Αναγνώριση και κατανόηση του πολυδιάστατου συνδρόμου της αθλητικής εξουθένωσης



Σχετικά έγγραφα
19/11/2007. Ορισμοί. Υπερπροπόνηση & Κάψιμο. Πως φτάνουν στο κάψιμο; Μοντέλο καψίματος αθλητών και αθλητριών (Silva 1990) Στυλιανή «Ανή» Χρόνη, Ph.D.

Ερµηνεία του «καψίµατος» Θέµα διάλεξης 11 Καταπόνηση και κάψιµο αθλητών και αθλητριών. καταπόνησης. Μάριος Γούδας ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108)

Παράγοντες που ευθύνονται για τους τραυµατισµούς ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 12 Η ψυχολογία των τραυµατισµών στον αθλητισµό

Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης. Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τον όρο Θετική Ανάπτυξη είναι ο παρακάτω:

Ψυχολογική υποστήριξη παιδικού αθλητισμού

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Πτυχιούχος του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας Πανεπιστήμιο Αθηνών, με ειδίκευση στην ψυχολογία

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

TEΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ

The Effects of Gender and Competitive Level on Athletes' Burnout in Individual Sports

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

αθλητισµό Παρακίνηση για επίτευξη Περιβάλλον επίτευξης Θεωρία ανάγκης για επίτευξη Παρακίνηση για επίτευξη στον αθλητισµό και στη φυσική αγωγή

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Η εξέταση ενός μοντέλου προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων άγχους και εξουθένωσης σε προπονητές κλασικού αθλητισμού

Θεωρία απόδοσης Γνωστικές διαδικασίες

þÿ²± ¼Ì ¹º±½ À à  ½ ûµÅÄ

Neapolis University HEPHAESTUS Repository

Περιεχόμενα. Θεμέλια. της αθλητικής ψυχολογίας 11. Τα κίνητρα στον αθλητισμό και στην άσκηση 43. Κεφάλαιο 2

Εργάζομαι αισθάνομαι... πετυχαίνω!!!!!

Ερωτήσεις Αθλητικής Ψυχολογίας Σχολή Προπονητών Γυμναστικής

Ψυχολογικές δεξιότητες: Παρακίνηση & Αφοσίωση

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Άσκηση Υγεία και Ποιότητα Ζωής. Εισαγωγή. Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Α.Τ.Ε.Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 - Η επαγγελματική εξουθένωση

ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ. Νικολάου Ζωή Α.Μ Επιβλέπων καθηγητής: Στράνης Δημήτριος

Κίνητρα για συµµετοχή στα σπορ. Θέµα διάλεξης Εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα στον Αθλητισµό και στη Φυσική Αγωγή ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108)

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ

Burn-out στην Καρδιολογία. Ηρακλής Μαυράκης Διευθυντής ΕΣΥ Ηλεκτροφυσιολογικό Εργαστήριο ΠΑΓΝΗ

Αξιοποίηση και διατήρηση των Νέων αθλητών

þÿ ɺÁ Ä ÅÂ, ±»Î¼ Neapolis University þÿ Á̳Á±¼¼± ¼Ìù±Â ¹ º à Â, Ç» Ÿ¹º ½ ¼¹ºÎ½ À¹ÃÄ ¼Î½ º±¹ ¹ º à  þÿ ±½µÀ¹ÃÄ ¼¹ µ À»¹Â Æ Å

ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων μέσα από τον αθλητισμό. Ψούνη Λίνα ΚΦΑ, Ψυχολόγος. MSc, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Κλίµα παρακίνησης στο µάθηµα της Φ.Α. και υγιεινές συµπεριφορές

Εργασιακό στρες και Σύνδρομο Επαγγελματικής Εξουθένωσης λειτουργών υγείας Κωνσταντινος Ν Φουντουλάκης

Επιπολιτισμικό στρες. Θεωρητικά μοντέλα Στρατηγικές αντιμετώπισης Παρεμβαλλόμενες μεταβλητές Ψυχική ανθεκτικότητα

Θέµατα που θα αναπτυχθούν ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ. Που εστιάζονται οι έρευνες; Επιδηµιολογία - Συµπεριφορά

Θεωρία των στόχων. θεωρία στόχων - Καθορισµός. Αρχές της θεωρίας των στόχων. Θέµα διάλεξης4. Θεωρία στόχων. Επιδράσεις στην απόδοση

Αναπληρωτής Καθηγητής ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Εθνικής Αντίστασης 41, Δάφνη ΤΗΛΕΦΩΝΟ FAX

Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια

Παρουσίαση του προβλήματος

Θέμα διάλεξης. Καθορισμός στόχων στον Αθλητισμό. Ζουρμπάνος Νίκος PhD

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η ψυχολογία των αθλητών και η άμεση σχέση της με την προπόνηση και τη φυσικοθεραπεία

Θέµατα διάλεξης. Τεχνική Καθορισµού Στόχων Αθλητών και Αθλητριών. Τι είναι οι στόχοι; Τα παρακάτω είναι στόχοι; Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ (Martens, 1987)

Ψυχολογικές παράμετροι της διαιτησίας. Γ. Γεωργουλέας 21 ο Επιμορφωτικό Σεμινάριο ΟΔΒΕ Καλαμάτα 28/9/2013

Επιθετικότητα. Βία και επιθετικότητα στον αθλητισµό. ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ έννοια. Θεωρίες για την επιθετικότητα. Ψυχολογικές θεωρίες για την

ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

, ;21 , ) Freudenberger [1 ] 1974 (Burnout), (wear out), , Dworkin [5 ] 22 : ( meaninglessness ) 12, (normalessness) Maslach [6 ]

ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής. Άγχος, Στρες, Διέγερση

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ στην ΕΡΓΑΣΙΑ

Προγράμματα Ψυχολογικής Προετοιμασίας: Θεωρία, έννοιες και εφαρμογές. Νεκτάριος Α. Σταύρου Αθλητικός Ψυχολόγος

Άσκηση και κατάθλιψη. Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

KM 950: Αεροβικός χορός- οργάνωση - μεθοδολογία Διάλεξη 11η : Προπονητική. και aerobic (αεροβικός χορός) I

Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ορισμοί Αυτό-αντίληψη Αυτό-εκτίμηση Μηχανισμοί ενίσχυσης και προστασίας της αυτό-εκτίμησης

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Φωτογραφία. Προσωπικά στοιχεία. Γνωστικό αντικείμενο: Αθλητική Ψυχολογία με έμφαση τις εφαρμογές

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ

«Η Επαγγελματική Εξουθένωση των Εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και ο Ρόλος της Συμβουλευτικής» Αθήνα 2017

Προσωπικότητα και Άσκηση. 2η διάλεξη «Άσκηση & Ψυχική Υγεία»

Οι γνώμες είναι πολλές

Ηγεσία στον αθλητισµό. Μάριος Γούδας. Χαρακτηριστικά. Θέµα διάλεξης 6. πετυχηµένος ή αποτελεσµατικός προπονητής; ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108)

Ένα ερωτηματολόγιο που θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε καλύτερα τον αγωνιστικό σας εαυτό!

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ

ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ BURN OUT

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΓΥΠΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΛΕΡΙΔΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΚΩΣΤΑΚΗ ΜΑΡΙΝΑ ΜΠΑΤΙΣΤΑΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑ

ΜΕΘΟΔΟΣ -ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ ΣΤΗΝ ΜΗΧΑΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ PUBMED ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ, ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΣ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΑΠΟΔΟΣΗ, ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 1η. Εξάσκηση και αξιολόγηση ψυχολογικών δεξιοτήτων

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Στέφανος I. Πέρκος Τ.Ε.Φ.Α.Α., Π.Θ. Καρυές, Τρίκαλα Τηλ

Γιώργος Καραμπάτσος. Επίκουρος καθηγητής. Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ

Μαρία Προδρόμου. Δρ. Ανδρέας Παυλάκης Λέκτορας Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου

Γενικός προγραμματισμός στην ολομέλεια του τμήματος (διαδικασία και τρόπος αξιολόγησης μαθητών) 2 ώρες Προγραμματισμός και προετοιμασία ερευνητικής

Παρουσίαση συνολικών πορισμάτων έρευνας από την εφαρμογή του εργαλείου P.R.I.W.A.

Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και του Χρηματοδοτικού Μηχανισμού ΕΟΧ Ισορροπία μεταξύ εργασιακής και προσωπικής ζωής σε εργαζόμενες

ΗΘΙΚΗ & ΗΘΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ & ΣΤΗΝ Φ.Α.

Περιεχόµενα ιάλεξης. Προφίλ εξιοτήτων. Τι είναι τι κάνει ;

Περιβαλλοντικό άγχος. Ορισμοί και μοντέλα Πυκνότητα Αίσθημα συνωστισμού Θόρυβος

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Διοίκηση Αθλητισμού και Αναψυχής

Βασιλική Ζήση, PhD. Πυραμίδα του πληθυσμού στο μέσο του έτους 2004

Νικόλαος Κοµούτος. Σ.Ε.Φ.Α.Α., Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας

ΑΜΟΙΒΕΣ, ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΣΤΗΦΥΣΙΚΗΑΓΩΓΗ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΠΟΥΔΕΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ

ΜΑΡΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Mediterranean College Θεσσαλονικης

Σχοινάκης Σ., Ταξιλδάρης Κ., Μπεμπέτσος Ε., Αγγελούσης Ν.

