Ολοκληρωµένη ιαχείριση Υδατικών Πόρων 479 Εκτίµηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και Ολοκληρωµένη ιαχείριση των Υδατικών Πόρων Γ.Κ. ΜΑΝΟΥΡΗΣ Α. ΓΙΟΥΤΣΟΥ Κ. ΚΑΣΣΙΟΣ ρ. Πολιτ. Μηχ. Οικονοµ. Νοµικός Αγρον. Τοπογ. Μηχανικός Καθηγητής Ε.Μ.Π Περίληψη Η Εκτίµηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΕ), καταλαµβάνει προέχουσα θέση στο πλαίσιο των προσπαθειών για την επίτευξη ολοκληρωµένης διαχείρισης των υδατικών πόρων. Στην εισήγησή µας, εξετάζεται το θέµα αυτό κατά τρόπο συνθετικό. Ειδικότερα εξετάζονται γενικά ο θεσµός της ΕΠΕ, οι µέθοδοι και τεχνικές εκτίµησης µε βάση την καταλληλότητα χρήσης τους,η οικονοµική της πλευρά, το νοµικό πλαίσιο, οι θέσεις της νοµολογίας και η εν γένει δράση και οργανωτική δοµή της ηµόσιας ιοίκησης για το εξεταζόµενο θέµα. Η εισήγηση ολοκληρώνεται µε µία σειρά συµπερασµάτων και προτάσεων, που προκύπτουν από την προαναφερθείσα συνθετική προσέγγιση του θέµατος. Abstract Environmental Impact Assessment (EIA) plays an important role in the framework of the efforts aiming at the formulation of a complete water resources management. In our paper this issue is examined in an integrated way. The following issues are particularly examined: the notion of the EIA in general, the methods and assessment techniques on the basis of the suitability of their use, the economic aspects, the legal framework, the positions of case-law and, in general, the action and the steering pattern of the Public Administration concerning the above-mentioned issue. This paper presents some conclusions and proposals which are drawn by the aforementioned integrated approach. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο θεσµός της Εκτίµησης των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΕ), αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα µέσα υλοποίησης των αρχών της πρόληψης και της βιώσιµης ανάπτυξης. Η ολοκληρωµένη διαχείριση των υδατικών πόρων, εντάσσεται κατ εξοχήν στα πλαίσια υλοποίησης των προαναφερθεισών αρχών, αλλά και άλλων συναφών µε αυτές. Κατά συνέπεια, ο αναφερόµενος θεσµός πρέπει να αποτελεί άκρως καθοριστικό στοιχείο για τη διαχείριση αυτή. Ο ανωτέρω θεσµός, αποσκοπεί, εκτός των άλλων, στη λήψη όλων των αναγκαίων µέτρων, ώστε να είναι δυνατή η ολοκληρωµένη εκτίµηση των επιπτώσεων από έργα δραστηριότητες και προγράµµατα, µε κύριο σκοπό την πρόληψη των περιβαλλοντικών βλαβών και την ορθολογική διαχείριση των πόρων. Οταν η εκτίµηση των επιπτώσεων αφορά κυρίως προκαταρκτικές φάσεις κατάστρωσης σχετικών προγραµµάτων (π.χ. αναπτυξιακά προγράµµατα, χάραξη περιφερειακής πολιτικής, κατάστρωση χωροταξικών σχεδίων κ.λ.π), τότε πρόκειται για το θεσµό της Στρατηγικής Εκτίµησης των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (SEA) [1,2]. Στην παρούσα εισήγηση, εξετάζεται το θέµα της ΕΠΕ, σε σχέση µε την ολοκληρωµένη διαχείριση των υδατικών πόρων. Επειδή, µια κατάλληλη προσέγγιση της υπόψη εκτίµησης, πρέπει να περιλαµβάνει διάφορες σηµαντικές πτυχές αυτής (τεχνική, οικονοµική, νοµική, οργανωτική κ.λ.π), είναι ευνόητο ότι και η παρούσα προσέγγιση θα πρέπει να ακολουθήσει την ιδία µέθοδο. Ειδικότερα, τα κύρια στοιχεία που εξετάζονται, µεταξύ άλλων, στα πλαίσια της ανωτέρω, είναι η συγκριτική εξέταση των µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης από πλευράς καταλληλότητας χρήσης της για την διαχείριση των υδατικών πόρων, τα προβλήµατα «εσωτερικοποίησης» του εξωτερικού κόστους και της ενσωµάτωσης της «περιβαλλοντικής» συνιστώσας στους εθνικούς λογαριασµούς, η καταλληλότητα του υπάρχοντος γενικότερου και ειδικότερου νοµικού πλαισίου, οι θέσεις της νοµολογίας καθώς και η στάση της δηµόσιας διοίκησης. Με την επιλεγείσα σύνθετη µέθοδο προσέγγισης του θέµατος, εκτός των άλλων, τα συµπεράσµατα που προκύπτουν και οι προτάσεις που διατυπώνονται, είναι «κατά τεκµήριο» πληρέστερες, από τις αντίστοιχες περιπτώσεις των επί µέρους προσεγγίσεων. 2. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Η πληθώρα των περιβαλλοντικών προβληµάτων που απαντώνται στο σύγχρονο κόσµο, πολλά των οποίων έχουν αποκτήσει καθολικό χαρακτήρα, η δραµατική πολλές φορές µείωση της «φέρουσας ικανότητας» των διαφόρων οικοσυστηµάτων, οι σηµαντικές επιδράσεις που δηµιουργούν ιδιαίτερα τα µεγάλα έργα και τα προγράµµατα, όπως είναι τα προγράµµατα διαχείρισης των υδατικών πόρων, στους παράγοντες και µεταβλητές
480 Οικονοµικοί, Κοινωνικοί και Πολιτικοί Παράγοντες στη ιαχείριση των Υδατικών Πόρων του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, αλλά και η υιοθέτηση σε διεθνές επίπεδο, της αρχής της βιώσιµης ανάπτυξης, αποτελούν κάποιους από τους βασικότερους λόγους, για τους οποίους η παλαιά κλασσική αρχή του ρυπαίνοντος (ο ρυπαίνων πληρώνει), έχει αντικατασταθεί από την αρχή της πρόληψης. Σηµειώνεται ότι η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης, δεν έχει βέβαια απολύτως συγκεκριµένο περιεχόµενο, αλλά βασίζεται σε δύο κύριους άξονες. Ο πρώτος άξονας αφορά την εξοικονόµηση των φυσικών πόρων, ο δεύτερος την προστασία του περιβάλλοντος. Οι υδατικοί πόροι αποτελούν εξαιρετικής σπουδαιότητας φυσικούς πόρους, οι οποίοι θα πρέπει να ενταχθούν σε πλαίσια διαχείρισης, συµβατά µε την προαναφερθείσα αρχή. Η διαχείρισή τους αυτή, θα πρέπει δηλαδή, να εξασφαλίζει αφενός µεν την µεγίστη δυνατή εξοικονόµηση τους, λαµβανοµένου υπόψη εκτός των άλλων και του γεγονότος ότι οι εν λόγω πόροι, βαίνουν συνεχώς µειούµενοι, αφετέρου δε η ίδια διαχείριση θα πρέπει να γίνεται µε τρόπους που θα επιφέρουν όσο το δυνατόν τις µικρότερες δυνατές αρνητικές επιδράσεις στο περιβάλλον. Πρόληψη λοιπόν και βιώσιµη ανάπτυξη, θα πρέπει να είναι οι κύριες «σταθερές» της εξεταζόµενης διαχείρισης [3,4]. Η υλοποίηση των αρχών της πρόληψης και της βιώσιµης ανάπτυξης, εξασφαλίζεται σε σηµαντικό βαθµό, µε την εκτίµηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στα πλαίσια της οποίας, επιχειρείται να εκτιµηθούν εκ των προτέρων, πάσης φύσεως επιδράσεις (θετικές-αρνητικές, µεγάλες-µικρές, άµεσες-έµµεσες, κ.