ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ «Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ». ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ ΜΑΡΙΝΑΣ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Τζέτζης Γεώργιος, Επίκουρος Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ/ΑΠΘ Αλεξανδρής Κωνσταντίνος, Λέκτορας, ΤΕΦΑΑ/ΑΠΘ Κώστα Γεώργιος, Αναπληρωτής Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ/ΔΠΘ Θεσσαλονίκη Ιούνιος 2007
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ «Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ». ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ ΜΑΡΙΝΑΣ Καθηγητικό σώμα : Τζέτζης Γεώργιος, Επίκουρος Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ/ΑΠΘ Αλεξανδρής Κωνσταντίνος, Λέκτορας, ΤΕΦΑΑ/ΑΠΘ Κώστα Γεώργιος, Αναπληρωτής Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ/ΔΠΘ Θεσσαλονίκη Ιούνιος 2007 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡIΛΗΨΗ.. ABSTRACT.. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ... ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ.. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι 1.0. Εισαγωγή... 1.1. Θεωρία της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς 1.1.1. Στάσεις προς τη Συμπεριφοράς.. 1.1.2. Ο Ρόλος των Σημαντικών Προσώπων στην Καθιέρωση μιας Συμπεριφοράς 1.1.3. Ο Αντιληπτός Έλεγχος μιας Συμπεριφοράς... 1.1.4. Η Θεωρία της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς σε σχέση με Παραμέτρους της Άσκησης 1.2. Σημαντικότητα της Έρευνας.. 1.3. Σκοπός της Έρευνας.. 1.4. Ορισμοί.. 1.5. Οριοθετήσεις της Έρευνας. 1.6. Περιορισμοί της Έρευνας.. 1.7. Υποθέσεις... 1.7.1. Μηδενικές Υποθέσεις. 1.7.2. Εναλλακτικές Υποθέσεις... ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ 2.0 Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας.. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ 3.0. Μεθοδολογία... 3.1. Συμμετέχοντες.... 3.2. Διαδικασία Συλλογής 3.3. Κλίμακες Μέτρησης.. 3.4. Στατιστική Ανάλυση... ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV 4.0. Αποτελέσματα... ΚΕΦΑΛΑΙΟ V 5.0. Συζήτηση Συμπεράσματα... 5.1. Προτάσεις... 5.1.1. Προτάσεις που προκύπτουν από την έρευνα. 5.1.2. Προτάσεις Μελλοντικές. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ.. 4 5 6 7 8 10 11 11 12 13 14 14 15 16 17 17 17 18 19 32 32 32 32 34 35 44 50 50 51 52 59 3
Περίληψη Σκοπός της μελέτης, ήταν η αναζήτηση της σχέσης που υπάρχει, μεταξύ των διαστάσεων της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς και την τελική συμμετοχή, με παραμέτρους της άσκησης, όπως ένταση, διάρκεια, συχνότητα, περιεχόμενο και φυσική δραστηριότητα. Δευτερεύων σκοπός, είναι η σύγκριση των παραπάνω εννοιών ως προς τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων. Στην έρευνα συμμετείχαν 300 Έλληνες άνδρες και γυναίκες, αθλούμενοι ιδιωτικού γυμναστηρίου αστικής περιοχής στην Θεσσαλονίκη, που ασκούνταν τουλάχιστον μία φορά εβδομαδιαίως. Για τη μέτρηση των μεταβλητών της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς (Ajzen & Madden,1986), που μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα και τα ψυχομετρικά της χαρακτηριστικά, αξιολογήθηκαν σε ελληνικό πληθυσμό από τον Theodorakis (1994). Για να καταγραφεί το είδος της άσκησης, η ένταση της φυσικής δραστηριότητας (έντονη, μέτρια, ήπια), η συχνότητά της εβδομαδιαίως και η διάρκεια αυτής, χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο των Godin και Shephard (1985), «Άσκηση κατά τον ελεύθερο χρόνο» (Leisure-Time Exercise Questionnaire). Τέλος, για να προσδιοριστεί η ένταση, με την οποία κάθε αθλούμενος θεωρεί ότι γυμνάζεται, συμπεριλήφθηκε η υποκειμενική κλίμακα κόπωσης του Borg (1982). Έγινε ανάλυση παλινδρόμησης για την εύρεση της επιρροής των διαστάσεων της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς στις παραμέτρους της άσκησης και βρέθηκε στατιστικά σημαντική συνεισφορά μόνο του παράγοντα «αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς», ως προς την πρόθεση για συμμετοχή σε άσκηση, τη συχνότητα, τη διάρκεια και την ένταση αυτής. Βρέθηκε επίσης στατιστικά σημαντική επιρροή των «προθέσεων» και του «αντιληπτού ελέγχου συμπεριφοράς», ως προς την αντιλαμβανόμενη ένταση της άσκησης. Από τη σύγκριση της ανάλυσης διακύμανσης μ ένα παράγοντα και τα t-test, φάνηκε ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις διαστάσεις της θεωρίας όσο αφορά στα δημογραφικά χαρακτηριστικά δηλαδή φύλο και ηλικία. Είναι φανερό ότι είναι σημαντική η κατάλληλη κατάρτιση του προσωπικού ώστε να δημιουργεί προγράμματα και συνθήκες άσκησης κατάλληλες προς τις ικανότητες των συμμετεχόντων. Λέξεις κλειδιά: Θεωρία σχεδιασμένης συμπεριφοράς, φυσική δραστηριότητα, συμπεριφορά της άσκησης. 4
Abstract The purpose of the present study was to investigate the degree to which the dimensions of the theory of planned behavior (attitude, subjective norm, perceived control) affect the parameters of physical activity participation such as intension, duration, frequency, physical activity, type of exercise. Secondary purpose was to investigate differences of the dimensions among participant s demographic characteristics. The sample consisted of 300 individuals who participated in private health club in urban area of Thessalonica for at least one time per week. A modified version of the questionnaire developed by Ajzen and Madden (1986) translated and used by Theodorakis (1994) was administered. The Leisure-Time Exercise Questionnaire by Godin and Shephard (1985) was used to access the exercise behavior. Finally the exercise intention was measured by Borg s scale (1982). The results indicated that only the dimension perceived behavioral control affects the participation parameters. The intention and perceived behavioral control predict the perceived intention. There were no differences on the dimensions for the different demographic characteristics concerning sex and age. Ιt is important that fitness programmers to plan exercise programs appropriate for the abilities of the participants. Keywords: Theory of Planned Behavior, activity behavior attitudes, physical activity participation. 5