Αντιλήψεις και στάσεις για τη διαχείριση των απορριμμάτων σε συνάρτηση με την αντικειμενική και προσλαμβανόμενη περιβαλλοντική επιβάρυνση

Θέµατα της παρουσίασης. Τι είναι παρακίνηση; Στοιχεία της παρακίνησης. Λειτουργίες της παρακίνησης. Η παρακίνηση επηρεάζει κυρίως τέσσερις λειτουργίες

Εργαστήριο Αθλητικής Ψυχολογίας

Από τη μεγάλη γκάμα των δεξιοτήτων ζωής που μπορεί κανείς να αναπτύξει παρακάτω παρουσιάζονται τρεις βασικοί άξονες.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Καλώς ήρθατε στο Newsletter Αθλητικής Ψυχολογίας του ιστότοπου

Αντιλήψεις-Στάσεις των μαθητών του γυμνασίου και των Λ.Τ. τάξεων σχετικά με την σχολική ζωή

Transcript:

ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 22, 3-19 2011 Ε.Α.Ψ. Αναγνώριση και κατανόηση του πολυδιάστατου συνδρόμου της αθλητικής εξουθένωσης Αλεξάνδρα Μαρκάτη, Μαρία Ψυχουντάκη, Κωνσταντίνος Καρτερολιώτης και Νικόλαος Αποστολίδης Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού, Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Περίληψη Σκοπός της ανασκόπησης είναι η συνοπτική αναγνώριση και κατανόηση του συνδρόμου της αθλητικής εξουθένωσης. Για την αναγνώριση των χαρακτηριστικών και την ανάπτυξη των θεωρητικών μοντέλων της αθλητικής εξουθένωσης, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν: (α) η βασική της διάκριση από έννοιες όπως, η υπερβολική προπόνηση, η στασιμότητα, η έλλειψη κινήτρων, το υπερβολικό στρες, η δέσμευση και η απομάκρυνση οι οποίες, ωστόσο, αποτελούν πιθανούς προάγγελους ή συνέπειές της και (β) η εξέταση ομοιοτήτων και διαφορών των χαρακτηριστικών της εξουθένωσης μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών. Ο πιο αποδεκτός ορισμός της αθλητικής εξουθένωσης περιλαμβάνει: τη συναισθηματική / σωματική εξάντληση, την αθλητική υποτίμηση και τη μειωμένη επίτευξη, ενώ, το πιο πλήρες μοντέλο εξήγησης της εξουθένωσης θεωρείται το μοντέλο «επένδυσης-παγίδευσης» (Raedeke, 1997). Η αυξημένη ενασχόληση των ερευνητών με την πολυδιάστατη έννοια της αθλητικής εξουθένωσης και ο πρόσφατος ψυχομετρικός έλεγχος της ελληνικής έκδοσης του Ερωτηματολογίου της Αθλητικής Εξουθένωσης (Athlete Burnout Questionnaire) αποτελεί έναυσμα για την περαιτέρω διερεύνηση και αξιολόγηση της εξουθένωσης των Ελλήνων αθλητών. Λέξεις κλειδιά: εξάντληση, εξουθένωση, επένδυση, μειωμένη επίτευξη, παγίδευση, υποτίμηση Abstract The purpose of the present study is the theoretical examination and understanding of the athlete burnout syndrome. The recognition and evaluation of athlete burnout symptoms, characteristics and models was based on: a) the distinction between the concept of burnout and similar constructs such as overtraining, lack of motivation, excessive stress, commitment and withdrawal, that may be potential antecedents / consequences of burnout and (b) the examination of similarities and differences of burnout levels among a variety of sport populations. Τhe most popular definition of burnout has been provided by Raedeke (1997) and includes three dimensions: psychological / physical exhaustion, sport devaluation, and reduced accomplishment. Furthermore, the commitment-entrapment model (Raedeke, 1997) is recognized as the most complete model explaining the burnout syndrome. Based on athlete burnout research findings and the development of the Athlete Burnout Questionnaire (Raedeke & Smith, 2001), burnout research on samples of Greek sport participants is recommended. Key words: burnout, exhaustion, reduced accomplishment, devaluation, entrapment Διεύθυνση επικοινωνίας: Αλεξάνδρα Μαρκάτη, Νικομηδείας 30, Ν. Σμύρνη, ΤΚ 15172. e-mail: amarkati@phed.uoa.gr

Α. ΜΑΡΚΑΤΗ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ & Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το σύνδρομο της εξουθένωσης εγείρει το ενδιαφέρον αρκετών ερευνητών από τη δεκαετία του 80 έως και σήμερα. Σύμφωνα με ένα σύνολο μελετών, ορισμένα χαρακτηριστικά της εξουθένωσης εμφανίζονται κοινά σε όλους τους εργασιακούς και άλλους τομείς δράσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η σωματική, πνευματική και συναισθηματική εξάντληση, η αρνητική αλλαγή συμπεριφοράς, η έλλειψη ενδιαφέροντος και δέσμευσης, η μειωμένη αντιλαμβανόμενη επίτευξη και η επιθυμία απομάκρυνσης (Cresswell & Eklund, 2006b, 2007. Dale & Weinberg, 1990. Maslach, Schaufeli, & Leiter, 2001). Οι πρώτες αναφορές για την επαγγελματική εξουθένωση έγιναν από τον Freudenberger (1974) και την Maslach (1976) με σκοπό να εξηγήσουν ένα σύνδρομο που βασάνιζε εργαζόμενους σε νοσηλευτικά ιδρύματα, καθώς και σε άλλες κοινωνικές υπηρεσίες. Από τότε η έννοια της εξουθένωσης έγινε ευρέως γνωστή και δέχθηκε ιδιαίτερη προσοχή σε ποικιλία επαγγελμάτων, όπως επαγγέλματα κοινωνικών υπηρεσιών (Cherniss, 1995. Maslach, 1982. Maslach & Jackson, 1986. Maslach, Jackson, & Leiter, 1996), γενικότερες εργασιακές καταστάσεις (Leiter & Schaufeli, 1996. Maslach et al., 2001), ενώ μελετάται τα τελευταία χρόνια και στον χώρο του αθλητισμού (Cresswell & Eklund, 2004. Karabatsos, Malousaris, & Apostolidis, 2006. Price & Weiss, 2000. Raedeke, 1997. Raedeke, Granzyk, & Warren, 2000. Rainey & Hardy, 1999). Αρχικά, η εξουθένωση ορίστηκε ως «μια κατάσταση κόπωσης και απογοήτευσης, η οποία προήλθε από την αφοσίωση σε ένα σκοπό, τρόπο ζωής ή σχέση, που απέτυχε να παράγει την προσδοκώμενη επιτυχία» (Freudenberger, 1980, σελ. 13). Ωστόσο, ο πιο γνωστός ορισμός είναι πολυδιάστατος και υποδεικνύει παραμέτρους που συνθέτουν την εξουθένωση (Maslach & Jackson, 1984). H Maslach και οι συνεργάτες της, βασισμένοι σε μία σειρά από μελέτες, όρισαν την εξουθένωση ως «ένα ψυχολογικό σύνδρομο συναισθηματικής εξάντλησης, αποπροσωποποίησης και μειωμένης επίτευξης που μπορεί να συμβεί σε άτομα που εργάζονται με άλλους σε κάποια δραστηριότητα» (Leiter & Schaufeli, 1996. Maslach, 1976, 1982. Maslach & Jackson, 1981. Maslach et al., 1996. Maslach et al., 2001). Η συναισθηματική εξάντληση αποτελεί το κεντρικό χαρακτηριστικό της εξουθένωσης. Η εξάντληση χαρακτηρίζεται από συναισθήματα υπερβολικής κόπωσης από τη συμμετοχή σε μια δραστηριότητα και αποτελεί κλασσικό στρεσογόνο αποτέλεσμα το οποίο εμφανίζεται πιο συχνά και έντονα κυρίως σε εργασιακό περιβάλλον. Οι άλλες δύο κατευθύνσεις εκφράζουν αρνητικές συμπεριφορές απέναντι σε βασικές απαιτήσεις της εργασίας του ατόμου και εντοπίζονται κυρίως στα επαγγέλματα προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών. Η αποπροσωποποίηση εκφράζει την απόσταση, την αρνητική συμπεριφορά και τα αρνητικά αισθήματα ενός εργαζόμενου έναντι των πελατών του, τα οποία οδηγούν σε απόμακρη και αδιάφορη διαπροσωπική αντίδραση προς τους πελάτες αυτούς. Τέλος, η μειωμένη επίτευξη εκφράζει αρνητικές εκτιμήσεις του εαυτού και συγκεκριμένα, την αντιλαμβανόμενη ανικανότητα και τη μειωμένη αποτελεσματικότητα του ατόμου να συνεργάζεται ικανοποιητικά και αποδοτικά με τους πελάτες του (Leiter & Maslach, 2001. Maslach & Jackson, 1986). H παραπάνω άποψη αναφέρεται κυρίως σε ασχολίες όπου η σχέση παρόχου αποδέκτη υπηρεσιών (provider-recipient) είναι κεντρικό στοιχείο του εργασιακού περιβάλλοντος (Maslach & Jackson, 1986. Price & Weiss, 2000). Το επάγγελμα του προπονητή ανήκει στην παραπάνω κατηγορία (παρουσία σχέσης προμηθευτή/προπονητή αποδέκτη υπηρεσιών/αθλητή) και έχει αναγνωριστεί ως ενασχόληση που μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο σε εξουθένωση 4

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ (Dale & Weinberg, 1990. Kelley, Eklund & Ritter-Taylor, 1999. Raedeke, Granzyk, & Warren, 2000. Vealey, Udry, Zimmerman, & Soliday, 1992). Υποστηρίζεται ότι το επάγγελμα του προπονητή απαιτεί υψηλή δέσμευση και επένδυση. Συχνά οι απολαβές είναι λίγες, ενώ οι στρεσογόνες καταστάσεις υψηλές (πίεση για νίκη και διάκριση, διαπροσωπικές συγκρούσεις με γονείς, αθλητικό και προσωπικό περιβάλλον κ.τ.λ.), με αποτέλεσμα ο προπονητής να οδηγείται συχνά σε εξουθένωση. Αρκετοί ερευνητές εξέτασαν την εξουθένωση των προπονητών και προσπάθησαν να αναγνωρίσουν τις αιτίες και τους παράγοντες που οδηγούν έναν προπονητή στην κατάσταση αυτή. Τα αποτελέσματα εμφανίζουν ποικιλία στους παράγοντες αυτούς, τις αιτίες που την προκαλούν και τους τρόπους αντιμετώπισής της (ανθεκτικότητα, άγχος προδιάθεσης, δέσμευση, ηγετική συμπεριφορά, διαπροσωπικές σχέσεις, συγκρούσεις, άγχος κατάστασης, πίεση για νίκη, κοινωνική υποστήριξη, ικανοποίηση, δημογραφικά χαρακτηριστικά) (Altahayneh, 2003. Caccesse & Mayerberg, 1984. Dale & Weinberg, 1989. Kelley et al., 1999. Kelley & Gill, 1993. Martin, Kelley, & Eklund, 1999. Price & Weiss, 2000. Raedeke et al., 2000. Raedeke, Lunney, & Venables, 2002. Vealey, Armstrong, Comar, & Greenleaf, 1998. Vealey et al., 1992). Σημαντική διαπίστωση που προκύπτει από τις προαναφερόμενες έρευνες, αποτελεί το γεγονός ότι αρκετοί προπονητές εγκατέλειπαν το επάγγελμά τους στο απόγειο της καριέρας τους (Smith, 1986). Η μελέτη της εξουθένωσης του προπονητή έχει εξεταστεί εκτενώς και στον ελληνικό πληθυσμό. Ο Καραμπάτσος (2004), σε μελέτη του με δείγμα Ελλήνων προπονητών κλασσικού αθλητισμού, έδειξε ότι οι μεταβλητές ανθεκτικότητας, αγωνιστικού χαρακτηριστικού άγχους και ικανοποίησης επηρεάζουν έμμεσα (μέσω αντιλαμβανόμενου άγχους) αλλά και άμεσα τα επίπεδα της εξουθένωσης. Σε επόμενη μελέτη, οι Αποστολίδης, Καρτερολιώτης και Αναστασιάδης (2007), σε έρευνά τους με δείγμα Ελλήνων προπονητών καλαθοσφαίρισης, έδειξαν ότι τα κύρια δημογραφικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα επίπεδα εξουθένωσης των προπονητών, είναι το βασικό τους επάγγελμα, το αγωνιστικό επίπεδο και τα συνεχόμενα χρόνια εργασίας στον τελευταίο σύλλογο. Οι σχέσεις μεταξύ των κύριων χαρακτηριστικών της εξουθένωσης είναι περίπλοκες και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες και συνθήκες (Maslach et al., 2001). Συνεπώς, η μελέτη της εξουθένωσης σε διαφορετικούς τομείς δράσης, όπως αυτόν του αθλητισμού, προϋποθέτει προσδιορισμό των κεντρικών στοιχείων και καθορισμό των διαστάσεων και των παραγόντων της εξουθένωσης της συγκεκριμένης κατηγορίας (Cresswell & Eklund, 2006b. Maslach et al., 2001. Maslach & Schaufeli, 1993. Raedeke, 1997. Schutte, Toppinen, Kalimo, & Schaufeli, 2000). Η έννοια της αθλητικής εξουθένωσης και κύρια σημεία της Σύμφωνα με τους Raedeke και συνεργάτες (2002), η αθλητική εξουθένωση έχει παρομοιαστεί με ένα κερί που αρχικά φωτίζει έντονα, στη συνέχεια η φλόγα του τρεμοπαίζει και ξαφνικά σβήνει. Παρομοίως, και ο αρχικά πολλά υποσχόμενος αθλητής αποδίδει στο άθλημα και είναι ευχαριστημένος, ενώ στη συνέχεια αρχίζει να «μπουχτίζει» και τελικά αποσύρεται από τον αθλητισμό εξουθενωμένος, όταν θα έπρεπε να ήταν στην κορυφή της καριέρας του. Είναι αρκετοί οι ορισμοί που έχουν δοθεί γύρω από το σύνδρομο αθλητικής εξουθένωσης. Ο Smith (1986) όρισε την αθλητική εξουθένωση ως την ψυχική, συναισθηματική και συχνά σωματική απομάκρυνση του ατόμου από μια ευχάριστη δραστηριότητα, ως αντίδραση προς το υπερβολικό άγχος, καθώς και την ανισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του περιβάλλοντος και των αποθεμάτων του ατόμου. O 5