λ.π) που προκαλούνται στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, από έργα δραστηριότητες και προγράµµατα, σε επίπεδο σχεδιασµού, κατασκευής / υλοποίησης και λειτουργίας. Στο σηµείο αυτό, θα πρέπει να επισηµανθεί, ότι µεταξύ έργων και προγραµµάτων υπάρχουν πολύ σηµαντικές διαφορές, οι οποίες επηρεάζουν τόσο τη διαχείριση των υδατικών πόρων, αφού η τελευταία, µάλλον στα πλαίσια της υλοποίησης προγραµµάτων θα πρέπει να νοηθεί, όσο και την αντίστοιχη εκτίµηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και κυρίως την επιλογή των αντιστοίχων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης. Οι πλέον σηµαντικές από τις διαφορές αυτές, είναι οι ακόλουθες: ι) Ο σκοπός του έργου είναι περιορισµένος, ενώ του προγράµµατος ευρύτερος ιι) Οι εναλλακτικές λύσεις στην περίπτωση των έργων σχετίζονται κατά βάση, µε τις θέσεις και τις τεχνολογίες, ενώ στα προγράµµατα κυρίως µε τεχνικούς, θεσµικούς και ενδοϋπηρεσιακούς παράγοντες ιιι) Οι χρόνοι είναι σχετικά µικροί για τα έργα και µεγάλοι για τα προγράµµατα ιν) Η υλοποίηση ενός έργου είναι σχετικά άµεση, ενώ ενός προγράµµατος µεσο/µακροχρόνια ν) Η γνώση του µέλλοντος είναι κατά κανόνα, επιτεύξιµη για τα έργα σε αντίθεση µε τα προγράµµατα κ.λ.π Τέλος πρέπει να επισηµανθεί ότι τα χαρακτηριστικά των λεγοµένων «µεγάλων έργων», προσιδιάζουν προς τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των προγραµµάτων [1]. Αν και ο θεσµός της ΕΠΕ, δεν περιορίζεται µόνο στην εκπόνηση των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), οι τελευταίες αποτελούν τον βασικό µηχανισµό της λειτουργίας του. Η πληρότητα, η αξιοπιστία αλλά και η σφαιρική προσέγγιση των επιδράσεων, µιας ΜΠΕ, είναι προφανές ότι συµβάλουν αποτελεσµατικά στην υλοποίηση των προαναφερθεισών αρχών. Βασικά στοιχεία που επηρεάζουν µεταξύ των άλλων την αξιοπιστία των µελετών αυτών, είναι η συνύπαρξη ποσοτικών και ποιοτικών µεταβλητών, η υποκειµενικότητα των κρίσεων, η καταλληλότητα των χρησιµοποιουµένων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης, η ιδιαιτερότητα των σχεδίων και προγραµµάτων και οι διαφορές τους µε τα έργα, η οριοθέτηση του πεδίου µελέτης (scoping), η επιλογή των έργων που υποβάλλονται σε εκτίµηση (screening), η πρόβλεψη στα πλαίσια της µελέτης µηχανισµού παρακολούθησης της λειτουργίας του έργου και της υλοποίησης του προγράµµατος κ.λ.π. Ειδικότερα, µεταξύ άλλων επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη και τα εξής: ι) στις ΜΠΕ συνυπάρχουν ποσοτικοί παράγοντες και µεταβλητές (οι οποίοι είναι µετρήσιµοι), αλλά και αντίστοιχοι ποιοτικοί (κατ αρχήν µη µετρήσιµοι). Η ανάγκη συνεξέτασης των εν λόγω ποσοτικών και ποιοτικών παραγόντων (επιβεβληµένη και από το γεγονός της εξεύρεσης και εν συνεχεία σύγκρισης κατ αρχήν πρόσφορων, εναλλακτικών λύσεων και επιλογή της πλέον πρόσφορης), επιβάλλει την αναζήτηση µεθόδων και τεχνικών που επιτυγχάνουν σχετική τουλάχιστον ποσοτικοποίηση ποιοτικών µεταβλητών, µε αποτέλεσµα, εκτός των άλλων, τον περιορισµό της υποκειµενικότητας των κρίσεων ιι) η οριοθέτηση του πεδίου µελέτης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, λαµβανοµένου υπόψη και του γεγονότος, ότι ιδιαίτερα στα µεγάλα έργα και προγράµµατα, η αντιµετώπιση του θέµατος της εκτίµησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, επιβάλλει την εκπόνηση σειράς µελετών από τα ανώτερα επίπεδα σχεδιασµού έως και τα στάδια της εκτέλεσης και λειτουργίας των έργων [5]. Η εν λόγω οριοθέτηση είναι καθοριστικής σηµασίας όταν πρόκειται για ολοκληρωµένα προγράµµατα, όπως είναι τα προγράµµατα διαχείρισης των υδατικών πόρων. Τέτοια προγράµµατα, επεκτείνονται σε µια σειρά θεµατικών περιοχών, όπως είναι η διαφύλαξη του φυσικού χαρακτήρα των υδάτινων φυσικών αποδεκτών και ιδιαίτερα αυτών που εµφανίζουν ιδιαίτερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον (υδατορέµατα, λίµνες, υγροβιότοποι κ.λ.π), οι παραγωγικές διαδικασίες, ο χωροταξικός και πολεοδοµικός σχεδιασµός, κ.λ.π. ιιι) Η επίδραση των ΜΠΕ στον σχεδιασµό των έργων [6] και την υλοποίηση των προγραµµάτων, έχει αποτελέσει αντικείµενο πολλών εργασιών. Μεταξύ των συµπερασµάτων που προκύπτουν από αυτές, είναι ότι ο