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1. Δημογραφικά Στοιχεία και Χαρακτηριστικά Συμμετοχής του Δείγματος.35 Πίνακας 2. Περιγραφικά Στατιστικά των Παραγόντων Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς, Έντασης και Φυσικής Δραστηριότητας 36 Πίνακας 3 Ανάλυση Παλινδρόμησης για την Πρόθεση για Άσκηση.37 Πίνακας 4 Ανάλυση Παλινδρόμησης για τις Διαστάσεις της Θεωρίας της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς σε σχέση με την Συχνότητα Άσκησης εβδομαδιαίως....38 Πίνακας 5. Ανάλυση Παλινδρόμησης για τις Διαστάσεις της Θεωρίας της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς σε σχέση με την Χρονική Διάρκεια της Άσκησης...... 38 Πίνακας 6. Ανάλυση Παλινδρόμησης για τις Διαστάσεις της Θεωρίας της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς σχέση με την Υψηλής Έντασης Άσκησης...39 Πίνακας 7. Ανάλυση Παλινδρόμησης για τις Διαστάσεις της Θεωρίας της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς σε σχέση με την Μέτριας Έντασης Άσκηση..39 Πίνακας 8. Ανάλυση Παλινδρόμησης για τις Διαστάσεις της Θεωρίας της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς σε σχέση με την Χαμηλής Έντασης Άσκηση.40 Πίνακας 9. Ανάλυση Παλινδρόμησης για τις Διαστάσεις της Θεωρίας της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς σε σχέση με την Συνολική Ένταση της Άσκησης........40 Πίνακας 10.Ανάλυση Παλινδρόμησης για τις Διαστάσεις της Θεωρίας της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς σε σχέση με την Αντιλαμβανόμενη Ένταση της Άσκησης......41 Πίνακας 11. Αποτελέσματα Συγκρίσεων t-test ως προς το Διαφορετικό Φύλο...41 Πίνακας 12. Περιγραφικά Χαρακτηριστικά Μεταξύ των Επιπέδων Εκπαίδευσης ως προς τις Εξαρτημένες Μεταβλητές......42 Πίνακας 13. Ανάλυση της Διακύμανσης Μεταξύ των Ατόμων που Ασκούνταν μόνοι τους και αυτών που Ασκούνταν με παρέα, ως προς τις Εξαρτημένες Μεταβλητές...43 6
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήμα 1. Σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών σύμφωνα με το μοντέλο των Ajzen, I., και Fishbein, M., (1980)....20 7
Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ Ο αθλητισμός στον ελεύθερο χρόνο, είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πάρα πολλούς επιστήμονες, όπως ερευνητές, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, φυσιολόγους, γιατρούς και καθηγητές φυσικής αγωγής (Ζέρβας, 1986). Οι απόψεις όλων ταυτίζονται και συνοψίζονται στο εξής: ένα μέρος του ελεύθερου χρόνου του κάθε ανθρώπου, πρέπει να διατίθεται για φυσική δραστηριότητα. Η φυσική δραστηριότητα αποτελεί ένα πολύ σημαντικό παράγοντα, ο οποίος καθορίζει το επίπεδο της υγείας και της ποιότητας ζωής των νέων ανθρώπων. Το σώμα πρέπει να κινείται και ένας αθλητικός τρόπος ζωής οδηγεί σε προσαρμογές που επιτρέπουν σε ένα άτομο να κινείται (Θεοδωράκης, 1990). Έρευνες έχουν δείξει, ότι τα παιδιά και οι έφηβοι που λαμβάνουν μέρος σε κανονική φυσική δραστηριότητα, έχουν πνευματική, ψυχολογική και σωματική υγεία (Hagger, Chatzisarantis & Biddle, 2001; Hagger, Chatzisarantis, Biddle & Orbell, 2001; Theodorakis, Natsis, Papaioannou & Goudas, 2002; Papacharisis & Goudas, 2003). Επιπλέον, παρουσιάζουν μία συνολική βελτίωση, τόσο στην καρδιοαναπνευστική αντοχή και στη δύναμη, όσο και στην εικόνα του σώματος. Θα πρέπει, επίσης να σημειωθεί, πως η κανονική φυσική δραστηριότητα στους έφηβους, συνδέεται θετικά με υψηλότερα επίπεδα αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης και χαμηλότερα επίπεδα άγχους και στρες (Theodorakis, Natsis, Papaioannou & Goudas, 2002). Η συμβολή της άσκησης βρίσκεται πολύ κοντά στους στόχους της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την υγεία, η οποία ορίζεται σαν η «κατάσταση της πλήρους φυσικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλά η απουσία ασθενειών ή αναπηριών» (Θεοδωράκης, 1990). 8
Ο βαθμός σημαντικότητας της φυσικής δραστηριότητας για τη ζωή των ανθρώπων, έγκειται και στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που είναι φυσικά δραστήριοι, ζουν περισσότερο και έχουν μικρότερη συχνότητα εμφάνισης παθήσεων (Ζέρβας, 1986). Αυξημένα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, ειδικά στα άτομα που πάσχουν από διαβήτη, παχυσαρκία ή καρδιοπάθεια, μπορούν να βελτιώσουν τη φυσική κατάσταση και να μειώσουν την πίεση αίματος και το ποσοστό του σωματικού λίπους» (Min-Ηau & Allen, 2002). Ερευνητές επίσης, στον τομέα της δημόσιας υγείας, της επιδημιολογίας και της φυσικής αγωγής, έχουν από καιρό επισημάνει, τον σπουδαίο ρόλο της στην προαγωγή της υγείας γενικότερα (Martin & Kullina, 2004). Παρ όλα όμως, τα οφέλη της συμμετοχής σε φυσική δραστηριότητα, τα νέα άτομα σε πολλά ανεπτυγμένα έθνη, δεν αθλούνται όπως θα έπρεπε, για να επωφεληθούν των ευεργετικών αποτελεσμάτων της άσκησης (Hagger, Chatzissarantis, Biddle & Orbell, 2001). Πορίσματα ερευνών δείχνουν ότι, καθώς αυξάνεται η ηλικία, τόσο μειώνεται η συμμετοχή σε προγράμματα φυσικής δραστηριότητας (Luke & Sinclair, 1991; Christodoulidis, Papaioannou & Diggelidis, 2001; Chatzisarantis, Hagger, Biddle & Smith, 2005). Κρίνεται, λοιπόν, αναγκαίο να γίνει αναφορά στους παράγοντες εκείνους, που παίζουν καθοριστικό ρόλο για την συμμετοχή ενός ατόμου σε προγράμματα άσκησης. Η προσπάθεια των περισσοτέρων ερευνητών, στράφηκε στην αναζήτηση του τρόπου και της διαδικασίας λήψης της απόφασης ενός ατόμου για συμμετοχή σε άσκηση, καθώς και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Προσπαθώντας να εξηγήσουν το αποτέλεσμα των ερευνητών, οι Ajzen και Fishbein (1980), κατέληξαν στη θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς. 9
1.1. Θεωρία της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς Η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, είναι μία μέθοδος τροποποίησης μιας συμπεριφοράς, μέχρι την τελική διαμόρφωση του αποτελέσματος (Theodorakis, Doganis, Bagiatis & Goudas, 1991; Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 1992; Theodorakis, 1992; Theodorakis, 1994; Papaioannou & Theodorakis, 1996; Hagger, Chatzisarantis, Biddle & Orbell, 2001; Theodorakis, Papaioannou & Karastogiannidou, 2004; Chatzisarantis, Hagger, Biddle & Smith, 2005). Η συγκεκριμένη θεωρία αναπτύχθηκε από τον Ajzen (1985, 1991) και είναι προέκταση της θεωρίας της αιτιολογημένης δράσης (Ajzen & Fishbein,1980; Fishbein & Ajzen, 1975). Βάση της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, εκείνο που προηγείται άμεσα μιας συμπεριφοράς, είναι η «πρόθεση» του ατόμου να την εκτελέσει. Όσο πιο δυνατή είναι η πρόθεση αυτή, τόσο πιο πιθανό το άτομο να προσπαθήσει περισσότερο να πραγματοποιήσει τη συμπεριφορά.. Η πρόθεση, προτάθηκε να ενεργεί ως καθοριστικός παράγοντας της ενεργούμενης συμπεριφοράς (π.χ. ενεργά επίπεδα συμμετοχής). Η θεωρία προτείνει, ότι η πρόθεση του ατόμου να ασχοληθεί με μία συγκεκριμένη δραστηριότητα καθορίζεται από, α) τις στάσεις του ατόμου αυτού απέναντι στη συμπεριφορά, β)την επιρροή των κοινωνικών προτύπων και γ) τον αντιληπτό έλεγχο της συμπεριφοράς, που αναφέρεται στην αντίληψη του ατόμου, για την ικανότητά του να εμπλέκεται επιτυχώς στη συμπεριφορά. Επομένως, στο σημείο αυτό, κρίνεται αναγκαίο να αναφερθούν οι παράγοντες, που επηρεάζουν την πρόθεση κάποιου, για την εκδήλωση μιας συμπεριφοράς. 10