Α. ΜΑΡΚΑΤΗ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ & Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ορισμός της επαγγελματικής εξουθένωσης που δόθηκε από τους Maslach και Jackson (1984) (ως το σύνολο τριών παραγόντων: εξάντληση, αποπροσωποίηση, μειωμένη επίτευξη), έχει εφαρμογή και στον αθλητισμό. Η Eades (1990) προέκτεινε την κατεύθυνση των Maslach και Jackson (1984) ορίζοντας την εξουθένωση ως «ένα σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συναισθηματική και σωματική εξάντληση, ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι στους άλλους, αίσθηση απομάκρυνσης από τους άλλους, μειωμένη αθλητική επίτευξη / απόδοση, έλλειψη νοήματος, υποτίμηση του εαυτού και του αθλήματος και αισθήματα σύγχυσης ρόλων και ασάφεια, ως αντίδραση στο χρόνιο στρες της προπόνησης και του συναγωνισμού, παράγοντες ικανοί να οδηγήσουν έναν αθλητή στην απομάκρυνση από μια αθλητική δραστηριότητα» (σελ. 55). Σύμφωνα με τον Raedeke και τους συνεργάτες του (1997, 2002), ο ορισμός των Maslach και Jackson (1984) χρειάζεται τροποποίηση για να εκφράσει την αθλητική εξουθένωση. Συγκεκριμένα, παρόλο που στο αθλητικό περιβάλλον εμφανίζεται η σχέση προπονητή αθλητή, παρόμοια με τη σχέση του προμηθευτή και του αποδέκτη κοινωνικών υπηρεσιών, οι αθλητές ανήκουν στην πλευρά του αποδέκτη, αφού δεν προσφέρουν κοινωνικές υπηρεσίες (Raedeke, 1997. Raedeke et al., 2002). Έτσι, ο Raedeke (1997) όρισε την εξουθένωση του αθλητή (athlete burnout) ως ένα σύνδρομο συναισθηματικής/σωματικής εξάντλησης (physical/emotional exhaustion), υποτίμησης του αθλήματος (sport devaluation) και μειωμένης επίτευξης (reduced accomplishment). Ο παράγοντας της συναισθηματικής/σωματικής εξάντλησης αναφέρεται στην ψυχοσωματική κόπωση του αθλητή λόγω των αυξημένων προπονητικών και αγωνιστικών απαιτήσεων. Ο παράγοντας της μειωμένης επίτευξης καθορίζει συναισθήματα αδυναμίας επίτευξης περαιτέρω προσωπικής βελτίωσης και επιτυχίας μέσω της ενασχόλησης με το άθλημα, ενώ, τέλος, ο παράγοντας της αθλητικής υποτίμησης αναφέρεται στη μείωση ή την έλλειψη ενδιαφέροντος για το άθλημα και στην επιθυμία απομάκρυνσης από αυτό (Raedeke & Smith, 2001). Σύμφωνα με τα παραπάνω, η έννοια της αποπροσωποποίησης, από την προσέγγιση της Maslach, δεν φαίνεται να είναι αντιπροσωπευτικός παράγοντας της αθλητικής εξουθένωσης, άποψη που υποστηρίχθηκε και από αρκετούς μελετητές (Cresswell & Eklund, 2006b. Eades, 1990. Gould, Tuffey et al., 1996a. Silva, 1990). Η εξουθένωση αποτελεί συχνό φαινόμενο στον αθλητικό χώρο και εμφανίζει ένα σύνολο χαρακτηριστικών, τόσο κοινών όσο και διαφορετικών με αυτά του γενικού εργασιακού πληθυσμού, τα οποία της προσδίδουν μια πολύπλευρη διάσταση (Cresswell & Eklund, 2006b. Gould, Tuffey et al., 1996a. Raedeke, 1997). Ο ορισμός της εξουθένωσης ως το σύνολο τριών παραγόντων, της συναισθηματικής/σωματικής εξάντλησης, της μειωμένης επίτευξης και της αθλητικής υποτίμησης (Raedeke, 1997), θεωρείται ως ο πιο αποδεκτός και αποτελεί σημείο αναφοράς στην αναζήτηση των συμπτωμάτων και αιτιών που προκαλούν εξουθένωση στους αθλητές (Cresswell & Eklund, 2006b). Διερεύνηση συμπτωμάτων και αιτιών της αθλητικής εξουθένωσης Ερευνητές υποστήριξαν ότι αθλητές που έχουν την τάση να βιώσουν εξουθένωση, εμφανίζουν συμπτώματα κοινά με τον γενικό πληθυσμό, όπως υπερένταση, τραυματισμούς, ανικανότητα, κόπωση, κατάθλιψη, μοναξιά, θυμό και απομόνωση ενώ συχνά κρατάνε αρνητική στάση προς το αγώνισμά τους, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνονται μια δυσαρέσκεια από τους σημαντικούς άλλους (γονείς, προπονητές, φίλους) (Gould et al., 1996a, 1996b, 1997. Raedeke, Lunney, & Venables, 2002. Smith, 1986). Από την άλλη πλευρά, ενώ εμφανίζονται κοινά 6

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ χαρακτηριστικά στην εξουθένωση των αθλητών με αυτά του γενικού πληθυσμού από τους χώρους εργασίας, υπάρχουν και σημαντικές διαφορές που καθιστούν δύσκολη τη σύγκριση αυτή (Fender, 1989. Vealey et al., 1992). Για παράδειγμα, ένας αθλητής αντιμετωπίζει τόσο ψυχολογικές όσο και σωματικές απαιτήσεις, ενώ, αντίθετα, είναι λίγα τα επαγγέλματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν και τις δύο αυτές απαιτήσεις ταυτόχρονα (Vealey et al., 1992). Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις αιτίες και στα συμπτώματα της αθλητικής εξουθένωσης (Creswell & Eklund, 2005b, 2005c. Gould et al., 1996a, 1996b. Lemyre, Roberts, & Gundersen, 2007b. Price & Weiss, 2000. Raedeke et al., 2002. Udry, Gould, Bridges, & Tuffey, 1997. Vealey et al., 1998), ενώ αρκετές μελέτες έχουν υποστηρίξει ότι ο συνδυασμός των προσωπικών χαρακτηριστικών του αθλητή, του κοινωνικού περιβάλλοντος και των διαφόρων καταστάσεων, μπορούν να τον οδηγήσουν σε εξουθένωση (Gould, Udry, Tuffey & Loehr, 1996b. Gustafsson, Hassmen, Kenttä & Johansson, 2008. Smith, 1986). Σε μια προσπάθεια του Gould και των συνεργατών του (1996a) να ταξινομήσουν τους παράγοντες που σχετίζονται με την εξουθένωση, βρέθηκαν οι εξής: απαιτήσεις κατάστασης (π.χ. υψηλές απαιτήσεις, έλλειψη ελέγχου, υψηλά προπονητικά φορτία), γνωστική αξιολόγηση (π.χ. αντιλαμβανόμενο φορτίο, έλλειψη νοήματος, έλλειψη ευχαρίστησης, χρόνιο στρες), φυσιολογικές απαιτήσεις (κόπωση, τραυματισμοί, ένταση), συμπεριφορά αντίδρασης (αποχώρηση, μειωμένη απόδοση) και προσωπικοί παράγοντες (υψηλό άγχος προδιάθεσης, χαμηλή αυτοπεποίθηση και αντιλαμβανόμενη επάρκεια, φόβος χαμηλής αυτοεκτίμησης). Στην ίδια μελέτη, ωστόσο, το κοινωνικό στοιχείο αποτέλεσε πιο ισχυρό παράγοντα εξουθένωσης, παρόλο που οι προσωπικοί παράγοντες και οι παράγοντες κατάστασης, αναγνωρίζονται ως σημαντικά χαρακτηριστικά της εξουθένωσης. Oι ίδιοι ερευνητές, σε επόμενη μελέτη τους (Gould et al., 1997), διέκριναν τρία προφίλ αθλητών του τένις με εξουθένωση: (α) τους τελειομανείς / υπερπροπονημένους, (β) τους πιεσμένους από τρίτους και με ανάγκη για κοινωνική ζωή και (γ) τους υπερπροπονημένους αθλητές με μη εφικτούς στόχους. Πιο πρόσφατα, οι Cresswell και Eklund (2006b), μέσω συνεντεύξεων, ταξινόμησαν διάφορα χαρακτηριστικά της εξουθένωσης βασιζόμενοι στους τρεις κεντρικούς παράγοντες όπως τους όρισε ο Raedeke (1997): (α) κόπωση, αδιαθεσία, λήθαργος, μπούχτισμα, παγίδευση (παράγοντας συναισθηματική / σωματική εξάντληση ), αλλαγές στην επίδοση, στασιμότητα, μειωμένη αίσθηση επιτυχίας, αδυναμία συνέχισης (παράγοντας μειωμένη επίτευξη ) και αμφιβολίες, χαμηλά αντιλαμβανόμενα οφέλη, έλλειψη ενθουσιασμού, έλλειψη προσπάθειας για βελτίωση (παράγοντας αθλητική υποτίμηση ). Η εξουθένωση δεν αποτελεί στατική έννοια, αλλά, αντιθέτως, μεταβάλλεται και συνήθως αυξάνεται κατά το πέρασμα της αθλητικής περιόδου (Cresswell & Eklund, 2005b, 2006b, 2007). Σύμφωνα με τα παραπάνω, η εξουθένωση των αθλητών σχετίζεται με διάφορoυς παράγοντες, κυριότεροι των οποίων είναι το στρες, τα κίνητρα, η υπερπροπόνηση, το κοινωνικό περιβάλλον και η δέσμευση, οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο, στην κατανόηση και αξιολόγηση του συνδρόμου της αθλητικής εξουθένωσης. Η σχέση της αθλητικής εξουθένωσης με το αντιλαμβανόμενο στρες του αθλητή Παραδοσιακές αντιλήψεις της εξουθένωσης προτείνουν ότι η εξουθένωση είναι ένα πιθανό αποτέλεσμα του στρες (Maslach et al., 2001. Smith, 1986). Ως στρες ορίζεται «η αντιλαμβανόμενη ανισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων και της ικανότητας 7