Ολοκληρωµένη ιαχείριση Υδατικών Πόρων 481 χρόνος εκπόνησης των ΜΠΕ, σε σχέση µε τους αντιστοίχους των υπολοίπων µελετών είναι καθοριστικής σηµασίας. Σε κάθε περίπτωση µια διαδικασία ΕΠΕ καθώς και οι σχετικές µε αυτή ΜΠΕ, πρέπει να αρχίζουν «αρκετά νωρίς», διότι µόνο τότε αυξάνεται η πιθανότητα το «εκτιµητικό αποτέλεσµα», να οδηγήσει στην πλέον αποτελεσµατική και συµβατή µε την αρχή της πρόληψης περιβαλλοντική προστασία. Εξυπακούεται βεβαίως ότι µια διαδικασία ΕΠΕ πρέπει να αρχίζει πριν τις ΜΠΕ και να περατώνεται µετά από αυτές. ιν) Η διαδικασία ΕΠΕ, διαφοροποιείται από προγενέστερες διαδικασίες για τον έλεγχο της ρύπανσης, οι οποίες αποσκοπούσαν στην αντιµετώπιση εξειδικευµένων και άµεσων προβληµάτων που δηµιουργούνται στο περιβάλλον, κυρίως µε βάση τη λογική της αποκατάστασης των περιβαλλοντικών βλαβών και όχι τη λογική της πρόληψης. Σήµερα πλέον, µια διαδικασία ΕΠΕ, πρέπει να αντιµετωπίζει τα περιβαλλοντικά προβλήµατα ολοκληρωµένα. Έτσι, όπως ήδη προελέχθη, πρέπει να καθορίζονται και να αξιολογούνται πάσης φύσεως συνέπειες (φυσικές, οικολογικές, αισθητικές, οικονοµικές, κ.λ.π) ενός έργου/δραστηριότητας/προγράµµατος/σχεδίου/πολιτικής. ν) Μετά τα προαναφερθέντα, ευνόητο είναι ότι µια ΜΠΕ, για να πετύχει τους στόχους της, θα πρέπει να έχει τον χαρακτήρα µιας «ουσιαστικής» µελέτης σκοπιµότητας και σχεδιασµού της δράσης η των δράσεων. Για τον λόγο αυτό, στην έννοια περιβάλλον περιέχονται όχι µόνο οι φυσικοχηµικές και βιοχηµικές συνιστώσες, αλλά όλοι οι παράγοντες που σχετίζονται µε την ατοµική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων (περιφερειακή οικονοµία, φυσικοί πόροι, τρόποι ζωής κ.λ.π). Σύµφωνα µε την επικρατούσα σήµερα τάση για τα εν λόγω θέµατα, θα πρέπει να λάβει χώρα µια ολοκληρωµένη εκτίµηση η το ορθότερο µια αντίστοιχη συνεκτίµηση των προσδοκωµένων ωφελειών (οικονοµικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών κ.λ.π) µε τις αντίστοιχες ζηµιές. Είναι ευνόητο, ότι µια τέτοια ευρεία συνεκτίµηση κόστους/ωφελειών, µπορεί να οδηγήσει στην ορθή αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων και προγραµµάτων και να ευνοήσει τη διατηρήσιµη χρήση των πόρων, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται και οι υδατικοί. 3. ΜΕΘΟ ΟΙ / ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ Κατόπιν των προαναφερθεισών επισηµάνσεων, καθίσταται προφανές ότι οι χρησιµοποιούµενες µέθοδοι και τεχνικές εκτίµησης που χρησιµοποιούνται, δεν µπορεί να χαρακτηρισθούν από τον ίδιο βαθµό καταλληλότητας για την περίπτωση της ΕΠΕ προγραµµάτων διαχείρισης υδατικών πόρων. Στα πλαίσια της παρούσας, επιχειρείται µία αξιολόγηση γνωστών µεθόδων και τεχνικών, όσον αφορά την εν λόγω καταλληλότητα. Η χρήση των «κλασσικών» µεθόδων, είναι περιορισµένη και έχει κατά κανόνα συµπληρωµατικό χαρακτήρα, γεγονός που οφείλεται κατά βάση στο ότι για τις µεθόδους αυτές, επιβάλλεται να ισχύουν ορισµένες προϋποθέσεις, όπως το µη αβέβαιο περιβάλλον, το περιβάλλον εκλογικευµένης επιλογής και το στατικό περιβάλλον, προϋποθέσεις που δεν ισχύουν κατά κανόνα στην περίπτωση των προγραµµάτων διαχείρισης των υδατικών πόρων. Σηµαντικές ατέλειες των ιδίων µεθόδων είναι, µεταξύ άλλων, η αδυναµία ενσωµάτωσης διαφορετικών συντελεστών και η αδυναµία χειρισµού ποιοτικών δεδοµένων. Οι µέθοδοι «πολυκριτηριακής» ανάλυσης, παρουσιάζουν σηµαντικά πλεονεκτήµατα σε σχέση µε τις κλασσικές κυρίως διότι α) το περιβάλλον µπορεί να είναι αβέβαιο, β) µπορεί να είναι µη στατικό, µε αποτέλεσµα ο σχεδιασµός να διαµορφώνεται στο πλαίσιο µιας διαρκούς διάδρασης σκοπών και µέσων, γ) τα αποτελέσµατα των εν λόγω µεθόδων µπορούν να σχετίζονται µε διαφορετικές διαβαθµίσεις, εναλλακτικά ως προς κάποια κριτήρια µε διαφορετικές προτεραιότητες (ειδικά βάρη κριτηρίων). Επίσης, δίδεται δυνατότητα χειρισµού ποιοτικών δεδοµένων, διότι στις πολυκριτηριακές προσεγγίσεις, είναι δυνατός ο χειρισµός µητρώων µικτών η και αποκλειστικά µητρώων ποιοτικών δεδοµένων (αριθµητικές/η και τακτικές κλιµακώσεις τιµών στα κριτήρια). Για τους λόγους αυτούς, κρίνονται κατ αρχήν κατάλληλες για την εκτίµηση των επιπτώσεων από προγράµµατα διαχείρισης των υδατικών πόρων, αν και η καταλληλότητά τους αυτή µπορεί να περιορισθεί, λόγω της ύπαρξης άλλων προβληµάτων, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται η αδυναµία «αντικειµενικής» αποτίµησης και µέτρησης ποιοτικών µεταβλητών, η αδυναµία προσδιορισµού του συνόλου των σχέσεων µεταξύ των περιβαλλοντικών παραγόντων και µεταβλητών, αλλά και η αδυναµία πλήρους προσδιορισµού και «εσωτερικοποίησης» του εξωτερικού κόστους, θέµα για το οποίο θα γίνει ειδικότερη αναφορά στη συνέχεια. Τα πολυκριτηριακά µοντέλα λήψης περιβαλλοντικών αποφάσεων, που ονοµάζονται και διαχειριστικά η τεχνολογικά µοντέλα, έχουν καθοριστική συµβολή στην περιγραφή των περιβαλλοντικών συστηµάτων και συνεπακόλουθα στη λήψη των περιβαλλοντικών αποφάσεων, µε αποτέλεσµα να θεωρούνται κατ αρχήν κατάλληλα για την εκτίµηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τον σχεδιασµό, την δηµιουργία και την υλοποίηση των προγραµµάτων διαχείρισης των υδατικών πόρων. Παρ όλα αυτά, αρκετές φορές τα αποτελέσµατα χρήσης των δεν είναι ικανοποιητικά, διότι µεταξύ άλλων: α) ανακύπτουν θεωρητικές δυσκολίες, που έχουν σχέση µε την κατασκευή των µοντέλων. Οι δυσκολίες αυτές, οφείλονται κυρίως στην αδυναµία ακριβούς µαθηµατικού προσδιορισµού διαφόρων εννοιών που περιγράφουν τα πραγµατικά φαινόµενα, δεδοµένου του µεγάλου αριθµού αλληλεπιδράσεων και διεργασιών των τελευταίων, β) η προϋπόθεση της ύπαρξης επαρκών και αξιόπιστων στοιχείων δεν ισχύει πάντα, µε αποτέλεσµα την αδυναµία κατασκευής κατάλληλων µοντέλων, γ) η έλλειψη