1.1.1. Στάσεις προς τη Συμπεριφορά Οι προσωπικές πεποιθήσεις, που ένα άτομο έχει, καθορίζουν τη στάση που θα υιοθετήσει απέναντι σε μία συμπεριφορά και τον προδιαθέτουν ανάλογα, θετικά ή αρνητικά απέναντι στη συμπεριφορά. Οι στάσεις, πιο συγκεκριμένα, αφορούν στη λειτουργία των ατομικών στάσεων, που συνδέονται με τις συνέπειες της εμπλοκής με τη συμπεριφορά, καθώς και τις προσωπικές εκτιμήσεις που απορρέουν από τις συνέπειες αυτές. Έτσι λοιπόν, τα άτομα συμπεριφέρονται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τις στάσεις τους προς την εκάστοτε συμπεριφορά. Ένα άτομο για παράδειγμα, που έχει θετικές στάσεις προς τον αθλητισμό, θα πρέπει να έχει και ανάλογη συμπεριφορά, δηλαδή να λαμβάνει μέρος σε αυτού του είδους τις δραστηριότητες. (Theodorakis, 1992). 1.1.2. Ο Ρόλος των Σημαντικών Προσώπων στην Καθιέρωση μιας Συμπεριφοράς Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας, που δύναται να επηρεάσει στην τελική διαμόρφωση μιας συμπεριφοράς ενός ατόμου, είναι και ο ρόλος που διαδραματίζουν κάποια άτομα του κοινωνικού περίγυρου, με τα οποία υπάρχει μία στενή αλληλεπίδραση. Έως ένα βαθμό, τα πρόσωπα αυτά, μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη λήψη μιας απόφασης, τροποποιώντας με τον τρόπο αυτό, την πρόθεση που είχε το άτομο και κατ επέκταση το τελικό αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς (Dzewaltowski, Moble & Shaw, 1990). Συνεπώς η διάσταση της θεωρίας «το υποκειμενικό πρότυπο», αποτελείται από τις στάσεις των σημαντικών άλλων (π.χ., φίλοι, οικογένεια), απέναντι στην εμπλοκή του ατόμου σε μία συγκεκριμένη συμπεριφορά (π.χ., συμμετοχή σε άσκηση). Η έννοια του υποκειμενικού προτύπου σύμφωνα με πολλές μελέτες, θεωρείται ο πιο αδύναμος προβλεπτικός παράγοντας της πρόθεσης (Armitage & Conner, 2001). 11
1.1.3. Ο Αντιληπτός Έλεγχος της Συμπεριφοράς Ο Ajzen (1991), επέκτεινε την αρχική θεωρία της αιτιολογημένης δράσης προσθέτοντας την έννοια του αντιληπτού ελέγχου της συμπεριφοράς, που αναφέρεται στην αντίληψη του ατόμου για την ικανότητά του να εμπλέκεται επιτυχώς στη συμπεριφορά, και στην αντίληψη του, για το βαθμό του ελέγχου που ασκεί κατά την εμφάνιση αυτής της συμπεριφοράς. Η έννοια του αντιληπτού ελέγχου, φαίνεται να επικαλύπτει την αντιλαμβανόμενη επίδραση, τόσο εσωτερικών (αυτόαποτελεσματικότητα, ικανότητες), όσο και εξωτερικών (ευκαιρίες, εμπόδια) παραγόντων ελέγχου. Ο αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς θεωρείται ότι επιδρά,όχι μόνο στην πρόθεση, αλλά και στη συμπεριφορά. Το σκεπτικό πίσω από την προσθήκη του αντιληπτού ελέγχου της συμπεριφοράς, ήταν ότι θα μπορούσε να επιτρέψει την πρόβλεψη της συμπεριφοράς, που δεν ήταν υπό τον ηθελημένο έλεγχο. Συνεπώς, αφού η θεωρία της αιτιολογημένης δράσης θα μπορούσε επαρκώς να προβλέψει τις συμπεριφορές, που ήταν σχετικά ευθείς (κάτω από τον ηθελημένο έλεγχο), σε συνθήκες που υπήρχαν εμπόδια στη δράση, η απλή ανάπτυξη της πρόθεσης ήταν ανεπαρκής να προβλέψει τη συμπεριφορά. Η προσθήκη του αντιληπτού ελέγχου της συμπεριφοράς, παρείχε πληροφορίες, σχετικά με τα πιθανά εμπόδια στη δράση, όπως αυτά γίνονται αντιληπτά από τον δρών και θεωρείται ότι εξηγεί, γιατί η πρόθεση δεν επιτρέπει την πρόβλεψη της συμπεριφοράς. Φαίνεται, ότι η συμπεριφορά ως προς την άσκηση δεν είναι πάντα υπό τον ηθελημένο έλεγχο, όπου ένας αριθμός εμποδίων και περιορισμών (χρόνος, πιέσεις, καιρός κόστος), μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους να δράσουν σύμφωνα με τις προθέσεις τους. Η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς έχει εφαρμογή σε πληθώρα 12
συμπεριφορών και το στοιχείο του αντιληπτού ελέγχου της θεωρίας, είναι το πιο ισχυρό στην πρόβλεψη της πρόθεσης και της συμπεριφοράς (Armitage & Conner, 1999, 2001). 1.1.4. Η Θεωρία της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς σε Σχέση με Παραμέτρους της Άσκησης Πολλοί ερευνητές έχουν ασχοληθεί με τη θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς (Theodorakis, Doganis, Bagiatis & Goudas, 1991; Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 1992; Theodorakis, 1992; Theodorakis, 1994; Papaioannou & Theodorakis, 1996; Hagger, Chatzisarantis, Biddle & Orbell, 2001; Theodorakis, Papaioannou & Karastogiannidou, 2004; Chatzisarantis, Hagger, Biddle & Smith, 2005). Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, δεν υπάρχουν πολλές έρευνες σύνδεσης των παραγόντων της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς με διάφορες παραμέτρους της άσκησης, όπως ένταση, διάρκεια, συχνότητα, περιεχόμενο, είδος της άσκησης και τη φυσική δραστηριότητα. Παρόλα αυτά, υπάρχει πιθανότητα η εφαρμογή της θεωρίας σχεδιασμένης συμπεριφοράς να προβλέπει ή και να μην προβλέπει σε διαφορετικό βαθμό την προσπάθεια και την τελική συμμετοχή, όταν αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με τη συχνότητα, το περιεχόμενο, την αντιλαμβανόμενη ένταση, ή τη φυσική δραστηριοποίηση. Για το λόγο αυτό, στόχος της παρούσας έρευνας είναι να αξιολογήσει την εφαρμογή της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, σε σχέση με τις προαναφερθείσες παραμέτρους της άσκησης. Παράλληλα, θα αξιολογηθούν η συχνότητα και το περιεχόμενο της συμμετοχής. Η εύρεση των πιθανών σχέσεων των παραγόντων της θεωρίας, με τις παραπάνω παραμέτρους της άσκησης, πιθανόν να προσφέρει σημαντικότερες πληροφορίες, για το ποιες παράμετροι της άσκησης, επηρεάζουν οι 13
παράγοντες της θεωρίας. Τέλος, από την παρούσα μελέτη, θα αποκομισθούν θεωρητικές και πρακτικές υποδείξεις. Σε επίπεδο ερευνητικό, θα συνεισφέρει στην εδραίωση της θεωρίας και σε επίπεδο πρακτικό, θα συντελέσει στο να γνωρίσουν οι προγραμματιστές της άσκησης τον τρόπο να παρακινούν για συμμετοχή σε άσκηση. 1.2. Σημαντικότητα της Έρευνας Η σημασία της παρούσας έρευνας, έγκειται στο ότι θα μελετηθεί για πρώτη φορά, η εφαρμογή της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς στην διερεύνηση της σχέσης των παραγόντων που οδηγούν στην συστηματική άσκηση δια βίου. Το αποτέλεσμα αυτό, θα επιφέρει και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την παροχή υπηρεσιών άσκησης, προσαρμοσμένων στις απαιτήσεις και στα χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων. Έτσι, το αποτέλεσμα θα είναι η προώθηση του υγιεινού αθλητικού τρόπου ζωής και σκέψης, ούτως ώστε η συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες, να αποτελέσει φιλοσοφία ζωής για ευημερία και μακροζωία (Wenger & Fusberg, 1990). Η κατανόηση για το πώς αντιλαμβάνονται τα άτομα την συμμετοχή τους σε δραστηριότητες αθλητικής αναψυχής και από ποιους παράγοντες επηρεάζεται η γνώμη και η στάση τους, συμβάλλει στην εύρεση στρατηγικών διαπραγμάτευσης για αλλαγή της στάσης, αναφορικά με τη συμμετοχή, σε αυτού του είδους τις δραστηριότητες. 1.3. Σκοπός της Έρευνας Ο σκοπός της έρευνας, ήταν η αναζήτηση της σχέσης που υπάρχει, μεταξύ των διαστάσεων της θεωρίας σχεδιασμένης συμπεριφοράς και συγκεκριμένα των στάσεων, του υποκειμενικού προτύπου, του αντιληπτού ελέγχου της συμπεριφοράς, που 14
