλιογραφία αναφέρονται αρκετά πρωτόκολλα λήψης της κρεατίνης. Στην πλειονότητα τους τα πρωτόκολλα έχουν σαν αποτέλεσµα την αύξηση της κρεατίνης στα µυϊκά κύτταρα, µάλιστα µεγαλύτερη αύξηση (20-40%) σηµειώθηκε σε άτοµα που είχαν φτωχή διατροφή σε κρέας και ψάρια, σε σύγκριση µε άτοµα που είχαν υψηλότερη συγκέντρωση κρεατίνης (αύξηση 10-20%) πριν τη συµπληρωµάτικη χορήγηση της (Kreider, 2007). Γενικότερα ισχύει πως όσο µικρότερα είναι τα αποθέµατα πριν από τη χορήγηση κρεατίνης τόσο υψηλότερη θα είναι η αύξηση των αποθεµάτων. Το γεγονός αυτό πιθανολογείται πως οφείλεται στην αδρανοποίηση του συστήµατος µεταφοράς της κρεατίνης στους σκελετικούς µύες, η υπόθεση αυτή έχει ελεγχθεί σε ζώα όχι όµως στους ανθρώπους (Guerrero-Ontiveros & Wallimann, 1998). Στη βιβλιογραφία αναφέρονται τρεις κατηγορίες πρωτοκόλλων α) εκείνα που προβλέπουν µια φάση φόρτισης και φάση διατήρησης β) εκείνα που προβλέπουν µακροχρόνια χορήγηση µε µικρές δόσεις µονοϋδρικής κρεατίνης και γ) τα πρωτόκολλα κυκλικής χορήγησης, όπου οι περίοδοι φόρτισης και διατήρησης εναλλάσσονται κάθε 4-6 εβδοµάδες. Στα πρωτόκολλα φόρτισης υπάρχει µια περίοδος χορήγησης, διάρκειας 5-7 ηµερών, 0.3 grams/ kg/ day (γραµµαρίων ανά κιλό σωµατικού βάρους την ηµέρα) ή 0.25 γρ/ ανά κιλό άλιπης σωµατικής µάζας σε τέσσερις πέντε δόσεις την ηµέρα των 5 γρ. ανά δόση (για αθλητές 70-80 κιλών προβλέπονται 4-5 δόσεις των 5 γραµµαρίων) (Williams et al, 1999; Kreider et al, 2004). Πρόσφατες, ωστόσο, µελέτες αναφέρουν πως αρκεί µια περίοδος 2-3 ηµερών φόρτισης εάν συνδυαστεί µε την πρόσληψη υδατανθράκων και πρωτεϊνών (Steenge et al, 2000; Green et al, 1996). Μετά την περίοδο φόρτισης ακολουθεί η φάση διατήρησης όπου οι αθλητές καταναλώνουν 3-5 grams/ day (Williams et al, 1999; Kreider et al, 2004). Με βάση αυτά τα πρωτόκολλα η αύξηση των αποθεµάτων κρεατίνης και φωσφοκρεατίνης των σκελετικών µυών αυξάνεται περίπου 25% (Kreider et al, 2004). Στη δεύτερη κατηγορία πρωτοκόλλων που δεν προβλέπεται περίοδος φόρτισης οι δοσολογίες κυµαίνονται από 3 grams/ day για 28 ηµέρες (Hultman et al, 1996) έως 6 grams/day για 12 εβδοµάδες (Willoughrby et al, 2001; Willoughby et al, 2003). Μακροπρόθεσµα η αύξηση των αποθεµάτων δεν διαφοροποιείται σε σύγκριση µε τα πρωτόκολλα φόρτισης, ωστόσο, επειδή η αύξηση είναι σταδιακή ίσως η εργογόνος βοήθεια να υπολείπεται αυτών. Στα πρωτόκολλα κυκλικής χορήγησης προβλέπονται διαστήµατα 3-5 ηµερών φόρτισης και 4-6 εβδοµάδων διατήρησης τα οποία εναλλάσσονται. Τα πρωτόκολλα αυτά ενδεχοµένως να διατηρούν τα υψηλά επίπεδα κρεατίνης/ φωσφοκρεατίνης στους σκελετικούς µύες για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα καθώς την περίοδο (4-6 εβδοµάδες µετά την έναρξη της χορήγησης) που τα αποθέµατα τείνουν να µειωθούν στις τιµές πριν την έναρξη της χορήγησης εντάσσεται η περίοδος φόρτισης (Vandenberghe et al, 1997; Candow et al, 2004) Η Επίδραση της Χορήγησης Συµπληρωµάτων Κρεατίνης στην Απόδοση Το σύστηµα της κρεατίνης/ φωσκρεατίνης µπορεί να συµβάλει στην παραγωγή ενέργειας, στα µυϊκά κύτταρα, µε τέσσερις διαφορετικούς τρόπους (Meyer et al, 1984; Connett, 1988; Meyer & Foley, 1996). Συµβάλλει στην ταχύτατη αναπλήρωση της ATP µε επαναφωσφορυλίωση της διφωσφορικής αδενοσίνης (ADP) στα διαλείµµατα µεταξύ προσπαθειών υψηλής έντασης. Λόγω του ότι οι ισοµορφές της κρεατινικής κίνασης (ένζυµο που καταλύει τη διάσπαση της φωσφοκρεατίνης) βρίσκονται τόσο στο κυτταρόπλασµα όσο και στα µιτοχόνδρια, η αυξηµένη συγκέντρωση κρεατίνης/ φωσφοκρεατίνης ευνοεί τη διάχυση της κρεατινικής κινάσης