482 Οικονοµικοί, Κοινωνικοί και Πολιτικοί Παράγοντες στη ιαχείριση των Υδατικών Πόρων επαρκών γνώσεων για τα περιβαλλοντικά προβλήµατα και των αλληλοσυσχετίσεων και αλληλεπιδράσεων των προσδιοριστικών τους παραγόντων (ιδιαίτερα αυτών που έχουν καθολικό χαρακτήρα), συντελεί στην αδυναµία κατασκευής ενός αξιόπιστου µοντέλου. Η συστηµική µέθοδος, µπορεί υπό ορισµένες προϋποθέσεις να ενταχθεί στην κατηγορία των κατ αρχήν κατάλληλων µεθόδων. Πολλές φορές όµως, δηµιουργούνται προβλήµατα που περιορίζουν την εν λόγω καταλληλότητα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στο στάδιο του προσδιορισµού του συστήµατος, προβλήµατα µπορεί να δηµιουργηθούν από την έλλειψη επαρκών σε ποσότητα και ποιότητα στοιχείων, καθώς και την έλλειψη γνώσης του πλήρους εύρους των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος και των αλληλεπιδράσεων αυτών. Στα εν λόγω στοιχεία, περιλαµβάνονται και θέµατα που αφορούν την δίαιτα, την απορροή και εν γένει κατάσταση των επιφανειακών και υπογείων υδάτων. Κατά την κατασκευή του υποδείγµατος, µπορεί επιπλέον να δηµιουργηθούν πρόσθετα προβλήµατα επιλογής των στοιχείων του, αφού είναι γνωστό ότι ένα τέτοιο υπόδειγµα, θα πρέπει να περιλαµβάνει για λόγους δυνατότητας χειρισµού, µικρό αριθµό στοιχείων, κατάλληλα επιλεγµένων και τις σχέσεις που τις συνδέουν, κατάλληλα ορισµένες. Στο στάδιο επιλογής/καθορισµού του συνόλου των κριτηρίων, εµφανίζεται επιπλέον το πρόβληµα της ποσοτικοποίησης, αφού όλα τα φαινόµενα, θα πρέπει να ποσοτικοποιηθούν κατά τάξη η κατά πλήθος. Ανάλογα ως προηγουµένως προβλήµατα, µπορεί να ανακύψουν και σε άλλα στάδια της διαδικασίας, όπως επί παραδείγµατι στο στάδιο της εξεύρεσης εναλλακτικών λύσεων, της αξιολόγησης αυτών και στην επιλογή της πιο πρόσφορης. Πλέον κατάλληλη µέθοδος για την ΕΠΕ εµφανίζεται αυτή που στηρίζεται στην ανάλυση αποφάσεων. Σύµφωνα µε την εν λόγω µέθοδο, ο σχεδιασµός των έργων και η δηµιουργία προγραµµάτων, περιγράφεται ως µια διαδικασία λήψης αποφάσεων, δηλαδή επιλογή µιας λύσης, µετά πολλών εναλλακτικών σε συνθήκες αβεβαιότητας. Η θεωρία των αποφάσεων, δίδει το κατάλληλο πλαίσιο για τη λήψη αυτών σε συνθήκες επικινδυνότητας, διότι παρέχει την δυνατότητα αποτίµησης και των ανεπιθυµήτων συνεπειών, που είναι αποτέλεσµα αστοχίας των υπό ανάλυση αποφάσεων. Η ανάπτυξη και επίλυση µοντέλων προσοµείωσης των φυσικών φαινοµένων, που λαµβάνει χώρα, οδηγεί στον υπολογισµό των πιθανοτήτων αστοχίας, δεδοµένου ότι η αξιολόγηση των επιπτώσεων από την πιθανή αστοχία των έργων/προγραµµάτων, λαµβάνει χώρα στο στάδιο της τεχνικής ανάλυσης, η οποία ενσωµατώνεται στην όλη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Σηµαντικό συγκριτικό πλεονέκτηµα της εν λόγω µεθόδου, έναντι κυρίως της κλασσικής κόστους/οφέλους, είναι ότι δίδεται η δυνατότητα αποτίµησης συνεπειών και επιπτώσεων που δεν µεταφράζονται εύκολα σε χρήµα, όπως ασθένειες, δυστυχήµατα, απώλειες ζωών, ρύπανση ατµόσφαιρας και υδάτων, οικολογικές καταστροφές κ.λ.π. Η προαναφερθείσα καταλληλότητα της εξεταζοµένης µεθόδου είναι ευχερώς διαπιστώσιµη, στην περίπτωση των προγραµµάτων που αναφέρονται στη διαχείριση των υδάτων, αφού ο σχεδιασµός, δηµιουργία και υλοποίησή τους παρουσιάζουν, µεταξύ άλλων, τα χαρακτηριστικά της αβεβαιότητας, των πιθανών αστοχιών, της αναγκαιότητας αντιµετώπισης των σχετικών θεµάτων µε βάση τις µεθόδους περισσοτέρων επιστηµονικών περιοχών (στατιστική θεωρία, ανάλυση συστηµάτων, επιχειρησιακή έρευνα, οικονοµία, ψυχολογία κ.λ.π), της αναγκαιότητας εκτίµησης ποικίλων παραγόντων και µεταβλητών αποτιµητών και µη αποτιµητών σε χρήµα κ.λ.π, χαρακτηριστικά δηλαδή που προσιδιάζουν στη χρήση της εν λόγω µεθόδου. Βεβαίως και πάλι µπορεί να εµφανισθούν ανάλογα µε τα αναφερόµενα στις άλλες µεθόδους και τεχνικές προβλήµατα. Σε κάθε όµως περίπτωση, η εξεταζοµένη µέθοδος είναι προσφορότερη από τις λοιπές. Τέλος θα πρέπει να επισηµανθεί ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων σχεδιασµού, δηµιουργίας και υλοποίησης προγραµµάτων διαχείρισης των υδατικών πόρων, επιχειρείται η εφαρµογή ενός συνδυασµού µεθόδων και τεχνικών, για την επίτευξη όσο το δυνατόν προσφόρου αποτελέσµατος της εκτίµησης. 4. ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Η οικονοµική παράµετρος παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην εξεταζοµένη εκτίµηση. Θέµατα που σχετίζονται µε αυτή, είναι µεταξύ άλλων, η δυνατότητα «εσωτερικοποίησης» του εξωτερικού κόστους, η δυνατότητα χρήσης των πλέον πρόσφορων, κατά περίπτωση, οικονοµικών µέσων, ο προσδιορισµός της κοινωνικής ευηµερίας που προκαλείται από την διαχείριση των υδατικών πόρων συγκεκριµένων έργων και προγραµµάτων, ο εντοπισµός και η αξιολόγηση των «οικονοµιών κλίµακας» και των «εξωτερικών οικονοµιών» (κατ εξοχήν στις αρνητικές εξωτερικές οικονοµίες περιλαµβάνονται η µόλυνση, ρύπανση και υποβάθµιση του περιβάλλοντος), η αδυναµία πλήρους λογιστικής απεικόνισης ωφελειών και κόστους, ιδιαίτερα στους ποιοτικούς παράγοντες, και οι τρόποι χρηµατοδότησης κυρίως των προγραµµάτων διαχείρισης των υδατικών πόρων. Ειδικότερα για τα αναφερόµενα θέµατα, λεκτέα είναι µεταξύ άλλων και τα εξής: ι) Η εσωτερικοποίηση του εξωτερικού κόστους, αποτελεί ένα µηχανισµό αποτελεσµατικής περιβαλλοντικής προστασίας. Στην περίπτωση των υδατικών πόρων, η εσωτερικοποίηση θα πρέπει να επιδιώκεται σε κάθε περίπτωση που στα πλαίσια της εν λόγω διαχείρισης, δηµιουργούνται ρυπάνσεις ή υποβαθµίζεται το περιβάλλον των πόρων αυτών. Ευνόητο είναι, ότι όσο πληρέστερη, ολοκληρωµένη και πραγµατική είναι αυτή η εσωτερικοποίηση, τόσο