επηρεάζουν την πρόθεση κάποιου να ασκηθεί και την τελική του συμμετοχή, με παραμέτρους της άσκησης όπως: ένταση, διάρκεια, συχνότητα, περιεχόμενο, φυσική δραστηριότητα. Δευτερεύων σκοπό, αποτελεί η σύγκριση των παραπάνω εννοιών μεταξύ των ομάδων με διαφορετικά δημογραφικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων. 1.4. Ορισμοί Θεωρία της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς: Πρόκειται για μία μέθοδο τροποποίησης της συμπεριφοράς ενός ατόμου, η οποία εξαρτάται από τις προθέσεις που το άτομο αυτό έχει, προκειμένου να εκτελέσει την εκάστοτε συμπεριφορά. Σημαντικό ρόλο στη θεωρία αυτή, διαδραματίζουν οι στάσεις, οι οποίες εκφράζουν το βαθμό θετικής ή αρνητικής εκτίμησης των ατόμων. Μία θετική στάση, πιθανά συνεπάγεται και μία θετική συμπεριφορά (Θεοδωράκης, 1992). Στάσεις: Ο βαθμός της θετικής ή αρνητικής αντιμετώπισης από τα άτομα, ψυχολογικών θεμάτων, όπως σύμβολα, ιδέες, θεσμοί κ.α. (Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 1992). Αντιληπτός Έλεγχος Συμπεριφοράς: Οι αντιλήψεις συμπεριφοράς, που βασίζονται σε προϋπάρχουσες πεποιθήσεις και εξαρτώνται από το βαθμό που είναι επιθυμητή μία συμπεριφορά. Ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή, τόσο στην ατομική πρόθεση για υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς, όσο και στην καθιέρωση αυτής (Tesser & Shaffe, 1990; Armitage & Conner, 1999, 2001). Υποκειμενικό Πρότυπο: Είναι ένας παράγοντας, που αναφέρεται στην κοινωνική πίεση για να εκτελεστεί ή όχι από κάποιο άτομο, κάποιου είδους συμπεριφορά (Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 1992). 15
Σημαντικοί Άλλοι: Σημαντικά πρόσωπα όπως γονείς, φίλοι, συμμαθητές, ο κοινωνικός περίγυρος, καθηγητές κ.α., που δύνανται να επηρεάσουν τον τρόπο εκδήλωσης μιας συμπεριφοράς (Παπαϊωάννου, Θεοδωράκης & Γούδας, 1999). Πρόθεση: Προηγείται κάθε συμπεριφοράς και καθορίζει, το αν αυτή θα πραγματοποιηθεί ή όχι. Όσο μεγαλύτερη είναι η πρόθεση, τόσο πιο πιθανό είναι το άτομο να προσπαθήσει περισσότερο, προκειμένου να πραγματοποιήσει την συμπεριφορά (Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 1992). Συμπεριφορά: εκδήλωση και τρόπος αντίδρασης απέναντι σε μία κατάσταση (Tesser & Shaffe, 1990). 1.5. Οριοθετήσεις της Έρευνας Η παρούσα έρευνα, αφορά σε άτομα, που ασχολούνται με δραστηριότητες κλειστού χώρου (ασκούνται στο γυμναστήριο) και τα αποτελέσματα πιθανόν να διαφέρουν από ασκούμενους υπαιθρίων δραστηριοτήτων. Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι η επιλογή των συμμετεχόντων, έγινε μεταξύ κατοίκων αστικής περιοχής και πιο συγκεκριμένα, από άτομα που ασκούνταν σε ιδιωτικό γυμναστήριο. Στην έρευνα, συμμετέχουν άτομα που γυμνάζονται έστω και μία φορά εβδομαδιαίως. Τα δεδομένα αφορούν σε δείγμα, όπου σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%, έχουν υπογράψει συμβόλαιο ετήσιας συνδρομής στο γυμναστήριο, χωρίς όμως αυτό, να αποδεικνύεται στο ερωτηματολόγιο που συμπλήρωσαν, μέσω συγκεκριμένης ερώτησης. Η έρευνα, πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της εαρινής περιόδου. 16
1.6. Περιορισμοί της Έρευνας Τα δεδομένα αφορούν μόνο σε δείγμα των συμμετεχόντων σε γυμναστήριο, δηλαδή σε δραστηριότητες κλειστού χώρου. Η ένταση, στην οποία αντιλαμβάνονται οι ασκούμενοι ότι γυμνάζονται, θα αιτιολογηθεί βάση της υποκειμενικής κλίμακας κοπώσεως του Borg (1982). Δεν μπορεί να ελεγχθεί η ειλικρίνεια των απαντήσεων, παρότι θα τονισθεί προφορικά η ανωνυμία των ερωτηματολογίων Τα δεδομένα αφορούν σε δείγμα, όπου σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%, έχει υπογράψει συμβόλαιο ετήσιας συνδρομής στο γυμναστήριο. 1.7. Υποθέσεις 1.7.1. Μηδενικές υποθέσεις 1. Δεν υπάρχει σχέση, μεταξύ των παραγόντων που ερμηνεύουν τη θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς και συγκεκριμένα των στάσεων, υποκειμενικού προτύπου, αντιληπτού ελέγχου συμπεριφοράς και των παραμέτρων της άσκησης όπως συχνότητα, διάρκεια, περιεχόμενο, φυσική δραστηριότητα και της αντιλαμβανόμενη ένταση της άσκησης. 2. Δεν θα υπάρχει διαφορά, μεταξύ των δημογραφικών χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων και των παραγόντων που ερμηνεύουν τη θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς και πιο συγκεκριμένα των στάσεων, του υποκειμενικού προτύπου, του αντιληπτού ελέγχου με παραμέτρους της άσκησης όπως συχνότητα, διάρκεια, περιεχόμενο, φυσική δραστηριότητα και της αντιλαμβανόμενη ένταση της άσκησης. 17
1.7.2. Εναλλακτικές Υποθέσεις 1. Θα υπάρχει σχέση μεταξύ των παραγόντων που ερμηνεύουν τη θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς και συγκεκριμένα των στάσεων, υποκειμενικού προτύπου, αντιληπτού ελέγχου και των παραμέτρων της άσκησης όπως συχνότητα, διάρκεια, περιεχόμενο, φυσική δραστηριότητα και αντιλαμβανόμενη ένταση της άσκησης. 2. Θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των δημογραφικών συστατικών των συμμετεχόντων και των παραγόντων που ερμηνεύουν τη θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς και συγκεκριμένα των στάσεων, υποκειμενικού προτύπου, αντιληπτού ελέγχου και των παραμέτρων της άσκησης όπως συχνότητα, διάρκεια, περιεχόμενο, φυσική δραστηριότητα και αντιλαμβανόμενη ένταση της άσκησης. 18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Ανασκόπηση της Βιβλιογραφίας Από πολυάριθμες προσπάθειες ερευνητών (Hagger, Chatzisarantis & Biddle 2000; Hagger, Chatzisarantis, Biddle & Orbell, 2001; Martin & Kullina, 2004), που σκόπευαν στο να διερευνήσουν τους λόγους που κατευθύνουν τη συμπεριφορά των ατόμων για συμμετοχή σε φυσική δραστηριότητα και άσκηση, προέκυψε ότι ένας βασικός παράγοντας για την κατανόηση της αθλητικής συμπεριφοράς, είναι οι στάσεις. Με τον όρο «στάσεις», εννοούμε το βαθμό της θετικής ή αρνητικής αντιμετώπισης από τα άτομα, ψυχολογικών θεμάτων, όπως σύμβολα, ιδέες, θεσμοί κ.α. (Theodorakis, 1992). Ένα άτομο για παράδειγμα, που έχει θετικές στάσεις προς τον αθλητισμό, θα πρέπει να έχει και ανάλογη συμπεριφορά, δηλαδή αν πραγματικά τον ενδιαφέρουν οι αθλητικές δραστηριότητες, είναι πολύ πιθανό να συμμετέχει και σ αυτές. Μία μέθοδος τροποποίησης της συμπεριφοράς, είναι η «θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς» (Theodorakis, Doganis Bagiatis & Goudas, 1991; Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 1992; Theodorakis, 1992; Theodorakis, 1994; Papaioannou & Theodorakis, 1996; Hagger, Chatzisarantis, Biddle & Orbell, 2001; Theodorakis, Papaioannou & Karastogiannidou, 2004; Chatzisarantis, Hagger, Biddle & Smith, 2005). Η θεωρία αυτή, αποτελεί την πιο σύγχρονη και βασικά χρησιμοποιούμενη θεωρία για την καθιέρωση μιας συμπεριφοράς, η οποία αναπτύχθηκε από τους Ajzen και Fishbein, το 1974 εξελισσόταν από τους ίδιους συνεχώς, μέχρι το 1980 (Θεοδωράκης, 1992). 19