Α. ΜΑΡΚΑΤΗ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ & Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ανταπόκρισης, υπό συνθήκες όπου η αποτυχία ικανοποίησης των απαιτήσεων αυτών προκαλεί σημαντικές συνέπειες» (McGrath, 1970, σελ. 20). Με βάση τα προηγούμενα, το στρες μεσολαβεί μεταξύ των απαιτήσεων της κατάστασης και της αντίδρασης του ατόμου. Οι Cresswell και Eklund (2006a,b) ερεύνησαν αναφορές αθλητών του ράγκμπυ, οι οποίοι περιέγραψαν ότι η ανισορροπία μεταξύ απαιτήσεων και ικανότητας ανταπόκρισης, τούς οδήγησε στη βίωση του στρες και κατά συνέπεια σε εξουθένωση. Τη θετική αυτή σχέση μεταξύ στρες και αθλητικής εξουθένωσης υποστήριξαν αρκετοί ερευνητές, σχετίζοντας την ανικανότητα αντιμετώπισης των στρεσογόνων παραγόντων κυρίως με τη συναισθηματική εξάντληση (Cohn, 1990. Eades, 1990. Gould et al., 1996a, 1997. Kelley et al., 1999. Price & Weiss, 2000. Raedeke & Silva, 1990. Smith, 2001). Συγκεκριμένα, σε μελέτη των Raedeke και Smith (2004), αθλητές που εμφάνισαν υψηλή εξουθένωση ένοιωθαν πιο εξαντλημένοι, υποτιμούσαν το άθλημα και ένοιωθαν λιγότερο ικανοποιημένοι από την απόδοσή τους σε σχέση με αθλητές που εμφάνισαν χαμηλή εξουθένωση. Ερευνητές έχουν αναφερθεί σε διάφορες πηγές στρες, που μπορούν να οδηγήσουν έναν αθλητή σε εξουθένωση, όπως, για παράδειγμα, ο φόβος και η πίεση για την απόδοση (Dale & Weinberg, 1990), ένας αγώνας πάνω από τα προσωπικά τους καθιερωμένα επίπεδα (Gould et al., 1996a), οι υψηλές απαιτήσεις (Cohn, 1990) κτ.λ. Ωστόσο, οι Wiggins και συνεργάτες (2005, 2006) υποστήριξαν ότι δεν αντιλαμβάνονται όλοι οι αθλητές με τον ίδιο τρόπο τους διάφορους στρεσογόνους παράγοντες, υποστηρίζοντας ότι όσοι αθλητές αντιλαμβάνονταν το άγχος προδιάθεσης ως εμπόδιο στην απόδοσή τους, εμφάνισαν υψηλότερο βαθμό εξουθένωσης, σε σχέση με αυτούς που το αντιλαμβάνονταν ως διευκόλυνση. Τα διάφορα μοντέλα του στρες αποδείχθηκαν χρήσιμα για να εξηγήσουν τις περιγραφές των εμπειριών αρκετών αθλητών γύρω από την εξουθένωση (Smith, 1986. Silva, 1990. Vealey et al., 1998). Αρχικά, το Γνωστικό-Συναισθηματικό Μοντέλο για το Στρες και την Εξουθένωση του Smith (Cognitive Affective Stress Model of Burnout, 1986) υποστήριξε ότι η εξουθένωση είναι το αποτέλεσμα της συνεχούς αδυναμίας του αθλητή να αντιμετωπίσει τις αρνητικές επιδράσεις του στρες. Ο Smith (1986) υποστήριξε ότι η προσωπικότητα και τα κίνητρα κάθε αθλητή αλληλεπιδρούν με τις εξωτερικές καταστάσεις και καθορίζουν την πορεία εξέλιξης των τεσσάρων σταδίων εμφάνισης του στρές και της εξουθένωσης: απαιτήσεις κατάστασης (έντονη προπόνηση, πιέσεις για τη νίκη από τους σημαντικούς άλλους), γνωστική αξιολόγηση (αίσθηση απειλής), φυσιολογική αντίδραση (κόπωση, εξουθένωση) και είδος αντιμετώπισης (απομάκρυνση). O Silva (1990), με το Μοντέλο του Στρες της Προπόνησης για την Εξουθένωση (Negative training Stress Response Model), υποστήριξε ότι η αρνητική προσαρμογή του αθλητή στο στρες της προπόνησης (negative adaptation to training stress) σε συνδυασμό με την καθυστέρηση απόκτησης οφέλους από αυτή, τον οδηγούν σε αρνητική αντίδραση (υπερπροπόνηση) και κατά συνέπεια στην απομάκρυνσή του απο τον αθλητισμό λόγω εξουθένωσης. Αργότερα, το μοντέλο της Vealey και των συνεργατών της (1998) έδωσε έμφαση στη σημαντικότητα της προσωπικότητας και της γνωστικής εκτίμησης του αντιλαμβανόμενου στρες και της εξουθένωσης και έδειξε ότι η ανησυχία και η διάσπαση της προσοχής ήταν σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης. Η μελέτη του στρες βοήθησε σημαντικά στην κατανόηση της εξουθένωσης και έχει φανεί ότι αρκετοί αθλητές αντιλαμβάνονται το στρες ως ένα μονοπάτι που οδηγεί σε εξουθένωση. Το στρες, ως αιτία εξουθένωσης, έχει αποτελέσει σημείο αναφοράς σε αρκετές μελέτες, ωστόσο, θεωρείται περιορισμένη εξήγηση του συνδρόμου της εξουθένωσης, ενώ έχει προταθεί να εξετασθεί σε συνδυασμό και με 8

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ άλλους παράγοντες (Cresswell & Eklund, 2006b. Raedeke, 1997. Schaufeli, Maslach & Marek, 1993). Προσεγγίζοντας την αθλητική εξουθένωση μέσω των κινήτρων για άθληση Επιπλέον εξήγηση γύρω από το πλαίσιο διερεύνησης του μηχανισμού εξουθένωσης των αθλητών, δίνει η θεωρία του αυτοκαθορισμού (Self-determination Theory) η οποία επιτρέπει την εξέταση της ποιότητας της παρακίνησης και τη σχέση της με την προσαρμογή του αθλητή στην άσκηση (Lemyre, Hall, & Roberts, 2007. Raedeke, 1997. Ryan & Deci, 2000). Ένα κεντρικό σημείο της θεωρίας του αυτοκαθορισμού είναι ότι η παρακίνηση του ατόμου προς μία δραστηριότητα μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή πάνω σε ένα συνεχόμενο άξονα, ο οποίος κινείται από την έλλειψη παρακίνησης προς την εσωτερική παρακίνηση (Ryan & Deci, 2000). Η σχέση μεταξύ αθλητικής εξουθένωσης και των παραγόντων της θεωρίας του αυτοκαθορισμού έχει υποστηριχθεί ως πολύ χρήσιμη στην κατανόηση του συνδρόμου της εξουθένωσης (Cresswell & Eklund, 2005b, 2006a. Gould, 1996). Σύμφωνα με τους Ryan και Deci (2000), η εσωτερική παρακίνηση χαρακτηρίζει τη συμμετοχή ενός ατόμου σε μια δραστηριότητα από προσωπικό ενδιαφέρον, ενώ η έλλειψη παρακίνησης χαρακτηρίζει την απουσία κινήτρων για άσκηση. Σύμφωνα με αρκετές μελέτες, η αθλητική εξουθένωση σχετίζεται αρνητικά με την εσωτερική παρακίνηση και θετικά με την έλλειψη παρακίνησης (Cresswell & Eklund, 2005a, 2005c. Raedeke & Smith, 2001). Οι Cresswell και Eklund (2005a, 2005c) υποστήριξαν ότι η έλλειψη ικανοποίησης των βασικών αναγκών μπορεί να οδηγήσει έναν αθλητή σε έλλειψη κινήτρων και κατά συνέπεια σε εξουθένωση. Επιπλέον, σύμφωνα με τους Pietrazunk (2006) και Lemyre, Treasure και Roberts (2006), η εξουθένωση μπορεί να προβλεφθεί μέσω παρακίνησης, επιβεβαιώνοντας την αρνητική σχέση της με την εσωτερική παρακίνηση και τη θετική σχέση της με την έλλειψη παρακίνησης. Η εξωτερική παρακίνηση η οποία βρίσκεται στη μέση του άξονα της θεωρίας του αυτοκαθορισμού, χαρακτηρίζει τις ενέργειες του ατόμου που αποσκοπούν σε κάποια ανταμοιβή ή στην επιδίωξη ενός αποτελέσματος. Η έρευνα γύρω από τη σχέση της εξουθένωσης με την εξωτερική παρακίνηση φέρει αντικρουόμενα αποτελέσματα. Aρκετές μελέτες δεν κατάφεραν να βρουν σημαντικές σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών εννοιών εξαιτίας της ποικιλίας (εξωτερική ρύθμιση ενδοπροβαλλόμενη ρύθμιση - ρύθμιση ταύτισης) και της διαφορετικής θέσης των ειδών της εξωτερικής παρακίνησης πάνω στην αυτοκαθοριζόμενη αλληλουχία (Cresswell & Eklund, 2005b, c. Markati, 2010. Pietraszuk, 2006. Price & Weiss, 2000. Raedeke & Smith, 2001). Άλλες μελέτες έδειξαν ότι η εξωτερική παρακίνηση σχετίζεται αρνητικά με την εξουθένωση, πιθανόν λόγω των ανταμοιβών που μπορούν να επηρεάσουν στη βελτίωση των αισθημάτων μειωμένης επίτευξης και αθλητικής υποτίμησης των αθλητών (Cresswell & Eklund, 2005a. Gould et al., 1996a). Τέλος, μελέτες εμφάνισαν θετικές σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών εννοιών, ίσως γιατί ο αθλητής που είναι ήδη εξαντλημένος, νοιώθει ότι οδηγείται και ελέγχεται από τα «πρέπει» της συμμετοχής του στο άθλημα και τις ανταμοιβές με αποτέλεσμα να καταλήγει σε εξουθένωση (Raedeke, 1997). Σύμφωνα με τους Lemyre και συνεργάτες (2006, 2007), μια πιο σύνθετη κοινωνικογνωστική προσέγγιση κινήτρων υποστηρίζει ότι η σχέση παρακίνησηςεξουθένωσης είναι πολύ πιο περίπλοκη από την απλή ως τώρα ερμηνεία έλλειψης παρακίνησης την οποία απέδιδαν πολλοί ερευνητές. Συγκεκριμένα, ένα σύνολο μεταβλητών (κίνητρα και χαρακτηριστικά προσωπικότητας) στην αρχή της 9