Ολοκληρωµένη ιαχείριση Υδατικών Πόρων 483 µεγαλύτερη περιβαλλοντική προστασία επιτυγχάνεται και συνακόλουθα, τόσο πιο «συµβατή» µε τις αρχές της βιώσιµης ανάπτυξης, είναι αυτή. ιι) Ιδιαίτερη αναφορά, θα πρέπει να λάβει χώρα, για το είδος των προβληµάτων που δηµιουργούνται, λόγω της αδυναµίας της οικονοµικής επιστήµης να συµπεριλάβει στους διαφόρους «λογαριασµούς», την περιβαλλοντική συνιστώσα ιδιαίτερα στην περίπτωση των µεγάλων έργων, και των προγραµµάτων, µε αποτέλεσµα, µεταξύ άλλων, ούτε κατάλληλη κατά περίπτωση «εσωτερικοποίηση» του εξωτερικού κόστους να είναι δυνατόν να επιτευχθεί, ούτε εκ του λόγου αυτού, να είναι δυνατή η επιλογή των πλέον πρόσφορων εναλλακτικών λύσεων. Αυτό συµβαίνει κατ εξοχήν στη διαχείριση των υδατικών πόρων, όπου παρουσιάζονται, εκτός των άλλων και σοβαρά προβλήµατα στην εκτίµηση της κοινωνικής ωφέλειας ή του κοινωνικού κόστους αντίστοιχα, από την εκάστοτε εφαρµοζοµένη διαχείριση. ιιι) επειδή στα πλαίσια της διαδικασίας ΕΠΕ, από προγράµµατα διαχείρισης των υδατικών πόρων, θα πρέπει να συνεκτιµηθούν και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε ποιοτικούς παράγοντες, καθίσταται απολύτως αντιληπτή η σηµασία που πρέπει να δοθεί στην εξεύρεση, εφαρµογή και συνδυασµό καταλλήλων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης, µε τις οποίες θα καταστεί δυνατή ή όσο το δυνατόν καταλληλοτέρα οικονοµική εκτίµηση των εν λόγων επιπτώσεων στους εξεταζοµένους παράγοντες. Η αντιµετώπιση των εξεταζοµένων προβληµάτων που δηµιουργούνται κατά τον σχεδιασµό, και την υλοποίηση των προγραµµάτων διαχείρισης των υδατικών πόρων πρέπει να αντιµετωπισθούν, εκτός των άλλων, µε βάση τις εξής κατευθύνσεις: ι) την κατεύθυνση της πλήρους και πλέον πρόσφορης εκµετάλλευσης των υπαρχόντων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης που περιορίζουν το εύρος των προαναφερθέντων προβληµάτων, αλλά και στην επινόηση νέων, ώστε να βελτιωθεί, στα πλαίσια της οικονοµικής προσέγγισης, η εκτίµηση αυτή ιι) την κατεύθυνση της συνεξέτασης των βασικών τουλάχιστον κοινωνικοοικονοµικών παραµέτρων µε τις λοιπές τεχνικού, νοµικού, οργανωτικού κ.λ.π. χαρακτήρα στα πλαίσια εκπόνησης ΜΠΕ και ιιι) την κατεύθυνση της κρατικής παρέµβασης και της λήψης ενιαίων µέτρων από την πολιτεία, όταν η συµπεριφορά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οδηγεί στην δηµιουργία εκτεταµένων αρνητικών εξωτερικών οικονοµιών, µεταξύ των οποίων, προέχουσα θέση έχει η υποβάθµιση του περιβάλλοντος. 5. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Το εξεταζόµενο νοµοθετικό πλαίσιο µπορεί να χωρισθεί σε δύο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαµβάνει τις σχετικές διατάξεις που αναφέρονται στο θεσµό της ΕΠΕ καθώς και στις ΜΠΕ. Η δεύτερη κατηγορία περιλαµβάνει τις διατάξεις που αναφέρονται άµεσα ή έµµεσα στη διαχείριση των υδατικών πόρων. Για την πρώτη κατηγορία, ισχύουν µεταξύ άλλων και τα εξής: Η έκδοση των οδηγιών 97/11ΕΕ για την εκτίµηση των επιπτώσεων ορισµένων σχεδίων δηµοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (τροποποίηση της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ) και 96/61/ΕΕ για την ολοκληρωµένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, επέβαλαν, µεταξύ άλλων, την ανάγκη τροποποίησης των άρθρων 3,4,5 του Ν.1650/86 για το περιβάλλον, όπως εξειδικεύτηκαν µε τις ΚΥΑ 69269/5387/90 και 75308/5512/90. Η τροποποίηση έλαβε χώρα µε την έκδοση του Ν.3010/2002(ΦΕΚ 91Α /25-4-2002) «Εναρµόνιση του Ν. 1650/1986 µε τις οδηγίες 97/11 ΕΕ και 96/61 ΕΕ, διαδικασία οριοθέτησης και ρυθµίσεις θεµάτων για τα υδατορέµατα και άλλες διατάξεις». Σε συνέχεια του παρόντος νόµου εκδόθηκε, µεταξύ άλλων, η ΚΥΑ ΗΠ 15393/2332/2002 (ΦΕΚ 1022Β/ 5-8-2002 «Κατάταξη δηµοσίων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες και υποκατηγορίες, σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Ν.1650/1986 όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 του Ν. 3010/2002 Εναρµόνιση του Ν 1650/86 µε τις οδηγίες 97/11ΕΕ και 96/61ΕΕ κ.α(α91), στα πλαίσια της οποίας, τα έργα και οι δραστηριότητες της Α και Β κατηγορίας, υποδιαιρούνται στις υποκατηγορίες 1 και 2 (για τη Α) και 3 και 4 (για τη Β). Ακόµη εκδόθηκαν η αριθ. H.Π.11014/703/Φ104 (ΦΕΚ Β 332/20.03.2003) ιαδικασία Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίµησης και Αξιολόγησης (Π.Π.Ε.Α.) και Εγκρισης Περιβαλλοντικών όρων (Ε.Π.Ο.) σύµφωνα µε το άρθρο 4 του Ν. 1650/1986 (Α' 160) όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 2 του Ν.3010/2002 "Εναρµόνιση του Ν. 1650/1986 µε τις οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ...και άλλες διατάξεις" (Α' 91) και η αριθ.25535/3281 (ΦΕΚ Β 1463/20.11.2002) Εγκριση περιβαλλοντικών όρων από το Γενικό Γραµµατέα της Περιφέρειας των έργων και δραστηριοτήτων που κατατάσσονται στην υποκατηγορία 2 της Α' κατηγορίας σύµφωνα µε την υπ αρ. ΗΠ 15393/2332/2002 ΚΥΑ "Κατάταξη δηµόσιων και ιδιωτικών έργων σε κατηγορίες κ.λ.π." (Β' 1022). Τέλος η εκδοθείσα οδηγία για την στρατηγική εκτίµηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαικού Κοινουβουλίου και του Συµβουλίου της 27 ης Ιουνίου 2001, σχετικά µε την εκτίµηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισµένων σχεδίων και προγραµµάτων), η οποία πρέπει να µεταφερθεί στις εσωτερικές έννοµες τάξεις των κρατών- µελών έως την 21 Ιουλίου 2004, διανοίγει νέες προοπτικές βελτίωσης της ΕΠΕ από προγράµµατα, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται και τα εξεταζόµενα προγράµµατα διαχείρισης των υδατικών πόρων. Για τη δεύτερη κατηγορία ίσχυε ο βασικός νόµος, Ν. 1735 της 19/20-11-87 «ιαχείριση των υδατικών πόρων και άλλες διατάξεις» (Α 201) τον οποίο αντικατέστησε ο Ν. 3199/2003 «Προστασία και διαχείριση των υδάτων-