Τα «πιστεύω Συμπεριφοράς» Στάσεις προς τη συμπεριφορά «Κανονιστικά πιστεύω» «Υποκειμενικό πρότυπο» Πρόθεση Συμπεριφορά «Πιστεύω ελέγχου» Αντιληπτός έλεγχος συμπεριφοράς Σχήμα 1. Σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών σύμφωνα με το μοντέλο των Ajzen, I., και Fishbein, M., (1980). Στη θεωρία του σχεδιασμού συμπεριφοράς, η πρόθεση ενός ατόμου μπορεί να προβλεφθεί από έναν συνδυασμό στάσεων και κοινωνικών μεταβολών. Ο ένας, είναι ο προσωπικός παράγοντας και ορίζεται ως «στάση προς τη συμπεριφορά» και αναφέρεται στο βαθμό θετικής ή αρνητικής προδιάθεσης απέναντι σε μία συμπεριφορά. Οι στάσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, καθόσον εκφράζουν το βαθμό θετικής ή αρνητικής εκτίμησης των ατόμων για το θέμα, τις απόψεις, τις ιδέες ή τις κρίσεις γι αυτό. Μία θετική στάση, πιθανά συνεπάγεται και μία θετική συμπεριφορά. Έτσι, τα άτομα συμπεριφέρονται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τις στάσεις τους προς την εκάστοτε συμπεριφορά, πόσο καλή ή κακή τη θεωρούν, πόσο χρήσιμη ή μη, πόσο ευχάριστη ή δυσάρεστη, πόσο έξυπνη ή ανόητη, πόσο ενδιαφέρουσα ή βαρετή κ.τ.λ. 20
(Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 1992). Η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς υπέδειξε, ότι αναπτύσσοντας μία αρνητική στάση προς την άσκηση ή δίνοντας σε αυτή μικρότερη αξία κατά την διάρκεια της παιδικής ηλικίας, το αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα, από τα άτομα με αυτές τις στάσεις, είναι η μείωση της δραστηριοποίησης (Tiexeria, 2002). Στην ίδια έρευνα, η οποία διερευνούσε την προθυμία για απώλεια βάρους, από υπέρβαρες γυναίκες, προέκυψε ότι αυτές που δεν ανταποκρίθηκαν στην έρευνα και αυτές που είχαν την μικρότερη απώλεια βάρους, χαρακτηρίζονταν από αρνητικές στάσεις, ήταν λιγότερο ευχαριστημένες από το σώμα τους και είχαν χαμηλό επίπεδο αυτοσεβασμού. Ο Taylor (1999), σε έρευνα του πάνω σε ενήλικες, που αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν σε αθλητικές δραστηριότητες κατά την προεφηβική ηλικία, ανέπτυξαν μία αρνητική στάση απέναντι στην άσκηση. Κατά την καθιέρωση θετικής στάσης, απέναντι στη φυσική δραστηριότητα και υιοθετώντας αντιλήψεις συμπεριφοράς, κατευθυνόμενες από εσωτερική παρακίνηση, παρουσιάστηκε μία αύξηση της πιθανότητας να υιοθετηθεί και να παραμείνει η άσκηση, ως στοιχείο αγωγής (Prapavessis, 2005). Διαπιστώθηκε επίσης, ότι ακόμη και αν η θετική στάση, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη δραστηριοποίηση κατά τη διάρκεια της έναρξης ενός προγράμματος, ωστόσο υπάρχει η πιθανότητα να μειωθεί με το πέρασμα του χρόνου. Πιο ειδικά, χωρίς ενίσχυση με θετικές σκέψεις και προσωπική υποστήριξη της συμπεριφοράς, πιθανόν να εμφανιστεί έλλειψη ενδιαφέροντος για την συνέχιση ενός προγράμματος (Prapavessis, 2005). Για να επέλθει, λοιπόν, η τροποποίηση στη συμπεριφορά, με ολοένα και πιο έντονη ενασχόληση με τον αθλητισμό, είναι αναγκαίο να κατανοηθούν οι μηχανισμοί που την επηρεάζουν (Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 21
1992). Οι σχέσεις μεταξύ στάσεων και συμπεριφοράς δεν είναι πάντα γραμμικές. Κλασσικό παράδειγμα είναι η επιθυμία πολλών ατόμων να ασκηθούν και η πεποίθησή τους ότι ο αθλητισμός έχει ευεργετικά οφέλη, ωστόσο, από αυτούς λίγοι τελικά καταλήγουν σε κάποιο γυμναστήριο ή αθλητικό σύλλογο (Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 1992). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι στάσεις μαθαίνονται και αποκτούνται καλύτερα μέσα από προσωπικές εμπειρίες και αλλάζουν μετά από κατανόηση και γνώση (Θεοδωράκης, 1990). Ο άλλος, είναι ο κοινωνικός παράγοντας και ορίζεται ως «Υποκειμενικό πρότυπο». Η διάσταση αυτή, αναφέρεται στην εντύπωση ενός ατόμου, σε σχέση με τις προσδοκίες και τις επιθυμίες των άλλων, για το πρόσωπό του (Ajzen & Fishbein, 2006). Σημαντικά άτομα ή άτομα που αποπνέουν σεβασμό, μπορεί να ασκήσουν επιρροή στο να ακολουθηθεί μία ασφαλής επιλογή, που σύμφωνα με αυτούς είναι η σωστή. Συχνά, η ισχύς των αντιλήψεων αυτών, εξαρτάται από το πόσο μεγάλη είναι η αξία των άλλων για εμάς και κατά πόσο υπάρχει η διάθεση, για να υπακούσουμε τις επιθυμίες τους (Purath & Miller, 2005). Αν το κίνητρο ενός ατόμου, να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες κάποιου άλλου προσώπου, είναι ισχυρό, τότε και η πιθανότητα να δράσει κατά τον τρόπο που του υποδεικνύεται είναι μεγάλη, ειδικά αν η εκτίμηση για το άτομο αυτό, είναι υψηλή. Το συγκεκριμένο κίνητρο, συχνά εμφανίζεται με απουσία επιθυμίας για συμμετοχή σε άσκηση και συμπληρώνει το «υποκειμενικό πρότυπο». Στην έρευνα των Gagne, Ryan και Bargmann (2003), βρέθηκε ότι τα περισσότερα μέλη μιας αθλητικής ομάδας, λάμβαναν συχνά θετική ενθάρρυνση από τον προπονητή τους και τόσο η προσπάθεια, όσων συμμετείχαν στην ομάδα, όσο και τα θετικά συναισθήματα μετά την άσκηση, ήταν αυξημένα. Έως ένα βαθμό, ο ρόλος που διαδραματίζουν, οι «σημαντικοί άλλοι», όπως 22
συχνά αναφέρονται, μπορεί να επηρεάσει τη λήψη μιας απόφασης, τροποποιώντας έτσι τη συμπεριφορά ή τις στάσεις του ατόμου (Dzewaltowski, Noble & Shaw, 1990). Η επιρροή αυτή, άλλες φορές γίνεται συνειδητά και άλλες ασυνείδητα (Godin & Gionet, 1991). Ένας τρίτος παράγοντας, ορίζεται ως ο «Αντιληπτός έλεγχος συμπεριφοράς» και αναφέρεται στις ελεγχόμενες πεποιθήσεις του ατόμου. Το πεδίο των προσωπικών αντιλήψεων σε σχέση με το είδος συμπεριφοράς, το οποίο είναι γενικότερα το επιθυμητό, χρησιμοποιείται προκειμένου να βοηθήσει, ώστε η υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς, να είναι και η επιδιωκόμενη (Sallis & Hovell, 1990). Η διαμόρφωση για την συγκεκριμένη προσωπική κρίση, βασίζεται σε προϋπάρχουσες πεποιθήσεις και εξαρτάται από το βαθμό που είναι επιθυμητή και τα διάφορα είδη της συμπεριφοράς. Οι αντιλήψεις, ασκούν ισχυρή επιρροή στη στάση του ατόμου σχετικά με την επιθυμία κάποιας ειδικής συμπεριφοράς. Αυτές οι αντιλήψεις, αν και γενικές στη φύση τους υποκρύπτουν και προδιαθέτουν τη στάση ενός ατόμου προς ειδικές συμπεριφορές. Ο αντιληπτός έλεγχος συμπεριφοράς, είναι και αυτός που ασκεί την μεγαλύτερη επιρροή, τόσο στην ατομική πρόθεση για να υιοθετηθεί μία συμπεριφορά, όσο και στην πραγματική καθιέρωση της (Tesser & Shaffe, 1990). Έτσι λοιπόν, βάση της θεωρίας αυτής, αυτό που άμεσα προηγείται κάθε συμπεριφοράς, είναι η «πρόθεση» του ατόμου να εκτελέσει μία συμπεριφορά, η οποία με τη σειρά της, εξαρτάται από τους προαναφερθέντες τρεις παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί, δίνουν το βάρος τους στην πρόθεση και στην τελική συμπεριφορά (Θεοδωράκης, Δογάνης, Μπαγιάτης, Γούδας & Τσαρτσαπάκης, 1992). Όσο πιο δυνατή είναι η πρόθεση αυτή, τόσο πιο πιθανό είναι το άτομο να προσπαθήσει περισσότερο και έτσι η 23