Α. ΜΑΡΚΑΤΗ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ & Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ αγωνιστικής περιόδου φαίνεται να προβλέπουν ικανοποιητικά τα επίπεδα της εξουθένωσης ενός αθλητή στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου. Τέτοιες μεταβλητές είναι: οι ανέφικτοι στόχοι, η τελειομανία, ο προσανατολισμός στο αποτέλεσμα, η κριτική και οι προσδοκίες των γονέων, η ανησυχία για τυχόν λάθη, η χαμηλή αντιλαμβανόμενη ικανότητα και ο προσανατολισμός στο εγώ. Η έλλειψη ικανοποίησης των βασικών αναγκών ενός ατόμου, έτσι όπως παρουσιάζονται μέσω της θεωρίας του αυτοκαθορισμού, ενισχύουν σημαντικά την εξήγηση της εξουθένωσης. Ωστόσο, χρειάζεται η περαιτέρω διερεύνησή τους σε συνδυασμό και με άλλα χαρακτηριστικά, όπως δέσμευση, υπερπροπόνηση και διάθεση (Lemyre et al., 2006, 2007b), ώστε να δώσουν μια πλήρη εικόνα του συνδρόμου της εξουθένωσης των αθλητών. Υπερπροπόνηση και αθλητική εξουθένωση Στο πλαίσιο της σωματικής εξάντλησης ενός εξουθενωμένου αθλητή, η έννοια της υπερπροπόνησης μπορεί μερικώς να εξηγήσει το σύνδρομο της αθλητικής εξουθένωσης. Ο Silva (1990) στο Μοντέλο του Στρες της Προπόνησης για την Εξουθένωση υποστήριξε ότι η υπερπροπόνηση, που προκαλείται από την αρνητική προσαρμογή του αθλητή στο στρες της προπόνησης, αποτελεί τη βασική αιτία εξουθένωσης. Για αρκετούς ερευνητές, η υπερπροπόνηση εμφανίζει συμπτώματα όμοια με εκείνα της εξουθένωσης (κόπωση, στασιμότητα, εξάντληση, απάθεια, έλλειψη ενδιαφέροντος, κυνισμός, ενοχλήσεις στη διάθεση, μειωμένη επίτευξη και απόδοση) (Dale & Weinberg, 1990. Gould et al., 1996b. Maslach, 1982). Παρόμοια με την υπερπροπόνηση, κάποιος βιώνει εξουθένωση όταν εργάζεται σκληρά για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπό συνθήκες υψηλής πίεσης και στη συνέχεια ακολουθεί προοδευτική μείωση ενέργειας και σκοπού (Maslach, 1982). Σύμφωνα με τους Cresswell και Eklund (2006b), η σωματική εξάντληση αποτελεί μέρος της εμπειρίας της εξουθένωσης και περιέχει φυσιολογικά, γνωστικά και συναισθηματικά στοιχεία όμοια με όσα περιγράφονται από παλιότερους ερευνητές (Gould et al., 1996a. Maslach, 1982). Στην παραπάνω μελέτη, κάποιοι αθλητές αναφέρθηκαν σε περιστατικά όπου αισθήματα ανασφάλειας για την επαγγελματική απόδοσή τους, τούς οδήγησαν στο να εργαστούν σκληρότερα, με αποτέλεσμα να τροφοδοτήσουν περισσότερο την ψυχοσωματική τους εξάντληση. Προηγούμενες μελέτες φέρνουν στο φως παρόμοια αποτελέσματα, όπου η έντονη προπόνηση σε συνδυασμό με την παρουσία στρεσογόνων καταστάσεων οδηγούν έναν αθλητή σε εξουθένωση (Silva, 1990. Vealey et al., 1998). Οι δύο αυτές έννοιες, ωστόσο, εμφανίζουν κάποιες βασικές διαφορές. Όταν ένας αθλητής βιώνει στασιμότητα ή υπερπροπόνηση, η παρακίνησή του βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, ενώ, όταν εξουθενώνεται, παρατηρείται μείωση του ενδιαφέροντος, υποτίμηση του αθλήματος και της απόδοσης και κυνισμός. Η παρακίνηση ενός αθλητή σε υπερ-προπόνηση μπορεί να παραμείνει υψηλή με αποτέλεσμα ο αθλητής να συνεχίζει την προπόνησή του ενώ είναι πιθανή η μείωση της απόδοσής του (Raglin, 1993). Έρευνα έχει δείξει την παρουσία εξουθένωσης ακόμη και όταν απουσιάζουν οι στρεσογόνοι παράγοντες της έντονης προπόνησης (Gould et al., 1996b). Εξάλλου, σύμφωνα με τους Cresswell και Eklund (2006b), ο παράγοντας εξάντληση είναι σε έναν βαθμό αναμενόμενη αντίδραση για κάποιους αθλητές που συμμετέχουν σε απαιτητικά αθλήματα με σωματική καταπόνηση (π.χ. rugby). Σύμφωνα με τα παραπάνω, με πρόσφατη μελέτη τους, οι Gustaffon και συνεργάτες (2007) παρατήρησαν ότι ο βαθμός εξουθένωσης δεν επηρεάζεται από την ένταση της προπόνησης. Μάλιστα, οι αθλητές των ομαδικών αθλημάτων που ασκούνταν σε 10

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ χαμηλότερα φορτία συγκριτικά με τους αθλητές των ατομικών, έδειξαν υψηλότερα επίπεδα εξουθένωσης. Άποψη που ενισχύει την ύπαρξη πολλαπλών πηγών εξουθένωσης, όπως οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες. Ωστόσο, η παρουσία της εξουθένωσης στους «εν ενεργεία» αθλητές του δείγματος, είχε ήδη οδηγήσει τους αθλητές αυτούς στη μείωση του χρόνου και της έντασης της ενασχόλησής τους με το άθλημα. Oι υψηλές απαιτήσεις ενός αθλήματος σε συνδυασμό με υψηλές προσδοκίες, μπορούν να οδηγήσουν έναν αθλητή σε υπερπροπόνηση και, εφόσον δεν ακολουθήσει έγκαιρη αποκατάσταση, ο αθλητής οδηγείται σε στασιμότητα και στη συνέχεια σε εξουθένωση (Kenttä, 2001). Ωστόσο, η έρευνα γύρω από την εξουθένωση δείχνει ότι οι υπερπροπονημένοι αθλητές πρέπει να βρίσκονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ώστε να οδηγηθούν σε εξουθένωση, στοιχείο που υποδηλώνει την ανάγκη συνεξέτασης και άλλων παραγόντων για την καλύτερη κατανόηση της εξουθένωσης σε αθλητές. Κοινωνικοί δεσμοί και αθλητική εξουθένωση Σημείο αναφοράς κατά τη μελέτη των πηγών εξουθένωσης, αποτελούν συχνά οι διάφορες πλευρές (θετικές/προβληματικές) των κοινωνικών δεσμών που αναπτύσσει ο αθλητής με τους σημαντικούς άλλους (προπονητές, γονείς, συναθλητές). Αρκετές μελέτες έχουν επικεντρωθεί στο είδος, την ποσότητα και το άτομο που προσφέρει κοινωνική υποστήριξη στον αθλητή, εξετάζοντας τον βαθμό στον οποίο ο αθλητής αντιλαμβάνεται την υποστήριξη αυτή ως βοηθητική ή στρεσογόνα και κατά πόσο ο βαθμός αυτός επηρεάζει τα επίπεδα εξουθένωσής του (Gould et al., 1996a. Scanlan, Stein, & Ravizza, 1991). Οι Raedeke και Smith σε μελέτες τους (2001, 2004) έδειξαν ότι η κοινωνική υποστήριξη εμφάνισε αρνητικές σχέσεις με την εξουθένωση, αποτέλεσμα το οποίο ήταν σύμφωνο με τη βιβλιογραφία (Gould, Tuffey et al., 1996a. Raedeke, 1997. Smith, 1986. Udry et al., 1997). Σύμφωνα με τους Vealey και συνεργάτες (1998), η ικανοποίηση μέσω κοινωνικής υποστήριξης έδειξε να σχετίζεται αρνητικά με το συνολικό δείκτη της εξουθένωσης και κυρίως με τον παράγοντα της εξάντλησης, χωρίς να μεσολαβεί η σχέση της με το στρες. Σημαντική αποδείχθηκε η επίδραση της συμπεριφοράς των προπονητών στα επίπεδα αντιλαμβανόμενης κοινωνικής υποστήριξης και εξουθένωσης των αθλητών τους και σε άλλες μελέτες (Altahayneh, 2003. Dale & Weinberg, 1989. Harris, 2005. Price & Weiss, 2000. Udry et al., 1997). Ωστόσο, ο Gould και οι συνεργάτες του (1996b) υποστήριξαν ότι αθλητές με υψηλά επίπεδα εξουθένωσης αντιλαμβάνονταν την επίδραση που ασκούν οι σημαντικοί άλλοι ως περισσότερο αρνητική παρά θετική. Παρόμοια, αθλητές με υψηλά επίπεδα στρες - εξουθένωσης, επηρεάστηκαν από συναθλητές και φίλους και αποχώρησαν από το άθλημα (Udry et al., 1997). Τα παραπάνω συχνά οφείλονται στην κόπωση και στις στρεσογόνες συνθήκες που βιώνουν οι προπονητές, αλλά και στην άγνοια των γονέων για τον υψηλό βαθμό ελέγχου και πίεσης που ασκούν στα παιδιά τους (Kelley & Gill, 1993. Udry et al., 1997). Το Μοντέλο Ενδυνάμωσης για την Εξουθένωση (Empowerment Model of Burnout) του Coakley (1992), έρχεται να προβάλει την κοινωνική οργάνωση και δόμηση του αθλητισμού ως κύρια αιτία εξουθένωσης. Η αθλητική εμπειρία πολλές φορές είναι τόσο περιοριστική και με τέτοιο τρόπο δομημένη που δεν επιτρέπει στον αθλητή να αναπτύξει εναλλακτική ταυτότητα (alternative identity) και τον κάνει να πιστεύει ότι δεν έχει ο ίδιος τον έλεγχο στη ζωή του. Αποτέλεσμα αυτών, είναι να επιδιώκει να «ενδυναμωθεί» μέσω της απελευθέρωσής του (απομάκρυνσης) από τον αθλητισμό. Έτσι, ενώ στην αρχή η ενασχόληση με το άθλημα είναι προσωπική 11