484 Οικονοµικοί, Κοινωνικοί και Πολιτικοί Παράγοντες στη ιαχείριση των Υδατικών Πόρων Εναρµόνιση µε την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 23 ης Οκτωβρίου 2000 (ΦΕΚ Α 280/9-12-2003). Στα πλαίσια του πρώτου νόµου επροβλέποντο, µεταξύ άλλων η υποχρέωση προηγούµενης λήψης αδείας για κάθε χρήση ύδατος, ο διαχωρισµός της χώρας σε 14 υδατικά διαµερίσµατα, οριοθετηµένα µεταξύ τους από υδροκρίτες, η δηµιουργία κεντρικού και περιφερειακών φορέων διαχείρισης (και αντιστοίχων επιτροπών), καθώς και προγραµµάτων ανάπτυξης και διαχείρισης των υδατικών πόρων της χώρας, που διακρίνονται σε µακροχρόνια εθνικά µεσοχρόνια εθνικά, µεσοχρόνια κατά υδατικό διαµέρισµα και ειδικών σκοπών, η πρόβλεψη όρων και προϋποθέσεων κατασκευής έργων και αξιοποίησης των υδατικών πόρων από φορείς του δηµοσίου τοµέα, αλλά και από ΝΠΙ ή φυσικά πρόσωπα, µέσα στα πλαίσια των ισχυόντων προγραµµάτων, καθώς και η θέσπιση κανόνων για την άσκηση του δικαιώµατος εκάστου στη χρήση του ύδατος, κατόπιν αδείας και εντός των ανώτατων ορίων των πραγµατικών αναγκών του, διατηρουµένης της πλεονάζουσας ποσότητας προς απόδοση σε άλλες χρήσεις. Επίσης, επροβλέποντο όροι διατήρησης και προστασίας της ποσότητας και ποιότητας των υδατικών πόρων, λογιζοµένης ως χρήσης της δέσµευσης ορισµένης ποσότητας ύδατος για την προστασία και τη διατήρηση του υδατικού οικοσυστήµατος και ετίθεντο διατάξεις για τον έλεγχο διαφόρων δραστηριοτήτων που τυχόν αλλοιώνουν την ποιοτική ή ποσοτική κατάσταση των υδατικών πόρων και ορίζεται ότι η διάθεση λυµάτων, βιοµηχανικών αποβλήτων κ.λ.π, στους υδατικούς αποδέκτες γίνεται σύµφωνα µε το ν. 1650/86. Ο δεύτερος νόµος διαφοροποιείται σηµαντικά από τον πρώτο, διότι µεταξύ άλλων, δεν διαµοίρασε τη χώρα σε µεγάλες εδαφικές ενότητες αλλά αντίθετα κάθε λεκάνη απορροής, δηλαδή κάθε υδάτινο πόρο θα τον διαχειρίζεται συγκεκριµένη υδατική περιφέρεια. Στα πλαίσια του δευτέρου νόµου, προβλέπονται, εκτός των άλλων, η Εθνική Επιτροπή Υδάτων, η Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων, η ιεύθυνση Υδάτων Περιφέρειας, το Περιφερειακό Συµβούλιο Υδάτων, οι οποίες εµπλέκονται στη διαχείριση των υδατικών πόρων, όπως ειδικότερα καθορίζεται στα οικεία άρθρα, η εκπόνηση σχεδίου διαχείρισης που εκπονεί κάθε Περιφέρεια, προγράµµατα µέτρων και παρακολούθησης της κατάστασης των υδάτων, πρόγραµµα ειδικών µέτρων κατά της ρύπανσης, γενικοί κανόνες χρήσης των υδάτων καθώς και άδειες χρήσης νερού και εκτέλεσης έργων αξιοποίησής του. Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί και ο Νόµος 1650/1986, για την προστασία του περιβάλλοντος (Α160), στα πλαίσια του οποίου, εκτός των άλλων, λαµβάνεται µέριµνα για τη διαπίστωση της ποιότητας των υδάτων και µάλιστα αναλόγως του είδους του φυσικού αποδέκτη που πρέπει να προστατευθεί, καθώς και την ευαισθησία των οικοσυστηµάτων της περιοχής, προβλέποντας µάλιστα και εθνικό δίκτυο σταθµών µέτρησης των παραµέτρων της ποιότητας των υδάτων. Επίσης προβλέπει σύστηµα λήψης µέτρων και περιορισµών για την προστασία των υδάτων από τα έργα και δραστηριότητες, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται εφαρµογή τεχνολογίας αντιρρύπανσης, οριακές τιµές υγρών αποβλήτων και εγκατάσταση οργάνων ελέγχου της ποιότητας αυτών, πρότυπα παραγωγικών διαδικασιών κ.λ.π. Ακόµη, περιλαµβάνει και διατάξεις σχετικά µε την παρακολούθηση των φυσικών αποδεκτών, τη διασφάλιση της καλής λειτουργίας και συντήρησης των εγκαταστάσεων όταν πρόκειται για έργα και δραστηριότητες που διαθέτουν κάθε είδους απόβλητα, ύστερα από επεξεργασία, καθώς και την προστασία και διατήρηση της φύσης και του τοπίου στις περιοχές χερσαίες, υδάτινες ή µικτού χαρακτήρα, που παρουσιάζουν οικολογική, γεωµορφολογική, βιολογική επιστηµονική ή αισθητική σηµασία και χρήζουν συνεπώς, αφ ενός µεν ιδιαίτερου χαρακτηρισµού κατά τις διακρίσεις του νόµου, αφετέρου δε οριοθέτησης και ρύθµισης του ιδιαιτέρου καθεστώτος διαχείρισής των. Από την εξέταση του συνόλου της ανωτέρω και της λοιπής συναφούς νοµοθεσίας, µεταξύ των άλλων, επισηµαίνονται και τα εξής: ι) επειδή η τροποποίηση του κυρίως θεσµικού πλαισίου ΕΠΕ, είναι πολύ πρόσφατη, δεν µπορούν να διατυπωθούν συµπεράσµατα στα πλαίσια της εφαρµογής του. Προβάλλονται όµως βάσιµοι ισχυρισµοί ότι δεν εξασφαλίζει την απαραίτητη σφαιρική, ολοκληρωµένη και αξιόπιστη προσέγγιση που επιβάλλεται να υπάρχει σε έργα και δραστηριότητες µεγάλου εύρους, καθώς και σε προγράµµατα όπως είναι αυτά που σχετίζονται µε τη διαχείριση των υδατικών πόρων. ιι) στα πλαίσια του νοµοθετικού πλαισίου της διαχείρισης των υδατικών πόρων, αντιµετωπίζονται µέχρις ενός ορισµένου βαθµού, µία σειρά συναφών θεµάτων. Είναι όµως λίαν αµφίβολο, εάν η εν λόγω αντιµετώπιση, καλύπτει επαρκώς την απαιτούµενη ολοκληρωµένη προσέγγιση, όπως αυτή προδιαγράφθηκε στα πλαίσια της παρούσας. ιιι) η κατάσταση επιδεινώνεται ακόµη περισσότερο, εάν ληφθεί υπόψη ότι τα δύο προαναφερθέντα νοµικά πλαίσια δεν παρουσιάζουν µεταξύ τους την απαραίτητη συσχέτιση και συµβατότητα, που είναι αναγκαίες για µια ολοκληρωµένη διαχείριση των υδατικών πόρων στα πλαίσια της οποίας, ιδιαίτερα σηµαίνουσα θέση κατέχει η σχετική ΕΠΕ 6. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Η νοµολογία αντιµετώπισε τα προαναφερθέντα, διατυπώνοντας, θέσεις τόσο για τα θέµατα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όσο και για τα θέµατα της διαχείρισης των υδατικών πόρων. Στα πλαίσια της πρώτης κατηγορίας, η νοµολογία, µεταξύ άλλων, διατύπωσε και τις ακόλουθες θέσεις:
Ολοκληρωµένη ιαχείριση Υδατικών Πόρων 485 α) η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος απορρέει απ ευθείας από το άρθρο 24 του Συντάγµατος, το οποίο έχει άµεση ισχύ, β) η εκτίµηση θα πρέπει να ξεκινά από το κατάλληλο, κατά περίπτωση επίπεδο σχεδιασµού, γ) µεταξύ των χαρακτηριστικών της εκτίµησης, είναι ότι αυτή πρέπει να είναι σφαιρική, πλήρης, ολοκληρωµένη και να εξετάζει τις εναλλακτικές λύσεις και της «µηδενικής» συµπεριλαµβανοµένης, δ) µεταξύ των εναλλακτικών, θα πρέπει να επιλέγεται αυτή που προξενεί τις ηπιότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον και είναι τεχνικά πρόσφορη, ε) η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί τον σπουδαιότερο παράγοντα, από αυτούς που συνθέτουν το δηµόσιο συµφέρον, στ) η προέγκριση χωροθέτησης και η έγκριση περιβαλλοντικών όρων (µε το νέο νοµοθετικό πλαίσιο προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίµηση και έγκριση περιβαλλοντικών όρων) αποτελούν δύο ξεχωριστές διοικητικές πράξεις. Αυτό σηµαίνει, ότι ο πολίτης µπορεί να καταφύγει στη δικαστική προστασία ασκώντας αίτηση ακυρώσεως αµέσως µετά την πράξη της προέγκρισης χωροθέτησης και όχι στο τέλος της διαδικασίας, δηλαδή µετά την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων. ζ) Τα έργα και οι δραστηριότητες πρέπει εκτός των άλλων, να εντάσσονται στη λογική της ήπιας διαχείρισης, να είναι βιώσιµα, να υπηρετούν κατά κανόνα το δηµόσιο και όχι το ιδιωτικό συµφέρον, να µην προκαλούν εκτεταµένες και σοβαρές αλλοιώσεις της µορφολογίας ιδιαίτερα των ευαίσθητων οικοσυστηµάτων (ρεµάτων, µικρών νησιών, παρακτίων ζωνών κ.λ.π), να µην προσβάλουν την αισθητική του τοπίου, να µην δηµιουργούν σοβαρή ρύπανση ή µόλυνση και να εντάσσονται στα πλαίσια γενικότερου σχεδιασµού και προγραµµατισµού η) η ΕΠΕ πρέπει να λαµβάνει χώρα πριν από κάθε προπαρασκευαστική πράξη της διοίκησης. Στα πλαίσια της δεύτερης κατηγορίας, οι θέσεις που διατυπώθηκαν είναι, µεταξύ άλλων και οι εξής: α) Υπό το φως των αρχών της διακηρύξεως του Rio (1992) για το περιβάλλον και την ανάπτυξη και ιδίως των οδηγιών της Agenda 21, προκύπτει ότι κάθε χρήση των υδάτων υπόκειται στις αρχές και περιορισµούς που συνθέτουν τη βιώσιµη διαχείριση των υδατικών πόρων οι οποίοι, υφ οιανδήποτε µορφή, αποτελούν ζωτικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος β) Θεµελιώδεις αρχές της διαχείρισης αυτής, είναι η βιώσιµη διαχείριση του ύδατος να γίνεται σε επίπεδο λεκάνης απορροής [7] και να είναι σχεδιασµένη και ολοκληρωµένη, υπό την έννοια ότι, ενόψει της τεκµηριωµένης εκτίµησης και αξιολόγησης των αναγκών και των διαθέσιµων υδατικών πόρων, καταρτίζεται συστηµατικό σχέδιο χρήσης των πόρων αυτών, λαµβανοµένης πάντοτε υπόψη της σχέσης ρεόντων και υπογείων υδάτων, της ποσότητας των διαθεσίµων αποθεµάτων και της ολοκληρωµένης χρησιµοποίησης των υδάτων, στην οποία περιλαµβάνεται και η δυνατότητα επαναχρησιµοποίησης τους. γ) όπως προκύπτει από το άρθρο 24 του Συντάγµατος, ο συντακτικός νοµοθέτης ανήγαγε το φυσικό περιβάλλον σε αντικείµενο εννόµου προστασίας. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή καθιστά υποχρεωτική την πλήρη και αποτελεσµατική προστασία αυτού, µε λήψη αναγκαίων µέτρων, τόσο από τον κοινό νοµοθέτη, όσο και από τη ιοίκηση, προληπτικών και κατασταλτικών και µάλιστα είτε κανονιστικών είτε γενικών είτε ατοµικών. Στην έννοια του φυσικού περιβάλλοντος, περιλαµβάνονται, µεταξύ άλλων, τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα ως φυσικοί πόροι και ως οικοσυστήµατα. Τέλος, η νοµολογία αναφέρεται και στο θέµα της συσχέτισης της ΕΠΕ, µε την διαχείριση των υδατικών πόρων. Ειδικότερα, κατά την νοµολογία, «δεδοµένης της προδήλου και κρισίµου αλληλεξαρτήσεως των υδάτων µε τα ποικίλα υδάτινα οικοσυστήµατα (λιµναία-ποτάµια κ.λ.π) και τους υγροτόπους, οι κυριώτεροι εκ των οποίων προστατεύονται και µε τη συνθήκη RAMSAR, η ως άνω περιγραφείσα βιώσιµη διαχείριση των υδατικών πόρων πρέπει, όπου συντρέχει περίπτωση, να περιλαµβάνει την εκτίµηση και αξιολόγηση της εκάστοτε αποφασιζοµένης διαχειρίσεως, είτε σε γενικό είτε σε ατοµικό επίπεδο, εν σχέσει µε την ποιότητα και ποσότητα του εντεύθεν επηρεαζοµένου υδατίνου οικοσυστήµατος». 7. Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ Από την προαναφερθείσα ανάλυση, καθίσταται φανερό ότι η δηµόσια διοίκηση πρέπει να προσαρµόσει την εν γένει δράση της, στο θέµα της διαχείρισης των υδατικών πόρων, σύµφωνα µε τις θέσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού ικαστηρίου, για µία σειρά λόγων, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται και οι ακόλουθοι: ι) διότι έχει εκ του Συντάγµατος την υποχρέωση, να συµµορφώνεται µε τις αποφάσεις των δικαστηρίων (άρθρο 95 παρ. 5 Συντάγµατος), ιι) διότι ούτως η άλλως, η προεκτεθείσα νοµολογία είναι συµβατή µε τη φύση και τις ιδιαιτερότητες της διαχείρισης των υδατικών πόρων, καθώς και το είδος της διαχείρισής των που η εν λόγω φύση επιβάλλει, ιιι) διότι η συµβατή µε τη νοµολογία ασκουµένη πολιτική και εν γένει διοικητική δράση, θα δηµιουργήσει για προφανείς λόγους, κατάλληλες συνθήκες ορθολογικής, ολοκληρωµένης και προσφόρου διαχείρισης των υδατικών πόρων, σύµφωνα και µε τις επιταγές της βιώσιµης ανάπτυξης, η οποία πλέον συµπεριελήφθη και στα συνταγµατικά κείµενα. υστυχώς όµως, η διοίκηση, δεν φαίνεται να "συµµορφώνεται" προς αυτές τις θέσεις, για µια σειρά αντικειµενικών και υποκειµενικών λόγων (έλλειψη σχετικών γνώσεων, ακατάλληλοι υπάλληλοι, αναξιοκρατία κ.λ.π).