στο κυτταρόπλασµα ευνοώντας τη διάσπαση της φωσφοκρεατίνης για την παραγωγή ενέργειας. Τρίτον, επειδή η υδρόλυση της φψσφοκρεατίνης καταναλώνει ιόντα υδρογόνου, ενδεχοµένως η φωσφοκρεατίνη να συµβάλει στη ρύθµιση της συγκέντρωσης των ιόντων υδρογόνου στα µυϊκά κύτταρα (διατήρηση του ph στα φυσιολογικά για το µυ επίπεδα). Τέταρτον, τα προϊόντα της υδρόλυσης της φωσφοκρεατίνης συµβάλλουν στην ενεργοποίηση της γλυκογονόλυσης (το επόµενο µεταβολικό µονοπάτι µε µεγάλη ισχύ στην αναπλήρωση της ATP). Όπως περιγράφηκε στην προηγούµενη ενότητα η συµπληρωµατική χορήγηση κρεατίνης συµβάλλει στην αύξηση της συγκέντρωσης της κρεατίνης και της φωσφοκρεατίνης στους σκελετικούς µύες. Μπορεί αυτή η αύξηση να βελτιώσει την αθλητική απόδοση; Αν και στη βιβλιογραφία υπάρχουν αναφορές στις οποίες δε σηµειώνεται αξιοσηµείωτη βελτίωση της απόδοσης στις περισσότερες µελέτες συµβαίνει το αντίθετο (Terjung et al. 2000). Η αναερόβια άσκηση είναι το είδος άσκησης που επηρεάζεται θετικά από τη χορήγηση της κρεατίνης. Μελέτες αναφέρουν βελτίωση της µέγιστης δύναµης και του ρυθµού ανάπτυξη της δύναµης 5-15%, βελτίωση της ταχύτητας 1-5% και 5-15% σε επαναλαµβανόµενες προσπάθειες ταχυτήτων (σε σύντοµο χρονικό διάστηµα µετά τη χορήγηση της κρεατίνης. Η µακροχρόνια λήψη κρεατίνης επηρεάζει θετικά την ποιότητα της προπόνησης (Kreider, 2003) -διεξαγωγή αυτής µε µεγαλύτερη ένταση- και βελτιώνει την απόδοση στη µέγιστη δύναµη σε ασκήσεις µε βάρη (Volek et al. 1997; Tarnopolsky et al. 2000), στις επιδόσεις στην ποδηλασία (Wiroth et al 2001), στην ταχύτητα (Skare et al. 2001; Preen et al. 2001), στην κολύµβηση (Theodorou et al. 1999) ενώ από οµαδικά αθλήµατα αναφορές υπάρχουν για το ποδόσφαιρο όπου σηµειώθηκε βελτίωση στην ικανότητα της ταχύτητας στους ποδοσφαιριστές που λάµβαναν κρεατίνη (Mujika et al. 2000). Θα µπορούσε από µόνη η συµπληρωµατική πρόσληψη κρεατίνης να αποφέρει θετικά αποτελέσµατα; Η απάντηση είναι πως όχι. Τις επιδράσεις που έχει η άσκηση στο µυϊκό σύστηµα δεν µπορεί να αντικαταστήσει η χορήγηση της κρεατίνης. Πρώτα απ όλα είναι η άσκηση/ προπόνηση και έπειτα αν κρίνεται αναγκαίο µπορεί να χορηγείται η κρεατίνη (Terjung et al. 2000). Πιθανές Παρενέργειες Η συµπληρωµατική χορήγηση κρεατίνης έχει κατηγορηθεί για πολλές παρενέργειες στο γαστρεντερικό, καρδιακό και µυϊκό σύστηµα χωρίς όµως να υπάρχουν επίσηµες µελέτες που να τις αποδεικνύουν. Η πρώτη παρενέργεια που αρκετοί αναφέρουν είναι πως τις πρώτες 2 εβδοµάδες χορήγησης της κρεατίνης µπορεί να σηµειωθεί κατακράτηση υγρών που να έχει σαν αποτέλεσµα την αύξηση του σωµατικού βάρους κατά ένα έως δυο κιλά, γεγονός που θα µπορούσε να είναι επιζήµιο στην απόδοση σε αγωνίσµατα που οι αθλητές πρέπει να µετατοπίσουν το βάρος του όπως το τρέξιµο και η κολύµβηση. Ωστόσο, η µακροχρόνια αύξηση του βάρους οφείλεται σε αύξηση της µυϊκής µάζας αφού όταν συγκρίθηκαν αθλητές που λάµβαναν κρεατίνη µε αθλητές που λάµβαναν εικονικό σκεύασµα οι πτώοι σηµείωσαν µεγαλύτερη µυϊκή