Α. ΜΑΡΚΑΤΗ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ & Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ απόφαση του αθλητή, στη συνέχεια ελέγχονται οι αποφάσεις του από άλλους, με συνέπεια την απώλεια της αίσθησης ανάπτυξης της προσωπικής ταυτότητας και του προσωπικού ελέγχου. Σύμφωνα με τον Coakley (1992), οι εξουθενωμένοι αθλητές αναφέρονταν συχνά σε πιέσεις και άγχος σχετικά με την απόδοσή τους, σε έλλειψη ελέγχου στη ζωή τους, καθώς και σε έννοιες όπως παγίδευση και σπατάλη χρόνου. Ωστόσο, η άποψη του Coakley (1992) φαίνεται να ισχύει μόνο με την προϋπόθεση ότι ο αθλητής αντιλαμβάνεται την ενασχόλησή του με τον αθλητισμό ως αρνητική (Coakley, 1992. Kjormo & Halvari, 2002. Raedeke, 1997). Συνοπτικά, παράγοντες όπως η έλλειψη υποστήριξης, η μειωμένη προσωπική ταυτότητα και ο μειωμένος προσωπικός έλεγχος, καθώς και η αρνητική επίδραση ορισμένων κοινωνικών δεσμών, μπορούν να οδηγήσουν τους αθλητές σε εξουθένωση. Ωστόσο, χρειάζεται να συνδυαστεί και με ένα σύνολο άλλων χαρακτηριστικών ώστε να μπορεί να αποτελέσει ισχυρή εξήγηση της εξουθένωσης σε αθλητές. Δέσμευση και αθλητική εξουθένωση Σύμφωνα με τον Gould και τους συνεργάτες του (1996a), οι αθλητές που βιώνουν εξουθένωση διακρίνονται σε αυτούς που διακόπτουν πλήρως την αθλητική δραστηριότητα και αποχωρούν και σε αυτούς που συνεχίζουν τη δραστηριότητα με μειωμένη όμως προσπάθεια και συμμετοχή. Ο παραπάνω διαχωρισμός οδήγησε τον Raedeke και τους συνεργάτες του (Raedeke, 1997. Raedeke et al., 2000) να αναπτύξουν μια εναλλακτική προσέγγιση για την εξήγηση της εξουθένωσης. Οι ερευνητές αυτοί υποστήριξαν ότι η εξουθένωση μπορεί να οφείλεται στο ότι οι αθλητές που παραμένουν στην αθλητική δραστηριότητα, σε σχέση με εκείνους που απομακρύνονται, έχουν είτε χαμηλότερα επίπεδα εξουθένωσης είτε βιώνουν ίδια επίπεδα εξουθένωσης, αλλά συνεχίζουν τον αθλητισμό εξαιτίας της παγίδευσής τους μέσα σ αυτόν. Σε συνδυασμό με την προσέγγιση της δέσμευσης (Carpenter, Scanlan, Simons, & Lobel, 1993. Scanlan, Simons, Carpenter, Schmidt, & Keeler, 1993c. Schmidt & Stein, 1991. Weiss & Weiss, 2003) και την κοινωνιολογική προσέγγιση του Coakley (1992), ο Raedeke (1997) πρότεινε το Μοντέλο Επένδυσης για την Εξουθένωση (Investment Model of Burnout). Το μοντέλο αυτό, κατατάσσει τους αθλητές σε εκείνους που δεσμεύονται με το άθλημα λόγω ευχαρίστησης και σε εκείνους που δεσμεύονται λόγω παγίδευσης. Οι αθλητές που δεσμεύονται λόγω παγίδευσης είναι εκείνοι που συνήθως παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα εξουθένωσης. Με βάση αυτόν τον διαχωρισμό προτείνεται ότι η εξουθένωση είναι κάτι περισσότερο από μια απλή αντίδραση στο χρόνιο άγχος ή στην έλλειψη κοινωνικής οργάνωσης ή από μια απλή αποχώρηση (Cresswell & Eklund, 2006b). Ο τρόπος με τον οποίο οι αθλητές αξιολογούν οκτώ παράγοντες δέσμευσης με τον αθλητισμό (ανταμοιβές, κόστος, ευχαρίστηση, επένδυση, εναλλακτικές επιλογές, κοινωνικοί περιορισμοί, μονοδιάστατη ταυτότητα και χαμηλός αυτοέλεγχος) προσδιορίζει το αν η δέσμευση θα βασίζεται στην ευχαρίστηση ή στην παγίδευση και κατά συνέπεια, στην υγειή ενασχόλησή του με τον αθλητισμό ή στην εξουθένωσή του, αντίστοιχα (Raedeke, 1997; Schmidt & Stein, 1991). Ο Raedeke (1997) θεώρησε ως σημαντικότερους παράγοντες παγίδευσης τους υψηλούς κοινωνικούς περιορισμούς, την επένδυση και το χαμηλό αυτοέλεγχο, ενώ ως λιγότερο σημαντικούς, τη μονοδιάστατη ταυτότητα και την έλλειψη εναλλακτικών επιλογών. Με βάση τον ερευνητή, η αύξηση ή η μείωση του βαθμού εξουθένωσης, μπορεί να διαμορφώσει και να αλλάξει τις σχέσεις των παραγόντων παγίδευσης και εξουθένωσης. 12

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ Η συνέχιση ενασχόλησης ενός αθλητή με το άθλημά του κάποιες φορές οφείλεται στην παγίδευσή του μέσα σε αυτό, λόγω κυρίως της υψηλής επένδυσης και της έλλειψης αυτοελέγχου. Η παγίδευση μπορεί στη συνέχεια να οδηγήσει τον αθλητή σε εξουθένωση και κατά συνέπεια σε αποχώρηση από μια δραστηριότητα που απολάμβανε στο παρελθόν. Ωστόσο, είναι πιθανό, στοιχεία του μοντέλου της παγίδευσης να αλληλεπιδρούν με την διαδικασία του στρες ή και με άλλους παράγοντες, και συνεπώς είναι αναγκαία η περαιτέρω συνεξέτασή τους (Cresswell & Eklund, 2006b). Κριτική των διαφόρων προσεγγίσεων της αθλητικής εξουθένωσης Αρκετοί ερευνητές έκαναν κριτική σε έννοιες και μοντέλα των διαφόρων μελετών, διευκολύνοντας την εκτίμηση και αξιολόγησή τους στον σημερινό αθλητικό πληθυσμό. Για παράδειγμα, η αποδοχή ότι το στρες είναι η βασική αιτία που οδηγεί έναν αθλητή σε εξουθένωση, αποδείχθηκε περιορισμένη και μονοδιάστατη. Υποστηρίχθηκε, ότι όλοι ενδέχεται να βιώσουν στρες, αλλά δεν σημαίνει ότι όσοι βιώνουν στρες, βιώνουν και εξουθένωση και πρότειναν τη σφαιρικότερη προσέγγιση του φαινομένου (Jackson, Schwab & Schuler, 1986. Schaufeli, Maslach & Marek, 1993). Παρόμοια, η ερμηνεία της αποχώρησης από το άθλημα, η οποία ενδέχεται να οφείλεται στην έντονη συμμετοχή και τις απαιτήσεις της υψηλής επίτευξης, ως εξουθένωση (Coakley, 1992), αποδείχθηκε πολύ περιοριστική για την εξήγηση του συνδρόμου αυτού και έχει προταθεί (Cresswell & Eklund, 2006b) ότι η σχέση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών πρέπει να εξακριβωθεί. Το Μοντέλο Επένδυσης για την αθλητική εξουθένωση (Raedeke, 1997), θεωρείται ως ένας συνδυασμός προηγούμενων μοντέλων της αθλητικής εξουθένωσης. Αρχικά, το μοντέλο αυτό υποστηρίζει ότι οι αθλητές που βιώνουν εξουθένωση στο πλαίσιο της ενασχόλησής τους με τον αθλητισμό, πιθανόν να παραμείνουν στον αθλητισμό για λόγους «παγίδευσης», γεγονός που ενισχύει τη διάκριση εξουθένωσης - αποχώρησης. Ωστόσο, τα πολύ υψηλά επίπεδα εξουθένωσης οδηγούν αναπόφευκτα σε μειωμένη συμμετοχή και κατά συνέπεια σε αποχώρηση απο τον αθλητισμό, κατάληξη παρόμοια με προηγούμενα μοντέλα (Coakley, 1992. Smith, 1986). Επίσης, ενώ το μοντέλο αυτό περιέχει έννοιες όπως χαμηλές ανταμοιβές, υψηλό κόστος, απομάκρυνση από τον αθλητισμό, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται και στο Γνωστικό Συναισθηματικό Μοντέλο του Smith για το στρες και την εξουθένωση (Smith, 1986), διαφέρει σε αρκετά σημεία από το μοντελο του Smith. Συγκεκριμένα, ο αθλητής αναγνωρίζει ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες το στρες μπορεί να συνδεθεί με την εξουθένωση, ενώ προτείνει και άλλους παράγοντες, όπως η επένδυση στον αθλητισμό ως σημαντικές αιτίες που συνεισφέρουν ή οδηγούν τον αθλητή σε εξουθένωση. Τέλος, η προσέγγιση της δέσμευσης (Raedeke, 1997. Schmidt & Stein, 1991), συσχετίζει την παρακίνηση με την εξουθένωση, εξηγώντας ότι οι αθλητές ασχολούνται με ένα άθλημα για αρκετούς λόγους. Λόγοι οι οποίοι είτε σχετίζονται με την έλξη για το άθλημα (θέλουν να συμμετέχουν παρακινούμενοι εσωτερικά) είτε με την παγίδευση στο άθλημα (πρέπει να συμμετέχουν παρακινούμενοι εξωτερικά). Συνεπώς, η εξήγηση της εξουθένωσης μέσω του μοντέλου επένδυσης φαίνεται να καλύπτει αρκετά χαρακτηριστικά προηγούμενων μοντέλων και αποτελεί για αρκετούς ερευνητές την πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση του συνδρόμου αυτού σε αθλητές. Οι Cresswell και Eklund (2006b) προσπάθησαν να εξετάσουν κατά πόσον οι υπάρχουσες προσεγγίσεις για τη μελέτη της εξουθένωσης των αθλητών (Γνωστικό- Συναισθηματικό Μοντέλο για το Στρες και την Εξουθένωση; Smith, 1986; Μοντέλο της Επένδυσης; Raedeke, 1997. Θεωρία του Αυτοκαθορισμού: Ryan & Deci, 2000) 13