πιθανότητα να πραγματοποιήσει τη συμπεριφορά, είναι μεγαλύτερη. Παρ όλα αυτά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η πρόθεση για ενασχόληση με μία δραστηριότητα μπορεί να είναι πολύ υψηλή, αλλά η ικανότητα των ατόμων να μεταφέρουν τη συμπεριφορά μέχρι την ολοκλήρωση, να μην επαρκεί (Sapp, 2002). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των Theodorakis, Goudas και Kourthouris, (1992), οι οποίοι βασιζόμενοι στο θεωρητικό μοντέλο ότι οι στάσεις μπορούν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά προς την άσκηση, θέλησαν να διαπιστώσουν αν, ύστερα από συμμετοχή, γνωριμία και πρακτική εξάσκηση, έγιναν οι στάσεις τους πιο θετικές απέναντι στο άθλημα. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 50 φοιτητές, που συμμετείχαν σε μαθήματα χιονοδρομίας, χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία και επαφή με το άθλημα αυτό και 34 φοιτητές που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι οι νέες πληροφορίες που οι φοιτητές αποκόμισαν κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους, όπως η πρακτική εκπαίδευση, η γνώση των τεχνικών λεπτομερειών, η εξοικείωση με τον εξοπλισμό κ.α., μετέβαλλαν τις στάσεις τους για το συγκεκριμένο άθλημα. Σε μία άλλη έρευνα ο Theodorakis (1994), θέλησε να εξετάσει την επίδραση των στάσεων και του αντιληπτού ελέγχου συμπεριφοράς στην πρόβλεψη για συμμετοχή σε φυσική δραστηριότητα. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 395 γυναίκες (18-45 ετών), από 50 αθλητικά κέντρα (γυμναστήρια), οι οποίες με το τέλος της ημερήσιας γύμνασής τους, συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια που αφορούσαν τις στάσεις και τις προθέσεις τους για την άσκηση, καθώς και τον αντιληπτό έλεγχο συμπεριφοράς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μια μεταβλητή που εξετάστηκε στην έρευνα και ονομάστηκε «δύναμη στάσης», ισχυροποιεί τη σχέση μεταξύ των στάσεων του ατόμου και της συμπεριφοράς του για άσκηση. Στην εργασία αυτή με το δείγμα των ενηλίκων γυναικών, εκείνες που 24
είχαν θετικές στάσεις προς την άσκηση και θωρούσαν ότι αυτό ελέγχεται από τις ίδιες, είχαν θετικές προθέσεις για συμμετοχή και συμμετείχαν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε προγράμματα άθλησης. Σε μία μετα-ανάλυση 79 μελετών, οι Hagger και συνεργάτες (2002), επισήμαναν ότι η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς εξηγεί το 45% της διακύμανσης της πρόθεσης για άσκηση και το 27,4% της διακύμανσης της συμπεριφοράς σε σχέση με την άσκηση. Οι Guinn, Vincent, Jorgensen, Dugas και Semper (2007) χρησιμοποίησαν τη θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, για να εξηγήσουν την πρόβλεψη της πρόθεσης για άσκηση και να καθορίσουν αν η τρέχουσα συμπεριφορά προς την άσκηση εξασθενίζει τη δομή της θεωρίας, σε ένα δείγμα μεξικάνων γυναικών με χαμηλό εισόδημα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η τρέχουσα συμπεριφορά της άσκησης (το 26,4% του δείγματος δεν ασκούνταν και το 46,9% ασκούνταν για 10 λεπτά μία φορά την εβδομάδα), εξασθενίζει τη δομή της θεωρίας και επιδρά στην πρόθεση για άσκηση. Επίσης, προέκυψε ότι ο αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς, ήταν ο πιο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας της πρόθεσης για συμμετοχή στη φυσική δραστηριότητα. Μία πρόσφατη μελέτη του Armitage (2005), εξέτασε τη δυνατότητα της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς να προβλέψει την ενεργό συμμετοχή σε φυσική δραστηριότητα και τη διατήρηση της, σε έρευνα διάρκειας 12 βδομάδων σε ενήλικες ασκούμενους σε γυμναστήρια. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι α) ο αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς, ήταν σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας της πρόθεσης και της ενεργό συμπεριφοράς για άσκηση, β) οι συνήθειες σε σχέση με την άσκηση 25
αναπτύχθηκαν μέσα στις πρώτες 5 βδομάδες της μελέτης και γ) η επιτυχής προηγούμενη απόδοση αυξάνει τις αντιλήψεις του συμπεριφορικού ελέγχου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη των Bryan, Courtney και Rochelean (2002), που εξέτασε την θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς σε σχέση με το είδος της άσκησης. Συγκεκριμένα διερεύνησαν την θεωρία, σε συνδυασμό με την αεροβική άσκηση, έναντι της άσκησης με αντιστάσεις σε δείγμα 210 φοιτητών, που αξιολογήθηκαν με μία αρχική και με μία τελική μέτρηση, μετά από διάστημα 3 μηνών. Επίσης, εξέτασαν τις συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών της θεωρίας, και μεταβλητών, όπως οι λόγοι για άσκηση, η εξωστρέφεια ως χαρακτηριστικό προσωπικότητας και η αντιλαμβανόμενη υγεία. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι οι μεταβλητές της θεωρίας, η εξωστρέφεια και η αντιλαμβανόμενη υγεία, εξηγούν τη διακύμανση στο 19% για την αεροβική άσκηση και το 40%, για την άσκηση με αντιστάσεις. Οι λόγοι για άσκηση ήταν φυσιολογικοί, ψυχολογικοί, και κοινωνικοί και κατέληξαν ότι η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, αποτελεί ένα έγκυρο θεωρητικό μοντέλο για την πρόβλεψη τόσο για την αερόβια άσκηση, όσο και για την άσκηση με αντιστάσεις. Μία παρόμοια έρευνα των Eves, Hoppe και McLaren (2003), διερεύνησε τη συμβολή της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς για συγκεκριμένους τύπους φυσικής δραστηριότητας, παρά για το γενικό όρο άσκηση, όπου εστιάζονταν οι περισσότερες έρευνες. Συγκεκριμένα, διερεύνησαν τις μεταβλητές της θεωρίας με έξι τύπους φυσικής δραστηριότητας: έντονη άσκηση (ομαδικά σπορ και αεροβική), μέτριας έντασης άσκηση (χορός και κολύμπι) και χαμηλής έντασης φυσική δραστηριότητα (περπάτημα και κολύμπι). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι εκτός από το περπάτημα, η πρόθεση για κάθε τύπο άσκησης επηρεαζόταν από τις στάσεις και τον αντιληπτό έλεγχο 26
συμπεριφοράς. Μόνο για το κολύμπι υπήρχε η συμβολή του υποκειμενικού προτύπου για πρόθεση. Το περπάτημα ήταν λιγότερο προβλεπτικός παράγοντας από τις άλλες δραστηριότητες, χωρίς τη συμβολή των στάσεων για την πρόθεση για περπάτημα. Η εφαρμογή της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς σε σχέση με την άσκηση διερευνήθηκε σε ενήλικες, σε παιδιά και εφήβους και σε ηλικιωμένους. Σε μία πρόσφατη έρευνα (Downs, Graham, Yang, Bargainnier & Vasil, 2006) σε εφήβους, εξετάστηκαν οι καθοριστικοί παράγοντες της πρόθεσης για άσκηση και η παρελθούσα συμπεριφορά της άσκησης, με τις θεωρίες της αιτιολογημένης δράσης και της σχεδιασμένης συμπεριφοράς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι στάσεις, το υποκειμενικό πρότυπο και ο αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς, εξηγούν το 55% της διακύμανσης στην πρόθεση και η πρόθεση και ο αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς εξηγούν το 51% της διακύμανσης στην παρελθούσα συμπεριφορά της άσκησης. Επιπλέον, οι ερευνητές πρότειναν ότι για την προώθηση της άσκησης στους εφήβους, απαιτείται να εστιάσουμε σε στρατηγικές που αποβλέπουν στην ενδυνάμωση της πρόθεσης (θετική ανατροφοδότηση) και του αντιληπτού ελέγχου της συμπεριφοράς (διερεύνηση των παραγόντων, που εμποδίζουν ή διευκολύνουν την συμμετοχή σε άσκηση, όπως διευκόλυνση στην προσπάθεια νέων δραστηριοτήτων ή φόβοι αποτυχίας). Επιπρόσθετα, διερευνήθηκε η ικανότητα της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς να προβλέψει τη μέτρια και έντονη φυσική δραστηριότητα και την καρδιοαναπνευστική φυσική κατάσταση, σε ένα δείγμα παιδιών (Martin, Kullina, McCaughtry, Cothran, Dake, & Fahoome, 2005). Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι τόσο οι στάσεις όσο και το υποκειμενικό πρότυπο ήταν σημαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες για την πρόθεση για άσκηση. Ακόμη βρέθηκε, ότι στην επίδραση των στάσεων στην 27