486 Οικονοµικοί, Κοινωνικοί και Πολιτικοί Παράγοντες στη ιαχείριση των Υδατικών Πόρων 8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Από την προαναφερθείσα ανάλυση του θέµατος, προκύπτουν, µεταξύ άλλων τα εξής συµπεράσµατα και προτάσεις: ι) Η ΕΠΕ, αποτελεί ένα κατ εξοχήν µέσο πρόσφορης υλοποίησης της αρχής της πρόληψης. Η εν λόγω εκτίµηση προϋποθέτει, εκτός των άλλων, την εκπόνηση καταλλήλων για την ανωτέρω υλοποίηση ΜΠΕ, οι οποίες προκειµένου να εκτιµηθούν πάσης φύσεως και σε αλληλοσυσχέτιση ευρισκόµενες επιδράσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, από προγράµµατα, όπως είναι τα προγράµµατα διαχείρισης των υδατικών πόρων εµφανίζουν πλέον την µορφή µελετών «αναπτυξιακού χαρακτήρα». Το γεγονός αυτό, επιβάλλει την αναζήτηση, επινόηση και εφαρµογή αναλόγων µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης. Συνεπώς, θα πρέπει να ληφθεί µέριµνα από κάθε ενδιαφερόµενο φορέα (δηµόσια διοίκηση, πανεπιστήµια, ερευνητικά κέντρα κ.λ.π) για την κατανόηση των όσων αναφέρθηκαν και την ανάπτυξη της σχετικής έρευνας. ιι) Η φύση των προγραµµάτων διαχείρισης των υδατικών πόρων, η κατά κανόνα συνθετότητά τους, η ποικιλία και η έκταση των επιδράσεων τους σε ένα πλήθος παραγόντων του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, είναι µερικά από τα χαρακτηριστικά αυτών, που επιβάλλουν τη χρήση µεθόδων και τεχνικών εκτίµησης, οι οποίες λαµβάνουν εκτός των άλλων υπόψη τους και τις πιθανότητες αστοχίας (αποτυχίας) αυτών των προγραµµάτων (π.χ ανάλυση ευαισθησίας κ.λ.π). ιιι) Ιδιαίτερα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η οικονοµική συνιστώσα των επιδράσεων, µε βάση κυρίως τις ανάγκες, «εσωτερικοποίησης» του εξωτερικού κόστους, δηµιουργίας οικονοµιών κλίµακας, αποφυγής δηµιουργίας αρνητικών εξωτερικών οικονοµιών καθώς και της ενσωµάτωσης της περιβαλλοντικής διάστασης στους διαφόρους λογαριασµούς, ανάγκες που δεν φαίνονται αρκετές φορές να συνεκτιµώνται, προεχόντως από τη δηµόσια διοίκηση. Η τελευταία, οφείλει να λάβει κατάλληλα µέτρα και κυρίως να ενσωµατώσει στις προδιαγραφές των ΜΠΕ κατάλληλους όρους, ώστε να λαµβάνεται υπόψη η προαναφερθείσα συνιστώσα. ιν) Η νοµοθεσία που συνδέεται άµεσα η έµµεσα µε το εξεταζόµενο θέµα, δεν µπορεί να θεωρηθεί ότι είναι κατά βάση «προσαρµοσµένη» προς τις προαναφερθείσες τεχνικές και κοινωνικοοικονοµικές απαιτήσεις, και επανειληµµένως εµφανίζει αποσπασµατικότητα. Η ενίσχυση των προσπαθειών για εξασφάλιση όσο το δυνατόν µεγαλύτερης συµβατότητας, µεταξύ νοµικών πλαισίων ΕΠΕ και διαχείρισης των υδατικών πόρων, αποτελεί άκρως απαραίτητη προϋπόθεση για τη βελτίωση της κατάστασης. ν) Η νοµολογία, έχει σε πάρα πολλές περιπτώσεις, κινηθεί στα πλαίσια των αντιστοίχων τεχνικών και κοινωνικοοικονοµικών απαιτήσεων, διατυπώνοντας µια σειρά ορθών απόψεων και θέσεων. υστυχώς όµως, η δηµόσια διοίκηση, επανειληµµένως δεν συµµορφώνεται µε τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις, αν και αυτό αποτελεί υποχρέωσή της απορρέουσα ευθέως από το Σύνταγµα (άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγµατος). Με βάση το γεγονός της δηµιουργίας σηµαντικών προβληµάτων στα προγράµµατα διαχείρισης των υδατικών πόρων, λόγω ακύρωσης ατοµικών και κανονιστικών πράξεων από τα ιοικητικά ικαστήρια, προτείνεται, οι θέσεις της νοµολογίας να λαµβάνονται σοβαρά υπόψη, ιδιαίτερα στη φάση της σύνταξης των σχετικών προδιαγραφών των ΜΠΕ. νι) Τέλος, ευχερώς προκύπτει το συµπέρασµα ότι τα εξεταζόµενα θέµατα σε επίπεδο δηµόσιας διοίκησης, θα πρέπει να αντιµετωπίζονται σε «διεπιστηµονική» βάση, οι δε αντίστοιχες µελέτες, θα πρέπει να εκπονούνται και να ελέγχονται από την εκάστοτε κατάλληλη «διεπιστηµονική» οµάδα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Κασσιός Κ., (1991). Σηµειώσεις επιπτώσεων στο περιβάλλον από τεχνικά έργα και προγράµµατα, ΕΜΠ, Αθήνα, 1991 2. Lee N.- Walsh (1992). Strategic environmental assessment, EIA Leaflet series No 13, Manchester, 1992 3. Μυλόπουλος Γ.., (1995). ιαχείριση υδατικών πόρων και περιβαλλοντική πολιτική, Πρακτικά 4 ου Συνεδρίου Περιβαλλοντικής Επιστήµης και Τεχνολογίας, Λέσβος 1995, 725-732 4. Τολίκας Α., (1982). ιαχείριση υδατικών πόρων, ΑΠΘ, Θεσσαλονί κη, 1982 5. Μανούρης Γ. ιαµόρφωση του νοµικού και οικονοµικού πλαισίου για την εφαρµογή σε περιφερειακό κοινοτικό επίπεδο, των µελετών επιπτώσεων στο περιβάλλον από τεχνικά έργα και προγράµµατα, ιδακτορική διατριβή, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997 6. Λαζαρίδης Λ., (1998). Ο περιβαλλοντικός σχεδιασµός των Υδραυλικών Εργων. Η σηµερινή κατάσταση. Προβλήµατα και προοπτικές, Σεµινάριο ΜΟ µε θέµα : Ο θεσµός των ΜΠΕ. Εφαρµογή και Ευαισθητοποίηση, Λουτράκι, 1998 7. Harper D. and Ferguson A.,(1995). The Ecological Basis for River Management, John Wiley & Sons, England, 1995 Γ.Κ. Μανούρης, ρ. Πολιτικός µηχανικός, Οικονοµολόγος, Νοµικός, /νση Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΥΠΕΧΩ Ε, Λυσάνδρου 2, Ηλιούπολη 16341. Τηλ/fax 210-9968492/210-6452606 E-mail: gkman@in.gr Α. Γιούτσου, Αγρονόµος Τοπογράφος Μηχανικός, Υποψ. ιδάκτωρ ΕΜΠ, Ουρανίας 6, Χολαργός, 15561 Κ. Κασσιός, Καθηγητής ΕΜΠ, Σχολή Αγρονόµων- Τοπογράφων µηχανικών, Τοµέας Γεωγραφίας και Περιφερειακού Σχεδιασµού, Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Ηρώων Πολυτεχνείου 6, Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου, 15780, Τηλ/fax 210-7722701/210-7722745