υπερτροφία (Terjung et al. 2000). Οι γαστρεντερικές διαταραχές που έχουν αναφερθεί ανεπίσηµα είναι η ναυτία, ο έµετος και η διάρροια (Vanderberie, 1998). Ωστόσο σε δηµοσιευµένες µελέτες δεν έχει παρατηρηθεί κάτι τέτοιο (Labella, 1998; Volek, 1999) και η µόνη πιθανή εξήγηση που µπορεί να δοθεί είναι η συγχορήγηση κρεατίνης µε σάκχαρα ή η υπερπρόσληψη κρεατίνης πριν ή κατά τη διάρκεια της άσκησης. Η διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας αποτελεί ίσως τον πιο σηµαντικό παράγοντα για την αποφυγή της συµπληρωµατικής λήψης κρεατίνης. Αυτό έχει υποστηριχθεί από δύο έρευνες που έγιναν σε µεµονονωµένα άτοµα (case study) µε προϋπάρχοντα προβλήµατα νεφρικής λειτουργίας και λάµβαναν συµπληρωµατικά κρεατίνη µε αποτέλεσµα να επιβαρυνθεί η κατάστασή τους (Pritchard, 1998; Koshy, 1999). Αντίθετα δύο άλλες έρευνες που µελέτησαν την βραχυχρόνια και µακροχρόνια λήψη συµπληρώµατος κρεατίνης δεν παρατήρησαν κάποια µεταβολή του ρυθµού σπειραµατικής διήθησης παρά τη λογική αύξηση της κρεατινίνης πλάσµατος, η οποία είναι δυνατόν να αυξηθεί και από την κατανάλωση µεγάλων ποσοτήτων κρέατος χωρίς λήψη συµπληρώµατος (Poortmans et al, 1997; Poortmans & Francaux, 1999). Από αυτά γίνεται αντιληπτό ότι τα
άτοµα µε ήδη υπάρχουσα νεφρική δυσλειτουργία θα πρέπει να λαµβάνουν συµπληρωµατικά κρεατίνη υπό ιατρική παρακολούθηση. Υπάρχουν ακόµη αναφορές για δυσλειτουργίες του ήπατος µέσω αύξησης της συγκέντρωσης των τρανσαµινασών µε το γεγονός να αιτιολογείται από την έντονη µυϊκή καταπόνηση (Kreider, 1998). Ακόµη έχει ειπωθεί ότι δηµιουργεί υπέρταση, όµως τίποτα δεν έχει αποδειχθεί τόσο σε υγιή όσο και σε άτοµα µε καρδιακή ανεπάρκεια (Gordon, 1995; Andrews, 1998; Peetres, 1999). Όσον αφορά το µυϊκό σύστηµα, δηλαδή κράµπες, τραυµατισµούς και φλεγµονές δεν έχει αποδειχθεί κάτι (Tarnopolsky, 1999). Μύθο αποτελεί και η άποψη ότι το βάρος που κερδίζετε µέσω συµπληρωµατικής κρεατίνης είναι λόγω κατακράτησης υγρών. Αυτό ισχύει για τις 2 πρώτες εβδοµάδες, όµως µε την προπόνηση δύναµης το αποτέλεσµα είναι η αύξηση των συσταλτών πρωτεϊνών (µυοσίνης και ακτίνης) γεγονός που αποτελεί την επιθυµητή υπερτροφία των σκελετικών µυών. Η µόνη πιθανή παρενέργεια που υφίσταται είναι η έντονη αφυδάτωση που µπορεί να προκαλέσει σε συνθήκες υψηλής θερµοκρασίας και υγρασίας µε αποτέλεσµα την εξάντληση (Oopik, 1998). Γι αυτό και συστήνεται η αποφυγή συµπληρωµατικής χορήγησης κρεατίνης σε άτοµα που επιθυµούν να ελέγξουν το βάρος τους σε περίοδο έντονης άσκησης ή/και σε θερµό περιβάλλον, διότι αυξάνεται το θερµικό στρες. Τέλος, δεν ενδείκνυται η χορήγησή της σε άτοµα κάτω των 18 ετών, σε εγκύους και σε γυναίκες που θηλάζουν. Συµπεράσµατα Η συµπληρωµατική λήψη κρεατίνης µπορεί να είναι αρωγός στη βελτίωση της απόδοσης εάν πραγµατοποιείται µε την επίβλεψη των ειδικών, οι οποίοι θα είναι σε θέση να ρυθµίσουν τη δοσολογία, να κρίνουν τις παρενέργειες αλλά και την αναγκαιότητα για τη λήψη της κρεατίνης µε βάση και το υπόλοιπο πρόγραµµα διατροφής. Η λήψη της κρεατίνης σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να αντικαταστήσει την αναγκαιότητα της προπόνησης και της εν γένει αθλητικής προετοιµασίας. Βιβλιογραφικές αναφορές Andrews, R., P. Greenhaff, S. Curtis, A. Perry and A. J. Cowley. The effect