πρόθεση διαμεσολαβεί το υποκειμενικό πρότυπο και ο αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς. Τα αποτελέσματα, συνάδουν με τα ευρήματα άλλων μελετών, που αφορούσαν παιδιά και εφήβους, όπου η πρόθεση δεν αποτελεί καλό προβλεπτικό παράγοντα για τη συμπεριφορά ως προς την άσκηση. Αυτό εξηγείται με το γεγονός ότι τα παιδιά δεν έχουν αναπτύξει ακόμη τις γνωστικές και συμπεριφορικές ικανότητες που απαιτούνται, για να μεταφράσουν την πρόθεση σε συμπεριφορά. Ο Tsorbatzoudis (2005), χρησιμοποίησε το μοντέλο της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς για να μελετήσει τις στάσεις, απέναντι στη συμμετοχή στη φυσική δραστηριότητα σε μαθητές σχολείου. Το αντικείμενο της μελέτης, ήταν να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα της παρέμβασης στο χειρισμό των μεταβλητών της θεωρίας και τις συνήθειες της άσκησης σε δείγμα 366 μαθητών. Η παρέμβαση διήρκησε 12 εβδομάδες και αφορούσε posters και διαλέξεις, σε σχέση με τη συμμετοχή στην άσκηση. Η ανάλυση των δεδομένων, έδειξε ότι η παρέμβαση ήταν αποτελεσματική στη βελτίωση των στάσεων, του αντιληπτού ελέγχου συμπεριφοράς, της πρόθεσης και της αυτό-αναφερόμενης ενεργό συμπεριφοράς, αλλά ήταν αναποτελεσματική σε σχέση με το υποκειμενικό πρότυπο. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες στους καθηγητές φυσικής αγωγής για την προώθηση θετικών στάσεων για την άσκηση στους μαθητές. Το θεωρητικό μοντέλο διερευνήθηκε και σε σχέση με τη συμπεριφορά ως προς την άσκηση σε ηλικιωμένους. Οι Alexandris, Barboukis και Tsorbatzoudis (2007), διερεύνησαν το βαθμό τον οποίο τα συστατικά της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς διαμεσολαβούν στη σχέση μεταξύ περιοριστικών παραγόντων και πρόθεσης να συνεχίσουν να συμμετέχουν σε φυσικές δραστηριότητες, σε δείγμα 28
ηλικιωμένων, που λάμβαναν μέρος σε οργανωμένα προγράμματα άσκησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι οι στάσεις και ο αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς είχαν αρνητική συσχέτιση με τους περιοριστικούς παράγοντες, ενώ η μεταβλητή υποκειμενικό πρότυπο δεν είχε καμία συσχέτιση. Σε σχέση με το διαμεσολαβητικό ρόλο των συστατικών της θεωρίας, βρέθηκε ότι τόσο οι στάσεις όσο και ο αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς, διαμεσολαβούν μερικώς στη σχέση μεταξύ περιορισμών και πρόθεσης με τον αντιληπτό έλεγχο να έχει τον ισχυρότερο ρόλο. Η μεταβλητή, το υποκειμενικό πρότυπο δεν συσχετίζεται σημαντικά με την πρόθεση των ηλικιωμένων για συμμετοχή σε φυσική δραστηριότητα. Αυτό δείχνει, ότι οι ηλικιωμένοι είναι κατά κάποιον τρόπο ανεξάρτητοι στις αποφάσεις τους σε σχέση με τη συμμετοχή σε άσκηση. Επίσης σε μία ανάλογη πρόσφατη έρευνα σε ηλικιωμένους (Gretebeck, Black, Blue, Clickman, Huston & Gretebeck, 2007) διερευνήθηκε η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς και η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς με τη μεταβλητή «λειτουργική ικανότητα», για να εξηγήσει την πρόθεση και την αυτό-αναφερόμενη συμπεριφορά ως προς την άσκηση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς μαζί με τη λειτουργική ικανότητα εξηγούν επιπλέον το 11% της διακύμανσης, απ ότι η θεωρία μόνη της και η λειτουργική ικανότητα, ήταν ο καλύτερος προβλεπτικός παράγοντας της συμπεριφοράς της άσκησης. Οι ερευνητές συμπέραναν, ότι η λειτουργική ικανότητα φαίνεται να είναι ένας σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας της συμπεριφοράς, ως προς την άσκηση σε ηλικιωμένους και πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στο σχεδιασμό προγραμμάτων άσκησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν σχετικές μελέτες,που αφορούσαν ειδικές ομάδες πληθυσμών όπως έγκυες γυναίκες, και ασθενείς. Συγκεκριμένα οι Ηausenblas και 29
Symons Downs (2004) μελέτησαν τη πρόθεση για άσκηση και τη συμπεριφορά ως προς την άσκηση σε 104 έγκυες γυναίκες κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης υπό το θεωρητικό πλαίσιο της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, α) ο αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς ήταν σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας της συμπεριφοράς της άσκησης και β) το υποκειμενικό πρότυπο και οι στάσεις, ήταν επίσης σημαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες της πρόθεσης για άσκηση. Οι ερευνητές συμπέραναν, ότι η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, μπορεί να αποτελέσει το πλαίσιο για το σχεδιασμό προγραμμάτων άσκησης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σε έρευνα των Norman, Conner και Bell (2000), μελετήθηκε η εφαρμογή της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς στην πρόβλεψη της πρόθεσης για άσκηση και τη συμπεριφορά, σε διάστημα 6 μηνών σε ασθενείς που ακολουθούσαν προγράμματα αγωγής υγείας. Επίσης μελετήθηκε η επίδραση της παρελθούσας συμπεριφοράς, στη σχέση πρόθεσης και συμπεριφοράς και στη σχέση του αντιληπτού ελέγχου της συμπεριφοράς και της συμπεριφοράς. Τα αποτελέσματα έδειξαν, ότι η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς μπορεί να προβλέψει την αρχική πρόθεση για άσκηση και τη μελλοντική συμπεριφορά ως προς την άσκηση σε διάστημα 6 μηνών, με τον αντιληπτό έλεγχο της συμπεριφοράς να εμφανίζεται, ως το μοναδικό προβλεπτικό παράγοντα και η παρελθούσα συμπεριφορά να έχει άμεση επίδραση στη μελλοντική συμπεριφορά. Σε μία πρόσφατη έρευνα των Jones και συνεργάτες (2007), εξετάστηκαν οι δημογραφικοί, οι ιατρικοί και οι κοινωνικό-γνωστικοί καθοριστικοί παράγοντες της πρόθεσης για άσκηση, σε δείγμα 100 ασθενών με πρωτοπαθή όγκο εγκεφάλου, υπό το πλαίσιο της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι 30