Α. ΜΑΡΚΑΤΗ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ & Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ καλύπτουν πλήρως τα χαρακτηριστικά της. Σε συνεντεύξεις που πήραν από παίκτες του ράγκμπυ υψηλού αγωνιστικού επιπέδου, φάνηκε ότι η συνεισφορά κάθε θεωρίας στην εξήγηση του φαινομένου ποικίλει μεταξύ των συμμετεχόντων. Αργότερα, οι Lemyre, Roberts και Gundersen (2007b) μελέτησαν τις σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ της αυτοκαθοριζόμενης παρακίνησης, της υπερπροπόνησης και της εξουθένωσης σε δύο διαφορετικά δείγματα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο συνδυασμός παρακίνησης και υπερπροπόνησης μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην πρόβλεψη της εξουθένωσης, επιβεβαιώνοντας προηγούμενες μελέτες γύρω από τη σχέση των παραπάνω εννοιών (Cresswell & Eklund, 2005c. Lemyre et al., 2006). Σύμφωνα με τους Maslach και συνεργάτες (2001), οι παράγοντες κατάστασης παίζουν πιο σημαντικό ρόλο στην επαγγελματική εξουθένωση απ ότι οι ατομικοί παράγοντες και προτείνουν οι παρεμβάσεις να εστιάζουν στην τροποποίηση του περιβάλλοντος, ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον περισσότερο κατάλληλο για το άτομο. Επίσης, επισημαίνεται η ανάγκη μελέτης του τρόπου με τον οποίο η κοινωνική δομή του αθλητισμού επηρεάζει τα επίπεδα του στρες και της εξουθένωσης των αθλητών (Coakley, 1992. Raedeke & Smith, 2004). Αρκετοί ερευνητές εξέτασαν τη σχέση συναφών με την εξουθένωση εννοιών όπως η παρακίνηση, η δέσμευση, το άγχος, η υπερπροπόνηση και η κοινωνική υποστήριξη, στον χώρο του αθλητισμού, ενώ προτάθηκαν αρκετά μοντέλα που υποστηρίζουν τις σχέσεις αυτές. Πιο πρόσφατες μελέτες προτείνουν την συνδυαστική μελέτη των σχέσεων αυτών ώστε να προσδώσουν μια πλήρη εξήγηση στο πολυδιάστατο σύνδρομο της εξουθένωσης (Creswell & Eklund, 2006b). Παράλληλα, εμφανίζονται και άλλοι περιβαλλοντικοί και προσωπικοί παράγοντες, όπως τελειομανία, αρνητική διάθεση, τραυματισμοί, χαμηλή αυτοπεποίθηση, έλλειψη συνοχής στην ομάδα και διαπλοκή ρόλων (Gould et al., 1996a, 1997. Kjormo & Halvari, 2002. Lemyre et al., 2007), οι οποίοι χρειάζεται να διερευνηθούν περαιτέρω, ώστε να συμβάλλουν στην κατανόηση της αθλητικής εξουθένωσης. Συμπεράσματα Σκοπός της παρούσας ανασκόπησης ήταν η αναγνώριση και η κατανόηση των χαρακτηριστικών, των συμπτωμάτων και των αιτιών της αθλητικής εξουθένωσης, εξηγώντας συνοπτικά την πολυδιάστατη φύση του συνδρόμου αυτού. Οι ορισμοί και τα χαρακτηριστικά που έχουν δοθεί γύρω από την εξουθένωση του αθλητή ποικίλουν. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Creswell και Eklund (2006b) ο συνδυασμός των τριών παραγόντων (εξάντληση, μειωμένη επίτευξη και υποτίμηση) της προσέγγισης του Raedeke (1997) φαίνεται να είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός, στην κατανόηση της έννοιας αυτής. Επίσης, η εξουθένωση φαίνεται να αποτελεί μια μεταβαλλόμενη εμπειρία, ενώ η έρευνα που έχει διεξαχθεί για να αξιολογήσει τις αλλαγές της αθλητικής εξουθένωσης στο πέρασμα του χρόνου, είναι περιορισμένη, γεγονός που χρειάζεται να ληφθεί υπόψιν κατά τη μελέτη και αξιολόγηση του συνδρόμου. Η παρούσα εργασία περιέγραψε συνοπτικά τον τρόπο με τον οποίο διάφορες συναφείς έννοιες και προτεινόμενα μοντέλα, μπορούν να ορίσουν και να εξηγήσουν, με διαφορετικό τρόπο, το πώς γίνεται αντιληπτό το σύνδρομο της εξουθένωσης από τον αθλητή και το περιβάλλον του. Συνοπτικά, η διαδικασία γύρω από το στρες (Smith, 1986) εξηγεί το μονοπάτι από το οποίο καταλήγει κάποιος σε εξουθένωση, ωστόσο, δεν εξηγεί γιατί οι απαιτήσεις αυτές είναι απειλητικές για την ευρωστία του ατόμου ή ποιες είναι οι πιθανές συνέπειες των απαιτήσεων αυτών. Οι έρευνες των Coakley (1992) και Silva (1990) παρέχουν πολλές πληροφορίες για την εξουθένωση, αλλά δεν συμπίπτουν με τον σημερινό τρόπο προσέγγισης και μελέτης του συνδρόμου. 14

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ Τέλος, έχουν αναφερθεί από αρκετούς μελετητές, πιθανές κοινωνικογνωστικές προσεγγίσεις γύρω από την προοπτική των αντιλαμβανόμενων απαιτήσεων και την εξήγηση της πολυδιάστατης έννοιας της εξουθένωσης όπως: οι κοινωνικές ανταλλαγές (Τribaut & Kelley, 1959), η δέσμευση (Raedeke, 1997. Schmidt & Stein, 1991. Weiss & Weiss, 2003) και τα κίνητρα (π.χ. θεωρία αυτοκαθορισμού, Ryan & Deci, 2000), αλλά και οι συνδυασμοί των παραπάνω (Gould et al., 1996a. Kjormo & Halvari, 2002). Συνοπτικά, τα μοντέλα της εξουθένωσης προσφέρουν, το καθένα χωριστά, τη δική του εξήγηση γύρω από το σύνδρομο αυτό και η έννοια της παγίδευσης εξηγεί σε μεγάλο βαθμό ένα σύνολο αιτιών και συμπτωμάτων της αθλητικής εξουθένωσης σε εν ενεργεία αθλητές. Σύμφωνα με τα ευρήματα των ερευνών που κατέδειξε η παρούσα ανασκόπηση, κρίνεται αναγκαία η έγκαιρη αναγνώριση των εξουθενωμένων αθλητών και αθλητριών και η περαιτέρω εξέταση των σχέσεων και των διαφορών μεταξύ των ποικίλων πληθυσμών. Παρόμοια, τα επίπεδα της εξουθένωσης μεταβάλλονται με το πέρασμα της προπονητικής/αγωνιστικής περιόδου και χρειάζεται να εξεταστούν οι διάφοροι παράγοντες που πιθανόν επιδρούν αρνητικά στην κάθε προπονητική/αγωνιστική περίοδο χωριστά, ώστε να αντιμετωπιστεί το σύνδρομο αυτό εγκαίρως. Επίσης, οι φορείς του αθλητισμού και οι προπονητές θα πρέπει να αξιολογήσουν τα συμπτώματα της εξουθένωσης και να επικεντρωθούν στην πρόληψή της, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της αγωνιστικής κατάστασης και την αποφυγή της αποχώρησης των αθλητών από το άθλημα. Η γνώση και η εφαρμογή τρόπων αποφυγής της αθλητικής εξουθένωσης τόσο από τους προπονητές όσο και από τους ίδιους τους αθλητές, θα μπορούσε να ενισχύει τις διαπροσωπικές σχέσεις και τη συνεργασία τους, αποφέροντας συνολικά ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Η μελέτη της εξουθένωσης στον ελληνικό πληθυσμό έχει περιοριστεί στους προπονητές και η ανάγκη μελέτης των χαρακτηριστικών της και των μοντέλων που την εξηγούν σε Έλληνες αθλητές, είναι εμφανής. Ο πρόσφατος ψυχομετρικός έλεγχος της ελληνικής έκδοσης του Ερωτηματολογίου Αθλητικής Εξουθένωσης (ABQ: Raedeke & Smith, 2001. Μαρκάτη, 2010. Markati, Psychountaki, & Karteroliotis, 2010), αποτελεί πρόσφορο έδαφος για μελλοντικές έρευνες του συνδρόμου της εξουθένωσης στον ελληνικό πληθυσμό. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Altahayneh, Z. (2003). The effects of coaches behaviors and burnout on the satisfaction and burnout of athletes. Unpublished Dissertation. Florida State University. Αποστολίδης, Ν., Καρτερολιώτης, Κ., & Αναστασιάδης, Μ. (2007). Αξιολόγηση επαγγελματικής εξουθένωσης προπονητών καλαθοσφαίρισης. Κινησιολογία, 4, 40-52. Caccese, Τ.Μ., & Mayerberg, C.K. (1984). Gender differences in perceived burnout of college coaches. Journal of Sport Psychology, 6, 279-288. Carpenter, P.J., Scanlan, T.K., Simons, J.P., & Lobel, M. (1993). A test of the Sport Commitment Model using structural equation modeling. Journal of Sport and Exercise Psychology, 15, 119 133. Cherniss, C. (1980b). Staff Burnout: Job stress in the human service. Beverly Hills: CA: Sage. Coakley, J. (1992). Burnout among adolescent athletes: A personal failure or social problem? Sociology of Sport Journal, 9, 271-285. 15