of dietary creatine supplementation on skeletal muscle metabolism in congestive heart failure. Eur. Heart J. 19:617 622, 1998 Balsom P.D., Soderlund K., Ekblom B.: Creatine in humans with special reference to creatine supplementation. Sports Med 1994, 18:268-80. Bassit A.R., Pinheiro J.H.C., Vitzel F.K., Sproesser J.A., Silveira R.L., Curi R. Effect of short-term creatine supplementation on markers of skeletal muscle damage after strenuous contractile activity. Eur J Appl Physiol 2010;945-955 Beck T.W., Housh T.J., Johnson G.O., Coburn D.W., Malek M.H., Cramer J.T. Effects of a drink containing creatine, amino acids, and protein, combined with ten weeks of resistance training on body composition, strength, and anaerobic performance. J Strength Cond Res 2007, 21:100-104. 48. Buford WT, Kreider BR, Stout RJ, Greenwood M, Campbell B, Spano M, Ziegenfuss T, Lopez H, Landis J, Antonio J. International Society of Sports Nutrition position stand: creatine supplementation and exercise. JISSN 2007; 4:1-8 Candow DG, Chilibeck PD, Chad KE, Chrusch MJ, Davison KS, Burke DG: Effect of ceasing creatine
supplementation while maintaining resistance training in older men. J Aging Phys Act 2004, 12:219-31 Chromiak JA, Smedley B, Carpenter W, Brown R, Koh YS, Lamberth JG, Joe LA, Abadie BR, Altorfer G: Effect of a 10-week strength training program and recovery drink on body composition, muscular strength and endurance, and anaerobic power and capacity. Nutrition 2004, 20:420-427. Connett, R. J. Analysis of metabolic control: new insights using a scaled creatine kinase model. Am. J. Physiol. 254:R949 R959, 1988. Cooke B.M., Rybalka E., Williams D.A., Cribb J.P., Hayes A. Creatine supplementation enhances muscle force recovery after eccentrically-induced muscle damage in healthy individuals. J Inter Soc Sports Nutr 2009; 1-11 Cribb P.J., Williams A.D., Stathis C.G., Carey M.F., Hayes A. Effects of Whey Isolate, Creatine, and Resistance Training on Muscle Hypertrophy. Med Sci Sports Exer 2007, 39:298-307 Gordon, A., E. Hultman, L. Kaijser, et al. Creatine supplementation in chronic heart failure increases skeletal muscle creatine phosphate and muscle performance. Cardiovasc. Res. 30:413 418, 1995. Green A.L., Hultman E, Macdonald I.A., Sewell D.A., Greenhaff P.L. Carbohydrate ingestion augments skeletal muscle creatine accumulation during creatine supplementation in humans. Am J Physiol 1996, 271:E821-6 Guerrero-Ontiveros, M. L., and T. Walliman. Creatine supplementation in health and disease. Effects of chronic creatine ingestion in vivo: Down-regulation of the expression of creatine transporter isoforms in skeletal muscle. Mol. Cell. Biochem. 184:427 437, 1998 Hultman E, Soderlund K, Timmons JA, Cederblad G, Greenhaff PL: Muscle creatine loading in men. J Appl Physiol 1996, 81:232-237 Koshy, K. M., E. Griswold, and E. F. Schneeberger. Interstitial nephritis in a patient taking creatine. N. Engl. J. Med. 340:814 815, 1999. Kreider R.B. Effects of creatine supplementation on performance and training adaptations. Mol Cell Biochem 2003, 244:89-94. Kreider R.B., Leutholtz B.C., Greenwood M. Creatine. In Nutritional Ergogenic Aids Edited by: Wolinsky I, Driskel J. CRC Press LLC: Boca Raton, FL; 2004:81-104 Kreider R.B.: Creatine in Sports. In Essentials of Sport Nutrition & Supplements Edited by: Antonio J, Kalman D, Stout J, et al. Humana Press Inc., Totowa, NJ; 2007 Kreider, R. B., M. Fereira, M. Wilson, et al. Effects of creatine supplementation on body composition, strength, and sprint performance. Med. Sci. Sports Exerc. 