υπήρχε μέτρια ως υψηλή θετική συσχέτιση, μεταξύ των μεταβλητών της θεωρίας, με τις στάσεις και τον αντιληπτό έλεγχο της συμπεριφοράς να είναι οι περισσότερο καθοριστικοί παράγοντες. Οι ερευνητές κατέληξαν, ότι η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς μπορεί να είναι χρήσιμη για τον σχεδιασμό παρεμβάσεων, που σκοπό έχουν την προώθηση της άσκησης σε ασθενείς. 31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ Μεθοδολογία 3.1. Συμμετέχοντες Οι συμμετέχοντες της έρευνας, ήταν 300 Έλληνες άνδρες και γυναίκες ασκούμενοι, γνωστής αλυσίδας ιδιωτικού γυμναστηρίου αστικής περιοχής στην Θεσσαλονίκη. Οι συμμετέχοντες της παρούσας μελέτης, ασκούνται για τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. 3.2. Διαδικασία Συλλογής Δεδομένων Ο χρόνος συλλογής των δεδομένων, έγινε κατά τη διάρκεια της Άνοιξης (τους μήνες Μάρτιο Μάιο 2007) και η διανομή τους έλαβε χώρα σε ιδιωτικό γυμναστήριο, όπου υπάρχει δυνατότητα για συμμετοχή σε ποικίλα είδη εκγύμνασης. Η συλλογή των ερωτηματολογίων, έγινε κατόπιν διανομής και συμπλήρωσή τους, υπό την παρουσία της ιδίας της ερευνήτριας, για τη δυνατότητα παροχής επεξηγήσεων και περαιτέρω πληροφοριών. 3.3. Ερωτηματολόγιο Για τη μέτρηση των μεταβλητών της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς (Ajzen & Madden, 1986), που μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα και τα ψυχομετρικά της χαρακτηριστικά, αξιολογήθηκαν σε ελληνικό πληθυσμό από τον Theodorakis (1994). Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο, περιλαμβάνει συνολικά 17 ερωτήσεις και εξετάζει τους παράγοντες: στάση προς τη συμπεριφορά (6 ερωτήσεις π.χ., Για μένα το να γυμνάζομαι 32
τακτικά τους επόμενους 2 μήνες είναι καλό/κακό ), τις προθέσεις συμπεριφοράς (3 ερωτήσεις π.χ., Σκοπεύω να γυμνάζομαι για τουλάχιστον μία ώρα, τρεις φορές εβδομαδιαίως για τους επόμενους μήνες ), τον αντιληπτικό έλεγχο συμπεριφοράς (4 ερωτήσεις π.χ., ( Εξαρτάται απόλυτα από μένα αν θα γυμνάζομαι για τουλάχιστον μία ώρα τρεις φορές την εβδομάδα για τους επόμενους δύο μήνες ) και την επίδραση του κοινωνικού προτύπου (4 ερωτήσεις π.χ., Πολλά άτομα των οποίων την άποψη εκτιμώ, θα ενέκριναν/απέρριπταν την άποψη να δεχθώ να γυμνάζομαι για μία ώρα τρεις φορές εβδομαδιαίως ). Για την καταγραφή δημογραφικών χαρακτηριστικών, συμπεριλήφθηκαν 4 ερωτήσεις (φύλο, ηλικία, εκπαίδευση και επαγγελματική κατάσταση). Για να καταγραφεί το είδος της άσκησης, η ένταση της φυσικής δραστηριότητας (έντονη, μέτρια, ήπια), η συχνότητά της εβδομαδιαίως και η διάρκεια αυτής, με χρήση 7 ερωτήσεων, χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο των Godin & Shephard (1985), «Άσκηση κατά τον ελεύθερο χρόνο» (Leisure-Time Exercise Questionnaire),. Τέλος, για να προσδιοριστεί η ένταση, με την οποία κάθε αθλούμενος θεωρεί ότι γυμνάζεται, συμπεριλήφθηκε η υποκειμενική κλίμακα Borg (1982), που χρησιμοποιείται για υπομέγιστες δοκιμασίες κοπώσεως, προκειμένου να εκτιμηθεί το πόσο έντονο ήταν το προπονητικό πρόγραμμα. Η συγκεκριμένη κλίμακα, με τιμές από το 7(πάρα πολύ εύκολο), έως το 20(πάρα πολύ κουραστικό), μας κατατοπίζει για την αντίληψη της έντασης της άσκησης, που αισθάνεται ο κάθε αθλούμενος, μετά τη διεκπεραίωση αυτής. 33
3.4. Στατιστική Ανάλυση Για την ανάλυση των δεδομένων έγινε ανάλυση παλινδρόμησης με ανεξάρτητη μεταβλητή, τους παράγοντες της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς (υποκειμενικό πρότυπο, αντιληπτός έλεγχος της συμπεριφοράς, προθέσεις) και εξαρτημένες μεταβλητές τις παραμέτρους της άσκησης (συχνότητα, διάρκεια, περιεχόμενο και αντιλαμβανόμενη ένταση της άσκησης). Έγινε ανάλυση t-test και ανάλυση διακύμανσης ANOVA για τη σύγκριση των διαφορών μεταξύ των μέσων όρων των παραγόντων της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, καθώς και των παραμέτρων της άσκησης ως προς τα δημογραφικά χαρακτηριστικά. 34
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV Αποτελέσματα Δημογραφικά Στοιχεία & Χαρακτηριστικά Συμμετοχής του Δείγματος Στην έρευνα πήραν μέρος 300 άτομα, εκ των οποίων οι 176 ήταν άνδρες, με ποσοστό 58,7 %. Οι γυναίκες, με συνολικό αριθμό 124, αποτέλεσαν το 41,3%. Οι συγκεκριμένοι αθλούμενοι, ασκούνταν σε ιδιωτικό γυμναστήριο. Όσον αφορά στο επίπεδο εκπαίδευσης των συμμετεχόντων, υπήρχαν απόφοιτοι γυμνασίου (Ν=14, ποσοστό 4,7%), απόφοιτοι λυκείου (Ν=84, ποσοστό 28,2%), απόφοιτοι πανεπιστημίου/ ΤΕΙ (Ν=175, ποσοστό 58,7%), κάτοχοι διδακτορικού ή μεταπτυχιακού διπλώματος (Ν=25, ποσοστό 8,4%). Αναφορικά με τον επαγγελματικό τομέα, το παρόν δείγμα είχε την εξής διακύμανση: με τον ιδιωτικό τομέα ασχολούνταν 94 άτομα (ποσοστό 31,4%), με τον δημόσιο τομέα 47 άτομα (ποσοστό 15,7), ως ελεύθεροι επαγγελματίες 36 άτομα (ποσοστό 15,4%), φοιτητές-σπουδαστές ήταν 98 άτομα (ποσοστό 32,4%) και 14 άτομα ασχολούνταν με διάφορες άλλες, λιγότερο συνηθισμένες δραστηριότητες (ποσοστό 4,7%). Σε ποσοστό 46,5% (138 άτομα), τα άτομα που αποτέλεσαν το δείγμα τη παρούσας έρευνας ασχολούνταν με τον αθλητισμό, σαν αθλητές, ενώ το υπόλοιπο 53,5% (159 άτομα), δεν υπήρξαν αθλητές. Τέλος, 214 άτομα (ποσοστό 71,3%), πήγαιναν στο γυμναστήριο μόνοι τους, ενώ 83 άτομα (27,7%), αθλούνταν με κάποιο φιλικό τους πρόσωπο. Το 1% (8 άτομα), του δείγματος μας, ασκούταν στο γυμναστήριο με την οικογένεια του (Ν=6, 0,3%) ή μόνο με τα παιδιά του (Ν=2, 0,7%). Κάποια επιπλέον δημογραφικά στοιχεία και χαρακτηριστικά συμμετοχής των αθλούμενων αυτών, παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Πίνακας 1. Δημογραφικά Στοιχεία & Χαρακτηριστικά Συμμετοχής του Δείγματος Ηλικιακές κατηγορίες <20 έτη= 40 άτομα = 13,3% 20-25 έτη= 86 άτομα = 28,7% 26-30 έτη= 74 άτομα = 24,7% 31-35 έτη= 40 άτομα =13,3% 36-40 έτη= 29 άτομα = 9,7% 41-45 έτη= 20 άτομα = 6,7% >40έτη= 11 άτομα = 3.7% 35
Έτη άσκησης σε γυμναστήριο 0-2 έτη= 143 άτομα= 47,8% 2-4 έτη= 65 άτομα= 21,8% 4-6 έτη= 27 άτομα= 9,0% 6-8 έτη= 27 άτομα= 9,0% >8 έτη= 37 άτομα= 12,4% Διάρκεια προπονητικής μονάδας Κυρίως δραστηριότητα 30λεπτά= 9 άτομα= 3,0% 60λεπτά= 91 άτομα= 30,3% Αεροβική= 64 άτομα= 21,3% Ελεύθερα Βάρη= 141 άτομα= 47% Μηχάνημα Δόνησης= 22 άτομα= 7,3% Διάδρομο/Ποδήλατο= 65 άτομα= 21,7% 90λεπτά= 115άτομα= 38,3% 120λεπτά= 53άτομα= 17,7% >120λεπτά= 32άτομα= 10,7% Ασκήσεις Χαλάρωσης= 1 άτoμο= 0,3% Πιλάτες/Γιόγκα= 6 άτομα= 2,0% Υδρογυμναστική= 1 άτομο= 0,3% Έγινε επίσης, περιγραφική ανάλυση των παραγόντων της θεωρίας της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, της έντασης και φυσικής δραστηριότητας και τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα (Πίνακα 2). Πίνακας 2. Περιγραφικά Στατιστικά των Παραγόντων Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς, Έντασης & Φυσικής Δραστηριότητας N Μ. Ο. Τ.Α. Στάση 300 6,380 0,772 Πρόθεση 300 6,413 0,887 Αντιληπτός Έλεγχος 300 5,979 1,031 Υποκειμενικό Πρότυπο 300 5,944 1,013 Υψηλής Έντασης Άσκηση 255 3,368 2,013 Μέτριας Έντασης Άσκηση 270 3,888 2,535 Χαμηλή Ένταση Άσκησης 190 3,078 2,107 Αντιλαμβανόμενη Ένταση 300 6,610 2,105 Ένταση Συνολικά 300 10,375 5,015 36