Α. ΜΑΡΚΑΤΗ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ & Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Cohn, P.J. (1990). An exploratory study on sources of stress and athlete burnout in youth golf. The Sport Psychologist, 4, 95-106. Cresswell, S.L., & Eklund, R.C. (2004). The athlete burnout syndrome: Possible early signs. Journal of Science and Medicine in Sport, 7, 481-487. Cresswell, S.L., & Eklund, R.C. (2005a). Motivation and burnout among top amateur rugby players. Medicine and Science in Sports and Exercise, 37, 469-477. Cresswell, S.L., & Eklund, R.C. (2005b). Changes in athlete burnout and motivation over a 12-week league tournament. Medicine amd Science in Sports and Exercise, 37, 1957-1966. Cresswell, S.L., & Eklund, R.C. (2005c). Motivation and burnout in professional rugby players. Research Quarterly for Exercise and Sport, 76, 370-376. Cresswell, S.L., & Eklund, R.C. (2006a). The convergent and discriminant validity of burnout measures in sport: A multi-method/multi-trait analysis. Journal of Sports Sciences, 24, 209-220. Cresswell, S.L., & Eklund, R.C. (2006b). The nature of player burnout in rugby: Key characteristics and attributions. Journal of Applied Sport Psychology, 18, 219-239. Cresswell, S.L., & Eklund, R.C. (2007) Athlete burnout: A longitudinal qualitative study. The Sport Psychologist, 21, 1-20. Dale, J., & Weinberg, R.S. (1989). The relationship between coaches leadership style and burnout. The Sport Psychologist, 3, 1-13. Dale, J., & Weinberg, R.S. (1990). Burnout in sport: A review and critique. Journal of Applied Sport Psychology, 2, 67-83. Eades, A. (1990). An investigation of burnout in intercollegiate athletes: The development of the Eades Athlete Burnout Inventory. Unpublished Master s Thesis. University of California Berkeley. Fender, L.K. (1989). Athlete burnout: Potential for research and intervention strategies. The Sport Psychologist, 3, 63-71. Freudenberger, H.J. (1974). Staff burn-out. Journal of Social Issues, 30, 159-165. Freudenberger, H.J. (1980). Burn-out. Nueva York: Doubleday. Gould, D. (1996). Personal motivation gone away: Burnout in competitive athletes. Quest, 48, 275-289. Gould, D., Tuffey, S., Udry, E., & Loehr, J. (1996a). Burnout in competitive junior tennis players: II. Qualitative analysis. The Sport Psychologist, 10, 341-366. Gould, D., Tuffey, S., Udry, E., & Loehr, J. (1997). Burnout in competitive junior tennis players: III. Individual differences in the burnout experience. The Sport Psychologist, 11, 257-276. Gould, D., Udry, E., Tuffey, S., & Loehr, J. (1996b). Burnout in competitive junior tennis players: I. A quantitative psychological assessment. The Sport Psychologist, 10, 322-340. Gustafsson, H., Hassmen, P., Kenttä, G., & Johansson, M. (2008). A qualitative analysis of burnout in elite Swedish athletes. Psychology of Sport and Exercise, 9, 800-816. Gustafsson, H., Kenttä, G., Hassmen, P., & Lundgvist, C. (2007). Prevalence of burnout in competitive adolescent athletes. The Sport Psychologist, 21, 21-37. Harris, B.S. (2005). Coach and athlete burnout: The role of coaches decision-making style. Unpublished Thesis. Morgantown. West Virginia University. Jackson, S.E., Schwab, R.L., & Schuler, R.S. (1986). Toward an understanding of the burnout phenomenon. Journal of Applied Psychology, 71, 630-640. 16

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ Καραμπάτσος, Γ. (2004). Σχέσεις μεταξύ δημογραφικών χαρακτηριστικών και επαγγελματικής εξουθένωσης προπονητών κλασσικού αθλητισμού. Πρακτικά 3 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αθλητικής Ψυχολογίας (σελ. 120-123). Τρίκαλα. Karabatsos, G., Malousaris, G., & Apostolidis, N. (2006). Evaluation and comparison of burnout levels in basketball, volleyball and track and field coaches. Studies in Physical Culture and Tourism, 13, 79-83. Kelley, B., Eklund, R., & Ritter-Taylor, M. (1999). Stress and burnout among collegiate tennis coaches. Journal of Sport and Exercise Psychology, 21, 113-130. Kelley, B.C., & Gill, D.L. (1993). An examination of personal/situational variables, stress, appraisal, and burnout in collegiate teacher-coaches. Research Quarterly for Exercise and Sport, 64, 94-102. Kenttä, G. (2001). Overtraining, staleness, and burnout in sports. Unpublished doctoral dissertation, Stockholm University, Sweden. Kjormo, O., & Halvari, H. (2002). Relation of burnout with lack of time for being with significant others, role conflict, cohesion, and self-confidence among Norwegian Olympic athletes. Perceptual and Motor Skills, 94, 795-804. Leiter, M.P., & Maslach, C. (2001). Burnout and health. In A. Baum, T. A. Revenson, & J. E.Singer (Eds.), Handbook of health psychology (pp. 415-422). New Jersey: Erlbaum. Leiter, M.P., & Schaufeli, W.B. (1996). Consistency of the burnout construct across occupations. Anxiety, Stress and Coping, 9, 229-243. Lemyre, P.N., Hall, H.K., & Roberts, G.C. (2007). A social cognitive approach to burnout in elite athletes. Scandinavian Journal of Medicine and Science in Sports, 18, 221-234. Lemyre, P.N., Roberts, G.C., & Gundersen, J.S. (2007b). Motivation, overtraining, and burnout: Can self-determined motivation predict overtraining and burnout in elite athletes? European Journal of Sport Science, 7, 115-126. Lemyre, P.N., Treasure, D.C., & Roberts, G.C. (2006) Influence of variability in motivation and affect on elite athlete burnout susceptibility. Journal of Sport and Exercise Psychology, 28, 32-48. Μαρκάτη Α. (2010). Ερωτηματολόγιο Αθλητικής Εξουθένωσης: Ψυχομετρικός έλεγχος και μελέτη διαφορών μεταξύ φύλου, ηλικίας και αθλήματος. Μεταπτυχιακή διατριβή. ΤΕΦΑΑ Πανεπιστημίου Αθηνών Markati A., Psychountaki M., Karteroliotis K. (2010). Athlete Burnout Questionnaire: Validity and reliability in a Greek population. Proceedings of the ΙV European Congress of Methodology (European Association of Methodology), Berlin, Germany Martin, J.J., Kelley, B., & Eklund, R.C. (1999). A model of stress and burnout in male high school athletic directors. Journal of Sport and Exercise Psychology, 21, 280-294. Maslach, C. (1976). Burned-out. Human behaviour, 5, 16-22. Maslach, C. (1982). Understanding burnout: Definitional issues in analyzing a complex phenomenon. In W. S. Paine (Ed.), Job stress and burnout: Research, theory and intervention perspectives (pp. 29-40). Beverly Hills, CA: Sage. Maslach, C., & Jackson, S.E. (1981). The measurement of experienced burnout. Journal of Occupational Behavior, 2, 99-113. Maslach, C., & Jackson, S.E. (1984). Burnout in organizational settings. In S. Oskamp (Ed.), Applied social psychology annual: Applications in organizational settings (Vol. 5, p. 133-153). Beverly Hills, CA: Sage. 17

Α. ΜΑΡΚΑΤΗ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ & Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Maslach, C., & Jackson, S.E. (1986). Maslach Burnout Inventory Manual (6 th ed). Palo Alto, CA: Consulting Psychologists Press. Maslach, C., Jackson, S.E., & Leiter, M.P. (1996). Maslach Burnout Inventory Manual. Palo Alto, CA: Consulting Psychologists Press 3 rd ed. Maslach, C., & Schaufeli, W.B. (1993). Historical and conceptual development of burnout. In W. B. Schaufeli, C. Maslach & T. Marek (Eds.), Professional burnout: Recent developments in theory and research (pp. 1-18). Washington, DC: Taylor & Francis. Maslach, C., Schaufeli, W.B., & Leiter, M.P. (2001). Job burnout. Annual Review of Psychology, 52, 397-422. McGrath, J.E. (1970). A conceptual formulation for research on stress. In S.E. McGrath (Ed.), Social and psychological factors in stress (pp. 1-13). New York: Holt, Rinehart and Winston. Pietraszuk, T. (2006). Burnout in athletics: A test of self-determination theory. Thesis. Texas Tech University. Price, M.S., & Weiss, M.R. (2000). Relationships among coach burnout, coach behaviors, and athletes psychological responses. The Sport Psychologist, 14, 391-409. Raedeke, T.D. (1997). Is athlete burnout more than just stress? A sport commitment perspective. Journal of Sport and Exercise Psychology, 19, 396-417. Raedeke, T.D., Granzyk, T.L., & Warren, A. (2000). Why coaches experience burnout: A commitment perspective. Journal of Sport and Exercise Psychology, 22, 85-105. Raedeke, T.D., Lunney, K., & Venables, K. (2002). Understanding athlete burnout: Coach perspectives. Journal of Sport Behaviour, 25, 181-206. Raedeke, T.D., & Smith, A.L. (2001). Development and preliminary validation of an athlete burnout measure. Journal of Sport and Exercise Psychology, 23, 281-306. Raedeke, T.D., & Smith, A.L. (2004). Coping resources and athlete burnout: An examination of stress mediated and moderation hypotheses. Journal of Sport and Exercise Psychology, 26, 525-541. Raglin, J. (1993). Overtraining and staleness: Psychometric monitoring of endurance athletes. In R. Singer, M. Murphey & L. Tennant (Eds.), Handbook of research on sport psychology (pp. 840-850). New York: Macmillan Publishing Company. Rainey, D.W., & Hardy, L. (1999). Sources of stress, burnout and intention to terminate among rugby union referees. Journal of Sports Sciences, 17, 797-806. Ryan, R.M., & Deci, E.L. (2000). Self-determination theory and the facilitation of intrinsic motivation, social development, and well-being. American Psychologist, 55, 68 78. Scanlan, T.K., Simons, J.P., Carpenter, P.J., Schmidt, G.W., & Keeler, B. (1993c). The sport commitment model: Measurement development for the youth-sport domain. Journal of Sport and Exercise Psychology, 15, 16-38. Scanlan, T.K., Stein, G.L., & Ravizza, K. (1991). An in-depth study of former elite figure skaters: III. Sources of stress. Journal of Sport and Exercise Psychology, 13, 103-120. Schaufeli, W.B., Maslach, C., & Marek, T. (Eds.) (1993). Professional Burnout: Recent developments in theory and research. Washington: Taylor and Francis. Schmidt, G.W., & Stein, G.L. (1991). Sport commitment: A model integrating enjoyment, dropout and burnout. Journal of Sport and Exercise Psychology, 13, 254-265. 18

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ Schutte, N., Toppinen, S., Kalimo, R., & Schaufeli, W. (2000). The factorial validity of the Maslach Burnout Inventory-General Survey (MBI-GS) across occupational groups and nations. Journal of Occupational and Organisational Psychology, 73, 53-65. Silva, J.M. (1990). An analysis of the training stress syndrome in competitive athletics. Journal of Applied Sport Psychology, 2, 5-20. Smith, R.E. (1986). Toward a cognitive-affective model of athletic burnout. Journal of Sport Psychology, 8, 36-50. Tribaut, J.W., & Kelley, H.H. (1959). The social psychology of groups. New York: John Wiley & Sons. Udry, E., Gould, D., Bridges, D., & Tuffey, S. (1997). People helping people? Examining the social ties of athletes coping with burnout and injury stress. Journal of Sport and Exercise Psychology, 19, 368-395. Vealey, R.S., Armstrong, L., Comar, W., & Greenleaf, C. (1998). Influence of perceived coaching behaviors on burnout and competitive anxiety in female college athletes. Journal of Applied Sport Psychology, 10, 297-318. Vealey, R.S., Udry, E.M., Zimmerman, V., & Soliday, J. (1992). Intrapersonal and situational predictors of coaching burnout. Journal of Sport & Exercise Psychology, 14, 40-58. Weiss, W.M., & Weiss, M.R. (2003). Attraction- and entrapment- based commitment among competitive female gymnasts. Journal of Sport and Exercise Psychology, 25, 229-247. Wiggins, M.S., Cremades, J.G., Lai, C., Lee, J., & Erdmann, J.B. (2006). Multidimensional comparison of anxiety direction and burnout over time. Perceptual and Motor Skills, 102, 788-790. Wiggins, M.S., Lai, C., & Deiters, J.A. (2005). Anxiety and burnout in female college ice hockey and soccer athletes. Perceptual and Motor Skills, 101, 519-524. 19