30:73 82, 1998. Labella, J. J., M. J. Daood, A. P. Koretsky, et al. Absence of myofibrillar creatine kinase and diaphragm isometric function during repetitive activation. J. Appl. Physiol. 84:1166 1173, 1998
Meyer, R. A., and J. E. Foley. Cellular processes integrating the metabolic response to exercise. In: Handbook of Physiology: Exercise: Regulation and Integration of Multiple Systems, L. B. Rowell and J. T. Shepherd. Bethesda, MD: American Physiological Society, 1996, pp. 841 869. Meyer, R. A., H. L. Sweeney, and M. J. Kushmerick. A simple analysis of the phosphocreatine shuttle. Am. J. Physiol. 246: C365 C377, 1984 Mujika I, Padilla S, Ibanez J, Izquierdo M, Gorostiaga E: Creatine supplementation and sprint performance in soccer players. Med Sci Sports Exerc 2000, 32:518-25. 84:533-9. Oopik, V., M. Paasuke, S. Timpann, L. Medijainen, J. Ereline, and T. Smirnova. Effect of creatine supplementation during rapid body mass reduction on metabolism and isokinetic muscle performance capacity. Eur. J. Appl. Physiol. 78:83 92, 1998 Ostojic SM: Creatine supplementation in young soccer players. Int J Sport Nutr Exerc Metab 2004, 14:95-103. Peeters, B. M., C. D. Lantz, and J. L. Mayhew. Effect of oral creatine monohydrate and creatine phosphate supplementation on maximal strength indices, body composition, and blood pressure. J. Strength Condit. Res. 13:3 9, 1999 Poortmans, J. R., and M. Francaux. Long-term oral creatine supplementation does not impair renal function in healthy athletes. Med. Sci. Sports Exerc. 31:1108 1110, 1999 Poortmans, J. R., H. Auguier, V., Renaut, A. Durusell, M. Saugy, and G. R. Brisson. Effect of short-term creatine supplementation on renal responses in men. Eur. J. Appl. Physiol. 76:566 567, 1997. Preen D, Dawson B, Goodman C, Lawrence S, Beilby J, Ching S: Effect of creatine loading on long-term sprint exercise performance and metabolism. Med Sci Sports Exerc 2001, 33:814-2 Pritchard, N. R., and P. A. Kalra. Renal dysfunction accompanying oral creatine supplementation. Lancet 351:1252 1253, 1998 Rawson SE, Conti PM, Miles PM. Creatine supplementation does not reduce muscle damage or enhance recovery from resistance exercise. J Str Cond Res 2007;1208-1213 Rosene J, Matthews T, Ryan C, Belmore K et al. Short and longer-term of creatine supplementation on exercise induced muscle damage. J Sports Sci Med 2009;89-96 Santos R.V.T., Bassit A.R, Caperuto C.E., Costa Rosa P.B.F.L. The effect of creatine supplementation upon inflammatory and muscle soreness markers after a 30km race. Life Sci 2004;1917-1924 Sewell A.D., Robinson M.T. and Greenhaff L.P. Creatine supplementation does not affect human skeletal muscle glycogen content in the absence of prior exercise. J Appl Physiol 2007; 104: 508-512 Skare O.C., Skadberg, Wisnes A.R. Creatine supplementation improves sprint performance in male sprinters.